Γ. Κ. κ.α. ν. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 255/2010 και 259/10, 31/3/2025
print
Τίτλος:
Γ. Κ. κ.α. ν. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 255/2010 και 259/10, 31/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

                           (Συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 255/2010 και 259/10)

 

31 Μαρτίου 2025

                            [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση αρ. 255/2010)

 

                                     Γ. Κ.

 

Αιτητής,

                                      ΚΑΙ

 

                     ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

 

Καθ’ ης η αίτηση

__________________________________

(Υπόθεση αρ. 259/2010)

 

                                     Α. Θ.

Αιτητής,

                                      ΚΑΙ

                 ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ’ ης  η αίτηση

__________________________________

 

Χ. Σιακαλλή (κα), για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για τον αιτητή στην Προσφυγή αρ. 255/10.

Γ. Παπαδόπουλος για Μ. Ηλιάδης & Συνεταίροι Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για τον αιτητή στην Προσφυγή αρ. 259/10.

Κ. Στιβαρού (κα), για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για την καθ’ ης η αίτηση.

 

 

                         Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ,Δ.Δ.Δ.: Με τις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες Προσφυγές, οι οποίες τέθηκαν ενώπιον μου προς επανεκδίκαση, προσβάλλεται η νομιμότητα της απόφασης της καθ΄ης η αίτηση ημερομηνίας 22.12.2009, η οποία ελήφθη κατόπιν επανεξέτασης, να προάξει το ενδιαφερόμενο μέρος Γ. Α. στη θέση Διευθυντή Λειτουργίας και Προσωπικού Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς (Δ.Σ.Μ.),Κλίμακα Ν1, στο Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς αναδρομικά από 1.9.2007 αντί των αιτητών.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα που περιβάλλουν το μακρύ ιστορικό της προαγωγικής διαδικασίας, ανατρέχουν στο έτος 2007, δεν αμφισβητούνται και έχουν ως ακολούθως:

 

Μετά από προαγωγική διαδικασία, στην οποία μετείχαν ως υποψήφιοι μεταξύ άλλων και οι δυο αιτητές, το διοικητικό συμβούλιο της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου με απόφαση του ημερομηνίας 2.8.2017 προήγαγε τον Γ. Α. (εδώ ενδιαφερόμενο μέρος)στην επίδικη θέση του Διευθυντή Λειτουργίας και Προσωπικού Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής) από 1.9.2007.

 

Η εν λόγω απόφαση προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους αποτέλεσε το αντικείμενο των συνεκδικαζόμενων Προσφυγών αρ. 1214/07 κ.α, τις οποίες καταχώρησαν οι αιτητές στις παρούσες προσφυγές καθώς και ένας ακόμη υποψήφιος, ως διεκδικητές της επίδικης θέσης.

 

Το Aνώτατο Δικαστήριο, με απόφαση του ημερομηνίας 8.10.2009 στις συνεκδικαζόμενες Προσφυγές 1214/2007 κ.α. Τουφεξή κ.α. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ακύρωσε την απόφαση της καθ΄ης η αίτηση για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους Ασιήκαλη καθότι έκρινε ως ορθή την ενώπιον του εισήγηση ότι το Δ.Σ της Αρχής δεν μπορούσε νομίμως να διορίσει αναπληρωτή διευθυντή χωρίς την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου και επομένως η απόφαση για εκ περιτροπή αναπλήρωση του Γενικού Διευθυντή, αντί τέτοιου διορισμού, κρίθηκε πάσχουσα και κατ΄ επέκταση και η δοθείσα σύσταση κρίθηκε ότι είχε αναρμόδια δοθεί.

 

Κατά την επανεξέταση που ακολούθησε και προς συμμόρφωση με το ακυρωτικό αποτέλεσμα, το Συμβούλιο της Αρχής αποφάσισε σε συνεδρία του ημερομηνίας 13.10.2009 όπως το όλο ζήτημα παραπεμφθεί προς επανεξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής. Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή επιλήφθηκε εκ νέου του θέματος σε συνεδρία ημερομηνίας 20.11.2009 κατά την οποία και-αφού πρώτα διαπίστωσε ότι όλοι οι υποψήφιοι πληρούσαν, συμφώνως με τον ουσιώδη χρόνο, τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης- κλήθηκε και παρέστη ο διορισθείς πλέον Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής, ο οποίος σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος.  Ακολούθως τα μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, μετά από αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και αφού υιοθέτησαν τη δοθείσα σύσταση, αποφάσισαν να συστήσουν στην Αρχή, για προαγωγή στην επίδικη θέση, το ενδιαφερόμενο μέρος.

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 22.12.2009 και αφού έλαβε υπόψη τη σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής όπως επίσης και τη σύσταση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση αναδρομικά από 1.9.2007.

 

Κατά της νομιμότητας της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε η Προσφυγή αρ.254/10 καθώς και οι υπό κρίση Προσφυγές αρ. 255/10 και 259/10, οι οποίες συνεκδικάστηκαν δυνάμει διατάγματος Δικαστηρίου ημερομηνίας 13.2.2017. Οι Προσφυγές εκδικάστηκαν από το Διοικητικό Δικαστήριο το οποίο στις 5.11.2018 εξέδωσε ακυρωτική απόφαση (Συνεκδ. Προσφυγές αρ. 254/10 κ.α. Τουφεξής ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου) κρίνοντας ως πάσχουσα τη σύνθεση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής ένεκα του ότι δεν προέκυπτε από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο λόγος του κωλύματος του Προέδρου να συμμετέχει στην εκεί επίδικη συνέδρια της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής.

 

Ωστόσο η πρωτόδικη απόφαση ανετράπη, κατ΄ έφεση, με απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.173/18, ημερομηνίας 13.12.23, δια της οποίας και αφού λήφθηκαν υπόψη τα αποφασισθέντα στην Αναθεωρητική Έφεση αρ.137/12 Μιχαήλ ν ΑΗΚ, ημερομηνίας 25.1.2019 αποφασίστηκε ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης και διατάχθηκε η επανεκδίκαση, προς εξέταση όλων των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης που είχαν τεθεί από τους αιτητές και δεν εξετάστηκαν.

 

Σημειώνεται ότι η Προσφυγή αρ.254/10 μετά την έκδοση της απόφασης στην Έφεση αρ.173/18 και προτού λάβει χώρα η επανεκδίκαση των παρούσων Προσφυγών, αποσύρθηκε.

 

Παρεμβάλλεται ότι μετά την έκδοση της δεύτερης αυτής ακυρωτικής απόφασης στις  Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές αρ.254/2010 κ.α και εκκρεμούσης της εκδίκασης της πιο πάνω Έφεσης, η καθ΄ης η αίτηση προέβη σε διαδικασία επανεξέτασης για την πλήρωση της επίδικης θέσης, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους αναδρομικά από 1.9.2007. Ακολούθησε η καταχώρηση Προσφυγών από τους αιτητές. Το Διοικητικό Δικαστήριο με απόφαση του στις  Συνεκδικ. Προσφυγές αρ.1740/2019 κ.α  Α.Θ κ.α v Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου ημερομηνίας 12.12.23 ακύρωσε την απόφαση της καθ΄ης η αίτηση για αναδρομική προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση, η οποία είχε ληφθεί στα πλαίσια της εν λόγω επανεξέτασης.

 

Κατά τη δικάσιμο ημερομηνίας 4.4.2024, η οποία προηγήθηκε των διευκρινήσεων των υπό κρίση υποθέσεων αποτέλεσε κοινή θέση όλων των πλευρών ότι η μεταγενέστερη απόφαση που εκδόθηκε στα πλαίσια των Προσφυγών αρ.1740/19 κ.α δεν άφηνε χωρίς αντικείμενο τις υπό εκδίκαση Προσφυγές, η επανεκδίκαση των οποίων ως εισηγήθηκαν όλες οι πλευρές, είναι επιβεβλημένη. Με αφορμή ωστόσο την εν λόγω ακυρωτική απόφαση η συνήγορος του αιτητή στην Προσφυγή αρ. 255/10 εισηγήθηκε κατά το στάδιο των διευκρινήσεων ότι παρόλο που το παρόν Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από αυτή, η μη καταχώρηση έφεσης από την καθ΄ης η αίτηση  επί των όσων αποφασίστηκαν στις πιο πάνω Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές, δημιουργεί  εμπόδιο στην πλευρά της καθ΄ης η αίτηση να επικαλείται για τα ίδια επίδικα ζητήματα διαφορετική προσέγγιση.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η θέση της κας Στιβαρού, η οποία επεξήγησε ότι η εκδοθείσα ακυρωτική απόφαση στις συνεκδικ. Προσφυγές αρ.1714/19 κ.α αφορούσε σε επανεξέταση, η οποία ακολούθησε χρονικά την ακυρωτική απόφαση ημερομηνίας 5.11.2018 στις υπό κρίση Προσφυγές. Ως τόνισε, κατόπιν Έφεσης η ακυρωτική απόφαση στις υπό κρίση Προσφυγές ανατράπηκε με απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και διατάχθηκε η επανεκδίκαση των Προσφυγών. Υπέβαλε δε τη θέση ότι εφόσον η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στις Συνεκδικ. Προσφυγές αρ. 254/10 κ.α παραμερίστηκε οτιδήποτε ακολούθησε την απόφαση αυτή είναι σαν να μην έγινε.  

 

Δεν θα συμφωνήσω με τη θέση της κας Σιακαλλή, η οποία εν πάση περιπτώσει υποβλήθηκε χωρίς οποιαδήποτε παραπομπή σε νομολογία. Καταρχάς σημειώνεται ότι κατά τη δικάσιμο ημερομηνίας 4.4.2024 αποτέλεσε κοινή θέση όλων των πλευρών περιλαμβανομένης και της πλευράς του αιτητή στην Προσφυγή αρ.255/10 ότι η έκδοση ακυρωτικής απόφασης στα πλαίσια των Προσφυγών αρ.1740/19 κ.α  δεν επηρέαζε το αντικείμενο των υπό εκδίκαση Προσφυγών. Και τούτο ορθά καθότι η εκεί προσβαλλόμενη και εν τέλει ακυρωθείσα απόφαση προέκυψε κατόπιν επανεξέτασης που έπετο χρονικά και έλαβε χώρα ως αποτέλεσμα ακυρωτικής απόφασης, η οποία όμως, εν τέλει παραμερίστηκε με την απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Έφεση αρ.173/18. Με τούτο ως δεδομένο, το γεγονός ότι η καθ΄ης η αίτηση έκρινε και για τους λόγους που επεξήγησε, ότι δεν ήταν αναγκαίο να καταχωρήσει Έφεση, προς αμφισβήτηση των ευρημάτων της εν λόγω πρωτόδικης απόφασης, δεν δημιουργεί κώλυμα στην καθ΄ης η αίτηση να προωθεί τις ίδιες θέσεις προς υποστήριξη της νομιμότητας της εδώ προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά πάγια δε νομολογία οι πρωτόδικες αποφάσεις έχουν μόνο πειστική αξία και δεν δεσμεύουν οποιοδήποτε άλλο ομόβαθμο Δικαστήριο, ως άλλωστε αναγνωρίζει και η συνήγορος του αιτητή (PRETORIAN ENTERPRISES LTD και Δημοκρατίας ( Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου 69/18, ημερομηνίας 11/1/24) Κούρτελλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ και Συμβουλίου Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου 18/23, ημερομηνίας 30/10/24).

 

Οι αιτητές προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης προαγωγής του ΕΜ, εγείρουν αριθμό λόγων ακύρωσης, οι οποίοι βάλλουν κατά όλων των επί μέρους σταδίων της προαγωγικής διαδικασίας.

 

Με την Προσφυγή αρ. 255/10 προβάλλεται από την πλευρά του αιτητή Γ., ότι πάσχει η σύσταση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή ως αντίθετη και συγκρουόμενη με τα στοιχεία των φακέλων. Τούτο διότι κατά την εισήγηση η υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα, η οποία προσμέτρησε στη κρίση του Διευθυντή, δεν υφίσταται και έχει διαφοροποιηθεί μετά την έκδοση της απόφασης στην Αναθεωρητική Έφεση αρ.42/08 αναφορικά με την προηγούμενη της επίδικης θέσης Βοηθού Διευθυντή Προσωπικού (Εργατικές Σχέσεις) που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος. Σε κάθε δε περίπτωση υποβάλλεται ότι η υπεροχή του αιτητή δεν θα μπορούσε να αποτελέσει ρυθμιστικό παράγοντα αφού τόσο στο κριτήριο της αξίας όσο και στων προσόντων υπερέχει ο αιτητής. Περαιτέρω δε εισηγείται ο αιτητής ότι και κατά παραγνώριση των δικών του πρόσθετων προσόντων, δόθηκε ανεπίτρεπτη αυξημένη βαρύτητα στα πρόσθετα προσόντα του ΕΜ, τα οποία όμως ως υποβάλλει δεν ήταν καν σχετικά με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. Εν πολλοίς, αντίστοιχοι ισχυρισμοί προωθούνται και σε σχέση με τη σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής με την πρόσθετη εισήγηση ότι το ΕΜ δεν διαθέτει ούτε σχετική πείρα εφόσον δεν έχει εργαστεί στους τομείς Παραγωγής και Μεταφοράς και τα καθήκοντα που εκτελούσε ήταν καθαρά σε ηλεκτρονικής φύσης θέματα και καμία σχέση δεν είχαν με τα συστήματα Παραγωγής και Μεταφοράς. Όλες οι πιο πάνω πλημμέλειες, εισηγείται ο αιτητής συμπαρασύρουν σε ακυρότητα και την επίδικη απόφαση της Αρχής, η οποία θα πρέπει να ακυρωθεί ως προϊόν ελλιπούς έρευνας, πλάνης  και μη πάσχουσας αιτιολογίας.

 

Με την Προσφυγή αρ.259/10, ο αιτητής Θ. υποβάλλει πρώτιστα ότι δεν διενεργήθηκε οποιαδήποτε έρευνα και δεν δόθηκε αιτιολογία που να καθιστά δυνατό το δικαστικό έλεγχο είτε από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή είτε από το Διοικητικό Συμβούλιο, ως προς την πλήρωση εκ μέρους του ΕΜ του απαιτούμενου προσόντος της παραγράφου 4 του Σχεδίου Υπηρεσίας. Πρόσθετα με έτερο λόγο ακύρωσης ο αιτητής βάλλει κατά της σύστασης του Αν. Γενικού Διευθυντή, ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι πεπλανημένα έκρινε ότι η υπεροχή του ΕΜ σε αρχαιότητα συνεπάγεται και την κατά τεκμήριο υπεροχή του σε πείρα αφού η πείρα που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων της επίδικης θέσης είναι εξειδικευμένη σε Συστήματα Μεταφοράς, πείρα που δεν κατείχε, ως εισηγείται, το ΕΜ. Έτερος λόγος ακύρωσης υποβάλλεται και σε σχέση με την ανεπίτρεπτη βαρύτητα που αποδόθηκε τόσο από το Διευθυντή όσο και από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής στα πρόσθετα προσόντα του ΕΜ καθώς και ότι οι εμπιστευτικές εκθέσεις του αιτητή για τα έτη 2003-2006, οι οποίες λήφθηκαν υπόψη, είχαν συνταχθεί παράνομα.

 

Η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση υποστηρίζοντας τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αντέκρουσε έκαστο λόγο ακύρωσης, με παραπομπή στα πρακτικά των επίδικων συνεδριάσεων της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, υποδεικνύοντας ότι τόσο η σύσταση του Διευθυντή και της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής όσο και η επίδικη απόφαση της καθ΄ης η αίτηση είναι δεόντως αιτιολογημένες και λήφθηκαν μετά από δέουσα έρευνα και χωρίς να έχει εμφιλοχωρήσει ουδεμία πλάνη κατά τη λήψη της ως προς την απόφαση για προαγωγή του ΕΜ.

 

Προέχει η εξέταση του ισχυρισμού του αιτητή στην Προσφυγή αρ. 259/10 ως προς την πλήρωση του απαιτούμενου προσόντος της παραγράφου 4 του Σχεδίου Υπηρεσίας από το ΕΜ, ο οποίος ανατρέχει σε στάδιο που προηγείται χρονικά οποιωνδήποτε άλλων διαπιστώσεων της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής.

 

Επί τούτου εισηγείται, λοιπόν, ο αιτητής ότι δεν διεξήχθη ούτε από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή αλλά ούτε και από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής δέουσα έρευνα ως προς την πλήρωση εκ μέρους του  ΕΜ του απαιτούμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντος της παραγράφου 4 καθώς και ότι δεν αιτιολογήθηκε πώς και με ποιο τρόπο το ΕΜ κατείχε το προσόν της συγκεκριμένης πείρας. Τα όσα δε καταγράφηκαν, συνεχίζει ο αιτητής κατά πανομοιότυπο τρόπο από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή και το Δ.Σ. της Αρχής ως προς την κατοχή του εν λόγω απαιτούμενου προσόντος από το ΕΜ είναι τόσο αόριστα που δεν συνιστούν την απαιτούμενη αιτιολογία και καθιστούν αδύνατο το δικαστικό έλεγχο, αφού δεν είναι έργο του Δικαστηρίου ή των συνηγόρων να προβούν σε συλλογισμούς και συμπεράσματα ως προς την πλήρωση του επίμαχου απαιτούμενου προσόντος. Επί της ουσίας εισηγείται ο αιτητής ότι αυτό που απαιτείται από την παράγραφο 4 του Σχεδίου Υπηρεσίας είναι πείρα, η χρονική διάρκεια της οποίας δεν καθορίζεται μεν, αλλά αυτή απαιτείται όπως είναι «ευρεία» και «εκτεταμένη». Επίσης, απαιτείται «υπηρεσία» σε Συστήματα Μεταφοράς κυρίως ή/και Διανομής ή/και Εκμετάλλευσης Ηλεκτρικής Ενέργειας ή/και σε Συστήματα Παραγωγής η οποία θα πρέπει να είναι «μακρά» και «ικανοποιητική». Επίσης, πρόσθετα απαιτείται «ικανότητα» και «ειδικές» γνώσεις σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Ως προς τούτο τονίζει η πλευρά του αιτητή ότι η καθ΄ης η αίτηση, ως το αρμόδιο όργανο, παρέλειψε να ερμηνεύσει το Σχέδιο Υπηρεσίας και να προκαθορίσει και να εξειδικεύσει, ως νομολογιακά όφειλε, τις αόριστες έννοιες των όρων «ευρεία», «εκτεταμένη», «μακρά», «ικανοποιητική» ώστε να μην καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος επί του κατά πόσο η ερμηνεία βρισκόταν εντός των εύλογων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του οργάνου. Περαιτέρω και σε κάθε περίπτωση αποτελεί θέση του αιτητή ότι το ΕΜ δεν κατείχε καν πείρα «σε Συστήματα είτε Μεταφοράς είτε Διανομής, είτε Παραγωγής, είτε Εκμετάλλευσης». Επί τούτου δε εισηγείται ότι ακόμα και όταν το ΕΜ εργάστηκε για ένα διάστημα στο Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής αυτός εργαζόταν πάντοτε ως Ηλεκτρονικός δηλαδή επί επιδιορθώσεων και χειρισμού ηλεκτρονικών συστημάτων ενώ ειδικώς ο αιτητής αναφέρεται και στα καθήκοντα του Μηχανικού Ηλεκτρονικών και Τηλεπικοινωνίων που το ΕΜ εκτελούσε στο Τμήμα αυτό, τα οποία ουδεμία σχέση, ως υποβάλλει, έχουν με τη Λειτουργία του Συστήματος και επομένως η πείρα του αυτή δεν ήταν ικανή για να τον καταστήσει προσοντούχο. Προς υποστήριξη της θέσης του περί ελλιπούς  έρευνας και αιτιολογίας ο αιτητής παραπέμπει στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης Μηχανικού Ηλεκτρονικών και Τηλεπικοινωνιών εισηγούμενος ότι από απλή ανάγνωση της περιγραφής των καθηκόντων και των ευθυνών της εν λόγω θέσης συνάγεται αβίαστα ότι αυτά ουδεμία σχέση έχουν με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της επίδικης θέσης του Διευθυντή Λειτουργίας και Προσωπικού Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς, ενώ τονίζει ότι ο αιτητής κατά τα τελευταία δέκα χρόνια, ήτοι από το 1997 εργαζόταν ως Βοηθός Διευθυντής Προσωπικού, στην Υπηρεσία Προσωπικού, αποκτώντας πείρα και γνώσεις άσχετες με τα όσα απαιτούνται στην παράγραφο 4 του Σχεδίου Υπηρεσίας. Τούτο δε σε αντίθεση, συνεχίζει η ευπαίδευτη συνήγορος, με τον αιτητή ο οποίος από το 1987 υπηρετούσε στο Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής ως Μηχανικός Βάρδιας Ελέγχου Συστήματος και μετέπειτα στο Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς ως Βοηθός Διευθυντής Βάρδιας (Λειτουργία Συστήματος/Αγορά) ασκώντας, με παραπομπή στα σχέδια υπηρεσίας των εν λόγω θέσεων, τα οποία και επισυνάπτει, τέτοια καθήκοντα ώστε εκ τεκμηρίου να κατέχει την απαιτούμενη πείρα. Με την απαντητική της γραπτή αγόρευση η πλευρά  του αιτητή ενέμεινε στη θέση ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συνάγεται από πουθενά και βάσει του περιεχομένου των φακέλων τι ήταν αυτό και ποια είναι η πείρα εκείνη του ΕΜ που προσμέτρησε ως η απαιτούμενη από το Σχέδιο Υπηρεσίας για να θεωρηθεί προσοντούχος.

 

Η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση καταρχάς αντέτεινε ότι ο αιτητής, δεν δικαιούται να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει ταυτόχρονα, δηλαδή να επικαλείται έλλειψη δέουσας έρευνας ως προς τα απαιτούμενα προσόντα και δη του απαιτούμενου προσόντος της παραγράφου 4 του Σχεδίου Υπηρεσίας αφού και για τον ίδιο ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία. Η ευπαίδευτη συνήγορος με παραπομπή στα τηρηθέντα πρακτικά, υπέβαλε ότι διενεργήθηκε πλήρης έρευνα για τη διαπίστωση της κατοχής των απαιτούμενων προσόντων από τους υποψηφίους με αναφορά σ' όλες τις θέσεις που υπηρέτησαν οι υποψήφιοι στην Αρχή, το οποίο ως εισηγείται είναι το πιο ενδεδειγμένο μέτρο για διαπίστωση της απαιτούμενης πείρας, σε συνάρτηση με το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων. Ο αιτητής, συνεχίζει η κα Στιβαρού, δεν δύναται να αξιολογεί την πείρα του ΕΜ, αφού από μια ματιά στην ανέλιξη του τελευταίου προκύπτει ότι από το 1983 μέχρι το 1997, εργάστηκε στο Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής ενώ, ως περαιτέρω εισηγείται, η πείρα που απέκτησε το ΕΜ κατά τα 10 χρόνια που εργάστηκε ως Βοηθός Διευθυντής στο Τμήμα Προσωπικού, δεν είναι άσχετη με τα καθήκοντα της Θέσης του Διευθυντή Λειτουργίας και Προσωπικού του Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς και ειδικά τα καθήκοντα που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3, 14, 15, 16 και 17 του Σχεδίου Υπηρεσίας. Καταλήγοντας, υποβάλλει ότι αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή, ότι η ερμηνεία και εφαρμογή ενός Σχεδίου Υπηρεσίας, εναπόκειται στο διορίζον όργανο και μόνο τότε είναι επιτρεπτή η επέμβαση του Δικαστηρίου, ως προς το εάν υπήρξε υπέρβαση της διακριτικής ευχέρειας ή παράλογη ερμηνεία, κάτι που δεν υφίσταται στην παρούσα περίπτωση. H δε έκταση της έρευνας, σημειώνει, εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Στο σημείο αυτό παρεμβάλλεται ότι η προδικαστική ένσταση που είχε εγερθεί με τη γραπτή αγόρευση της καθ΄ης η αίτηση ότι ο αιτητής κωλύεται να εγείρει στα πλαίσια της παρούσας Προσφυγής ισχυρισμούς που άπτονται της πίστωσης στο ΕΜ του εν λόγω απαιτούμενου προσόντος του Σχεδίου Υπηρεσίας λόγω του προκύψαντος εκ της απόφασης στις Συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 1214/07 κ.α Τουφεξή κ.α. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου ημερομηνίας 8.10.2009, δεδικασμένου, αποσύρθηκε -και ορθά βεβαίως -κατά το στάδιο των διευκρινήσεων και με ηλεκτρονικό μήνυμα της συνηγόρου της καθ΄ης η αίτηση στις 13.3.2025, δια του οποίου συναφώς δηλώθηκε ότι κατά την υπό κρίση επανεξέταση διενεργήθηκε μια εξ΄ υπαρχής προαγωγική διαδικασία.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων σε συνάρτηση με τα ενώπιον μου τεθέντα στοιχεία και το περιεχόμενο των ενώπιον μου προσωπικών φακέλων της υπόθεσης. Σημειώνεται ότι διοικητικός φάκελος δεν έχει κατατεθεί μετά από δήλωση της συνηγόρου της καθ΄ης η αίτηση ότι όλα τα ουσιώδη έγγραφα έχουν κατατεθεί με την ένσταση της καθ΄ης η αίτηση, δήλωση με  την οποία συμφώνησαν και οι συνήγοροι των αιτητών, αποδεχόμενοι ότι τα παραρτήματα της ένστασης συνιστούν το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης. Αν και ουδόλως παραγνωρίζω ότι η κατάθεση του διοικητικού φακέλου κατά κανόνα επιβάλλεται, με δεδομένη όμως τη συγκατάθεση όλων των μερών καθώς και την ενώπιον μου κατάθεση των αναγκαίων και ουσιωδών σχετικών στοιχείων που περιστοιχίζουν τη λήψη της απόφασης, ο δικαστικός έλεγχος καθίσταται ευχερής (ΕΤΕΚ v Αρχοντίδου (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 113/2020, ημερομηνίας 17/3/25) Νεοφύτου κ.α v Υπουργού Άμυνας κ.α (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 60/2020, ημερομηνίας 12/3/25).

 

Καθίσταται ευθύς εξαρχής αναγκαία η παράθεση του απαιτούμενου προσόντος της παραγράφου 4 του Σχεδίου Υπηρεσίας:

 

«Ευρεία και εκτεταμένη πείρα, μακρά και ικανοποιητική υπηρεσία σε Συστήματα Μεταφοράς κυρίως, ή/και Διανομής ή/και Εκμετάλλευσης Ηλεκτρικής Ενέργειας ή/και σε Συστήματα Παραγωγής και ικανότητα και ειδικές γενικές γνώσεις σε σχέση με τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω».

 

Αναφορικά με τη διαπίστωση της πλήρωσης των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας τα μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής όπως και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής κατέληξαν ότι από τους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων και με αναφορά στις θέσεις «που κατείχαν και /ή στις οποίες υπηρέτησαν» μέχρι τον ουσιώδη χρόνο, «φαίνεται και/ή τεκμαίρεται» ότι όλοι οι υποψήφιοι πληρούσαν τις απαιτήσεις  του Σχεδίου Υπηρεσίας. Ειδικότερα για το Ενδιαφερόμενο Μέρος και αφού πρώτα καταγράφηκαν τα προσόντα του αναφέρθηκαν ακολούθως και τα κάτωθι:

 

«Περαιτέρω, τα Μέλη διαπίστωσαν ότι ο Γ. Α. μέσα από τη σταδιοδρομία του στην Αρχή και τις Θέσεις στις οποίες είχε υπηρετήσει μέχρι τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι, στο Γραφείο Περιφέρειας Λευκωσίας- Κερύνειας- Μόρφου, στο Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής στα Κεντρικά Γραφεία και στη Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού στα Κεντρικά Γραφεία, ως Βοηθός Διευθυντής (Ανθρώπινου Δυναμικού), Βοηθός Διευθυντής (Προσωπικού), Βοηθός Διευθυντής Προσωπικού (Εργατικές Σχέσεις), Μηχανικός Ηλεκτρονικής & Τηλεπικοινωνιών, Μηχανικός, Βοηθός Μηχανικός (Ηλεκτρονικός) και Βοηθός Ηλεκτρολόγος Μηχανικός, αναμφίβολα απέκτησε και έχει ευρεία και εκτεταμένη πείρα, μακρά και ικανοποιητική υπηρεσία σε Συστήματα Μεταφοράς κυρίως, ή/και Διανομής ή/και Εκμετάλλευσης Ηλεκτρικής Ενέργειας ή/και σε Συστήματα Παραγωγής και απέδειξε ότι διαθέτει την ικανότητα και τις ειδικές γνώσεις σε σχέση με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση Θέσης, καθώς και ηγετικά χαρίσματα και διοικητική ικανότητα και ισχυρή και ευχάριστη προσωπικότητα.»

 

Δεν θα συμφωνήσω με τις θέσεις της καθ΄ης η αίτηση. Τουναντίον κρίνω ότι δικαίως παραπονείται ο αιτητής.

 

Ανάγνωση των επίμαχων πρακτικών καταδεικνύει, ως ορθά υποδεικνύει η πλευρά του αιτητή, ότι ούτε η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή αλλά ούτε και το Διοικητικό Συμβούλιο προκαθόρισαν εκ των προτέρων ή προσδιόρισαν τις έννοιες «ευρεία και εκτεταμένη πείρα», «μακρά και ικανοποιητική υπηρεσία» σε ένα εκ των καθοριζόμενων Συστημάτων ώστε να είναι δυνατός κατά το στάδιο της αξιολόγησης του εν λόγω απαιτούμενου προσόντος ο αναγκαίος συσχετισμός και υπαγωγή προς διακρίβωση ότι οι υποψήφιοι πράγματι κατέχουν το απαιτούμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόν (Μιχαηλίδης v Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ 464).

 

Ενδεχομένως, αυτή η παράλειψη να μην ήταν καθοριστική ως προς τις επιπτώσεις της εάν το αρμόδιο όργανο προέβαινε στην παράθεση τέτοιων συγκεκριμένων στοιχείων και δεδομένων με σαφή αναφορά σε κάθε μια έννοια ξεχωριστά, ώστε να καταδεικνύεται με ευκρίνεια και με τρόπο που να καθιστά δυνατό το δικαστικό έλεγχο πώς κρίθηκε ότι το ΕΜ πληρεί όλες τις απαιτήσεις που τίθενται στην παράγραφο 4 του Σχεδίου Υπηρεσίας. Απολύτως σχετικά είναι τα όσα υποδείχθηκαν στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Μαυρικίου v Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου v Θέμη Θεμιστοκλέους (Αναθεωρητική Έφεση αρ.147/15, ημερομηνίας 3/2/23), ECLI:CY:AD:2023:D37 σε σχέση με την εκεί απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας, η οποία μεταξύ άλλων αφορούσε μακρά και ευδόκιμη πείρα:

 

«Το ότι δεν προσδιορίστηκαν και δεν καθορίσθηκαν εκ των προτέρων (a priori) οι έννοιες «υπεύθυνη θέση», «διοικητική και εποπτική πείρα», «μακρά και ευδόκιμη πείρα», ήτοι το νοηματικό τους εύρος, δεν μπορεί να ενέχει την επίπτωση που υποστηρίχθηκε εφόσον, στην προκείμενη περίπτωση, αφού παρατίθενται συγκεκριμένα στοιχεία και δεδομένα, εξηγούνται με κάθε λεπτομέρεια και αναλυτικά και στο πλαίσιο των πιο πάνω, ως εκ της διατύπωσης τους, απλών και άμεσα κατανοητών εννοιών, με σαφή αναφορά σε κάθε μια έννοια ξεχωριστά, οι λόγοι για τους οποίους κρίθηκε ότι το ΕΜ κατέχει το απαιτούμενο προσόν, καθώς και το πλεονέκτημα της παραγράφου (2) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Είναι αυτό που το πρωτόδικο Δικαστήριο εύστοχα περιέγραψε ως επεξήγηση των εννοιών «στην πράξη και ad hoc».

 

Στην προκειμένη όμως περίπτωση αυτό που εντοπίζεται είναι μόνο η απλή και συλλήβδην παράθεση των θέσεων στις οποίες υπηρέτησε το ΕΜ. Τούτο όμως δεν ήταν αρκετό για να εξακριβωθεί ό,τι εκ του Σχεδίου Υπηρεσίας, εν προκειμένω, απαιτείτο. Με δεδομένο ότι η παράγραφος 4 των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας απαιτούσε πέραν της «ευρείας και εκτεταμένης πείρας», «μακρά και ικανοποιητική υπηρεσία» σε ένα εκ των Συστημάτων που περιοριστικά αναγράφονται καθώς και επιπρόσθετα «ικανότητα και ειδικές γενικές γνώσεις» σε σχέση με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, η απλή παράθεση της σταδιοδρομίας και των θέσεων στις οποίες υπηρέτησε το ΕΜ δεν αποκαλύπτει ποια δεδομένα και στοιχεία κρίθηκαν ότι ικανοποιούν έκαστη εκ των απαιτήσεων. Ακόμα δε και εάν θεωρείτο ότι η απαίτηση για ευρεία και εκτεταμένη πείρα αφορούσε γενική πείρα στην Αρχή και όχι ειδικά στα αναγραφόμενα Συστήματα και ακόμα και εάν κρινόταν ότι η απλή καταγραφή των θέσεων στις οποίες υπηρέτησαν οι υποψήφιοι είναι αρκετή προς διακρίβωση μια τέτοιας απαίτησης και πάλι οι απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας δεν εξαντλούνται εκεί.

 

Εν προκειμένω, παραμένει άγνωστο και παντελώς αδιευκρίνιστο αφού ουδόλως αναφέρεται -πόσο δε μάλλον εξειδικεύεται- ποια από τα χρόνια υπηρεσίας και ποια ή ποιες από τις θέσεις στις οποίες υπηρέτησε το ΕΜ ήταν εκείνη ή εκείνες από τις οποίες το ΕΜ και σε σχέση με τα καθήκοντα που εκτελούσε αποκόμισε μακρά και ικανοποιητική υπηρεσία και μάλιστα σε ποιο από όλα τα Σύστημα που διαζευκτικά παρατίθενται στην παράγραφο 4 του Σχεδίου Υπηρεσίας ήτοι υπηρεσία σε «Συστήματα Μεταφοράς κυρίως, ή/και Διανομής ή/και Εκμετάλλευσης Ηλεκτρικής Ενέργειας ή/και σε Συστήματα Παραγωγής».

 

Είναι βεβαίως παγιωμένη νομολογιακή αρχή, την οποία προτάσσει και η κα Στιβαρού ότι η ερμηνεία του Σχεδίου Υπηρεσίας αποτελεί αποκλειστική ευθύνη και ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου(Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 47) ως βεβαίως και καλά εμπεδωμένη αρχή ότι το Δικαστήριο δεν δύναται να ενεργήσει πρωτογενώς και να αποφασίσει κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα, υποκαθιστώντας το διορίζον όργανο (Χριστοδούλου v Δημοκρατίας Αναθεωρητική Έφεση αρ. 90/15, ημερομηνίας 4/4/22, ECLI:CY:AD:2022:C144). Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Μιχαηλίδης v. Δήμου Αγλαντζιάς (2010) 3 A.A.Δ. 464, το Δικαστήριο δεν διεξάγει πρωτογενή έρευνα και δεν ασκεί ουσιαστική κρίση επί του θέματος της κατοχής των αναγκαίων προσόντων, αλλά ελέγχει την παράλειψη διενέργειας επαρκούς έρευνας προς διαπίστωση της πραγματικής κατάστασης, την πιθανότητα ύπαρξης πλάνης περί τα πράγματα και την υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του αρμοδίου οργάνου.

 

Στην προκειμένη δε περίπτωση, οι ελλείψεις που έχουν υποδειχθεί ανωτέρω,  καθιστούν εμφανές ότι η έρευνα που διενεργήθηκε δεν ήταν επαρκής, υπό τις περιστάσεις, προς διακρίβωση της πλήρωσης όλων των απαιτήσεων της παραγράφου 4 του Σχεδίου Υπηρεσίας και με τρόπο μάλιστα που να καθιστά εφικτό το δικαστικό έλεγχο.

 

Η  δε θέση της πλευράς της καθ΄ης η αίτηση ότι από μια ματιά στην ανέλιξη του ΕΜ προκύπτει ότι εργάστηκε για πολλά χρόνια στο Τμήμα Μεταφοράς/Διανομής δεικνύουν έτι περαιτέρω την ελλείπουσα κρίση και την απουσία των αναγκαίων υπό τις περιστάσεις συσχετισμών. Τούτο δε μάλιστα όταν αυτό που ο αιτητής εισηγείται με αναφορά στις θέσεις που κατείχε το ΕΜ στο Τομέα  Μεταφοράς/ Διανομής και ειδικότερα στη θέση Μηχανικού Ηλεκτρονικών και Τηλεπικοινωνιών, την οποία το ΕΜ κατείχε από το 1991-1997 είναι ότι τα καθήκοντα που εκτελούσε πάντοτε στο Τομέα αυτό αφορούσαν μόνο σε ηλεκτρονικής φύσεως ζητήματα και ήταν άσχετα με τη Λειτουργία του Συστήματος. Παρέπεμψε δε ως προς τούτο ο αιτητής και στα καθήκοντα και ευθύνες του Σχεδίου Υπηρεσίας της εν λόγω θέσης που υπηρέτησε το ΕΜ, ώστε να καταδείξει ότι η πείρα του ΕΜ ουδόλως συσχετίζεται με την Λειτουργία του Συστήματος, ως η επίμαχη πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης Διευθυντή Λειτουργίας και Προσωπικού Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς, απαιτεί.

 

Έχω ανατρέξει στα σχέδια υπηρεσίας όλων των προηγούμενων θέσεων που υπηρέτησε το ΕΜ. Αυτά όμως ούτε αυταπόδεικτα είναι ούτε μπορούν να αφεθούν να κριθούν πρωτογενώς από το Δικαστήριο. Το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση και ούτε κατά πάγια νομολογία επιτρέπεται να ασκήσει πρωτογενή κρίση περί του εάν το ΕΜ είχε πράγματι την απαιτούμενη υπηρεσία σε Σύστημα και αν η θέση ή θέσεις που υπηρέτησε στο εν λόγω Τομέα του προσέδιδαν την απαιτούμενη μακρά και ικανοποιητική υπηρεσία σε κάποιο από τα καθοριζόμενα Συστήματα. Ούτε όμως και η απάντηση της ευπαίδευτης συνηγόρου της καθ΄ης η αίτηση στην υπόδειξη του αιτητή ότι η πείρα και οι γνώσεις που απέκτησε το ΕΜ από τη θέση του Βοηθού Διευθυντή Εργασιακές Σχέσεις, στην οποία το ΕΜ υπηρετούσε κατά τα τελευταία 10 χρόνια, είναι άσχετη με την απαιτούμενη στην παράγραφο 4 του Σχεδίου Υπηρεσίας μπορεί να διαφοροποιήσει τα όσα έχουν υποδειχθεί ανωτέρω. Το ζητούμενο δεν είναι κατά πόσο η προηγούμενη πείρα που απέκτησε το ΕΜ στην εν λόγω θέση σχετίζεται με κάποια από τα καθήκοντα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης του Διευθυντή Λειτουργίας και Προσωπικού του Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς και δη ως εισηγείται η πλευρά της καθ΄ης αίτηση στις παραγράφους 2, 3, 14, 15, 16 και 17[1]. Το ζητούμενο είναι αν η συγκεκριμένη υπηρεσία ικανοποιούσε την εκ του Σχεδίου Υπηρεσίας απαίτηση για μακρόχρονη και ικανοποιητική υπηρεσία σε Σύστημα. Εάν δε τα όσα εισηγείται η καθ΄ης η αίτηση αφορούν την πρόσθετη απαίτηση της παραγράφου 4 για ειδικές και γενικές γνώσεις σε σχέση με τα καθήκοντα του Σχεδίου Υπηρεσίας, τούτο ακριβώς καταδεικνύει έτι περαιτέρω την απουσία των αναγκαίων υπό τις περιστάσεις συσχετισμών και την αναγκαιότητα περαιτέρω έρευνας.

 

Οι όποιες όμως διαπιστώσεις και διακριβώσεις, εμπίπτουν αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου. Το δε κενό που δημιουργείται δεν μπορεί να πληρωθεί με τη γραπτή αγόρευση της δικηγόρου της καθ΄ης η αίτηση(Κοινότητα Λυσού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 537). Υπενθυμίζεται δε ότι η αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων και γενικά των σχεδίων υπηρεσίας εναπόκειται κατά κύριο λόγο στην αρμόδια αρχή κατόπιν διεξαγωγής δέουσας έρευνας και πλήρους αιτιολογίας (Αδάμου κ.ά. v. Πούλλου (2009) 3 Α.Α.Δ. 541. Στο Δικαστήριο απομένει ο έλεγχος της νομιμότητας της πράξης (Πετρίδου v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 636).

 

Ούτε βεβαίως ευσταθεί ο ισχυρισμός της πλευράς της καθ΄ης η αίτηση ότι ο αιτητής δεν δύναται να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει καθότι ως διατείνεται ακολουθήθηκε και για τον ίδιο η ίδια πρακτική για διαπίστωση του απαιτούμενου προσόντος της παραγράφου 4. Καταρχάς οφείλει να υπομνησθεί σε ότι αφορά τέτοιου είδους διεργασία και δη για διαπίστωση τέτοιας φύσεως απαιτούμενου προσόντος με κριτήριο πάντοτε ως η ίδια η καθ΄ης η αίτηση έθεσε τη σταδιοδρομία και τις θέσεις που υπηρέτησε έκαστος υποψήφιος δεν μπορεί να υπέχει εφαρμογής το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας (βλ. Τίκκα κα v Δημοκρατίας (Αναθεωρητικές Εφέσεις αρ.38/15 κ.α, ημερομηνίας 27/1/22). Άλλωστε αυτό που ακριβώς ισχυρίζεται ο αιτητής είναι ότι ένεκα της δικής του υπηρεσίας και άσκησης καθηκόντων σε συγκεκριμένες θέσεις ο ίδιος είχε την πείρα και υπηρεσία που απαιτείται, την οποία δεν είχε ως εισηγείται το ΕΜ από τις θέσεις που υπηρέτησε. Επομένως η εισήγηση της καθ΄ης η αίτηση δεν μπορεί να γίνει δεκτή αφού αφενός από τα ενώπιον μου στοιχεία προκύπτει αβίαστα ότι αιτητής και ΕΜ υπηρέτησαν σε πολύ διαφορετικές θέσεις, αφετέρου δε αυτό που ο αιτητής εμφανώς αμφισβητεί είναι την επάρκεια της έρευνας και της αιτιολογίας στην οποία η καθ΄ης η αίτηση προέβη προκειμένου να διακριβώσει κατά πόσο το ΕΜ κατείχε το επίμαχο απαιτούμενο προσόν.

 

Επομένως και στη βάση των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι απαιτείτο περαιτέρω διερεύνηση από το αρμόδιο όργανο για την κατάληξη ότι το ΕΜ μέσα από τη σταδιοδρομία του και τις θέσεις στις οποίες είχε υπηρετήσει μέχρι τον ουσιώδη χρόνο, «αναμφίβολα απέκτησε και έχει ευρεία και εκτεταμένη πείρα, μακρά και ικανοποιητική υπηρεσία σε Συστήματα Μεταφοράς κυρίως, ή/και Διανομής ή/και Εκμετάλλευσης Ηλεκτρικής Ενέργειας ή/και σε Συστήματα Παραγωγής και απέδειξε ότι διαθέτει την ικανότητα και τις ειδικές γνώσεις σε σχέση με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση Θέσης» ώστε μια τέτοια κρίση να ήτο αιτιολογημένη και να καθίστατο εφικτός και ο δικαστικός έλεγχος (Παπουτέ v Κασάπη v Δημοκρατίας (Αναθεωρητική Έφεση αρ.112/15, ημερομηνίας 13/7/22), ECLI:CY:AD:2022:C301. Σχετική είναι και η απόφαση στις Συνεκδικ. Προσφυγές αρ. 1740/2019 κ.α  Α.Θ κ.α v Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου ημερομηνίας 12.12.23).

 

Τέλος δεν θα μπορούσα να μην παρατηρήσω, ότι η παρούσα περίπτωση σαφώς και διαφοροποιείται από την απόφαση στην υπόθεση Αντώνη Ιωάννου ν ΑΗΚ (Υπόθεση αρ.606/10,ημερομηνίας  11.9.2012) στην οποία παραπέμπει η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση. Τούτο διότι στην εκεί περίπτωση η σχετική απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας αναφερόταν σε «Σταθμό Παραγωγής Ηλεκτρισμού» και όχι σε Συστήματα Μεταφοράς κυρίως, ή/και Διανομής ή/και Εκμετάλλευσης Ηλεκτρικής Ενέργειας ή/και σε Συστήματα Παραγωγής. Ως δε ευθέως καταγράφεται στην απόφαση του Δικαστηρίου το εκεί ΕΜ «για 26 συναπτά έτη υπηρετούσε σε ανώτερες θέσεις σε ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό» ώστε ως αποφασίστηκε να μην χρειαζόταν άλλη πρόσθετη έρευνα. Τέτοια όμως δεν είναι εμφανώς τα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης.

Βάσει όλων των ανωτέρω, η κρίση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής ότι το ενδιαφερόμενο μέρος πληρούσε τις απαιτήσεις της παραγράφου 4 των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, κρίνεται και για τους λόγους που επεξηγήθηκαν, ως πάσχουσα, γεγονός που συμπαρασύρει σε ακύρωση και την επίδικη απόφαση της Αρχής για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους. Κατ’ επέκταση η προσβαλλόμενη απόφαση προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους ακυρώνεται και η Προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα ύψους €1800 πλέον Φ.Π.Α υπέρ του αιτητή και εναντίον της καθ΄ης η αίτηση.

 

Με δεδομένη την πάγια και δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο νομολογία ότι μετά από ακυρωτική απόφαση σε μία προσφυγή, άλλη προσφυγή, δια της οποίας προσβάλλεται ίδια με την ακυρωθείσα  πράξη, καθίσταται άνευ αντικειμένου λόγω του δεδικασμένου, εκτός αν προκύπτει ανάγκη για έκδοση νέας ακυρωτικής απόφασης για σκοπούς αποζημιώσεων, δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, -ζήτημα που δεν συντρέχει στην υπό κρίση περίπτωση-  (Λεωνίδου v ATHK (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 22/2016, ημερομηνίας  20/7/22 (Μιλτιάδους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1318, 1324) Παπαδόπουλος και Δημοκρατία (ΑΕ Αρ. 213/12, ημερομηνίας 20/12/2018, ECLI:CY:AD:2018:C552) η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους καθιστά άνευ αντικειμένου και συνεπώς υποκείμενη σε απόρριψη την Προσφυγή αρ. 255/10, η οποία στρέφεται κατά της νομιμότητας της προαγωγής του ίδιου ενδιαφερόμενου μέρους και στην οποία προβάλλονται λόγοι ακύρωσης που έπονται του σταδίου στο οποίο εντοπίστηκε η προεκταθείσα πλημμέλεια (Κυριακίδης v Δημοκρατίας  (Εφέσεις κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 145/19 κ.α, ημερομηνίας 21/3/23). Ωστόσο ο αιτητής δικαιούται τα έξοδα του. Επιδικάζονται έξοδα ύψους €1800 πλέον Φ.Π.Α υπέρ του αιτητή και εναντίον της καθ΄ης η αίτηση.

 

 

                                             Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 



[1] Καθήκοντα και ευθύνες του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης:

 

2.Είναι υπεύθυνος για τη διεύθυνση και έλεγχο του προσωπικού του ΔΣΜ και ετοιμάζει Οδηγίες και Εγκυκλίους που σχετίζονται με τη Λειτουργία Συστήματος και το προσωπικό του ΔΣΜ.

 

3.Συμμετέχει στις Μεικτές Συμβουλευτικές Επιτροπές Επιλογής Προσωπικού της AHK για όλες τις κενές Θέσεις του ΔΣΜ και τις θέσεις που αφορούν προσωπικό του ΔΣΜ.

 

14.Συμμετέχει σε διεθνείς φορείς και οργανισμούς.

 

15.Είναι υπεύθυνος για την ετοιμασία και έγκαιρη υποβολή του Προϋπολογισμού του ΔΣΜ.

 

16.Είναι υπεύθυνος για την επίτευξη των δεικτών απόδοσης που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές του.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο