P. C. ΚΑΙ/Η Z. N. κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1712/2024, 3/4/2025
print
Τίτλος:
P. C. ΚΑΙ/Η Z. N. κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1712/2024, 3/4/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                 

 

(Υπόθεση Αρ. 1712/2024 (i-Justice))

 

 4 Απριλίου 2025

  [ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.                                                P. C. ΚΑΙ/Η Z. N. (ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΟΝΟΜΑ)

2.                                                L. C. ΚΑΙ/Η L. L. (ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΟΝΟΜΑ)     

3.       L. C. ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΑΥΤΗΣ P. C. ΩΣ ΠΛΗΣΙΕΤΕΡΟΥ ΣYΓΓΕΝΗ, ΦΙΛΟΥ ΚΑΙ ΚΗΔΕΜΟΝΟΣ

4.       P. C. ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΑΥΤΗΣ P. C. ΩΣ ΠΛΗΣΙΕΤΕΡΟΥ ΣΥΓΓΕΝΗ, ΦΙΛΟΥ ΚΑΙ ΚΗΔΕΜΟΝΟΣ

                                        Αιτητές                                                                                                          

                                                  ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

2.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

 

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 26.2.2025

ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ

 

Χ. Χριστοφή (κα) και Χ. Πέτρου (κα) για Δημητρίου & Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητές

Σ. Πλατής, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την προσφυγή αρ. 1712/2024 (i-Justice), στο πλαίσιο της οποίας καταχωρήθηκε η υπό εξέταση αίτηση, προσβάλλεται η νομιμότητα και εγκυρότητα των αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 12.4.2023 και 22.5.2024, καθώς και το υπό του Υπουργού Εσωτερικών εκδοθέν Διάταγμα, ημερομηνίας 22.8.2024, που, ως αυτολεξεί αναφέρεται στην αίτηση ακυρώσεως, «[.] γνωστοποιήθηκαν μόνο στους προηγούμενους δικηγόρους των Αιτητών με επιστολή ημερομηνίας 02/09/2024, από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών» και με τις οποίες οι καθ’ ων η αίτηση αποστερούσαν από τον αιτητή και την οικογένειά του την Κυπριακή υπηκοότητα και/ή την ιδιότητά τους ως πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή τη διαγραφή τους από το αρχείο πολιτών του Κράτους και/ή την ακύρωση των Κυπριακών δελτίων ταυτότητάς τους και/ή διαβατηρίων τους και/ή την παράδοση αυτών στο Υπουργείο Εσωτερικών δυνάμει των άρθρων 113(3)(ε) και 113(1) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), αποφάσεις οι οποίες «[.] ουδέποτε γνωστοποιήθηκαν και/ή κοινοποιήθηκαν στον ίδιο τον Αιτητή 1 και/ή στους Αιτητές 1-4 μέχρι την άφιξη του Αιτητή 1 στην Δημοκρατία στις 11/12/2024 και/ή την 13/12/2024 [.]».

 

Η εν λόγω προσφυγή καταχωρήθηκε στις 27.12.2024, ενώ στις 26.2.2025, στο πλαίσιο αυτής, καταχωρήθηκε από τους αιτητές μονομερής αίτηση, με την οποία ζητείται-

 

«Α. Διάταγμα προσωρινής αναστολής των αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 12/04/2023 και/ή άλλης ημερομηνίας και με αριθμό ΕΜ[.], της επιβεβαιωτικής απόφασης ημερομηνίας 22/05/2024 και/ή άλλης ημερομηνίας και με αριθμό ΑΠ[.]και/ή αναστολή και/ή ακύρωση του διατάγματος στέρησης υπηκοότητας του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 22/08/2024 δια των οποίων οι Καθ' ων η Αίτηση 1 και 2 αποστέρησαν από τους Αιτητές 1 έως 4 την Κυπριακή υπηκοότητα, μέχρι την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης.

 

B. Διαζευκτικά και/ή αλληλέγγυα με το αιτητικά Α, Διάταγμα προσωρινής αναστολής οποιασδήποτε οδηγίας και/ή απόφασης και/ή διατάγματος και/ή εντολής προς οποιαδήποτε αρμόδια αρχή συμπεριλαμβανομένου και του Υπουργείου Εσωτερικών και/ή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης που πηγάζει από τις αποφάσεις ημερομηνιών 12/04/2023 και/ή άλλης ημερομηνίας και με αριθμό ΕΜ[.], της επιβεβαιωτικής απόφασης ημερομηνίας 22/05/2024 και/ή άλλης ημερομηνίας και με αριθμό ΑΠ[.] και/ή του διατάγματος στέρησης υπηκοότητας του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 22/08/2024 δια των οποίων οι Καθ' ων η Αίτηση 1 και 2 αποστέρησαν από τους Αιτητές 1 έως 4 την Κυπριακή υπηκοότητα, μέχρι την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης.

 

Γ. Διαζευκτικά και/ή αλληλέγγυα με τα αιτητικά Α και B, Διάταγμα προσωρινής αναστολής και/ή ακύρωσης και/ή επανεξέτασης οποιασδήποτε οδηγίας και/ή απόφασης και/ή διατάγματος και/ή εντολής και/ή της απαντητικής επιστολής ημερομηνίας 29/01/25 η οποία εμπεριέχει άρνηση επανεξέτασης των αποφάσεων που αναφέρονται στα Αιτητικά Α και B και άρνηση έκδοσης οποιουδήποτε ταξιδιωτικού εγγράφου από τους Καθ' ων η αίτηση 2, μέχρι την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης.».

 

Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του κ. Α. Δ., δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί του αιτητές, ο οποίος δηλώνει ότι είναι πλήρως εξουσιοδοτημένος να προβεί στην εν λόγω δήλωση, γνωρίζει δε αυτός πολύ καλά τα γεγονότα της υπόθεσης από πληροφορίες που έχει συγκεντρώσει από τους αιτητές και δη τον αιτητή 1, καθώς και από μελέτη του φακέλου, ενώ επισημαίνει ότι δεν μπορούσε ο ίδιος ο αιτητής να προβεί σε ένορκη δήλωση, καθότι με την άφιξή του στην Κύπρο, έχουν κατασχεθεί από αυτόν τόσο η Κυπριακή του ταυτότητα, όσο και το Κυπριακό του διαβατήριο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ορκιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου, οι δε αιτητές 2 έως 4 βρίσκονται στο εξωτερικό.

 

Ως αναγράφεται στην αίτηση, αυτή στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στις διατάξεις του Συντάγματος, στον Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962, στον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμο (Ν.131(Ι)/2015) και στους περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2015, στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο (Ν.158(Ι)/1999) και στον περί Δικαστηρίων Νόμο (Ν.14/60), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Κατόπιν οδηγιών του παρόντος Δικαστηρίου, η αίτηση επιδόθηκε στους καθ’ ων η αίτηση και την 26.3.2025, μετά την καταχώρηση ένστασης και γραπτών αγορεύσεων, επιφυλάχθηκε απόφαση κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας.

 

Η ένσταση των καθ’ ων η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση της κ. Χ. Κ., Λειτουργού Α’ στο Υπουργείο Εσωτερικών, η οποία δηλώνει ότι είναι πλήρως και δεόντως εξουσιοδοτημένη να προβεί στην εν λόγω δήλωση, γνωρίζει δε, ως εκ της θέσης της, καλά τα γεγονότα της υπόθεσης, ενώ για όσα γεγονότα άπτονται νομικών θεμάτων, έχει λάβει νομική συμβουλή από τον Δικηγόρο της Νομικής Υπηρεσίας που χειρίζεται την υπόθεση.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση ήγειραν δια της ενστάσεώς τους επί της αιτήσεως και προώθησαν περαιτέρω δια της γραπτής τους αγόρευσης, σειρά προδικαστικών ενστάσεων, οι οποίες άπτονται ευθέως του παραδεκτού της ίδιας της προσφυγής, στο πλαίσιο της οποίας καταχωρήθηκε η ενδιάμεση αίτηση. Ειδικότερα, εγείρονται εν είδει προδικαστικής ενστάσεως οι ισχυρισμοί ότι (α) η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη, (β) η προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 22.8.2024 είναι πράξη κυβερνήσεως, (γ) το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί των περιεχόμενων στα αιτητικά (Β) και (Γ) της υπό κρίση αίτησης αξιούμενων θεραπειών, καθότι επιζητείται δι’ αυτών η έκδοση απαγορευτικών και/ή προστακτικών διαταγμάτων, η έκδοση των οποίων εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετη επί των πιο πάνω, είναι η θέση της πλευράς των αιτητών, η οποία επιχειρηματολόγησε εν εκτάσει υπέρ του εμπροθέσμου της προσφυγής, της εκτελεστότητας των προσβαλλόμενων αποφάσεων, αλλά και της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου να επιληφθεί όλων των αιτούμενων θεραπειών.

 

Προέχει βεβαίως, πριν από την εξέταση οποιουδήποτε άλλου ισχυρισμού, η εξέταση των εν λόγω προδικαστικών ενστάσεων, λόγω της σπουδαιότητας και της εγγενούς σημασίας που ενέχουν. Η δε προδικαστική ένσταση που πρώτην εγείρουν οι καθ' ων η αίτηση, περί εκπρόθεσμης καταχώρησης της υπό κρίση προσφυγής, εξετάζεται αμέσως πιο κάτω, και ως ζήτημα λογικής προτεραιότητας, εφόσον τυχόν διαπίστωση περί εκπρόθεσμης καταχώρησης, οδηγεί άνευ ετέρου σε απόρριψη τόσο της προσφυγής ως απαράδεκτης, όσο και της παρούσας αίτησης. Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην S. Dominion Ltd κ.α. v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1989) 3 Α.Α.Δ. 189,-

 

«Γενικός και απαράβατος όρος της παροχής προσωρινού διατάγματος  είναι  η άσκηση παραδεκτής  προσφυγής ακυρώσεως. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο προβαίνει σε παρεμπίπτουσα έρευνα του παραδεκτού της αίτησης ακυρώσεως, γιατί η προσωρινή προστασία με την έκδοση προσωρινού διατάγματος προϋποθέτει τη δυνατότητα παροχής οριστικής προστασίας. Εκπρόθεσμος προσφυγή, ή προσφυγή από πρόσωπο που δεν έχει έννομο συμφέρον είναι πρόδηλα απαράδεκτη.».

 

Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, το ζήτημα της προθεσμίας των 75 ημερών που θέτει το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος προς καταχώρηση της αίτησης ακυρώσεως, είναι τόσο σημαντικό, που το Δικαστήριο έχει εξουσία να εγείρει τούτο και αυτεπάγγελτα (Αθηνά Τουμάζου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 345/2003, ημερ. 14.6.2004, L΄Union Nationale (Tourism and Sea Resort) Ltd ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος (1998) 3 Α.Α.Δ., 513).

 

Η εξέταση του εν λόγω ζητήματος προέχει της εξέτασης οποιουδήποτε άλλου ισχυρισμού, αφού, αν η προσφυγή όντως κριθεί εκπρόθεσμη, τότε οποιοσδήποτε άλλος εγειρόμενος ισχυρισμός και προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης παύει να έχει οποιαδήποτε σημασία, ως λογικά ακολουθών το εμπρόθεσμο της προσφυγής (βλ. Μιχάλης Χάλιου ν. Της Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 435/2008, ημερ. 5.3.2010 και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις Γ.Γ. ν. Επίτροπος Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Υποθ. Αρ. 1463/2021, ημερ. 19.11.2024, Ιωαννίδου ν. Υπουργείου Οικονομικών, Υποθ. Αρ. 1315/2018, ημερ. 18.2.2022, Παπαγεωργίου ν. Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Υποθ. Αρ. 186/2017, ημερ. 23.12.2020, CHRISTOS M. CHARALAMBOUS DEVELOPERS LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1429/2016, ημερ. 14.2.2020 και Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1651/2015, ημερ. 6.11.2019).

 

Κατά πάγια νομολογία, η προθεσμία των 75 ημερών  πρέπει να τηρείται αυστηρά, αποτελούσα ζήτημα δημοσίας τάξεως, είναι δε αυτή ανατρεπτική, ώστε η μη καταχώρηση της αιτήσεως ακυρώσεως εντός του επιτρεπόμενου χρόνου να την καθιστά απαράδεκτη (Potamitis v. Water Board of Limassol (1985) 3 C.L.R. 260, Τάκη ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 4, Γανωματής ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 133).

 

Κατά κανόνα, προσφυγές που καταχωρούνται εκτός της προβλεπόμενης από το Σύνταγμα προθεσμίας των 75  ημερών, είναι απαράδεκτες και θα πρέπει να απορρίπτονται. Σε περιπτώσεις δε όπως η υπό εξέταση, η προθεσμία αρχίζει από την ημέρα που η επίδικη απόφαση περιέρχεται εις γνώση του διοικούμενου.

 

Όπως έχει κατ' επανάληψη αποφασιστεί, εξαίρεση του κανόνα ότι το βάρος απόδειξης περί του εκπροθέσμου προσφυγής το φέρει εκείνος που το επικαλείται, αποτελεί η περίπτωση της καταχώρησης της προσφυγής μετά την πάροδο αρκετών ημερών από τη λήξη της κανονικής προθεσμίας, οπότε εναπόκειται σ΄ εκείνον που προβάλλει τον ισχυρισμό ότι έλαβε καθυστερημένα γνώση της διοικητικής πράξης να τον αποδείξει (Γιώργος Φάντης ν. Ε.Τ.Ε.Κ., Υποθ. Αρ. 131/2010, ημερ. 12.11.2012).

 

Σύμφωνα, περαιτέρω, με τη νομολογία, εναπόκειται σε έναν αιτητή να αποδείξει ότι παρέλαβε και/ή έλαβε γνώση καθυστερημένα ή καθόλου της διοικητικής πράξης, έξω δηλαδή από την προθεσμία. Εκείνος που προβάλλει έναν τέτοιο  ισχυρισμό θα πρέπει και να τον τεκμηριώσει (NAPA MERMAID HOTEL AND SUITES LTD ν. Δήμου Αγίας Νάπας, Υποθ. Αρ. 6435/2013, ημερ. 18.12.2015, Αντώνιος Πατάτας ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 248, HadjiGavriel v. Republic (1986) 3(A) C.L.R. 52).

 

Εν προκειμένω, ως έχει ήδη λεχθεί, οι αιτητές στρέφονται δια της προσφυγής τους κατά τριών πράξεων των καθ’ ων η αίτηση και συγκεκριμένα κατά της Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 12.4.2023 και αρ. ΕΜ[.], της Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 22.5.2024 και αρ. ΕΠ[.] και της υπό του Υπουργού Εσωτερικών ληφθείσας απόφασης έκδοσης Διατάγματος Στέρησης Υπηκοότητας των αιτητών, ημερομηνίας 22.8.2024. Ας σημειωθεί ότι οι δυο προαναφερθείσες Αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ενσωματώθηκαν επί της ουσίας στην τελική απόφαση του Υπουργού, έχοντας ωσαύτως απωλέσει την εκτελεστότητά τους. Αυτό εύκολα γίνεται κατανοητό από το ίδιο το περιεχόμενο των εν λόγω δυο Αποφάσεων: σύμφωνα με την Απόφαση ημερομηνίας 12.4.2023, το Υπουργικό Συμβούλιο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 113(3)(ε) του Νόμου, ενέκρινε την έκδοση Διατάγματος αποστέρησης της ιδιότητας του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον αιτητή, καθώς και την αποστέρηση της ιδιότητας του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας από την αιτήτρια 2 (σύζυγο του αιτητή) και από τις αιτήτριες 3 και 4 (θυγατέρες του αιτητή) σύμφωνα με το άρθρο 113(1) του Νόμου, καθότι αυτές απέκτησαν την Κυπριακή υπηκοότητα ως μέλη της οικογένειας του αιτητή αρ. 1, ενώ με την Απόφασή του ημερομηνίας 22.5.2024, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να επιβεβαιώσει την προαναφερθείσα Απόφαση.

 

Συνεπώς, μόνη εκτελεστή απόφαση, υποκείμενη στον έλεγχο του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, είναι η απόφαση έκδοσης του επίδικου Διατάγματος του Υπουργού Εσωτερικών, ημερομηνίας 22.8.2024. Με την εν λόγω απόφαση ολοκληρώθηκε η πράξη στέρησης της Κυπριακής υπηκοότητας από τους αιτητές. Όπως αναφέρεται στην εν λόγω, επίδικη, απόφαση, οι λόγοι στέρησης της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας από τον αιτητή έγκεινται στο άρθρο 113(3)(ε) του Νόμου, εφόσον προηγουμένως το Υπουργικό Συμβούλιο είχε ικανοποιηθεί ότι ο αιτητής καταζητείται σε διεθνές επίπεδο από την ΙΝΤΕΡΠΟΛ για σοβαρά ποινικά αδικήματα, τα οποία επισύρουν ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω και τα οποία συνιστούν αδίκημα και στη Δημοκρατία, ενώ όσον αφορά τις αιτήτριες 2, 3 και 4, η επίδικη απόφαση βασίζεται στο άρθρο 113(1) του Νόμου, καθότι αυτές απέκτησαν την Κυπριακή υπηκοότητα ως μέλη της οικογένειας του αιτητή.

 

Ας σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα ενώπιον μου τεθέντα, ο αιτητής απέκτησε την Κυπριακή υπηκοότητα με κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση ως επενδυτής, στη βάση του άρθρου 111Α(2) του Νόμου, δυνάμει Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 13.7.2016 και στη συνέχεια η αιτήτρια 2, ως σύζυγος πολιτογραφημένου επενδυτή, με Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 18.10.2016 και, ακολούθως, οι δυο θυγατέρες του (αιτήτριες 3 και 4), οι οποίες γεννήθηκαν στις 12.4.2012 και 13.5.2018, αντίστοιχα.

 

Ήδη από το στάδιο αυτό και με βάση τα πιο πάνω, είναι πρόδηλο ότι το αιτητικό Γ της υπό εξέταση αίτησης καθίσταται απορριπτέο, εφόσον, ως προκύπτει και από το λεκτικό της αίτησης ακυρώσεως, η νομιμότητα και εγκυρότητα της επιστολής ημερομηνίας 29.1.2025, της οποίας η προσωρινή αναστολή ζητείται δια της ενδιάμεσης αιτήσεως, δεν αποτελεί αντικείμενο της αίτησης ακυρώσεως και, συνακόλουθα, απαραδέκτως προβάλλεται μια τέτοια αξίωση δια της υπό κρίση αιτήσεως. Όπως απαραδέκτως βεβαίως ζητείται, γενικά και αόριστα και χωρίς οποιαδήποτε επαρκή και/ή τη δέουσα συγκεκριμενοποίηση, η προσωρινή αναστολή και/ή ακύρωση και/ή επανεξέταση «οποιασδήποτε οδηγίας και/ή απόφασης και/ή διατάγματος και/ή εντολής».

 

Η επίδικη απόφαση, δια της οποίας επήλθε η στέρηση της υπηκοότητας του αιτητή και των αιτητριών 2, 3 και 4, ήτοι το υπό του Υπουργού Εσωτερικών εκδοθέν Διάταγμα Στέρησης Υπηκοότητας, φέρει ημερομηνία 22.8.2024. Ωστόσο, ως ήδη ελέχθη, η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 27.12.2014, ήτοι προδήλως εκτός της προθεσμίας των 75 ημερών που τάσσει το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

 

Ο βασικός ισχυρισμός της πλευράς των αιτητών είναι ότι η πιο πάνω επίδικη απόφαση εστάλη μόνον στους προηγούμενους δικηγόρους των αιτητών δι’ επιστολής του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ημερομηνίας 2.9.2024, ενώ ουδέποτε αυτή η απόφαση εστάλη στην επίσημη δηλωθείσα διεύθυνση του αιτητή, στον Άγιο Θεόδωρο Λάρνακας. Οι αιτητές, σύμφωνα με το σχετικό ισχυρισμό, ουδέποτε ενημερώθηκαν στη διεύθυνση που είχαν δηλώσει ως επίσημη διεύθυνσή τους και το γεγονός ότι οι καθ’ ων η αίτηση είχαν στη διάθεσή τους την επίσημη δηλωμένη διεύθυνση των αιτητών και δεν απέστειλαν σε αυτήν την επίδικη απόφαση, συνιστά παράλειψη της Διοίκησης, η οποία και όφειλε να κοινοποιήσει απευθείας την απόφαση  στην επίσημη δηλωθείσα διεύθυνση των αιτητών και όχι στο δικηγόρο που είχε χειριστεί αρχικά την αίτησή τους. Περαιτέρω, σύμφωνα με τους συνηγόρους των αιτητών, ο αιτητής 1 έλαβε για πρώτη φορά στις 13.12.2024, επίσημη ενημέρωση από δικηγόρο του δικηγορικού γραφείου ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τις επίδικες αποφάσεις και ο ίδιος ζήτησε να ενημερωθεί από τους εν λόγω δικηγόρους, οι οποίοι μάλιστα ουέποτε του έδωσαν το φάκελο της υπόθεσης. Υποβάλλουν συναφώς οι συνήγοροι των αιτητών ότι δεν υπάρχει καμία άλλη μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι το γραφείο ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ & Σία Δ.Ε.Π.Ε. ενημέρωσε τον αιτητή αρ. 1 πριν από τις 13.12.2024 αναφορικά με τις επίδικες αποφάσεις, ούτε και υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία ότι οι καθ’ ων η αίτηση γνωστοποίησαν τις αποφάσεις τους στην τελευταία επίσημη διεύθυνση των αιτητών. Ο δε αιτητής 1, με το που έλαβε γνώση των πιο επίδικων αποφάσεων, εμπρόθεσμα καταχώρησε την παρούσα προσφυγή και αυτό, κατά τον σχετικό ισχυρισμό, τεκμαίρεται από τη μαρτυρία της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση, ημερομηνίας 26.2.2025.

 

Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι η επίδικη απόφαση γνωστοποιήθηκε ταχυδρομικώς, με συστημένη επιστολή, στο δικηγορικό γραφείο ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ & Σία Δ.Ε.Π.Ε., στις 2.9.2024 (Τεκμήριο 22 στην ένσταση). Το συγκεκριμένο γραφείο ενεργούσε ως δικηγόροι των αιτητών κατά τον ουσιώδη χρόνο υποβολής της αίτησής τους για πολιτογράφηση του αιτητή 1 και της αιτήτριας 2 και αυτό προκύπτει και από τα τεκμήρια 16 και 17 της ένστασης των καθ’ ων η αίτηση και τις εκεί περιεχόμενες επιστολές των δικηγόρων του εν λόγω γραφείου, ημερομηνίας 17.5.2016 και 29.6.2016, αναφορικά με την υποβολή των εν λόγω αιτήσεων και των απαιτούμενων για κάθε αίτηση εγγράφων. Προκύπτει επίσης ότι στο συγκεκριμένο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπούσε τους αιτητές, είχε ήδη από 24.5.2023 σταλεί συστημένη επιστολή από τη Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου (τεκμήριο 14), δια της οποίας γνωστοποιείτο η Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 12.4.2023 να εγκρίνει την έκδοση Διατάγματος αποστέρησης της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας από τον αιτητή και τις αιτήτριες 2, 3 και 4. Συνεπώς, στη γνώση των συγκεκριμένων δικηγόρων είχε περιέλθει ήδη πριν από την 2.9.2024 η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση να προχωρήσουν με την αποστέρηση της υπηκοότητας των αιτητών. Συνακόλουθα, εύλογα προκύπτει το ερώτημα γιατί οι αιτητές δεν αντέδρασαν έγκαιρα, παρά μόνον καταχώρησαν την προσφυγή τους στις 27.12.2024, ήτοι σε χρόνο προδήλως μεταγενέστερο των 75 ημερών, όπως απαιτείται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος, δεδομένου ότι η επίδικη απόφαση ελήφθη από τους προαναφερθέντες δικηγόρους στις 2.9.2024. Μεσολάβησε δηλαδή μεταξύ της επίδικης απόφασης, ως αυτή περιέχεται στην σχετική επιστολή 2.9.2024 προς τους δικηγόρους των αιτητών, και της καταχώρησης της προσφυγής, χρονικό διάστημα που προφανώς εκφεύγει κατά πολύ της υπό του Συντάγματος προβλεπόμενης προθεσμίας των 75 ημερών.

Βεβαίως, ως ήδη ελέχθη, η πλευρά των αιτητών και δη ο αιτητής 1 ισχυρίζεται ότι έλαβε για πρώτη φορά γνώση της επίδικης πράξης δι’ επίσημης ενημέρωσης από δικηγόρο του εν λόγω δικηγορικού γραφείου στις 13.12.2024 καθώς και ότι δεν υπάρχει καμία άλλη μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι το γραφείο ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ & Σία Δ.Ε.Π.Ε. ενημέρωσε τον αιτητή αρ. 1 πριν από τις 13.12.2024 αναφορικά με τις επίδικες αποφάσεις. Ωστόσο, υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, η παρούσα αποτελεί περίπτωση που το σχετικό βάρος απόδειξης μετατοπίζεται και όφειλε η πλευρά των αιτητών, ως φέρουσα πλέον το σχετικό βάρος απόδειξης, να καταδείξει με πειστικό τρόπο τον λόγο που η προσφυγή καταχωρήθηκε με αρκετή καθυστέρηση και/ή να στοιχειοθετήσει τον ισχυρισμό της, σύμφωνα με τον οποίο οι αιτητές έλαβαν για πρώτη φορά γνώση της επίδικης πράξης στις 13.12.2024 και όχι ενωρίτερα και, κατ' επέκταση, να καταδείξει και/ή να στοιχειοθετήσει με την απαιτούμενη επάρκεια ότι η προσφυγή της είναι εμπρόθεσμη. Αυτό, έχω την άποψη, καθίστατο ιδιαιτέρως επιτακτικό και αναγκαίο, ιδιαίτερα από τη στιγμή που όλες οι ενέργειες για την απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας τόσο του αιτητή όσο και της αιτήτριας 2 έγιναν από το δικηγορικό γραφείο ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ & Σία Δ.Ε.Π.Ε., οι οποίοι και ενεργούσαν ως δικηγόροι των αιτητών, ενώ, όπως και οι καθ’ ων η αίτηση επισημαίνουν, πράγματι, αποτελεί σταθερή πρακτική όπως, σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση, η σχετική ενημερωτική επιστολή του Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου αποστέλλεται στον πάροχο υπηρεσιών που εκπροσώπησε το επηρεαζόμενο πρόσωπο κατά την υποβολή αίτησης για κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση στη βάση του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος, εκτός εάν στο μεσοδιάστημα ενημερωθεί το Υπουργείο Εσωτερικών ότι το επηρεαζόμενο πρόσωπο εκπροσωπείται από άλλο πάροχο υπηρεσιών, κάτι που εν προκειμένω δεν προκύπτει να συνέβη. Πράγματι, από κανένα ενώπιον μου στοιχείο δεν προκύπτει ότι οι αιτητές δεν εκπροσωπούνταν πλέον και/ή είχαν πράγματι παύσει την εκπροσώπηση και/ή τις υπηρεσίες του συγκεκριμένου παρόχου υπηρεσιών, ήτοι του δικηγορικού γραφείου ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε. κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Ούτε προκύπτει να έλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών και/ή να προσκομίστηκε σε αυτό οποιουδήποτε τύπου ενημέρωση ή/και εξουσιοδότηση με την οποία να πληροφορούνταν ότι ο αιτητής 1 ή οποιοδήποτε μέλος της οικογένειάς του, εκπροσωπούνταν πλέον από οποιονδήποτε άλλο πάροχο υπηρεσιών πέραν του δικηγορικού γραφείου Ανδρέας Δημητριάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε. Συνεπώς, και με βάση και το τεκμήριο της κανονικότητας που υπάρχει υπέρ των πράξεων της Διοίκησης, εύλογα συνάγεται ότι νομικός εκπρόσωπος των αιτητών κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, εξακολουθούσε να είναι το δικηγορικό γραφείο Ανδρέας Δημητριάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε. και εύλογα θα αναμενόταν ότι οι αιτητές θα λάμβαναν γνώση από τον εν λόγω πληρεξούσιο δικηγόρο τους περί της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Με αποτέλεσμα, οι ισχυρισμοί των αιτητών για παύση της εκπροσώπησης του συγκεκριμένου δικηγόρου και/ή του παρόχου υπηρεσιών να παραμένουν μετέωροι, εφόσον τίποτε δεν υπάρχει που να συνηγορεί υπέρ αυτής της θέσης.

 

Επί των πιο πάνω, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι τερμάτισαν τις υπηρεσίες των συγκεκριμένων δικηγόρων πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης και προς τούτο, παραπέμπουν στην ένορκη δήλωση του κ. Δημητρίου, η οποία συνοδεύει την ενδιάμεση αίτηση. Ωστόσο, η εν λόγω ένορκη δήλωση δεν μπορεί να προσθέσει οτιδήποτε στη σχετική επιχειρηματολογία, εφόσον σε αυτήν δεν αναφέρεται τίποτε περισσότερο από τα όσα οι αιτητές ήδη ισχυρίζονται, ότι δηλαδή κατά το χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης, οι αιτητές δεν εκπροσωπούνταν πλέον και είχαν ήδη τερματίσει τις υπηρεσίες του δικηγορικού γραφείου Ανδρέας Δημητριάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., καθώς και ότι έλαβαν γνώση της εν λόγω απόφασης στις 13.12.2024.

 

Στη βάση των πιο πάνω, και ελλείψει οποιασδήποτε επαρκούς μαρτυρίας περί του αντιθέτου, εύλογα μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι οι αιτητές έλαβαν γνώση για την επίδικη απόφαση από το δικηγορικό γραφείο  Ανδρέας Δημητριάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., ενώ εύλογα τίθεται και το ερώτημα γιατί οι συγκεκριμένοι δικηγόροι, οι οποίοι, ως εκπρόσωποι των αιτητών, είχαν προηγουμένως προβεί σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες και είχαν υποβάλει τη σχετική αίτηση πολιτογράφησης για τους αιτητές 1 και 2, δεν ενημέρωσαν, ως όφειλαν, τους αιτητές αναφορικά με την επίδικη απόφαση. Επιπρόσθετα δε, και δεδομένου, ως έχει ήδη λεχθεί, ότι κατά κανόνα, σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση, η σχετική ενημερωτική επιστολή του Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου αποστέλλεται στον πάροχο υπηρεσιών που εκπροσώπησε το επηρεαζόμενο πρόσωπο κατά την υποβολή αίτησης για κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση στη βάση του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος, εκτός εάν στο μεσοδιάστημα ενημερώθηκε το Υπουργείο Εσωτερικών ότι το επηρεαζόμενο πρόσωπο εκπροσωπείται από άλλο πάροχο υπηρεσιών, εύλογα τίθεται το ερώτημα γιατί ο συγκεκριμένος πάροχος υπηρεσιών, όταν έλαβε την υπό κρίση προσβαλλόμενη πράξη δεν ενημέρωσε, ως όφειλε να πράξει, το Υπουργείο Εσωτερικών ότι είχε ήδη πάψει να εκπροσωπεί τους αιτητές, ώστε το αρμόδιο Υπουργείο να αναζητήσει εναλλακτικό τρόπο κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης, δεδομένου, όπως προκύπτει από την ηλεκτρονική επιστολή ημερομηνίας 13.12.2024, που οι ίδιοι οι δικηγόροι των αιτητών επικαλούνται (Παράρτημα Ε στην αίτηση ακυρώσεως και Τεκμήριο 6 στην ένορκη δήλωση), ότι όλες οι προηγούμενες σχετικές ειδοποιήσεις αναφορικά με την περίπτωση των αιτητών, είχαν σταλεί από το Υπουργείο Εσωτερικών στο δικηγορικό γραφείο Ανδρέας Δημητριάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε.: όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται από τους εν λόγω δικηγόρους προς τους αιτητές «[.] please see attached all notices previously received from the Ministry of Interior». Συνεπώς, οι καθ’ ων η αίτηση, και χωρίς οποιαδήποτε άλλη ενημέρωση, ουδέν άλλον μπορούσαν να πράξουν από του να αποστείλουν στους δικηγόρους που εκπροσωπούσαν τους αιτητές καθ’ όλη τη διαδικασία υποβολής της αίτησης για πολιτογράφηση την προσβαλλόμενη απόφαση, όπερ και έπραξαν, και ουδέν έτερο ενέπιπτε πλέον στη δική τους σφαίρα ευθύνης, από τη στιγμή που οι αιτητές εκπροσωπούνταν από συγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών, ήτοι το δικηγορικό γραφείο Ανδρέας Δημητριάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., ο οποίος και όφειλε να ενημερώσει τους αιτητές για την επίδικη απόφαση, αλλά και για όλες τις προηγηθείσες πράξεις, οι οποίες, ως ήδη ελέχθη, προκύπτει ότι ήταν εν γνώση του. Εξάλλου, υπό τις περιστάσεις, ήταν το αναμενόμενο όπως η κοινοποίηση της απόφασης γίνει προς το δικηγόρο ο οποίος προέβη σε όλες τις ενέργειες για την πολιτογράφηση των αιτητών 1 και 2 και παρουσιάζεται επ’ αυτής ως ο πληρεξούσιός τους (Miglena Varbanova Kalyova κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 61 12015, ημερ. 8.5.2015).

 

Στην Miglena Varbanova Kalyova, ανωτέρω, τονίστηκε εκ νέου ότι κοινοποίηση της απόφασης προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή πληρεξούσιο αντιπρόσωπο ενός αιτητή, αποτελεί κοινοποίηση και προς τον ίδιο για την έναρξη της προθεσμίας του υπολογισμού του χρόνου (βλ. και Papasavva v. Republic (1979) 3 C.L.R. 563 και τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας Αρ. 1135/1957 και 182/1958). Σε αυτές τις περιπτώσεις, με βάση το τεκμήριο της κανονικότητας, το οποίο λειτουργεί υπέρ της Διοίκησης, εύλογα αναμένεται ότι ο αιτητής λαμβάνει γνώση από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του (Θεανώ Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας (2007) Α.Α.Δ.3 σελ. 415). Συνεπώς, κοινοποίηση προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή πληρεξούσιο αντιπρόσωπο ενός αιτητή, αποτελεί κοινοποίηση προς τον ίδιο για σκοπούς υπολογισμού και έναρξης της προθεσμίας του υπό του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος προβλεπόμενου χρόνου των  75 ημερών.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω, παραμένει ακλόνητη η διαπίστωση, ως και ο ισχυρισμός των καθ’ ων η αίτηση, ότι η παρούσα προσφυγή καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα. Ούτε και τέθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου επαρκής μαρτυρία περί του αντιθέτου. Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, στην Δημοκρατία ν. Μ.Ε. ΛΕΩΦΟΡΕΙΑ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΛΤΔ, Ε.Δ.Δ. 57/18, ημερ. 9.2.2024, τονίστηκε εκ νέου η πάγια θέση της νομολογίας ότι εναπόκειται σε ένα αιτητή να αποδείξει ότι παρέλαβε εκπρόθεσμα ή καθόλου τη διοικητική πράξη. Εκείνος που προβάλλει τον ισχυρισμό θα πρέπει να τον τεκμηριώσει (βλ. Πατάτας ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 248 και HadjiGavriel v. Republic (1986) 3(A) C.L.R 52)». Εν προκειμένω, και δεδομένων όλων των προαναφερθέντων, διαπιστώνω ότι πράγματι, δεν τέθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οποιαδήποτε μαρτυρία εκ μέρους των αιτητών που να υποστηρίζει με την απαιτούμενη επάρκεια τον ισχυρισμό τους ότι έλαβαν γνώση της επίδικης απόφασης για πρώτη φορά στις 13.12.2024 και όχι προηγουμένως, με αποτέλεσμα το σχετικό βάρος απόδειξης να μην έχει αποσειστεί από τους ώμους των αιτητών. Στην υπόθεση Πατάτας, ανωτέρω, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα ως προς το ειδικότερο ζήτημα της προσαγωγής μαρτυρίας:

 

«Καμιά μαρτυρία δεν προσήγαγε στο δικαστήριο ο αιτητής. Ούτε με ένορκη δήλωση του ούτε προφορικά και κανένα στοιχείο δεν τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου από τον ευπαίδευτο δικηγόρο του που να υποστηρίζει τον ισχυρισμό του ότι η επιστολή πραγματικά λήφθηκε στις 29/6/1988.

 

Το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού αυτού ήταν πάνω στον αιτητή. Στην υπόθεση HadjiGavriel v. The Republic (1986) 3 C.L.R. 52, στη σελίδα 57 λέχθηκαν τα εξής σχετικά με παρόμοιο θέμα.

 

«The present recourse was filed on 30.5.1985. Even assuming that the decision contained in the letter of 7.3.85 was of an executory nature, again the present recourse having been filed on 30.5.1985 was filed more than 75 days after the 7.3.1985;

 

"It is correct that this point has not been raised by counsel for respondent but it is a matter which this Court is bound to note of its own motion in view of the fact that Article 146.3 is a mandatory provision which has to be applied in the public interest." (Vide Moran and the Republic, 1 R.S.C.C. 10 at p. 13, Protopapas v. the Republic (1967) 3 C.L.R. 411 at p. 416).

 

Although nothing was said before me by either side and in spite of the fact that nothing appears in the material placed before me, the letter of 7.3.85 must have been communicated to the counsel for applicant either on the same day or the maximum within a week, in which case the recourse having been filed on 30.5.85 is definitely out of time."

Μια και ο αιτητής στην προκειμένη περίπτωση, όπως ανάφερα πιο πάνω, δεν παρουσίασε κανένα στοιχείο ούτε μαρτυρία που να ενισχύει τον ισχυρισμό του ότι η επιστολή αυτή λήφθηκε με καθυστέρηση 12 ημερών και υιοθετώντας τη γνώμη που εκφράστηκε στην πιο πάνω απόφαση, βρίσκω πως η προσφυγή αυτή καταχωρίσθηκε εκπρόθεσμα.».

 

Κατ’ επέκταση, ελλείψει προσκόμισης της απαιτούμενης μαρτυρίας, ούτε και το τεκμήριο της κανονικότητας, που υπάρχει υπέρ των πράξεων της Διοίκησης, έχει ανατραπεί (Βασιώτης Κονστρ. Λτδ ν. Δήμου Λεμεσού (1989) 3 Α.Α.Δ. 3193).

 

Τέλος, ως προς τις αναφορές της πλευράς των δικηγόρων των αιτητών σε κατ’ ισχυρισμόν ταξίδια του αιτητή 1 στην Κύπρο με ακυρωμένο διαβατήριο κατά τον Ιούνιο και Σεπτέμβριο 2024, διαπιστώνω ότι στην γραπτή τους αγόρευση δεν αναφέρονται συγκεκριμένες ημερομηνίες των ισχυριζόμενων ταξιδιών του αιτητή στην Κύπρο κατά τους εν λόγω μήνες. Σε κάθε δε περίπτωση, όπως αναφέρθηκε και στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση των καθ’ ων η αίτηση, η επίδικη απόφαση έκδοσης του Διατάγματος Στέρησης της Υπηκοότητας των αιτητών λήφθηκε στις 22.8.2024 και, στις 2.9.2024, το εν λόγω Διάταγμα, το οποίο και αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή για ακύρωση των εκδοθέντων Πιστοποιητικών Πολιτογράφησης και Πιστοποιητικών Εγγραφής ως Κύπριων πολιτών, τη διαγραφή των επηρεαζόμενων από τα αρχεία  πολιτών του Κράτους και την ακύρωση των Κυπριακών διαβατηρίων και  δελτίων ταυτότητας, εστάλη στην προϊσταμένη της Διεύθυνσης Αρχείου Πληθυσμού με οδηγίες για άμεση εφαρμογή του. Συνεπώς, προκύπτει ότι το ισχυριζόμενο ταξίδι του αιτητή κατά τον Ιούνιο του 2024 πραγματοποιήθηκε σε χρόνο προ της έκδοσης του Διατάγματος Στέρησης Υπηκοότητας, ενώ το Κυπριακό διαβατήριο του αιτητή ακυρώθηκε στις 18.9.2024.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, καταλήγω ότι η προσφυγή, στο πλαίσιο της οποίας καταχωρήθηκε και η υπό εξέταση αίτηση, είναι προδήλως εκπρόθεσμη. Με αυτή δε τη διαπίστωση, είναι αυτονόητο ότι σφραγίζεται από το στάδιο αυτό η τύχη τόσο της παρούσας αίτησης, όσο και της ίδιας της προσφυγής, η οποία, ως εκπροθέσμως καταχωρηθείσα, υπόκειται σε απόρριψη ως απαράδεκτη (Hellenic Petroleum Cyprus Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 602). Κατά τη νομολογία (S. Dominion Ltd, ανωτέρω), η οποία επιβεβαιώθηκε με την σχετικά πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Μ.Α. ΚΤΗΜΑ ΜΑΚΕΝΖΥ ΛΙΜΙΤΕΔ κ.α. ν. Δήμου Λάρνακας, Ε.Δ.Δ. 71/2019, ημερ. 22.11.2023, αιτήσεις για έκδοση προσωρινού διατάγματος επηρεάζονται από το κατά πόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της εκκρεμούσης αιτήσεως ακυρώσεως. Στην Κλεοβούλου Κλείτος v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 4 Α.Α.Δ. 228, λέχθηκαν συναφώς τα εξής:

 

«Το παραδεκτό της προσφυγής αποτελεί λογική προϋπόθεση για την παροχή προσωρινής προστασίας. Ο Β. Σκουρής "Η Δικαστική Αναστολή Εκτελέσεως των Διοικητικών Πράξεων", 3η έκδοση, παράγρ. 53 στη σελ. 55 θέτει ως εξής το ζήτημα:

 

"Η αίτηση αναστολής εκτελέσεως επηρεάζεται από το εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της εκκρεμούς αιτήσεως ακυρώσεως. Πάγια είναι η τακτική των Ε.Α. να μην εξετάζουν τις αιτήσεις αναστολής εκτελέσεως στην ουσία τους, όταν θεωρούν τις αντίστοιχες αιτήσεις ακυρώσεως προδήλως απαράδεκτες....."

 

Αυτό συμβαίνει όταν, για παράδειγμα, η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως παρατηρεί ο ίδιος συγγραφέας στις σελ. 55-56:

 

"........η έρευνα του παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως δεν περιορίζεται στις προϋποθέσεις εκείνες, η πλήρωση των οποίων - όπως η τήρηση της προθεσμίας ή η έλλειψη παράλληλης προσφυγής - αποδεικνύεται εύκολα, αλλά αφορά και στη φύση της προσβαλλόμενης πράξεως ή στη νομιμοποίηση του αιτούντος, αναγκάζοντας με τον τρόπο αυτό το ΣτΕ να ασχολείται σε βάθος (και) με όλες τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως.  Π.χ. οι Ε.Α. 6 και 36/1971 κρίνουν απαράδεκτες τις αιτήσεις αναστολής εκτελέσεως εγκυκλίων......»

 

(βλ. επίσης Βασιλείου Γεώργιος κ.α. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 643).

 

Ενόψει των πιο πάνω, η αίτηση, ως καταχωρηθείσα στο πλαίσιο εκπρόθεσμης προσφυγής, αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Η πιο πάνω κατάληξη σφραγίζει οριστικά και την τύχη της προσφυγής, η οποία είναι εκπρόθεσμη και, συνακόλουθα, απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Επιδικάζονται €1500 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον των αιτητών.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο