Α.Χ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΠΑΝΑΚΡΙΣΕΩΝ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΩΝ ΥΠΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ (Σ.ΥΠ.), Υπόθεση Αρ. 1751/2022, 29/4/2025
print
Τίτλος:
Α.Χ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΠΑΝΑΚΡΙΣΕΩΝ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΩΝ ΥΠΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ (Σ.ΥΠ.), Υπόθεση Αρ. 1751/2022, 29/4/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

(Υπόθεση Αρ. 1751/2022(i-Justice))

 

 29 Απριλίου 2025

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                                  Α.Χ.             

                                                                             Αιτητής

                                                     ΚΑΙ

            ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΠΑΝΑΚΡΙΣΕΩΝ

ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΩΝ ΥΠΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ (Σ.ΥΠ.)

 

Καθ΄ ων  η Αίτηση

 

Κ. Χατζηθεοδώρου (κα), για Αιτητή

Θ. Χατζηλούκας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο αιτητής προσβάλλει ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος την απόφαση του καθ’ ου η αίτηση, Συμβουλίου Επανακρίσεων Συμβασιούχων Υπαξιωματικών («Σ.ΥΠ.»), που γνωστοποιήθηκε σε αυτόν με διαταγή του Αρχηγού Εθνικής Φρουράς, ημερομηνίας 7.7.2022, και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή του αιτητή κατά της απόφασης του Συμβουλίου Κρίσεων Συμβασιούχων Υπαξιωματικών («το Συμβούλιο Κρίσεων») να κρίνει αυτόν ως «Προακτέο κατ’ αρχαιότητα», κατά τις κρίσεις για το έτος 2022.  Σημειώνεται ότι αρχικά, η συγκεκριμένη κρίση του Συμβουλίου Κρίσεων προσβάλλετο αυτοτελώς, δια του αιτητικού 2 της υπό εξέταση προσφυγής, ωστόσο κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, αποσύρθηκε από τη συνήγορο του αιτητή, ορθώς, και απορρίφθηκε, εφόσον η εν λόγω απόφαση ενσωματώθηκε και/ή απορροφήθηκε από την τελικώς εκδοθείσα απόφαση του Σ.ΥΠ..

 

Ο αιτητής είναι συμβασιούχος Υπαξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας και κατέχει το βαθμό του Επιλοχία. Προσλήφθηκε στο Στρατό της Δημοκρατίας με σύμβαση ως Εθελοντής Πενταετούς Υποχρεώσεως (Ε.Π.Υ.), με το βαθμό του Λοχία, από 21.3.1998. Εν συνεχεία, ο αιτητής ανανέωση τη σύμβασή του για ακόμα τρεις φορές, ενώ την 1.3.2008 προήχθη στο βαθμό του Επιλοχία. Με βάση δε την τελευταία ανανέωση, η ισχύς της σύμβασής του θα ίσχυε μέχρι την ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης του αιτητή.

 

Με απόφασή του, ληφθείσα κατά την τακτική του συνεδρία ημερομηνίας 31.5.2022, το Συμβούλιο Κρίσεων, το οποίο είχε συγκροτηθεί με απόφαση του Υπουργού Άμυνας («ο Υπουργός»), ημερομηνίας 20.5.2022, έκρινε ομόφωνα τον αιτητή ως «Προακτέο κατ’ αρχαιότητα», σύμφωνα με τους περί Στρατού της Δημοκρατίας (Προσλήψεις, Ιεραρχία, Προαγωγές και Τερματισμός Απασχόλησης Συμβασιούχων Υπαξιωματικών) Κανονισμούς του 2017 έως 2022 («οι Κανονισμοί»), οι οποίοι και αποτελούν το νομικό πλαίσιο που διέπει τους συμβασιούχους Υπαξιωματικούς. Σημειώνεται, στο σημείο αυτό, ότι με τους Κανονισμούς, μετονομάστηκαν οι Ε.Π.Υ. σε συμβασιούχους Υπαξιωματικούς, ενώ καταργήθηκαν οι περί Εθελοντών Πενταετούς Υποχρεώσεως του Στρατού της Δημοκρατίας Κανονισμοί του 1995, (Κ.Δ.Π. 44/1995).

 

Ακολούθως, τα ονόματα των συμβασιούχων Υπαξιωματικών που κρίθηκαν από το Συμβούλιο Κρίσεων κατά την τακτική του σύνοδο για το έτος 2022, αναγράφησαν στους αντίστοιχους Πίνακες Κρίσεων, το δε όνομα του αιτητή ανεγράφη στον Πίνακα των Επιλοχιών Συμβασιούχων Υπαξιωματικών Σωμάτων Στρατού Ξηράς, κριθέντων ως προακτέων κατ’ αρχαιότητα. Οι εν λόγω Πίνακες κυρώθηκαν στη συνέχεια από τον Υπουργό.

 

Ο αιτητής έλαβε γνώση της πιο πάνω κρίσης του, δι’ επιστολής του Γ.Ε.Ε.Φ., ημερομηνίας 16.6.2022, και στις 28.6.2022, υπέβαλε κατά της απόφασης αυτής, ιεραρχική προσφυγή στο Σ.ΥΠ., δυνάμει του Κανονισμού 25(4) των Κανονισμών.

 

Η ιεραρχική προσφυγή του αιτητή απορρίφθηκε ομόφωνα από το Σ.ΥΠ., κατά τη συνεδρία του, ημερομηνίας 7.7.2022, ο δε αιτητής έλαβε γνώση της εν λόγω απορριπτικής απόφασης δι’ επιστολής του ΓΕΕΦ, ιδίας ημερομηνίας και στις 13.9.2022 καταχώρησε κατά της απόφασης αυτής, την υπό κρίση προσφυγή.

 

Πριν από την εξέταση των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης που προωθούνται, προέχει η εξέταση της προδικαστικής ένστασης που ηγέρθη δια της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου των καθ’ ων η αίτηση και σύμφωνα με την οποία η επίδικη διαφορά εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου, καθότι η νομιμότητα της απασχόλησης του αιτητή, η οποία διέπετο και/ή ρυθμιζόταν με σχετική σύμβαση απασχόλησης, καθώς και οποιαδήποτε σχετική με την εν λόγω απασχόληση πράξη, ως η εδώ επίδικη, εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και αρμόδιο Δικαστήριο να τους επιληφθεί, είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Προς επίρρωση της σχετικής επιχειρηματολογίας του, ο κ. Χατζηλούκας αναφέρθηκε εκτενώς στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αντιγόνη Αβραάμ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 49, καθώς και στην Χρήστου Χρυσικού ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 115/2015, ημερ. 20.6.2023.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι επί των αμέσως πιο πάνω, οι θέσεις της συνηγόρου του αιτητή, στην εμπροσθοφυλακή της επιχειρηματολογίας της οποίας, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, καθότι αυτή δεν αφορά στον τερματισμό της σύμβασης απασχόλησης συμβασιούχου Υπαξιωματικού του Στρατού της Δημοκρατίας, η οποία πράγματι συνιστά διαφορά αστικής φύσης, αλλά απόφαση συλλογικού οργάνου που ασκεί δημόσια εξουσία και αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση των αναγκών δημόσιας υπηρεσίας, δηλαδή δημόσιου σκοπού. Ισχυρίζεται περαιτέρω η κα Χατζηθεοδώρου ότι επί του συγκεκριμένου θέματος, η προσέγγιση της ημεδαπής νομολογίας είναι αντιφατική.  

 

Προέχει βεβαίως, λόγω της φύσης της, αλλά και ως ζήτημα λογικής προτεραιότητας, η εξέταση της προδικαστικής ένστασης και συγκεκριμένα του ζητήματος κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση και η επίδικη διαφορά ανάγονται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, εκφεύγοντας ωσαύτως της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, ως ισχυρίζονται οι καθ’ ων η αίτηση, ή, αντίθετα, στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Η διαπίστωση της ύπαρξης δικαιοδοσίας είναι το θεμέλιο του παραδεκτού της Προσφυγής (Ευγενία Παρακευαΐδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 53/20, ημερ. 8.1.2025). Πρόκειται, βεβαίως, για ένα καίριο ζήτημα, η έκβαση του οποίου δύναται να επιδράσει καταλυτικά στην έκβαση της προσφυγής, εφόσον μόνο πράξεις που εμπίπτουν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου μπορούν να προσβληθούν δια προσφυγής, βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος (Παντελής Zέμπασιης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 442).

 

Εν προκειμένω, στη βάση του συνόλου των στοιχείων που έχουν τεθεί ενώπιον μου, και υπό το φως της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, δεν μπορώ παρά να καταλήξω ότι η επίδικη, προσβαλλόμενη, απόφαση εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και εκφεύγει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι η πρόσληψη του αιτητή στον Στρατό της Δημοκρατίας ως Ε.Π.Υ., έγινε δυνάμει σύμβασης εν έτει 1998, για περίοδο πέντε ετών, η οποία ανανεώθηκε ακολούθως άλλες τρεις φορές. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των Κανονισμών, «"Συμβασιούχος Υπαξιωματικός" ή ΣΥΠ σημαίνει πρόσωπο που υπηρετεί στον Στρατό ως Ε.Π.Υ. κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος των παρόντων Κανονισμών, καθώς και Εθελοντή Υπαξιωματικό που προσλαμβάνεται στον Στρατό με σύμβαση ως Υπαξιωματικός  δυνάμει των προνοιών του Κανονισμού 47 των παρόντων Κανονισμών». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 19(1) του περί Στρατού της Δηµοκρατίας Νόµου (Ν. 36(Ι)/2016), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), «[.] το Υπουργικό Συµβούλιο δύναται, µετά από αιτιολογηµένη πρόταση του Υπουργού, να αποφασίζει την πρόσληψη στο Στρατό, µε σύµβαση, ως Αξιωµατικού ή Υπαξιωµατικού, σε οποιοδήποτε βαθµό [.]». Συνεπώς, υφίστατο εν προκειμένω σύμβαση μεταξύ του αιτητή και των καθ’ ων η αίτηση, της οποίας το έρεισμα ανάγεται στις πιο πάνω νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις και της οποίας οι όροι δεσμεύουν τα συμβαλλόμενα μέρη ως προς κάθε έκφανση της υπηρεσιακής τους σχέσης. Από τις διατάξεις του Νόμου αλλά και των Κανονισμών, προκύπτει με σαφήνεια ότι ο νομοθέτης και το Υπουργικό Συμβούλιο προέβλεψαν ότι Ε.Π.Υ. και εν συνεχεία συμβασιούχος Υπαξιωματικός προσλαμβάνεται και υπηρετεί στο Στρατό της Δημοκρατίας δυνάμει σύμβασης, η οποία διέπει το σύνολο της υπηρεσιακής σχέσης των συμβαλλομένων μερών, είτε πρόκειται για τερματισμό είτε για μετάθεση ή για άλλη ενέργεια συναφή με τη σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου, όπως υπήρξε εν προκειμένω η κρίση του αιτητή για το έτος 2022 και η συνακόλουθη απόρριψη της ιεραρχικής του προσφυγής. Συνεπώς και η σχέση αιτητή και Δημοκρατίας ήταν εν προκειμένω αναμφίβολα συμβατική και διέπεται στο σύνολό της και/ή χωρίς διαχωρισμούς από το ιδιωτικό δίκαιο των Συμβάσεων, σχετικό με τον εργασιακό τομέα. Διαφορετική προσέγγιση, αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε κατακερματισμό της ίδιας της συμβατικής σχέσης που δημιουργείται μεταξύ των αντισυμβαλλομένων μερών. Αυτή εξάλλου ήταν και η προσέγγιση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην, δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, απόφαση στην Χρυσικού, ανωτέρω, όπου εξετάστηκε παρόμοιο ζήτημα.

 

Στην πιο πάνω προσέγγιση, έρχεται να προσθέσει και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πιερή Ελίνα κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1353/2012 κ.α., ημερ. 18.11.2013, όπου κρίθηκε ότι η συμβατική σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου, όπως προκύπτει από τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας, διέπεται από ενιαίο καθεστώς, είτε πρόκειται για τερματισμό είτε για μετάθεση ή για άλλη ενέργεια συναφή με τη σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου, όπως υπήρξε στην υπό εξέταση περίπτωση η κρίση του αιτητή κατά τις κρίσεις του έτους 2022, και η σχέση αυτή ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, μη δυνάμενη ωσαύτως να προσβληθεί δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το ακόλουθο απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση (οι υπογραμμίσεις προστέθηκαν):

 

«Όπως ήδη έχω διαπιστώσει ο Νόμος 98(Ι) του 2003 είναι εναρμονιστικός της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ. Με το άρθρο 10 ορίζεται ως αρμόδιο Δικαστήριο προς επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς αστικής φύσεως, η οποία ήθελε προκύψει από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Ο τερματισμός των υπηρεσιών συμβασιούχου όπως τονίστηκε με την Αβραάμ (ανωτέρω) εμπίπτει στην έννοια διαφοράς αστικής φύσης.  Ο καθορισμός του αρμοδίου Δικαστηρίου στο Νόμο έγινε συμφώνως του άρθρου 5 στη ρήτρα 8 της Οδηγίας, όπου καταγράφεται: «Η πρόληψη και η αντιμετώπιση των διαφορών και καταγγελιών που προκύπτουν από την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας γίνονται σύμφωνα με τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις και πρακτικές σε εθνικό επίπεδο». Κατά συνέπεια ο Νόμος και η Οδηγία εφαρμόζονται, κρίνω, σε όλους τους συμβασιούχους αορίστου διαρκείας που υπηρετούν στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Η θεραπεία που αποδίδει το κάθε Δικαστήριο σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης ή παρανομίας εκ μέρους του εργοδότη πρέπει να είναι πλήρης και ταυτοχρόνως ισότιμη και ισόνομη. Τέτοια θεραπεία δεν μπορεί να αποδοθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας στη βάση του άρθρου 146 του Συντάγματος. Είναι σαφές ότι η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ακυρωτική και ασκείται μόνο σε ζητήματα δημοσίου δικαίου. Επομένως οι περιπτώσεις των αιτητών ως συμβασιούχων αορίστου διαρκείας δεν μπορούν να τύχουν της επίκλησης και της προστασίας που παρέχει το άρθρο 146 του Συντάγματος. Τα όποια δικαιώματα των αιτητών διασφαλίζονται από τα πολιτικά Δικαστήρια και/ή από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, όπως ο Νόμος καθορίζει.  Η υπόθεση Αβραάμ (ανωτέρω) είναι δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, στην έκταση που αφορά τους υπό κρίση υπαλλήλους.

 

Έχω μελετήσει σειρά αποφάσεων αδελφών Δικαστών (Μιχάλης Ανδρέου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 570/009, 15.3.2012, Χριστοδούλου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 792/09, 14.12.2012, Κωνσταντίνου (ανωτέρω)) και με όλο το σεβασμό προς τη διαφορετική αντίκριση δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι οι περιπτώσεις των μεταθέσεων ή άλλων συναφών ζητημάτων διαφοροποιούνται εφόσον δεν αφορούν σε παράνομο τερματισμό της υπηρεσίας συμβασιούχου. Μια τέτοια αντίκριση οδηγεί σε κατακερματισμό της ίδιας της συμβατικής σχέσης που δημιουργείται μεταξύ των αντισυμβαλλομένων μερών και καταλήγει σε νομικά παράδοξα σχήματα. Το καθεστώς που διέπει τη σχέση είναι ενιαίο, είτε πρόκειται για τερματισμό είτε για μετάθεση ή άλλη ενέργεια συναφή με τη σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου, όπως προκύπτει από τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας. Δεν κατανοώ άλλωστε σε τι μπορεί να διακρίνεται η απόφαση για πρόσληψη ή τερματισμό της υπηρεσίας υπαλλήλου από τη μετάθεση εφόσον σε κάθε περίπτωση όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από διοικητικό όργανο που πρωταρχικό σκοπό έχει την εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού.».

 

Αξίζει επίσης να επισημανθεί ότι η φύση της υπό κρίση εργασιακής σχέσης έχει αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στην Αντιγόνη Αβραάμ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 49, όπου, αφού τονίστηκε ότι η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ακυρωτική και ασκείται μόνο στον τομέα του δημοσίου δικαίου, κρίθηκε ότι οι όροι υπηρεσίας των συμβασιούχων στο δημόσιο τομέα καθορίζονται από τη σύμβασή τους και τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και ως εκ τούτου ο τερματισμός των υπηρεσιών τους ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και τη σχετική Οδηγία, ήτοι την Οδηγία 1999/70/ΕΚ σχετικά µε τη συµφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, η οποία ενσωματώθηκε στην ημεδαπή έννομη τάξη με τον περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμο του 2003 (Ν.98(Ι)/2003).

 

Κρίνω ότι η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε όλες τις πιο πάνω υποθέσεις, την οποία και υιοθετώ, τυγχάνει πλήρους εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση, σφραγίζοντας ωσαύτως και την τύχη αυτής. Υπό το φως των πιο πάνω αποφάσεων, καταλήγω ότι και στην παρούσα περίπτωση, η επίδικη διαφορά και η προσβαλλόμενη απόφαση ανάγονται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, με αποτέλεσμα να μην μπορεί η τελευταία να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος και να εκφεύγει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Με τις πιο πάνω διαπιστώσεις, παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.

   

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με €1500 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο