ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση αρ. 1544/2019)
1 Νοεμβρίου 2024
[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MRIYA AGRO HOLDING PUBLIC LTD (ΣΕ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ) ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΩΝ ΑΥΤΗΣ ΚΟΥ Χ. Ι. ΚΑΙ ΚΑΣ Α. Α.
Αιτήτρια
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
Καθ’ ων η αίτηση.
……………………………
Ηλιάνα Κωνσταντίνου, για Σ. Βασιλείου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια.
Σοφοκλής Καρασαμάνης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η αιτήτρια αξιώνει από το Δικαστήριο, την εξής θεραπεία:-
«Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου η οποία να κηρύσσει άκυρη και/ή παράνομη και/ή άνευ οποιουδήποτε αποτελέσματος την απόφαση και/ή πράξη του Καθ’ ου η Αίτηση, με την οποία συμψηφίστηκε ποσό ύψους €393.847,17 (το οποίο προέκυψε από ΦΠΑ εισροών (input VAT) από τιμολόγια που πλήρωσε η υπό Εκκαθάριση Εταιρεία, (κυρίως σε παροχείς επαγγελματικών υπηρεσιών) μετά την ημερομηνία που λογίζεται ότι ξεκίνησε η Εκκαθάριση της (22/01/2015) και το οποίο (ποσό) σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να συμψηφιστεί με Φορολογία που επιβλήθηκε, κακόπιστα και ετσιθελικά με απώτερο σκοπό την αποφυγή επιστροφής ΦΠΑ, από τον Καθ’ ου η Αίτηση σε σχέση με εικαζόμενες οφειλές (εκ των υστέρων σκέψεις) για περιόδους προ της Εκκαθάρισης) με εικαζόμενες οφειλές της υπό εκκαθάριση Αιτήτριας οι οποίες αφορούσαν Φόρο Εισοδήματος, και οι οποίες αφορούσαν περιόδους πριν τεθεί η Αιτήτρια εταιρεία σε εκκαθάριση, απόφαση η οποία λήφθηκε από τον Καθ’ ου η Αίτηση σε άγνωστη ημερομηνία, μεταξύ της περιόδου 06/08/2019 και 05/09/2019 (και η οποία Απόφαση κοινοποιήθηκε στους Αιτητές την 27/09/2019 με επιστολή του Καθ΄ου η Αίτηση ημερομηνίας 10/09/2019 – Παράρτημα Χ)».
Σύμφωνα με τα όσα περιγράφονται στην Ένσταση, η αιτήτρια ενεγράφη στο Μητρώο Φ.Π.Α. στις 3.11.2008 και δήλωσε ως επιχειρησιακή δραστηριότητα το χονδρικό εμπόριο δημητριακών και σπορικών. Περαιτέρω, ως αναφέρεται στα γεγονότα της αίτησης ακυρώσεως, στις 22.5.2015 καταχωρήθηκε εναντίον της, αίτηση εκκαθάρισης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, την 11.5.2016 εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης και στις 2.12.2016 διορίστηκε ο κος Χ. Ι., μαζί με την κα Α. Α., από κοινού, ως εκκαθαριστές της αιτήτριας εταιρείας.
Η τελευταία, λάμβανε νομικές, ελεγκτικές / λογιστικές, επαγγελματικές υπηρεσίες για αναδιάρθρωση του χρέους της, αλλά κι υπηρεσίες εκκαθαριστή, ποσά τα οποία αφορούσαν τις εισροές της αιτήτριας.
Στις 10.4.2019 πραγματοποιήθηκε φορολογικός έλεγχος στα βιβλία και αρχεία της, βάσει των διατάξεων του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, ο οποίος ολοκληρώθηκε στις 5.8.2019. Σκοπός του φορολογικού ελέγχου, ήταν να διαπιστωθεί η ορθότητα των φορολογικών δηλώσεων που υπέβαλλε η αιτήτρια προς τον Έφορο Φορολογίας, αναφορικά με οφειλές Φ.Π.Α., σε σχέση με τα βιβλία και αρχεία που τηρούσε για τις φορολογικές περιόδους από 1.5.2014 μέχρι 31.1.2019. Από τον φορολογικό έλεγχο διαπιστώθηκαν σφάλματα και ανακρίβειες στα βιβλία και αρχεία της αιτήτριας, με αποτέλεσμα να προκύψει βεβαίωση φόρου.
Ο Έφορος Φορολογίας προέβη σε βεβαίωση φόρου, ύψους €191.180,23 σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 49(2) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, ως αυτό γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια στις 5.8.2019, ενώ της γνωστοποίησε, επίσης, πως το πιστωτικό της υπόλοιπο μειώθηκε σε €393.847,17 και πως θα της επιστραφεί σύντομα. Η βεβαίωση φορολογίας παραλήφθηκε αυθημερόν από εξουσιοδοτημένο, από τους εκκαθαριστές, πρόσωπο.
Προφανώς, μετά από προφορική ενημέρωση που έλαβαν οι εκκαθαριστές της αιτήτριας περί μη ύπαρξης πρόθεσης εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση επιστροφής του ποσού του πιστωτικού υπολοίπου, με επιστολή ημερομηνίας 5.9.2019, η οποία ελήφθη από το Τμήμα Φορολογίας στις 6.9.2019, οι εκκαθαριστές της αιτήτριας, ανέφεραν τα εξής:-
«[…] • Όπως μας έχετε πληροφορήσει η επιστροφή ΦΠΑ ποσού EUR 393,847.17 δεν μπορεί να εκτελεστεί λόγω ύπαρξης φορολογικών υποχρεώσεων από φορολογίες που έχουν αυθαίρετα επιβληθεί από το τμήμα φορολογίας (φόρος εισοδήματος), δεν είναι αποδεκτή.
Να επισημάνουμε πως δεν υπάρχουν καταχωρημένες δηλώσεις Ε.Πρ.4 της Εταιρείας στον Φόρο Εισοδήματος, και οι οποιεσδήποτε φορολογικές δηλώσεις έχουν υποβληθεί ανακλήθηκαν από τους προηγούμενους ελεγκτές.
• Συγκεκριμένα το ποσό του ΦΠΑ το οποίο έχει διεκδικηθεί αφορά τις φορολογικές περιόδους μετά το διορισμό εκκαθαριστή και αφορά έξοδα και αμοιβές που έχουν πραγματοποιηθεί με σκοπό την υλοποίηση της εκκαθάρισης της Εταιρείας και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συνδεθεί με οποιεσδήποτε φορολογικές υποχρεώσεις της Εταιρείας οι οποίες στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι και αυθαίρετες και θα τεθούν υπό αμφισβήτηση.
Με βάση τα πιο πάνω που έχουν αναφερθεί παρακαλώ όπως προχωρήσετε άμεσα στην πληρωμή του ποσού των EUR 393,847,17 στον λογαριασμό της εκκαθάρισης».[1]
Προς απάντηση, οι καθ’ ων η αίτηση απέστειλαν προς την αιτήτρια, μέσω των εκκαθαριστών της, την επιστολή ημερομηνίας 10.9.2019, στην οποία αναφέρουν τα εξής:-
« ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΥΠΟΛΟΙΠΟΥ
Σας πληροφορώ ότι έχουμε μεταφέρει ποσό ύψους €365.173,08 για εξόφληση οφειλών σας στο Τμήμα Φορολογίας (Άμεση Φορολογία), με βάση τις πρόνοιες του περί της Λογιστικής και Δημοσιονομικής Διαχείρισης και Χρηματοοικονομικού Ελέγχου της Δημοκρατίας Νόμου του 2014 (Ν. 38(Ι)/2014)».
Η νομιμότητα της πιο πάνω διοικητικής αποφάσεως, αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής.
Στη γραπτή αγόρευση που καταχώρησε ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας, εγείρεται αριθμός λόγων ακύρωσης. Προωθήθηκε ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας, που ως προσδιορίζεται στη γραπτή αγόρευση, επί λέξη, «Όσον αφορά το Σύνταγμα, παραβιάζονται θεμελιώδη άρθρα του με την εν λόγω απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στους Αιτητές την 27/09/2019». Υποστηρίζεται πως με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία ελήφθη στη βάση των διατάξεων του άρθρου 13 του περί της Λογιστικής και Δημοσιονομικής Διαχείρισης και Χρηματοοικονομικού Ελέγχου της Δημοκρατίας Νόμου, Ν. 38(Ι)/2014, παραβιάζεται το Σύνταγμα και συγκεκριμένα το Άρθρο 28, αφού με την εφαρμογή του, το κράτος αποκτά αθέμιτο πλεονέκτημα έναντι των άλλων πιστωτών της υπό εκκαθάριση εταιρείας, αλλάζοντας, κατά τρόπο αντισυνταγματικό, τον τρόπο με τον οποίο εισπράττεται ένα χρέος από το κράτος, στα πλαίσια εκκαθάρισης μίας εταιρείας. Καταλήγει η εισήγηση, πως η ενέργεια του κράτους να προβεί σε συμψηφισμό επιστρεπτέων ποσών με δήθεν πληρωτέα φορολογία, χαρακτηρίζεται από αντισυνταγματικότητα.
Υποβάλλεται, περαιτέρω, πως η προσβαλλόμενη απόφαση για συμψηφισμό του ποσού του πιστωτικού υπολοίπου με δήθεν οφειλόμενο φόρο εισοδήματος, ο οποίος υπολογίστηκε αυθαίρετα και καταχρηστικά, ελήφθη ετσιθελικά και παράνομα, κατά παράβαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος, δίδοντας προβάδισμα προς όφελος του κράτους και εναντίον των άλλων πιστωτών της υπό παραλαβή περιουσίας.
Προωθούνται ισχυρισμοί περί παράβασης αρχών και διατάξεων του εταιρικού δικαίου, βάσει των οποίων η περιουσία της υπό εκκαθάριση εταιρείας πρέπει να προστατεύεται έτσι ώστε οι πιστωτές της να ικανοποιηθούν εξίσου και ακριβοδίκαια, ενώ υποβάλλεται πως το κράτος δεν έχει μέχρι σήμερα υποβάλει επαλήθευση χρέους, έτσι ώστε να θεωρείται πιστωτής.
Τρίτος λόγος ακύρωσης, άπτεται της θέσης πως η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το άρθρο 44 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, Ν. 95(Ι)/2000 ως αυτός έχει τύχει τροποποίησης, αφού δεν είναι δυνατός ο συμψηφισμός απαιτήσεων σε περίπτωση που η περιουσία του υποκειμένου στο φόρο προσώπου περιέρχεται σε εκκαθαριστή, ενώ κατά τις αιτιάσεις της αιτήτριας, δεν είναι δυνατός συμψηφισμός ποσών που πηγάζουν από την περί ΦΠΑ νομοθεσία με ποσά άμεσης φορολογίας που πηγάζουν από άλλη φορολογική νομοθεσία. Τέλος, εγείρονται ισχυρισμοί περί αναιτιολόγητης απόφασης, κατάχρησης εξουσίας και παράβασης της αρχής της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.
Αντίθετη υπήρξε η προσέγγιση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της Δημοκρατίας, ο οποίος υποστήριξε πως μέσα από τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, δεν τίθεται ουσιαστικά ζήτημα αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν. 38(Ι)/2014, αλλά προβάλλεται ζήτημα παραβίασης της αρχής της ισότητας, με την έκδοση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης.
Κατά δεύτερον, σε σχέση με τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς περί παράβασης των διατάξεων του εταιρικού δικαίου και τον ισχυρισμό για την ύπαρξη ανάγκης ικανοποίησης των πιστωτών της εταιρείας με ίσο τρόπο κι ακριβοδίκαια, προβάλλεται η θέση πως οι αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον προώθησης αυτού του λόγου ακύρωσης, αφού άμεσο έννομο συμφέρον έχουν οι πιστωτές της υπό εκκαθάριση εταιρείας κι όχι η ίδια η αιτήτρια, ενώ προσθέτει πως το παρόν Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εξετάσει τη νομιμότητα της απόφασης συμψηφισμού της απόφασης του Λογιστηρίου και όχι να εξετάσει τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου.
Μέσα στη γραπτή του αγόρευση, ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, προς απάντηση στη θέση των αιτητών πως οι οφειλές της σε σχέση με φόρο εισοδήματος είναι εικαζόμενες, πιθανές και όχι απόλυτα βεβαιωμένες, προβαίνει σε ανάλυση του ποσού που συμψηφίστηκε, ως οφειλές φόρου εισοδήματος για τα έτη 2010 και 2011, με το πιστωτικό υπόλοιπο που έπρεπε να της επιστραφεί, επισυνάπτοντας επ’ αυτής, κατάσταση εισπράξεων φορολογουμένου, με ημερομηνία 15.6.2022. Προβάλλει τον ισχυρισμό πως οι αιτητές προβάλλουν ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς που θα πρέπει να αποδείξουν, αναφέροντας ποιες φορολογικές δηλώσεις έχουν υποβάλει σε σχέση με φόρο εισοδήματος και ποιοι είναι οι ελεγκτές που έχουν ανακαλέσει αυτές τις φορολογικές δηλώσεις και πότε. Σε σχέση με τις θέσεις περί παράβασης των διατάξεων του άρθρου 44 του Ν. 95(Ι)/2000, οι καθ’ ων η αίτηση υπέβαλαν πως αυτό δεν σχετίζεται με την επίδικη διαφορά, αλλά αφορά μόνον συμψηφισμό φόρου εισροών με φόρο εκροών. Τέλος, υποστήριξε πως η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε ορθά και νόμιμα, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 13 του Ν. 38(Ι)/2014, δίδοντας προς τούτο, επαρκή αιτιολογία.
Έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τους εκατέρωθεν εγειρόμενους ισχυρισμούς, στη βάση των ενώπιον μου γεγονότων, όπως αυτά προκύπτουν και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στη διαδικασία ως Τεκμήριο 1.
Λέχθηκε πως, βάσει της βεβαίωσης φορολογίας ημερομηνίας 5.8.2019, βεβαιώθηκε ως φόρος οφειλόμενος (Φ.Π.Α.) εκ μέρους της αιτήτριας, το ποσό των €191.180,23 για την φορολογική περίοδο από 1.5.2014 μέχρι 31.1.2019. Ενόψει της πιο πάνω αναφερόμενης οφειλής Φ.Π.Α., υπήρξε μείωση του πιστωτικού υπολοίπου που έπρεπε να επιστραφεί στην αιτήτρια, ποσό που καθορίστηκε στις €393.847,17.
Το προαναφερόμενο όμως ποσό, δεν της επιστράφηκε. Την επιστροφή του, ζήτησε ο εκκαθαριστής της αιτήτριας, με επιστολή του ημερομηνίας 5.9.2019, αναφερόμενος σε πληροφορίες που έλαβε, πως αυτό δεν θα επιστραφεί, λόγω ύπαρξης φορολογικών οφειλών άμεσης φορολογίας και συγκεκριμένα φόρου εισοδήματος, υποβάλλοντας πως τέτοιες φορολογικές δηλώσεις δεν είχαν ποτέ υποβληθεί για να εκκρεμούν ως οφειλόμενες.
Αντί τούτου, στην αιτήτρια γνωστοποιήθηκε από τον Έφορο Φορολογίας, η εδώ προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση ημερομηνίας 10.9.2019, υπό τίτλο «Μεταφορά Πιστωτικού Υπολοίπου», με την οποία ενημερώνεται πως ποσό ύψους €365.173,08 έχει ήδη μεταφερθεί για εξόφληση οφειλών στο Τμήμα Φορολογίας (Άμεση Φορολογίας), βάσει των διατάξεων του περί της Λογιστικής και Δημοσιονομικής Διαχείρισης και Χρηματοοικονομικού Ελέγχου της Δημοκρατίας Νόμου του 2014, Ν. 38(Ι)/2014.
Η αιτήτρια, στο νομικό σημείο με αρ. 23 της αίτησης ακυρώσεως, προβάλλει ισχυρισμό περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 13 του προαναφερόμενου Ν. 38(Ι)/2014, ως παραβιάζον την αρχή της ισότητας μεταξύ του κράτους και των πολιτών, ως προς το προβάδισμα που δίδεται, κατά την θέση τους, στο κράτος έναντι άλλων πιστωτών, σε σχέση με περιουσία της υπό εκκαθάριση εταιρείας. Σημειώνεται πως, στις πρόνοιες του άρθρου 13 του προαναφερθέντος Νόμου, διαβάζουμε τα ακόλουθα: -
«13. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου και τηρουμένων των διατάξεων του εκάστοτε ισχύοντος περί Προϋπολογισμού Νόμου, ο Γενικός Λογιστής δύναται, κατά την κρίση του, κατά τη διενέργεια οποιασδήποτε πληρωμής προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο να αποκόπτει οφειλόμενα ποσά προς οποιοδήποτε οικονομικό φορέα ή προς άλλο ειδικό ταμείο: […]».
Στη γραπτή της αγόρευση, η αιτήτρια προβάλλει τη θέση πως με την προσβαλλόμενη απόφαση της διοίκησης, η οποία ελήφθη κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 13 του Ν. 38(Ι)/2014, παραβιάζεται η αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, αφού δίδεται προβάδισμα στο κράτος έναντι των άλλων τάξεων πιστωτών της υπό εκκαθάριση εταιρείας.
Αυτό που διαπιστώνεται, λαμβανομένων υπόψη των ισχυρισμών της αιτήτριας, είναι πως, ουσιαστικά, δεν ζητείται έλεγχος συνταγματικότητας του ίδιου του άρθρου 13 του Ν. 38(Ι)/2014, ως αντιβαίνοντα στο Άρθρο 28 του Συντάγματος. Οι αιτιάσεις που προβάλλονται, δεν αφορούν αυτό καθ’ αυτό το άρθρο 13 του Ν. 38(Ι)/2014, αλλά την εφαρμογή του, στα δεδομένα της υπό εκδίκαση περίπτωσης, δηλαδή, την εφαρμογή του στην περίπτωση της αιτήτριας εταιρείας που τελούσε υπό εκκαθάριση και της οποίας η περιουσία τελούσε υπό παραλαβή προς εξασφάλιση των πιστωτών της. Δεν είναι οι πρόνοιες του άρθρου 13 του Ν. 38(Ι)/2014 που, κατά τις εισηγήσεις της αιτήτριας, αντίκεινται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, αλλά η ίδια η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη.
Οι αιτιάσεις της, αφορούν την κατ’ ισχυρισμόν προτεραιότητα που απέκτησε ουσιαστικά το κράτος, έναντι των άλλων πιστωτών της, προτεραιότητα που απέκτησε, κατά την εφαρμογή του άρθρου 13, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας.
Κρίνεται, επομένως, πως η παράβαση της αρχής της ισότητας του Άρθρου 28 του Συντάγματος, εγείρεται ως λόγος ακύρωσης και αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν. 38(Ι)/2014 προς έκδοση της εδώ προσβαλλόμενης απόφασης. Ο ισχυρισμός επομένως, για αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν. 38(Ι)/2014, απορρίπτεται ως αβάσιμος, αφού παραμένει προς εξέταση η θέση της αιτήτριας περί παράβασης της αρχής της ισότητας από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ως δεύτερος λόγος ακύρωσης, προωθήθηκε η θέση περί παράνομου συμψηφισμού του ποσού του πιστωτικού υπολοίπου που είχε να λαμβάνει η αιτήτρια, με δήθεν οφειλόμενο φόρο εισοδήματος, ο οποίος υπολογίστηκε αυθαίρετα και καταχρηστικά.
Όπως διαφαίνεται από το σώμα της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, ο Έφορος Φορολογίας, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του Ν. 38(Ι)/2014, προέβη σε μεταφορά ποσού €365.173,08 για εξόφληση οφειλών Άμεσης Φορολογίας.
Εν πρώτοις, αυτό που παρατηρείται, είναι η αοριστία της πιο πάνω γνωστοποίησης που δίδεται προς την αιτήτρια. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν γίνεται καμία αναφορά, ούτε καν επίκληση συγκεκριμένου άρθρου του Ν. 38(Ι)/2014 που έτυχε εφαρμογής από τη διοίκηση. Αναφορά των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν. 38(Ι)/2014, γίνεται μόνον στην Ένσταση που καταχωρήθηκε στα πλαίσια εκδίκασης της υπό κρίση προσφυγής.
Αλλά ακόμα και αν γίνει αποδεκτό, πως η μεταφορά του ποσού του πιστωτικού υπολοίπου έγινε βάσει των διατάξεων του άρθρου 13, γεννάται το ερώτημα, έναντι ποιων οφειλών στο Τμήμα Φορολογίας κρατήθηκε και μεταφέρθηκε το συγκεκριμένο ποσό από το πιστωτικό υπόλοιπο που είχε να λαμβάνει η αιτήτρια.
Αυτή και μόνον η αοριστία, οδηγεί στην κατάληξη περί παντελούς έλλειψης αιτιολογίας, η οποία θα πρέπει να δίδεται κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης της διοικητικής πράξης και όχι να προβάλλεται στα πλαίσια εκδίκασης της προσφυγής, μέσα από την γραπτή αγόρευση του δικηγόρου των καθ’ ων η αίτηση.
Παρόλη όμως την απουσία οποιασδήποτε πληροφόρησης μέσα στο σώμα της προσβαλλόμενης διοικητικής αποφάσεως, από το περιεχόμενο της επιστολής που απέστειλε προς τους καθ’ ων η αίτηση ο ένας εκ των εκκαθαριστών της, επιστολή ημερομηνίας 5.9.2019, προκύπτει πως του γνωστοποιήθηκε προφορικά, πως η επιστροφή ποσού €393.847,17 δεν μπορεί να εκτελεστεί, λόγω ύπαρξης φορολογικών υποχρεώσεων από οφειλόμενο φόρο εισοδήματος.
Εντοπίζω στα κυανά 279-278 του Τεκμηρίου 1, σχετικό σημείωμα ημερομηνίας 2.9.2019 από τον Έφορο Φορολογίας προς το Λογιστήριο, με θέμα «Μεταφορά πιστωτικού υπολοίπου στο Τμήμα Φορολογίας (Άμεση Φορολογία) και Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων», στο οποίο καταγράφονται τα εξής:-
«Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και παρακαλώ όπως μεταφερθεί από το πιστωτικό υπόλοιπο των υ.φ.π. που φαίνονται στο Παράρτημα στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και στο Τμήμα Φορολογίας (Άμεση Φορολογία) για εξόφληση των οφειλών τους».
Σημειώνεται πως ούτε από το κυανούν 278 προκύπτει οποιαδήποτε αναφορά για φορολογικές εκκρεμότητες σε σχέση με φόρο εισοδήματος συγκεκριμένων ετών. Ομοίως, ούτε από τα κυανά 283 και 281 του Τεκμηρίου 1, δίδεται οποιαδήποτε πληροφόρηση.
Αυτή και μόνον η αοριστία, είναι κατά την κρίση μου ικανή να οδηγήσει την προσβαλλόμενη απόφαση σε ακύρωση, λόγω παντελούς έλλειψης αιτιολογίας και ελλιπούς διερεύνησης, ιδίως, λόγω και της θέσης που εκφράστηκε εκ μέρους του εκκαθαριστή της αιτήτριας, με την επιστολή ημερομηνίας 5.9.2019, προ της έκδοσης της επίδικης απόφασης, πως δεν υποβλήθηκαν δηλώσεις εισοδήματος εκ μέρους της εταιρείας και πως όσες είχαν υποβληθεί, ανακλήθηκαν από τους ελεγκτές της εταιρείας, υποβάλλοντας το αυθαίρετο επιβολής φόρου εισοδήματος.
Παρά την πιο πάνω καταλυτική για την τύχη της προσφυγής κρίση μου, προχωρώ να εξετάσω και την θέση που εγέρθη εκ μέρους της αιτήτριας, πως η μεταφορά του μεγαλύτερου ποσού του πιστωτικού υπολοίπου που είχε να λαμβάνει πίσω η αιτήτρια, πραγματοποιήθηκε ετσιθελικά, καταχρηστικά και παράνομα.
Βάσει των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν. 38(Ι)/2014, οι πρόνοιες του οποίου έχουν ήδη εκτεθεί ανωτέρω, ο Γενικός Λογιστής δύναται, κατά την κρίση του, κατά τη διενέργεια οποιασδήποτε πληρωμής προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο, να αποκόπτει «οφειλόμενα ποσά» προς οποιοδήποτε οικονομικό φορέα ή προς άλλο ειδικό ταμείο.
Στις διατάξεις του άρθρου 2 του Νόμου, ως «οφειλόμενα ποσά» ορίζονται:-
«΄΄οφειλόμενα ποσά΄΄» σημαίνει τα ποσά που οφείλονται προς οποιοδήποτε οικονομικό φορέα ή οντότητα Γενικής Κυβέρνησης, τα οποία θεωρούνται τα τελικά ή βεβαιωμένα ποσά, αναφορικά με τα οποία έχουν εξαντληθεί όλες οι διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες για τον καθορισμό τους∙»[2]
Λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω, διαπιστώνω πως πέραν της αοριστίας της προσβαλλόμενης απόφασης, βάσει της οποίας συντελέστηκε μεταφορά ποσού ύψους €365.173,08, η συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη εφαρμόστηκε υπό πλάνη περί το νόμο, αφού δεν προκύπτει να υπήρξε εκκαθαρισμένος τελικός φόρος εισοδήματος, για τον οποίο να έχουν εξαντληθεί όλες οι διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες, ενώ ούτε καν γίνεται αναφορά για ποιες χρονιές αυτός αφορά. Δεν συμφωνώ με την εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση πως το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού περί μη υποβολής φορολογικών δηλώσεων, εμπίπτει στους ώμους της αιτήτριας. Είναι οι καθ’ ων η αίτηση που θα πρέπει πρώτα να αναφερθούν για ποιο έτος υφίσταται οφειλή φόρου εισοδήματος και κατά δεύτερον, εάν αυτή η οφειλή κατέστη τελική, στη βάση και των προνοιών του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου, Ν. 4/1978 ως αυτός έχει τροποποιηθεί.
Είναι για όλους τους πιο πάνω λόγους, που καταλήγω πως η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση €1.800 πλέον Φ.Π.Α.
Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.
[1] Η έμφαση προστέθηκε από το Δικαστήριο.
[2] Η έμφαση προστέθηκε από το Δικαστήριο.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο