Ι. Τ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ κ.α., Υπόθεση αρ. 1480, 31/3/2025
print
Τίτλος:
Ι. Τ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ κ.α., Υπόθεση αρ. 1480, 31/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση αρ. 1480/24(i)

31 Μαρτίου, 2025

[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, το άρθρο 41(1) και (2) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 43 του Ν.158(Ι)/1999.

 

Μεταξύ:

Ι. Τ.

Αιτητής,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ

2.

ΑΡΧΙΠΥΡΑΡΧΟΥ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

3.

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ ΑΡΧΙΠΥΡΑΡΧΟΥ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

 

Γ. Καραπατάκης, για τον αιτητή.

Α. Ελευθερίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.:   Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης του Αναπληρωτή Αρχιπύραρχου Πυροσβεστικής Υπηρεσίας να τον απολύσει από την Πυροσβεστική Υπηρεσία, απόφαση η οποία εγκρίθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 02.10.2024.

 

Ο αιτητής διορίστηκε στην Πυροσβεστική Υπηρεσία ως πυροσβέστης στις 11.06.2024 και εισήχθη, δυνάμει των διατάξεων του Κανονισμού 7(1) των περί Πυροσβεστικής Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 2021 (Κ.Δ.Π. 196/2021), στην Αστυνομική Ακαδημία Κύπρου για παρακολούθηση μέρους του Α’ Εξαμήνου της Βασικής Εκπαίδευσης, το οποίο πραγματοποιήθηκε την περίοδο 14.06.2024 – 26.07.2024.

 

Στις 09.07.2024 και 25.07.2024 ο αιτητής παρακάθησε σε ενδιάμεσες και τελικές γραπτές εξετάσεις, αντίστοιχα, στη θεματική ενότητα Πυροσβεστικοί Νόμοι και Κανονισμοί (Π.Ν. & Κ. 101) και στις 12.07.2024 και 26.07.2024 παρακάθησε σε ενδιάμεσες και τελικές γραπτές εξετάσεις, αντίστοιχα, στη θεματική ενότητα Πυροσβεστικά και Διασωστικά Μέσα Ι (Π.Δ.Μ. 102), πλην όμως απέτυχε να εξασφαλίσει την προβλεπόμενη βάση επιτυχίας του 55%, όπως προνοείται στη Διαταγή 3/12 του Διευθυντή της Αστυνομικής Ακαδημίας Κύπρου.

 

Με επιστολές ημερομηνίας 07.08.2024 επιδόθηκαν στον αιτητή γραπτές προειδοποιήσεις και του παρασχέθηκε, βάσει του Κανονισμού 7(3)(α) της Κ.Δ.Π. 196/2021, το δικαίωμα επανεξέτασης στις εν λόγω θεματικές ενότητες στις 10.09.2024 και 11.09.2024, με την επισήμανση πως, σε περίπτωση νέας αποτυχίας του, θα τύχουν εφαρμογής οι πρόνοιες των Κανονισμών 7(2) και 8(1) και (2) της Κ.Δ.Π.196/2021 σε σχέση με την απόλυση μη ικανών Μελών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, στο πλαίσιο της δοκιμαστικής περιόδου.

 

Ο αιτητής παρακάθησε κατά τις καθορισθείσες ημερομηνίες στην επανεξέταση των δύο θεματικών ενοτήτων και απέτυχε εκ νέου να εξασφαλίσει την απαιτούμενη βάση επιτυχίας του 55% στη θεματική ενότητα Πυροσβεστικά και Διασωστικά Μέσα Ι, λαμβάνοντας βαθμολογία 48,25%.

 

Με επιστολή ημερομηνίας 19.09.2024, ο Διευθυντής της Αστυνομικής Ακαδημίας Κύπρου διαβίβασε στον Αρχιπύραρχο Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Σημείωμα του Διοικητή Σχολής Δοκίμων Πυροσβεστών για την αποτυχία του αιτητή να εξασφαλίσει την προβλεπόμενη βάση επιτυχίας του 55% στη θεματική ενότητα Πυροσβεστικά και Διασωστικά Μέσα Ι.

 

Συνεπεία της αποτυχίας του αιτητή να εξασφαλίσει την απαιτούμενη βαθμολογία μετά και από την επανεξέταση, ο Αρχιπύραρχος Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, με επιστολή ημερομηνίας 25.09.2024, ζήτησε, συμφώνως του άρθρου 18 του περί Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Νόμου του 2021 (Ν.100(I)/2021), την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως για την απόλυση του αιτητή, έγκριση η οποία δόθηκε με απόφαση του Υπουργού ημερομηνίας 27.09.2024, η οποία διαβιβάστηκε στον Αρχιπύραρχο με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως ημερομηνίας 30.09.2024.

 

Στις 02.10.2024 ο αιτητής προσήλθε στο Αρχηγείο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και παρέλαβε την επιστολή απόλυσής του, υπογεγραμμένη από τον Αναπληρωτή Αρχιπύραρχο, λόγω απουσίας με άδεια απουσίας του Αρχιπύραρχου Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.

 

Διά της γραπτής αγόρευσης του ευπαιδεύτου δικηγόρου του ο αιτητής διατείνεται, καταρχάς, ότι το δικαίωμα επανεξέτασης του παρασχέθηκε μόνο τυπικά και πλασματικά εφόσον αυτός, κατά τρόπο αντικειμενικό, αδυνατούσε να προετοιμαστεί για τις εν λόγω εξετάσεις συνεπεία ανωτέρας βίας.  Προς τούτο ισχυρίζεται πως αδυνατούσε να προετοιμαστεί για την επανεξέταση καθότι στις 08.09.2024 και 09.09.2024, δύο δηλαδή ημέρες πριν τις ημερομηνίες που διενεργήθηκε η επανεξέταση, ασθενούσε και, βάσει ιατρικής βεβαίωσης (η οποία επισυνάπτεται στη γραπτή αγόρευση), απουσίαζε με άδεια ασθενείας.  Επιπλέον, ο αιτητής διατείνεται πως η Πυροσβεστική Υπηρεσία του αποστέρησε τη δυνατότητα να προετοιμαστεί για την επανεξέταση που ήταν προγραμματισμένη για τις 11.09.2024 καθότι τον έβαλε καθήκον στις 10.09.2024, από τις 08:00 μέχρι τις 19:00, με αποτέλεσμα αυτός να είναι πλήρως εξαντλημένος και να αδυνατεί αντικειμενικά να προετοιμαστεί για την επανεξέταση της επόμενης μέρας, γεγονός στο οποίο ως ισχυρίζεται οφείλετο η βαθμολογία που εξασφάλισε και που τον έθετε σε άνιση μοίρα με μέλη της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας που δεν είχαν την ατυχία να βρεθούν στην ίδια θέση με τη δική του.  Τις ανωτέρω θέσεις του, σύμφωνα με την περαιτέρω εισήγηση του ευπαιδεύτου δικηγόρου του, ο αιτητής θα έθετε υπόψη του Αρχιπύραρχου, στην περίπτωση που του παρείχετο το δικαίωμα ακρόασης, το οποίο, κατά την εισήγηση, ο Αρχιπύραρχος είχε, με βάση τον Κανονισμό 8(2) της Κ.Δ.Π. 196/2021, τη νομική υποχρέωση να του παράσχει πριν αποφασίσει την απόλυσή του.

 

Διά των λόγων ακύρωσης που προωθεί, ο αιτητής διατείνεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει, καταρχάς, καθότι ο Αρχιπύραρχος δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια αλλά πεπλανημένα ενήργησε υπό καθεστώς δέσμιας εξουσίας, αποφασίζοντας την απόλυσή του συνεπεία της αποτυχίας του στην επανεξέταση.  Κατά δεύτερον, καθότι εκδόθηκε χωρίς δέουσα έρευνα, υπό καθεστώς νομικής και πραγματικής πλάνης και μετά από κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Αρχιπύραρχου.  Είναι δε η θέση του αιτητή πως, από το σύνολο των προβλεπομένων στους Κανονισμούς 7 και 8 της Κ.Δ.Π. 196/2021, συνάγεται πως η βούληση του νομοθέτη δεν ήταν να απολύονται από την Πυροσβεστική Υπηρεσία όσοι δόκιμοι πυροσβέστες αποτύχουν να εξασφαλίσουν το 55% στην εξέταση μίας θεματικής ενότητας, αλλά όσοι αποτύχουν στις εξετάσεις της όλης βασικής επαγγελματικής εκπαίδευσης και εκγύμνασης.  Ως εκ τούτου, εισηγείται ο αιτητής, η Διαταγή του Διευθυντή της Αστυνομικής Ακαδημίας υπ’ αρ. 3/12 συγκρούεται με τις πρόνοιες των Κανονισμών 7 και 8 της Κ.Δ.Π. 196/2021.  Επιπρόσθετα, ο αιτητής διατείνεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 41(1) και (2) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), λόγω μη παραχώρησης του δικαιώματος ακρόασης πριν την απόφαση για απόλυσή του.  Τούτο δε συνιστά, κατά τον αιτητή, παράβαση και του Κανονισμού 8(2) της Κ.Δ.Π.196/2021.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, υποβάλλοντας τη θέση ότι οι Κανονισμοί 7 και 8 της Κ.Δ.Π. 196/2021, βάσει της γραμματικής ερμηνείας, ρυθμίζουν δύο εντελώς διαφορετικά ζητήματα και ως εκ τούτου η πρόβλεψη στον Κανονισμό 8 για προηγούμενη ακρόαση του Μέλους της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας που τελεί υπό δοκιμασία δεν αφορά και δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αποτυχόντος Μέλους, κατά τη διάρκεια της βασικής επαγγελματικής εκπαίδευσης.  Επισημαίνοντας ακολούθως πως η ημερομηνία διεξαγωγής της επανεξέτασης δεν συνέπιπτε με τις 2 ημέρες που ο αιτητής απουσίαζε με άδεια ασθενείας, την οποία ο αιτητής αντικανονικά επεσύναψε στη γραπτή του αγόρευση, ο κ. Ελευθερίου αντιτείνει πως ο αιτητής είχε, εν πάση περιπτώσει, τον απαιτούμενο χρόνο, βάσει της κοινής λογικής και ανθρώπινης εμπειρίας, να προετοιμαστεί για την επανεξέταση.  Απορρίπτοντας την κατ’ ισχυρισμό παραβίαση των άρθρων 41(1) και (2) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 43 του Ν.158(Ι)/1999, ο ευπαίδευτος δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση υποβάλλει, αφενός, πως στην παρούσα υπόθεση δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής ευρωπαϊκού δικαίου και, αφετέρου, ότι η απόλυση του αιτητή λόγω αποτυχίας στις εξετάσεις δεν συνιστά ούτε κύρωση ούτε διοικητικό μέτρο πειθαρχικής φύσεως εναντίον του.  

 

Σημειώνεται πως η εγερθείσα στην Ένσταση προδικαστική ένσταση περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος του αιτητή και αλυσιτέλειας της προσφυγής του, λόγω της αποτυχίας του στις εξετάσεις, αποσύρθηκε, ορθώς, κατά την ακρόαση, από τον κ. Ελευθερίου.

 

Έχω μελετήσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις και ισχυρισμούς και καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Σύμφωνα με το άρθρο 18(1) του Ν.100(I)/2021:

 

«18. -(1) Τα Μέλη μέχρι και του βαθμού του Πυραγού διορίζονται, προάγονται και απολύονται από τον Αρχιπύραρχο, με την έγκριση του Υπουργού, σύμφωνα με τους όρους και την διαδικασία διορισμού, προαγωγής και απόλυσης που καθορίζεται από Κανονισμούς, που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 43.».

 

Σύμφωνα δε με τους επίδικους Κανονισμούς 7 και 8 της Κ.Δ.Π. 196/2021 (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

 

«7      .-(1) Οι επιλεγόμενοι για εγγραφή στην Πυροσβεστική εισάγονται στη Πυροσβεστική Ακαδημία για βασική επαγγελματική εκπαίδευση και εκγύμναση και η διάρκεια της εκπαίδευσης των Πυροσβεστών ορίζεται από τον Αρχιπύραρχο:

Νοείται ότι, μέρος της εκπαίδευσης δύναται να παρέχεται σε συνεργασία με την Αστυνομική Ακαδημία Κύπρου.

 

(2)     Όσοι αποτύχουν να εξασφαλίσουν την αναφερόμενη στην παράγραφο (1) εκπαίδευση και εκγύμναση, βάσει της βαθμολογίας του προγράμματος, που καθορίζεται σύμφωνα με τις εκάστοτε σε ισχύ εσωτερικές Διατάξεις της Πυροσβεστικής Ακαδημίας, με τους εσωτερικούς κανονισμούς λειτουργίας της Αστυνομικής Ακαδημίας και με τους εσωτερικούς κανονισμούς του Πανεπιστημίου Κύπρου, όσον αφορά την εκπαίδευση που δυνατό να παρέχεται από την Αστυνομική Ακαδημία Κύπρου, εξαιρουμένων θεμάτων που αφορούν σε επανάληψη εξέτασης, θα απολύονται από την Πυροσβεστική.

(3)     (α) Σε περίπτωση μη επιτυχούς ολοκλήρωσης της εκπαίδευσης ή αποτυχίας στην αναφερόμενη στην παράγραφο (2) εξέταση, το Μέλος έχει δικαίωμα επανεξέτασης εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία καταχώρισης της βαθμολογίας.

(β) Σε περίπτωση εκ νέου αποτυχίας του, το Μέλος θεωρείται αποτυχόν και τυγχάνουν εφαρμογής οι εσωτερικοί κανονισμοί της Πυροσβεστικής Ακαδημίας.

(γ) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου παρατηρείται αδυναμία παρακολούθησης της εκπαίδευσης ή/και παρακάθησης στην εξέταση, αυτές αξιολογούνται από την Πυροσβεστική Ακαδημία και αποφασίζεται ο περαιτέρω χειρισμός της κάθε περίπτωσης.

 

8.-(1) Τηρουμένων των προνοιών της παραγράφου (2), η εγγραφή στην Πυροσβεστική είναι για αρχική περίοδο τριών (3) ετών, η οποία για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού θα αναφέρεται ως «δοκιμαστική περίοδος», κατά τη διάρκεια της οποίας το Μέλος τελεί υπό δοκιμασία.

(2)     Ο Αρχιπύραρχος δύναται κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου να απολύει οποιοδήποτε Μέλος, εάν κρίνει μετά από εκθέσεις του υπευθύνου της Πυροσβεστικής Ακαδημίας και των Επαρχιακών Υπευθύνων, υπό τις διαταγές των οποίων αυτός υπηρέτησε, ανάλογα με την περίπτωση, ότι αυτός δεν είναι ικανό Μέλος:

Νοείται ότι, πριν από την απόφαση για απόλυση, ο Αρχιπύραρχος, αφού ενημερώσει το Μέλος για τους λόγους που πιθανό να δικαιολογήσουν την απόλυσή του, παρέχει σ’ αυτόν την ευκαιρία να ακουστεί.

[…]».

 

Σε συμφωνία με τον ευπαίδευτο δικηγόρο των καθ’ ων η αίτηση, είναι και η δική μου διαπίστωση πως οι δύο Κανονισμοί ρυθμίζουν διαφορετικά μεταξύ τους θέματα∙ ο μεν Κανονισμός 7 ζητήματα σχετικά με την εκπαίδευση των Μελών της Πυροσβεστικής, ο δε Κανονισμός 8 ζητήματα σχετικά με την περίοδο δοκιμασίας των Μελών.  Σε περίπτωση αποτυχίας ως προς την απαιτούμενη εκπαίδευση, ο Αρχιπύραρχος δεν έχει διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει την απόλυση ή μη αποτυχόντος Μέλους.  Η απόφαση λαμβάνεται κατά δέσμια αρμοδιότητα, βάσει του σαφούς και επιτακτικού λεκτικού του Κανονισμού 7 («θα απολύονται από την Πυροσβεστική»).  Διακριτική ευχέρεια («δύναται») παρέχεται στον Αρχιπύραρχο να αποφασίσει, κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου, την απόλυση Μέλους που τελεί υπό δοκιμασία, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι αυτός δεν είναι ικανό Μέλος και εφόσον προηγουμένως του δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί.  Η κρίση ότι ένα Μέλος που τελεί υπό δοκιμασία δεν είναι ικανό Μέλος, δεν αφορά τυχόν αποτυχία αυτού στη σχετική εκπαίδευση βάσει της προβλεπόμενης βαθμολογίας, αλλά τα όσα τυχόν περιλαμβάνονται στις εκθέσεις του υπευθύνου της Πυροσβεστικής Ακαδημίας και των Επαρχιακών Υπευθύνων, υπό τις διαταγές των οποίων το εν λόγω Μέλος υπηρέτησε, ανάλογα με την περίπτωση.

 

Η παρατήρηση του αιτητή πως στις επιστολές ημερομηνίας 07.08.2024 (με τις οποίες του επιδόθηκαν γραπτές προειδοποιήσεις και του παρασχέθηκε το δικαίωμα επανεξέτασης), γίνεται αναφορά τόσο στον Κανονισμό 7(2) όσο και στον Κανονισμό 8(1) και (2), είναι καταρχάς ορθή.  Πλην, όμως, τούτο δεν αλλάζει την ουσία του πράγματος, ήτοι ότι εφαρμογής εν προκειμένω τυγχάνει ο Κανονισμός 7 και όχι ο Κανονισμός 8.  Εσφαλμένη παραπομπή και στους δύο Κανονισμούς εντοπίζεται και στην εγκριτική απόφαση του Υπουργού, χωρίς όμως και πάλι οποιαδήποτε πρακτική συνέπεια, δοθέντος ότι κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου (άρθρο 31 του Ν.158(Ι)/99), εσφαλμένη νομική αιτιολογία δεν οδηγεί σε ακύρωση της πράξης, εάν η πράξη έχει άλλο νομικό έρεισμα.

 

Ως προς την κατ’ ισχυρισμό παραβίαση του άρθρου 41 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ορθώς ο κ. Ελευθερίου επισημαίνει πως ο Χάρτης δεσμεύει τα κράτη μέλη όταν αυτά ενεργούν εντός του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Kristian Bekefi κ.ά. ν Δημοκρατίας (2016) 3 ΑΑΔ 258), προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω.  

 

Το δε δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης παρέχεται στον διοικούμενο σε περίπτωση έκδοσης βλαπτικής για αυτόν διοικητικής πράξης ως αποτέλεσμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας από τη διοίκηση και όχι σε περιπτώσεις δέσμιας αρμοδιότητας (Αρτοποιείο Άντρος Θεοδώρου Λτδ ν Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 577, Salamis Shipping Services Ltd v Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού, ΕΔΔ αρ. 30/18, ημερ. 09.02.2024).  Σε αυτές τις περιπτώσεις, ως επεξηγεί ο Π. Δ. Δαγτόγλου[1], η βλάβη προέρχεται απευθείας από τον νόμο ως «αυτόματη» έννομη συνέπειά του, ενώ στη διοίκηση δεν απομένουν παρά «δέσμιες» ενέργειες.  Ως εκ τούτου «η προηγούμενη ακρόαση δεν απαιτείται, γιατί είναι άσκοπη, αφού δεν μπορεί να επηρεάσει την απόφαση της διοικήσεως».

Εν πάση δε περιπτώσει, τα όσα ο αιτητής ισχυρίζεται για την ασθένειά του, εκτός του ότι δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν την απόφαση για απόλυσή του, συνιστούν εκ των υστέρων και μετά την αποτυχία του στην επανεξέταση ισχυρισμούς, που ανεπίτρεπτα εγείρονται μέσω της γραπτής του αγόρευσης.  Ως ορθώς δε επισημαίνει ο κ. Ελευθερίου, η ασθένεια του αιτητή δεν αφορούσε τις ημερομηνίες της επανεξέτασης αλλά 2 μόνο ημέρες από το διάστημα μεταξύ 07.08.2024 – 10.09.2024, που ο αιτητής είχε στη διάθεσή του για να προετοιμαστεί.  

 

Τέλος, δεν συμφωνώ ούτε με την εισήγηση του αιτητή πως η Διαταγή 3/12 του Διευθυντή της Αστυνομικής Ακαδημίας Κύπρου και η προβλεπόμενη βάση επιτυχίας του 55% σε κάθε θεματική ενότητα, προσκρούει στον Κανονισμό 7 της Κ.Δ.Π. 196/2021, ο οποίος ρητώς αναφέρεται στην αποτυχία στην εκπαίδευση βάσει της βαθμολογίας του προγράμματος «που καθορίζεται σύμφωνα με τις εκάστοτε σε ισχύ εσωτερικές Διατάξεις της Πυροσβεστικής Ακαδημίας, με τους εσωτερικούς κανονισμούς λειτουργίας της Αστυνομικής Ακαδημίας και με τους εσωτερικούς κανονισμούς του Πανεπιστημίου Κύπρου, όσον αφορά την εκπαίδευση που δυνατό να παρέχεται από την Αστυνομική Ακαδημία Κύπρου».  Τυχόν δε αποδοχή της εισήγησης του αιτητή θα οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα, να θεωρείται δηλαδή επιτυχών στο σύνολο δόκιμος Πυροσβέστης που, παραδεκτώς, απέτυχε στο επιμέρους.

 

Για όλους τους ανωτέρω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα ύψους €1.800 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.



[1] Π.Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Έβδομη Αναθεωρημένη Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2014, παρ. 625.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο