Θ. Α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, Υπόθεση Αρ. 638/2021, 31/10/2024

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(Υπόθεση Αρ. 638/2021)

 

 31 Οκτωβρίου 2024

 

[ΜΙΧΑΗΛ, Δ/στης Δ.Δ.]

 

Θ. Α.

Αιτήτρια

ν.

         

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

Καθ’ ου η Αίτηση

 

………………………….

Τζόναθαν Μπετίτο, για την αιτήτρια.

Τατιάνα Ιακωβίδου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για τον καθ’ ου η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Η αιτήτρια ζητά την ακύρωση της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση ημερομηνίας 22.4.2021 να απορρίψει την ένσταση που υπέβαλε κατά της απόφασης τερματισμού παροχής σε αυτήν ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος (στο εξής το «ΕΕΕ»).

 

Η αιτήτρια στις 1.5.2018 υπέβαλε αίτηση για παροχή ΕΕΕ για δεύτερη φορά. Της παραχωρήθηκε για την περίοδο από τον Ιούλιο του 2018 μέχρι τον Μάιο του 2020. Με επιστολή ημερομηνίας 26.6.2020 ο καθ’ ου η αίτηση πληροφόρησε την αιτήτρια ότι τερματίζεται η παροχή λόγω απόκρυψης πληροφοριών ή παροχής ψευδών στοιχείων σε σχέση με την οικογενειακή της κατάσταση. Κατά της εν λόγω απόφασης η αιτήτρια στις 6.8.2020 υπέβαλε μέσω του δικηγόρου της ένσταση η οποία αφού εξετάστηκε, απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη στην υπό κρίση προσφυγή απόφαση.

 

Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει η αιτήτρια συνοψίζονται σε πλάνη περί τον νόμο και τα πράγματα, έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και υπέρβαση εξουσίας.

 

Η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση δηλώνοντας άγαμη και μονογονιός. Στο μέρος 4 της αίτησης όπου ζητείται να καταγραφούν άλλα πρόσωπα που διαμένουν στην ίδια κατοικία εκτός τέκνων που δηλώνονται στο μέρος 3, η αιτήτρια κατέγραψε ένα πρόσωπο επ’ ονόματι Α. Α.. Σημειώνεται ότι η αίτηση που στην ένσταση του καθ’ ου η αίτηση αναφέρεται ότι υποβλήθηκε την 1.5.2018 έχει ημερομηνία 25.10.2017. Εν πάση περιπτώσει, εφόσον ο ίδιος ο καθ’ ου η αίτηση επισυνάπτει αυτήν ως την υπό κρίση αίτηση, για σκοπούς της απόφασης θεωρείται ότι είναι αυτή η αίτηση που αποτελεί το αντικείμενο της διαδικασίας.

 

Στην ένσταση που υπέβαλε η αιτήτρια μέσω του δικηγόρου της αναφέρονται τα εξής:

 

«Με την επιστολή σας ημερ. 2/6/2020 ζητήσατε από την πελάτισσα μας όπως για την συνέχιση της καταβολής του ΕΕΕ προσκομίσει διάφορα έγγραφα τα οποία και σας προσκόμισε.  Περαιτέρω με επιστολή σας με ίδια ημερομηνία ενημερώσατε αυτήν δια διερεύνηση πληροφόρησης ότι συμβιεί με τον πατέρα των παιδιών της.  Αναφέρεστε επίσης και σε στοιχεία τα οποία κατέχει η υπηρεσία σας.

Αντιλαμβανόμεθα ότι τα στοιχεία τα οποία κατ' ισχυρισμόν σας κατέχετε προκύπτουν από την κατ' ισχυρισμό πληροφόρηση αφού κανένας επιτόπιος έλεγχος δεν έγινε από την υπηρεσία σας δια την διαπίστωση της αλήθειας της πληροφόρησης.

Η απόφαση σας βασίστηκε σε μη δέουσα έρευνα και ή επαρκή έρευνα και ή λήφθηκε χωρίς οιαδήποτε έρευνα βασίστηκε σε λανθασμένα και ή ψευδή στοιχεία που δόθηκαν από τρίτο άτομο χωρίς να προβείτε σε καμία ενέργεια για την επαλήθευση τους και περαιτέρω δεν λάβατε, υπόψη σας τα στοιχεία που η αιτήτρια προσκόμισε.

Καλείστε με την παρούσα όπως άμεσα και χωρίς καμιά ενημέρωση προς την πελάτισσα μας οιαδήποτε ώρα και μέρα να προβείτε σε έρευνα και ή έλεγχο στην οικία που διαμένει η πελάτισσα μας για να εξακριβώσετε εάν διαμένει μαζί της ο πατέρας των παιδιών της ως ο ισχυρισμός σας.

Σε παρόμοια καταγγελία στο παρελθόν η πελάτισσα μας έτυχε έρευνας και ή διερεύνησης από την υπηρεσία σας χωρίς να προκύψει οιοδήποτε στοιχείο εναντίον της αντιθέτως δε διαπιστώθηκε ότι η καταγγελία είχε γίνει κακόβουλα και ή εκδικητικά προς το πρόσωπο της πελάτισσας μας.»

 

Όπως καταγράφεται σε σημείωμα ημερομηνίας 17.9.2020 που είναι περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 (ερ. 27-23) και απευθύνεται στον καθ’ ου η αίτηση:

 

«5.  Τον Ιούνιο του 2020, λήφθηκε νέα πληροφόρηση από συνάδελφο στο ΥΕΠΚΑ, το τέκνο της οποίας έχει κοινές απογευματινές δραστηριότητες με το τέκνο της κυρίας Αντωνίου, σύμφωνα με την οποία η δικαιούχος κυκλοφορεί με αυτοκίνητο πολυτελείας το οποίο ανήκει στον κύριο Μ. και αναφέρεται σε αυτόν ως τον σύζυγό της. Η συνάδελφος μάλιστα δήλωσε έκπληκτη για το γεγονός ότι έμαθε από φιλικό της πρόσωπο ότι η κυρία Α. λαμβάνει ΕΜΟ, αφού όπως επεσήμανε, στην κοινότητα όλοι γνωρίζουν ότι το ζεύγος συμβιώνει. Επιπλέον, λήφθηκε στοιχείο από μέσο κοινωνικής δικτύωσης με ημερομηνία 04/03/2020, όπου διαφαίνεται ότι η κυρία Α. ανανέωσε τη φωτογραφία του προσωπικού της ιστολογίου με την ονομασία T. A. A. και στην οποία απεικονίζεται η ίδια και ο κύριος Μ. (επισυνάπτεται παράρτημα 3).  Μάλιστα, στα σχόλια επί της ανάρτησής της, πέραν των ευχών για «αγάπη» και «ευτυχία», πρόσωπο στα οποίο η ίδια αναφέρθηκε ως πάτερ, τους εύχεται να είναι ευλογημένοι και να έχουν υπομονή στα δύσκολα.  Ως εκ τούτου, η αίτηση τέθηκε σε επανεξέταση (προσωρινή αναστολή πληρωμής) με βάση την τροπολογία 23(Ι)2020 και στην δικαιούχο αποστάλθηκε επιστολή για επεξηγήσεις επί της καταγγελίας. H κυρία Α. προσκόμισε εκ νέου τις ένορκες δηλώσεις του 2017 ως τεκμήρια για τη μη συμβίωση και στην χειρόγραφη επιστολή της αρνήθηκε ότι συμβιώνει με τον κύριο Μ. (επισυνάπτεται παράρτημα 4).

6.  Δεδομένου ότι τα νέα στοιχεία ενίσχυαν τα γεγονότα τα οποία καταγράφονταν στην απαντητική επιστολή του πρώην Γ.Δ. ΥΕΠΚΑ προς την Επίτροπο Π.Τ.Δ.Π., η Υπηρεσία δεν αποδέχτηκε τα ελλειπή στοιχεία (με ημερομηνία 2017) και τους ισχυρισμούς τους οποίους προέβαλε η κυρία Α. στην απαντητική της επιστολή και η αίτησή της τερματίστηκε την 27η  Ιουνίου 2020.

7.  H κυρία Α. υπέβαλε στις 10/08/2020 ένσταση κατά της απόφασης της ΥΔΕΠ μέσω του δικηγόρου της, ο οποίος στην επιστολή του (επισυνάπτεται παράρτημα 5), αναφέρει ότι η καταγγελία συμβίωσης έχει διερευνηθεί στο παρελθόν από την ΥΔΕΠ με επιτόπια έρευνα και δεν έχουν προκύψει στοιχεία. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν ισχύει, αφού σύμφωνα με την επιστολή του κύριου Μ. (παράρτημα 1), τα αποτελέσματα της διερεύνησης κατέδειξαν συμβίωση. Επιπλέον, ο δικηγόρος αναφέρεται σε μη επαρκή έρευνα η οποία βασίστηκε σε λανθασμένα στοιχεία, χωρίς μάλιστα να ληφθούν υπόψιν τα στοιχεία τα οποία προσκόμισε η πελάτισσά του. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα στοιχεία τα οποία προσκόμισε η κυρία Α. (παράρτημα 4) δεν ικανοποίησαν την Υπηρεσία, αφού ήταν ελλειπή και όσα προσκομίστηκαν, έφεραν ημερομηνία του 2017.

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι με την ένσταση, προσκομίστηκε υπεύθυνη δήλωση του κύριου Ε. Ε. (παράρτημα 5), με την οποία βεβαιώνει ότι συγκατοικεί με τον κύριο Μ.. Υπενθυμίζεται ότι στην επιστολή του κύριου Μ. (παράρτημα 1, σημείο 8), αναφέρεται ότι το 2016 ο κύριος Μ. δήλωσε ότι διαμένει με τον κύριο Ε., όμως σε κατ' οίκον επίσκεψη λειτουργών των ΥΚΕ, διαπιστώθηκε ότι στην πραγματικότητα διέμενε μόνος του. Ως εκ τούτου, η υπεύθυνη δήλωση του κύριου Ε. δεν μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστο στοιχείο προς λήψη απόφασης.

8.  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η δικαιούχος δηλώνει άτομο με προβλήματα όρασης και για τον λόγο αυτό εγγράφεται στη ΔΥΑ για εξεύρεση εργασίας με μερική απασχόληση, χωρίς να της έχει προσφερθεί μέχρι σήμερα οποιαδήποτε θέση εργασίας. Μάλιστα, σύμφωνα με στοιχεία από το μηχανογραφημένο σύστημα της ΔΥΑ, η ίδια δηλώνει ότι έχει υψηλό βαθμό μυωπίας το οποία μπορεί να διορθωθεί μόνο με φακούς επαφής, τους οποίους όμως δεν μπορεί να ανεχθεί για πολλή ώρα.  Για τον λόγο αυτό, εγγράφεται για εξεύρεση εργασίας με μερική απασχόληση και με μοναδικά επιθυμητό επάγγελμα αυτό της τηλεφωνήτριας.

9. Κατά τη σύνταξη του παρόντος σημειώματος, παραλήφθηκε ανώνυμη καταγγελία με περαιτέρω φωτογραφικό υλικό από το προσωπικά ιστολόγιο της κυρίας Α. σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης (επισυνάπτεται παράρτημα 6), στο οποίο διαφαίνεται ότι η κυρία Α. και ο κύριος Μ. λειτουργούν ως σύζυγοι.

[…]

Παρά το γεγονός ότι η κυρία Α. αρνείται ότι συμβιώνει με τον κύριο Μ., από τις φωτογραφίες τις οποίες η ίδια αναρτά σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι ξεκάθαρο ότι λειτουργούν ως σύζυγοι.  Το γεγονός ότι οι δύο προσκομίζουν στοιχεία στα οποία δηλώνουν ψευδώς ότι δεν είναι σύζυγοι, καθιστά παράβαση του άρθρου 31 του Νόμου 109(Ι)2014 και αυτό επιβαρύνει την κυρία Αντωνίου, η οποία ως δικαιούχος του ΕΕΕ και ΕΜΟ οφείλει να συμμορφώνεται με τις διατάξεις της Νομοθεσίας.»

 

Εν πρώτοις, παρατηρείται ότι στο ίδιο το έντυπο της αίτησης και συγκεκριμένα στο Μέρος 2, οι επιλογές που παρέχονται σε αιτητή αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση είναι οι εξής: άγαμος/η, έγγαμος/η, διαζευγμένος/η, χήρος/α, μονογονιός. Όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, εκδόθηκαν από το Οικογενειακό Δικαστήριο διατάγματα άσκησης επιμέλειας και φύλαξης των δύο της παιδιών ενώ υπάρχουν επίσης στον διοικητικό φάκελο βεβαιώσεις ότι δεν είναι παντρεμένη. Αυτό αναφέρεται και στην αίτηση που υπέβαλε η αιτήτρια μέσω δικηγόρου στο Οικογενειακό Δικαστήριο όπου ρητώς εξηγείται ότι διατηρούσε δεσμό με τον πατέρα των παιδιών της αλλά ουδέποτε παντρεύτηκαν. Συνεπώς, για σκοπούς δήλωσης της οικογενειακής της κατάστασης στην αίτηση δεδομένων των επιλογών που δίδονται, ορθά η αιτήτρια δήλωσε άγαμη. Έστω και εάν κάποιος αιτητής συμβιώνει με άλλο πρόσωπο, η επιλογή αυτή ως οικογενειακή κατάσταση δεν υπάρχει πουθενά στην αίτηση παρόλο που στο Μέρος 4 ζητείται από τον αιτητή να δηλώσει εάν ζει με άλλα πρόσωπα στην ίδια κατοικία όπου η αιτήτρια δήλωσε ένα πρόσωπο όχι όμως τον πατέρα των παιδιών της.

 

Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του σημειώματος ημερομηνίας 17.9.2020, η έρευνα της διοίκησης βασίστηκε σε πληροφορίες υπαλλήλου και ισχυρισμούς της που αφορούν στην εικόνα που δίδει η αιτήτρια προς άλλα άτομα ως επίσης σε φωτογραφίες που αναρτά η αιτήτρια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από όπου η διοίκηση εξήγαγε το συμπέρασμα ότι «λειτουργούν ως σύζυγοι».

 

Η εισήγηση της αιτήτριας περί έλλειψης δέουσας έρευνας είναι ορθή. Η απαίτηση για δέουσα έρευνα δεν σταματά μόνο στην έρευνα οποιαδήποτε και αν είναι και όπως και αν έγινε. Απαιτεί, επίσης, όπως είναι η δέουσα. Ως δέουσα δεν μπορεί να εκληφθεί έρευνα της διοίκησης που βασίζεται σε ισχυρισμούς εν είδη κουτσομπολιού ή σε φωτογραφίες σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπου ο καθένας μπορεί να αναρτά είτε αληθείς, είτε αναληθείς φωτογραφίες και πληροφορίες. Η διοίκηση είχε ενώπιόν της στοιχεία και επίσημα έγγραφα που τεκμηρίωναν τις θέσεις της αιτήτριας. Σε περίπτωση που θεωρούσε ότι ενδεχομένως οι προσωπικές συνθήκες της αιτήτριας να άλλαξαν ενδιάμεσα, θα μπορούσε να ζητήσει νέα επικαιροποιημένα επίσημα έγγραφα ή να προχωρήσει – όπως το εισηγήθηκε και ο σύνηγορος της αιτήτριας – σε επί τόπου επίσκεψη και έλεγχο.

 

Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2200 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της αιτήτριας και εναντίον του καθ’ ου η αίτηση.

 

Ε. ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.

           

           

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο