Κ. Σ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑΣ, Υπόθεση αρ. 649/2018, 27/2/2025
print
Τίτλος:
Κ. Σ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑΣ, Υπόθεση αρ. 649/2018, 27/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση αρ. 649/2018

27 Φεβρουαρίου, 2025

[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

Αναφορικά με τα Άρθρα 1Α, 23, 28, 30, 35 και 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

Κ. Σ.

Αιτητής,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑΣ

Καθ’ ης η αίτηση.

------------

Ξ. Ευγενίου (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης δ.ε.π.ε., για τον αιτητή.

Κ. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την καθ’ ης η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.:   Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία:

 

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολές ημερομηνίες 2.3.2018 και 6.3.2018 αντίστοιχα (Παραρτήματα Α και Β) και με τις οποίες απέρριψε την ένσταση του και/ή την ενδικοφανή προσφυγή που υπέβαλε εναντίον της απόφασης της Τριμελούς Επιτροπής να του αποκόψει χρηματικό ποσό από τη μισθοδοσία του, λόγω δήθεν ελλειμματικού χρόνου στην υπηρεσία του για τα έτη 2015 και 2017, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος».

 

Τα ουσιώδη για την υπόθεση γεγονότα, όπως αυτά περιγράφονται στην Ένσταση και προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, έχουν ως ακολούθως:

 

Τον Μάρτιο του 2017, ομάδα υπαλλήλων του Υπουργείου Υγείας, με επιστολή τους προς τον Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας, κοινοποιηθείσα στον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών και στον Διευθυντή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού (εφεξής ο Διευθυντής ΤΔΔΠ), κατήγγειλαν τον αιτητή, Διοικητικό Λειτουργό του Υπουργείου Υγείας (Προϊστάμενο του Τομέα Επιδοτούμενων Ασθενών στο Υπουργείο κατά τον ουσιώδη χρόνο), ότι δεν τηρούσε το ωράριο εργασίας του.  Ισχυρίστηκαν δε ότι, με οδηγίες της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Υγείας (εφεξής η Γενική Διευθύντρια), έγιναν για το 2016 διορθώσεις στον ηλεκτρονικό υπολογιστή καταγραφής του χρόνου προσέλευσης και αποχώρησης των υπαλλήλων.

 

Ο Διευθυντής ΤΔΔΠ, με επιστολή ημερομηνίας 07.04.2017, ζήτησε στοιχεία και πληροφόρηση για την εν λόγω καταγγελία από τη Γενική Διευθύντρια, η οποία με επιστολή ημερομηνίας 11.04.2017 απάντησε πως ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας, σε τηλεφωνική επικοινωνία, της ανέφερε ότι η ανώνυμη καταγγελία για διορθώσεις στο σύστημα προσέλευσης και αποχώρησης υπαλλήλων έχει εξετασθεί από την Ελεγκτική Υπηρεσία και δεν είχε εντοπιστεί οτιδήποτε.  Αναφέρθηκε, επιπλέον, σε σχετική επί του θέματος επιστολή του Γενικού Ελεγκτή, ημερομηνίας 10.04.2017, προς την ίδια, η οποία είχε κοινοποιηθεί και στον Διευθυντή ΤΔΔΠ.

 

Με την εν λόγω επιστολή του ημερομηνίας 10.04.2017, ο Γενικός Ελεγκτής, μετά από ελέγχους στους οποίους συγκεκριμένα αναφέρεται, διαπίστωσε σοβαρά κενά ως προς την τήρηση του καθορισμένου ωραρίου εργασίας του αιτητή για τα έτη 2014 – 2017 και επεσήμανε ότι θα πρέπει να ληφθούν άμεσα διορθωτικά μέτρα και τα νενομισμένα πειθαρχικά μέτρα για την μέχρι τότε περίοδο.

 

Με επιστολή, ημερομηνίας 20.04.2017, η Γενική Διευθύντρια απάντησε στον Γενικό Ελεγκτή, σχολιάζοντας κάθε μία ξεχωριστά τις διαπιστώσεις που είχαν καταγραφεί στην επιστολή του και αναφέροντας τα διορθωτικά μέτρα που είχαν ληφθεί για τη συμμόρφωση του αιτητή.  Σημειώνεται ότι, ως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, στις 10.02.2016, με βάση την αναλυτική κατάσταση των ωρών εργασίας του αιτητή για το 2015, του αφαιρέθηκαν 9 ημέρες άδειας ανάπαυσης έναντι ελλειμματικού χρόνου κατά το εν λόγω έτος.

 

Ο Γενικός Ελεγκτής με νέα επιστολή, ημερομηνίας 27.04.2017, εξέφρασε στη Γενική Διευθύντρια την άποψη ότι, παρά τα μέτρα που είχαν ληφθεί από την 22.04.2017 και μετά για τη συμμόρφωση του αιτητή ως προς την τήρηση του ωραρίου εργασίας του, εντούτοις θα πρέπει να προβεί στις δέουσες ενέργειες για τη διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας όσον αφορά τις πολλές και σοβαρές παραβιάσεις των Κανονισμών που αφορούν το ωράριο εργασίας του τα τελευταία χρόνια.

 

Η Γενική Διευθύντρια, με επιστολή ημερομηνίας 02.05.2017, προώθησε την επιστολή του Γενικού Ελεγκτή ημερομηνίας 27.04.2017 στον Διευθυντή ΤΔΔΠ για ενημέρωση και για τις δικές του ενέργειες.  Με επιστολή ίδιας ημερομηνίας ενημέρωσε σχετικώς και τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών.  

 

Κατόπιν οδηγιών της Γενικής Διευθύντριας και προς τον σκοπό εξέτασης της κατάστασης των ωρών εργασίας του αιτητή για την περίοδο 01.01.2017 – 14.11.2017, συστάθηκε Τριμελής Επιτροπή αποτελούμενη από την Ε.Ζ, Πρώτη Διοικητική Λειτουργό, τον Λ.Δ., Πρώτο Λογιστή και Α.Μ, Πρώτο Γραμματειακό Λειτουργό.  Η Επιτροπή συνεδρίασε στις 15.11.2017 και κατόπιν εξέτασης της αναλυτικής κατάστασης των ωρών εργασίας του αιτητή, διαπίστωσε ελλειμματικό χρόνο 217,5 ωρών, ο οποίος αντιστοιχεί σε 29 εργάσιμες ημέρες.  Αποφασίστηκε όπως δοθεί το δικαίωμα στον αιτητή να προσκομίσει μέχρι τις 17.11.2017 τυχόν δικαιολογητικά που δυνατόν να μειώνουν τον ελλειμματικό χρόνο.  Ο αιτητής προσκόμισε αριθμό σχετικών δικαιολογητικών, τα οποία έγιναν αποδεκτά από τον Προϊστάμενό του, με αποτέλεσμα ο ελλειμματικός χρόνος που αρχικώς διαπιστώθηκε να μειωθεί σε 104 ώρες και 29 λεπτά (14 εργάσιμες ημέρες). 

 

Η Τριμελής Επιτροπή συνεδρίασε εκ νέου στις 20.11.2017 και αποφάσισε όπως ο εν λόγω ελλειμματικός χρόνος αποκοπεί από τη μισθοδοσία του αιτητή σε 2 μηνιαίες δόσεις.  

 

Ο αιτητής ενημερώθηκε σχετικώς με επιστολή εκ μέρους της Γενικής Διευθύντριας, ημερομηνίας 22.11.2017, με την οποία επίσης πληροφορήθηκε πως το ακριβές ποσό του διαπιστωθέντος ελλειμματικού χρόνου ανέρχεται σε €1660,19 και θα αποκοπεί σε δύο μηνιαίες δόσεις, τον Δεκέμβριο του 2017 και τον Ιανουάριο του 2018.  

 

Με επιστολή ημερομηνίας 04.12.2017, ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας ζήτησε από τη Γενική Διευθύντρια να του αποσταλούν για έλεγχο τα πρακτικά της Τριμελούς Επιτροπής και οι υπολογισμοί για διακρίβωση του ελλειμματικού χρόνου του αιτητή και για τα έτη 2014-2016.

 

Η Τριμελής Επιτροπή συνήλθε εκ νέου στις 07.12.2017 και  διαπίστωσε, κατόπιν έρευνας και της ίδιας της Γενικής Διευθύντριας, ότι ο ελλειμματικός χρόνος του αιτητή για το 2015 ανέρχεται συνολικά σε 372,5 ώρες και ότι, εκ παραδρομής, του αφαιρέθηκαν μόνο 9 ημέρες (67,5 ώρες) άδειας ανάπαυσης για το εν λόγω έτος.  Ως εκ τούτου, η Τριμελής Επιτροπή αποφάσισε όπως το υπόλοιπο του ελλειμματικού χρόνου του αιτητή που ανέρχεται σε 305 ώρες (40,6 εργάσιμες ημέρες) αποκοπεί σε 12 μηνιαίες δόσεις από τη μισθοδοσία του, την περίοδο Φεβρουαρίου 2018 – Ιανουαρίου 2019. 

 

Ο αιτητής ενημερώθηκε σχετικώς με επιστολή εκ μέρους της Γενικής Διευθύντριας, ημερομηνίας 04.01.2018.

 

Σημειώνεται ότι, με επιστολή ημερομηνίας 08.12.2017, η Γενική Διευθύντρια διαβίβασε τα πρακτικά της Τριμελούς Επιτροπής με ημερομηνίες 15.11.2017 και 20.11.2017 και πληροφόρησε τον Γενικό Ελεγκτή πως για τα έτη 2014 και 2016 ο αιτητής είχε υποβάλει αίτημα για συμψηφισμό του ελλειμματικού με τον πλεονασματικό χρόνο που είχε, αίτημα το οποίο είχε εγκριθεί.

 

Στις 24.01.2018 ο αιτητής απέστειλε επιστολή στη Γενική Διευθύντρια και στην Πρόεδρο της Τριμερούς Επιτροπής με θέμα «Υπερωριακή Αποζημίωση και Αποκοπές Μισθοδοσίας».  Ισχυρίστηκε ότι, βάσει της μηχανογραφημένης αναλυτικής κατάστασης των ωρών εργασίας του από 01.01.2017 μέχρι 14.11.2017, προκύπτει σε πίστη του πλεονασματικός χρόνος εργασίας (141 ώρες και 54 λεπτά), ο οποίος αντιστοιχεί, κατ’ αναλογία του υπολογισμού που αναφέρεται στην προς αυτόν επιστολή ημερομηνίας 22.11.2017, στο ποσό των €2253,17.  Επιπρόσθετα επικαλέστηκε πλεονασματικό χρόνο 31 ωρών και 49 λεπτών για το 2016, που αντιστοιχεί σε €501,28.  Αιτήθηκε δε όπως αποζημιωθεί και για το 2015 για το on call επίδομα (€157 μηνιαίως) που του εγκρίθηκε από το ΤΔΔΠ από την 01.01.2016 και εντεύθεν.  Αναφερόμενος στην επιστολή ημερομηνίας 04.01.2018, υπέβαλε πως ουδέποτε ενημερώθηκε για επιπλέον ελλειμματικό χρόνο για το 2015, με αποτέλεσμα να αποστερηθεί το δικαίωμα να προβεί σε οποιεσδήποτε παραστάσεις.  Ανέφερε επίσης πως, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο οποιοσδήποτε ελλειμματικός χρόνος συμψηφιζόταν με τον πλεονασματικό χρόνο, που ήταν πάντα περισσότερος λόγω της φύσης της εργασίας του και τις ιδιαιτερότητες του Τομέα Επιδοτούμενων Ασθενών.  Επικαλέστηκε επιπλέον την ύπαρξη σχετικών ειδικών εντύπων που εγκρίνονταν από τη Γενική Διευθύντρια όποτε προέκυπταν προβληματικά κτυπήματα κάρτας και ως εκ τούτου υπέβαλε πως δεν ήταν δυνατόν να προκύπτει ο όποιος ελλειμματικός χρόνος.  Τυχόν δε απώλεια των εν λόγω εντύπων, αφορά το Υπουργείο και όχι τον ίδιο, του οποίου ο ελλειμματικός χρόνος για το 2015 ανερχόταν ακριβώς στις 9 ημέρες που του αποκόπηκαν.  Αναφερόμενος στη φύση της εργασίας του, ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν δυνατόν να απουσιάσει αδικαιολόγητα για 40 εργάσιμες ημέρες, η δε παρουσία του στην εργασία κατά τις ημέρες που σύμφωνα με την Τριμελή Επιτροπή απουσίαζε, ήταν δυνατόν να επιβεβαιωθεί από τους υπηρεσιακούς φακέλους τους οποίους χειρίστηκε και υπέγραψε κατά τις συγκεκριμένες ημερομηνίες.  Για τους λόγους αυτούς αιτήθηκε την αποκατάσταση της εικόνας που δημιουργήθηκε σε σχέση με τις ώρες εργασίας του για το 2015, την άμεση ανάκληση της απόφασης που του γνωστοποιήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 04.01.2018 και την απόδοση των οφειλομένων, λόγω υπερωριακής αποζημίωσης και αναδρομικής καταβολής επιδομάτων.

 

Με επιστολή ημερομηνίας 02.03.2018, η οποία υπογράφεται εκ μέρους της Γενικής Διευθύντριας, ο αιτητής πληροφορήθηκε από λειτουργό του Υπουργείου για τα ακόλουθα:

 

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας ημερ. 24/01/18 με την οποία υποβάλλετε παράπονο για τις αποκοπές που έγιναν / θα γίνουν από τη μισθοδοσία σας, λόγω ελλειμματικού χρόνου για τα έτη 2015 και 2017, και να παραθέσω τα πιο κάτω:

2.       Η Τριμελής Επιτροπή η οποία συστάθηκε και εξέτασε τις καταστάσεις του χρόνου προσέλευσης / αποχώρησης από την εργασία σας ενήργησε μέσα στα πλαίσια των θεσμοθετημένων κανονισμών που διέπουν το ωράριο της Δημόσιας Υπηρεσίας.

3.       Όπως πολύ καλά γνωρίζετε, το φαινόμενο αυτό, δηλαδή η μη τήρηση του ωραρίου αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα για κάθε Δημόσιο Υπάλληλο.

4.       Το ηλεκτρονικό σύστημα καταγραφής του ωραρίου (YLATIS) τέθηκε σε πλήρη εφαρμογή από την 01/01/2014 στο Υπουργείο Υγείας. Εσείς και για τα τέσσερα υπό επισκόπηση χρόνια, δηλαδή από το 2014 έως το 2017, παρουσιάζετε ελλειμματικούς χρόνους. Πολλές εργάσιμες ημέρες με καθόλου κτυπήματα κάρτας και σε άλλες περιπτώσεις χωρίς καταγραφή της ώρας εισόδου είτε εξόδου. Τούτο καταδεικνύει ότι έπρεπε να τηρείται το ωράριο το οποίο σας δόθηκε είτε ήταν το κανονικό δηλαδή 07.30 - 08.30πμ (είσοδος) με 15.00 - 16.00μμ (έξοδος) είτε το διαφοροποιημένο (ελαστικό) για το οποίο είχατε έγκριση της Γενικής Διευθύντριας, στα πλαίσια των καθηκόντων σας στον Τομέα Επιδοτουμένων Ασθενών.

5.       Η εγκύκλιος αρ. 1459 ημερ. 03/10/12 του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, η οποία επισυνάπτεται, αναφέρει σαφώς τον τρόπο εφαρμογής του ωραρίου των Δημόσιων Υπαλλήλων. Ο κάθε δημόσιος υπάλληλος πληρώνεται τον μηνιαίο του μισθό αφού εργαστεί το ωράριο εργασίας του που είναι 37,5 ώρες την εβδομάδα. Τυχόν πλεονασματικός χρόνος εκτός κανονικού ωραρίου δεν μπορεί να συμψηφίζεται με ελλειμματικό χρόνο εντός ωραρίου με σκοπό την μείωση του τελευταίου.

6.       Παρόλα αυτά η Τριμελής Επιτροπή που συνέστησε η Γενική Διευθύντρια για εξέταση του θέματος επέδειξε επιείκεια, στο μέτρο του δυνατού, λαμβάνοντας υπόψη την απόσταση της οικίας σας από την εργασία σας και την ιδιαιτερότητα / φύση της εργασίας σας που σας ανατέθηκε. Εξάλλου, κατόπιν αιτήματος του Υπουργείου Υγείας προς το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ημερ. 3/2/2016, ζητήθηκε όπως σας καταβάλλεται υπερωριακή αποζημίωση με κατ' αποκοπήν ποσό αναδρομικά από 1/1/2015 λόγω ακριβώς της ιδιαιτερότητας των καθηκόντων που σας είχαν ανατεθεί. Ως εκ τούτου εγκρίθηκε όπως σας καταβάλλεται το ποσό των 157 Ευρώ μηνιαίως, με αναδρομική ισχύ από 1/1/2016 (επιστολή ΤΔΔ&Πρ. ημερ. 18/10/2016).

7.       Τούτο όμως δεν συνεπάγετο ότι θα έπρεπε εσείς να παραλείπετε να κτυπάτε την κάρτα σας, όπως θα έπρεπε να κάνετε καθημερινά κατά την προσέλευση και αποχώρηση σας από το χώρο της εργασίας σας.

8.       Η Ελεγκτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας με σχετική επιστολή της προς την Αναπλ. Διευθύντρια του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, αφού παράθεσε τα δεδομένα της περίπτωσης σας, ζήτησε από το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού να μας συμβουλεύσει για τον ορθό χειρισμό του θέματος.

9.       Το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, με επιστολή του ημερ. 13/02/18, παραθέτοντας τις σχετικές πρόνοιες του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Χορήγηση Αδειών) Κανονισμών, έχει βεβαιώσει την ορθότητα του χειρισμού του οποίου ετύχατε.

 

Σημειώνεται πως, με επιστολή ημερομηνίας 13.02.2018 προς τη Γενική Διευθύντρια, η Αναπληρώτρια Διευθύντρια ΤΔΔΠ παρέπεμψε στη σχετική Εγκύκλιο του Τμήματος, ημερομηνίας 03.10.2012, σε σχέση με τους Κανονισμούς ως προς τον χρόνο προσέλευσης και αποχώρησης των δημοσίων υπαλλήλων από και προς την εργασία τους, επισημαίνοντας πως ο χρόνος εργασίας πέραν του κανονικού ωραρίου δεν μπορεί να συμψηφιστεί με τυχόν ελλειμματικό χρόνο ή χρόνο απουσίας αλλά θα πρέπει να αφαιρείται από το υπόλοιπο της άδειας ανάπαυσης που έχουν σε πίστη τους οι υπάλληλοι την 31η Δεκεμβρίου του υπό αναφορά έτους ή/και στην περίπτωση που οι ίδιοι το επιθυμούν, να αποκόπτεται το ανάλογο ωρομίσθιο.

 

Με επιστολή του προς τη Γενική Διευθύντρια, ημερομηνίας 02.03.2018, ο δικηγόρος του αιτητή, σε συνέχεια των όσων αυτός ανέφερε στην επιστολή ημερομηνίας 24.01.2018, υπέβαλε πως η αποκοπή από τη μισθοδοσία συνιστά δυσμενές διοικητικό μέτρο, για το οποίο θα έπρεπε να δοθεί στον αιτητή το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, παραπέμποντας σε σχετική με το εν λόγω δικαίωμα νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Αιτήθηκε δε την ανάκληση των αποφάσεων με ημερομηνίες 22.11.2017 και 04.01.2018, εισηγούμενος ότι η ενέργεια για αποκοπή της μισθοδοσίας είναι άγνωστη στον Ν.1/90 και παραβιάζει το άρθρο 53 του Ν.158(Ι)/99 καθότι ανεπίτρεπτα αποκόπηκαν ποσά που είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως.

 

Με απαντητική επιστολή ημερομηνίας 06.03.2018, ο ίδιος λειτουργός εκ μέρους της Γενικής Διευθύντριας, απάντησε στον δικηγόρο του αιτητή τα ακόλουθα:

 

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας, με αρ. φακ. Κ 53/18 και ημερ. 2/3/2018, και να υποβάλω συνημμένα για ενημέρωσή σας αντίγραφο επιστολής μας προς τον πελάτη σας Κ.Σ., με τον ίδιο αρ. και ημερ 2/3/2018, σχετικά με το πιο πάνω θέμα.

2.       Περαιτέρω, πληροφορείστε ότι μετά από επιστολές του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας με τις οποίες ζητούσε να ενημερωθεί το συντομότερο για τα μέτρα που είχαν παρθεί για συμμόρφωση με τους κανονισμούς/τήρηση του καθορισμένου ωραρίου εργασίας του Κ.Σ., αυτός ενημερώθηκε σχετικά με το θέμα και του δόθηκε το δικαίωμα να προσκομίσει όσα δικαιολογητικά μπορούσε για μείωση των ελλειματικών χρόνων, το αργότερο μέχρι τις 17/11/2017.

3.       Στις 15/11/2017 προσκόμισε αριθμό δικαιολογητικών (13), τα οποία έγιναν αποδεκτά και καταχωρήθηκαν στο ηλεκτρονικό σύστημα, με συνεπακόλουθο τη μείωση του οφειλόμενου ελλειμματικού χρόνου σε συνολικά 113 ώρες (από 217.25  σε 104.5 ώρες).

4.       Συνεπώς, ο ισχυρισμός ότι δεν είχε ενημερωθεί εκ των προτέρων για την αποκοπή του ελλειμματικού χρόνου από τη μισθοδοσία του δεν ευσταθεί.».

 

Στις 14.05.2018 ο αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή, αιτούμενος την ανωτέρω θεραπεία.

 

Εγείρει, καταρχάς, ζήτημα αναρμοδιότητας οργάνου καθότι, κατά τη θέση του, είναι άγνωστο με βάση ποιο Νόμο ή Κανονισμό συστήθηκε η Τριμελής Επιτροπή, η οποία έλαβε απόφαση για την ύπαρξη ελλειμματικού χρόνου.  Ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος (Ν.1/90), σύμφωνα με τον αιτητή, δεν προβλέπει ούτε εξουσιοδότησε τη διά Κανονισμών ύπαρξη μιας τέτοιας Επιτροπής που να μπορεί να επιφέρει τόσο δυσμενείς συνέπειες στο μισθό και στέρηση περιουσίας από υπαλλήλους του Δημοσίου.  Η δε διαμαρτυρία και οι επιστολές του αιτητή δεν εξετάστηκαν, ούτε τέθηκαν υπόψη της λεγόμενης Τριμελούς Επιτροπής για απόψεις αλλά απορρίφθηκαν χωρίς έρευνα, αναιτιολόγητα και χωρίς εξουσιοδότηση, από τον υπογράφοντα τις επιστολές λειτουργό «για» τη Γενική Διευθύντρια.  Διατείνεται ακολούθως ο αιτητής πως, με τις επιστολές με ημερομηνίες 24.01.2018 και 02.03.2018, υπέβαλε τη διαμαρτυρία του, σύμφωνα με το Άρθρο 29 του Συντάγματος, έναντι των αποφάσεων της Τριμελούς Επιτροπής, θέτοντας προς τούτο ουσιώδη στοιχεία τα οποία, κατά παράβαση της υποχρέωσης για διεξαγωγή δέουσας έρευνας, δεν λήφθηκαν υπόψη.  Αναφερόμενος ακολούθως στις πρόνοιες της σχετικής Εγκυκλίου του ΤΔΔΠ που λήφθηκε υπόψη και ισχυριζόμενος ότι αποδεδειγμένα εργάστηκε πέραν των ωρών της κανονικής υπηρεσίας του, ο αιτητής διατείνεται πως παράνομα, αυθαίρετα και υπό πλάνη δεν εξετάστηκε η ύπαρξη πλεονασματικού χρόνου εντός του ωραρίου για σκοπούς συμψηφισμού (ως είχε γίνει για τα έτη 2014 και 2016).  Πουθενά δε, κατά τη θέση του, δεν εντοπίζεται η δυνατότητα αποκοπής του μισθού του αιτητή, χωρίς μάλιστα ο τελευταίος να ακουστεί προηγουμένως και χωρίς να προνοείται νομοθετικά ή κανονιστικά μία τέτοια δυνατότητα, χωρίς τη ρητή και γραπτή προς τούτο συγκατάθεση του υπαλλήλου.  Με πρόσθετους λόγους ακύρωσης ο αιτητής εγείρει ισχυρισμούς για παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη συνέπεια του Κράτους και της αρχής της καλής πίστης, καθότι η καθ’ ης η αίτηση δεν εφάρμοσε την πάγια πρακτική που ακολουθούσε σχετικά με τον συμψηφισμό ελλειμματικού και πλεονασματικού χρόνου.  Επιπλέον, ο αιτητής θεωρεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, λήφθηκε κατά παράβαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης και παραβιάζει τα Άρθρα 1Α, 23 και 35 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος της καθ’ ης η αίτηση απορρίπτει τους λόγους ακύρωσης και αντιτείνει πως όλες οι πράξεις της Διοίκησης έχουν ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος και της σχετικής νομοθεσίας, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών της καθ’ ης η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, η δε επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.  Προδικαστικώς η κα Παπαδοπούλου εγείρει ζήτημα παραδεκτού της προσφυγής, εισηγούμενη ότι η προσφυγή στρέφεται εναντίον πράξης που δεν είναι εκτελεστή αλλά έχει βεβαιωτικό χαρακτήρα.  Είναι συγκεκριμένα η θέση της πως, στις επιστολές του αιτητή και του δικηγόρου του, με ημερομηνίες 24.01.2018 και 02.03.2018, δεν περιέχονταν νέα στοιχεία και πραγματικά δεδομένα και ως εκ τούτου δεν απαιτείτο η πραγματοποίηση νέας έρευνας από την καθ’ ης η αίτηση.  

 

Σημειώνεται για σκοπούς πληρότητας πως δεύτερη προδικαστική ένσταση που είχε αρχικώς εγείρει η πλευρά της καθ’ ης η αίτηση, περί ανεπίτρεπτης ταυτόχρονης προσβολής δύο, μη συναφών μεταξύ τους, πράξεων, εγκαταλείφθηκε κατά την ακρόαση.  

 

Απαντώντας στην προδικαστική ένσταση περί βεβαιωτικής πράξης, ο αιτητής, διά της απαντητικής αγόρευσης των ευπαιδεύτων δικηγόρων του, εισηγείται πως οι σε βάρος του συνέπειες αποτυπώθηκαν πλήρως και με σαφήνεια στις επιστολές με ημερομηνίες 02.03.2018 και 06.03.2018, με τις οποίες έλαβε πλήρη γνώση των δυσμενών συνεπειών και του άμεσου επηρεασμού των εννόμων συμφερόντων του και ως εκ τούτου αυτές συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις.  Επαναλαμβάνει δε ότι με τις επιστολές με ημερομηνίες 24.01.2018 και 02.03.2018 είχε ασκήσει το προβλεπόμενο στο Άρθρο 29 του Συντάγματος δικαίωμα αναφοράς και υπέβαλε ενώπιον της καθ’ ης η αίτηση νέα ουσιώδη στοιχεία, που δεν υπήρχαν προηγουμένων και τα οποία όμως αγνοήθηκαν.

 

Αξιολογώντας κατά προτεραιότητα την προδικαστική ένσταση, σημειώνεται πως οι νομικές αρχές, που διέπουν το ζήτημα της εκτελεστότητας μίας διοικητικής πράξης και το πότε αυτή θεωρείται απλώς βεβαιωτική προηγούμενης απόφασης του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, είναι κοινώς αποδεκτές από τους διαδίκους.

 

Ακολούθως θα πρέπει να επισημανθεί πως, με την επιστολή του ημερομηνίας 24.01.2018, ο αιτητής αναφέρθηκε στην αποκοπή της μισθοδοσίας του μόνο σε σχέση με το έτος 2015.  Το δε αίτημά του για υπερωριακή αποζημίωση δεν καλύπτεται ούτε από την αιτούμενη με την προσφυγή θεραπεία, ούτε από τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης.

 

Αυτό που θα πρέπει εν προκειμένω να απαντηθεί είναι το κατά πόσον με τις επιστολές με ημερομηνίες 24.01.2018 και 02.03.2018, ο αιτητής είχε υποβάλει στην καθ’ ης η αίτηση οιονδήποτε νέο στοιχείο, βάσει του οποίου ήταν επιβεβλημένη η διεξαγωγή νέας έρευνας, η οποία θα καθιστούσε την όποια απόφαση ήθελε εκδοθεί εκτελεστή (Κωνσταντίνου ν Δημοκρατίας 1996) 3 Α.Α.Δ. 474).  Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία έχει υιοθετήσει την ελληνική νομολογία και θεωρία, το πότε υπάρχει νέα έρευνα (ή υποχρέωση νέας έρευνας) είναι ζήτημα πραγματικό, το οποίο θα πρέπει να κρίνεται αυστηρώς δοθέντος ότι ο απολέσας την προθεσμία για την προσβολή μίας εκτελεστής πράξης δεν πρέπει να δύναται να καταστρατηγεί την προθεσμία αυτή διά της δημιουργίας νέας πράξεως (Θαλασσινός ν Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 364).  Θα πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι σε περίπτωση υποβολής στη Διοίκηση αίτησης θεραπεία ή άσκησης του δικαιώματος αναφοράς του Άρθρου 29 του Συντάγματος, δεν διακόπτεται η ανατρεπτική προθεσμία του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος για την καταχώριση προσφυγής.  Η δε αίτηση θεραπείας ή η χαριστική προσφυγή χωρίς την παροχή νέων στοιχείων για ουσιαστική επανεξέταση, δεν οδηγεί σε εκτελεστή απόφαση (Cyprus Bureau of Shipping v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 491, Δρ. Κ. Παρασκευά, Κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, παρ. 238).

Στην υπόθεση Λάκης Χριστοδούλου κ.ά. ν Δημοκρατίας (2016) 3 ΑΑΔ 1, το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε σχετικώς τα ακόλουθα:

 

«Η επιστολή που απεστάλη από τον ένα εκ των διαχειριστών στο Υπουργείο Οικονομικών επιδιώκοντας αναθεώρηση της τροποποιηθείσας φορολογίας, αναθεώρηση που επιδίωκε την ακύρωση του υπολογισμού του τόκου επί του καταβλητέου ποσού της περιουσίας, ήταν μια απλή χαριστική αίτηση, η οποία ουδεμία νόμιμη επίπτωση μπορούσε να έχει, εφόσον όχι μόνο δεν καταχωρήθηκε προσφυγή επί της τροποποιηθείσας φορολογίας, αλλά και ουδεμία εξουσία είχε δυνάμει των σχετικών προνοιών της νομοθεσίας το Υπουργείο Οικονομικών προς αναθεώρηση φορολογίας που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εφόρου Φόρου Κληρονομιών. Το Άρθρο 3 του Νόμου αρ. 67/62 είναι επί του προκειμένου σαφέστατο. Η επιστολή ημερ. 8.2.2008 προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια απλή αίτηση αναθεώρησης χωρίς οποιοδήποτε νομικό υπόβαθρο και χωρίς να επιφέρει οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα. Όπως έχει αναφερθεί από τη νομολογία, με ενδεικτικές τις αποφάσεις Cyprus Bureau of Shipping v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 491, Punting Transports Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 737 και Marfin Popular Bank Publ. Co Ltd v. Υπουργείου Εμπορίας, Βιομηχανίας και Τουρισμού κ.ά. (2011) 3 Α.Α.Δ. 851, η απλή αίτηση θεραπείας ή χαριστική προσφυγή χωρίς την παροχή νέων στοιχείων για ουσιαστική επανεξέταση δεν οδηγεί σε εκτελεστή απόφαση. Ούτε και η νομική επιχειρηματολογία χωρίς την προσθήκη ή υποβολή νέων πραγματικών στοιχείων αποτελεί αφετηρία για ουσιαστική επανεξέταση. Δεν είναι εδώ η περίπτωση ενδικοφανούς ή ιεραρχικής προσφυγής προβλεπόμενης εκ του Νόμου οπότε και η απόφαση επ' αυτής θα αποτελούσε και την τελική προσβλητέα και μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη, (δέστε Πορίσματα του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 116-117 και 240 και Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου 12η έκδ., Τόμος Ι, σελ. 269-270, παρ. 252).

[…]

Στο βαθμό που η προσβαλλόμενη πράξη εμπεριέχει απόφαση του ιδίου του Εφόρου Φόρου Κληρονομιών, αυτή σαφώς και είναι βεβαιωτική πράξη της προηγούμενης απόφασης για τους λόγους που έχουν ήδη εκτεθεί ανωτέρω. Σύμφωνα με πάγια νομολογία, η βεβαιωτική πράξη δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα με αποτέλεσμα απαραδέκτως να προσβάλλεται, (Στέλιος Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 559, Marfin Popular Bank Public Co. Ltd v. Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (2011) 3 Α.Α.Δ. 851 και Μιχάλης Αρτεμίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 97/2013, ημερ. 30.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:D645, ECLI:CY:AD:2015:D645),

 

Στη σχετικά πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Σασακάρος ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ.106 επαναβεβαιώθηκε η αρχή ότι χρειάζονται νέα δεδομένα που είτε προϋπήρχαν και για κάποιο λόγο δεν είχαν τεθεί ενώπιον της διοίκησης και για πρώτη φορά λαμβάνονται υπόψη, είτε ανέκυψαν μετά, που επηρεάζουν, κατά τον διοικούμενο, την παραγωγή της πράξης, επιδιώκοντας επανεξέταση της, (Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 394 και Lavar Shipping Co. Ltd v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 260). Μόνο όπου τίθενται νέα δεδομένα, τα οποία και αυστηρώς κρίνονται ώστε να μη δημιουργείται πλασματικά νέα προθεσμία, (Στασινόπουλου: Δίκαιον Διοικητικών Διαφορών 4η έκδ. σελ. 176), η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να τα διερευνήσει ώστε να παραχθεί νέα διοικητική πράξη, (IMCS Intercollege Ltd v. Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού (2008) 3 Α.Α.Δ. 296).».

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος της καθ’ ης η αίτηση κατά την ακρόαση παρέπεμψε στην απόφαση Πανεπιστήμιο Κύπρου ν Φιλία Βόντα, ΕΔΔ αρ. 1527/2014, ημερ. 21.02.2024, στην οποία κρίθηκαν σχετικώς τα ακόλουθα (ο τονισμός είναι του κειμένου της απόφασης):

 

«Σε σχέση με τα χαρακτηριστικά της βεβαιωτικής πράξης, σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τις πρόσφατες αποφάσεις στις υποθέσεις Melinda Matute Respicio v. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 25/2018 ημερ. 15.12.2023 και Μ. Ζαντή ν. Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, ΕΔΔ 129/2018 ημερ. 14.2.2024, με αναφορά στην υπόθεση Χρήστου ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1999) 3 ΑΑΔ 71, σελ 75:

 

«Βεβαιωτική είναι η πράξη που έχει το αυτό περιεχόμενο με προεκδοθείσα εκτελεστή και η οποία την επιβεβαιώνει. Επίσης πράξη που δηλώνει απλή εμμονή της Διοίκησης σε προηγούμενη πράξη, έστω κι αν δεν επαναλαμβάνει το περιεχόμενό της, θεωρείται επίσης βεβαιωτική (βλέπε Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959, σελ. 240, Κefala v. Republic (1972) 3 C.L.R. 225, Christofides v. The Ministry of Finance (1971) 3 C.L.R. 302 και Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054).

 

Εκτελεστή θεωρείται η πράξη η οποία άνκαι περιέχει απλή επιβεβαίωση της προηγούμενης απόφασης, εν τούτοις εκδόθηκε ύστερα από νέα έρευνα της υπόθεσης. Νέα έρευνα θεωρείται η λήψη υπ' όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων. Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως αν εξεταστούν στοιχεία κρίσης που έχουν πρόσφατα προκύψει ή προϋπήρχαν αλλά ήταν άγνωστα και λαμβάνονται υπ' όψιν για πρώτη φορά (Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566 και Κelpis v. Republic (1970) 3 C.L.R.196).»

 

Συναφώς παραπέμπουμε και στο πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ, 394, σελ. 401- 404:

 

«Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας μας ότι οι βεβαιωτικές πράξεις δεν είναι πράξεις εκτελεστές διότι δεν περιέχουν οποιαδήποτε επιταγή αλλά βεβαιούται απλώς η εμμονή της "διοικήσεως εις προγενεστέραν επιταγήν". Για να είναι νεώτερη πράξη βεβαιωτική προγενεστέρας απαιτείται:

(α) Ταυτότητα της Αρχής που έχει εκδώσει και τις δύο πράξεις.

(β) Ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν οι πράξεις.

(γ) Ταυτότητα της νομίμου διαδικασίας.

(δ) Ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων.

(ε) Ταυτότητα του διατακτικού.

(Βλ. Τσάτσου, "Αίτησις Ακυρώσεως", Έκδοση Τρίτη, σελ. 131-132 - Βλ. και Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, 1062, 1063- απόφαση της Ολομέλειας).

..............................

 

«Πράξη η οποία περιέχει επιβεβαίωση προηγούμενης δεν είναι εκτελεστή, εκτός αν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία που, έστω και αν προϋπήρχαν, ήταν άγνωστα ή/και δεν λήφθηκαν υπόψη ενωρίτερα (Βλ. Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 519, 523, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474.)

Το τί αποτελεί νέα έρευνα το πραγματεύεται ο Μιχ. Δ. Στασινόπουλος ως πιο κάτω στο σύγγραμμα του "Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών", Έκδοση Τέταρτη, σελ. 176:

"Πότε υπάρχει νέα έρευνα - Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν. Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ' όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν διά την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην δια της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ' επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ' ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων. Ούτω, δεν θεωρείται νέα έρευνα η παραπομπή της υποθέσεως εκ νέου εις συμβούλιον, προς εξέτασιν από νομικής αποκλειστικώς πλευράς ή η παραπομπή προς γνωμάτευσιν εις το νομικόν συμβούλιον ή η επίκλησις άλλης νομικής διατάξεως εκτός εκείνης εφ' ης είχε στηριχθή η αρχική πράξις, εφ' όσον δεν γίνεται επίκλησις και νέως πραγματικών στοιχείων.

Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως εάν, πρό της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις στοιχείων κρίσεως νεωστί προκυπτόντων ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως διά πρώτην φοράν υπ' όψιν. Ομοίως, νέαν έρευναν συνιστά η διενέργεια αυτοψίας ή η συλλογή συμπληρωματικών επί της υποθέσεως πληροφοριών."

(Βλ. και Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566)

Στο πιο πάνω σύγγραμμα του Θ. Τσάτσου το θέμα της νέας έρευνας τίθεται ως πιο κάτω στις σελ. 136-138:

"Η εν τη πράξει βεβαίωσις, ότι εγένετο νέα έρευνα δεν αρκεί. Η τοιαύτη κρίσις της διοικήσεως δεν δεσμεύει το Συμβούλιον της Επικρατείας, το οποίον είναι μόνον αρμόδιον ν' αποφασίση κατά πόσον η αίτησις ακυρώσεως είναι τύποις παραδεκτή. Το Συμβούλιον της Επικρατείας δηλαδή οφείλει να εξετάση κατά πόσον διεξήχθη νέα έρευνα της υποθέσεως, δικαιολογούσα τον χαρακτηρισμόν της μετά ταύτην εκδοθείσης πράξεως, ως πράξεως νέας και ως εκ τούτου εκτελεστής, περί την ταυτότητα του περιεχομένου της προς την επιβεβαιουμένην πράξιν.

.......................................................

Δεν αποτελεί όμως νέαν έρευναν ικανήν να καταστήση την βεβαιωτικήν πράξιν προσβλητήν οιαδήποτε μεταγενεστέρα της βεβαιουμένης πράξεως έρευνα, απολήξασα εις συμπλήρωσιν της αρχικής αιτιολογίας, εφ' όσον α) δεν ανατρέπεται εκ ταύτης η προηγούμενη εν όλω και β) παρά πάσαν προσθήκην ή μερικήν μεταβολήν προκύπτει, ότι η διοίκησις εξακολουθεί πράγματι να κρίνη ότι η αρχική αιτιολογία ήτο επαρκής. Εν τη περιπτώσει όμως ταύτη η κρίσις της διοικήσεως, ότι η αρχική της βεβαιουμένης πράξεως αιτιολογία ήτο επαρκής, απαιτείται να είναι ειλικρινής. Απλή βεβαίωσις, ότι εξακολουθεί να κρίνη την αρχικήν αιτιολογίαν ως επαρκή παρ' ότι αποδεικνύεται, ότι αύτη ήτο προφανώς ανεπαρκής, δεν εμποδίζει την προσβολήν της κατά τα λοιπά στοιχεία βεβαιωτικής πράξεως, της οποίας η αιτιολογία κατόπιν νέας ερεύνης συνεπληρώθη."

(Βλ. και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 241: "Νέα έρευνα υπάρχει εάν, πρό της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις νεωστί προκυπτόντων, ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων κυρίων στοιχειών κρίσεως, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως υπ' όψιν").».

 

Με βάση τις ανωτέρω αρχές και επαναλαμβάνοντας ότι η απλή αίτηση θεραπείας ή χαριστική προσφυγή, χωρίς την παροχή νέων στοιχείων για ουσιαστική επανεξέταση, δεν οδηγεί σε εκτελεστή απόφαση, καταλήγω ότι εν προκειμένω, με τις επιστολές με ημερομηνίες 24.01.2018 και 02.03.2018 δεν υποβλήθηκαν νέα ουσιώδη νομικά ή πραγματικά γεγονότα που να δικαιολογούσαν την διεξαγωγή νέας έρευνας.  Ο αιτητής με τις εν λόγω επιστολές εξέφρασε απλώς τη διαφωνία του με τις ληφθείσες προηγουμένως αποφάσεις, εγείροντας ισχυρισμούς ως προς τη δική του νομική θεώρηση του θέματος.  Ο επηρεασμός των δικαιωμάτων του είχε αποκρυσταλλωθεί με τις αποφάσεις που του κοινοποιήθηκαν με τις επιστολές με ημερομηνίες 22.11.2017 και 04.01.2018, τις οποίες παρέλειψε να αμφισβητήσει με προσφυγή.  Τυχόν δε αποδοχή της θέσης του ότι υπέβαλε στην καθ’ ης η αίτηση νέα ουσιώδη στοιχεία, τα οποία έπρεπε να είχαν διερευνηθεί, θα οδηγούσε στην καταστρατήγηση της αποκλειστικής προθεσμίας που τάσσει το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος, εφόσον θα του παρείχετο η δυνατότητα, κατ' επίφαση νέας έρευνας, να αμφισβητήσει εκπρόθεσμα τη νομιμότητα των εν λόγω αποφάσεων.

 

Συνακόλουθα, αποδέχομαι την προδικαστική ένσταση της καθ’ ης η αίτηση.  

Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με €1.500 έξοδα υπέρ της καθ’ ης η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.  


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο