
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση αρ. 296/2018
26 Μαρτίου, 2025
[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]
Αναφορικά με τα Άρθρα 28, 30, 35 και 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Π. Ν.
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ’ ης η αίτηση.
------------
Κ. Παναγιώτου (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης δ.ε.π.ε., για τον αιτητή.
Κ. Στιβαρού (κα) και Κ. Αγαθαγγέλου, για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για την καθ’ ης η αίτηση.
Δ. Στεφανίδης, για τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση, η οποία του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 07.02.2018 και με την οποία η Αρχή διόρισε τα ενδιαφερόμενα μέρη (Ε/Μ) Χ.Χ. (Ε/Μ 1), Γ.Ο. (Ε/Μ 2), Δ.Κ. (Ε/Μ 3), Β.Κ. (Ε/Μ 4) και Ζ.Σ. (Ε/Μ 5), στη θέση Λειτουργού Αγοράς στον Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς Κύπρου (ΔΣΜΚ) από 01.01.2018, αντί και/ή στη θέση του ιδίου.
Τα σχετικά με την υπόθεση γεγονότα, ως αυτά καταγράφονται στην Ένσταση της καθ’ ης η αίτηση και προκύπτουν από τα επισυνημμένα σε αυτήν Παραρτήματα και τον διοικητικό φάκελο, έχουν ως ακολούθως:
Το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ’ ης η αίτηση, κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 04.04.2017, αφού ενέκρινε μεταξύ άλλων και το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης του Λειτουργού Αγοράς (συνδυασμένη με τη θέση του Λειτουργού Αγοράς Α') (Κλ.Ν3 A)) στον ΔΣΜΚ, αποφάσισε όπως για τη διαδικασία πλήρωσής της, την οποία επροτίθετο να προκηρύξει εξωτερικά, εφαρμοστούν οι πρόνοιες του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1998 (Ν.6(I)/1998), όπως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Ακολούθως, στις 12.4.2017, με τη Γνωστοποίηση Κενών Θέσεων Αρ.Α/2-2017, η καθ’ ης η αίτηση προκήρυξε 3 κενές θέσεις Λειτουργού Αγοράς (συνδυασμένη με τη θέση του Λειτουργού Αγοράς Α') στον ΔΣΜΚ. Η προκήρυξη δημοσιεύτηκε σε 4 ημερήσιες εφημερίδες και σε ανταπόκριση αυτής υποβλήθηκαν συνολικά 770 αιτήσεις.
Με επιστολή ημερομηνίας 06.06.2017 προς τους υποψηφίους, μεταξύ αυτών και τον αιτητή, η καθ’ ης η αίτηση ανακοίνωσε τον χρόνο και το πρόγραμμα διεξαγωγής των γραπτών εξετάσεων, στις οποίες περιλαμβάνονταν 3 Μέρη (Ελληνικά, Αγγλικά, Ειδικό Θέμα) και στις 03.07.2017, με ηλεκτρονική ανάρτησή της, ανακοίνωσε στους υποψήφιους τις οδηγίες μαζί με την εξεταστέα ύλη και την ημέρα, ώρα και τόπο (και τις λοιπές λεπτομέρειες) διεξαγωγής των εξετάσεων.
Πέραν των 3 θέσεων που είχαν προκηρυχθεί με την ανωτέρω Γνωστοποίηση, το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, με επιστολή ημερομηνίας 12.07.2017, ενημέρωσε την καθ’ ης η αίτηση, ότι η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού της Βουλής αποφάσισε την εξαίρεση από την αναστολή πλήρωσης θέσεων, 2 πρόσθετων θέσεων ως η επίδικη και ως εκ τούτου οι προς πλήρωση θέσεις ανήλθαν σε 5.
Από τους 770 αιτητές μόνο οι 426 προσήλθαν και παρακάθησαν στη γραπτή εξέταση που πραγματοποιήθηκε στις 15.07.2017 από το Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Στις 12.09.2017, η καθ’ ης η αίτηση δημοσίευσε στον ημερήσιο τύπο τον κατάλογο των επιτυχόντων στη γραπτή εξέταση. Ο κατάλογος δημοσιεύθηκε και στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της 15.09.2017.
Ο αιτητής, με αριθμό υποψηφίου 884, εξασφάλισε 46 μονάδες στα Ελληνικά, 74,50 μονάδες στα Αγγλικά και 94,50 στο Ειδικό Θέμα Λειτουργού Αγοράς και συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο επιτυχόντων, καταλαμβάνοντας την 20η θέση, καθότι, εξασφάλισε τον απαιτούμενο αριθμό μονάδων κατά την προκαθορισμένη βαρύτητα στο κάθε θέμα (Ελληνικά 20%, Αγγλικά 20% και Ειδικό Θέμα 60%), αφού συγκέντρωσε συνολικά 80,80 μονάδες.
Με επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 12.10.2017, ο αιτητής διαμαρτυρήθηκε αφενός για τη βαθμολόγηση του γραπτού του στα Ελληνικά, σημειώνοντας πως το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν προβλέπει για τη διεξαγωγή γραπτών εξετάσεων, και αφετέρου για τον αποκλεισμό του από την περαιτέρω διαδικασία επιλογής, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι παράγραφοι ΙΙΙ(3) και (5) του Σχεδίου Υπηρεσίας ως προς τα απαιτούμενα για τη θέση προσόντα («ισχυρή, ευχάριστη προσωπικότητα και ηγετικά χαρίσματα και διοικητική ικανότητα» και «τριετής τουλάχιστον πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης ή στη Βιομηχανία Ηλεκτρισμού, θα αποτελεί πλεονέκτημα», αντίστοιχα). Επιπλέον, στην επιστολή του ο αιτητής σημείωσε τη θέση του πως δικαίως η συντεχνία ΣΗΔΗΚΕΚ – ΑΗΚ υπέβαλε διαμαρτυρία για την πρόθεση της Αρχής να μην προκηρύξει πρώτα εσωτερικά τις κενές θέσεις. Στην εν λόγω επιστολή απάντησε λειτουργός εκ μέρους του Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού της Αρχής, με επιστολή ημερομηνίας 25.10.2017, στην οποία επεξηγείται ότι η διαδικασία διεξαγωγής των γραπτών εξετάσεων διενεργήθηκε από το Πανεπιστήμιο Κύπρου και επισημαίνεται η ευχέρεια της Αρχής, βάσει των σχετικών Κανονισμών, να προχωρήσει με προκήρυξη των θέσεων πρώτου διορισμού. Επιπλέον, επεξηγείται η διαδικασία πλήρωσης των θέσεων βάσει του Ν.6(Ι)/1998.
Στις 20.10.2017 κλήθηκαν σε προσωπική συνέντευξη από την Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Αρχής 15 υποψήφιοι από τον κατάλογο επιτυχόντων (τριπλάσιος αριθμός των 5 επίδικων κενών θέσεων) κατά σειρά επιτυχίας στη γραπτή εξέταση, οι οποίοι, ως αναφέρεται στην Ένσταση, πληρούσαν τις πρόνοιες του σχετικού Σχεδίου Υπηρεσίας.
Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, αφού διεξήγαγε τις προσωπικές συνεντεύξεις και απένειμε τις προβλεπόμενες στο άρθρο 3(1)(β) του Ν.6(Ι)/1998 μονάδες, κατήρτησε Πίνακα Διοριστέων, στον οποίο καταγράφονται οι υποψήφιοι κατά σειρά επιτυχίας με βάση την τελική βαθμολογία, με τρόπο ώστε ο πρώτος που φαίνεται στον Πίνακα να είναι ο υποψήφιος με τη μεγαλύτερη συνολική βαθμολογία. Επιπλέον, αποφάσισε ομόφωνα να συστήσει στο Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής την έγκριση και υιοθέτηση του Πίνακα για την πλήρωση των 5 επίδικων κενών θέσεων με βάση τη σειρά επιτυχίας των εν λόγω υποψηφίων.
Σε συνεδρία, ημερομηνίας 14.11.2017, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, αφού έλαβε υπόψη τις συστάσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, ενέκρινε και υιοθέτησε ομόφωνα τον Πίνακα Διοριστέων και αποφάσισε την πλήρωση των επίδικων θέσεων, βάσει της σειράς επιτυχίας των υποψηφίων. Επιπρόσθετα, αποφάσισε όπως ο εγκεκριμένος Πίνακας αναρτηθεί στα κατά τόπους γραφεία της Αρχής και παραμείνει σε ισχύ μέχρι και τις 15.11.2018.
Η καθ’ ης η αίτηση προχώρησε στη Δημοσίευση του Πίνακα Διοριστέων, στις 15.11.2017 με σχετική ανάρτηση στην ιστοσελίδα της, στις 16.11.2017 με ανακοίνωση στον ημερήσιο τύπο και στις 17.11.2017 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Ακολούθως, προσφέρθηκε διορισμός στους 5 πρώτους, κατά σειρά τελικής βαθμολογίας, υποψηφίους, δηλαδή στους […], […], […], Χ.Χ. (Ε/Μ 1) και Ο.Γ. (Ε/Μ 2). Οι τρεις πρώτοι εξ αυτών δεν αποδέχθηκαν τον διορισμό και ως εκ τούτου προσφέρθηκε διορισμός στους επόμενους 3 υποψηφίους, δηλαδή στην Κ.Δ. (Ε/Μ 3), η οποία αποδέχθηκε, στον […], ο οποίος δεν αποδέχθηκε και στον Κ.Β. (Ε/Μ 4), ο οποίος αποδέχθηκε. Στη συνέχεια προσφέρθηκε διορισμός στον […], ο οποίος δεν αποδέχθηκε, ακολούθως προσφέρθηκε διορισμός στον […], ο οποίος δεν αποδέχθηκε και έτσι προσφέρθηκε διορισμός στη Σ.Ζ. (Ε/Μ 5), η οποία αποδέχθηκε.
Ο αιτητής, με επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 26.01.2018, ζήτησε να πληροφορηθεί κατά πόσον υπήρξε απόφαση για την πλήρωση των επίδικων θέσεων, καθώς και τα στοιχεία των ενδιαφερομένων προσώπων. Επανέλαβε δε το αίτημά του για πληροφόρηση με νέα επιστολή του δικηγόρου του, ημερομηνίας 06.02.2018. Η καθ’ ης η αίτηση απάντησε στον δικηγόρο του αιτητή με επιστολή, ημερομηνίας 07.02.2018, πληροφορώντας τον για την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 14.11.2017, να εγκρίνει τον Πίνακα Διοριστέων καθώς και για τον διορισμό των Ε/Μ στις επίδικες θέσεις, απόφαση την οποία ο αιτητής αμφισβητεί με την παρούσα προσφυγή, η οποία καταχωρίστηκε στις 27.02.2018.
Διά της γραπτής αγόρευσης των ευπαιδεύτων δικηγόρων του, ο αιτητής διατείνεται καταρχάς πως η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την πλήρωση των επίδικων θέσεων πάσχει καθότι η απόφαση για ανοικτή προκήρυξη και για εξωτερικούς υποψηφίους λήφθηκε χωρίς αιτιολογία και χωρίς να εξετασθεί προηγουμένως κατά πόσον υπήρχαν κατάλληλοι και άξιοι για επιλογή στη θέση από τους ήδη υπηρετούντες υπαλλήλους της Αρχής, ως ο αιτητής, ο οποίος, ενώ παρακάθησε και επέτυχε στις γραπτές εξετάσεις και περιλήφθηκε στον κατάλογο των επιτυχόντων, εντούτοις δεν κλήθηκε σε προσωπική συνέντευξη και αποκλείστηκε από την περαιτέρω διαδικασία πλήρωσης των θέσεων, χωρίς η επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 12.10.2017 να εξετασθεί και να απαντηθεί από το αρμόδιο όργανο, ήτοι το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής.
Ακολούθως, ο αιτητής υποβάλλει πως στο Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης δεν προβλέπεται ότι οι υποψήφιοι θα πρέπει να παρακαθίσουν σε γραπτές εξετάσεις, τις οποίες παράνομα οργάνωσε η καθ’ ης η αίτηση, ούτε ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Ν.6(Ι)/1998. Ως εκ τούτου, είναι η θέση του αιτητή πως όσα σχετικώς περιλήφθηκαν στην προκήρυξη των επίδικων θέσεων βρίσκονται έξω από το Σχέδιο Υπηρεσίας, το οποίο είχε εγκριθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής.
Με επιπρόσθετο λόγο ακύρωσης ο αιτητής διατείνεται πως υπερέχει των Ε/Μ στα αντικειμενικά στοιχεία κρίσεως, ήτοι σε προσόντα, αξία και πείρα, στοιχεία τα οποία η καθ’ ης η αίτηση θα έπρεπε να διερευνήσει σε σχέση με όλους τους επιτυχόντες στις γραπτές εξετάσεις και όχι, αναιτιολόγητα, χωρίς δέουσα έρευνα και κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, να τον αποκλείσει στη βάση ενός μόνο κριτηρίου. Σε αντίθεση δε με το Ε/Μ 5, ο αιτητής υποβάλλει ότι κατείχε το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα. Επιπρόσθετα, υποβάλλει πως, από τα στοιχεία που έχουν επισυναφθεί στην Ένσταση της καθ’ ης η αίτηση, δεν προκύπτει κατά πόσον διενεργήθηκε δέουσα έρευνα ως προς την κατοχή από τα Ε/Μ του απαιτούμενου προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος της καθ’ ης η αίτηση εγείρει καταρχάς προδικαστικές ενστάσεις ως προς το παραδεκτό της προσφυγής και των λόγων ακύρωσης που ο αιτητής προωθεί. Συγκεκριμένα, είναι η θέση της κα Στιβαρού πως, στην έκταση που ο αιτητής έλαβε ανεπιφύλακτα μέρος και αποδέχθηκε να συμμετάσχει στη διαδικασία διορισμού, την οποία γνώριζε εκ των προτέρων, στερείται του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος να την προσβάλει εκ των υστέρων και αφού δεν επιλέγηκε, στηρίζοντας του πλείστους λόγους ακυρότητας στον κατ’ ισχυρισμό λανθασμένο τρόπο προκήρυξης της θέσης εξωτερικά και στην πεπλανημένη εφαρμογή του Ν.6(Ι)/1998. Κατά δεύτερον, η ευπαίδευτη δικηγόρος εγείρει προδικαστική ένσταση και εισηγείται πως η παρούσα προσφυγή έχει καταχωριστεί εκπρόθεσμα καθότι η μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη είναι η πράξη ημερομηνίας 14.11.2017 για τον καταρτισμό του Πίνακα Διοριστέων, με την προσφορά διορισμού στα Ε/Μ να συνιστά απλώς πράξη εκτέλεσης. Βάσει δε του παραδεκτού γεγονότος ότι ο αιτητής δεν περιλήφθηκε στον Πίνακα Διοριστέων, τον οποίο δεν αμφισβήτησε, η κα Στιβαρού εγείρει και τρίτη προδικαστική ένσταση και εισηγείται πως ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος να αμφισβητεί τον διορισμό των Ε/Μ.
Άνευ επηρεασμού των προδικαστικών ενστάσεων, η ευπαίδευτη δικηγόρος της καθ’ ης η αίτηση απορρίπτει τους ισχυρισμούς του αιτητή, επισημαίνοντας εν πρώτοις ότι η Κλίμακα της επίδικης θέσης (Ν3Α) είναι χαμηλότερη της Κλίμακας Α8 του Κυβερνητικού Μισθολογίου και ως εκ τούτου ως προς την επιλογή και τον διορισμό εφαρμοστέος στην παρούσα περίπτωση είναι ο Ν.6(Ι)/1998, στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του οποίου η ΑΗΚ περιλαμβάνεται στον όρο «δημόσια υπηρεσία». Εν πάση δε περιπτώσει, ελλείψει λεπτομερούς ρύθμισης, η επιλογή εφαρμογής του Ν.6(Ι)/1998 ήταν καθόλα νόμιμη για την Αρχή.
Ακολούθως, η κα Στιβαρού υποβάλλει πως, δυνάμει του Κανονισμού 13(5) των περί της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 291/86), η Αρχή είχε τη δυνατότητα να επιλέξει την προκήρυξη των επίδικων θέσεων είτε εσωτερικά είτε εξωτερικά, χωρίς να απαιτείται αιτιολογημένη απόφαση για την επιλογή της. Επισημαίνει επιπρόσθετα πως, σε περίπτωση εξωτερικής προκήρυξης, όλοι οι υποψήφιοι (υφιστάμενοι υπάλληλοι και εξωτερικοί αιτητές) κρίνονται για επιλογή με τον ίδιο τρόπο, τυχόν δε προγενέστερη της προκήρυξης απόφαση περί της καταλληλότητας ή μη των υποψηφίων υπαλλήλων της Αρχής, θα καταστρατηγούσε το δικαίωμα για ίση μεταχείριση και κρίση όλων των υποψηφίων.
Αναφορικώς με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 12.10.2017 δεν εξετάστηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, η κα Στιβαρού επισημαίνει καταρχάς πως η εν λόγω επιστολή απεστάλη μεσούσης της διαδικασίας επιλογής και δη στο στάδιο που είχε ήδη ανακοινωθεί ο κατάλογος των επιτυχόντων υποψηφίων. Η δε διαμαρτυρία του αιτητή ως προς τη διαδικασία που ακολουθήθηκε δεν αποτελούσε καν ένσταση, αφού απλώς συμμερίστηκε τις απόψεις της Συντεχνίας, η οποία όμως δεν περιέλαβε τις επίδικες θέσεις στη διαμαρτυρία της. Ως εκ τούτου, ορθώς, κατά την εισήγηση, η εν λόγω επιστολή δεν αντιμετωπίστηκε ως συγκεκριμένο αίτημα του αιτητή, το οποίο έχρηζε απάντησης από το Διοικητικό Συμβούλιο.
Ακολούθως, η ευπαίδευτη δικηγόρος της καθ’ ης η αίτηση υποβάλλει πως, ναι μεν στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης δεν προβλέπεται ως προϋπόθεση η επιτυχία σε γραπτή εξέταση, πλην όμως η διεξαγωγή της ρητά καθορίζεται στον Ν.6(Ι)/1998 και σχετική μνεία, τόσο για την εφαρμογή του Νόμου όσο και για τη διεξαγωγή γραπτής εξέτασης, έγινε και στην προκήρυξη, χωρίς τούτο να συνιστά αλλοίωση του Σχεδίου Υπηρεσίας. Οι δε ισχυρισμοί του αιτητή περί δικής του υπεροχής στα αντικειμενικά στοιχεία κρίσεως προβάλλονται, κατά την εισήγηση της κας Στιβαρού, κατά παραγνώριση της δεσμευτικής διαδικασίας του Ν.6(Ι)/1998 που ακολουθήθηκε και στη βάση της οποίας, αφενός, ο αιτητής ορθώς δεν αξιολογήθηκε, αφού δεν ενέπιπτε στους 15 πρώτους επιτυχόντες στη γραπτή εξέταση, και, αφετέρου, ο δικαστικός έλεγχος είναι εφικτός εφόσον η διαδικασία διεξήχθη με πλήρως καταγεγραμμένα και προκαθορισμένα κριτήρια και βαθμολογία, χωρίς η υιοθέτηση της σύστασης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής να υποδηλώνει έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και της διαδικασίας επιλογής που ακολουθήθηκε υποστηρίζει και ο ευπαίδευτος δικηγόρος των Ε/Μ, υιοθετώντας τις προδικαστικές ενστάσεις που έχουν εγερθεί από την καθ’ ης η αίτηση και υποβάλλοντας πως ο αιτητής δεν έχει καταδείξει οποιαδήποτε παρατυπία ή πλημμέλεια, οι δε λόγοι ακύρωσης που προωθεί δεν προβάλλονται μετ’ εννόμου συμφέροντος. Επιπλέον, με συγκεκριμένες παραπομπές στα συνημμένα στις αιτήσεις των Ε/Μ για τις επίδικες θέσεις πιστοποιητικά αλλά και στις βαθμολογίες που τα Ε/Μ εξασφάλισαν στις γραπτές εξετάσεις στο θέμα των Ελληνικών και των Αγγλικών, ο κ. Στεφανίδης απορρίπτει τον ισχυρισμό του αιτητή περί μη κατοχής από τα Ε/Μ του απαιτούμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας.
Έχοντας μελετήσει τις εκατέρωθεν θέσεις και ισχυρισμούς και αξιολογώντας κατά προτεραιότητα τις προδικαστικές ενστάσεις που εγείρονται, επισημαίνεται πως είναι καταρχήν ορθή η θέση του αιτητή πως, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δημοκρατία ν Θεοδώρου κ.ά. (2008) 3 ΑΑΔ 149), δεν είναι λογικά αναμενόμενο για έναν υποψήφιο να προσέρχεται στη διαδικασία αξιολόγησής του με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του ως προς τη διαδικασία. Προς τούτο σημειώνεται επιπρόσθετα πως και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 1722/2014 και ΣτΕ 135/2014) συντάσσεται πλέον υπέρ της θεώρησης πως το γεγονός ότι ένας υποψήφιος έλαβε μέρος σε διαδικασία επιλογής για την πλήρωση θέσεων, χωρίς να περιλάβει στη δήλωση συμμετοχής επιφύλαξη ως προς τη νομιμότητα όρων της οικείας προκηρύξεως, δεν αρκεί για να άρει το έννομο συμφέρον αυτού προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως, με την οποία αμφισβητεί τη νομιμότητα όρων της προκήρυξης και των πράξεων που εκδίδονται ακολούθως και στηρίζονται στους εν λόγω όρους, με τις οποίες ο εν λόγω υποψήφιος αποκλείσθηκε από την πρόσληψη στις προκηρυχθείσες θέσεις.
Εν προκειμένω, όμως, το παράπονο του αιτητή και ο βασικός λόγος ακύρωσης που προωθεί με την παρούσα προσφυγή, δεν αφορά σε συγκεκριμένο όρο της προκήρυξης, αλλά την προκήρυξη αυτή καθεαυτή, ήτοι την απόφαση της καθ’ ης η αίτηση να μην προχωρήσει με πλήρωση των επίδικων θέσεων μετά από επιλογή από τους ήδη υπηρετούντες στην Αρχή υπαλλήλους, αλλά να προχωρήσει με δημοσίευση και προκήρυξη των θέσεων, παρέχοντας το δικαίωμα και σε εξωτερικούς υποψηφίους να λάβουν μέρος στη διαδικασία επιλογής. Σε αυτήν δε τη διαδικασία, της εξωτερικής προκήρυξης, ο αιτητής έλαβε μέρος ανεπιφύλακτα, αποδεχόμενος έτσι την επιλογή της καθ’ ης η αίτηση. Ως εκ τούτου, δεν νομιμοποιείται εκ των υστέρων και αφού ο ίδιος δεν επιλέγηκε να εγείρει λόγους ακύρωσης προς αμφισβήτηση της επιλογής της καθ’ ης η αίτηση να προκηρύξει εξωτερικά τις θέσεις (Ελισσαίου v. ΑΗΚ (2004) 3 Α.Α.Δ. 412, Οργανισμός Συγκοινωνιών Πάφου (Ο.ΣΥ.ΠΑ.) Λτδ ν Δημοκρατία, ΕΔΔ αρ. 96/20, ημερ. 24.01.2025).
Εν πάση δε περιπτώσει, ακόμα κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι ο αιτητής, παρά την ανεπιφύλακτη συμμετοχή του στη διαδικασία που η καθ’ ης η αίτηση επέλεξε να ακολουθήσει, εντούτοις διατηρεί έννομο συμφέρον να την αμφισβητήσει εκ των υστέρων, η θέση του πως η απόφαση για ανοικτή προκήρυξη και για εξωτερικούς υποψηφίους λήφθηκε χωρίς αιτιολογία και χωρίς να εξετασθεί προηγουμένως κατά πόσον υπήρχαν κατάλληλοι και άξιοι για επιλογή στη θέση από τους ήδη υπηρετούντες υπαλλήλους της Αρχής, δεν με βρίσκει σύμφωνη.
Συμφώνως του Κανονισμού 13(5) της Κ.Δ.Π. 291/86:
«(5) Κενή θέσις πρώτου διορισμού θα πληρούται, όπου τούτο είναι δυνατόν, διά του διορισμού καταλλήλου κατά την κρίσιν της Αρχής υποψηφίου, εκ των εκάστοτε υπηρετούντων υπαλλήλων, κατέχοντος τα απαιτούμενα προσόντα και ενδιαφερομένου διά την πλήρωσιν της θέσεως αυτής. Η Αρχή δύναται να επιλέξη όπως πλήρωση κενήν θέσιν πρώτου διορισμού είτε δι' επιλογής εκ των υποψηφίων υπαλλήλων ή διά της δημοσιεύσεως της θέσεως, συμφώνως προς την εν τη παραγράφω (4) ανωτέρω καθοριζομένην διαδικασίαν, οπότε οι υποψήφιοι υπάλληλοι δύνανται, εάν ούτως επιθυμώσι, να κριθώσι δι' επιλογήν ομού μετά των εξωτερικών αιτητών.»
Από το ανωτέρω λεκτικό είναι σαφές πως η Αρχή έχει διακριτική ευχέρεια να επιλέξει τον τρόπο πλήρωσης θέσης πρώτου διορισμού, εάν δηλαδή θα επιλέξει να προχωρήσει με εσωτερική γνωστοποίηση ή με δημοσίευση της θέσης, χωρίς να απαιτείται να αιτιολογήσει την επιλογή της. Προς τούτο συμφωνώ και υιοθετώ το σκεπτικό και τα κριθέντα από τον νυν Πρόεδρο του Διοικητικού Δικαστηρίου στην απόφαση Κωνσταντίνου ν ΑΗΚ, Συνεκδ. Υποθ. αρ. 321/2018 και 1706/2018, ημερ. 08.03.2021, στην οποία η κα Στιβαρού παρέπεμψε κατά την ακρόαση και η οποία, ως η ευπαίδευτη δικηγόρος επεσήμανε, υιοθετήθηκε στην απόφαση Τσιάκκα ν ΑΗΚ, Συνεκδ. Υποθ. αρ. 320/2018 και 1708/2018, ημερ. 16.03.2023. Είναι δε και η δική μου θεώρηση πως η διακριτική ευχέρεια της καθ’ ης η αίτηση για προκήρυξη των κενών θέσεων πρώτου διορισμού, εκτός από τη ρητή πρόνοια του Κανονισμού 13(5), απορρέει και από τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της ίσης μεταχείρισης των διοικουμένων.
Ως προς τη δεύτερη προδικαστική ένσταση που εγείρεται, ήτοι την εισήγηση πως η παρούσα προσφυγή έχει καταχωριστεί εκπρόθεσμα καθότι η μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη είναι η πράξη ημερομηνίας 14.11.2017 για τον καταρτισμό του Πίνακα Διοριστέων, επίσης υιοθετώ τα κριθέντα στην Κωνσταντίνου (τα οποία υιοθετήθηκαν και στη Τσιάκκα) και ιδιαίτερα την επισήμανση πως, σύμφωνα με την προβλεπόμενη στον Ν.6(Ι)/1998 διαδικασία (για την οποία λεπτομερής αναφορά γίνεται κατωτέρω), «με την πράξη καταρτισμού του Πίνακα Διοριστέων, δεν ολοκληρώνεται η διαδικασία διορισμού, αλλά απαιτείται και η υπό της αρμόδιας αρχής υποβολή της προσφοράς διορισμού εκάστου υποψηφίου, ενώ ρητά προβλέπεται και η περίπτωση να µην προχωρήσει η αρμόδια αρχή στην πλήρωση των θέσεων ή ορισμένων από αυτές, αν κρίνει ότι οι υποψήφιοι που έχουν σειρά διορισμού, δεν είναι κατάλληλοι για διορισμό». Επιπλέον, ως επισημάνθηκε στην Κωνσταντίνου σε σχέση με την εκεί αιτήτρια και ισχύει και εν προκειμένω για τον αιτητή, δεν τίθεται εκ μέρους του οποιοσδήποτε ισχυρισμός και/ή ζήτημα εγκυρότητας και νομιμότητας του σχετικού Πίνακα Διοριστέων και, συνεπώς, ούτε και ζήτημα παρεμπίπτοντος ελέγχου του εν λόγω Πίνακα. Ως εκ τούτου, η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται καθότι ο αιτητής εμπρόθεσμα έχει αμφισβητήσει την τελική απόφαση για διορισμό των Ε/Μ, η οποία δεν είναι πράξη εκτέλεσης, ως η σχετική εισήγηση της καθ’ ης η αίτηση και των Ε/Μ, αλλά εκτελεστή διοικητική πράξη.
Αξιολογώντας ακολούθως τους λοιπούς λόγους ακύρωσης που ο αιτητής προωθεί, ούτε ο ισχυρισμός ότι πεπλανημένα εφαρμόστηκαν οι πρόνοιες του Ν.6(Ι)/1998 με βρίσκει σύμφωνη.
Ειδικότερα, ως ορθώς επισημαίνει η κα Στιβαρού, βάσει του ερμηνευτικού άρθρου 2 του Ν.6(Ι)/1998 (ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο):
«"δημόσια υπηρεσία" σημαίvει υπηρεσία υπαγόμεvη στη Δημoκρατία, εξαιρoυμέvης της υπηρεσίας στo στρατό, στηv εθvική φρoυρά και στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία, αλλά περιλαμβάvει τηv υπηρεσία […] στηv Αρχή Ηλεκτρισμoύ Κύπρoυ […].
[…]
"θέση" σημαίνει -
[…]
(β) θέση εισδοχής στη δημόσια υπηρεσία, της οποίας η αρχική κλίμακα δεν υπερβαίνει την κλίμακα Α8 του κυβερνητικού μισθολογίου, όπως αυτή ισχύει κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του εν λόγω Νόμου, για την οποία απαιτείται ως βασικό προσόν πανεπιστημιακό δίπλωμα ή ισότιμο προσόν […]».
Σύμφωνα δε με τις πρόνοιες του άρθρου 3 του Ν.6(Ι)/1998 (ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο και για ό,τι εδώ ενδιαφέρει):
«3.-(1) (α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου που αφορά τη δημόσια υπηρεσία […] σε οποιαδήποτε διαδικασία για διορισμό σε θέση στη δημόσια υπηρεσία, η επιλογή και ο διορισμός των υποψηφίων γίνονται με βάση -
(i) τα αποτελέσματα γραπτής εξέτασης,
(ii) τα αποτελέσματα προφορικής εξέτασης, εφόσον αυτή κριθεί αναγκαία από τη διορίζουσα αρχή, έστω και αν δεν επιβάλλει την προφορική εξέταση ο οικείος νόμος,
(iii) τα προσόντα, που με βάση τυχόν διατάξεις νόμου ή κανονισμού ή του οικείου για τη θέση σχεδίου υπηρεσίας, θεωρούνται ως πλεονέκτημα,
(iv) άλλα ακαδημαϊκά προσόντα,
(v) την πείρα που είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, και
(vi) την αξιολόγηση του οικείου Προϊσταμένου Τμήματος ή εξουσιοδοτημένου λειτουργού του.
(β) Η βαρύτητα που δίδεται από τη διορίζουσα αρχή στο καθένα από τα κριτήρια, που καθορίζονται στην παράγραφο (α), αποτιμάται σε μονάδες ως ακολούθως:
(i) Αποτελέσματα γραπτής εξέτασης: σύνολο μονάδων, με ανώτατο όριο τις 100 μονάδες˙
(ii) αποτελέσματα προφορικής εξέτασης, αν έχει διεξαχθεί: 0 έως 20 μονάδες˙
(iii) προσόντα που, με βάση τυχόν διατάξεις νόμου ή κανονισμού ή του οικείου για τη θέση σχεδίου υπηρεσίας, θεωρούνται ως πλεονέκτημα: 0 έως 5 μονάδες˙
(iv) άλλα ακαδημαϊκά προσόντα: 0 έως 3 μονάδες˙
(v) πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης: 0 έως 5 μονάδες:
Νοείται ότι οι μονάδες αυτές απονέμονται ανάλογα με τα χρόνια της ευδόκιμης πείρας και το βάρος που η διορίζουσα αρχή ή το αρμόδιο όργανο που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου αποδίδει στο σχετικό πιστοποιητικό υπηρεσίας˙ και
(vi) αξιολόγηση οικείου Προϊσταμένου Τμήματος ή εξουσιοδοτημένου λειτουργού του: 0 έως 5 μονάδες.
(5) (α) […]
(β) Αvαφoρικά με τη δημόσια υπηρεσία για τηv oπoία δεv εφαρμόζovται oι περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμoι, η γραπτή εξέταση διεξάγεται oπoτεδήπoτε κάθε έτoς, εφόσov έχoυv δημoσιευτεί κεvές θέσεις, σε ημερoμηvία και σε τόπo πoυ καθoρίζovται από τo όργαvo πoυ αvαφέρεται στηv παράγραφo 2(3) τoυ Παραρτήματoς και πoυ γvωστoπoιoύvται με σχετική αvακoίvωση στov ημερήσιo τύπo και στηv Επίσημη Εφημερίδα της Δημoκρατίας.
(6) Οι διατάξεις τoυ παρόvτoς Νoμoυ […] υπερισχύoυv τωv διατάξεωv κάθε άλλoυ vόμoυ πoυ ρυθμίζει θέματα αξιoλόγησης και επιλoγής υπoψηφίωv για διoρισμό σε θέση η oπoία πρoβλέπεται στov παρόvτα Νoμo.».
Σύμφωνα με τις επόμενες διατάξεις του Ν.6(Ι)/1998, η αρμόδια αρχή, με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας καθορίζει σε γενικές γραμμές την ύλη της γραπτής εξέτασης και γνωστοποιεί ότι οι επιτυχόντες στη γραπτή εξέταση υποβάλλονται σε προφορική εξέταση. Μετά τη διεξαγωγή της γραπτής εξέτασης και τη διόρθωση των γραπτών, καταρτίζεται από την αρμόδια Αρχή, µε βάση τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης, κατάλογος επιτυχόντων στη γραπτή εξέταση, ο οποίος και δημοσιεύεται στον ημερήσιο τύπο, σε τρεις τουλάχιστον εφημερίδες, καθώς και στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, μαζί µε τη σχετική βαθμολογία στο κάθε θέμα της εξέτασης. Ακολουθεί η κλήση των υποψηφίων σε προφορική εξέταση, με τον αριθμό τους να περιορίζεται στο τριπλάσιο των κενών θέσεων. Μετά δε τη διεξαγωγή της προφορικής εξέτασης (και όχι σε προγενέστερο στάδιο ως εισηγείται ο αιτητής), η διορίζουσα αρχή βαθμολογεί τους υποψηφίους που έχουν παρουσιαστεί και που έχουν κριθεί, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 3(1)(β)(ii)-(vi). Ως εκ τούτου, η προβλεπόμενη από τον Νόμο διαδικασία ρητώς καθορίζει ότι οι προβλεπόμενες μονάδες (και) για τυχόν προσόντα που, με βάση το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, θεωρούνται ως πλεονέκτημα, αποδίδονται μετά τη διεξαγωγή της προφορικής εξέτασης.
Μετά τη συμπλήρωση της απovoμής τωv μovάδωv και αφoύ o μέσoς όρoς της βαθμoλoγίας πoυ δόθηκε για κάθε έvα από τα κριτήρια πoυ αvαφέρovται στο άρθρο 3(1)(β)(ii)-(vi) πρoστεθεί στις μovάδες πoυ oι υπoψήφιoι έλαβαv στη γραπτή εξέταση, η διoρίζoυσα αρχή καταρτίζει Πίvακα, στον οποίο αvαγράφovται oι υπoψήφιoι κατά σειρά συvoλικώv μovάδωv πoυ o καθέvας από αυτoύς συγκέvτρωσε, έτσι πoυ πρώτoς στη σειρά vα είvαι o υπoψήφιoς με τo μεγαλύτερo αριθμό συvoλικώv μovάδωv. Ο δε Πίνακας σε σχέση με την ΑΗΚ, χρησιμοποιείται για την πλήρωση θέσεων που είναι κενές κατά την ημερομηνία καταρτισμού του και για τις θέσεις που θα κενωθούν στο διάστημα ενός χρόνου από την ημερομηνία καταρτισμού του. Η διορίζουσα αρχή προβαίνει στην πλήρωση των κενών θέσεων µε την προσφορά στους υποψηφίους διορισμού σε αυτές, µε βάση τη σειρά κατάταξής τους στον Πίνακα και μέχρι τη συμπλήρωση των κενών θέσεων. Η διορίζουσα αρχή μπορεί, µε αιτιολογημένη απόφασή της να µην προχωρήσει στην πλήρωση των θέσεων ή ορισμένων από αυτές, αν κρίνει ότι οι υποψήφιοι που έχουν σειρά διορισμού δεν είναι κατάλληλοι για διορισμό.
Την ανωτέρω διαδικασία ακολούθησε η καθ’ ης η αίτηση εν προκειμένω και ως εκ τούτου οι ισχυρισμοί του αιτητή περί πεπλανημένης εφαρμογής των προνοιών του Ν.6(Ι)/1998, αλλοίωσης του σχεδίου υπηρεσία της θέσης, δικής του υπεροχής σε προσόντα, αξία και πείρα, εσφαλμένου αποκλεισμού του στη βάση μόνο των αποτελεσμάτων της γραπτής εξέτασης και παραγνώρισης του πλεονεκτήματός του, απορρίπτονται ως αβάσιμοι. Η δε επιστολή του δικηγόρου του αιτητή, ημερομηνίας 12.10.2017, μετά δηλαδή την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της γραπτής εξέτασης, ως ορθώς υποβάλλει η κα Στιβαρού, δεν έχρηζε οποιασδήποτε απάντησης από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, καθότι με αυτήν δεν υποβλήθηκε οποιοδήποτε συγκεκριμένο αίτημα εκ μέρους του αιτητή.
Αναφορικώς, όμως, με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι, από τα στοιχεία που έχουν επισυναφθεί στην Ένσταση της καθ’ ης η αίτηση, δεν προκύπτει κατά πόσον διενεργήθηκε δέουσα έρευνα ως προς την κατοχή από τα Ε/Μ του απαιτούμενου προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας, καταλήγω στα ακόλουθα:
Καταρχάς σημειώνεται ότι ο εν λόγω ισχυρισμός ανεπίτρεπτα διευρύνεται στο πλαίσιο της απαντητικής αγόρευσης του αιτητή και σε πρόσθετη απαίτηση του Σχεδίου Υπηρεσίας, ήτοι στην απαίτηση για εγγραφή στο ΕΤΕΚ, ισχυρισμός ο οποίος, εν πάση περιπτώσει, απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα είναι τα ακόλουθα (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):
1. Πανεπιστημιακό ή άλλο ισότιμο ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος πτυχίο ή δίπλωμα σε ένα από τα ακόλουθα θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών: Ηλεκτρολογία, Ηλεκτρονική, Μηχανολογία, Φυσική, Μαθηματικά, Οικονομικά, Διοίκηση Επιχειρήσεων.
2. Μέλος του ΕΤΕΚ ή Μέλος οποιουδήποτε άλλου Σώματος, εφόσον απαιτείται για σκοπούς εξάσκησης επαγγέλματος.
3. Ισχυρή, ευχάριστη προσωπικότητα και ηγετικά χαρίσματα και διοικητική ικανότητα.
4. Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας.
Όπως προκύπτει από τον Πίνακα που καταρτίστηκε από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή (Παράρτημα 10 στην Ένσταση), για όσους εκ των υποψηφίων ήταν απαραίτητη η εγγραφή τους στο ΕΤΕΚ, περιλαμβανομένων των Ε/Μ 1 και 4, ρητώς αναγράφεται στον Πίνακα ότι οι υποψήφιοι είναι μέλη του ΕΤΕΚ σε συγκεκριμένο κλάδο (στη Μηχανολογική Μηχανική για το Ε/Μ 1 και στην Ηλεκτρολογική Μηχανική για το Ε/Μ 4).
Ως προς το απαιτούμενο, όμως, προσόν της πολύ καλής γνώσης της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας, η θέση του αιτητή, στο πλαίσιο της απαντητικής του αγόρευσης, πως η αξιολόγηση των συνημμένων στις αιτήσεις των Ε/Μ πιστοποιητικών αποτελούσε αρμοδιότητα της καθ’ ης η αίτηση και ως εκ τούτου δεν θα πρέπει το Δικαστήριο να προχωρήσει σε πρωτογενή έλεγχο αυτών, είναι ορθή.
Χωρίς να παραγνωρίζω τα εν λόγω πιστοποιητικά που εντοπίζονται, πράγματι, στον διοικητικού φάκελο, ούτε τις βαθμολογίες που τα Ε/Μ εξασφάλισαν στη γραπτή εξέταση στα Μέρη που αφορούσαν την Ελληνική και την Αγγλική γλώσσα, δεν έχω εντοπίσει καταγεγραμμένη κρίση της καθ’ ης η αίτηση ως προς την πλήρωση του απαιτούμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας από τους υποψηφίους που κλήθηκαν σε προσωπική συνέντευξη. Τούτο δε παρά την αναφορά στη σχετική δημοσίευση των αποτελεσμάτων της γραπτής εξέτασης πως:
«[…] σε προσωπική συνέντευξη θα κληθεί αριθμός υποψηφίων ίσος με το τριπλάσιο των κενών θέσεων που έχουν δημοσιευτεί ή κενωθεί ή δημιουργηθεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2017, κατά σειρά επιτυχίας, αφού πρώτα ελεγχθεί κατά πόσον οι υποψήφιοι κατέχουν όλα τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, καθώς επίσης και τις άλλες αναγκαίες προϋποθέσεις».
Στο σύγγραμμα του Μιχάλη Ν. Πικραμένου «Η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων και ο ακυρωτικός δικαστικός έλεγχος»[1], αναφέρονται σχετικώς τα ακόλουθα (η υπογράμμιση είναι του δικαστηρίου):
«1. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η έκδοση μιας διοικητικής πράξης ερείδεται σ’ έναν ή περισσότερους κανόνες δικαίου που συγκαθορίζουν το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου οφείλει να κινείται το διοικητικό όργανο σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας. Τούτο σημαίνει ότι το διοικητικό όργανο πρώτα μελετά και ερμηνεύει τη σχετική, με την εκάστοτε υπόθεση που καλείται να χειρισθεί, νομοθεσία και στη συνέχεια προχωρεί στην υπαγωγή του πραγματικού υλικού προκειμένου να καταλήξει σε οριστική κρίση. Θα μπορούσε ως εκ τούτου να θεωρηθεί ότι η αιτιολογία της διοικητικής πράξης συναπαρτίζεται από νομικά και πραγματικά στοιχεία τα οποία μπορεί να πλήξει ο ενδιαφερόμενος με την αίτηση ακυρώσεως προκειμένου να επιτύχει την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης, βλαπτικής γι’ αυτόν, διοικητικής πράξης. Εξάλλου, δεν αποκλείεται η αυτεπάγγελτη εξέταση από τον ακυρωτικό δικαστή λόγων ακυρώσεως που συνδέονται με τη νομική θεμελίωση της διοικητικής πράξης όπως αυτή αποκαλύπτεται από την αιτιολογία της. Στο πλαίσιο αυτό το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να κρίνει ότι η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη βρίσκει έρεισμα σε άλλες διατάξεις του νόμου από εκείνες που επικαλείται η προσβαλλόμενη πράξη.
2. Ο αιτών έχει τη δυνατότητα να προβάλει ενώπιον του ακυρωτικού δικαστή πλημμέλειες κατά την επεξεργασία του πραγματικού της υπόθεσης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο. Το ερώτημα είναι αν ο ακυρωτικός δικαστής έχει την εξουσία, κατά την εξέταση των σχετικών λόγων ακυρώσεως, να υποκαθιστά τη Διοίκηση και να απορρίπτει την αίτηση ακυρώσεως όταν διαπιστώνει, κατά τη διερεύνηση του φακέλου της υπόθεσης σε σχέση με τους προβαλλόμενους λόγους, ότι είναι ορθή η εξενεχθείσα κρίση της με άλλη όμως αιτιολογία η οποία μπορεί να μην αποτέλεσε τη βάση των σκέψεων του διοικητικού οργάνου αλλά πάντως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου. Είναι προφανές ότι σε καμία περίπτωση ο ακυρωτικός δικαστής δεν μπορεί να προβαίνει σε πρωτογενή εκτίμηση και αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και επί τη βάσει συλλογιστικής που διαμορφώνει ο ίδιος, να οδηγείται ακολούθως σε απόρριψη της αιτήσεως καθ’ υποκατάσταση της εκτίμησης και αξιολόγησης του διοικητικού οργάνου. Αυτά τα όρια της εξουσίας του ακυρωτικού δικαστή είναι σύμφυτα με το χαρακτήρα της αιτήσεως ακυρώσεως ως ενδίκου βοηθήματος που εξετάζει αποκλειστικά τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και ασκεί οριακό έλεγχο στις επιλογές της Διοίκησης. […]»
Ως εκ τούτου, εντοπίζεται ως προς το εν λόγω σημείο κενό έρευνας και αιτιολογίας από την καθ’ η αίτηση και για τον λόγο αυτό η προσφυγή επιτυγχάνει.
Υπέρ του αιτητή και εναντίον της καθ’ ης η αίτηση επιδικάζονται έξοδα ύψους €1.800, πλέον ΦΠΑ.
Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.
[1] Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2012, σελ. 339.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο