ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 913/2021, 914/2021 και 915/2021)
29 Οκτωβρίου 2024
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 913/2021)
M.M.K. PLANET LTD Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Καθ’ ων η Αίτηση
(Υπόθεση Αρ. 914/2021)
M.M.K. PLANET LTD-Ν.Κ. ΓΚΟΛΙΟΠΟΥΛΟΣ Α.Τ.Ε. ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Καθ’ ων η Αίτηση
(Υπόθεση Αρ. 915/2021)
M.M.K. PLANET LTD-Ν.Κ. ΓΚΟΛΙΟΠΟΥΛΟΣ Α.Τ.Ε. ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ
Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Καθ’ ων η Αίτηση
Ε. Ανδρέου (κα), για Ανδρέου Χατζή Χριστοφής Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτριες
Θ. Χατζηλούκας, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με τις υπό εξέταση συνεκδικαζόμενες προσφυγές, οι αιτήτριες στρέφονται κατά των αποφάσεων των καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 1.6.2021, σύμφωνα με τις οποίες εκδόθηκε Ειδοποίηση Εξώδικης Ρύθμισης Αδικήματος δυνάμει του άρθρου 50 του περί Αποβλήτων Νόμου (Ν.185(Ι)/2011), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»).
Ειδικότερα, η αιτήτρια εταιρεία στην προσφυγή αρ. 913/2021 στρέφεται κατά της Ειδοποίησης Εξώδικης Ρύθμισης Αδικήματος ημερομηνίας 1.6.2021, ύψους €2000, καθότι, μετά από ελέγχους και/ή επιθεωρήσεις που διενεργήθηκαν από επιθεωρητές του Τμήματος Περιβάλλοντος, διαπιστώθηκε ότι, στις 21.12.2020, 23.12.2020, 28.12.2020, 29.12.2020, 8.1.2021, 12.1.2021,14.1.2021, 15.1.2021, 18.1.2021, 11.2.2021, 12.2.2021 και 18.2.2021, κατά παράβαση του άρθρου 5, Μέρος Ι του περί Αποβλήτων (Υποχρεώσεις Προσώπων που Συλλέγουν-Μεταφέρουν Απόβλητα σε Επαγγελματική Βάση) Διατάγματος του 2016 (Κ.Δ.Π. 76/2016), υπάλληλοι και/ή αντιπρόσωποι της εν λόγω εταιρείας μετέφεραν από την εταιρεία Jumbo Trading Ltd, πλαστικά απόβλητα και απόβλητο χαρτί/χαρτόνι με συγκεκριμένο όχημα, το οποίο δεν συμπεριλαμβανόταν στο σχετικό πιστοποιητικό καταχώρησης που κατείχε η αιτήτρια για συλλογή και μεταφορά. Αυτά αναφέρονται τόσο στην εκδοθείσα Ειδοποίηση Εξώδικης Ρύθμισης Αδικήματος, όσο και στην επιστολή που συνοδεύει αυτήν, ημερομηνίας 1.6.2021, οι οποίες εστάλησαν στον Διευθυντή της αιτήτριας εταιρείας.
Με την προσφυγή αρ. 914/2021, η αιτήτρια στρέφεται κατά της Ειδοποίησης Εξώδικης Ρύθμισης Αδικήματος ημερομηνίας 1.6.2021, ύψους €2000, καθότι, μετά από ελέγχους και/ή επιθεωρήσεις που διενεργήθηκαν από επιθεωρητές του Τμήματος Περιβάλλοντος, διαπιστώθηκε ότι, στις 13.1.2021, 1.2.2021, 8.2.2021, 18.2.2021, 19.2.2021, 22.2.2021, 24.2.2021, 25.2.2021 και 26.2.2021, κατά παράβαση του άρθρου 18, Μέρος Ι της Κ.Δ.Π. 76/2016, υπάλληλοι και/ή αντιπρόσωποι της εν λόγω εταιρείας μετέφεραν στην εταιρεία Enerco Energy Recovery Ltd, ογκώδη απόβλητα και απόβλητα νάιλον χωρίς την έκδοση Εντύπου Αναγνώρισης και Παρακολούθησης Μεταφοράς Αποβλήτων. Αυτά αναφέρονται τόσο στην εκδοθείσα Ειδοποίηση Εξώδικης Ρύθμισης Αδικήματος, όσο και στην επιστολή που συνοδεύει αυτήν, ημερομηνίας 1.6.2021, οι οποίες εστάλησαν στον Διευθυντή της αιτήτριας.
Η ίδια αιτήτρια καταχώρησε και την προσφυγή αρ. 915/2021, η οποία στρέφεται κατά της Ειδοποίησης Εξώδικης Ρύθμισης Αδικήματος ημερομηνίας 1.6.2021, ύψους €2000, καθότι, μετά από ελέγχους και/ή επιθεωρήσεις που διενεργήθηκαν από επιθεωρητές του Τμήματος Περιβάλλοντος, διαπιστώθηκε ότι, την 1.12.2021, 3.12.2020, 7.12.2020, 14.12.2020, 17.12.2020, 21.12.2021, 23.12.2020, 29.12.2020, 4.1.2021, 5.1.2021, 8.1.2021, 11.1.2021, 12.1.2021, 13.1.2021, 14.1.2021, 15.1.2021, 18.1.2021, 19.1.2021, 20.1.2021, 22.1.2021, 29.1.2021, 1.2.2021, 2.2.2021, 5.2.2021, 9.2.2021, 11.2.2021, 12.2.2021,, 15.2.2021, 17.2.2021, 18.2.2021, 19.2.2021 και 26.2.2021, κατά παράβαση του άρθρου 18, Μέρος Ι της Κ.Δ.Π. 76/2016, υπάλληλοι και/ή αντιπρόσωποι της αιτήτριας μετέφεραν στη μονάδα ΘΕΔΑ Πεντακώμου, ογκώδη απόβλητα και ανακυκλώσιμα απόβλητα χωρίς την έκδοση Εντύπου Αναγνώρισης και Παρακολούθησης Μεταφοράς Αποβλήτων. Αυτά επίσης αναφέρονται τόσο στην εκδοθείσα Ειδοποίηση Εξώδικης Ρύθμισης Αδικήματος, όσο και στην επιστολή που συνοδεύει αυτήν, ημερομηνίας 1.6.2021, οι οποίες εστάλησαν στον Διευθυντή της αιτήτριας.
Στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας των συνηγόρων των αιτητριών, βρίσκεται ο ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 50 του Νόμου. Σύμφωνα με το σχετικό ισχυρισμό, οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου αντίκεινται στα Άρθρα 12 και 30 του Συντάγματος, καθώς και στο Άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθότι δεν εξασφαλίζουν στον πολίτη δικαίωμα πρόσβασης σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο Δικαστήριο: και τούτο, κατά τη σχετική εισήγηση, διότι δεν παρέχεται διαδικασία ελέγχου της απόφασης έκδοσης Ειδοποίησης Εξώδικης Ρύθμισης Αδικήματος, ενώ δεν παρέχεται ούτε δικαίωμα αμφισβήτησης της εν λόγω απόφασης και/ή του ύψους του επιβληθέντος ποσού της Εξώδικης Ρύθμισης.
Ωστόσο, πριν από την εξέταση των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης που προωθούνται, προέχει, ως ζήτημα δημοσίας τάξης (Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314, Lavar Shipping Co Ltd ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 260), η εξέταση της προδικαστικής ένστασης που, για πρώτη φορά δια της γραπτής της αγόρευσης, ήγειρε η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση και σύμφωνα με την οποία οι προσβαλλόμενες αποφάσεις έκδοσης Ειδοποίησης Εξώδικης Ρύθμισης Αδικήματος δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου.
Σύμφωνα με το άρθρο 50 του Νόμου, έχον πλαγιότιτλο «Εξώδικη ρύθµιση αδικηµάτων», στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει-
«50.-(1)(α) Επιθεωρητής που έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι οποιοδήποτε πρόσωπο διαπράττει ή έχει διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 10, 15, 18, 22Α, 24, 29, 33, του άρθρου 49 ή των Κανονισµών που εκδίδονται δυνάµει των άρθρων 12, 13, 22 και 54 ή των διαταγµάτων που εκδίδονται δυνάµει των διατάξεων του άρθρου 27, του εδαφίου (1) του άρθρου 28, του εδαφίου (10) του άρθρου 33 και του εδαφίου (4) του άρθρου 54, έχει εξουσία να προβεί σε εξώδικη ρύθµιση του αδικήµατος.
(β) Το ποσό της εξώδικης ρύθµισης που καθορίζει ο Επιθεωρητής είναι ανάλογο µε τη σοβαρότητα του αδικήµατος αλλά δεν υπερβαίνει τα τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000).
[.]
(5) Κάθε ποσό που καταβάλλεται µε βάση τα εδάφια (1) ή (2) θεωρείται χρηµατική ποινή που επιβλήθηκε λόγω καταδίκης για το σχετικό αδίκηµα.».
Είναι λοιπόν ξεκάθαρο από τις αμέσως πιο πάνω διατάξεις ότι ο ίδιος ο νομοθέτης χαρακτηρίζει το ποσό της Εξώδικης Ρύθμισης ως χρηματική ποινή που επιβάλλεται λόγω καταδίκης για αδίκηµα που προβλέπεται στο Νόμο ή σε διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του Νόμου. Πράγματι, στις υπό κρίση περιπτώσεις, οι επίδικες αποφάσεις έκδοσης Ειδοποίησης Εξώδικης Ρύθμισης Αδικήματος εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 50 του Νόμου και σύμφωνα με την Κ.Δ.Π. 76/2016, η οποία, ως ρητά αναφέρεται σε αυτήν, εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 33(10) του Νόμου, όπου προβλέπεται ότι «Ο Υπουργός δύναται να εκδίδει διατάγματα, τα οποία καθορίζουν τις τεχνικής φύσεως υποχρεώσεις των προσώπων που καταχωρίζονται στο Αρχείο Διαχειριστών Αποβλήτων». Η έκδοση της Ειδοποίησης Εξώδικης Ρύθμισης Αδικήματος δεν συνιστά διοικητική κύρωση, αλλά χρηματική ποινή για αδίκημα, με αποτέλεσμα να εκφεύγει της δικαιοδοσίας ελέγχου του παρόντος Δικαστηρίου.
Σε αντίθεση, βεβαίως, με τις πρόνοιες του άρθρου 51 του Νόμου, όπου ρητά προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατ’ απόφασης επιβολής διοικητικού προστίμου και/ή διοικητικής κύρωσης. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 51-
«(1)(α) Σε οποιοδήποτε πρόσωπο που προκαλεί ρύπανση ή υποβάθµιση του περιβάλλοντος ή που παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόµου και ανεξάρτητα από την αστική η την ποινική ευθύνη που του καταλογίζεται, επιβάλλεται, ως διοικητική κύρωση, µε απόφαση της αρµόδιας αρχής, πρόστιµο µέχρι το ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ (€500.000).
[.]
(5) Το ποσό του διοικητικού προστίµου εισπράττεται όταν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προθεσµία των εβδοµήντα πέντε (75) ηµερών από την ηµεροµηνία κοινοποίησης της κλήτευσης ή, σε περίπτωση που ασκήθηκε προσφυγή, µετά την έκδοση µη ακυρωτικής δικαστικής απόφασης.».
Είναι, θεωρώ, σαφής η διάκριση μεταξύ των δυο περιπτώσεων και οι προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 50 και 51 του Νόμου, σύμφωνα και με τη γραμματική ερμηνεία του κειμένου, η οποία και συνιστά τον βασικό ερμηνευτικό κανόνα, δεν επιδέχονται πολλαπλής ερμηνείας. Εάν δε ο νομοθέτης επιθυμούσε τη δυνατότητα προσβολής και/ή αμφισβήτησης δι’ αιτήσεως ακυρώσεως των πράξεων που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 50 του Νόμου, ρητά θα το προέβλεπε, ως έπραξε στην περίπτωση των διατάξεων του άρθρου 51. Υπενθυμίζεται ότι η γραμματική ερμηνεία συνιστά τον βασικό ερμηνευτικό κανόνα, εκτός αν προκύπτει ασάφεια (ΗΕRMES AIRPORTS LTD ν. Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λάρνακας, ΕΔΔ 199/2019, ημερ. 6.6.2024, Αίτηση Αρ. 1/2024 των Δικηγόρων του Παγκύπριου Οργανισμού Αγελαδοτρόφων (ΠΟΑ) Δημόσια/Λίμιτεδ Εφεσιβλήτων στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 66/2023, ημερ. 23.5.2024). Και εν προκειμένω, καμία ασάφεια από τις προεκτεθείσες διατάξεις του Νόμου δεν προκύπτει. Αντίθετα, από την εξέταση των εν λόγω διατάξεων, προκύπτει ξεκάθαρα ότι οι εδώ προσβαλλόμενες αποφάσεις ημερομηνίας 1.6.2021, που εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 50 του Νόμου, προδήλως δεν ανάγονται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και δεν έχουν αποκτήσει οποιαδήποτε οντότητα μέσα στο διοικητικό χώρο (Πέτρος Σιαμμασιάν ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 665, Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1612/2019, ημερ. 21.8.2023). Συνεπώς δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος και, συνακόλουθα, δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου.
Με την πιο πάνω διαπίστωση, αναπόφευκτα σφραγίζεται η τύχη των υπό κρίση προσφυγών.
Βέβαια, ως έχει ήδη αναφερθεί πιο πάνω, η πλευρά της αιτήτριας εγείρει ζήτημα αντισυνταγματικότητας του Νόμου και δη του άρθρου 50 αυτού.
Ωστόσο, είναι σαφές ότι το εν λόγω ζήτημα δεν μπορεί να εξεταστεί πριν από το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου να επιληφθεί των παρουσών προσφυγών. Αποτελεί πάγια αρχή της ημεδαπής νομολογίας ότι η συνταγματικότητα ενός νόμου δεν εξετάζεται από το Δικαστήριο ως αυτοτελές ζήτημα, αλλά παρεμπιπτόντως, εφόσον συναρτάται με το κύρος απόφασης, πράξης ή παράλειψης οργάνου αρχής ή προσώπου που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του αναθεωρητικού Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος (Dias United Publishing Co. Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550). Συνεπώς, το ζήτημα της συνταγματικότητας του άρθρου 50 θα μπορούσε ενδεχομένως να εξεταστεί στο πλαίσιο παραδεκτώς εγερθείσας προσφυγής. Επιπρόσθετα, κατά πάγια επίσης νομολογία, ο έλεγχος της συνταγματικότητας νόμου, διενεργείται από το Δικαστήριο μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επίλυση του επιδίκου θέματος (Δημοτικό Συμβούλιο Γεροσκήπου κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 389, Dias United Publishing, ανωτέρω). Στη θεμελιακή υπόθεση Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών v. Κυριακίδης (1966) 3 Α.Α.Δ. 640, 655 (απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου) τονίστηκε ότι «Η δικαστική εξουσία δεν επιλαμβάνεται αφηρημένων ερωτημάτων. Τα δικαστήρια δε συνηθίζουν να αποφασίζουν ζητήματα συνταγματικής φύσεως, εκτός αν αυτό είναι απόλυτα αναγκαίο για την έκβαση της υπόθεσης. Τα δικαστήρια δε διατυπώνουν κανόνα συνταγματικού δικαίου, ο οποίος είναι ευρύτερος από ότι χρειάζεται από τα συγκεκριμένα γεγονότα στα οποία θα εφαρμοσθεί». Στην ίδια απόφαση, γίνεται αναφορά και στο σύγγραμμα Rottschaefer on Constitutional Law, όπου εύγλωττα αναφέρεται ότι «Τα δικαστήρια δεν επιλύουν ζητήματα συνταγματικότητας εάν η υπόθεση μπορεί να αποφασισθεί πάνω σε οποιοδήποτε άλλο λόγο». Παρομοίως, στο «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο» του Π. Δ. Δαγτόγλου, 2η έκδοση, παραγ. 128, επισημαίνεται ότι τα Δικαστήρια δε χορηγούν γνωμοδοτήσεις, αλλά επιλύουν διαφορές και «Δεν ασχολούνται με ζητήματα που δεν οδηγούν στην επίλυση της εκάστοτε κρινόμενης διαφοράς». Εν προκειμένω, ενόψει της προεκτεθείσας διαπίστωσης περί του απαραδέκτου των υπό κρίση προσφυγών και της συνακόλουθης απουσίας επίλυσης επιδίκου θέματος, η άσκηση ελέγχου της συνταγματικότητας του άρθρου 50 του Νόμου, δεν κρίνεται αναγκαία.
Εντούτοις, και χωρίς να υπεισέρχομαι στην εξέταση του υπό αναφορά θέματος, ας σημειωθεί, ως τροφή για σκέψη, αλλά και προς ολοκλήρωση του σκεπτικού του Δικαστηρίου, η ύπαρξη της διάταξης του άρθρου 50(10) του Νόμου, η οποία προβλέπει ότι-
«Σε περίπτωση που περιέλθουν στην αντίληψη του νέα στοιχεία που να το δικαιολογούν, ο Αρχιεπιθεωρητής, παρέχοντας γραπτώς την απαραίτητη αιτιολόγηση και τεκµηρίωση, δύναται να αποσύρει ή να τροποποιήσει την ειδοποίηση εξώδικης ρύθµισης αδικήµατος.».
Στη βάση της πιο πάνω διάταξης, θα μπορούσε ενδεχομένως να υποστηριχθεί η θέση ότι υφίσταται η δυνατότητα στον επηρεαζόμενο να
αντικρούσει την Ειδοποίηση Εξώδικης Ρύθµισης Αδικήµατος ή/και να επιχειρηματολογήσει για το ύψος του ποσού της Εξώδικης Ρύθµισης.
Εν πάση όμως περιπτώσει, ακόμα και αν προχωρούσα στην εξέταση του υπό αναφορά ισχυρισμού και διαπιστωνόταν ότι, πράγματι υφίσταται ζήτημα αντισυνταγματικότητας του άρθρου 50 του Νόμου, ή/και νομοθετικό κενό, υπενθυμίζεται ότι δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου η πλήρωσή του: όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Dias Publishing, ανωτέρω, η ανυπαρξία νομοθετικής διάταξης, δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση, γιατί σε τέτοια περίπτωση ο συνταγματικός έλεγχος που ασκεί το Δικαστήριο θα μετατρεπόταν σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας. «Η κήρυξη νόμου ως αντισυνταγματικού στο πλαίσιο της άσκησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου [και πλέον του Διοικητικού Δικαστηρίου] δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, επάγεται τη μη εφαρμογή του στην περίπτωση και, συνακολούθως, την ακύρωση της πράξης που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεών του. Δε θα ήταν δυνατό δια της κρίσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου [και πλέον του Διοικητικού Δικαστηρίου] πως ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός, να προστεθούν στο Νόμο πρόνοιες που δεν θέλησε ο Νομοθέτης».
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις σφραγίζουν την τύχη των υπό κρίση προσφυγών και παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.
Οι προσφυγές κρίνονται απαράδεκτες και απορρίπτονται. Επιδικάζονται €2400 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον των αιτητριών.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο