
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 1343/2022 (i-Justice))
7 Απριλίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
L. C. W.
Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ’ ων η Αίτηση
Θ. Γεωργίου (κα), για Δρ. Χρ. Π. Χριστοδουλίδη, για Αιτήτρια
Σ. Πλατής, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η αιτήτρια στρέφεται κατά της νομιμότητας και εγκυρότητας της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών («ο Υπουργός»), που περιέχεται σε επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 10.6.2022 και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση, καθότι, όπως αυτολεξεί αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή προς την αιτήτρια, «(α) δεν έχετε αναπτύξει κοινωνικούς και οικογενειακούς δεσμούς στη Δημοκρατία και (β) δεν έχετε επαρκείς πόρους για τη διαβίωσή σας στη Δημοκρατία και ως εκ τούτου, έχετε καταστεί βάρος στα δημόσια οικονομικά αφού όπως κατέδειξε η έρευνα του Τμήματος είστε λήπτης δημοσίου βοηθήματος».
Η αιτήτρια είναι υπήκοος Καμερούν, γεννηθείσα κατά το έτος 1975, η οποία αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 14.3.2010 μέσω του παράνομου αεροδρομίου της Τύμπου και ακολούθως εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Λίγες μέρες αργότερα, στις 22.3.2010, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση ασύλου και στις 13.4.2010 υπέβαλε αίτηση για άδεια παραμονής ως αιτήτρια ασύλου. Η Υπηρεσία Ασύλου, στις 9.10.2015, αποφάσισε να παραχωρήσει συμπληρωματική προστασία στην αιτήτρια, η οποία στη συνέχεια, στις 15.3.2018, υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δια πολιτογραφήσεως. Αργότερα, στις 16.6.2021, το Τμήμα εξέδωσε άδεια παραμονής στην αιτήτρια ως δικαιούχο συμπληρωματικής προστασίας, με ισχύ μέχρι τις 16.6.2023.
Στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης της αιτήτριας για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, διενεργήθηκε προσωπική συνέντευξη στην αιτήτρια, στις 5.10.2020, ετοιμάστηκε και υποβλήθηκε σχετική Έκθεση στον Υπουργό, ο οποίος τελικά, στις 22.4.2022, αποφάσισε να απορρίψει την εν λόγω αίτηση.
Η επίδικη απόφαση εστάλη στην αιτήτρια δι’ επιστολής ημερομηνίας 10.6.2022 και στις 5.7.2022, καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή.
Ο συνήγορος για την αιτήτρια προωθεί δια της γραπτής του αγόρευσης ισχυρισμούς περί πραγματικής και νομικής πλάνης, μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, καθώς και ισχυρισμούς περί ελλιπούς και/ή μη δέουσας αιτιολογίας της επίδικης απόφασης. Γίνεται χαρακτηριστικά λόγος για «μια πρόχειρη έρευνα που έγινε εκ μέρους της λειτουργού που χειρίστηκε το αίτημα της αιτήτριας» και προβάλλεται ότι παραγνωρίστηκε ότι η αιτήτρια είναι λήπτης δημόσιου βοηθήματος. Επιπρόσθετα, προβάλλεται και ο ισχυρισμός περί κακοπιστίας της Διοίκησης.
Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τα πιο πάνω, προβάλλουν ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, λήφθηκε δε ορθά και σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις και δη τις πρόνοιες του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν. 141(Ι)/2002), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Επισημαίνουν οι καθ’ ων η αίτηση, με αναφορά στο άρθρο 111 του Νόμου, ότι το ζήτημα της πολιτογράφησης αλλοδαπού εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης, ως έκφανση της άσκησης την κρατικής κυριαρχίας της Δημοκρατίας, ο δε Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για πολιτογράφηση, αλλά δεν παρέχει στον αλλοδαπό δικαίωμα πολιτογράφησης. Τέτοια δε εξουσία ασκείται νόμιμα, εφόσον ασκείται καλόπιστα και το Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση της εξουσίας αυτής. Στην υπό εξέταση περίπτωση, ως υποβάλλει ο κ. Πλατής, η Διοίκηση ενήργησε καλόπιστα και καθόλα ορθά κατέληξε στην απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας, στηριζόμενη στο σύνολο των στοιχείων που είχε ενώπιον της, τα οποία και αξιολογήθηκαν δεόντως.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.
Στο άρθρο 111 του Νόμου, προβλέπεται η διακριτική ευχέρεια του Υπουργού να χορηγήσει πιστοποιητικό πολιτογράφησης σε οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα, «ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα».
Επισημαίνεται εν πρώτοις ότι, με βάση την προεκτεθείσα διάταξη, είναι ξεκάθαρο ότι ο Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση. Αυτό, βεβαίως, σε πλήρη συμβατότητα με την πάγια και διαχρονική νομολογία επί του θέματος, η οποία πλειστάκις επιβεβαιώθηκε σε επίπεδο Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με την ευρεία διακριτική ευχέρεια της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της. Αναφορά μπορεί να γίνει στην ISSA E.E.ALYATIM ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 33/11, ημερ. 25.10.2016 και στην Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, όπου τονίστηκε ότι, το δικαίωμα αλλοδαπού να αποταθεί για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, δεν συνεπάγεται και απόλυτο δικαίωμα απόκτησης της υπηκοότητας και ότι, εφόσον η διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν δύναται να αμφισβητήσει περαιτέρω την απόφαση. Αυτή η πάγια νομολογιακή προσέγγιση, επιβεβαιώθηκε πρόσφατα με την απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην MAJID RAHIMZADEH ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 119/2020, ημερ. 25.2.2025. Κατά τα λοιπά, η κάθε υπόθεση εξετάζεται επί των γεγονότων της. Όπως χαρακτηριστικά τονίστηκε στην Reyes v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 181/12, ημερ. 24.10.2018, με αναφορά και στην Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307, εφόσον τηρείται η αρχή της καλής πίστης, η κρίση της Δημοκρατίας να επιλέξει τα άτομα στα οποία θα παράσχει την υπηκοότητά της, αναγνωρίζεται κατά τα άλλα ως απόλυτη, το δε τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224).
Συνεπώς, αυτό που εξετάζεται σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση, είναι το κατά πόσον η Διοίκηση, κατά την ενάσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, ενεργεί καλόπιστα.
Ωστόσο, θα πρέπει εξ' αρχής να τονιστεί ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, ο λόγος ακύρωσης περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης, παρόλο που αναφέρεται στην γραπτή της αγόρευση, δεν αναπτύσσεται, έστω στοιχειωδώς, από την πλευρά της αιτήτριας: ο, γενικά και αόριστα τιθέμενος, ισχυρισμός ότι «οι καθ’ ων η αίτηση έδρασαν κακόπιστα στην παρούσα υπόθεση», δεν μπορεί επ’ ουδενί να υποστηρίξει τον συγκεκριμένο εγειρόμενο λόγο ακύρωσης.
Εντούτοις, και προς ολοκλήρωση του σκεπτικού του Δικαστηρίου, κρίνω, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων, ότι οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν κατ' ορθήν ενάσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας, διενεργώντας τη δέουσα έρευνα πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης και δεν διαπιστώνω να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη, ως αβάσιμα η πλευρά της αιτήτριας ισχυρίζεται. Προκύπτει δε, τόσο από τη διενεργηθείσα προσωπική συνέντευξη όσο και από την υποβληθείσα Έκθεση, ότι λήφθηκε υπόψη στην τελική κρίση των καθ’ ων η αίτηση το γεγονός ότι η αιτήτρια είναι λήπτρια δημόσιου βοηθήματος, καθώς και ότι έχει αυτή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Όπως έχει προαναφερθεί, η αίτηση της αιτήτριας απορρίφθηκε ουσιαστικά για δυο λόγους. Εν πρώτοις, επειδή αυτή δεν έχει αναπτύξει κοινωνικούς και οικογενειακούς δεσμούς στη Δημοκρατία και, δεύτερον, επειδή δεν έχει επαρκείς πόρους για τη διαβίωσή της στη Δημοκρατία, με αποτέλεσμα, να έχει καταστεί βάρος στα δημόσια οικονομικά του κράτους, αφού, σύμφωνα με έρευνα του Τμήματος, είναι λήπτης δημόσιου βοηθήματος.
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις αναγράφονται στη σχετική Έκθεση που ετοιμάστηκε από τη Λειτουργό του Τμήματος και τέθηκε ενώπιον του Υπουργού, ημερομηνίας 5.10.2020. Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η αιτήτρια δεν εργάζεται, είναι λήπτης δημόσιου βοηθήματος, κάτοχος συμπληρωματικής προστασίας, δεν έχει κοινωνικούς δεσμούς με τη Δημοκρατία, ούτε και οποιονδήποτε γενεαλογικό δεσμό με την Κύπρο, τα παιδιά της βρίσκονται σε διάφορες χώρες, ενώ σημειώνεται επίσης ότι η αιτήτρια εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία μέσω κατεχομένων. Στην υποβληθείσα δε εισήγηση για απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας, η οποία βεβαίως και έγινε δεκτή, η Λειτουργός αναφέρει ότι, με βάση τα πιο πάνω στοιχεία, η πολιτογράφηση της αιτήτριας δεν θα εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον και τα συμφέροντα της πολιτείας. Υπενθυμίζεται δε ότι, της ετοιμασίας και υποβολής της εν λόγω Έκθεσης, είχε προηγηθεί η διενέργεια προσωπικής συνέντευξης της αιτήτριας, όπου καταγράφονται παρόμοιες διαπιστώσεις.
Τα πιο πάνω καταδεικνύουν τη διενέργεια της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι, ενεργώντας εντός των ορίων της ορθής ενάσκησης της εξουσίας και διακριτικής τους ευχέρειας, καθόλα ορθά και σύννομα έλαβαν υπόψη τους και προσμέτρησαν δεόντως στην τελική τους κρίση, την οικονομική κατάσταση και τους οικονομικούς πόρους συντήρησης της αιτήτριας στη Δημοκρατία, το γεγονός ότι αυτή, ως λήπτης δημόσιου βοηθήματος, έχει καταστεί βάρος στα δημόσια οικονομικά της χώρας, καθώς και τη μη ένταξή της στην Κυπριακή κοινωνία, αφού δεν έχει αναπτύξει κοινωνικούς και οικογενειακούς δεσμούς στη Δημοκρατία: πρόκειται για παράγοντες που, σύμφωνα και με τη νομολογία (Angela Siomina Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307), επιβάλλεται να διερευνώνται και να λαμβάνονται υπόψη από τη Διοίκηση στην τελική της κρίση επί αιτήσεων πολιτογράφησης, πέραν από τη διερεύνηση άλλων λόγων που ενδεχομένως να συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του εκάστοτε αιτητή.
Από όλα τα πιο πάνω, προκύπτει με επαρκή σαφήνεια το σύνολο των ενεργειών της Διοίκησης που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης της αιτήτριας, καθώς και το σύνολο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη για τη διαμόρφωση της τελικής κρίσης των καθ' ων η αίτηση, με αποτέλεσμα η επίδικη, απορριπτική απόφαση, στην οποία βεβαίως περιλαμβάνονται και οι λόγοι απόρριψης της αίτησης, ως αυτοί έχουν προεκτεθεί και περιέχονται στην επιστολή που εστάλη στην αιτήτρια, να κρίνεται ως επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270), εφόσον εκτίθενται σε αυτήν τα πραγματικά στοιχεία και/ή γεγονότα και αποκαλύπτεται το σκεπτικό, επί των οποίων στηρίχθηκε η τελική κρίση της Διοίκησης (L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΔΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023).
Συμπληρώνεται δε η αιτιολογία της πράξης, σύμφωνα και με το άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), από το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου και δη το έντυπο προσωπικής συνέντευξης, αλλά και από την προαναφερθείσα Έκθεση που είχε αρμοδίως ετοιμαστεί στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης πολιτογράφησης, και από την οποία προκύπτουν οι λόγοι απόρριψης της εν λόγω αίτησης από τη Διοίκηση (Θεοδωρίδου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 146, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).
Συνεπώς, ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι δεν ευσταθούν και απορρίπτονται οι ισχυρισμοί της πλευράς της αιτήτριας περί αναιτιολόγητης και/ή μη επαρκώς αιτιολογημένης απόφασης, όπως απορριπτέοι ως αβάσιμοι κρίνονται και οι ισχυρισμοί περί εμφιλοχωρήσασας πραγματικής και/ή νομικής πλάνης και μη διενέργειας της δέουσας έρευνας.
Δεν διαπιστώνεται κενό έρευνας, η οποία, αντίθετα, κρίνεται επαρκής και/ή η δέουσα. Ενώπιον των καθ' ων η αίτηση υπήρχαν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, προκειμένου να ληφθεί η, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή, απόφαση για απόρριψη της αίτησης για πολιτογράφηση. Κατά πάγια νομολογία, η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία έρευνας του υπό εξέταση θέματος, ποικίλει ανάλογα με το αντικείμενό του. Η δε έρευνα θεωρείται επαρκής εφόσον επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού και ουσιώδους γεγονότος, που παρέχει τη βάση για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων (Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, Χαράλαμπος Κύπρου Χωματένος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 102/09, 14.3.2013 και Logicom Public Ltd v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών κ.α., Α.Ε. Αρ. 153/09, 14.1.2014).
Εν προκειμένω, η τελική κατάληξη των καθ' ων η αίτηση, κρίνεται ως εύλογα επιτρεπτή και δεν μπορούν να έχουν έρεισμα ούτε και οι ισχυρισμοί περί κακόπιστης ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας των καθ' ων η αίτηση. Έχουν εκτεθεί λεπτομερώς, πιο πάνω, οι ενέργειες στις οποίες προέβησαν οι καθ' ων η αίτηση κατά την εξέταση της αίτησης της αιτήτριας και δεν στοιχειοθετούνται οι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης. Εφόσον τηρείται η προϋπόθεση της καλής πίστης, η κρίση της Διοίκησης αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη (Ήρωα, ανωτέρω).
Ολοκληρώνοντας, τονίζω εκ νέου ότι η ευχέρεια του κράτους να παράσχει την υπηκοότητά του σε άτομα, είναι κατά πάγια νομολογία αναγνωρισμένη και άπτεται των κυριαρχικών του δικαιωμάτων. Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Tulin Sabahatin Veysel κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010, «η ευχέρεια αυτή της πολιτείας αναγνωρίζεται διεθνώς από πολύ παλιά και η μόνη υποχρέωση που η Κυπριακή Δημοκρατία υπέχει στον τομέα αυτό κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας είναι να ενεργεί με καλή πίστη» (βλ. επίσης Boulatnikova v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007).
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει πιο πάνω, κρίνω ότι εν προκειμένω οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν νόμιμα, καλόπιστα και εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας που τους παρέχει ο Νόμος και δε διακρίνω οτιδήποτε μεμπτό στην τελική τους κατάληξη (βλ. και τις απορριπτικές αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις M.N.A. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 24/2022 (i-Justice), ημερ. 7.2.2025, N.G. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1736/2022 (i-Justice), ημερ. 6.11.2024, I. B.M. A. Ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 707/2020, ημερ. 17.1.2023, I.J. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 744/2019, ημερ. 14.9.2022, Cabardo v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1514/2019, ημερ. 6.5.2022, όπου εξετάστηκαν παρόμοια ζητήματα).
Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακύρωσης και δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1500 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο