J. U. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1314/2024, 31/3/2025
print
Τίτλος:
J. U. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1314/2024, 31/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 1314/2024 (i-Justice))

 

31 Μαρτίου 2025

 

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

          ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                                   J. U.

                                                                             Αιτητής

                                                    ΚΑΙ

       ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1.   ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Φ. Γέρου (κα), για Αιτητή

Φ. Χριστοφίδης, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής στρέφεται κατά της νομιμότητας και ζητά την ακύρωση (α) της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, που περιέχεται σε σχετική επιστολή του Τμήματος Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 19.8.2024, και σύμφωνα με την οποία κρίθηκε εικονικός ο γάμος του με την (πρώην πλέον) Βουλγάρα σύζυγό του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7Α του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), καθώς και (β) της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση που περιέχεται σε επιστολή του Τμήματος ημερομηνίας 2.9.2024 και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για έκδοση δελτίου διαμονής του στην Κυπριακή Δημοκρατία ως διαζευγμένου συζύγου Ευρωπαίας πολίτου, καθότι δεν πληρούσε τις σχετικές πρόνοιες του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και Ορισμένων Υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου (Ν. 7(Ι)/2007), εφόσον, όπως αναφέρεται στην επιστολή, διαπιστώθηκε ότι ο γάμος του με την Ευρωπαία σύζυγό του ήταν εικονικός.

 

Ο αιτητής είναι υπήκοος Μπαγκλαντές, ο οποίος αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 13.9.2008, με άδεια εισόδου ως οικιακός βοηθός. Παραχωρήθηκε δε σε αυτόν άδεια παραμονής στη χώρα, με ισχύ μέχρι τις 18.11.2015.

 

Στις 4.6.2015, ο αιτητής τέλεσε γάμο με υπήκοο Βουλγαρίας και στις 4.2.2016, υπέβαλε αίτηση για έκδοση άδειας διαμονής ως σύζυγος Ευρωπαίας πολίτη. Ωστόσο, η αίτηση απορρίφθηκε στις 29.9.2016,  καθότι η σύζυγος του αιτητή δεν διέμενε στη Δημοκρατία.  Εναντίον της απόφασης αυτής ο αιτητής καταχώρησε Ιεραρχική Προσφυγή, επικαλούμενος λόγους υγείας της συζύγου του.

 

Ακολούθως, στις 19.1.2018, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, την οποία στη συνέχεια απέσυρε. 

 

Στις 13.2.2018, εκδόθηκε το διαζύγιο του αιτητή με την προαναφερθείσα Βουλγάρα υπήκοο, ενώ στη συνέχεια, στις 26.7.2018, ο αιτητής  τέλεσε νέο γάμο με υπήκοο Βουλγαρίας.

 

Λίγους μήνες μετά, στις 7.8.2018, ο αιτητής υπέβαλε αίτημα για έκδοση άδειας διαμονής ως σύζυγος Ευρωπαίας πολίτη και στις 29.1.2019, παραχωρήθηκε σε αυτόν άδεια διαμονής με ισχύ μέχρι τις 29.1.2024. 

 

Ωστόσο, στις 16.11.2021, ακυρώθηκε η άδεια διαμονής του αιτητή, καθότι διαπιστώθηκε ότι ουδέποτε υπήρξε ή αναμένεται να υπάρξει συμβίωση του ζεύγους. Κατά της εν λόγω απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε την προσφυγή αρ. 1584/2021, επί της οποίας το Διοικητικό Δικαστήριο εξέδωσε ακυρωτική απόφαση στις 30.6.2022, καθότι διαπίστωσε μη διενέργεια της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση.

 

Προηγουμένως, στις 6.12.2021, το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε διαζύγιο και κήρυξε λυμένο τον δεύτερο γάμο του αιτητή, με τη Βουλγάρα υπήκοο.

 

Στις 4.1.2022, τα στοιχεία του αιτητή καταχωρήθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων και στις 15.3.2022 ο αιτητής συνελήφθη από την Αστυνομία για παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία. Εναντίον του εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία όμως ακυρώθηκαν με την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, ημερομηνίας 5.7.2022, στην προσφυγή αρ. 424/2022 (i-Justice).

 

Στις 6.2.2023, ο αιτητής υπέβαλε νέα αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής ως διαζευγμένος σύζυγος Ευρωπαίας πολίτου.

 

Στις 18.7.2024, συνεδρίασε η Συμβουλευτική Επιτροπή εξέτασης εικονικών γάμων και αποφάσισε όπως υποβάλει σύσταση στη Διευθύντρια του Τμήματος περί εικονικότητας του γάμου του αιτητή, καθότι υπήρχαν επαρκή στοιχεία που έτειναν να καταδείξουν τούτο. Η Διευθύντρια ενέκρινε την εισήγηση με απόφασή της ημερομηνίας 30.7.2024 και ακολούθως, το Τμήμα, με επιστολή του ημερομηνίας 19.8.2024, γνωστοποίησε στον αιτητή την απόφαση περί κήρυξης της εικονικότητας του γάμου του. Στη συνέχεια, με δεύτερη επιστολή προς τον αιτητή, ημερομηνίας 2.9.2024, το Τμήμα γνωστοποίησε σε αυτόν την απόφασή του περί απόρριψης της αίτησής του ημερομηνίας 6.2.2023 για έκδοση άδειας δελτίου διαμονής του στη Δημοκρατία.

 

Κατά των αμέσως πιο πάνω αποφάσεων, καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή στις 24.9.2024.

 

Στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας της συνηγόρου του αιτητή, βρίσκεται ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δεδικασμένου στην προσφυγή αρ. 1584/2021, κατά παράβαση των άρθρων 57, 58 και 59 του περί των Γενικών Αρχών του Διοκητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999). Κατά την κα Γέρου, δεν λήφθηκαν υπόψη και/ή δεν αξιολογήθηκαν δεόντως από τους καθ’ ων η αίτηση τα ευρήματα του Διοικητικού Δικαστηρίου στην απόφαση επί της εν λόγω προσφυγής. Τονίζει, μεταξύ άλλων, η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή ότι για το ζήτημα της συμβίωσης του αιτητή με την πρώην σύζυγό του, υφίσταται ήδη δεδικασμένο και τελεσίδικη απόφαση, την οποία οι καθ΄ων η αίτηση καταφρονούν. Συναφώς, προβάλλεται ότι το ίδιο Έντυπο Γνησιότητας Γάμου, το οποίο κρίθηκε πλημμελές και αποτέλεσμα μη επαρκούς έρευνας, παραπέμφθηκε στη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία εξήγαγε το ίδιο συμπέρασμα, το οποίο όμως είχε προηγουμένως κριθεί από το Δικαστήριο ότι δεν θα μπορούσε να εξαχθεί. Επιπρόσθετα, οι καθ’ ων η αίτηση στη βάση της ίδιας έρευνας και του ιδίου Εντύπου, το οποίο κρίθηκε πλημμελές, όπως και τα ευρήματα που περιέχονται σε αυτό, προέβησαν στην έκδοση των επίδικων αποφάσεων, «εκμαιέυοντας μεταξύ άλλων και τα ίδιο εύρημα το οποίο κρίθηκε πλημμελές, ήτοι τη μη συμβίωση του αιτητή με την πρώην σύζυγό του». Αυτό, κατά τη συνήγορο του αιτητή, απαντά και στους ισχυρισμούς των καθ’ ων η αίτηση ότι δεν συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις ύπαρξης δεδικασμένου στην υπό εξέταση περίπτωση, εφόσον δεν υφίσταται ταυτότητα επίδικης διαφοράς.

 

Επιπρόσθετα, και σε άμεση συνάφεια με τα πιο πάνω, εγείρονται ως αυτοτελείς λόγοι ακύρωσης ισχυρισμοί περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, εμφιλοχωρήσασας νομικής και πραγματικής πλάνης, ελλιπούς αιτιολογίας της επίδικης κρίσης και παραβίασης ή/και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του Κεφ. 105.

 

Τέλος, προωθείται και ο ισχυρισμός περί παραβίασης των άρθρων 10 και 13 του Νόμου 158(Ι)/1999, καθώς και του άρθρου 12 του Νόμου 7(Ι)/2007, με άμεσο συνεπακόλουθο την παραβίαση της αρχής της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς το κράτος. Ειδικότερα, η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή προβάλλει ότι στην υπό κρίση περίπτωση, είχε παρέλθει ο εύλογος χρόνος εξέτασης της αίτησης του αιτητή για έκδοση δελτίου διαμονής, εφόσον η εν λόγω αίτηση απαντήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση μετά πάροδο ενάμιση χρόνου, χωρίς οποιαδήποτε επαρκή προς τούτο αιτιολόγηση.

 

Επί του τελευταίου, η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε εντός ευλόγου χρόνου, καθότι η Διοίκηση είχε να εξετάσει όχι μόνο τη λύση του γάμου του αιτητή, αλλά και το κατά πόσον ο εν λόγω γάμος ήταν γνήσιος, καθώς και το διατακτικό της απόφασης του Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 1584/2021. Ουδεμία δε βλάβη υπέστη ο αιτητής από την μεσολάβηση του χρόνου μέχρι και την έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων.

 

Εις δε απάντηση στους λοιπούς ισχυρισμούς του αιτητή, οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις υπήρξαν πλήρως και/ή επαρκώς αιτιολογημένες, λήφθηκαν ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθή εφαρμογή των οικείων νομοθετικών διατάξεων και κατ’ ορθήν ενάσκηση της διακριτικής τους εξουσίας, καλόπιστα, ενώ ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη τους.

 

Ειδικότερα ως προς τον ισχυρισμό περί παραβίασης του δεδικασμένου, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση επισημαίνει ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, δεν μπορεί να γίνεται καν λόγος για δεδικασμένο, εφόσον εκλείπει μια βασική προς τούτο προϋπόθεση και δη η ταύτιση επιδίκων θεμάτων. Και τούτο, καθότι αντικείμενο στην προσφυγή αρ. 1584/2021 ήταν η ακύρωση της άδειας διαμονής του αιτητή ως συζύγου Ευρωπαίας πολίτη, επειδή είχε κριθεί ότι δεν υπήρχε συμβίωση μεταξύ του ζεύγους, ενώ στην υπό κρίση υπόθεση, αντικείμενο είναι η απόρριψη της αίτησης του αιτητή για έκδοση δελτίου διαμονής ως διαζευγμένου συζύγου Ευρωπαίας πολίτη, εφόσον είχε κριθεί ότι ο γάμος του ήταν εικονικός. Μάλιστα, όπως τονίζει ο κ. Χριστοφίδης, οι καθ’ ων η αίτηση συμμορφώθηκαν με την ακυρωτική δικαστική απόφαση στην προσφυγή αρ. 1584/2021 και ανακάλεσαν την απόφαση ακύρωσης της άδειας παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία, όμως η ισχύς της εν λόγω άδειας διαμονής, ούτως ή άλλως, έληξε στις 29.1.2024, οπότε δεν μπορεί να γίνεται λόγος για παραβίαση δεδικασμένου σε σχέση με μια άδεια παραμονής, η οποία εκ των πραγμάτων έχασε το αντικείμενό της. Σε κάθε δε περίπτωση, υποβάλλει ο κ. Χριστοφίδης, δεν υφίσταται ουδεμία παραβίαση δεδικασμένου και οι καθ’ ων η αίτηση συμμορφώθηκαν με τα ευρήματα του Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 1584/2021.

 

Σημειώνεται επίσης η θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι ο αιτητής, δια της υποβολής της αίτησής του ημερομηνίας 6.2.2023, ενήργησε καταχρηστικά, εκτός πλαισίου Ενωσιακού Δικαίου και με μοναδικό σκοπό την εξασφάλιση άδειας παραμονής του στη Δημοκρατία. Αυτό, κατά τον κ. Χριστοφίδη, προκύπτει από την τέλεση δυο γάμων με Ευρωπαίες υπηκόους, την υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας η οποία αποσύρθηκε μετά την τέλεση του δεύετρου γάμου, καθώς και από τη λύση του γάμου του αιτητή, τρεις μήνες μετά την πάροδο τριών χρόνων, όπως προνοεί η νομοθεσία για τη διατήρηση του δικαιώματος διαμονής του αιτητή στη χώρα. 

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Εν πρώτοις, ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δεδικασμένου, επί του οποίου η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή επιχειρηματολόγησε εν εκτάσει, δεν μπορεί να ευσταθεί. Και τούτο, καθότι εν προκειμένω, πράγματι, δεν συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις περί εφαρμογής του δεδικασμένου, εφόσον εκλείπει η ουσιώδης προϋπόθεση της ταύτισης επιδίκων θεμάτων. Όπως τονίστηκε στην Δημοκρατία ν. Κατερίνας Κοντογιώργη (2000) 3 Α.Α.Δ. 625, η εφαρμογή του κανόνα του δεδικασμένου προϋποθέτει (α) τελεσίδικη απόφαση, (β) ταύτιση διαδίκων, (γ) ταύτιση ιδιότητας διαδίκων και (δ) ταύτιση επιδίκων θεμάτων. Η τελευταία προϋπόθεση απουσιάζει από την εικόνα της υπό κρίση υπόθεσης, καθότι αντικείμενο στην προσφυγή αρ. 1584/2021 ήταν η απόφαση ακύρωσης/ανάκλησης της άδειας διαμονής του αιτητή ως συζύγου Ευρωπαίας πολίτη, ημερομηνίας 16.11.2021, επειδή είχε κριθεί ότι δεν υπήρχε συμβίωση μεταξύ του ζεύγους, ενώ στην παρούσα υπόθεση, αντικείμενο είναι η απόρριψη της αίτησης του αιτητή για έκδοση δελτίου διαμονής ως διαζευγμένου συζύγου Ευρωπαίας πολίτη, εφόσον είχε κριθεί ότι ο γάμος του ήταν εικονικός. Είναι σαφής η διαφορά μεταξύ των δυο περιπτώσεων, η οποία μάλιστα έγκειται, μεταξύ άλλων, και στην εφαρμογή διαφορετικών νομοθετικών διατάξεων, και η οποία αναπόφευκτα θεμελιώνει μη ταύτιση επιδίκων θεμάτων και, συνακόλουθα, μη ύπαρξη δεδικασμένου (βλ. και Νέδη Παναγιώτου ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 230, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 297). Αυτή η ακριβώς η διαφορά όσον αφορά (και) στο ζήτημα της εφαρμογής διαφορετικών νομοθετικών διατάξεων στις δυο υπό συζήτηση περιπτώσεις, τονίστηκε και από το παρόν Δικαστήριο στην MR. S. K. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 859/2021, ημερ. 14.6.2024, όπου αντικείμενο ήταν η νομιμότητα της κρίσης της Διοίκησης περί μη συμβίωσης του ζεύγους και όπου λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«Επιπρόσθετα, και σε άμεση συνάρτηση με τα αμέσως πιο πάνω, θα πρέπει να λεχθούν και τα εξής: εισηγείται ουσιαστικά η πλευρά του αιτητή ότι θα έπρεπε να τύχουν εφαρμογής τα άρθρα 7Α και 7Β του Κεφ. 105, στα οποία παραπέμπει το προεκτεθέν άρθρο 4 του Νόμου, προτού ληφθεί η επίδικη απόφαση. Τα εν λόγω άρθρα, ωστόσο, ρυθμίζουν τα περί εικονικότητας ενός γάμου και δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα, εφόσον, ως προκύπτει και από την προεκτεθείσα επίδικη απόφαση, η απόρριψη του αιτήματος, δεν έγινε στη βάση της γνησιότητας ή μη του γάμου, αλλά στη βάση του ότι διαπιστώθηκε πως οι σύζυγοι ουδέποτε διέμεναν μαζί, ήτοι στη βάση της έλλειψης του στοιχείου της συμβίωσης.».

 

Επιπρόσθετα, όμως, και προς ολοκλήρωση του σκεπτικού του Δικαστηρίου επί του θέματος, ακόμα και αν δεν υφίστατο η απουσία της βασικής προϋπόθεσης περί ταυτότητας διαφοράς στην υπό κρίση υπόθεση, και πάλι δεν εντοπίζεται παραβίαση του δεδικασμένου, εφόσον προκύπτει από το σύνολο των ενώπιον μου τεθέντων ότι οι καθ’ ων η αίτηση συμμορφώθηκαν με τα ευρήματα του Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 1584/2021. Κρίνεται σκόπιμο όπως παρατεθεί το σχετικό απόσπασμα από την ακυρωτική απόφαση στην εν λόγω προσφυγή, όπου, επαναλαμβάνεται, αντικείμενο ήταν η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση να ανακαλέσουν το δελτίο διαμονής του αιτητή στη Δημοκρατία, καθότι αυτός δεν συμβίωνε με την Βουλγάρα σύζυγό του (η υπογράμμιση έχει προστεθεί):

 

«Δεν έχω πεισθεί ότι οι καθ' ων η αίτηση έχουν συλλέξει και διερευνήσει με επάρκεια όλα τα ουσιώδη στοιχεία, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. Δεν προκύπτει επίσης να διερευνήθηκε με επάρκεια το θέμα της γνησιότητας του γάμου του αιτητή. Εφόσον υπήρχαν αμφιβολίες, ως προς την συμβίωση του ζεύγους, οι καθ' ων η αίτηση όφειλαν να παραπέμψουν την περίπτωση στην Συμβουλευτική Επιτροπή για εικονικούς γάμους, δυνάμει του άρθρου 7Α και 7Β του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105). Επρόκειτο για περίπτωση συζύγου Ευρωπαίας πολίτη, που σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 4 (4) του σχετικού Νόμου (Ν.7(Ι)/2007), για σκοπούς διαπίστωσης του κατά πόσο υφίσταται διαρκής σχέση, δεόντως αποδεδειγμένης :

 

«εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις των άρθρων 7Α και 7Β του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου αναφορικά με τον εικονικό γάμο».

 

Κατά την άποψη μου, οι πρόνοιες των διατάξεων του άρθρου 4 (4) του Ν.7(Ι)/2007, αφορούν ακριβώς αυτές τις περιπτώσεις, όπου σε περίπτωση αμφιβολίας για τη σχέση του αλλοδαπού με την Ευρωπαία σύζυγο/σύντροφο, εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις που αφορούν του εικονικό γάμο του ΚΕΦ. 105, ήτοι παραπομπή στη Συμβουλευτική Επιτροπή για εικονικούς γάμους.

 

[.]

 

Εν προκειμένω, η Ευρωπαία σύζυγος του αιτητή διαμένει στη Κυπριακή Δημοκρατία και μεταξύ των διαπιστώσεων, κατά τον έλεγχο της γνησιότητας του γάμου (Παράρτημα 14), είναι ότι πρόκειται για πρόσωπο το οποίο "ενδεχομένως να είναι χαμηλού νοητικού το οποίο εκμεταλλεύεται" ο αιτητής. Επ' αυτού, δεν περιέχεται οτιδήποτε στο φάκελο που να τεκμηριώνει την άποψη αυτή.

 

Επίσης, ότι ο αιτητής δεν μετακόμισε στο σπίτι της Ευρωπαίας συζύγου του γιατί δεν επιθυμεί να συμβιώνει με τη μητέρα της Ευρωπαίας. Παράλληλα όμως η Ευρωπαία σύζυγος δήλωσε ότι ο αιτητής περιστασιακά περνά μερικά βράδια μαζί.

Κατά συνέπεια, δεν επρόκειτο για περίπτωση κατά την οποία αποδεδειγμένα δεν υπήρχε συμβίωση, όπως στη περίπτωση Nisse (ανωτέρω), στην οποία λόγω της απουσίας του Ευρωπαίου συζύγου στο εξωτερικό, αποτελούσε αναντίλεκτο γεγονός ότι το ζεύγος δεν συμβίωνε. Στην εξεταζόμενη υπόθεση, από το περιεχόμενο του εντύπου ελέγχου γνησιότητας του γάμου προκύπτουν ζητήματα, όπως ανωτέρω ενδεικτικά έχουν καταγραφεί, τα όποια έχριζαν διερεύνησης ως προς τη συμβίωση του ζεύγους και κατ' επέκταση της γνησιότητας του γάμου.

 

Κατά συνέπεια, κρίνω ότι και στην παρούσα περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής τα νομολογηθέντα από τον έντιμο Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Ερωτοκρίτου στην Wilky Fonji Fonjungo v. Κυπριακής Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 869/2012, ημερομηνίας 20/9/2013, της οποίας σχετικό απόσπασμα :

 

«Από το λεκτικό της επίδικης απόφασης, φαίνεται ότι η διοίκηση στηριζόμενη στη μη ικανοποίηση του όρου 9(1)(δ), συμπεραίνουν ότι εφόσον ο Αιτητής δεν συζούσε με τη σύζυγο του, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι τη συνόδευε. Πρόκειται για παρατραβηγμένο συλλογισμό, με τον οποίο διαφωνώ, εφόσον είναι εκτός του πλαισίου και του πνεύματος του Νόμου. Οι καθ' ων η αίτηση από τη στιγμή που είχαν υποψίες ότι το ζεύγος δεν συζούσε και ότι ο γάμος τους ενδεχομένως να μην ήταν γνήσιος, όφειλαν δυνάμει του άρθρου 7Α και 7Β του Κεφ. 105, να παραπέμψουν την περίπτωση του Αιτητή στη Συμβουλευτική Επιτροπή για εικονικούς γάμους».

 

Συνεπώς, κρίνω ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν προέβησαν σε δέουσα και επαρκή έρευνα όλων των ουσιωδών στοιχείων, κατά τρόπο ώστε να μην αποκλείεται η ύπαρξη πλάνης στο συλλογισμό της διοίκησης.».

 

Αυτό που προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα, είναι ότι το Δικαστήριο προχώρησε στην ακύρωση της εκεί επίδικης απόφασης, καθότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν είχαν διενεργήσει τη δέουσα έρευνα και/ή δεν είχαν στοιχειοθετήσει επαρκώς την διαπίστωσή τους ότι ο αιτητής δεν συμβίωνε με την Ευρωπαία σύζυγό του. Τονίζεται δε στο σημείο αυτό ότι από κανένα σημείο της δικαστικής απόφασης δεν προκύπτει αυτό που ουσιαστικά εισηγείται η πλευρά του αιτητή, ότι δηλαδή αυτό που έκρινε το Δικαστήριο ήταν ότι ο αιτητής συμβίωνε με την Βουλγάρα σύζυγό του: αυτό που ανέφερε το Δικαστήριο ήταν ότι δεν είχε πεισθεί ότι οι καθ’ ων η αίτηση είχαν διερευνήσει επαρκώς όλα τα ουσιώδη στοιχεία προς αυτή την κατεύθυνση και ότι, εφόσον υπήρχαν αμφιβολίες ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, όφειλαν οι καθ’ ων η αίτηση να παραπέμψουν την υπόθεση στη Συμβουλευτική Επιτροπή για εικονικούς γάμους, κάτι όμως που δεν έπραξαν κατά τον επίδικο χρόνο.

                       

Αυτό ακριβώς όμως έπραξαν οι καθ’ ων η αίτηση κατά την επανεξέταση, προς συμμόρφωση με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, εφόσον πράγματι παρέπεμψαν την υπόθεση του αιτητή και της Ευρωπαίας συζύγου του στην Συμβουλευτική Επιτροπή για εικονικούς γάμους. Προκύπτει δε ότι ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής είχε τεθεί το σύνολο των στοιχείων που είχαν τεθεί και ενώπιον του αποφασίζοντος οργάνου κατά τον ουσιώδη χρόνο, περιλαμβανομένων των Σημειωμάτων, ημερομηνίας 30.7.2024 και 29.7.2024, προς τη Διευθύντρια του Τμήματος αναφορικά με τις συστάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής για τους Εικονικούς Γάμους σε σχέση με το γάμο και του αιτητή, των πρακτικών της σχετικής συνεδρίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ημερομηνίας 18.7.2024, καθώς και της έκθεσης γεγονότων αναφορικά με τον διενεργηθέντα έλεγχο σε σχέση με τη γνησιότητα του γάμου του αιτητή. Σημειώνεται συναφώς ότι στις 28.11.2020  διενεργήθηκε επιτόπιος έλεγχος από μέλη της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) στη δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής του ζεύγους, όπου δεν εντοπίστηκε κανένα πρόσωπο, στις 12.12.2020 διενεργήθηκαν ξεχωριστές προσωπικές συνεντεύξεις σε αιτητή και στη σύζυγό του, ενώ στις 6.12.2021 εκδόθηκε διαζύγιο μεταξύ του αιτητή και της Βουλγάρας υπηκόου.

 

Κατά τη διενέργεια της επανεξέτασης, οι καθ’ ων η αίτηση παρέπεμψαν την υπόθεση στη Συμβουλευτική Επιτροπή για εικονικούς γάμους, σε συμμόρφωση με τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Η δε Συμβουλευτική Επιτροπή, στη βάση της υπ’ αυτής διενεργηθείσας έρευνας και των ενώπιον της τεθέντων, κατέληξε σε συγκεκριμένα συμπεράσματα, ένα εκ των οποίων ήταν και η διαπίστωση περί μη συμβίωσης του ζεύγους, τα οποία κατεδείκνυαν ότι ο γάμος ήταν εικονικός. Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για κώλυμα λόγω δεδικασμένου των καθ’ ων η αίτηση να εκδόσουν απόφαση με ίδιο περιεχόμενο με την αρχική. Και τούτο καθότι, οι δυο αποφάσεις δεν έχουν επουδενί το ίδιο αποτέλεσμα: με την πρώτη κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν συμβίωνε με τη σύζυγό του, ενώ με τη δεύτερη κρίθηκε ότι ο γάμος του ήταν εικονικός καθότι, μεταξύ άλλων, δεν συμβίωνε με τη σύζυγό του. Κατά τη νομολογία, η αρχή του δεδικασμένου υπαγορεύει ότι η Διοίκηση δεν μπορεί να προβεί στην έκδοση νέας απόφασης που να είναι η ίδια με την ακυρωθείσα. Για να διαπιστωθεί αν η δεύτερη απόφαση είναι ακριβώς η ίδια με την ακυρωθείσα, θα πρέπει να υπάρξει λεπτομερής σύγκριση των στοιχείων και των δύο αποφάσεων. Η διαπίστωση της επανάληψης της παρανομίας της ακυρωθείσας πράξης, προϋποθέτει το λεπτομερειακό παραλληλισμό των στοιχείων και των δύο πράξεων (Caramondani Bros Public Co Ltd κ.α. v. Δήμος Λεμεσού, Υποθ. Αρ. 949/2005, ημερ. 7.9.2006, Παπαμιλτιάδους-Μπατίστα ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού, Υποθ. Αρ. 594/1999, ημερ. 25.8.2000 και Δήμητρα Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου «Αι συνέπειαι της ακυρώσεως διοικητικής πράξεως έναντι της Διοικήσεως κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως», σελ. 41).

 

Εν προκειμένω, η αρχική απόφαση της Διοίκησης, ημερομηνίας 16.11.2021, αφορούσε στην ανάκληση του δελτίου διαμονής του αιτητή στη Δημοκρατία, καθότι διαπιστώθηκε ότι αυτός δεν συμβίωνε με τη σύζυγό του, ενώ στην υπό εξέταση περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση συνίσταται στην απόρριψη της αίτησης του αιτητή για έκδοση δελτίου διαμονής ως διαζευγμένου συζύγου Ευρωπαίας πολίτη, μετά από τη διαπίστωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής για εικονικούς γάμους περί της εικονικότητας του γάμου του αιτητή. Ειδικότερα, η Συμβουλευτική Επιτροπή διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7Α(3) του Κεφ. 105, ότι το ζεύγος δεν συζούσε κάτω από την ίδια στέγη, υπήρχαν ενδείξεις ότι ο ένας ή/και οι δυο σύζυγοι είχαν συνάψει εικονικό γάμο στο παρελθόν, καθώς και ενδείξεις περί σύναψης εικονικού γάμου λόγω προβλημάτων σε ό,τι αφορά την άδεια διαμονής τους στη Δημοκρατία, καθώς και ότι υπήρξαν αντιφατικές δηλώσεις μεταξύ των συζύγων. 

 

Επιπρόσθετα δε, και σε άμεση συνάρτηση με τα πιο πάνω, αδίκως διαμαρτύρεται η πλευρά του αιτητή ότι οι καθ’ ων αίτηση παράνομα και εσφαλμένα, κατά την επανεξέταση της υπόθεσης, διαπίστωσαν πρόσθετους λόγους για την απόρριψη της αίτησης του αιτητή. Εκ προοιμίου τονίζεται ότι αφ’ ης στιγμής η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Συμβουλευτική Επιτροπή για εικονικούς γάμους και, συνακόλουθα, τύγχαναν πλέον εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 7Α(3) του Κεφ. 105, υφίστατο η δυνατότητα και ορθώς διερευνήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όλα τα ενώπιον της τεθέντα δεδομένα, τα οποία δεν είχε κανένα κώλυμα να διερευνήσει. Αυτά δε τα δεδομένα αξιολογήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία κατέληξε στις δικές της διαπιστώσεις. Υπενθυμίζεται ότι ουδέποτε προηγουμένως δεν είχε τεθεί η υπόθεση του αιτητή ενώπιον της εν λόγω Επιτροπής και ουδέποτε προηγουμένως δεν είχε κριθεί εικονικός ο γάμος του αιτητή. Αυτό που είχε διαπιστωθεί από το Διοικητικό Δικαστήριο στην προσφυγή αρ. 1584/2021, ήταν ότι υπήρχαν αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον ο αιτητής συζούσε με τη σύζυγό του και, ως εκ τούτου, όφειλαν οι καθ΄ων η αίτηση, στο πλαίσιο διενέργειας της δέουσας έρευνας, να παραπέμψουν την υπόθεσή του στην Συμβουλευτική Επιτροπή για εικονικούς γάμους. Συναφώς, έχει νομολογηθεί ότι η Διοίκηση δεν κωλύεται να διερευνήσει πρόσθετα στοιχεία σε περίπτωση που δεν υπήρξε απόφαση του Δικαστηρίου επί συγκεκριμένου θέματος. Όπως επισημάνθηκε στην K. Kallis Estates Ltd v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 724, η Διοίκηση δεν κωλύεται να διερευνήσει επιπλέον στοιχεία στην περίπτωση που δεν έχει υπάρξει δικαστική απόφαση επί του συγκεκριμένου ζητήματος. Το διοικητικό όργανο είναι δεσμευμένο από τα διαπιστωθέντα νομικά και πραγματικά δεδομένα, αλλά δεν κωλύεται να διερευνήσει νέα στοιχεία εφόσον δεν υπήρξε επ’ αυτού συγκεκριμένη απόφαση Δικαστηρίου ή δεν ηγέρθη προηγουμένως τέτοιο ζήτημα. Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, το διοικητικό όργανο διενεργεί την επανεξέταση στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ’ όλης της ύλης, «[.] χωρίς βέβαια να επηρεάζεται η νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος».

Ενόψει των πιο πάνω και λαβανομένων υπόψη των γεγονότων της περίπτωσης, αλλά και των ευρημάτων του Διοικητικού Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 1584/2021, στη βάση των οποίων, επαναλαμβάνεται, ουδέποτε κρίθηκε ότι ο αιτητής συζούσε με τη σύζυγό του και ουδέποτε κρίθηκε ότι ο γάμος του ήταν εικονικός, εφόσον δεν ήταν αυτό το επίδικο αντικείμενο της εν λόγω προσφυγής, καταλήγω ότι δεν υφίσταται παραβίαση του δεδικασμένου στην υπό εξέταση περίπτωση και ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Τα πιο πάνω συνδέονται άρρηκτα και με τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης που προωθούνται από τον αιτητή σε σχέση με τη διενέργεια της δέουσας έρευνας, την επαρκεια της δοθείσας αιτιολογίας και το κατά πόσον εμφιλοχώρησε πλάνη στην κρίση των καθ’ ων η αίτηση.

 

Ειδικότερα, σε άμεση συνάφεια με τα πιο πάνω, τελεί και το ζήτημα της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης ως προς την έκταση και τη μορφή της διενεργηθείσας έρευνας σε υποθέσεις ως η υπό κρίση. Επαρκής θεωρείται η έρευνα εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος (Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447). Η δε έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένες με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Ράφτης ν Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, Χουλιώτης ν Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 524). Το κατά πόσον μια έρευνα είναι ή όχι επαρκής είναι θέμα γεγονότων και συνεπώς κρίνεται στη βάση των εκάστοτε ενώπιον του Δικαστηρίου περιστατικών (Κοινοτικό Συμβούλιο Αγίας Μαρίνας Ξυλιάτου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1377/2015, ημερ. 12.12.2022, Χρίστος Ηροδότου ν Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220). Το ουσιώδες που εξετάζεται σε κάθε περίπτωση, είναι το κατά πόσον έχει ερευνηθεί κάθε πτυχή του θέματος που τείνει να αποκαλύψει το διερευνώμενο γεγονός (Ευαγόρας Νικολαΐδης και Άλλοι ν. Δρα. Μιχαλάκη Μηνά και Άλλων (1994) 3 Α.Α.Δ. 321). Συναφώς, και σε άμεση συνάρτηση με τα αμέσως πιο πάνω, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι κατά πάγια νομολογία, το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν εξετάζει, ούτε αποφασίζει πρωτογενώς γεγονότα, ούτε βεβαίως και υποκαθιστά την κρίση της Διοίκησης, αλλά η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εξαντλείται στην εξέταση τυχόν πλάνης περί τα πράγματα, κακής χρήσης της διακριτικής ευχέρειας και έλλειψης αιτιολογίας (Αν. Οικονομίδης κ.α. ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 140/2013, ημερ. 8.5.2020, ECLI:CY:AD:2020:C147, Ολυμπία Πιερίδη ν. Δημοκρατία κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 543, LELLA KENTONIS INVESTMENT CO LTD ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 138/10 κ.α., ημερ, 21.12.2016, Δημοκρατία ν. Παπαξενόπουλου κ.α., Α.Ε. 114/13 ημερ. 6.10.2016).

 

Ενόψει των όσων έχουν λεχθεί πιο πάνω, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων και υπό το φως της προεκτεθείσας νομολογίας, η έρευνα των καθ' ων η αίτηση κρίνεται επαρκής και δεν εντοπίζεται ούτε κενό έρευνας, αλλ' ούτε και να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη στην κρίση τους. Αντίθετα, προκύπτει ότι λήφθηκαν δεόντως υπόψη και αξιολογήθηκαν δεόντως όλα τα στοιχεία της περίπτωσης του αιτητή, καθώς και τα ευρήματα της προαναφερθείσας ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου, τα οποία και, όπως προκύπτει, αποτέλεσαν το έρεισμα, αρχικά για τη διαπίστωση περί της εικονικότητας του γάμου του αιτητή και, εν συνεχεία, για την έκδοση της απόφασης απόρριψης της αίτησής του για έκδοση δελτίου διαμονής ως διαζευγμένου συζύγου.

 

Περαιτέρω, ούτε κενό αιτιολόγησης εντοπίζεται. Από το ίδιο το περιεχόμενο, τόσο της επίδικης απόφασης ημερομηνίας 19.8.2024, σύμφωνα με την οποία ο γάμος του αιτητή κρίθηκε εικονικός, όσο και της απόφασης ημερομηνίας 2.9.2024, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του αιτητή για έκδοση δελτίου διαμονής στη Δημοκρατία, προκύπτει με σαφήνεια τόσο η νομική της βάση, αλλά και η υπό των καθ' ων η αίτηση υπαγωγή σε αυτήν των γεγονότων της υπόθεσης και, γενικότερα, το σκεπτικό που ακολουθήθηκε από το αποφασίζον όργανο, κατά τρόπο που να καθίσταται ευχερής η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Ειδικότερα, στην απόφαση ημερομηνίας 19.8.2024, εκτίθενται οι διατάξεις του άρθρου 7Α του Κεφ. 105, αλλά και οι λόγοι, στη βάση των οποίων κρίθηκε εικονικός ο γάμος του αιτητή, ενώ στην απόφαση ημερομηνίας 2.9.2024, γίνεται αναφορά στην προηγηθείσα απόφαση κήρυξης εικονικού του γάμου του αιτητή, καθώς και στις διατάξεις του άρθρου 37 του Νόμου 7(Ι)/2007.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 28(1) του Νόμου 158(Ι)/1999, «η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης». Με άλλα λόγια, η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα εκείνα, ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία, που να οδηγούν στη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης. Πρέπει να εκτίθενται σε αυτήν οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που οδήγησαν στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και να παρατίθενται τα κριτήρια με βάση τα οποία λήφθηκε η εν λόγω απόφαση, ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΔΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023).

 

Επιπρόσθετα, και οι δυο προσβαλλόμενες αποφάσεις δύνανται κάλλιστα να συμπληρωθούν, και όντως συμπληρώνονται, από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και του δικογράφου της ένστασης. Σύμφωνα με το άρθρο 29 του Νόμου 158(Ι)/1999, αλλά και τη νομολογία, η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, εφόσον βέβαια τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο και προκύπτει με ακρίβεια τι είχε υπόψη του το διοικητικό όργανο κατά τη λήψη της απόφασής του (Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας  (1998) 3 Α.Α.Δ. 342). Θεωρώ ότι αυτό συμβαίνει και στην υπό εξέταση περίπτωση, αφού από το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και ειδικότερα από τα προαναφερθέντα Σημειώματα και τα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον της Διευθύντριας αναφορικά με την εξέταση της περίπτωσης του αιτητή (παραρτήματα 24 και 25 στην ένσταση), προκύπτει με σαφήνεια το σκεπτικό και οι λόγοι που οδήγησαν τους καθ’ ων η αίτηση στη λήψη των προσβαλλόμενων αποφάσεων.

 

Τέλος, εν είδει παρατήρησης, το γεγονός ότι δεν αναφέρεται στα προαναφερθέντα έγγραφα των καθ’ ων η αίτηση ότι επρόκειτο για επανεξέταση μετά από ακυρωτική δικαστική απόφαση, βεβαίως και δεν επιδρά στο κύρος και τη νομιμότητα των επίδικων αποφάσεων. Είναι πρόδηλο και εντός των ορίων της λογικής ότι οι καθ’ ων η αίτηση, κατά τη λήψη της απόφασης περί εικονικότητας του γάμου του αιτητή, ενεργούσαν στο πλαίσιο επανεξέτασης, εξ’ ου άλλωστε και η υπόθεση του αιτητή, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη την πρώτη φορά, τέθηκε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής για εικονικούς γάμους, ως τα ευρήματα του Διοικητικού Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 1584/2021. Διαφορετική αντίκρυση του θέματος, θα οδηγούσε σε μια ανεπίτρεπτα φορμαλιστική προσέγγιση.

 

Ως εκ των πιο πάνω, απορρίπτονται ως αβάσιμοι και οι ισχυρισμοί περί μη διενέργειας δέουσας έρευνας, έλλειψης επαρκούς και/ή της δέουσας αιτιολογίας, καθώς και περί εμφιλοχωρήσασας πλάνης.

 

Παρομοίως, ως αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός περί παρέλευσης του εύλογου χρόνου λήψης της επίδικης απόφασης. Υπενθυμίζεται ότι ο αιτητής υπέβαλε την επίδικη αίτησή του στις 6.2.2023 και η επίδικη, απορριπτική, απόφαση λήφθηκε στις 2.9.2024. Μεσολάβησε δηλαδή ένας χρόνος και περίπου επτά (7) μήνες.

 

Στο άρθρο 10 του Νόμου 158(Ι)/1999, προβλέπεται ότι «Το διοικητικό όργανο πρέπει να ασκεί την αρμοδιότητά του μέσα σε εύλογο χρόνο, ώστε η απόφασή του να είναι επίκαιρη σε σχέση με τα πραγματικά ή νομικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται. Ο καθορισμός του εύλογου χρόνου εξαρτάται από τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες.».

 

Σε πλήρη συμβατότητα με το νόμο και η ημεδαπή νομολογία. Στην Δημοτική Επιτροπή Αγ. Δομετίου ν. Χριστόφορος Α. Χριστοφόρου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 434, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Ο Νόμος δεν καθορίζει χρονικό διάστημα εντός του οποίου η Αρχή πρέπει να εξετάσει την αίτηση, να ικανοποιηθεί και να εκδώσει την απόφασή της. Ο νομοθέτης επιβάλλει στην Αρχή υποχρέωση να εξετάσει την αίτηση και, αν ικανοποιηθεί ότι η προβλεπόμενη εργασία ή οποιοδήποτε άλλο ζήτημα σχετικό με την άδεια που ζητείται είναι σύμφωνο με τις διατάξεις του Νόμου και των Κανονισμών, να εκδώσει την άδεια.

 

Η ενέργεια πρέπει να λαμβάνεται σε εύλογο χρόνο. Ο εύλογος χρόνος εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έκταση της οικοδομής, η έκταση της αναγκαίας έρευνας, οι Αρχές οι οποίες είναι αναγκαίο να ερευνήσουν, είναι μερικά από τα στοιχεία τα οποία λαμβάνονται υπόψη. Το κριτήριο του ευλόγου χρόνου είναι αντικειμενικό. Ο τελικός κριτής τούτου είναι το Δικαστήριο.»

 

Εν προκειμένω, δεν πραγνωρίζεται το δικαίωμα του αιτητή να έχει απάντηση στο αίτημά του, όπως βεβαίως δεν παραγνωρίζεται και η υποχρέωση της Διοίκησης να απαντήσει επί του εν λόγω αιτήματος και δη εντός ευλόγου χρόνου.

 

Ωστόσο, έχοντας εξετάσει με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία, κρίνω ότι, από την υποβολή της αίτησης του αιτητή μέχρι και την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν είχε παρέλθει ο εύλογος χρόνος. Στην παρούσα περίπτωση, δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι οι καθ’ ων η αίτηση κατά την εξέταση του αιτήματος του αιτητή, όφειλαν να λάβουν υπόψη τους, και όντως έλαβαν, τα ευρήματα του Διοικητικού Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 1584/2021 και, συνακόλουθα, να εξετάσουν τη λύση του γάμου του αιτητή, το κατά πόσον ο εν λόγω γάμος ήταν γνήσιος, αλλά και, στη συνέχεια, κατά πόσον ο αιτητής, με βάση τα συγκεκριμένα δεδομένα, είχε δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία. Τα πιο πάνω, αναπόφευκτα απαιτούσαν την εμπλοκή και/ή συμμετοχή και άλλων υπηρεσιών και βεβαίως της Συμβουλευτικής Επιτροπής για εικονικούς γάμους, η οποία όφειλε να διενεργήσει τη δική της έρευνα, όπερ και έπραξε, και να θέσει τις εισηγήσεις της στη Διευθύντρια του Τμήματος για λήψη τελικής απόφασης. Ας σημειωθεί δε, όπως ορθώς παρατηρεί και ο συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, ότι ουδεμία βλάβη υπέστη ο αιτητής από την μεσολάβηση του χρόνου μέχρι και την έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων.

 

Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την υποβολή της αιτήσεως του αιτητή μέχρι και τη λήψη της επίδικης απορριπτικής απόφασης, ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογο και σε κάθε περίπτωση επιτρεπτό, με αποτέλεσμα να στερείται ερείσματος και ο σχετικός προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης, ο οποίος και απορρίπτεται.

 

Περαιτέρω, και στη βάση όλων των πιο πάνω διαπιστώσεων, κρίνω ότι δεν στοιχειοθετούνται επαρκώς και υπόκεινται σε απόρριψη και οι ισχυρισμοί περί παραβίασης των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης. Δεδομένης της ύπαρξης συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου (Κεφ. 105 και Ν. 7(Ι)/2007), δυνάμει του οποίου ενήργησαν οι καθ’ ων η αίτηση στην παρούσα υπόθεση, είναι αρκετό να υπομνησθεί εν προκειμένω ότι η αρχή της καλής πίστης, ναι μεν σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία, δεν υπερφαλαγγίζει, ωστόσο, και δεν μπορεί να μεταβάλει την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, ώστε να οδηγεί σε καταστρατήγηση της αρχής της νομιμότητας (βλ. Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191) και έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα, όπου υφίσταται σχετική νομοθετική πρόνοια ουσιαστικού δικαίου, όπως βεβαίως συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση (O LYKOS SERVICES AND SECURITY SYSTEMS-PRIVATE INVESTIGATORS LTD κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. αρ. 1/16, ημερ. 20.7.2021, Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Γιαννάκης Τσικκουρής κ.α., Α.Ε.19/11, ημερ. 22.12.2016).

 

Τονίζεται, τέλος, ότι το δικαίωμα μιας χώρας να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της, αποτελεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έκφραση της κυριαρχίας της (Moyo and Another v. Republic (1988) 3 CLR 1203). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Maria Slavova ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1272/2000, ημερ. 18.4.2002, «Η διακριτική εξουσία του κράτους να αποφασίζει επί θεμάτων που αφορούν την είσοδο και παραμονή αλλοδαπού στο έδαφος της χώρας δεν είναι απεριόριστη. Η διοίκηση έχει καθήκον να εξετάζει την κάθε περίπτωση με καλή πίστη και εφόσον η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης ασκείται καλόπιστα το δικαστήριο δεν έχει περιθώρια αμφισβήτησης της απόφασης. Βλ. Reyes v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 860/92, ημερ. 9.2.96, Amanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 CLR 2583, Souleiman v. Republic (1987) 3 CLR 224 και Mushtag v. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 251/94, ημερ. 21.7.95.». Η Δημοκρατία λοιπόν, στα πλαίσια του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν  στο έδαφος της, έχει ευρεία διακριτική εξουσία να δέχεται αλλοδαπούς στην επικράτειά της, με μόνο περιορισμό την τήρηση της αρχής της καλής πίστης, η δε εξουσία της αυτή, ως απόρροια της αρχής της εθνικής και εδαφικής της κυριαρχίας, τής παρέχει και τη δυνατότητα να αποκλείει αλλοδαπούς από το έδαφός της (Todorov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 109/2000, ημερ. 14.12.2000).

Εν προκειμένω, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, δεν εντοπίζεται παραβίαση ούτε της αρχής της καλής πίστης, ούτε της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς τη Διοίκηση.

 

Εν κατακλείδι, λαμβανομένου υπόψη του προεκτεθέντος ιστορικού και του πραγματικού πλαισίου της υπόθεσης, κρίνω ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι ορθές και βρίσκονται εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση, με αποτέλεσμα να μη χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1300 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο