Δ. Λ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 790/2019, 30/3/2025
print
Τίτλος:
Δ. Λ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 790/2019, 30/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                                                                               Υπόθεση Αρ. 790/2019  

                                                  

31 Μαρτίου, 2025

 

                                             [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

Δ. Λ.

Αιτήτρια

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

                                                                               Καθ' ης η Αίτηση

   

 __________________

 

Δημοσθένης Στεφανίδης, Δικηγόρος της Αιτήτριας.

Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Δικηγόρο της Καθ’ ης η αίτηση.

Χρ. Νεοφύτου, για Νεοφύτου & Νεοφύτου Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόροι Ενδιαφερομένου Μέρους Αρ.1 Ε. Ρ. Ν..

  ___________________

                                                

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή ζητά:

«Δήλωση ή/και απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της καθ' ης η αίτηση, η οποία δημοσιεύθηκε στις 15.3.2019 στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αρ. 5181, υπ' αρ. γνωστοποίησης 181 (Παράρτημα Α στην προσφυγή) με την οποία προήχθησαν από την 15.2.2019 στη μόνιμη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού, 2 ης Τάξης (Κτηματολογίου) Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα 1. Εxxxxxxx Ρ. Νιxxxxxxx, 2. Κxxxxxxx Μxxxxxxx, 3. Φxxx Κxxxxxxx, 4. Εxx Κxxxxxxx - Λxxxxxx, 5. Σxxxxx Κxxxxxxx - Κxxxxxxx, 6. Ρxxx Αxxxxxxx, 7. Χxxxxxxx Μ. Κxxxxxxx, 8. Αxxxxxxx Κxxxxxxx, 9. Ιxxxxxx Α. Θxxxxxxx, 10. Σxxxxxxx Γ. Λxxxxxxx, 11. Εxxxxxxx Σxxxxxxx- Χxxxxxxxxxxxx και 12. Χxxxxxx Πxxxxxxx - Σxxxxx, αντί και/ή της αιτήτριας, είναι άκυρη, παράνομη και στερείται κάθε εννόμου αποτελέσματος.»

 

Στο στάδιο της καταχώρησης της γραπτής της Αγόρευσης, μετά από προδικαστική ένσταση της Καθ’ ης η αίτηση ότι η προαγωγή  της Χxxxxxxx Πxxxxxxx – Σxxxxxx έγινε με διαφορετική διοικητική διαδικασία από ότι για τα πρώτα 11 Ενδιαφερόμενα Μέρη, η Αιτήτρια απέσυρε την προσφυγή της ενάντια στο εν λόγω πρόσωπο.

 

Ως προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα του διοικητικού φακέλου ο οποίος έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο, τα γεγονότα που αφορούν την παρούσα υπόθεση, ήτοι την προαγωγή των Ενδιαφερομένων Μερών 1 - 11, έχουν ως εξής:

 

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, με επιστολή του ημερομηνίας 3.8.2018, η οποία λήφθηκε στο Γραφείο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας αυθημερόν, υπέβαλε εκ μέρους της αρμόδιας αρχής, πρόταση για πλήρωση, μεταξύ άλλων, 11 κενών μόνιμων θέσεων Κτηματολογικού Λειτουργού, 2ης Τάξης (Κτηματολογίου), Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.  Στη συνεδρία της Επιτροπής ημερομηνίας 30.08.2018 αποφάσισε να επιληφθεί του θέματος πλήρωσης των εν λόγω κενών θέσεων προαγωγής σε ημερομηνία που θα οριζόταν αργότερα και στη συνεδρία να παραστεί και ο Διευθυντής Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.

 

Στη συνεδρία της Επιτροπής ημερομηνίας 28.1.2019, ο Διευθυντής Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, αφού σύστησε για προαγωγή τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, αποχώρησε από τη συνεδρία. Η Επιτροπή στη συνέχεια προέβη σε σύγκριση και αξιολόγηση των υποψηφίων και αφού εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το Φάκελο Πλήρωσης της θέσης, καθώς και από τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, έλαβε υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή και αφού στάθμισε και συνεκτίμησε τα τρία κριτήρια αξιολόγησης (αξία, προσόντα, αρχαιότητα), έκρινε ότι τα 11 Ενδιαφερόμενα Μέρη τα οποία είχαν λάβει τη σύσταση του Διευθυντή υπερείχαν των άλλων υποψηφίων. Δεδομένων τούτων, τους επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους και αποφάσισε να προσφέρει σε αυτούς προαγωγή στη μόνιμη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού, 2ης Τάξης (Κτηματολογίου), Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, από 15.2.2019.

 

 Η απόφαση της ΕΔΥ, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 15.3.2019 και εναντίον αυτής καταχωρείται η παρούσα προσφυγή, όπου ο δικηγόρος της αιτήτριας προωθεί με τις αγορεύσεις του ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί για τους ακόλουθους λόγους.

 

Πρωτίστως, η Αιτήτρια προβάλει τη θέση ότι, η σύσταση του Διευθυντή υπέρ των Ενδιαφερομένων Μερών είναι εσφαλμένη και ελήφθη υπό πλάνη. Συγκεκριμένα τονίζει ότι, η σύσταση έπασχε, καθώς στηρίζεται στη πεπλανημένη θέση ότι η Αιτήτρια υστερεί σε αξία των συστηθέντων, αφού η διαφορά μέχρι 4 «Εξαίρετα» μεταξύ των υποψηφίων, την οποία έχει η πελάτιδά του έναντι των 11 Ε/Μ, αναδεικνύει όλους τους υποψηφίους ως ισοδύναμους. Ακόμα προβάλει ότι, ο Διευθυντής παραγνώρισε την υπεροχή της σε αρχαιότητα έναντι όλων των υποψηφίων, τόσο στην κατεχόμενη όσο και στην προηγούμενη θέση. Ως ξεχωριστός λόγος προβάλλεται η θέση περί πολλαπλώς πάσχουσας απόφασης της ΕΔΥ, για τους ίδιους λόγους που προβάλλεται ότι πάσχει η σύσταση του Διευθυντή.

 

Ως άλλους λόγους ακύρωσης, η Αιτήτρια προβάλει ότι, «Το σύστημα αξιολόγησης και ίδια οι σχετικοί Κανονισμοί που το διέπουν συνολικά προσκρούει και τυγχάνει αντίθετο επί υπέρτερης πηγής δικαίου, ήτοι στα Άρθρα 26(Ι) και 28(Ι) του Νόμου 158(Ι)/99 και επί ισότητας των όπλων». Σε συνέχεια τούτου, ως προς το σύστημα αξιολόγησης, υποστηρίζει ότι, «Το σύστημα αξιολόγησης και οι Σχετικοί Κανονισμοί προσκρούουν στο Άρθρο 41(2)(γ) του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ, στην αρχή της διαφάνειας και του Κράτους Δικαίου». Ακόμα, υποστηρίζει ότι, «Το σύστημα αξιολόγησης και οι σχετικοί Κανονισμοί προσκρούουν στο Άρθρο 43 του Ν. 158(Ι)/99 στα πλαίσια του προληπτικού, πραγματικού και λυσιτελούς δικαιώματος ακρόασης και συναφούς προστασίας».

 

Αντίθετα, η δικηγόρος της Καθ΄ης η Αίτηση, αποφεύγοντας να σχολιάσει στην αγόρευση της τη κύρια θέση της Αιτήτριας ότι, η ελάχιστη διαφορά που αυτή έχει με τα ενδιαφερόμενα μέρη και είναι μικρότερη από 5 «Εξαίρετα» σύμφωνα με τη νομολογία την καθιστά ισοδύναμη, προβάλει ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν καθόλα ορθή, νόμιμη, απόλυτα αιτιολογημένη και βρίσκεται σε πλήρη σύμπνοια με τα στοιχεία των φακέλων. Περαιτέρω επί του θέματος, κατά τις Διευκρινήσεις της υπόθεσης η κα.Κοτσώνη ήταν κατηγορηματική ότι «Δεν έχει δοθεί οποιαδήποτε υπεροχή για την αξία σε οποιονδήποτε υποψήφιο», ενώ  στην απόφαση της ΕΔΥ «ουδέποτε έγινε αναφορά ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε ή η αιτήτρια υστερεί σε αξία», παραπέμποντας στο κείμενο της απόφασης απ’όπου ανέγνωσε σχετικό απόσπασμα. Ως προς τους λόγους ακύρωσης οι οποίοι αφορούν το σύστημα αξιολόγησης και τους σχετικούς Κανονισμοί που το διέπουν, ενώ επισημαίνει ότι αυτοί προσκρούουν στο δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, απαντά σχολιάζοντας τον κάθε ένα εξ αυτών με αναφορά σε σχετική νομολογία.

 

Τέλος, ο δικηγόρος του Ε/Μ αρ.1, στη σύντομη αγόρευση του, αρκέστηκε να επαναλάβει τα δεδομένα αναφορικά με τη βαθμολογία την οποία είχαν η πελάτιδά του και η Αιτήτρια, με σκοπό να καταδείξει την υπεροχή της πρώτης σε αξία.

 

 

Εξετάζοντας, καταρχήν, τους λόγους οι οποίοι προωθούνται από την Αιτήτρια και οι οποίοι προσβάλλουν το υφιστάμενο σύστημα αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων και τους Κανονισμούς που το διέπουν, διαπιστώνω τα ακόλουθα. Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι, αυτοί προσκρούουν στα Άρθρα 26(Ι) και 28(Ι) του Νόμου 158(Ι)/99, είναι αντίθετο στα Άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ, στα Άρθρα 41(2)(γ) και 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., στην Αρχή της Διαφάνειας και του Κράτους Δικαίου, την Αρχή της Αναλογικότητας, στην αρχή της αμεροληψίας (Άρθρο 42 του Ν.158(Ι)/99) αλλά ακόμα, στα πλαίσια του προληπτικού, πραγματικού και λυσιτελούς δικαιώματος ακρόασης και συναφούς προστασίας, ότι αντίκειται και στο Άρθρο 43 του Ν. 158(Ι)/99.

 

Ωστόσο, όπως υποδεικνύει επί τούτου του λόγου ακύρωσης και η ευπαίδευτη δικηγόρος των Καθ’ ων η Αίτηση, φαίνεται να παραβιάζεται ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, ο οποίος θέτει ρητή υποχρέωση σε κάθε διάδικο, δια των εγγράφων προτάσεών του, «να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως». Με βάσει τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μόνο ζητήματα τα οποία εγείρονται στη προσφυγή με την αναγκαία λεπτομέρεια, σαφήνεια και καθαρότητα, τυγχάνουν εξέτασης, ενώ στην αντίθετη περίπτωση η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο χωρίς περαιτέρω διερεύνηση (Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.α. (1993) 3 ΑΑΔ 598, B. Νικολάου και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1998) 3 862, Latomia Estate Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 2831, 2832 και 2840 της 13.7.2001, Κυπριακή Δημοκρατία ν. 1. Παναγιώτη Ευγενίου κ.ά. Α.Ε. 3493 ημερ. 15.6.2005).

 

Ενδεικτικό είναι το απόσπασμα από την απόφαση Latomia Estate Ltd (ανωτέρω):  

«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης. Όπως αναφέρεται ρητά στο σχετικό Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου,

"7. Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.”

Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης ενός συνταγματικού άρθρου, συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να συνοδεύουν τους ισχυρισμούς με εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία θα εφοδίαζαν το Δικαστήριο με το απαραίτητο υλικό που θα επέτρεπε την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφαση. (Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκουρή (1993) 3 ΑΑΔ 598)».

 

Ακόμα, στην απόφαση της Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου στην υπόθεση ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ (ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ) κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ, Υπόθεση Αρ. 107/2017 ημερομηνίας 11 Δεκεμβρίου 2017, αφού καταγράφηκαν αρκετά αποσπάσματα από αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η Ολομέλεια του Διοικητικού Δικαστηρίου κατέληξε ως εξής: 

«Διαχρονικά η ημεδαπή νομολογία επαναλαμβάνει ότι δεν εξετάζονται ζητήματα, τα οποία δεν τέθηκαν επακριβώς στην προσφυγή (βλ. Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210, Enotiadou v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 409, Republic v. L. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594, Solomou v. Republic (1984) 3 (A) C.L.R. 533, Παπαφώτης v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1302, Θεοδωρίδης v. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1989) 3 Α.Α.Δ. 1457, Ανδρέας Αζίνας v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508 και Κρητιώτη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 778).

 

Κατά συνέπεια, ο εγειρόμενος λόγος ακύρωσης δεν θα εξεταστεί και απορρίπτεται.»

 

Ανατρέχοντας στο κείμενο της προσφυγής της Αιτήτριας, σε συνάρτηση με τους συγκεκριμένους λόγους ακύρωσης, τους οποίους αναλύει εκτενώς ο δικηγόρος της στην αγόρευση του, διαπιστώνω ότι αυτοί δεν αντιστοιχούν σε συγκεκριμένους λόγους ακύρωσης στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως και εν πάση περιπτώσει δεν δικογραφούνται με την αναγκαία λεπτομέρεια και σαφήνεια που επιβάλει η νομολογία. Ως εκ τούτου, οι επίδικοι λόγοι ακύρωσης, οι οποίοι στρέφονται κατά του συστήματος αξιολόγησης, δεν θα εξεταστούν και απορρίπτονται.

 

Προς εξέταση, ακολούθως, του κύριου λόγου ακύρωσης τον οποίο προωθεί η Αιτήτρια, ότι δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα της πεπλανημένης και συνεπώς πάσχουσας σύστασης του Διευθυντή, όπου εν συνεχεία στηρίχθηκε η κρίση της ΕΔΥ, κρίνω απαραίτητο να παραθέσω το απόσπασμα των πρακτικών της συνεδρίας της Επιτροπής ημερομηνίας 28.1.2019, όπου καταγράφεται η σύσταση του Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, υπέρ των Ενδιαφερομένων Μερών (η έμφαση προστίθεται).

          «Για σκοπούς υποβολής της σύστασή μου και προκειμένου να σχηματίσω πλήρη εικόνα σε σχέση με την εν γένει αξία και καταλληλότητα κάθε υποψηφίου έχω μελετήσει και αξιολογήσει με προσοχή το σύνολο των στοιχείων από τους Προσωπικούς τους Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών τους Εκθέσεων στο μέρος που αφορούν τον ουσιώδη χρόνο της διαδικασίας και έχοντας υπόψη στο σύνολό τους τα καθιερωμένα κριτήρια προαγωγής, δηλαδή την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα. Ειδικά όσον αφορά τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις, σημειώνω ότι έλαβα υπόψη τη γενική εικόνα των υποψηφίων, όπως αυτή προκύπτει από το σύνολο των Εκθέσεων που έχουν υποβληθεί γι’ αυτούς.

Στον κατάλογο υπάρχουν 21 υποψήφιοι οι οποίοι κατά τον ουσιώδη χρόνο της πρότασης καθώς και σήμερα είχαν και έχουν τα απαιτούμενα προσόντα που προβλέπονται από το Σχέδιο Υπηρεσίας και είναι κατάλληλοι.

Συστήνονται οι Νxxxxxxx Εxxxxxxx, Μxxxxxxx Κxxxxxxx, Αxxxxxxx Ρxxx, Κxxxxxxxxxx Φxxx, Κxxxxxxx Αxxxxxx, Κxxxxxxx Χxxxxxxxx, Λxxxxxxxx Σxxxxxxxxxx, Κxxxxxxx-Κxxxxxxx Σxxxxx, Θxxxxxxx Ιxxxxx, Λxxxxxx-Κxxxxxxxxx Εxx  και Χxxxxxxxxxxxx-Σxxxxxx Εxxxxxxx.

Αυτοί που συστήνονται δεν υστερούν σε αξία με τους υποψηφίους που έπονται τούτων στον κατάλογο αρχαιότητας και προηγούνται αυτών σε αρχαιότητα. Ο υποψήφιος Π. Π. και ο υποψήφιος Ι. Κ., που προηγούνται σε αρχαιότητα αυτών που συστήνονται, έχουν καταδικαστεί από την Επιτροπή ∆ημόσιας Υπηρεσίας για σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα, τα οποία για δέκα χρόνια αποτελούν στοιχείο κρίσης. Οι υποψήφιοι Λxxxxxx ∆xxxx και Π. Χ., οι οποίοι επίσης προηγούνται σε αρχαιότητα αυτών που συστήνονται, υστερούν τούτων σε αξία στα τελευταία χρόνια.  Έχω λάβει υπόψη μου, επίσης, ότι από τους μη συστηθέντες υποψηφίους η Σ.-Π. Χ. (α/α 16) διαθέτει ∆ίπλωμα ∆ημόσιας ∆ιοίκησης και οι Πρ. Στ. (α/α 20) και Χρ. Ά.(α/α 21) διαθέτουν Associate in Business Management και Associate of Business Administration, αντίστοιχα, προσόντα που είναι σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, δεν απαιτούνται όμως, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα και, ως εκ τούτου, απέδωσα σ’ αυτά τη βαρύτητα που τους αναλογεί.  Οι εν λόγω όμως υποψήφιοι υστερούν σε αρχαιότητα και δεν υπερέχουν ή/και υστερούν σε αξία με έμφαση στα τελευταία χρόνια.

Στο σημείο αυτό ο ∆ιευθυντής αποχώρησε από τη συνεδρία.»

 

Στη συνέχεια, όπως φαίνεται στο ίδιο πρακτικό της συνεδρίας ημερομηνίας 28.1.2019, η Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολό τους, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια, τις συστάσεις του ∆ιευθυντή, τα προσόντα και την αρχαιότητά τους, επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους τους 11 υποψήφιους τους οποίους σύστησε ο Διευθυντής και αποφάσισε να προσφέρει σ΄ αυτούς προαγωγή στην επίδικη θέση. Όπως καταγράφεται ρητώς στο σχετικό πρακτικό, η ΕΔΥ, όπως και ο Διευθυντής κατά τη σύσταση του προηγουμένως, έκρινε ότι η Αιτήτρια υστερεί σε αξία. Αναφέρεται συγκεκριμένα στο πρακτικό της απόφασης, ως αιτιολογία από την Καθ’ ης η Αίτηση, ότι, «Επίσης, οι επιλεγέντες υστερούν σε αρχαιότητα και των υποψηφίων με α/α 3, Λάμπρου Δέσπως, και α/α 4, Π. Χ., οι οποίοι υστερούν όμως έναντι αυτών σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις, με έμφαση στα τελευταία έτη. Επιπλέον οι επιλεγέντες διαθέτουν υπέρ τους τη σύσταση του Διευθυντή, η οποία συνάδει με τα στοιχεία των Φακέλων»

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι ετήσιες αξιολογήσεις που λήφθηκαν υπόψιν από την ΕΔΥ, όπως επεξήγησε στο στάδιο του πρόσφατου επανανοίγματος της υπόθεσης η Νομική Υπηρεσία, αφορούν τα 5 τελευταία έτη και συγκεκριμένα τα έτη 2013 μέχρι 2017 και όχι από 2014 μέχρι και 2018 όπως, προφανώς εκ λάθους, αναφέρει ο κ.Στεφανίδης στην αγόρευση του.  

 

Όπως προκύπτει από τα έγγραφα τα οποία έχουν κατατεθεί στο Δικαστήριο και έχει ξεκαθαριστεί κατά το επανάνοιγμα της υπόθεσης για σκοπούς Διευκρινήσεων επί των ετήσιων αξιολογήσεων, τα δεδομένα των υποψηφίων ως προς τα τρία κριτήρια αξιολόγησης - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - έχουν ως εξής:

Ως προς την αξία, στις Ετήσιες Αξιολογήσεις της Αιτήτριας για το έτος 2017 είχε αξιολογηθεί με 8 «Εξαίρετα» ενώ και για τα έτη 2013, 2014, 2015 και 2016 με 7 «Εξαίρετα» και 1 «Πολύ Ικανοποιητικά», έχοντας συνολική αξιολόγηση για την υπό κρίση πενταετία 36 «Εξαίρετα» έναντι 4 «Πολύ Ικανοποιητικά». Για την υπό αξιολόγηση περίοδο, τα Ε/Μ αρ. 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 10, έχουν σύνολο  40 «Εξαίρετα». Τα Ε/Μ αρ. 2 και 9, έχουν σύνολο 39 «Εξαίρετα» και 1 «Πολύ Ικανοποιητικά». Τα Ε/Μ αρ. 1 και 11, έχουν σύνολο 38 «Εξαίρετα» και 2 «Πολύ Ικανοποιητικά». Συνεπώς, η Αιτήτρια μειονεκτεί έναντι όλων των Ε/Μ από 1 μέχρι  4 «Εξαίρετα».

 

Ως προς τα προσόντα, όλοι οι υποψήφιοι έχουν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα και κρίθηκαν ως κατάλληλοι. Ενώ, από τους φακέλους προκύπτει ότι, ουδείς εκ των Αιτήτριας και των Ενδιαφερόμενων Μερών κατέχει πρόσθετα προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης.

 

Ως προς την αρχαιότητα, υπάρχει υπεροχή της Αιτήτριας σε αρχαιότητα έναντι όλων των υποψηφίων, καθώς αυτή προήχθη στην κατεχόμενη Θέση Βοηθού Κτηματολογικού Λειτουργού την 1.7.2008, ενώ το Ε/Μ 1 - Εxxxxxxx Ρ. Νxxxxxxx την 1.10.2009, το Ε/Μ 2 - Κxxxxxxx Μxxxxxxx την 1.10.2009, το Ε/Μ 3 - Φxxx Κxxxxxxxxxxx την 1.3.2010, το Ε/Μ 4 - Εxx Κxxxxxxxxxx - Λxxxxxx την 1.8.2010, το Ε/Μ 5 - Σxxxxx Κxxxxxxx - Κxxxxxxx την 1.3.2010, το Ε/Μ 6 - Ρxxx Αxxxxxxxx την 1.10.2009, το Ε/Μ 7 - Χxxxxxxx Μ. Κxxxxxxx την 1.3.2010, το Ε/Μ 8 - Αxxxxxx Κxxxxxxx την 1.3.2010, το Ε/Μ 9 - Ιxxxxxx Α. Θxxxxxxx την 1.8.2010, το Ε/Μ 10 - Σxxxxxx Γ. Λxxxxxx την 1.3.2010 και το Ε/Μ 11 - Εxxxxxx Σxxxxxx - Χxxxxxxxxxxxx την 1.8.2010.

Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια στην κατεχόμενη θέση υπερέχει σε αρχαιότητα του Ε/Μ αρ.1 για 15 μήνες, του Ε/Μ αρ.2 για 15 μήνες, του Ε/Μ αρ.3 για 20 μήνες, του Ε/Μ αρ.4 για 25 μήνες, του Ε/Μ αρ.5 για 20 μήνες, του Ε/Μ αρ.6 για 15 μήνες, του Ε/Μ αρ.7 για 20 μήνες, του Ε/Μ αρ.8 για 20 μήνες, του Ε/Μ αρ.9 για 25 μήνες, του Ε/Μ αρ.10 για 20 μήνες και του Ε/Μ αρ.11 για 25 μήνες.

Όπως ακόμα σημειώνει ο δικηγόρος της Αιτήτριας και επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων, η Αιτήτρια υπερέχει σε αρχαιότητα έναντι των Ε/Μ αρ. 2 - 11 και στην προηγούμενη της κατεχόμενης θέση, Θέση Διορισμού, Κτηματολογικού Γραφέα 1ης Τάξης (Κλ.Α7) & 2ης Τάξης (Κλ. Α2-Α5) αφού αυτή διορίσθηκε την 8.11.1985, ενώ τα Ε/Μ 2 - Κxxxxxxx Μxxxxxxx την 1.8.1991, Ε/Μ 3 - Φxxx Κxxxxxxxxxxxx στις 16.9.1991, Ε/Μ 4 - Εxx Κxxxxxxxxxx - Λxxxxx στις 16.9.1991, Ε/Μ 5 - Σxxxxxx Κxxxxxxx - Κxxxxxxx στις 16.9.1991, Ε/Μ 6 - Ρxxx Αxxxxxxxx στις 16.9.1991, Ε/Μ 7 - Χxxxxxxx Μ. Κxxxxxxx στις 16.9.1991, Ε/Μ 8 - Αxxxxxx Κxxxxxxx στις 16.9.1991, Ε/Μ 9 - Ιxxxxxx Α. Θxxxxxx στις 16.9.1991, Ε/Μ 10 - Σxxxxxxx Γ. Λxxxxxx στις 16.9.1991 και Ε/Μ 11 - Εxxxxxxx Σxxxxxx - Χxxxxxxxxxxxx στις 20.4.1993.  

 

Προβάλλοντας την οριακή διαφορά στις Ετήσιες Αξιολογήσεις της Αιτήτριας σε συνάρτηση με την προαναφερθείσα υπεροχή της Αιτήτριας σε αρχαιότητα έναντι όλων των Ενδιαφερόμενων Μερών, ο κ.Στεφανίδης επιχειρηματολογεί ότι πάσχει η σύσταση του Διευθυντή αφού, «Η νομολογία έχει υιοθετήσει την άποψη ότι διαφορά μέχρι και 5 εξαίρετα στις υπηρεσιακές εκθέσεις παραπέμπει σε ουσιαστική ισοδυναμία και δεν μπορεί να προσδώσει οποιαδήποτε υπεροχή». Προς υποστήριξη της θέσης του, κυρίως μέσω  της απαντητικής του αγόρευσης, παραπέμπει το Δικαστήριο στις αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Βασιλειάδης κ.ά. v. Tσιάππα κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 403, Σπύρου κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Α.Ε. 232/2012 κ.α., ημερ. 19.7.2019 και Πιερίδου ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Α.Ε. 107/2014, ημερ. 10.12.2020, ECLI:CY:AD:2020:C423, καθώς και σε πρόσφατες αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου.

 

Έχοντας μελετήσει την εν λόγω νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θα συμφωνήσω ότι επιβεβαιώνεται η θέση της Αιτήτριας. Προς οικονομία του χρόνου του Δικαστηρίου, παραθέτω σχετικό απόσπασμα από την πολύ πρόσφατη απόφαση μου στην Υπόθεση αρ. 762/2019, Ν. Γ. Ν.  ν.  Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 27.02.2025 ως εξής.

«Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του Αιτητή σχετικά παραπέμπει σε αποσπάσματα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κωνσταντίνος Μ. Δημητρίου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας στις Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 254/2008 και 637/2008, ημερομηνίας 26.7.2012, όπου στις σελίδες 5, 8 και 11 γίνεται αναφορά στην Σωφρόνης Πατσαλίδης κ.ά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθ. Έφεση Αρ. 183/06, ημερ. 2.11.2011, όπου τα δεδομένα είναι παρόμοια με τη παρούσα υπόθεση.

«Αμφισβητώντας τη νομιμότητα της πιο πάνω σύστασης, ο αιτητής Δημητρίου ισχυρίζεται ότι (…) Σύμφωνα με την εισήγηση του, παραγνωρίστηκε και η «σημαντική υπεροχή» του σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους Σ. Βαλανίδη — (δυόμισι χρόνια) — η οποία συνιστούσε και υπέρτερη πείρα και μετέβαλλε το ισοζύγιο της αξίας [σελ. 5]

 

(……………………)

 

Το ερώτημα εδώ είναι κατά πόσο η σύσταση έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων, ή εάν επαναλαμβάνει το περιεχόμενο τους, χωρίς οτιδήποτε περισσότερο, το οποίο θα συνιστούσε και την απαιτούμενη κατά το Νόμο (Άρθρο 35(4) — και κατά τη νομολογία — (βλ. Μοδίτης ν. Δημοκρατίας 2002) 3 Α.Α.Δ. 695) — αιτιολογία της. Ως προς τη βαθμολογημένη αξία των υποψηφίων, οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις που λήφθηκαν υπόψη (1997 - 2001) δεν παρουσιάζουν αξιόλογες διαφοροποιήσεις στη συνολική εικόνα τους. Συγκεκριμένα, για την πιο πάνω περίοδο, συγκέντρωσαν: ο αιτητής Τ. Παπαχριστοφόρου και το ενδιαφερόμενο μέρος Σ. Βαλανίδης 40 «εξαίρετος», τα ενδιαφερόμενα μέρη Ξ. Τσουδερός και Γ. Κυρατζής 39 «εξαίρετος» και Ι «πολύ ικανοποιητικός>) και ο αιτητής K. Δημητρίου 35 «εξαίρετος» και 5 «πολύ ικανοποιητικός».

 

Έχει νομολογηθεί ότι, στην αξιολόγηση των υπαλλήλων, η βαθμολόγηση κάποιου, σε μια περίοδο με τρία — πέντε «Εξαίρετος» περισσότερα από άλλους δεν του προσδίδει υπεροχή σε αξία έναντί τους και ότι πρέπει οι υπάλληλοι να θεωρούνται ισοδύναμοι (βλ. Σωφρόνης Πατσαλίδης κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 183/08,2/11/11). [Σελ. 8]

(……………………)

Η ανάλυση, όμως, της βαθμολογικής εικόνας των υποψηφίων, με τις διακυμάνσεις που εντοπίστηκαν, θεωρώ ότι δε δικαιολογεί τη σύσταση του Διευθυντή. Επρόκειτο, ουσιαστικά, για ισοδύναμους υπαλλήλους και, επομένως, η δήλωση περί υπεροχής αυτών που συστήθηκαν σε αξία και, η ένεκα τούτης, εξουδετέρωση της αρχαιότητας του αιτητή Κ. Δημητρίου δε συνάδει με το περιεχόμενο των φακέλων. [Σελ. 11 ]

 

Όπως έχει αναφερθεί κατ’ επανάληψη από τη νομολογία μας, η διαφορά στην αξιολόγηση υπαλλήλων μέχρι 5 «Εξαίρετος» σε μια πενταετία δεν προσδίδουν σε αυτόν που έχει τα περισσότερα υπεροχή σε αξία, αλλά πρέπει να θεωρούνται ισοδύναμοι. Μεταξύ της πλούσιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, παραθέτω ενδεικτικό απόσπασμα από την απόφαση στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 232/2012 και 239/2012, Σπύρου ν. Αρχή Λιμένων Κύπρου και Αγαπίου ν. Αρχή Λιμένων Κύπρου, ημερομηνίας 19 Ιουλίου 2019.

 

«Η νομολογία έχει υιοθετήσει την άποψη ότι διαφορά μέχρι και 5 εξαίρετα στις υπηρεσιακές εκθέσεις παραπέμπει σε ουσιαστική ισοδυναμία και δεν μπορεί να προσδώσει οποιαδήποτε υπεροχή. Επίσης έχει νομολογηθεί ότι ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα έχουν τα τελευταία χρόνια και ότι δεν είναι επιτρεπτό για τη διοίκηση να απομονώσει οριακές διαφορές μεταξύ των υποψηφίων από το απώτερο παρελθόν για να στοιχειοθετήσει διαφορά στο συγκεκριμένο κριτήριο. Αυτό που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η γενική αξιολόγηση ενός υποψηφίου και όχι αποσπασματικές διακυμάνσεις (βλ. Μαυρομμάτη v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 662Βασιλειάδης κ.ά. v. Tσιάππα κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 403, Πατσαλίδης v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 738Ελευθερίου v. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 120, Αττάς κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2012) 3 Α.Α.Δ. 438Δημοκρατία κ.ά. v. Πολυδώρου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 15)

 

 

 

Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, ο προϊστάμενος του τμήματος και/ή της υπηρεσίας, όπου υφίσταται η κενή θέση, βρίσκεται στην καταλληλότερη θέση να γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες της εν λόγω θέσης, αλλά και για να περιγράψει τις αρετές που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης, επισημαίνοντας ποιες από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος ταιριάζουν καλύτερα στις ανάγκες της επίδικης θέσης, ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος (βλ. Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (422) 3 Α.Α.Δ. 695). Η δε σημασία που αποδίδεται στη Σύσταση, στοχεύει ακριβώς στη διασφάλιση ότι κατά τη διαδικασία επιλογής, το διορίζον όργανο θα καθοδηγηθεί από τον προϊστάμενο που βρίσκεται σε μοναδική θέση να συμβουλεύσει την Επιτροπή επί των ιδιοτήτων και της αξίας των υφιστάμενών του (βλ. Constantinou ν. Republic (1984) 3 C.L.R. 498, 501, Κύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1435/99 κ.α., ημερ. 12.9.2001). Ωστόσο, σύμφωνα με τη νομολογία, η σύσταση του Προϊσταμένου του Τμήματος δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων, αλλά εμπεριέχει τη συμβουλή ή γνώμη του Προϊσταμένου ως προς τον κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα όπως αυτή αποτυπώνεται στους σχετικούς φακέλους (Μοδίτης ν Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695).

 

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα από το πρακτικό της ΕΔΥ, ο Διευθυντής προέβη σε λανθασμένη αναφορά σε υπεροχή όλων των Ενδιαφερομένων Μερών σε αξία έναντι της Αιτήτριας. Υπό πλάνη αναφέρθηκε πως,  «Οι υποψήφιοι Λxxxxxx ∆xxxx και Π. Χ., οι οποίοι επίσης προηγούνται σε αρχαιότητα αυτών που συστήνονται, υστερούν τούτων σε αξία στα τελευταία χρόνια», αφού όπως προκύπτει από τους διοικητικούς φακέλους και καταγράφεται αναλυτικά ανωτέρω, βάσει της προαναφερθείσα νομολογίας (Βασιλειάδης κ.ά. v. Tσιάππα κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 403), Αιτήτρια και Ενδιαφερόμενα Μέρη είναι ισοδύναμοι στο κριτήριο της αξίας.

 

Δεδομένου τούτου, καταλήγω ότι, η διαπίστωση του Διευθυντή ότι η Αιτήτρια υστερεί σε αξία έναντι όλων των Ενδιαφερόμενων Μερών συνιστά πλάνη, με αποτέλεσμα η Σύσταση του υπέρ των Ενδιαφερόμενων Μερών αυτών να πάσχει. Στην ίδια ακριβώς πλάνη, όπως υποδείχθηκε πιο πάνω, υπέπεσε και η ΕΔΥ, ενώ η σύσταση του Διευθυντή ήταν καθοριστική και εν πάση περίπτωση επηρέασε την ΕΔΥ στην επιλογή των Ε/Μ έναντι της Αιτήτριας. Αποτέλεσμα, τούτων των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου, είναι ο σχετικός λόγος ακύρωσης τον οποίο προωθεί η Αιτήτρια να επιτυγχάνει.

 

Η επίδικη απόφαση της Καθ' ης η αίτηση, με την οποία επέλεξε για προαγωγή τα Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα 1 – 11 αντί της Αιτήτριας, παρασύρεται σε ακύρωση.

 

Η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει.

 

Επιδικάζονται €1800 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον της Καθ’ ης η αίτηση.

 

Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο