A. M. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση αρ. 1511/2023, 31/3/2025
print
Τίτλος:
A. M. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση αρ. 1511/2023, 31/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 1511/2023(iJ))

31 Μαρτίου 2025

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 146, 28 ΚΑΙ 15 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

A. M.

Αιτήτρια

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

 

Καθ’ ων η αίτηση.

……………………………

Κασσάνδρα Κουπαρή, για την αιτήτρια.

Κυριακή Παπαδοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Με την προσφυγή της, η αιτήτρια ζητά από το Δικαστήριο ακύρωση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση που υπέβαλε για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με εγγραφή, απόφαση που της γνωστοποιήθηκε δια της επιστολής ημερομηνίας 21.8.2021.

 

  Η αιτήτρια είναι υπήκοος της Αρμενίας. Αρχικώς, αφίχθηκε νόμιμα στην Δημοκρατία, στις 29.3.2000, προκειμένου να εργαστεί ως οικιακή βοηθός, μέχρι την 1.11.2000, όπου και αναχώρησε. Αφίχθηκε εκ νέου στη Δημοκρατία στις 13.10.2002, προκειμένου να εργαστεί ως καθαρίστρια σε ξενοδοχείο στις Πλάτρες, με άδεια για περίοδο μόνον τριών μηνών. Μετά την πάροδο των τριών μηνών, η αιτήτρια συνέχισε να παραμένει παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας, μέχρι και τις 29.8.2004, ημερομηνία που αναχώρησε για την Βηρυτό.

 

  Στις 6.9.2004, τα στοιχεία της αιτήτριας καταχωρήθηκαν στον κατάλογο stoplist για να της απαγορεύεται μελλοντική είσοδος της Δημοκρατία, λόγω παράνομης παραμονής της για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σημειώνεται πως σχετικό αίτημα που υπεβλήθη στις 27.9.2011 εκ μέρους του εκπροσώπου της Αρμενικής Κοινότητας, για αφαίρεση των στοιχείων της αιτήτριας από τον κατάλογο, απορρίφθηκε, με επιστολή ημερομηνίας 26.3.2013.

 

  Ενώ η αιτήτρια ήταν απαγορευμένη μετανάστης και τα στοιχεία της ήταν στον κατάλογο stoplist, αφίχθηκε εκ νέου στη Δημοκρατία, μέσω μη ελεγχόμενων από την Δημοκρατία περιοχών και στις 28.9.2015 υπέβαλε αίτηση ασύλου. Ενώ εκκρεμούσε η εν λόγω αίτηση, στις 12.10.2016, τέλεσε πολιτικό γάμο με Κύπριο υπήκοο και στις 24.11.2016 απέσυρε την αίτηση ασύλου.

 

  Στις 24.11.2017, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, εξέδωσε άδεια προσωρινής παραμονής της αιτήτριας στη Δημοκρατία, ως σύζυγο Κύπριου πολίτη, άδεια η οποία συνέχισε να ανανεώνεται διαδοχικά μέχρι τις 15.5.2023.

 

  Την επίδικη αίτηση για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας δια εγγραφής, υπέβαλε στις 5.3.2020. Ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών τέθηκε σχετικό σημείωμα ημερομηνίας 22.5.2023, στο οποίο γίνεται αναφορά στο ιστορικό της παραμονής της αιτήτριας στην Δημοκρατία, με απορριπτική εισήγηση, με την οποία εισήγηση συμφώνησε ο Υπουργός Εσωτερικών, στις 21.6.2023.

 

  Η απορριπτική κατάληξη της αίτησης, γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια με την επιστολή ημερομηνίας 21.8.2023. Όπως αναφέρθηκε:-

«[…] η αίτησή σας τέθηκε ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών και εξετάσθηκε με τη δέουσα προσοχή, αλλά δεν κατέστη δυνατόν να εγκριθεί, βάσει της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου 110(2) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 141(Ι)/2002, καθότι έχετε παράνομη είσοδο και παραμονή στη Δημοκρατία».

 

  Η νομιμότητα της πιο πάνω διοικητικής αποφάσεως, αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής.

  Η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας υποστηρίζει πως η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί υπό πλάνη ως προς τα γεγονότα, είναι προϊόν ελλιπούς έρευνας και πάσχει ως προς την αιτιολογία της. Υποβάλλει πως, εάν η παράνομη είσοδος και παραμονή της αιτήτριας στη Δημοκρατία, αφορά στο ότι εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία και στη συνέχεια αιτήθηκε άσυλο, τα γεγονότα προσομοιάζουν με τα κριθέντα στην υπόθ. αρ. 1408/2010, Angelides ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 31.10.2012 και πως η διοίκηση δεν μπορεί να δρα αντιφατικά, ενώ στη συνέχεια η ίδια η διοίκηση νομιμοποίησε την παραμονή της με την έκδοση σχετικής άδειας παραμονής στη Δημοκρατία. Υπέβαλε επίσης πως είναι διάχυτο από τον διοικητικό φάκελο, πως ο γάμος της με τον Κύπριο, είναι γνήσιος και συνεπώς, δικαιούτο θετικής απάντησης στην αίτησή της.

 

  Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς της αιτήτριας. Υποστήριξε πως δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 110(2) του Ν. 141(Ι)/2002, το κριτήριο της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία, εξετάζεται κατά προτεραιότητα, θέτοντας αυτό, ως τον κανόνα, ενώ η ίδια η νομολογία έχει επιλύσει και το κατά πόσον η παράνομη παραμονή του εκάστοτε αιτητή περιλαμβάνει ή όχι μη νόμιμη παραμονή σε παρελθοντικό χρόνο. Με αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας Mohamad ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 18, υποστήριξε πως μόνον από την ύπαρξη προηγούμενης παράνομης παραμονής της αιτήτριας στη Δημοκρατία, ορθά απορρίφθηκε η υποβληθείσα αίτηση.

 

  Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση στη βάση του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, υπό το φως και των εγγράφων που περιέχονται στους διοικητικούς φακέλους που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 1 και 2.

 

  Οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις για τη δυνατότητα του Υπουργού Εσωτερικών να εγγράψει, ως πολίτη της Δημοκρατίας, οποιοδήποτε πρόσωπο, παρατίθενται ως ακολούθως:-

 «110.—(1) […]

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), ο Υπουργός μπορεί, όταν υποβληθεί αίτηση κατά τον καθορισμένο τρόπο και δοθεί διαβεβαίωση πίστεως στη Δημοκρατία στον τύπο ο οποίος καθορίζεται στο Δεύτερο Πίνακα, να μεριμνήσει για

την εγγραφή ως πολίτη της Δημοκρατίας, οιουδήποτε προσώπου, που είναι ενήλικο και πλήρους ικανότητας πρόσωπο και που ικανοποιεί τον Υπουργό ότι—

 

(α) Είναι ο/η σύζυγος ή ο χήρος ή η χήρα πολίτη της Δημοκρατίας ή, ήταν ο/η σύζυγος προσώπου το οποίο, αν δεν είχε αποβιώσει, θα είχε καταστεί ή θα είχε δικαίωμα να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας·

(β) διαμένει με το/τη σύζυγο του στην Κύπρο για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των τριών χρόνων·

(γ) είναι καλού χαρακτήρα· και

(δ) προτίθεται να εξακολουθήσει να διαμένει στη Δημοκρατία ή, ανάλογα με την περίπτωση, να διατελεί στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας ή στην εκπαιδευτική υπηρεσία της Δημοκρατίας ή στην Αστυνομική Δύναμη της Δημοκρατίας και μετά την εγγραφή του ως πολίτη της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι […]

Νοείται περαιτέρω ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο αλλοδαπός εισέρχεται ή παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία:

 

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, ο Υπουργός δύναται να εξαιρέσει από την εφαρμογή των διατάξεων της πιο πάνω επιφύλαξης αλλοδαπό/ή σύζυγο Κύπριου πολίτη που παρέμενε παράνομα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές: […]»[1]

 

  Όπως έχει εκτεθεί αυτούσια η επίδικη απόφαση, η απορριπτική κατάληξη του Υπουργού Εσωτερικών, στηρίχθηκε στη μη πλήρωση της δεύτερης επιφύλαξης της παραγράφου (2) του άρθρου 110 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου, Ν. 141(Ι)/2002, αφού διαπιστώθηκε πως η αιτήτρια είχε αφενός, εισέλθει παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας, και παρέμεινε αφετέρου, παράνομα, για 1 έτος, 7 μήνες και 19 μέρες.

 

  Η προσέγγιση της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με αιτήσεις για απόκτηση της ιδιότητας πολίτη της Δημοκρατίας με εγγραφή, σκιαγραφήθηκε στην Mohamad (ανωτέρω), τα κριθέντα της οποίας υιοθετήθηκαν και στην Δημοκρατία ν. Ζ.Μ. (2011) 3Α Α.Α.Δ. 20.

  Όπως κρίθηκε, η πολιτογράφηση, συνιστά μία εξουσία που ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους, το οποίο μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί με μόνο περιορισμό την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης. Λέχθηκε, πρόσθετα, πως η έννοια της λέξης «παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία», όπως αυτή αναφέρεται στην δεύτερη επιφύλαξη της παραγράφου (2)(δ) του άρθρου 110 του Νόμου, ερμηνεύεται πως καλύπτει και παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία που έλαβε χώρα στο παρελθόν, ενώ η παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία, δεν καθίσταται νόμιμη εκ του γεγονότος ότι εγκρινόταν μεταγενέστερα αίτημα προσωρινής παραμονής. Επίσης, στην Motilla v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 29, κρίθηκε πως ο ίδιος ο νόμος, δεν παρέχει, ούτε στη διοίκηση, αλλά ούτε και στο Δικαστήριο περιθώρια άσκησης διακριτικής ευχέρειας ανάλογα με το πόσο μακρά ή σύντομη υπήρξε η διακοπή της νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία.

 

  Όπως είναι διατυπωμένες οι διατάξεις του άρθρου 110(2) του Ν. 141(Ι)/2002, προκύπτει πως, σε περίπτωση που υφίσταται παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία του προσώπου που αιτείται την εγγραφή του ως πολίτης της Δημοκρατίας, ο Υπουργός Εσωτερικών δεν εξετάζει εάν πληρούνται οι άλλες σωρευτικές προϋποθέσεις του εδαφίου (2), αφού ξεκάθαρα αναφέρεται στη δεύτερη επιφύλαξη του ίδιου εδαφίου, πως αυτές (οι διατάξεις) «δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο αλλοδαπός εισέρχεται ή παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία». Βεβαίως, ο Υπουργός, διατηρεί τη δυνατότητα εξαίρεσης αλλοδαπού από την εφαρμογή της επιφύλαξης αυτής, κατ΄ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας.

 

  Στην προκείμενη περίπτωση, η υποβληθείσα αίτηση, απορρίφθηκε λόγω της ύπαρξης παράνομης εισόδου και παραμονής της αιτήτριας στη Δημοκρατία για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα του 1 έτους, 7 μηνών και 19 ημερών.

 

  Η αιτήτρια όχι μόνον παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία κατά την πρώτη άφιξή της στη Δημοκρατία, από τον Ιανουάριο του 2003 μέχρι την αναχώρησή της τον Αύγουστο του 2004, αλλά την δεύτερη φορά της εισόδου της στη Δημοκρατία, η άφιξή της ήταν  μέσω των κατεχόμενων περιοχών και ενώ τα στοιχεία της ήταν ήδη στον κατάλογο stoplist, από τον Σεπτέμβριο του 2004, προκειμένου να υποβάλει αίτηση ασύλου στις 28.9.2015. Σχετική είναι και η μη ύπαρξη πρόθεσης εκ μέρους της διοίκησης για αφαίρεση των στοιχείων της από τον κατάλογο stoplist, όπως αυτή η πρόθεση γνωστοποιήθηκε στον εκπρόσωπο της Αρμενικής Κοινότητας, με την επιστολή ημερομηνίας 26.3.2013.

 

  Η απόρριψη της αίτησης που η αιτήτρια υπέβαλε, δεν απορρίφθηκε λόγω του ότι η αιτήτρια αφίχθη παρανόμως στη Δημοκρατία και ακολούθως υπέβαλε αίτηση ασύλου, ως οι ισχυρισμοί της αιτήτριας, αλλά απορρίφθηκε λόγω της παράνομης εισόδου της (κατά την δεύτερη παρουσία της στη Δημοκρατία) και λόγω της μακρόχρονης παράνομης παραμονής της, ανεξαρτήτως του γνήσιου ή μη του γάμου της με τον Κύπριο πολίτη, κάτι που δεν εξετάστηκε, σε σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

  Τα κριθέντα στην Angelides ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1408/10, ημερομηνίας 31.10.2012 στην οποία με παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση. Η εκεί αιτήτρια είχε εισέλθει στη Δημοκρατία νόμιμα και η περίοδος παράνομης παραμονής της ήταν για 15 μέρες. Στην παρούσα περίπτωση, η αιτήτρια την πρώτη φορά εισήλθε, μεν, νόμιμα στη Δημοκρατία και λόγω παράνομης παραμονής στο μεταξύ, τα στοιχεία της τέθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων, αφού κηρύχθηκε ως απαγορευμένη μετανάστης. Κι ενώ είχε κηρυχθεί ως απαγορευμένη μετανάστης, εισήλθε εκ νέου παράνομα στη Δημοκρατία, αφού δεν εντοπίστηκε οποιοδήποτε στοιχείο νόμιμης εισόδου της, και υπέβαλε αίτηση ασύλου.

 

  Εύλογη διαπιστώνω να είναι κι η κρίση του Υπουργού Εσωτερικών για την κατάληξη περί ύπαρξης παράνομης παραμονής της αιτήτριας στην Δημοκρατία, για το χρονικό διάστημα του 1 έτους, 7 μηνών και 19 ημερών.

 

  Όπως κρίθηκε πολύ πρόσφατα στην Ε.Δ.Δ. 18/17, Mkrtchyan ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 27.9.2023, με αναφορά και στα κριθέντα στην Mohamad (ανωτέρω), η παράνομη παραμονή στο έδαφος της Δημοκρατίας, ακόμα και στο παρελθόν, αποτελεί ένα επιτρεπτό κριτήριο κρίσης, ενώ υπενθυμίζεται πως η επίδικη απόφαση, εξετάζεται υπό το πρίσμα της θεώρησης της ύπαρξης καλής πίστης και χρηστής διοίκησης, όρια τα οποία κρίνεται πως ουδόλως έχουν παραβιαστεί (Ε.Δ.Δ. 76/16 Mudiyanselage κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 25.9.2023).

 

  Υπενθυμίζεται, τέλος, πως το θέμα πολιτογράφησης, άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας και το παρόν Δικαστήριο, ασκώντας αναθεωρητικό έλεγχο, δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση μίας τέτοιας εξουσίας. Υπενθυμίζεται επίσης, πως κανένας δεν έχει απόλυτο νομικό δικαίωμα να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας, παρά μόνον προσδοκία, εφόσον ικανοποιήσει τον Υπουργό Εσωτερικών ότι συντρέχουν στην περίπτωσή του, οι προϋποθέσεις του άρθρου 110(2), κάτι που η αιτήτρια απέτυχε να καταδείξει στην υπό εκδίκαση υπόθεση.

  Στη βάση όλων των πιο πάνω, καταλήγω πως η διοίκηση διεξήγαγε δέουσα έρευνα, αφού έλαβε υπόψη της, όλα τα ενώπιον της στοιχεία και ορθά και νόμιμα απέρριψε την υποβληθείσα αίτηση, εντός των πλαισίων της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης.

 

  Με γνώμονα τα πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.900 έξοδα εναντίον της αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος. 

 

           

         Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 



[1] Η έμφαση προστέθηκε από το Δικαστήριο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο