Κ.Π κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθεση Αρ. 1869/2019, 31/10/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 1869/2019

                                             

     31 Οκτωβρίου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

Αναφορικά με το Άρθρο/τα Άρθρα (α) 1Α, 23, 26, 28, 29, 30, 35, 146, 150 και 172 του Συντάγματος

 

 

1.      Κ.Π από Λεμεσό

2.      Κ.Σ από Λευκωσία

3.      Μ.Μ από Λάρνακα

 

Αιτητών

                         και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

         

Καθ’ ων η Αίτηση

 

.........

 

Ξένια Ευγενίου για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης δ.ε.π.ε,  δικηγόροι για Αιτητές

Μαρία Κοτσώνη, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η αίτηση

Χριστάκης Θ. Χριστάκης για Χριστάκης Θ. Χριστάκης Δ.Ε.Π.Ε. δικηγόροι για Ενδιαφερόμενα Μέρη 1. Ε.Μ, 2. Μ.Σ και 4. Γ.Χ

Καμία εμφάνιση για Ενδιαφερόμενο Μέρος 3. Ν.Π.

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.:  Με την παρούσα προσφυγή οι Αιτητές αιτούνται ακύρωσης της απόφασης των Καθ΄ ων η αίτηση, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 05.11.2019, με την οποία οι Καθ’ ων η αίτηση διόρισαν, αντί των Αιτητών, τα Ενδιαφερόμενα Μέρη (εφεξής «ΕΜ») 1. Ε.Μ, 2. Μ.Σ, 3. Ν.Π. και 4. Γ.Χ στη μόνιμη θέση Εκτελεστικού Μηχανικού Τμήμα Δημοσίων Έργων (Κλίμακα Α9, Α11 και Α12).

 

Προηγήθηκε αξιολογική διαδικασία με τη συμμετοχή της Συμβουλευτικής Επιτροπής (εφεξής «ΣΕ»). Αποφασίστηκε η διενέργεια γραπτής και προφορικής εξέτασης με βαρύτητα 80% και 20% αντίστοιχα και οι επιτυχόντες στη γραπτή εξέταση κλήθηκαν στη προφορική εξέταση. Μεταξύ των ζητημάτων που απασχόλησαν τη ΣΕ (και κατέστη επίδικο στα πλαίσια της παρούσας) ήταν η κατοχή εκ μέρους του ΕΜ 4 του προσόντος της εγγραφής στο Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (εφεξής «ΕΤΕΚ»). Παρ’ όλον τον προβληματισμό της επί του ζητήματος τούτου, η ΣΕ αποφάσισε όπως καλέσει το ΕΜ 4 σε προφορική εξέταση, αφήνοντας το ζήτημα του εν λόγω προσόντος να εξεταστεί από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (εφεξής «Επιτροπή» ή «Καθ’ ων η αίτηση»).

 

Κατόπιν της ολοκλήρωσης της προφορικής εξέτασης η ΣΕ διαβίβασε στην Επιτροπή την έκθεσή της όπου κατεγράφησαν οι μέχρι το σημείο ενέργειές της καθώς και η σύστασή της ως προς τους καταλληλότερους υποψηφίους, μεταξύ αυτών, τους Αιτητές και τα ΕΜ.

 

Η Επιτροπή μελέτησε τα ευρήματά της ΣΕ σε σχέση με τους υποψήφιους, για τους οποίους είχε διατυπώσει επιφύλαξη κατά πόσο, με βάση την απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας αναφορικά με την εγγραφή τους στο ΕΤΕΚ, καθίστανται προσοντούχοι υποψήφιοι. Ως προς το ΕΜ που εδώ ενδιαφέρει ανέφερε ότι:

 

«Ο υποψήφιος Χ.Γ. κατά την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας για την υποβολή των αιτήσεων, που ήταν η 20.11.17, υπέβαλε, παράλληλα με την υποβολή της αίτησής του, και αίτηση για εγγραφή στο ΕΤΕΚ. Το ΕΤΕΚ χωρίς οποιαδήποτε άλλη απαίτηση τον έχει ήδη εγγράψει, σημειώνοντας ότι η εγγραφή στο ΕΤΕΚ δεν προϋποθέτει οποιοσδήποτε μορφής υποβολή των αιτητών σε δοκιμασία, αλλά γίνεται επιβεβαίωση ότι με τα προσόντα και την πείρα που διαθέτουν οι αιτητές μπορούν να εγγραφούν. Πέραν τούτου, η Επιτροπή σημείωσε ότι ο εν λόγω υποψήφιος ήταν ήδη εγγεγραμμένος σε αντίστοιχο Επαγγελματικό Σώμα στο Ηνωμένο Βασίλειο και εργάζεται Πολιτικός Μηχανικός».

 

Περαιτέρω, η Επιτροπή ανέφερε ότι υπόψη της έλαβε ότι:

 

«(…) ο σκοπός της περί ΕΤΕΚ Νομοθεσίας είναι όσοι ασκούν Μηχανική στην Κύπρο, όπως στην παρούσα περίπτωση, να είναι εγγεγραμμένοι από την ημερομηνία που αναλαμβάνουν την άσκηση τέτοιων καθηκόντων, στοιχείο που υπάρχει στην περίπτωση του Χ. Σε αντίθετη περίπτωση, θα επαφίετο σε ένα Επαγγελματικό Σώμα (ΕΤΕΚ) να καθορίζει, ανάλογα με την κρίση του, την ημερομηνία ισχύος των απαιτούμενων προσόντων (…)»

 

Κατόπιν των πιο πάνω αναφορών, η Επιτροπή έκρινε το ΕΜ 4 ως προσοντούχο.

 

Η Επιτροπή στις συνεδρίες της με ημερομηνίες 11.09.2019 και 25.09.2019 δέχτηκε σε ατομική προφορική εξέταση τους υποψηφίους που κλήθηκαν στην προφορική εξέταση. Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης, ο Διευθυντής του Τμήματος Δημοσίων Έργων, με σκοπό να υποβοηθήσει την Επιτροπή στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην ενώπιον της προφορική εξέταση, αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων.

 

Αφού ο Διευθυντής αποχώρησε από τη συνεδρία, η Επιτροπή, προέβη στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων και ακολούθως, κατέληξε στην απόφασή της επί των καταλληλότερων κρίνοντας ως καταλληλότερα τα ΕΜ (καθώς και κάποιο πέμπτο υποψήφιο, του οποίου ο διορισμός δεν προσβάλλεται με την παρούσα).

 

Η αιτιολογία της απόφασης των Καθ΄ ων η αίτηση για την εν λόγω επιλογή τους, καταγράφεται στο πρακτικό της συνεδρίας τους ημερομηνίας 09.09.2019 και είναι, στο μέτρο που ενδιαφέρει τους εδώ διάδικους, η ακόλουθη:

 

«Η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη τα αποτελέσματα της γραπτής και προφορικής εξέτασης των υποψηφίων που διεξήχθησαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων όσων από τους υποψηφίους είναι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.

 

(…)

 

Η Επιτροπή, επιλέγοντας τους Μ.Ε, Π.Ν, Σ.Μ και Χ.Γ, έλαβε υπόψη ότι οι επιλεγέντες αξιολογήθηκαν τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στην τελική της αξιολόγηση όσο και από την ίδια την Επιτροπή στην ενώπιον της προφορική εξέταση ως Εξαίρετοι, στο υψηλότερο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης και στις δύο περιπτώσεις και σε υψηλότερο επίπεδο στην ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση, συγκρινόμενοι με τους λοιπούς υποψηφίους, και, επιπλέον, διαθέτουν το πλεονέκτημα της υπό πλήρωση θέσης, όπως και οι λοιποί υποψήφιοι.

 

Επίσης, η Επιτροπή επιλέγοντας τις Μ.Ε και Σ.Μ, σημείωσε ότι αυτές διαθέτουν, πέραν των απαιτούμενων προσόντων, και επιπρόσθετα προσόντα, τα οποία, παρόλο που δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης, είναι σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης και, ως εκ τούτου, τους δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα, συνεκτιμώμενα με τα υπόλοιπα κριτήρια. Συγκεκριμένα, η Μ.Ε διαθέτει διδακτορικό τίτλο Πολιτικού Μηχανικού από το Πανεπιστήμιο Κύπρου και η Σ.Μ Master in Business Administration, CIIM.

 

(…).

 

Τέλος, η Επιτροπή, καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφασή της, δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι όλοι οι υποψήφιοι που δεν επιλέγηκαν διαθέτουν και αυτοί το πλεονέκτημα της υπό πλήρωση θέσης. (…)»

 

Με την προσφυγή τους οι Αιτητές βάλλουν εναντίον της προσβαλλόμενης εγείροντας, μέσω των αγορεύσεων των ευπαίδευτων συνηγόρων τους, ισχυρισμούς ότι η προπαρασκευαστική διαδικασία ήταν πάσχουσα και ότι το ΕΜ 4 δεν ήταν προσοντούχο, ότι δεν υπήρξε ικανοποιητική διερεύνηση των μη απαιτούμενων αλλά σχετικών προσόντων καθώς και ότι η κρίση επί της προφορικής εξέτασης ενώπιον της ΣΕ ήταν αντιφατική με αυτήν επί της προφορικής εξέτασης ενώπιον της Επιτροπής. Η κρίση της Επιτροπής επί της προφορικής εξέτασης βάλλεται και ως αναιτιολόγητη, η οποία έλαβε υπόψη εξωγενή κριτήρια.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Καθ’ ων η αίτηση και των ΕΜ από την πλευρά τους υπεραμύνονται της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, θέτοντας ότι είναι εύλογα επιτρεπτή, αιτιολογημένη και προϊόν δέουσας έρευνας και άρα ότι η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των ΕΜ εγείρει περαιτέρω και προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή δεν είναι παραδεκτή καθότι, κατά την εισήγηση του, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις (ενεργητικής) ομοδικίας.

 

Ξεκινώντας με την προδικαστική ένσταση, από την αίτηση ακυρώσεως και τα επιχειρήματα που εγείρονται στα πλαίσια των αγορεύσεων διαπιστώνω ότι αφενός προσβάλλεται η ίδια διοικητική πράξη, κάτι άλλωστε που αναγνωρίζεται και από τον ευπαίδευτο συνηγορο των ΕΜ αλλά και ότι οι λόγοι ακυρότητας είναι κοινοί για όλους τους Αιτητές. Η πλήρωση των εν λόγω δύο προϋποθέσεων θεωρώ καθιστά την έγερση της αίτησης ακυρώσεως από όλους τους Αιτητές ως παραδεκτή και εντός των πλαισίων της νομολογίας. Στην Υποθ. αρ. 668/08 Μαρία Χριστοδούλου Ευθυμίου κ.α. ν. Δημοκρατίας ημερομηνίας 07.06.2010, στην οποία παραπέμπομαι από τους ευπαίδευτους συνήγορους των Αιτητών, με αναφορά σε ελληνικά συγγράμματα, ελέχθη (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

 

«Επίσης, σύμφωνα με το σύγγραμμα «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο»               Π.Δ. Δαγτόγλου, 2η Αναθεωρημένη και Συμπληρωμένη Έκδοση, παράγρ. 329, στη διοικητική δίκη «ενεργητική ομοδικία επιτρέπεται όταν περισσότερα από ένα πρόσωπα έχουν παρόμοιο νομικό και πραγματικό σύνδεσμο με το επίδικο αντικείμενο».

 

Εξέτασα τις ομολογουμένως ενδιαφέρουσες εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις των εμπλεκόμενων πλευρών. Ενδεχομένως η θέση της κας Καλλιγέρου να είχε έρεισμα αν η υπό κρίση περίπτωση αφορούσε περίπτωση αντικρουόμενων, από πλευράς αιτητριών, συμφερόντων ή έστω προώθησης διαφορετικών λόγων ακύρωσης. Στην περίπτωση μας όμως εκείνο που βασικά επιδιώκουν και οι δύο αιτήτριες είναι την ανατροπή της επίδικης διοικητικής πράξης, επειδή το Ε.Μ. δεν κατέχει το υπό της παραγράφου 3(β) του σχεδίου υπηρεσίας απαιτούμενο προσόν∙ αυτό της κατοχής μεταπτυχιακού τίτλου ή διπλώματος σε θέματα εκπαιδευτικής ή σχολικής ή κλινικής ψυχολογίας μετά από σπουδές ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους. Επομένως οι δύο αιτήτριες έχουν παρόμοιο νομικό και πραγματικό σύνδεσμο με το επίδικο αντικείμενο. Κατά συνέπεια η συγκεκριμένη προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται».

 

Ως εκ των πιο πάνω, απορρίπτω την προδικαστική ένσταση ότι στην υπό κρίση υπόθεση δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ενεργητικής ομοδικίας και προχωρώ να  εξετάσω τους λόγους ακύρωσης.

 

Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης τίθεται ότι η προπαρασκευαστική διαδικασία ήταν πάσχουσα και ότι το ΕΜ 4 δεν ήταν προσοντούχο. Εντός των ειδικότερων επιχειρημάτων των Αιτητών στα πλαίσια του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης, είναι ότι δεν τηρήθηκαν δέοντα πρακτικά στη ΣΕ εφόσον αφενός αυτά δεν ήταν ξεχωριστά για διαφορετικές συνεδρίες αφετέρου διότι καταγράφηκε μόνο ένας απλός χαρακτηρισμός από τον Διευθυντή χωρίς καμία αιτιολόγηση ενώ παράλληλα δεν υπάρχουν γραπτές σημειώσεις εκ μέρους των μελών της Επιτροπής για να χρησιμοποιηθούν προς υποβοήθηση της μνήμης τους. Περαιτέρω τίθεται ο ισχυρισμός ότι η συγκρότηση της ΣΕ διαφοροποιήθηκε και ότι η χρονική έκτασή της ήταν σε αντίθεση με τον Νόμο 1/90 καθώς και ότι ο Νόμος και το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν προέβλεπαν καθορισμό ποσοστού βαρύτητας. Ως προς το ΕΜ 4 θέτουν ότι αυθαίρετα και αναρμόδια οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι πληροί την προϋπόθεση για εγγραφή στο ΕΤΕΚ καθότι αυτή έπρεπε να προϋπάρχει της αίτησης του για την υπό κρίση θέση.

 

Κατόπιν εξέτασης των πιο πάνω ισχυρισμών σε συνάρτηση με το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων, σημειώνω τα ακόλουθα:

 

Καταρχάς ως προς τα πρακτικά της Επιτροπής, δεν επαληθεύεται ο ισχυρισμός των Αιτητών (παράγραφος 2.2 Αγόρευσης) ότι υπήρξαν συνεδριάσεις των Καθ’ ων η αίτηση στις 12.09.2019 και 13.09.2019. Συνεδρίαση της Επιτροπής υπήρξε στις 11.09.2019 και ακολούθως στις 25.09.2019 και για τούτες προκύπτει να τηρήθηκαν ξεχωριστά πρακτικά, τα οποία επισυνάφθηκαν στην ένσταση των Καθ΄ ων η αίτηση ως παραρτήματα 13 και 14 αντίστοιχα. 

 

Περαιτέρω, δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε πλημμέλεια ως προς τη μη τήρηση ξεχωριστών πρακτικών για τις τρεις συνεδρίες της ΣΕ ημερομηνίας 18, 19 και 21 Ιουνίου 2019, στις οποίες είχε διενεργηθεί η προφορική εξέταση των υποψηφίων.

 

Σχετικές εν προκειμένω είναι οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Υπόθεση Αρ. 1552/2008 Ανδρούλα Σχίζα-Κωνσταντινίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 31.01.2011 και στην Αναθ. Έφ. Αρ. 59/2011 Θεμιστού Θεμιστός ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 3 ΑΑΔ 616, στην οποία επιδοκιμάστηκε κατ’ έφεση η κρίση του πρωτόδικου (Πρ. Αρ. 879/2009 Θεμιστού Θεμιστός ν. Κυπριακής Δημοκρατίας  ημερ. 29.03.2011) όπου είχε γίνει εκτενής αναφορά της νομολογίας περιλαμβανομένης της Υπόθεσης Ανδρούλα Σχίζα-Κωνσταντινίδου (ανωτέρω). Στην τελευταία αναφέρθηκε:

 

«Η μόνη παράλειψη η οποία παρατηρείται είναι η μη καταγραφή στο πρακτικό κάθε μιας συνεδρίασης, των παρουσιών, από πλευράς Μελών και Προέδρων. Όμως, η τελική Έκθεση της Επιτροπής, στην οποία γίνεται λεπτομερής αναφορά στις προηγηθείσες συνεδριάσεις, είναι υπογεγραμμένη από όλα ανεξαίρετα τα Μέλη της Επιτροπής και, βέβαια, από τον Πρόεδρό της. Στην Έκθεση καμιά αναφορά δεν υπάρχει στο ότι κατά τη μια ή την άλλη συνεδρίαση της Επιτροπής κάποιο ή κάποια μέλη ήσαν απόντα. Δεδομένου δε ότι στην ίδια την Έκθεση παρατίθενται, μεταξύ άλλων, και λεπτομέρειες της αξιολόγησης των υποψηφίων, ξεχωριστό έγγραφο για την οποία επισυνάπτεται στην Έκθεση και έχει μονογραφηθεί από όλους τους συμμετέχοντες στην Επιτροπή, πιστεύω ότι, υπ΄ αυτές τις περιστάσεις, μπορεί να εκληφθεί ως δεδομένο, στην απουσία οποιουδήποτε στοιχείου ή ισχυρισμού περί του αντιθέτου, ότι παρόντα σε όλες τις συνεδριάσεις ήσαν όλα τα μέλη της Επιτροπής. Η δε παράλειψη ειδικής αναφοράς σ΄ αυτό το γεγονός στα επί μέρους τηρηθέντα πρακτικά, υπ΄ αυτές τις περιστάσεις, δεν θα έπρεπε να ενέχει επιπτώσεις εφ΄ όλης της ακολουθηθείσας διαδικασίας. Σ΄ αυτή μου την κατάληξη συνέτεινε και το γεγονός ότι, εν πάση περιπτώσει, με την Έκθεσή της η Συμβουλευτική Επιτροπή τελικά συνέστησε ως καταλληλότερους για επιλογή στις επίδικες θέσεις και τους επτά υποψηφίους, μεταξύ των οποίων και την αιτήτρια, η δε καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ δεν περιορίστηκε στην αξιολόγηση των υποψηφίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή κατά τις προφορικές εξετάσεις, αλλά διεξήγαγε και δική της εξέταση και αξιολόγηση.

 

Και στην παρούσα περίπτωση, με δεδομένο ότι η Έκθεση της ΣΕ αναφέρεται ρητώς στις συνεδριάσεις για την προφορική εξέταση, είναι υπογεγραμμένη από όλα τα μέλη της, ουδεμία  αναφορά περιλαμβάνει ότι κάποιο μέλος ήταν απόν, καταγράφεται δε σαφώς η εντύπωση των μελών της ΣΕ κατά τρόπο που επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο, θεωρώ τελικά ότι δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι επηρεάζεται η εγκυρότητα των πρακτικών λόγω της μη ύπαρξης ξεχωριστών πρακτικών για τις συνεδρίες που αφορούσαν την προφορική μόνο εξέταση ενώπιον της ΣΕ, όργανο το οποίο δεν παύει να είναι συμβουλευτικό της Επιτροπής. Άλλωστε τελικά και η ΣΕ συνέστησε ως καταλληλότερους για επιλογή στις επίδικες θέσεις και τους επτά υποψηφίους, μεταξύ των οποίων και τους Αιτητές, η δε Επιτροπή δεν περιορίστηκε στην αξιολόγηση των υποψηφίων από τη ΣΕ κατά τις προφορικές εξετάσεις, αλλά διεξήγαγε και δική της εξέταση και αξιολόγηση.

 

Περαιτέρω δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε σφάλμα συγκρότησης της ΣΕ λόγω της αρχικής συμμετοχής της Προέδρου στις συνεδρίες της ΣΕ και ακολούθως της μη συμμετοχής της στις συνεδρίες λόγω αφυπηρέτησης (της) στις 01.01.2019. Επί του θέματος η πλευρά των Αιτητών δεν παραπέμπει σε οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια που υποστηρίζει τον ισχυρισμό τους αντιθέτως, αμφότεροι συνήγοροι για Καθ’ ων η αίτηση και ΕΜ, παραπέμπουν στο άρθρο 32(8) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου ως είχε κατά τους επίδικους χρόνους (εφεξής ο «Νόμος») το οποίο σαφώς καθιστά νόμιμη τη συνέχιση της διαδικασίας ενώπιον της ΣΕ λόγω της εν λόγω αφυπηρέτησης. Συγκεκριμένα το εν λόγω άρθρο όριζε ότι (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

 

«η νομιμότητα της συγκρότησης οποιασδήποτε Συμβουλευτικής Επιτροπής και η εγκυρότητα οποιασδήποτε πράξης ή εργασίας δεν επηρεάζονται λόγω θανάτου, παραίτησης, αφυπηρέτησης, απουσίας ή άλλου κωλύματος μέλους της, σε οποιοδήποτε στάδιο της ενώπιόν της διαδικασίας, εφόσον τηρούνται οι διατάξεις του εδαφίου [4][1] του παρόντος άρθρου (…)»

 

Την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου 32(8) του Νόμου σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση, έχει ήδη δεχθεί το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Ε.Δ.Δ. αρ. 81/20, 86/20 & 92/20,  Χατζηπροδρόμου κ.α, ν. Μούντη Κοντοπούλου κ.α ημερ. 14.09.2021. Συνεπώς δεν μπορεί να γίνεται λόγος στα πλαίσια της παρούσας (και για τον λόγο που προτάχθηκε) ότι στη διοικητική ενέργεια χώρησε οποιοδήποτε σφάλμα ή παρανομία.

 

Περαιτέρω, θα συμφωνήσω με τις υποβολές των Καθ’ ων η αίτηση και ΕΜ ότι ο καθορισμός ποσοστών βαρύτητας 80% και 20% για γραπτή και προφορική εξέταση αντίστοιχα, συνάδει με το άρθρο 33(4) του Νόμου, η τρίτη επιφύλαξη του οποίου προνοεί ότι:

 

«Νοείται έτι περαιτέρω ότι, στην περίπτωση που η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφασίσει τη διεξαγωγή τόσο προφορικής όσο και γραπτής εξέτασης, κατά την ίδια ημερομηνία αποφασίζει και τη βαρύτητα την οποία θα αποδώσει στην κάθε εξέταση. Η βαρύτητα που θα αποδοθεί στη γραπτή εξέταση σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερη του 80%».

 

Δε θεωρώ ότι ευσταθούν όσα επιγραμματικά αναφέρονται ως προς το κατ’ ισχυρισμό υπέρμετρον της χρονικής διάρκειας της διαδικασίας ενώπιον της ΣΕ ούτε άλλωστε οι αιτητές επικαλούνται οποιαδήποτε περί τούτου νομοθετική πρόνοια ώστε να γίνει κατανοητός ο εν λόγω ισχυρισμός.

 

Δεν ευσταθεί περαιτέρω ούτε ο ισχυρισμός περί παράβασης (γενικώς) του περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου [Ν. 158(Ι)/1999] ή απουσίας δέουσας αιτιολογίας λόγω ότι καταγράφηκε μόνο ένας απλός χαρακτηρισμός από τον Διευθυντή προς αξιολόγηση της εντύπωσης του για τους υποψηφίους στην προφορική εξέταση ή επειδή δεν υπήρξαν γραπτές σημειώσεις εκ μέρους των μελών της Επιτροπής για να χρησιμοποιηθούν προς υποβοήθηση της μνήμης τους. Όπως ορθά θέτει ο δικηγόρος των ΕΜ, το άρθρο 24(2) του Ν.158(Ι)/1999 δεν απαιτεί την καταγραφή των νοητικών διεργασιών των μελών για τις εκτιμήσεις τους αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων, ούτε προκύπτει υποχρέωση τα μέλη να τηρούν προσωπικές σημειώσεις κατά την προφορική εξέταση. Περαιτέρω έχει νομολογηθεί [Kυπριακή Δημοκρατία ν. Kυριακής Παπασωζόμενου (2005) 3 ΑΑΔ 532 και Ιακωβίδης ν. ΕΔΥ (1997) 3 Α.Α.Δ. 28] ότι η αξιολόγηση του διευθυντή στα πλαίσια διαδικασιών, ως η υπό κρίση, δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη.

 

Επίσης, τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση των Αιτητών περί υποκειμενικής κρίσης στην αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης και υπέρμετρης βαρύτητας στην εν λόγω εξέταση από τους Καθ' ων η αίτηση δεν προκύπτουν από τα ενώπιόν μου δεδομένα ούτε μπορούν να οδηγήσουν σε ακυρωτικό εύρημα [σχετική η Παπασωζόμενου (ανωτέρω)]. Ούτε άλλωστε το γεγονός ότι ένας υποψήφιος υπερείχε στη γραπτή εξέταση σημαίνει ότι θα είναι δεδομένη και η υπεροχή του στην προφορική εξέταση άλλωστε, συμφωνώ με τους Καθ’ ων η αίτηση και ΕΜ, ότι είναι προφανώς διαφορετική η φύση των δύο εξετάσεων εφόσον γραπτώς ένας υποψήφιος έχει διαφορετική ευχέρεια να παρουσιάσει την απάντηση του από ότι προφορικά και σε στενότερο χρονικό πλαίσιο.

 

Οι Αιτητές περαιτέρω ισχυρίζονται ότι αντινομικά και αναρμόδια η Επιτροπή ερμήνευσε το Σχέδιο Υπηρεσίας κατά τρόπο ώστε να θεωρήσει ότι το ΕΜ 4 κατέχει το απαιτούμενο προσόν, το οποίο απαιτεί την εγγραφή ως μέλους του ΕΤΕΚ. Εν προκειμένω, αν και οι Αιτητές δεν επικαλούνται μεν παράβαση οποιασδήποτε περί τούτου νομοθετικής πρόνοιας, εντούτοις θέτουν ότι μια τέτοια ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας δεν ήταν επιτρεπτή εφόσον το ΕΜ 4 κατείχε μεν το εν λόγω προσόν κατά την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά όχι κατά την υποβολή της αίτησης του για διεκδίκηση της επίδικης θέσης.

 

Θεωρώ ότι ειδικά ως προς το προσόν της εγγραφής στο μητρώο του ΕΤΕΚ, η απόφαση Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 41/2015 Πετρόπουλος v. Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας  ημερ. 26.11.2021, στην οποία παραπέμπει ο ευπαίδευτος συνήγορος των ΕΜ είναι καθοδηγητική (και δεσμευτική) και στα υπό κρίση δεδομένα. Εκεί, και ανεξάρτητα από τις όποιες γραμματικές/συντακτικές διαφοροποιήσεις της απαίτησης του εκεί[2] Σχεδίου Υπηρεσίας σε σχέση με το παρόν[3], αναφέρθηκε λίαν σημαντικά ως δεσμευτικό εύρημα που θεωρώ καλύπτει τα εδώ κρινόμενα ότι (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

 

«Είναι δε σημαντικό εδώ να επισημανθεί αυτό που και το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπογράμμισε, ότι δηλαδή η ημερομηνία εγγραφής στο ΕΤΕΚ δεν αποτελεί αυτή καθ' εαυτή προσόν, εφόσον αφορά στη διαδικασία αναγνώρισης του προσόντος. Για σκοπούς δε εγγραφής δεν απαιτείτο κάποιου είδους εξέταση ή άλλη προϋπηρεσία.  Η μόνη προϋπόθεση που τίθετο με βάση το Άρθρο 7(1)(α) του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου 224/1990[1] είναι η κατοχή του προσόντος το οποίο να είναι αναγνωρισμένο και από το Επιμελητήριο. Υπό αυτά τα δεδομένα η εγγραφή ήτο αρκετό να υπήρχε κατά την ημερομηνία του διορισμού που στην προκείμενη περίπτωση έγινε με αναδρομική ισχύ από 15/6/2004».

 

Και στην παρούσα περίπτωση, το ΕΜ 4 αιτήθηκε εγγραφής στο ΕΤΕΚ πριν την υποβολή της αίτησης του για λήψη της επίδικης θέσης αλλά η εγγραφή στο μητρώο διενεργήθηκε στις 27.02.2018, μετά την τελευταία ημερομηνία υποβολής αιτήσεων (20.11.2017) και αρκετά πριν την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Είχε υπάρξει από το 2016 εγγεγραμμένος στο αντίστοιχο του ΕΤΕΚ σώμα στη Λονδίνο όπου εργαζόταν. Η Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη τα πιο πάνω δεδομένα καθώς και το γεγονός ότι το ΕΤΕΚ έγγραψε το ΕΜ 4 χωρίς καμία άλλη απαίτηση, χωρίς δοκιμασία, αλλά απλώς επιβεβαίωσε τα προσόντα του, δέχθηκε ότι πληροί την προϋπόθεση του Σχεδίου Υπηρεσίας. Συνεπώς δε θεωρώ ότι αντινομικά ή αναρμοδίως αποφάσισε να δεχθεί την καταλληλότητά του εν λόγω ΕΜ και η προσέγγισή της αυτή συνάδει με την ως άνω νομολογία, η οποία έχει ακριβώς διατυπωθεί για το συγκεκριμένο προσόν της εγγραφής στο μητρώο του ΕΤΕΚ.

 

Δεδομένων των όσων ανέφερα πιο πάνω, απορρίπτω τους ανωτέρω λόγους ακύρωσης και προχωρώ στους επόμενους, οι οποίοι αναλύονται στις ενότητες 2.3-2.5 της Αγόρευσης των Αιτητών. Επί τούτων:

 

Απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός των Αιτητών ότι δεν υπήρξε ικανοποιητική διερεύνηση των μη απαιτούμενων αλλά σχετικών προσόντων τους και της πείρας τους. Εν προκειμένω σημειώνω εξ αρχής ότι δεν τίθεται από τους Αιτητές ποιο προσόν τους αγνόησαν οι Καθ΄ων η αίτηση. Αντιθέτως διαπιστώνω ότι όλα τα σχετικά έγγραφα βρίσκονταν ενώπιον των Καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι έκαναν μάλιστα ειδική μνεία τόσο των προσόντων, όσο και των λοιπών κριτηρίων καθώς και της πείρας των υποψηφίων. Ως προς τα μη απαιτούμενα προσόντα σημείωσαν ποια θεώρησαν συναφή και ποια μη με τα καθήκοντα της θέσης καθώς και ποιοι υποψήφιοι διαθέτουν πλεονέκτημα. Με αυτά ως δεδομένα ουδέν μεμπτόν εντοπίζεται.

 

Ούτε ο επόμενος λόγος ακύρωσης ότι η κρίση επί της προφορικής εξέτασης ενώπιον της ΣΕ ήταν αντιφατική με αυτήν επί της προφορικής εξέτασης ενώπιον της Επιτροπής με βρίσκει σύμφωνο. Καταρχάς οι εν λόγω δύο εξετάσεις είναι διακριτές και δεν αναμένεται ότι η επίδοση ενός υποψηφίου θα είναι κατ’ ανάγκη η ίδια ή παρόμοια και στις δύο. Επίσης δεν συνιστά αντίφαση η ύπαρξη διαφορετικής γνώμης ενός μέλους συλλογικού οργάνου έναντι της πλειοψηφίας των μελών του, άλλα μάλλον είναι κάτι που φυσιολογικά θα πρέπει να είναι αναμενόμενο ενίοτε να συμβαίνει. Άλλωστε ούτε η διαφοροποίηση κρίσης της εν λόγω υποψήφιας από την πλειοψηφία ως «Πάρα πολύ καλής» και του μειοψηφούντος μέλους ως «Εξαίρετης» αλλά ούτε και το περιεχόμενο των αντίστοιχων αιτιολογιών επί των εν λόγω κρίσεών τους, προκύπτει αντίφαση, ικανή να προκαλέσει ερωτηματικό έστω ως προς την πληρότητα αιτιολογίας της τελικής επιλογής των Καθ’ ων η αίτηση.

 

Με τον τελευταίο λόγο ακύρωσης, οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι η κρίση της Επιτροπής επί της προφορικής εξέτασης είναι αναιτιολόγητη, η οποία έλαβε υπόψη εξωγενή κριτήρια. Προς υποστήριξη παραπέμπουν στην απόφαση στις Συνεκδ. Υπ.Αρ. 1617/2009 και 1647/2009 Άντη Σχίζα Κωνσταντινίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 31.10.2011.

 

Δε θεωρώ ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση είναι αναιτιολόγητη ή έρχεται σε αντίθεση με την σχετική νομολογία περιλαμβανομένης της πιο πάνω απόφασης στις Συνεκδ. Υπ.Αρ. 1617/2009 κ.α.

 

Η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι όλα τα ΕΜ είχαν αξιολογηθεί ως εξαίρετα όχι μόνον από την ίδια στην προφορική ενώπιόν της εξέταση αλλά και από την τελική αξιολόγηση της ΣΕ. Η δε τελική αξιολόγηση της ΣΕ δεν αφορούσε μόνον βέβαια την ενώπιόν της προφορική εξέταση αλλά ήταν αποτέλεσμα συστάθμισης όλων των κριτηρίων αξιολόγησης των υποψηφίων περιλαμβανομένης της γραπτής και προφορικής εξέτασης κατά τη βαρύτητα 80%-20% αντίστοιχα, των προσόντων και της πείρας.  Περαιτέρω, στην αιτιολογία, την οποία οι Καθ’ ων η αίτηση κατέγραψαν (και έχω ήδη παραθέσει στα γεγονότα ανωτέρω), έλαβαν υπόψη το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων όσων από τους υποψηφίους είναι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων περιλαμβανομένων των προσόντων απαιτούμενων και μη, σημειώνοντας τη σχετικότητα των επιπρόσθετων μη απαιτούμενων προσόντων διδακτορικού και μεταπτυχιακού επιπέδου των ΕΜ 1 και 2 αντίστοιχα.

 

Δε θεωρώ άλλωστε ότι οι Καθ’ ων η αίτηση έλαβαν στα πλαίσια της προφορικής εξέτασης υπόψη οποιαδήποτε εξωγενή ή εκτός του Σχεδίου Υπηρεσίας κριτήρια με αποτέλεσμα να θεωρείται ως αόριστη ή γενικόλογη η αιτιολογία της εντύπωσης που αποκόμισαν κατά την ενώπιόν τους προφορική εξέταση. Εν προκειμένω και λαμβάνοντας καθοδήγηση από όσα λίαν σχετικώς αναφέρθηκαν και στην πρόσφατη απόφαση Εφ. Δ.Δ Αρ. 85/2017 Σάββας Χαραλαμπίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 14.12.2023 η υποχρέωση της Επιτροπής ήταν η καταγραφή της γενικής εντύπωσης σε σχέση με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση και η, συνακόλουθη, αιτιολόγηση της κρίσης της και δεν ελέγχεται η αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης που έλαβε χώραν (Εκτωρίδη ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 922).

 

Με αυτή την εικόνα θεωρώ ότι η απόφασή των Καθ’ ων η αίτηση για επιλογή των ΕΜ είναι προϊόν δέουσας έρευνας των ενώπιόν τους στοιχείων και επαρκούς αιτιολογίας, είναι δε εύλογα επιτρεπτή και εντός των πλαισίων του Νόμου και της νομολογίας.

 

Ως εκ των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη επικυρώνεται. Ως έξοδα, οι Αιτητές να καταβάλουν 1.200 ευρώ στους Καθ΄ ων η αίτηση και 600 ευρώ πλέον ΦΠΑ στα ΕΜ, τα οποία εμφανίστηκαν στη διαδικασία.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ



[1] Σημειώνεται ότι κατόπιν της απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Ε.Δ.Δ. αρ. 81/20, 86/20 & 92/20,  Χατζηπροδρόμου κ.α, ν. Μούντη Κοντοπούλου κ.α ημερ. 14.09.2021 στην οποία σημειώθηκε ότι εσφαλμένα το εδάφιο (8) του άρθρου 32 του Νόμου κάνει αναφορά στο εδάφιο (4) αντί στο εδάφιο (5) του ιδίου άρθρου, το εν λόγω εδάφιο πλέον τροποποιήθηκε προς διόρθωση της εν λόγω αναφοράς.

[2] Εκεί απαιτουσε:

«(2)  Οι υποψήφιοι με προσόντα σε Κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης θα πρέπει να είναι εγγεγραμμένοι στον οικείο κλάδο Μηχανικής Επιστήμης,  σύμφωνα με την περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου νομοθεσία.»

 

[3] Το εδώ κρινόμενο Σχέδιο απαιτούσε:

 

«(2) Εγγραφή ως μέλους του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου στον κλάδο πολιτικής μηχανικής, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία».

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο