ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 273/2021)
24 Οκτωβρίου 2024
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Α. Α.
Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 8.12.2023
ΓΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΕΓΓΡΑΦΩΝ
Κ. Σταυρινός, για Ε. Μιχαήλ & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια
Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την προσφυγή με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο, προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος «η πράξη και/ή απόφαση της Καθ’ ης η Αίτηση, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 22/02/2021 και με την οποία προήγαγαν την κα Α. Μ. στη μόνιμη θέση Λειτουργού Υπηρεσίας Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού Α’ από την 01/01/2021, αντί της Αιτήτριας».
Εκκρεμούσης της προσφυγής, η πλευρά της αιτήτριας καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση, με την οποία ζητείται-
«A) Άδεια κα/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσονται οι Καθ’ ων η Αίτηση, χάριν διαφάνειας να αποκαλύψουν στην Αιτήτρια και/ή στους Δικηγόρους της, δύο (2) ή και περισσότερους φακέλους των διαδικασιών στους οποίους να περιέχονται τα πρακτικά δύο (2) προηγούμενων διαδικασιών προαγωγής στην ίδια ακριβώς θέση με την επίδικη και που οδήγησαν στις αποφάσεις προαγωγής ημερομηνιών 01/03/2018 και 01/12/2018 συμπεριλαμβανομένης και της σύστασης της Διευθύντριας.
B) Άδεια και/ή Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσονται οι Καθ’ ων η Αίτηση όπως καταθέσουν στο Δικαστήριο τους πιο πάνω φακέλους στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής καθ’ ότι το περιεχόμενο τους σχετίζεται και είναι αναγκαίο να κατατεθεί προκειμένου να προωθηθούν οι Λόγοι Ακύρωσης 8, 9 και 11.
Γ) Άδεια και/ή Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να επιτρέπεται στην Αιτήτρια και/ή στους Δικηγόρους της, όπως επιθεωρήσουν τους πιο πάνω φακέλους.».
Η αίτηση, η οποία συνοδεύεται από ένορκη δήλωση της ίδιας της αιτήτριας, στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμο του 2015 (Ν.131(Ι)/2015), ως αυτός έχει τροποποιηθεί, στους περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αρ.1) Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2015, στους Κανονισμούς 7,10,11,12,17,18 και 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, όπως έχει μεταγενέστερα τροποποιηθεί, στους Θεσμούς 2, 28 και 64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στον περί Δικαστηρίων Νόμο του 1960 (Ν.14/60), στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο (Ν.158(Ι)/1999), στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και στο άρθρο 47 του χάρτη Θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αναφερόμενη ειδικότερα η ενόρκως δηλούσα στον λόγο ακύρωσης που προωθεί περί παραβίασης των αρχών της καλής πίστης και της ίσης μεταχείρισης, ισχυρίζεται ότι, για να μπορέσει να εξεταστεί ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης, είναι αναγκαίο να εκδοθεί διάταγμα με το οποίο να διατάσσονται οι καθ’ ων η αίτηση να αποκαλύψουν και να επιτρέψουν την επιθεώρηση των φακέλων που αναφέρονται στο προεκτεθέν λεκτικό της παρούσας αίτησης. Όπως προβάλλει η ομνύουσα, οι καθ’ ων η αίτηση ή/και η Διευθύντρια της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού («η Διευθύντρια»), με την δοθείσα σύστασή της σε προηγούμενη διαδικασία πλήρωσης της ίδιας με την επίδικη θέσης (Λειτουργού Υπηρεσίας Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού Α’), είχαν κρίνει το πρόσθετο προσόν του Ενδιαφερόμενου Μέρους (Ε.Μ.) Α. Μ., ήτοι το μεταπτυχιακό επιπέδου Master στο Marketing, ως μη σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, ενώ στην υπό κρίση περίπτωση, χωρίς την παράθεση ειδικής αιτιολογίας που να εξηγούν την αλλαγή της στάσης τους, οι καθ’ ων έκριναν αυτό το πρόσθετο προσόν του Ε.Μ. ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, κατά παράβαση των προεκτεθεισών αρχών του Διοικητικού Δικαίου. Προς επίρρωση της επιχειρηματολογίας της, η αιτήτρια παραπέμπει στο «Συνημμένο 2» της αίτησης ακύρωσης, όπου περιέχεται πρακτικό της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), ημερομηνίας 19.11.2018, που αφορούσε σε προηγούμενη διαδικασία πλήρωσης της ίδιας με την επίδικη θέσης. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο πρακτικό (σελίδα 3), η Διευθύντρια ανέφερε, στο πλαίσιο της εκεί διαδικασίας, ότι το συγκεκριμένο προσόν του Ε.Μ. δεν είναι σχετικό με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. Αντίθετα, ως διατείνεται η αιτήτρια, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, η Διευθύντρια άλλαξε άποψη και, χωρίς να δώσει την παραμικρή αιτιολογία, έκρινε το εν λόγω προσόν ως σχετικό με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, με αποτέλεσμα να συστήσει το Ε.Μ. αντί αυτής. Την ίδια δε προσέγγιση, ακολούθησε εν συνεχεία και η Ε.Δ.Υ..
Ισχυρίζεται επίσης η αιτήτρια ότι η κρίση των καθ’ ων η αίτηση περί της μη σχετικότητας του συγκεκριμένου προσόντος του Ε.Μ. με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, ήταν πάγια και αυτό μπορεί να διαφανεί από αναδρομή στα πρακτικά της Ε.Δ.Υ. με ημερομηνίες 13.2.2018 και 19.11.2018 που αφορούν στις προηγηθείσες διαδικασίες προαγωγής, οι οποίες οδήγησαν στις αποφάσεις προαγωγής στην επίδικη θέση, ημερομηνίας 1.3.2018 και 1.12.2018, αντίστοιχα. Ωστόσο, συνεχίζει η ομνύουσα, αυτή η πάγια κρίση άλλαξε, χωρίς οι καθ’ ων η αίτηση να δώσουν οποιαδήποτε αιτιολογία, με αποτέλεσμα την θυματοποίησή της.
Τονίζει καταληκτικά η αιτήτρια ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, της δίκαιας δίκης και των αρχών της διαφάνειας και χρηστής διοίκησης, όπως εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.
Τα ίδια εν πολλοίς, με αναφορά σε ημεδαπή νομολογία, αναφέρονται και στην γραπτή αγόρευση των συνηγόρων της αιτήτριας, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι συντρέχουν όλες οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.
Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι θέσεις των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι, αρχικώς δια της ενστάσεώς τους, προβάλλουν κυρίως τους ακόλουθους ισχυρισμούς:
(α) Η αίτηση πάσχει ουσιαστικά, είναι ελλιπής και/ή μη επαρκώς αιτιολογημένη αναφορικά με τους λόγους έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος και δεν αποκαλύπτονται επαρκώς τα γεγονότα επί των οποίων η αιτήτρια στηρίζει την αναγκαιότητα έκδοσης της αιτούμενης θεραπείας·
(β) Δεν πληρούνται οι νομοθετικές και/ή οι νομολογιακές προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενος διατάγματος·
(γ) Το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και δεν υπεισέρχεται σε διαπιστώσεις πρωτογενών γεγονότων ή στην αξιολόγηση πραγματικών στοιχείων και/ή στοιχείων που δεν σχετίζονται με την υπόθεση. Συνεπώς, η αιτούμενη προσαγωγή εγγράφων και/ή φακέλων προηγούμενων διαδικασιών δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, καθότι αποσκοπεί στη θεμελίωση πραγματικού υπόβαθρου που βρίσκεται έξω από τα όσα το Δικαστήριο δύναται να ελέγξει·
(δ) Η αιτήτρια προσπαθεί να προσαγάγει μαρτυρία, η οποία δεν είναι σχετική με την εγκυρότητα της προσβαλλόμενης πράξης, αλλ’ ούτε και αναγκαία, αφού δεν είναι δυνατό να τεκμηριώσει οποιοδήποτε λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης και, συνακόλουθα, δεν μπορεί να βοηθήσει το Δικαστήριο στην επίλυση των επίδικων θεμάτων. Κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της πραγματικά περιστατικά και όχι με βάση γεγονότα που αφορούν άλλες διαδικασίες προηγούμενων ετών. Το αν υπάρχει αιτιολογία στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι θέμα πραγματικό και θα κριθεί από τα περιστατικά της υπό εξέταση υπόθεσης·
(ε) Η αιτήτρια επιδιώκει κατ’ αόριστο και ασαφή τρόπο την προσαγωγή μαρτυρίας και δεν έχει συγκεκριμενοποιήσει και/ή προσδιορίσει με εύλογη λεπτομέρεια τα γεγονότα, τα οποία επιδιώκει να αποδείξει, κατά τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι οι φάκελοι που ζητά να παρουσιαστούν από τους καθ’ ων αίτηση, είναι σχετικοί με τα επίδικα θέματα. Συναφώς, οι φάκελοι που επιθυμεί η αιτήτρια να προσκομιστούν και οι οποίοι δεν αφορούν στην υπό κρίση προσφυγή, δεν εξειδικεύονται επαρκώς από την αιτήτρια. Εν πάση δε περιπτώσει, δεν μπορούν να προσκομιστούν οι αιτούμενοι φάκελοι, εφόσον αυτοί δεν σχετίζονται με την επίδικη διαδικασία λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης και αφορούν σε γεγονότα που λήφθηκαν υπόψη στα πλαίσια άλλης διαδικασίας που δεν έχει καμία σχέση με την εδώ εξεταζόμενη·
(στ) H αιτήτρια επιδιώκει με την αίτησή της να θέσει μαρτυρία προς απόδειξη του ισχυρισμού της ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει ως αναιτιολόγητη, προϊόν πλάνης και έλλειψης δέουσας έρευνας, ζητήματα τα οποία πρέπει απαραιτήτως και αποκλειστικά να αποφασίζονται με βάση το περιεχόμενο του σχετικού διοικητικού φακέλου που θα κατατεθεί ως τεκμήριο στο Δικαστήριο κατά τις διευκρινίσεις και τα οποία μπορούν, εν πάση περίπτωσει, να εξακριβωθούν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Τα δε πρακτικά που προσπαθεί η αιτήτρια να εισαγάγει με την παρούσα αίτηση, δεν αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου και δεν αφορούν την υπό εξέταση διαδικασία, αλλά διαδικασίες προηγούμενων ετών. Τυχόν αποδοχή της αιτούμενης αίτησης, θα οδηγούσε στη διαφοροποίηση και/ή αλλοίωση και/ή μεταβολή του περιεχομένου των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, γεγονός ανεπίτρεπτο·
(ζ) Το Δικαστήριο καλείται να κρίνει μια αυτοτελή και/ή ανεξάρτητη εκτελεστή διοικητική πράξη, ήτοι την δια της παρούσας προσφυγής προσβαλλόμενη απόφαση, στη βάση του οικείου διοικητικού φακέλου και όχι στην βάση φακέλων προηγούμενων διαδικασιών. Τυχόν αποδοχή της αίτησης, θα οδηγήσει σε εκτροπή της υπόθεσης και θα εισαχθούν στοιχεία που δεν σχετίζονται με τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης·
(η) Υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση εκ μέρους της αιτήτριας στην καταχώρηση και προώθηση της υπό εξέταση αίτησης, δεδομένου ότι η υπόθεση είχε οριστεί για διευκρινίσεις. Συναφώς, η υπό κρίση αίτηση καταχωρείται καταχρηστικά και αφού είχε προηγηθεί παρόμοια αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας από την αιτήτρια, η οποία στη συνέχεια αποσύρθηκε και απορρίφθηκε.
Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της κας Δ. Μ. Ε., Ανώτερης Δικηγόρου της Δημοκρατίας, η οποία δηλώνει ότι γνωρίζει πλήρως τα γεγονότα της υπόθεσης και είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη να προβεί στην εν λόγω ένορκη δήλωση. Υποβάλλει η ομνύουσα, εξ’ αρχής, τη θέση ότι δεν πληρούνται οι νομοθετικές και οι νομολογιακές προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Κατά τα λοιπά, στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση των καθ’ ων, παρατίθεται εν συντομία το ιστορικό της υπόθεσης και επαναλαμβάνονται εν πολλοίς τα όσα περιέχονται στην ένσταση, τα οποία και έχουν ήδη εκτεθεί πιο πάνω.
Παρόμοιες θέσεις εκτίθενται και στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου των καθ’ ων η αίτηση, η οποία, προς υποστήριξη των θέσεων της, αναφέρεται και σε σχετική νομολογία. Τονίζει ιδιαίτερα η κα Κοτσώνη ότι στην παρούσα υπόθεση, δόθηκε επαρκής αιτιολογία και από τη Διευθύντρια και από την Ε.Δ.Υ. αναφορικά με την κατάληξη περί της σχετικότητας του μεταπτυχιακού του Ε.Μ. με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, ενώ είναι άσχετο το κατά πόσον σε παρόμοιες διαδικασίες τρία χρόνια προηγουμένως, το ίδιο προσόν του Ε.Μ. είχε κριθεί ως μη σχετικό. Ακόμα δε και εάν αυτό συνέβη, αυτές οι προηγηθείσες αποφάσεις των καθ’ ων η αίτηση ουδέποτε προσβλήθηκαν από την αιτήτρια, ενώ δεν θα πρέπει να διαιωνίζεται ένα λάθος που ενδεχομένως να είχε λάβει χώρα στο πλαίσιο των προαναφερθεισών διαδικασιών ως προς το υπό συζήτηση ζήτημα.
Έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τις θέσεις και τους ισχυρισμούς που προβάλλονται, τόσο εκ μέρους της πλευράς της αιτήτριας, όσο και εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, αναφορικά με τη βασιμότητα της υπό κρίση αίτησης, υπό το φως βεβαίως των πάγιων και διαχρονικών νομολογιακών αρχών αναφορικά με την εξέταση αίτησης για επιθεώρηση και/ή αποκάλυψη εγγράφων.
Είναι δεδομένη η δυνατότητα και/ή εξουσία που παρέχεται στο Διοικητικό Δικαστήριο για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης εγγράφων δυνάμει των Κανονισμών 10(2) και 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, ο οποίος εφαρμόζεται στην παρούσα δυνάμει του Κανονισμού 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικών Κανονισμών του 2015. Την δυνατότητα αυτή, εξάλλου, έχει κατ’ επανάληψη αναγνωρίσει και η ημεδαπή νομολογία (βλ. ενδεικτικά Μαρία Βρυωνίδου ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, Υποθ. Αρ. 1547/2005, ημερ. 14.12.2007, όπου γίνεται εκτενής αναφορά και σε άλλες υποθέσεις).
Αποτελεί βασική αρχή της ημεδαπής νομολογίας ότι η αποκάλυψη και επιθεώρηση εγγράφων επιτρέπεται, όταν τα έγγραφα αυτά είναι σχετικά και θα υποβοηθήσουν στην εξέταση της υπόθεσης. Η κρίση αναφορικά με τη σχετικότητα των εγγράφων είναι ζήτημα πραγματικό. Έγγραφα δυνατόν να είναι αμέσως ή εμμέσως σχετικά, όταν βοηθούν τον διάδικο που ζητά την αποκάλυψη, στην προώθηση της υπόθεσής του ή δημιουργούν ζημιά στην υπόθεση του αντιδίκου του. Το πρωταρχικό κριτήριο είναι η καλύτερη εξυπηρέτηση του συμφέροντος της δικαιοσύνης (The National Bank of Greece, S.A v. Paraskevas Mitsides, Deptor and Another (1962) C.L.R. 40, ΚΕΑΝ SOFT DRINKS κ.α. v. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1247/05 κ.α, ημερ. 25.9.2007). Όπως έχει τονιστεί στην Κυριακή Γεωργίου v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 629/2009, ημερ. 28.9.2010, ως και στην FBME BANK LTD ν. Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κ.α., Υποθ. Αρ. 1024/2014, ημερ. 18.12.2015, ECLI:CY:AD:2015:D841, δεν εναπόκειται στη Διοίκηση να αποφασίζει τι είναι αναγκαίο να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο, αλλά η τελευταία οφείλει να προβαίνει σε πλήρη αποκάλυψη όλων των δεδομένων που οδήγησαν στη λήψη της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης και να αφήνεται στο Δικαστήριο η αξιολόγηση της σημασίας του κάθε εγγράφου. Χωρίς την ύπαρξη και κατάθεση διοικητικού φακέλου εκ μέρους της Διοίκησης, περιλαμβανομένων βεβαίως και των κρίσιμων εγγράφων για τον αναθεωρητικό έλεγχο του Δικαστηρίου, η επίδικη απόφαση οδηγείται σε ακύρωση, λόγω παράλειψης τεκμηρίωσης της ύπαρξης των προϋποθέσεων για τη λήψη και το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης (Νικόλας Ιωάννου Πεττεμερίδης ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αμαθούντος (1991) 4Α ΑΑΔ 820).
Ταυτόχρονα, βέβαια, όπως λέχθηκε και στην FBME BANK LTD, ανωτέρω, για να καταδειχθεί η σχετικότητα του αιτούμενου προς επιθεώρηση εγγράφου με την υπόθεση, απαιτείται συγκεκριμενοποίηση του εγγράφου ή στοιχείου που ζητείται, καθώς και αναφορά στη συνάφειά του με κάποιον από τους λόγους ακυρότητας που εισηγείται η πλευρά του αιτητή. Για να ασκήσει δε το Δικαστήριο τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έγκρισης της αίτησης, θα πρέπει να κρίνει ότι τα έγγραφα, των οποίων ζητείται η αποκάλυψη, είναι σχετικά με την υπόθεση και θα υποβοηθήσουν στην εξέταση της προσφυγής. Η απουσία επαρκούς προσδιορισμού οποιουδήποτε τέτοιου εγγράφου ή γεγονότος, δεν δίδει στο Δικαστήριο το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο για να αξιολογήσει τη σχετικότητα της μαρτυρίας και να ασκήσει την διακριτική του εξουσία. Συναφώς, κατά τη νομολογία, το τι επιδιώκεται με αίτηση ως η υπό κρίση, πρέπει να είναι σαφές χωρίς γενικότητα και να προσδιορίζονται με επάρκεια και λεπτομέρεια τα γεγονότα να οποία επιδιώκονται να αποδειχθούν (Φώτης Μιχαήλ ν. Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 52/2009, ημερ. 30.12.2010). Η λεπτομέρεια αλλά και η σαφήνεια της επιδιωκόμενης αποκάλυψης είναι αναγκαίες για να μπορέσει το Δικαστήριο να ελέγξει και τη σχετικότητά της με τα επίδικα θέματα (Χρίστος Ιωσηφίδης ν. Ρ.Ι.Κ., Υποθ. Αρ. 300/03, ημερ. 20.11.2003). Σε κάθε περίπτωση, οι φάκελοι και τα εντός αυτών έγγραφα, των οποίων ζητείται η αποκάλυψη/επιθεώρηση, πρέπει να είναι σχετικά με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αποτελεί τον άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η υπόθεση. Το Δικαστήριο βέβαια είναι ο τελικός κριτής του κατά πόσον ένα έγγραφο είναι σχετικό.
Υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, επισημαίνω τα εξής όσον αφορά στην υπό εξέταση περίπτωση:
Είναι σαφές από το σύνολο της επιχειρηματολογίας της πλευράς της αιτήτριας, ότι αυτό που ουσιαστικά επιδιώκεται να καταδειχθεί και αποτέλεσε αφετηρία της καταχώρησης της υπό κρίση αίτησης, είναι ότι σε δυο προηγούμενες διαδικασίες προαγωγής στην ίδια με την επίδικη θέση, κατά το έτος 2018, οι καθ’ ων η αίτηση, τόσο δια της δοθείσας σύστασης, όσο και δια της τελικής απόφασης της Ε.Δ.Υ., είχαν κρίνει το προσόν του Ε.Μ., ήτοι το μεταπτυχιακό επιπέδου Master στο Marketing, ως μη σχετικό με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, ενώ στην επίδικη διαδικασία που απέληξε στην εδώ προσβαλλόμενη απόφαση, το ίδιο προσόν του Ε.Μ. κρίθηκε ως σχετικό: αυτή η συμπεριφορά των καθ’ ων η αίτηση, σύμφωνα με τον προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης που προωθεί η αιτήτρια, συνιστά παραβίαση της αρχής της καλής πίστης και της ίσης μεταχείρισης (άρθρα 51, 38 και 41 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999), αυτή δε η «αλλαγή στάσης» της Διοίκησης έγινε χωρίς την παράθεση ειδικής αιτιολογίας. Μάλιστα, όπως έχει προαναφερθεί, η αιτήτρια επισύναψε ως «Συνημμένο 2» στην αίτηση ακυρώσεως, το πρακτικό της Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 19.11.2018, που αφορούσε σε προηγούμενη διαδικασία πλήρωσης της ίδιας με την επίδικη θέσης. Βεβαίως, όσον αφορά το εν λόγω έγγραφο, οι καθ’ ων η αίτηση υπέβαλαν δια της γραπτής τους αγόρευσης ότι αυτό δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, καθότι συνιστά ανεπίτρεπτη προσαγωγή μαρτυρίας.
Ωστόσο, και ανεξάρτητα από τη βασιμότητα του αμέσως πιο πάνω ισχυρισμού των καθ’ ων η αίτηση, έχοντας κατά νου ότι το πρωταρχικό κριτήριο κατά την εξέταση άιτησης ως η υπό κρίση, είναι η καλύτερη εξυπηρέτηση του συμφέροντος της δικαιοσύνης, κρίνω ότι τα πρακτικά των συνεδριών της Ε.Δ.Υ. ημερομηνίας 13.2.2018 και 19.11.2018 (αναφορά γίνεται στην παράγραφο 8 της ένορκης δήλωσης της αιτήτριας), οι οποίες απέληξαν στις αποφάσεις της Επιτροπής, ημερομηνίας 1.3.2018 και 1.12.2018, αντίστοιχα, θα πρέπει να αποκαλυφθούν στην πλευρά της αιτήτριας, αλλά και να βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την εξέταση της παρούσας προσφυγής. Τα εν λόγω δυο έγγραφα, των οποίων η αποκάλυψη ζητείται, έχουν συγκεκριμενοποιηθεί με την απαιτούμενη επάρκεια από τους συνηγόρους της αιτήτριας, έχει δε στοιχειοθετηθεί με τρόπο αρκούντως ικανοποιητικό η συνάφειά τους με συγκεκριμένους λόγους ακύρωσης, τους οποίους προβάλλει η πλευρά της αιτήτριας, οι οποίοι έχουν εκτεθεί πιο πάνω. Συνεπώς, κρίνω ότι τα πρακτικά των συνεδριών της Ε.Δ.Υ. ημερομηνίας 13.2.2018 και 19.11.2018, είναι σχετικά με την υπό εξέταση υπόθεση, θα υποβοηθήσουν το Δικαστήριο στην εξέταση της προσφυγής και, συνακόλουθα, είναι προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης αυτά να αποκαλυφθούν και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου. Θα πρέπει λοιπόν η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση να θέσει στη διάθεση της πλευράς της αιτήτριας, αλλά και του Δικαστηρίου τα συγκεκριμένα δυο έγγραφα, των οποίων βεβαίως η αξιολόγηση θα γίνει σε μεταγενέστερο στάδιο από το Δικαστήριο, εντός του πλαισίου ενάσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, κατά την εξέταση των σχετικών λόγων ακύρωσης που προωθούνται.
Βεβαίως, η επιτυχία της αίτησης ως προς τα συγκεκριμένα και μόνον έγγραφα, δεν επηρεάζει και/ή δεν επιδρά σε καμία περίπτωση στην έκβαση της προσφυγής, η απόφαση επί της οποίας θα διαμορφωθεί αφού ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο το σύνολο των στοιχείων και ισχυρισμών που θα τεθούν ενώπιον του κατά το στάδιο των διευκρινίσεων.
Ως προς τα λοιπά που εξαιτείται η αιτήτρια δια των αιτητικών Α, Β και Γ της αιτήσεώς της, ήτοι τους διοικητικούς φακέλους των δυο προηγούμενων διαδικασιών, οι οποίες απέληξαν στις προαναφερθείσες δυο αποφάσεις, κρίνω ότι η αποκάλυψη ή/και η προσκόμισή τους, ουδέν θα συνεισέφερε στη διαδικασία και δεν θα υποβοηθούσε το Δικαστήριο στην εξέταση των λόγων ακύρωσης που προωθούνται στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής. Δεδομένου του προαναφερθέντος σκοπού που επιδιώκεται δια της υπό κρίση αίτησης, η προσκόμιση ολόκληρου του διοικητικού φακέλου προηγούμενων διαδικασιών, μάλλον θα επέφερε επιβράδυνση και αχρείαστη πολυπλοκότητα παρά θα διευκόλυνε το έργο του Δικαστηρίου. Εξάλλου, ούτε και οι συνήγοροι της αιτήτριας συγκεκριμενοποίησαν, ως όφειλαν, σε ποια συγκεκριμένα έγγραφα των εν λόγω φακέλων, πέραν των δυο προαναφερθέντων πρακτικών, αναφέρονται, αλλ’ ούτε και κατέδειξαν πως το σύνολο του φακέλου θεμελιώνει οποιονδήποτε λόγο ακύρωσης που προωθούν.
Συνεπώς, ως εκ των πιο πάνω, η αίτηση επιτυγχάνει μερικώς: εκδίδεται διάταγμα, με το οποίο διατάσσονται οι καθ’ ων η αίτηση και/ή οι αντιπρόσωποι και/ή οι εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοί τους όπως, εντός είκοσι ημερών από τη σύνταξη του παρόντος διατάγματος, αποκαλύψουν και επιτρέψουν στους δικηγόρους της αιτήτριας την επιθεώρηση των δυο πρακτικών των συνεδριών της Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 13.2.2018 και 19.11.2018, οι οποίες απέληξαν στις αποφάσεις της Επιτροπής, ημερομηνίας 1.3.2018 και 1.12.2018, αντίστοιχα. Τα εν λόγω δυο πρακτικά να τεθούν από τους καθ’ ων η αίτηση και ενώπιον του Δικαστηρίου κατά το στάδιο των διευκρινίσεων της υπόθεσης, μαζί με τον διοικητικό φάκελο της προσφυγής.
Ως προς τα λοιπά, η αίτηση απορρίπτεται.
Η προσφυγή ορίζεται για περαιτέρω οδηγίες στις 4.12.2024 (9.00 π.μ.).
Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο στο τέλος της προσφυγής.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο