
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 953/2020)
10 Μαρτίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Ι. Π.
Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΩΣ Ο ΚΑΤΑ ΝΟΜΟΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Καθ’ ου η Αίτηση
Κ. Χατζησέργη (κα), για Αιτήτρια
Φ. Χριστοφίδης, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ου η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η αιτήτρια στρέφεται κατά της απόφασης των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Υ.Κ.Α.), η οποία περιέχεται σε σχετική επιστολή ημερομηνίας 14.7.2020, και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για καταβολή εισφορών ως αυτοτελώς εργαζόμενου προσώπου, με βάση το πραγματικό εισόδημά της για το έτος 2020.
Η αιτήτρια, στις 29.4.2020, υπέβαλε στο Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων Λευκωσίας, αίτηση αυτοτελώς εργαζόμενου για πληρωμή εισφορών με βάση το πραγματικό εισόδημα, σύμφωνα με τον Κανονισμό 17(1) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Εισφορές) Κανονισμών του 2010 (Κ.Δ.Π. 289/2010). Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη-
«αυτοτελώς εργαζόμενος ο οποίος κατόπιν υποβολής αίτησης στον καθορισμένο από το Διευθυντή τύπο, συνοδευόμενης από αποδεικτικά στοιχεία για το εισόδημα του, ικανοποιεί το Διευθυντή ότι οι αποδοχές του είναι χαμηλότερες από το κατώτατο ποσό ασφαλιστέων αποδοχών της οικείας επαγγελματικής κατηγορίας, δικαιούται να καταβάλλει εισφορές πάνω στο ποσό των πραγματικών αποδοχών του.»
Η αίτηση της αιτήτριας εξετάστηκε από τις Υ.Κ.Α. και απορρίφθηκε, η δε απορριπτική απόφαση γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια δια της επιστολής ημερομηνίας 14.7.2020, στην οποία αναγράφονταν ως λόγος απόρριψης τα εξής:
«Από το ποσό των εξόδων που δηλώσατε στην ανάλυση των λειτουργικών εξόδων στην αίτηση σας, δεν έχουν ληφθεί υπόψη ποσά για τα οποία κρίθηκε ότι δεν σχετίζονταν αποκλειστικά με την άσκηση του επαγγέλματος σας. Ως εκ τούτου, δεν λήφθηκαν υπόψη για τον υπολογισμό του εβδομαδιαίου ποσού πάνω στο οποίο δηλώσατε ότι επιθυμείτε να καταβάλλετε εισφορές.».
Περαιτέρω, στην εν λόγω επιστολή αναφερόταν ότι, στη βάση των πιο πάνω και του προεκτεθέντος Κανονισμού 17, είχε αποφασιστεί ότι το ύψος του εβδομαδιαίου ποσού ασφαλιστέων αποδοχών της αιτήτριας για το έτος 2020, βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που είχαν προσκομιστεί, ήταν €242,80, ενώ το ύψος των εισφορών της στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων για κάθε τρίμηνο διάρκειας 13 εβδομάδων, ήταν €492,40.
Κατά της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης, καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή στις 9.10.2020.
Στην προμετωπίδα των λόγων ακύρωσης που προωθούνται, βρίσκεται ο ισχυρισμός περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση. Κατά τη σχετική εισήγηση, ο λειτουργός που εξέτασε την αίτηση της αιτήτριας, δεν εξέτασε επαρκώς και/ή καθόλου τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε προσκομίσει η αιτήτρια, χωρίς να διερευνηθεί σε πρώτο στάδιο εάν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία βασίζονται στην πραγματικότητα. Περαιτέρω, δεν ζητήθηκαν περαιτέρω λεπτομέρειες και/ή επεξηγήσεις από την αιτήτρια, με αποτέλεσμα η απορριπτική απόφαση να είναι αυθαίρετη, εσφαλμένη και αντίθετη με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 17 της Κ.Δ.Π. 289/2010.
Περαιτέρω, και σε άρρηκτη συνάφεια με τα πιο πάνω, η ευπαίδευτη συνήγορος για την αιτήτρια προβάλλει ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη επαρκώς αιτιολογημένη, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτη η διενέργεια δικαστικού ελέγχου της πράξης.
Επιπρόσθετα, προωθείται και ο ισχυρισμός περί παράνομης ανάκλησης μιας ευμενούς για την αιτήτρια πράξης.
Τέλος, δια συμπληρωματικής γραπτής αγόρευσης, η οποία καταχωρήθηκε μετά από άδεια του Δικαστηρίου, και αφού είχε προηγηθεί η έκδοση διατάγματος τροποποίησης της αίτησης ακυρώσεως, η συνήγορος της αιτήτριας προωθεί ισχυρισμούς περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης της αιτήτριας, αλλά και της αρχής της αναλογικότητας.
Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, λήφθηκε δε αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος, τη σχετική νομοθεσία και τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, είναι δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατ’ ορθήν ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και δεν διαπιστώνεται ούτε παραβίαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης της αιτήτριας, ούτε της αρχής της αναλογικότητας. Όλοι δε οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που προβάλλει η πλευρά της αιτήτριας, είναι αβάσιμοι και, ως τέτοιοι, υποκείμενοι σε απόρριψη.
Όπως αναφέρεται στο δικόγραφο της ένστασης, στα πλαίσια εξέτασης της αίτησης για τον καθορισμό του πραγματικού εισοδήματος της αιτήτριας, οι καθ’ ων η αίτηση έλαβαν υπόψη τους όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από την αιτήτρια, όπως προνοείται στο Μέρος V της Αίτησης, «Ανάλυση Λειτουργικών Εξόδων Αποκλειστικά για Άσκηση του Επαγγέλματος κατά το Προηγούμενο Ημερολογιακό Έτος». Ειδικότερα, αναφέρεται ότι υπολογίστηκαν ως έξοδα αποκλειστικά για την άσκηση του επαγγέλματος της αιτήτριας, ποσά για καύσιμα οχήματος για το έτος 2019 ύψους €1,140 αντί του ποσού ύψους €4,043, το οποίο είχε δηλώσει η αιτήτρια, καθότι οι αποδείξεις πληρωμής για καύσιμα από το Πρατήριο Πετρελαιοειδών που προσκομίστηκαν, δεν ανέγραφαν οποιαδήποτε στοιχεία (ονοματεπώνυμο, στοιχεία αυτοκινήτου) που να αποδεικνύουν ότι αφορούσαν την αιτήτρια ούτε και έφεραν οποιαδήποτε αρίθμηση. Περαιτέρω, συνεχίζουν οι καθ’ ων η αίτηση, το ποσό ύψους €510 που δηλώθηκε στην Αίτηση ως έξοδα κατανάλωσης ηλεκτρισμού, καθώς και ποσό ύψους €200 που δηλώθηκε κι αυτό στην Αίτηση και αφορούσε πετρελαίου θέρμανσης, επίσης υπολογίστηκαν και αφαιρέθηκαν ως έξοδα για άσκηση επαγγέλματος.
Προδικαστική ένσταση που είχε εγερθεί από τους καθ’ ων η αίτηση περί εκπρόθεσμης καταχώρησης της προσφυγής, αποσύρθηκε και απορρίφθηκε κατά της δικάσιμο της 21.11.2024.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.
Εν πρώτοις, θα πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός περί παράνομης ανάκλησης μιας ευμενούς για την αιτήτρια πράξης, ο οποίος προωθείται στις σελίδες 11 με 13 της γραπτής αγόρευσης της αιτήτριας. Δεν υφίσταται ένα τέτοιο ζήτημα προς εξέταση στην παρούσα, εφόσον μόνο επίδικο θέμα είναι η απορριπτική απόφαση της Διοίκησης επί της αίτησης της αιτήτριας για καταβολή εισφορών ως αυτοτελώς εργαζόμενου προσώπου, με βάση το πραγματικό εισόδημά της, για το έτος 2020. Πέραν όμως τούτου, διαπιστώνω ότι ο συγκεκριμένος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης δεν έχει δικογραφηθεί, εφόσον δεν περιλαμβάνεται σε κανένα νομικό σημείο της αίτησης ακυρώσεως. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης, πρέπει να δικογραφούνται συγκεκριμένα και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Η δε αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από το Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης (Μιχαήλ κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. αρ. 112/2017, ημερ. 19.3.2019, Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672).
Ενόψει των πιο πάνω, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός απορρίπτεται.
Περαιτέρω, αδίκως διαμαρτύρεται η πλευρά της αιτήτριας ότι δεν παρασχέθηκε σε αυτήν το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Κατά την κα Χατζησέργη, είχαν υποχρέωση οι καθ’ ων η αίτηση να καλέσουν την αιτήτρια και να ζητήσουν εξηγήσεις για τα προσκομισθέντα εκ μέρους της αποδεικτικά.
Έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης υπάρχει όπου ο νόμος ρητά το αναγνωρίζει ή ρητά το επιβάλλει ή σε περιπτώσεις τιμωρητικής φύσης (Φροσούλλα Μυλωνά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1488/2010, ημερ. 30.1.2015, ECLI:CY:AD:2015:D50, Κώστας Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 72/1989, ημερ. 27.12.1990, Μαρία Λαζάρου Κούτσου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 720/1997, ημερ. 10.3.2000, Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 232/2008, ημερ. 30.4.2010). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Παντελής Χριστοφόρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 2013/12 κ.α., ημερ. 28.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:D71, σε σχέση με το άρθρο 43(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/1999), «το άρθρο 43(1), οριοθετεί ρητά το δικαίωμα ακρόασης ως ισχύον «εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά». Άτομα συνεπώς στα οποία ο νόμος δεν δίδει προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης δεν καλύπτονται, (G.P. Iron & Wood Makers Ltd v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 155).».
Εν πάση όμως περιπτώσει, και σε αντίθεση με τα όσα η συνήγορος της αιτήτριας ισχυρίζεται, η υπό εξέταση περίπτωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου 158(Ι)/1999 και δη του άρθρου 43(1) αυτού: σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης παρέχεται «σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης». Συναφώς, όπως λέχθηκε στην Παντελής Χριστοφόρου κ.α., ανωτέρω, αναφορικά με την ερμηνεία της εν λόγω διάταξης (η υπογράμμιση προστέθηκε):
«Το άρθρο 43(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, ταξινομεί τις περιπτώσεις παροχής προηγούμενου δικαιώματος ακρόασης όταν η έκδοση πράξης ή το διοικητικό μέτρο που θα ληφθεί είναι «... πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.». Η ερμηνευτική άσκηση που πρέπει να γίνει οφείλει να συμπλέει με την έννοια του κειμένου και η φράση «άλλως πως δυσμενούς φύσης», πρέπει να διαβαστεί ejusdem generis με τις προηγούμενες λέξεις που σαφώς υποδηλώνουν ότι το διοικητικό μέτρο ή η απόφαση επηρεάζει τη σχέση του διοικούμενου με την διοίκηση πειθαρχικώς ή που ενέχει κύρωση, περιέχοντας δηλαδή μομφή ως προς τον τρόπο ενάσκησης των καθηκόντων του διοικούμενου ή άπτεται της προσωπικότητας και αξιοπρέπειας του. Με άλλα λόγια, το «άλλως πως δυσμενούς φύσης», διαβάζεται ως ανήκον στην ίδια κατηγορία με τα προηγηθέντα και όχι ανεξάρτητα και αυτόνομα.».
Πιο πρόσφατα, στην ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ WADNIC TRADING LTD ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 181/2019, ημερ. 30.4.2024, τονίστηκε εκ νέου ότι δεν επιβάλλεται η προηγούμενη ακρόαση του διοικουμένου, όταν απορρίπτεται αίτησή του.
Υπό το φως των πιο πάνω, είναι σαφές ότι και στην υπό κρίση περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση, απορριπτική αίτησης της αιτήτριας, σαφώς και δεν εμπίπτει στην εμβέλεια της διάταξης του άρθρου 43(1), αφού δεν αποτελεί ούτε κύρωση αλλ’ ούτε μέτρο πειθαρχικής φύσης. Συνεπώς και αυτός ο εγειρόμενος λόγος ακύρωσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Περαιτέρω, κρίνω ότι δεν έχει έρεισμα ούτε ο ισχυρισμός περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση. Προκύπτει στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου τεθέντων, τα οποία περιέχονται και στον οικείο διοικητικό φάκελο, ότι η περίπτωση της αιτήτριας εξετάστηκε δεόντως από τους καθ’ ων η αίτηση, στη βάση των όσων η ίδια είχε θέσει ενώπιον τους
Προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα, όπως εξάλλου αναφέρεται και στο δικόγραφο της ένστασης, ότι στα πλαίσια εξέτασης της αίτησης για τον καθορισμό του πραγματικού εισοδήματος της αιτήτριας, οι καθ’ ων η αίτηση έλαβαν υπόψη τους όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από την αιτήτρια, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο Μέρος V της Αίτησης, «Ανάλυση Λειτουργικών Εξόδων Αποκλειστικά για Άσκηση του Επαγγέλματος κατά το Προηγούμενο Ημερολογιακό Έτος». Συγκεκριμένα, προκύπτει ότι υπολογίστηκαν ως έξοδα αποκλειστικά για την άσκηση του επαγγέλματος της αιτήτριας, ποσά για καύσιμα οχήματος για το έτος 2019 ύψους €1,140 αντί του ποσού ύψους €4,043, το οποίο είχε δηλώσει η αιτήτρια, καθότι στις αποδείξεις πληρωμής για καύσιμα από το Πρατήριο Πετρελαιοειδών που προσκομίστηκαν από την αιτήτρια, δεν αναγράφονταν οποιαδήποτε στοιχεία (ονοματεπώνυμο, στοιχεία αυτοκινήτου) που να αποδεικνύουν ότι αφορούσαν στην αιτήτρια, ούτε και έφεραν οποιαδήποτε αρίθμηση. Περαιτέρω, το ποσό ύψους €510 που δηλώθηκε στην Αίτηση της αιτήτριας ως έξοδα κατανάλωσης ηλεκτρισμού, καθώς και ποσό ύψους €200 που επίσης δηλώθηκε στην Αίτηση και αφορούσε πετρελαίου θέρμανσης, υπολογίστηκαν και αφαιρέθηκαν ως έξοδα για άσκηση επαγγέλματος.
Κρίνω ότι η διενεργηθείσα έρευνα ήταν η δέουσα υπό τις περιστάσεις και, σε κάθε περίπτωση, υπήρξε αυτή εύλογα επιτρεπτή, εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης. Δεν είχαν υποχρέωση οι καθ’ ων η αίτηση να ακολουθήσουν την υπό της συνηγόρου της αιτήτριας εισηγούμενη μεθοδολογία υπολογισμού εξόδων της αιτήτριας και τυχόν διαφορετική προσέγγιση επί του θέματος, θα ισοδυναμούσε με ανεπίτρεπτη ανάληψη δικαιοδοσίας ελέγχου της ουσιαστικής κρίσης της Διοίκησης επί ζητημάτων τεχνικής φύσεως και/ή ειδικών γνώσεων.
Κατά πάγια νομολογία, η κρίση της Διοίκησης επί ζητημάτων τεχνικής φύσης και σε διαπιστώσεις που αποτελούν απόρροια τεχνικών γνώσεων, όπως είναι εν πολλοίς οι ισχυρισμοί της αιτήτριας στην υπό κρίση περίπτωση, είναι γενικά ανέλεγκτη και εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου του Δικαστηρίου (FIRST ELEMENTS EUROCONSULTANTS LTD ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 34/2012, ημερ. 15.12.2017, Κυριάκου Ανδρέα Κκαḯλα ν. Οργανισμού Γεωργικής Ασφάλισης, Α.Ε. 268/2012, ημερ. 1.11.2018, WTE WASSERTECHNIK GMBH ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 118/2011, ημερ. 23.1.2018, ECLI:CY:AD:2018:C38, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ. 227).
Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην LELLA KENTONIS INVESTMENT CO LTD ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 138/10 κ.α., ημερ. 21.12.2016, τονίστηκε εκ νέου ότι η ουσιαστική κρίση της Διοίκησης σε τεχνικά θέματα και θέματα που απαιτούν ειδικές γνώσεις, γίνεται καταρχήν αποδεκτή, εκτός αν αποδειχθεί πλάνη περί τα πράγματα ή κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας. Η αυτή προσέγγιση επιβεβαιώθηκε πρόσφατα από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην Δήμος Λευκωσίας ν. Κοινοπραξία CYBARCO LTD –A. ARISTOTELOUS CONSTRUCTIONS LTD, Ε.Δ.Δ. 19/2017, ημερ. 31.10.2023, αλλά και στην Χρίστος Πρωτοπαπάς ν. Δημοκρατίας, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 39/17, ημερ. 17.10.2023, όπου επισημάνθηκε ότι δεν ελέγχονται από το ακυρωτικό Δικαστήριο θέματα τεχνικής φύσεως και ότι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εξαντλείται στην εξέταση τυχόν πλάνης περί τα πράγματα, κακής χρήσης της διακριτικής ευχέρειας, καθώς και έλλειψης αιτιολογίας (βλ. και Δημοκρατία ν. Παπαξενόπουλου κ.α., Α.Ε. 114/13 ημερ. 6.10.2016, Αν. Οικονομίδης κ.α. ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 140/2013, ημερ. 8.5.2020, ECLI:CY:AD:2020:C147 και Ολυμπία Πιερίδη ν. Δημοκρατία κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 543), ζητήματα που εν προκειμένω δεν εντοπίζω να υφίστανται.
Στην Κυριάκος Φυρίλλα ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 40/2017, ημερ. 1.11.2023, τονίστηκαν οι πάγιες επί του υπό συζήτηση θέματος κατευθυντήριες:
Η μορφή της έρευνας είναι άμεσα συνυφασμένη με τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα και ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ 503 και Ράφτη ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, 366). Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 189).
Άμεσα συνυφασμένη με τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης είναι και η αιτιολογία. Κατά πόσο η αιτιολογία μιας απόφασης είναι επαρκής ή όχι θα κριθεί με βάση τα περιστατικά και τη φύση της υπόθεσης. Η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης (Άρθρο 28(1) του Ν.158(Ι)/1999). Η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί ή να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου όπως και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας (Άρθρο 29 του πιο πάνω νόμου).».
Παρομοίως, στην Χριστάκης Κωνσταντινίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Ε.Δ.Δ. 93/2016, ημερ. 11.9.2023, επισημάνθηκαν τα εξής:
«Αποτελεί πάγια πάγια και διαχρονική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση και η μορφή έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά κάθε υπόθεσης ( βλ. Σολωμού κ.α v. Αρχηγού Αστυνομίας κ.α (2006)3 Α.Α.Δ 345, Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, 366). Το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας, έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση του συνόλου των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά., (1996) 3 Α.Α.Δ. 503).».
Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνω ότι δεν υφίσταται πεδίο επέμβασης του Δικαστηρίου. Δεν εντοπίζεται κενό έρευνας, αλλ’ ούτε παραβίαση των διατάξεων του προεκτεθέντος Κανονισμού 17(1) της Κ.Δ.Π. 289/2010, εφόσον, στη βάση των ενώπιον του τεθέντων, και δη των αποδεικτικών της αίτησης, ο Διευθυντής των ΥΚΑ, και κατόπιν εξουσιοδότησης, ο αρμόδιος Λειτουργός εξέτασης της αίτησης της αιτήτριας, δεν ικανοποιήθηκε ότι συνέτρεχαν οι προβλεπόμενες στην εν λόγω διάταξη προϋποθέσεις, προκειμένου η αίτηση να γίνει δεκτή.
Περαιτέρω, ούτε κενό αιτιολόγησης εντοπίζεται. Εξετάζοντας την, περιεχόμενη στην προαναφερθείσα επιστολή ημερομηνίας 14.7.2020, απόφαση, κρίνω ότι αυτή είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (L.A.S. BOATING LTD v. Δημοκρατία, Ε.Δ.Δ. 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Στην εν λόγω απόφαση, περιέχεται με επάρκεια και σαφήνεια το σκεπτικό και οι λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση της αιτήτριας. Συμπληρώνεται δε η αιτιολογία της πράξης από το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου και τα παραρτήματα του δικογράφου της ένστασης (Σανταφιανός ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 108/2015, ημερ. 3.6.2022, ECLI:CY:AD:2022:C227, S.A., ανωτέρω, D.J.G., ανωτέρω, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171, Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).
Συνεπώς, απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι εγειρόμενοι λόγοι ακύρωσης περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας και μη αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης πράξης.
Τέλος, στερείται ερείσματος και απορρίπτεται ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας. Δεδομένης της ύπαρξης συγκεκριμένου νομοθετικού-κανονιστικού πλαισίου, το οποίο οι καθ’ ων η αίτηση ορθά εφάρμοσαν, δεν εντοπίζεται οτιδήποτε που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει τον συγκεκριμένο ισχυρισμό.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δεν χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.
Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο