ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 721/2023 i-Justice)
31 Οκτωβρίου 2024
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Y. S.
Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ’ ων η Αίτηση
Π. Πιερίδης, για Αιτητή
Ν. Τζιρτζιπή (κα), Δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή που καταχωρήθηκε στις 8.5.2023, ο αιτητής, υπήκοος Πακιστάν, στρέφεται κατά της νομιμότητας και ζητά την ακύρωση της, δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), ληφθείσας απόφασης κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη και της συνακόλουθης έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, ημερομηνίας 10.3.2023, λόγω παράνομης παραμονής του στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Εκκρεμούσης της προσφυγής, ο αιτητής απελάθηκε, στις 23.5.2023.
Κατόπιν τούτου, η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση προβάλλει ότι εξέλιπε το αντικείμενο και/ή η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου, υποκείμενη ωσαύτως σε απόρριψη, ενώ ο συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται ότι η δίκη δεν έχει καταργηθεί, αλλά θα πρέπει να εξεταστούν από το Δικαστήριο οι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης που προωθούνται, καθότι ο αιτητής κρατείτο παράνομα κατά παράβαση του Άρθρου 11 του Συντάγματος. Με επίκληση της απόφασης στην Stoyanov v. Δημοκρατίας κ.α., Α.Ε. 147/12, ημερ. 2.7.2018, ο κ. Πιερίδης υποβάλλει ότι υπάρχει εν προκειμένω ζημιογόνο κατάλοιπο, καθότι ο αιτητής, ο οποίος στις 29.8.2022 είχε υποβάλει μεταγενέστερη αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, της οποίας η εξέταση εκκρεμούσε, παρέμεινε παράνομα υπό κράτηση και παραβιάστηκε το συνταγματικό δικαίωμά του σε ελευθερία.
Σημειώνεται ότι ο αιτητής είχε αφιχθεί στη Δημοκρατία στις 30.10.2015, με άδεια φοιτητή και μέχρι τις 30.6.2020, αυτός κατείχε άδεια παραμονής στη χώρα ως φοιτητής.
Στις 15.9.2020, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 27.4.2021 και εν συνεχεία, στις 18.8.2022, απορρίφθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ) η προσφυγή που είχε καταχωρήσει ο αιτητής κατά της προηγηθείσας απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Στις 29.8.2022, ο αιτητής υπέβαλε πρώτη μεταγενέστερη αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας.
Στις 10.1.2023, τα στοιχεία του αιτητή καταχωρήθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων. Όπως αναφέρεται στο σχετικό μήνυμα της Αστυνομίας (παράρτημα 4 στο δικόγραφο της ένστασης), ο αιτητής, σύμφωνα με πληροφορία, ανήκε σε κύκλωμα διακίνησης παράτυπων μεταναστών από τις κατεχόμενες προς τις ελεύθερες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στις 9.3.2023, ο αιτητής συνελήφθη για παράνομη παρανομή στη Δημοκρατία και μια μέρα αργότερα, στις 10.3.2023, εκδόθηκαν εναντίον του τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 105.
Αποτελεί πραγματικό γεγονός, ότι η αίτηση του αιτητή για παροχή διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 27.4.2021, όπως απορρίφθηκε στη συνέχεια (18.8.2022) από το ΔΔΔΠ και η προσφυγή του αιτητή κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. Είναι επίσης παραδεκτό γεγονός ότι, μετά την έκδοση απορριπτικής απόφασης από το ΔΔΔΠ επί της αρχικής αίτησής του, ο αιτητής, στις 29.8.2022, υπέβαλε πρώτη μεταγενέστερη αίτηση για χορήγηση διεθνούς προστασίας. Εκκρεμούσης της εξέτασης αυτής της αίτησης, εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης και στις 23.5.2023, ο αιτητής απελάθηκε.
Κατά το συνήγορο του αιτητή, υπάρχει ζημιογόνο κατάλοιπο στην υπό κρίση περίπτωση, λόγω της παράνομης κράτησης του αιτητή καθ’ όλο το διάστημα που εκκρεμούσε η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησής του, η οποία καθιστούσε αυτόν αιτητή ασύλου και, εν πάση περιπτώσει, του παρέσχε δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία.
Το ουσιώδες ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί, είναι κατά πόσον ο αιτητής, κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, παρέμενε νόμιμα στη Δημοκρατία λόγω της εκκρεμούσης μεταγενέστερης αίτησής του, ή αν, αντίθετα, αυτός ήταν απαγορευμένος μετανάστης ως διαμένων παράνομα στη χώρα, ανεξάρτητα από την υποβολή της εν λόγω αίτησης.
Την απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα έδωσε η πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Ruth Nash v. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 20/2024 i-Justice, ημερ. 22.10.2024, σε υπόθεση όπου η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση υπεβλήθη πριν από την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, τα οποία και εκδόθηκαν εκκρεμούσης της εξέτασης της αίτησης, όπως ακριβώς συμβαίνει και εν προκειμένω. Το Δικαστήριο, με αναφορά και στην Madber v Δημοκρατίας ΕΔΔ 8/22, ημερ. 17.11.2022, τόνισε ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης αιτούντος διεθνούς προστασίας, μετά την απόφαση του ΔΔΔΠ με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την αίτηση παραχώρησης αυτού του καθεστώτος, δεν μετατρέπει τον αιτούντα σε αιτητή ασύλου πριν από την προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης ως προς το παραδεκτό της από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Το καθεστώς διεθνούς προστασίας τερματίζεται με την έκδοση της απορριπτικής απόφασης του ΔΔΔΠ και η παραμονή του αιτητή στη Δημοκρατία, εκκρεμούσης της μεταγενέστερης αίτησής του, δεν είναι νόμιμη. Η μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ξεκινά με το δεδομένο ότι ο αιτών δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας, ήτοι ξεκινά από το καθεστώς που ισχύει με την απόρριψη της αρχικής αίτησης ασύλου και ο αιτών που υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση, δεν είναι αιτητής ασύλου και δεν επανακτά, ως εκ της καταχώρησης της μεταγενέστερης αιτήσεως και μόνον, το νόμιμο καθεστώς του αιτούντος διεθνούς προστασίας με δικαίωμα νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία. Επομένως, μέχρι την εξέταση της πρώτης μεταγενέστερης αίτησής του από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου επί του παραδεκτού της αίτησης, ο αιτών δεν είναι αιτητής ασύλου. Κρίνεται σκόπιμη η παράθεση αυτούσιου του περιεχομένου της απόφασης του Εφετείου στην Nash, ανωτέρω (η υπογράμμιση έχει προστεθεί):
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την κύρια και βασική θέση που είχε προβληθεί από την Εφεσείουσα, ότι η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας που η Εφεσείουσα υπέβαλε της προσέδιδε την ιδιότητα της αιτούσας διεθνούς προστασίας (και κατ’ επέκταση τα διατάγματα κράτησης και απέλασης εκδόθηκαν παράνομα) και ανέφερε τα εξής:
«Δεν θα συμφωνήσω με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας. Η όλη εισήγηση, στηρίζεται στην εσφαλμένη αντίληψη ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης και μόνο προσδίδει στον εκάστοτε αιτητή, καθεστώς αιτητή διεθνούς προστασίας. Το ζήτημα έχει εξεταστεί στη δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Madber v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 8/22, ημερομηνίας 17/11/22) ο δικαστικός λόγος της οποίας -και παρά τη διαφοροποίηση των γεγονότων- ενβρίσκει εφαρμογής. Κρίθηκε δε στην Madber ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης άρχεται με δεδομένο πως ο εκάστοτε αιτητής δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας αλλά κατέχει το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής αιτήσεως ασύλου που είχε υποβάλει και απερρίφθη. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε παράλληλα ότι τύγχαναν εφαρμογής και τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του ΔΕΕ C239/14 Abdoulaye Amadou Tall, 17/12/2015». […..] «Στα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης, καθοριστική παραμένει η διαπίστωση, ότι η αίτηση της αιτήτριας για πολιτικό άσυλο εξετάστηκε και απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, όπως βεβαίως απορριπτέα κρίθηκε και η Προσφυγή που καταχώρησε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Η δε υποβολή πρώτης μεταγενέστερης αίτησης, η οποία διενεργήθηκε πριν την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, προσέδιδε μεν στην αιτήτρια δικαίωμα παραμονής μέχρι την εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αιτήσεως της, ουδόλως όμως μπορούσε να άρει την τελεσιδικία που επήλθε με την απόφαση του ΔΔΔΠ στην Προσφυγή αρ. 5844/21, ώστε αφ' εαυτού και μόνου του γεγονότος να ανακτά το καθεστώς αιτητή διεθνούς προστασίας και να της παρέχεται αυτόματα δικαίωμα νόμιμης παραμονής ώστε να αναιρείται η νομιμότητα των εκδοθέντων διαταγμάτων (Ε.Μ v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 729/23, ημερομηνίας 23/6/23), Α.Η v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.2239/22, ημερομηνίας 25/1/23)».
Στην Sohel Madber ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 8/2022, ημερομηνίας 17/11/2022 («Madber»), την οποία η πρωτόδικη απόφαση επικαλείται, ο Εφεσείων δεν άσκησε οποιοδήποτε ένδικο μέσο κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την αρχική του αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, αλλά υπέβαλε πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, της οποίας το παραδεκτό εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου. Η αίτηση, αφού εξετάστηκε, απερρίφθη ως απαράδεκτη. Κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, ο Εφεσείων άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας και όσον η εκδίκασή της εκκρεμούσε, εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης στη βάση του ΚΕΦ. 105.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, υιοθέτησε στην Madber ως απόλυτα ορθό το σκεπτικό και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «Η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, ξεκινά με δεδομένο πως ο αιτητής, δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας. Ξεκινά δηλαδή από το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής (κυρίως) αιτήσεως ασύλου που είχε εν πρώτοις υποβάλει και απερρίφθη». Θεώρησε επίσης το Ανώτατο Δικαστήριο, ότι εφαρμογής ετύγχαναν τα λεχθέντα στην απόφαση του ΔΕΕ C-239/14 Abdoulaye Amadou Tall, 17/12/2015, ότι όταν ο αιτών άσυλο υποβάλλει νέα αίτηση χωρίς να προσκομίζει νέα στοιχεία ή επιχειρήματα, «τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν επιλογή μεταξύ διαδικασιών που περιλαμβάνουν εξαιρέσεις ως προς τις εγγυήσεις των οποίων απολαύει κανονικά ο αιτητής.» Σημειώθηκε δε ότι, «σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή την παραχώρησης [sic] ιδιότητας αιτητή ασύλου και δικαιώματος παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία, θα έδιδε δικαίωμα καταστρατήγησης του Νόμου εκ μέρους αιτητών ασύλου, οι οποίοι θα καταχωρήσουν συνεχείς μεταγενέστερες αιτήσεις χωρίς την προσκόμιση στοιχείων νέων τα οποία να τις δικαιολογούν».
Στην παρούσα περίπτωση, η διαφοροποίηση που εντοπίζεται ως προς τα πραγματικά δεδομένα της Madber, είναι ότι στην επίδικη περίπτωση, η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση υπεβλήθη πριν την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, εκκρεμούσης της εξέτασης του παραδεκτού της αίτησης, ενώ στην Madber, είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση και ακολούθως εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης. Εκκρεμούσε όμως η εκδίκαση στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας της προσφυγής που αφορούσε την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης.
Δεν έχει τεθεί και δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε ικανό να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι και σε περιπτώσεις όπως η εξεταζόμενη, δεν τυγχάνουν εφαρμογής τα δεσμευτικώς αποφασισθέντα στη Madber. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 16Δ(2) και 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(1)/2000:
«(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας: Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη».
Στο ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Νόμου 6(1)/2000 ορίζεται ότι,
«"αιτητής" σημαίνει υπήκοο τρίτης χώρας ή ανιθαγενή, ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας και η ιδιότητα αυτή ισχύει για την περίοδο από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή· η έννοια του αιτητή περιλαμβάνει και ανήλικο·».
Σύμφωνα με τις διατάξεις του ιδίου Άρθρου του Νόμου,
«"τελική απόφαση" σημαίνει απόφαση η οποία ορίζει κατά πόσον ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή ως πρόσωπο στο οποίο παραχωρείται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του παρόντος Νόμου και - (α) έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για άσκηση προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά της εν λόγω απόφασης, ή (β) ασκήθηκε η προαναφερόμενη προσφυγή και εκδόθηκε πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου επ' αυτής, ανεξάρτητα από το αν μέσω της άσκησης τέτοιας προσφυγής ο αιτητής αποκτά τη δυνατότητα να παραμένει στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές μέχρις ότου εκδοθεί η σχετική δικαστική απόφαση·».
Στη βάση των ανωτέρω, προκύπτει ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης δεν θεωρείται νέα αίτηση, αλλά περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της ήδη αποφασισθείσας αίτησης. Η ιδιότητα του αιτητή διεθνούς προστασίας ισχύει από την περίοδο υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή και διατηρείται μέχρι να καταστεί τελική η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Εν προκειμένω, τελική απόφαση επί της αίτησης της Εφεσείουσας είναι η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας στην Προσφυγή Αρ. 5844/2021, ημερομηνίας 24/11/2023 και η Εφεσείουσα μέχρι την ημερομηνία αυτή διατηρούσε την ιδιότητα της αιτήτριας ασύλου.
Πρόσθετα των αποφασισθέντων στη Madber, που υποστηρίζουν την πιο πάνω θεώρηση, το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πολιτική Αίτηση Habeas Corpus Αρ. 114/2023 (ijustice), ημερομηνίας 24/10/2023, είναι ενισχυτικό της πιο πάνω θέσης:
«Ο Αιτητής παραγνωρίζει τις ρητές πρόνοιες που περιέχονται στον περί Προσφύγων Νόμο, Ν. 6(Ι)/2000, συμφώνως των οποίων η ιδιότητα του αιτητή διεθνούς προστασίας ισχύει από την περίοδο υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή. Στην προκείμενη περίπτωση, με βάση το αδιαμφισβήτητο πραγματικό ιστορικό της υπόθεσης, ασκήθηκε από τον Αιτητή προσφυγή εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και εκδόθηκε επί αυτής απορριπτική απόφαση από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Με βάση, δε, τα διαλαμβανόμενα στο Νόμο, υφίσταται τελική απόφαση και ουδεμία σχέση έχει το γεγονός ότι ο Αιτητής άσκησε έφεση εναντίον αυτής. Η ιδιότητα του αιτητή ασύλου διατηρείται μέχρι να καταστεί τελική η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, δηλαδή μέχρι και το τέλος του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας. Σχετικό επί του προκειμένου είναι το ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Ν. 6(Ι)/2000 το οποίο ορίζει ότι « «αιτητής» […]
«Προβλήθηκε, ακόμη, από μέρους του Αιτητή ότι δυνάμει της υποβολής μεταγενέστερης αίτησης (πρώτη μεταγενέστερη αίτηση) στην Υπηρεσία Ασύλου, αυτός επανάκτησε το νόμιμο καθεστώς του αιτητή διεθνούς προστασίας, με δικαίωμα νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία και ότι, ως εκ τούτου, δεν θεωρείται παράνομος μετανάστης και κανένα διάταγμα κράτησης και απέλασης δεν μπορεί να εκτελεστεί εναντίον του.
Η πιο πάνω θέση είναι παντελώς αβάσιμη. Η μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας δεν μπορεί να προσδώσει στον Αιτητή την ιδιότητα αυτή, καθόσον έχει εξετασθεί μέσω προσφυγής που ο ίδιος καταχώρισε στο ΔΔΔΠ εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου για να του παραχωρηθεί αυτό το καθεστώς και απερρίφθη από το ΔΔΔΠ με απόφαση του στις 31/7/2023.
Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Sohel Madber v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΕΔΔ 8/2022, ημερ. 17/11/2022, μεταγενέστερο αίτημα για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ξεκινά με το δεδομένο πως ο αιτητής δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας. Ξεκινά από το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής αίτησης ασύλου που είχε εν πρώτοις υποβάλει και απερρίφθη. Αντίθετη κρίση, ως αυτή που εισηγείται η συνήγορος του Αιτητή, ήτοι την παραχώρηση και απόκτηση της ιδιότητας ασύλου σε κάθε περίπτωση μεταγενέστερης αίτησης, θα έδιδε δικαίωμα καταστρατήγησης του Νόμου εκ μέρους αιτητών ασύλου, οι οποίοι θα καταχωρούν συνεχείς αιτήσεις προσδοκώντας στην άνευ ετέρου νομιμοποίηση της παραμονής τους στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Όπως προέκυψε, ο Αιτητής ήταν παράνομα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και το γεγονός της καταχώρισης μεταγενέστερης αίτησης, η οποία ήταν μεταγενέστερη των Διαταγμάτων Κράτησης/Απέλασης, δεν τον μετατρέπει σε αιτητή ασύλου πριν την προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και κρίσης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου ως παραδεκτής αίτησης για περαιτέρω εξέταση της αίτησης στην ουσία της».
Συνεπώς, η μεταγενέστερη αίτηση που η Εφεσείουσα υπέβαλε, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα στη Madber, ξεκινά με το δεδομένο ότι η Εφεσείουσα δεν είναι αιτήτρια ασύλου και δεν επανακτά ως εκ της καταχώρησης της μεταγενέστερης αιτήσεώς της και μόνο το νόμιμο καθεστώς του αιτούντος διεθνούς προστασίας με δικαίωμα νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία. Επομένως, μέχρι την εξέταση της πρώτης μεταγενέστερης αίτησής της από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου επί του παραδεκτού της αίτησής της, η Εφεσείουσα δεν είναι αιτήτρια ασύλου.
Καταληκτικά, αυτό που αναδεικνύεται ως απόφθεγμα από το σκεπτικό και κατάληξη στη Madber είναι ότι, μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ξεκινά με το δεδομένο ότι ο αιτών δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας, ήτοι ξεκινά από το καθεστώς που ισχύει με την απόρριψη της αρχικής αίτησης ασύλου.
Μόνο αν η μεταγενέστερη αίτηση κριθεί κατά την προκαταρκτική εξέταση παραδεκτή και εξεταστεί περαιτέρω, ο αιτών θα λάβει το καθεστώς αιτητή ασύλου. Εν προκειμένω, η μεταγενέστερη αίτηση της Εφεσείουσας μετά την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου (η οποία απέρριψε την αίτηση της Εφεσείουσας να της παραχωρηθεί αυτό το καθεστώς), δεν τη μετέτρεπε σε αιτήτρια ασύλου πριν την προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης ως προς το παραδεκτό της από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου.
Στη βάση των ανωτέρω, κρίνουμε ότι η Εφεσείουσα κατά τον χρόνο της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων δεν επανέκτησε το καθεστώς διεθνούς προστασίας το οποίο είχε τερματιστεί κατά την έκδοση της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. Συνεπώς, η παραμονή της στη Δημοκρατία δεν ήταν νόμιμη και κατ’ επέκταση νόμιμη κρίνεται τόσο η κήρυξή της ως απαγορευμένης μετανάστριας όσο και η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων ως προς το ότι βασίστηκαν επί της εν λόγω κήρυξης.».
Λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων της υπό κρίση υπόθεσης και υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων του Εφετείου, η απόφαση έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή, αλλά και η προηγηθείσα απόφαση κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη, επί της οποίας βασίστηκαν τα επίδικα διατάγματα, κρίνονται ως καθόλα ορθές και νόμιμες, εφόσον ο αιτητής, κατά τον χρόνο της σύλληψής του και έκδοσης των εν λόγω διαταγμάτων, διέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105. Η μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας δεν μπορεί να προσδώσει στον αιτητή την ιδιότητα αυτή, καθόσον το αίτημά του για παροχή διεθνούς προστασίας εξετάστηκε μέσω προσφυγής που ο ίδιος καταχώρισε στο ΔΔΔΠ κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου για να του παραχωρηθεί αυτό το καθεστώς και απορρίφθηκε από το Δικαστήριο. Κατά λογική ακολουθία, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ζημιογόνο κατάλοιπο λόγω της κράτησης του αιτητή από 10.3.2023, καθότι η εν λόγω κράτηση του αιτητή (ως παρανόμως διαμένοντα στη Δημοκρατία από 18.8.2022, όταν και απορρίφθηκε από το ΔΔΔΠ η προσφυγή του), μέχρι και την εκτέλεση του διατάγματος απέλασης του αιτητή, την 23.5.2023, υπήρξε καθόλα νόμιμη. Με την δε απέλαση του αιτητή, εξέλιπε το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής, χωρίς την ύπαρξη ζημιογόνου καταλοίπου, δεδομένης της παράνομης παραμονής του αιτητή στη χώρα.
Η δε απουσία ζημιογόνου καταλοίπου στοιχειοθετεί έλλειψη της απαιτούμενης νομιμοποίησης προς προώθηση της υπό κρίση προσφυγής και δεν αφήνει περιθώριο άλλο από την απόρριψή της. Κατά πάγια νομολογία, το έννομο συμφέρον πρέπει να ενυπάρχει σε τρία διαφορετικά στάδια της διαδικασίας, ήτοι, κατά την έκδοση της πράξης, κατά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως και κατά τη συζήτησή της, μέχρι και την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου. Η δε λήξη ισχύος και/ή εξαφάνιση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης οδηγεί στην κατάργηση της δίκης, εκτός εάν, κατά την περίοδο ισχύος της πράξης, ο αιτητής έχει υποστεί ζημία, η οποία δεν εξαλείφθηκε με τη λήξη αυτής (Stoyanov, ανωτέρω, Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 973, Strakka Ltd v. The Republic of Cyprus and Αnother (1988) 3 C.L.R. 760). Η μη δυνατότητα προώθησης προσφυγής λόγω κατάργησης της δίκης, οφείλεται στο ότι εξαφανίζεται το αντικείμενό της, ώστε να μην εξυπηρετείται πλέον σκοπός με την εκδίκασή της, εκτός και εάν παραμένει οποιαδήποτε ζημία. Τότε μόνον είναι παραδεκτή η συνέχισή της. Για να πετύχει δε η εισήγηση για πρόκληση ζημίας, ο αιτητής θα πρέπει να δώσει πειστική απόδειξη για την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως ζημίας (Μαρία Μιχαήλ Κουτσούδη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1089/2011, ημερ. 17.10.2014, Epco (Cyprus) Ltd v. Municipal Committee of Nicosia (1965) 3 C.L.R. 416, 422). Σε τέτοια περίπτωση, η ακύρωση είναι απαραίτητη προς διασφάλιση του δικαιώματος που διαφυλάσσει στον επιτυχόντα αιτητή το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, δηλαδή είναι προϋπόθεση για την διεκδίκηση αποζημιώσεων (Vakis v. Republic (1985) 3 C.L.R. 534, Christodoulides v. CYTA (1988) 3 C.L.R. 1162). Ο αιτητής, βέβαια, δεν είναι αρκετό να δείξει ότι, δυνητικά, θα μπορούσε να υποστεί ζημιά από την ανακληθείσα απόφαση, αλλά θα πρέπει να πιθανολογήσει, με στοιχεία, ότι παρέμεινε ζημιογόνο κατάλοιπο (Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ν. Σάββα (2006) 3 Α.Α.Δ 435, Σοφούλλα Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ 73). Οι ζημιογόνες συνέπειες πρέπει, έστω και εκ πρώτης όψεως, να είναι υπαρκτές και δεδομένες, εναπόκειται δε στον αιτητή να δείξει αυτό, με κατάλληλη και ανάλογη αναφορά σε δεδομένα και στοιχεία υποστηρικτικά της θέσης του (Γιώργος Νεοκλέους κ.α ν. Δήμου Αγλαντζιάς κ.α., Υποθ. Αρ. 1183/2011, ημερ. 29.10.2015, ECLI:CY:AD:2015:D717).
Εν προκειμένω, ο συνήγορος του αιτητή επιχειρηματολόγησε υπέρ της ύπαρξης ζημιογόνου καταλοίπου, στη βάση του ισχυρισμού περί παράνομης κράτησης του αιτητή, ως έχει εξηγηθεί ανωτέρω. Μάλιστα, αυτός ήταν και ο μοναδικός ισχυρισμός που προβλήθηκε από τον κ. Πιερίδη και αναπτύχθηκε δια της συμπληρωματικής γραπτής του αγόρευσης, της οποίας η καταχώρηση επιτράπηκε από το παρόν Δικαστήριο, προκειμένου η πλευρά του αιτητή να υποστηρίξει τη θέση της περί ύπαρξης εννόμου συμφέροντος προς προώθηση της προσφυγής. Ωστόσο, αυτός ο ισχυρισμός, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, κρίνεται αβάσιμος. Ούτε και έχει καταδειχθεί, έστω στοιχειωδώς, η ύπαρξη οποιουδήποτε άλλου ζημιογόνου καταλοίπου του αιτητή λόγω της λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, με αποτέλεσμα οι υπ’ αυτού προβαλλόμενοι ισχυρισμοί να παραμένουν ατεκμηρίωτοι και να μην δικαιολογείται η συνέχιση της διοικητικής δίκης.
Ως εκ των πιο πάνω, και δεδομένου ότι εξέλιπε το απαιτούμενο ενεστώς έννομο συμφέρον του αιτητή προς συνέχιση και προώθηση της προσφυγής του, αυτή, ως έχουσα απωλέσει το αντικείμενό της, δεν μπορεί να προχωρήσει και υπόκειται σε απόρριψη.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εκ €1300 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο