
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 183/2025 (i-Justice))
29 Απριλίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
M. P. N.
Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΥΦΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ,
ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ’ ων η Αίτηση
Α. Λαζάρου (κα), για Αιτητή
Ν. Κουρσάρης, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής, υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, στρέφεται κατά της νομιμότητας και ζητά την ακύρωση της, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), ληφθείσας απόφασης κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη και της συνακόλουθης έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, ημερομηνίας 14.2.2025, λόγω της παράνομης παραμονής του στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ο αιτητής αφίχθηκε στη Δημοκρατία παράνομα, σε άγνωστη ημερομηνία και από μη ελεγχόμενο σημείο εισόδου και στις 26.4.2022, υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 8.9.2022. Κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ), η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις 26.8.2024 λόγω μη προώθησής της.
Στις 14.2.2025, ο αιτητής συνελήφθη στην Αγία Νάπα από μέλη της Αστυνομίας για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στο έδαφος της Δημοκρατίας και την ίδια μέρα, στις 14.2.2025, εκδόθηκαν εναντίον του τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ.105), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, καθότι αυτός, όπως αναφέρεται στα επίδικα διατάγματα, ήταν απαγορευμένος μετανάστης, εφόσον παρέμενε στην Κύπρο παράνομα από 26.8.2024, ημερομηνία απόρριψης της προσφυγής του από το ΔΔΔΠ.
Στις 19.2.2025, καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Η συνήγορος του αιτητή προωθεί εν πρώτοις τον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, ενώ βασικό άξονα της όλης επιχειρηματολογίας της αποτελεί και ο ισχυρισμός ότι παράνομα εκδόθηκε το διάταγμα κράτησης του αιτητή, κατά παράβαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της ελευθερίας.
Περαιτέρω, προωθούνται ισχυρισμοί περί εμφιλοχωρήσασας νομικής και πραγματικής πλάνης των καθ’ ων η αίτηση, πλημμελούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, κατάχρησης διαδικασίας και/ή υπέρβασης εξουσίας. Επ’ αυτού, η συνήγορος του αιτητή προβάλλει ότι οι καθ’ ων η αίτηση, κατά παράβαση των διατάξεων του Κεφ. 105, δεν διενήργησαν εξατομικευμένη έρευνα και δεν έλαβαν υπόψη τους, ως όφειλαν, τις εξατομικευμένες παραμέτρους αναφορικά με τον αιτητή και δεν εξέτασαν το κατά πόσο υφίσταντο εναλλακτικά της κράτησης μέτρα,
Επιπρόσθετα, εγείρεται και ο ισχυρισμός ότι ο αιτητής ουδέποτε προ της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων πληροφορήθηκε ότι είχε κηρυχθεί απαγορευμένος μετανάστης, κατά παράβαση του Κανονισμού 19 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 242/72).
Τέλος, προωθείται και ο ισχυρισμός περί έκδοσης της επίδικης απόφασης υπό αναρμόδιου οργάνου.
Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, από το αρμόδιο προς τούτο όργανο, κατόπιν δέουσας έρευνας, κατ’ ορθήν εφαρμογή των διατάξεων του Κεφ. 105 και κατ’ ορθήν ενάσκηση των εξουσιών που παρέχει στους καθ’ ων η αίτηση η οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της.
Με αναφορά σε σχετική νομολογία υποστηρικτική των δικών τους θέσεων, οι καθ’ ων η αίτηση επιχειρηματολογούν υπέρ της νομιμότητας της απόφασης κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ενώ επισημαίνουν ότι, σε κάθε περίπτωση, κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ο αιτητής παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν πράγματι απαγορευμένος μετανάστης.
Επισημαίνουν, τέλος, την ευρεία διακριτική ευχέρεια του Κράτους να επιλέγει τους αλλοδαπούς που θα παραμείνουν στο έδαφός του ως έκφανση της κυριαρχίας του.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ξεκινώντας από τον ισχυρισμό ότι ο αιτητής ουδέποτε προ της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων πληροφορήθηκε ότι είχε κηρυχθεί απαγορευμένος μετανάστης, κατά παράβαση του Κανονισμού 19 της Κ.Δ.Π. 242/72, παρατηρώ ότι αυτός όχι μόνο δεν αναπτύσσεται και/ή συγκεκριμενοποιείται περαιτέρω, αλλά δεν έχει καν δικογραφηθεί, εφόσον δεν περιέχεται σε κανένα από τα δώδεκα (12) νομικά σημεία που περιλήφθηκαν στην αίτηση ακυρώσεως.
Κατά πάγια νομολογία, η δικογραφία συνιστά το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων. Οι γραπτές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων δεν αποτελούν μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων, αλλά εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα που προσδιορίζονται στα νομικά σημεία της αίτησης και τα οποία καλείται το Δικαστήριο να επιλύσει (Δημοκρατία ν. Ευγενίου κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ. 257, 263, Δημοκρατία ν. Svetlana Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598). Παρομοίως, στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, αποφασίστηκε ότι η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και ότι οι τελικές αγορεύσεις που καταχωρούνται εξειδικεύουν τους λόγους της προσφυγής, τις οποίες το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει. Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Η δε αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από το Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης (Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672). Πιο πρόσφατα, στην Μιχαήλ κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. αρ. 112/2017, ημερ. 19.3.2019, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου τόνισε εκ νέου την ανάγκη συμμόρφωσης με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, λέγοντας τα εξής:
«Ο Κ. 7 είναι σαφής. Θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο, διά των εγγράφων προτάσεών του, «να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών, συγχρόνως ταύτα πλήρως». Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία, δεν αρκεί η απλή επίκληση της παραβίασης ενός άρθρου του Συντάγματος, ή ενός νόμου, ή γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση. Απαιτείται η αιτιολόγηση των νομικών σημείων στα οποία βασίζεται η προσφυγή, για την εξέταση, από το δικαστήριο, των λόγων ακύρωσης της διοικητικής πράξης, (βλ. Latomia Estate Ltd κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672). Στην προκειμένη περίπτωση, εξέταση των επτά νομικών σημείων της προσφυγής καθιστά σαφές πως, σε κανένα από αυτά, δε δικογραφήθηκε, με σαφήνεια και σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του Κ. 7, καθώς και με τις πιο πάνω καθιερωμένες νομολογιακές αρχές, η προεκτεθείσα βασική θέση των εφεσειόντων.
[.]
Από την εν λόγω διατύπωση, αναμφίβολα, προκύπτει πως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο να μην εξετάσει τον κύριο ισχυρισμό των εφεσειόντων περί κανονιστικής διάταξης που βρίσκεται εκτός του εξουσιοδοτικού πλαισίου του Νόμου (ultra vires). Η παρατεθείσα διατύπωση του συγκεκριμένου νομικού σημείου, αλλά και των υπολοίπων, δεν ικανοποιεί την υποχρέωση που θέτει ο Κ. 7, ειδικά, αφού ουδεμία αναφορά γίνεται σε αυτά στους Κανονισμούς και, δη, ότι αυτοί είναι ultra vires. Όπως δε λέχθηκε και στην υπόθεση xxx xxx Χονδρουλίδου ν. Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) κ.ά., Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 208/2012, 8.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:C488, όπου εξετάστηκε πανομοιότυπο ζήτημα: «Δεν ήταν ... επιτρεπτό το κενό αυτό να καλυφθεί με οποιεσδήποτε αναφορές, σχετικά, στις αγορεύσεις εκ μέρους της εφεσείουσας, (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, σελίδα 605)». Η ίδια διαπίστωση ισχύει και εδώ.».
Υπό το φως των πιο πάνω και δεδομένης της απουσίας της απαιτούμενης δικογράφησης, ως έχει προεκτεθεί, δεν αφήνεται περιθώριο εξέτασης του συγκεκριμένου ισχυρισμού του αιτητή. Ο τελευταίος είχε τη δυνατότητα και όφειλε, να δικογραφήσει τον συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης. Ωστόσο, ελλείψει δικογράφησης, ο ισχυρισμός αυτός της συνηγόρου του αιτητή, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη και δεν θα τύχει περαιτέρω εξέτασης.
Αποτελεί πραγματικό γεγονός, προκύπτει εξάλλου και από τον οικείο διοικητικό φάκελο που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ότι ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 8.9.2022. Κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε προσφυγή στο ΔΔΔΠ, η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις 26.8.2024 λόγω μη προώθησής της. Στις 14.2.2025, ο αιτητής συνελήφθη και εκδόθηκαν εναντίον του τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης, δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 105. Όπως αναφέρεται σε αυτά, κατά το χρόνο έκδοσής τους, ο αιτητής ήταν απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105, καθότι αυτός παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα από 26.8.2024, όταν και απορρίφθηκε από το ΔΔΔΠ η προσφυγή του κατά της προαναφερθείσας απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Το ουσιώδες ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί, είναι κατά πόσον, δεδομένου του προεκτεθέντος ιστορικού, ο αιτητής κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, παρέμενε νόμιμα στη Δημοκρατία ή αν, αντίθετα, αυτός, κατά τον εν λόγω ουσιώδη χρόνο, ήταν απαγορευμένος μετανάστης ως διαμένων παράνομα στη χώρα.
Την απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα έδωσε η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Ruth Nash v. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 20/2024 i-Justice, ημερ. 22.10.2024, σε υπόθεση όπου η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση υπεβλήθη πριν από την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, τα οποία και εκδόθηκαν εκκρεμούσης της εξέτασης της αίτησης. Το Δικαστήριο, με αναφορά και στην Madber v Δημοκρατίας ΕΔΔ 8/22, ημερ. 17.11.2022, τόνισε ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης αιτούντος διεθνούς προστασίας, μετά την απόφαση του ΔΔΔΠ με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την αίτηση παραχώρησης αυτού του καθεστώτος, δεν μετατρέπει τον αιτούντα σε αιτητή ασύλου πριν από την προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης ως προς το παραδεκτό της από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Το καθεστώς διεθνούς προστασίας τερματίζεται με την έκδοση της απορριπτικής απόφασης του ΔΔΔΠ και η παραμονή του αιτητή στη Δημοκρατία, εκκρεμούσης της μεταγενέστερης αίτησής του, δεν είναι νόμιμη. Η μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ξεκινά με το δεδομένο ότι ο αιτών δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας, ήτοι ξεκινά από το καθεστώς που ισχύει με την απόρριψη της αρχικής αίτησης ασύλου και ο αιτών που υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση, δεν είναι αιτητής ασύλου και δεν επανακτά, ως εκ της καταχώρησης της μεταγενέστερης αιτήσεως και μόνον, το νόμιμο καθεστώς του αιτούντος διεθνούς προστασίας με δικαίωμα νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία. Επομένως, μέχρι την εξέταση της πρώτης μεταγενέστερης αίτησής του από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου επί του παραδεκτού της αίτησης, ο αιτών δεν είναι αιτητής ασύλου (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις T.B.F. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1523/2024(Κ) (i-Justice), ημερ. 24.2.2025, S.M. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1281/2023(Κ) (i-Justice), ημερ. 19.9.2023 και Y.S. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 721/2023 (i-Justice), ημερ. 31.10.2024). Κρίνεται σκόπιμη η παράθεση αυτούσιου του περιεχομένου της απόφασης του Εφετείου στην Nash, ανωτέρω, όπου γίνεται εκτενής αναφορά και στην, άμεσα σχετική απόφαση, Sohel Madber v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 8/2022, ημερ. 17/11/2022 (η υπογράμμιση έχει προστεθεί):
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την κύρια και βασική θέση που είχε προβληθεί από την Εφεσείουσα, ότι η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας που η Εφεσείουσα υπέβαλε της προσέδιδε την ιδιότητα της αιτούσας διεθνούς προστασίας (και κατ’ επέκταση τα διατάγματα κράτησης και απέλασης εκδόθηκαν παράνομα) και ανέφερε τα εξής:
«Δεν θα συμφωνήσω με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας. Η όλη εισήγηση, στηρίζεται στην εσφαλμένη αντίληψη ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης και μόνο προσδίδει στον εκάστοτε αιτητή, καθεστώς αιτητή διεθνούς προστασίας. Το ζήτημα έχει εξεταστεί στη δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Madber v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 8/22, ημερομηνίας 17/11/22) ο δικαστικός λόγος της οποίας -και παρά τη διαφοροποίηση των γεγονότων- ενβρίσκει εφαρμογής. Κρίθηκε δε στην Madber ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης άρχεται με δεδομένο πως ο εκάστοτε αιτητής δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας αλλά κατέχει το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής αιτήσεως ασύλου που είχε υποβάλει και απερρίφθη. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε παράλληλα ότι τύγχαναν εφαρμογής και τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του ΔΕΕ C239/14 Abdoulaye Amadou Tall, 17/12/2015». […..] «Στα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης, καθοριστική παραμένει η διαπίστωση, ότι η αίτηση της αιτήτριας για πολιτικό άσυλο εξετάστηκε και απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, όπως βεβαίως απορριπτέα κρίθηκε και η Προσφυγή που καταχώρησε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Η δε υποβολή πρώτης μεταγενέστερης αίτησης, η οποία διενεργήθηκε πριν την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, προσέδιδε μεν στην αιτήτρια δικαίωμα παραμονής μέχρι την εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αιτήσεως της, ουδόλως όμως μπορούσε να άρει την τελεσιδικία που επήλθε με την απόφαση του ΔΔΔΠ στην Προσφυγή αρ. 5844/21, ώστε αφ' εαυτού και μόνου του γεγονότος να ανακτά το καθεστώς αιτητή διεθνούς προστασίας και να της παρέχεται αυτόματα δικαίωμα νόμιμης παραμονής ώστε να αναιρείται η νομιμότητα των εκδοθέντων διαταγμάτων (Ε.Μ v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 729/23, ημερομηνίας 23/6/23), Α.Η v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.2239/22, ημερομηνίας 25/1/23)».
Στην Sohel Madber ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 8/2022, ημερομηνίας 17/11/2022 («Madber»), την οποία η πρωτόδικη απόφαση επικαλείται, ο Εφεσείων δεν άσκησε οποιοδήποτε ένδικο μέσο κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την αρχική του αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, αλλά υπέβαλε πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, της οποίας το παραδεκτό εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου. Η αίτηση, αφού εξετάστηκε, απερρίφθη ως απαράδεκτη. Κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, ο Εφεσείων άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας και όσον η εκδίκασή της εκκρεμούσε, εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης στη βάση του ΚΕΦ. 105.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, υιοθέτησε στην Madber ως απόλυτα ορθό το σκεπτικό και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «Η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, ξεκινά με δεδομένο πως ο αιτητής, δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας. Ξεκινά δηλαδή από το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής (κυρίως) αιτήσεως ασύλου που είχε εν πρώτοις υποβάλει και απερρίφθη». Θεώρησε επίσης το Ανώτατο Δικαστήριο, ότι εφαρμογής ετύγχαναν τα λεχθέντα στην απόφαση του ΔΕΕ C-239/14 Abdoulaye Amadou Tall, 17/12/2015, ότι όταν ο αιτών άσυλο υποβάλλει νέα αίτηση χωρίς να προσκομίζει νέα στοιχεία ή επιχειρήματα, «τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν επιλογή μεταξύ διαδικασιών που περιλαμβάνουν εξαιρέσεις ως προς τις εγγυήσεις των οποίων απολαύει κανονικά ο αιτητής.» Σημειώθηκε δε ότι, «σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή την παραχώρησης [sic] ιδιότητας αιτητή ασύλου και δικαιώματος παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία, θα έδιδε δικαίωμα καταστρατήγησης του Νόμου εκ μέρους αιτητών ασύλου, οι οποίοι θα καταχωρήσουν συνεχείς μεταγενέστερες αιτήσεις χωρίς την προσκόμιση στοιχείων νέων τα οποία να τις δικαιολογούν».
Στην παρούσα περίπτωση, η διαφοροποίηση που εντοπίζεται ως προς τα πραγματικά δεδομένα της Madber, είναι ότι στην επίδικη περίπτωση, η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση υπεβλήθη πριν την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, εκκρεμούσης της εξέτασης του παραδεκτού της αίτησης, ενώ στην Madber, είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση και ακολούθως εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης. Εκκρεμούσε όμως η εκδίκαση στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας της προσφυγής που αφορούσε την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης.
Δεν έχει τεθεί και δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε ικανό να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι και σε περιπτώσεις όπως η εξεταζόμενη, δεν τυγχάνουν εφαρμογής τα δεσμευτικώς αποφασισθέντα στη Madber. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 16Δ(2) και 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(1)/2000:
«(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας: Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη».
Στο ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Νόμου 6(1)/2000 ορίζεται ότι,
«"αιτητής" σημαίνει υπήκοο τρίτης χώρας ή ανιθαγενή, ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας και η ιδιότητα αυτή ισχύει για την περίοδο από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή· η έννοια του αιτητή περιλαμβάνει και ανήλικο·».
Σύμφωνα με τις διατάξεις του ιδίου Άρθρου του Νόμου,
«"τελική απόφαση" σημαίνει απόφαση η οποία ορίζει κατά πόσον ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή ως πρόσωπο στο οποίο παραχωρείται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του παρόντος Νόμου και - (α) έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για άσκηση προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά της εν λόγω απόφασης, ή (β) ασκήθηκε η προαναφερόμενη προσφυγή και εκδόθηκε πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου επ' αυτής, ανεξάρτητα από το αν μέσω της άσκησης τέτοιας προσφυγής ο αιτητής αποκτά τη δυνατότητα να παραμένει στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές μέχρις ότου εκδοθεί η σχετική δικαστική απόφαση·».
Στη βάση των ανωτέρω, προκύπτει ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης δεν θεωρείται νέα αίτηση, αλλά περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της ήδη αποφασισθείσας αίτησης. Η ιδιότητα του αιτητή διεθνούς προστασίας ισχύει από την περίοδο υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή και διατηρείται μέχρι να καταστεί τελική η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Εν προκειμένω, τελική απόφαση επί της αίτησης της Εφεσείουσας είναι η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας στην Προσφυγή Αρ. 5844/2021, ημερομηνίας 24/11/2023 και η Εφεσείουσα μέχρι την ημερομηνία αυτή διατηρούσε την ιδιότητα της αιτήτριας ασύλου.
Πρόσθετα των αποφασισθέντων στη Madber, που υποστηρίζουν την πιο πάνω θεώρηση, το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πολιτική Αίτηση Habeas Corpus Αρ. 114/2023 (ijustice), ημερομηνίας 24/10/2023, είναι ενισχυτικό της πιο πάνω θέσης:
«Ο Αιτητής παραγνωρίζει τις ρητές πρόνοιες που περιέχονται στον περί Προσφύγων Νόμο, Ν. 6(Ι)/2000, συμφώνως των οποίων η ιδιότητα του αιτητή διεθνούς προστασίας ισχύει από την περίοδο υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή. Στην προκείμενη περίπτωση, με βάση το αδιαμφισβήτητο πραγματικό ιστορικό της υπόθεσης, ασκήθηκε από τον Αιτητή προσφυγή εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και εκδόθηκε επί αυτής απορριπτική απόφαση από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Με βάση, δε, τα διαλαμβανόμενα στο Νόμο, υφίσταται τελική απόφαση και ουδεμία σχέση έχει το γεγονός ότι ο Αιτητής άσκησε έφεση εναντίον αυτής. Η ιδιότητα του αιτητή ασύλου διατηρείται μέχρι να καταστεί τελική η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, δηλαδή μέχρι και το τέλος του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας. Σχετικό επί του προκειμένου είναι το ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Ν. 6(Ι)/2000 το οποίο ορίζει ότι « «αιτητής» […]
«Προβλήθηκε, ακόμη, από μέρους του Αιτητή ότι δυνάμει της υποβολής μεταγενέστερης αίτησης (πρώτη μεταγενέστερη αίτηση) στην Υπηρεσία Ασύλου, αυτός επανάκτησε το νόμιμο καθεστώς του αιτητή διεθνούς προστασίας, με δικαίωμα νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία και ότι, ως εκ τούτου, δεν θεωρείται παράνομος μετανάστης και κανένα διάταγμα κράτησης και απέλασης δεν μπορεί να εκτελεστεί εναντίον του.
Η πιο πάνω θέση είναι παντελώς αβάσιμη. Η μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας δεν μπορεί να προσδώσει στον Αιτητή την ιδιότητα αυτή, καθόσον έχει εξετασθεί μέσω προσφυγής που ο ίδιος καταχώρισε στο ΔΔΔΠ εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου για να του παραχωρηθεί αυτό το καθεστώς και απερρίφθη από το ΔΔΔΠ με απόφαση του στις 31/7/2023.
Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Sohel Madber v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΕΔΔ 8/2022, ημερ. 17/11/2022, μεταγενέστερο αίτημα για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ξεκινά με το δεδομένο πως ο αιτητής δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας. Ξεκινά από το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής αίτησης ασύλου που είχε εν πρώτοις υποβάλει και απερρίφθη. Αντίθετη κρίση, ως αυτή που εισηγείται η συνήγορος του Αιτητή, ήτοι την παραχώρηση και απόκτηση της ιδιότητας ασύλου σε κάθε περίπτωση μεταγενέστερης αίτησης, θα έδιδε δικαίωμα καταστρατήγησης του Νόμου εκ μέρους αιτητών ασύλου, οι οποίοι θα καταχωρούν συνεχείς αιτήσεις προσδοκώντας στην άνευ ετέρου νομιμοποίηση της παραμονής τους στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Όπως προέκυψε, ο Αιτητής ήταν παράνομα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και το γεγονός της καταχώρισης μεταγενέστερης αίτησης, η οποία ήταν μεταγενέστερη των Διαταγμάτων Κράτησης/Απέλασης, δεν τον μετατρέπει σε αιτητή ασύλου πριν την προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και κρίσης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου ως παραδεκτής αίτησης για περαιτέρω εξέταση της αίτησης στην ουσία της».
Συνεπώς, η μεταγενέστερη αίτηση που η Εφεσείουσα υπέβαλε, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα στη Madber, ξεκινά με το δεδομένο ότι η Εφεσείουσα δεν είναι αιτήτρια ασύλου και δεν επανακτά ως εκ της καταχώρησης της μεταγενέστερης αιτήσεώς της και μόνο το νόμιμο καθεστώς του αιτούντος διεθνούς προστασίας με δικαίωμα νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία. Επομένως, μέχρι την εξέταση της πρώτης μεταγενέστερης αίτησής της από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου επί του παραδεκτού της αίτησής της, η Εφεσείουσα δεν είναι αιτήτρια ασύλου.
Καταληκτικά, αυτό που αναδεικνύεται ως απόφθεγμα από το σκεπτικό και κατάληξη στη Madber είναι ότι, μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ξεκινά με το δεδομένο ότι ο αιτών δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας, ήτοι ξεκινά από το καθεστώς που ισχύει με την απόρριψη της αρχικής αίτησης ασύλου.
Μόνο αν η μεταγενέστερη αίτηση κριθεί κατά την προκαταρκτική εξέταση παραδεκτή και εξεταστεί περαιτέρω, ο αιτών θα λάβει το καθεστώς αιτητή ασύλου. Εν προκειμένω, η μεταγενέστερη αίτηση της Εφεσείουσας μετά την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου (η οποία απέρριψε την αίτηση της Εφεσείουσας να της παραχωρηθεί αυτό το καθεστώς), δεν τη μετέτρεπε σε αιτήτρια ασύλου πριν την προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης ως προς το παραδεκτό της από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου.
Στη βάση των ανωτέρω, κρίνουμε ότι η Εφεσείουσα κατά τον χρόνο της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων δεν επανέκτησε το καθεστώς διεθνούς προστασίας το οποίο είχε τερματιστεί κατά την έκδοση της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. Συνεπώς, η παραμονή της στη Δημοκρατία δεν ήταν νόμιμη και κατ’ επέκταση νόμιμη κρίνεται τόσο η κήρυξή της ως απαγορευμένης μετανάστριας όσο και η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων ως προς το ότι βασίστηκαν επί της εν λόγω κήρυξης.».
Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων της υπό κρίση υπόθεσης και υπό το φως των διαπιστώσεων στην Madber, ανωτέρω και πιο πρόσφατα στη Nash, ανωτέρω, είναι σαφές ότι το καθεστώς διεθνούς προστασίας του αιτητή τερματίστηκε στις 26.8.2024, με την έκδοση της απορριπτικής απόφασης του ΔΔΔΠ. Κατά συνέπεια, η απόφαση έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή, αλλά και η απόφαση κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη, επί της οποίας βασίστηκαν τα επίδικα διατάγματα, ημερομηνίας 14.2.2025, κρίνονται ως καθόλα ορθές και νόμιμες, εφόσον πράγματι ο αιτητής, κατά το χρόνο της σύλληψής του και έκδοσης των εν λόγω διαταγμάτων, με δεδομένη και την ήδη από 26.8.2024 απόφαση απόρριψης της προσφυγής του από το ΔΔΔΠ, διέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105.
Συνεπώς, ενόψει των πιο πάνω, δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα πλάνης περί το νόμο ή/και τα πράγματα όσον αφορά στην απόφαση κράτησης του αιτητή για σκοπούς απέλασης, εφόσον αυτός είχε τεθεί υπό κράτηση ως απαγορευμένος και/ή παράνομος μετανάστης βάσει του Κεφ. 105 (βλ. D.S., ανωτέρω, Α.Μ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2186/2022 (Κ) i-Justice, ημερ. 16.1.2023, E.Υ.O. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 351/2023 (Κ) i-Justice, ημερ. 10.4.2023).
Περαιτέρω, δεν στοιχειοθετούνται ούτε οι ισχυρισμοί περί ανεπαρκούς αιτιολογίας και μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση.
Ειδικά ως προς το επίδικο διάταγμα κράτησης, ρητά αναφέρεται σε αυτό ότι κρίθηκε αναγκαίο όπως ο αιτητής παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί, καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ(1)(α) του Κεφ. 105, ενώ δεδομένου ότι δεν υπάρχει σταθερή διεύθυνση διαμονής του και της άρνησης του να αναχωρήσει και/ή της απροθυμίας του να επαναπατριστεί, δεν υπήρχε περιθώριο για εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. Άμεσα σχετικά είναι και τα όσα περιέχονται στην επιστολή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) ημερομηνίας 14.2.2025 (παράρτημα 1 στο δικόγραφο της ένστασης), όπου γίνεται εισήγηση για την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή, για όλους τους πιο πάνω λόγους, περιλαμβανομένης και της μη ύπαρξης εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.
Είναι σαφές ότι τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν, επειδή ο αιτητής είχε κηρυχθεί και ήταν κατά τον χρόνο έκδοσής τους, στις 14.2.2025, απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της προαναφερθείσας παραγράφου (κ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του Κεφ. 105, λόγω παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη-
«6.-(1) Τα ακόλoυθα πρόσωπα θα είvαι απαγoρευμέvoι μεταvάστες και, τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv διατάξεωv πoυ δυvατό vα περιέχovται σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv δυvάμει αυτoύ ή σε oπoιoδήπoτε Διάταγμα τoυ Υπoυργικoύ Συμβoυλίoυ, δεv θα επιτρέπεται η είσoδoς στη Δημoκρατία σε:-
[.]
(κ) oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo εισέρχεται ή διαμέvει στη Δημoκρατία κατά παράβαση oπoιασδήπoτε απαγόρευσης, όρoυ, περιoρισμoύ ή επιφύλαξης πoυ περιλαμβάvεται στo Νόμo αυτό ή σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή σε oπoιαδήπoτε άδεια πoυ παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv Καvovισμώv αυτώv·».
Λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα, κρίνω ότι, υπό τις περιστάσεις, η ευχέρεια των καθ’ ων η αίτηση ασκήθηκε εντός των επιτρεπτών ορίων της και δεν εντοπίζεται κατάχρηση εξουσίας, ούτε κενό έρευνας και αιτιολογίας, αλλ’ ούτε να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Ο Υπουργός Εσωτερικών έκρινε ότι τα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα δεν ήταν επιλέξιμα, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί (βλ. και απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου στην Κ.Α.Α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1242/2022 (Κ) (iJustice,) ημερ. 18.8.2022, καθώς και πιο πρόσφατα, στην G.S.D.M. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 626/2023 (Κ) (i-Justice,) ημερ. 9.6.2023). Τονίζεται, περαιτέρω, ότι το διάταγμα κράτησης εναντίον του αιτητή, εκδόθηκε και δυνάμει της διάταξης του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105, σύμφωνα με την οποία-
«(1) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται να εφαρμοστούν άλλα επαρκή λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν-
(α) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής
(β) ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.».
Είναι σαφές από την πιο πάνω διάταξη, ότι ο Υπουργός Εσωτερικών έχει τη διακριτική ευχέρεια να θέτει υπό κράτηση τον υπό απέλαση ξένο υπήκοο για το σκοπό της απομάκρυνσής του από τη Δημοκρατία και δεν υπάρχει υποχρέωση για επιβολή διαβαθμισμένων μέτρων, αλλά επαφίεται στη διακριτική του ευχέρεια, αν ο ίδιος κρίνει ότι συντρέχει λόγος, να εφαρμοστούν άλλα, λιγότερο αναγκαστικά μέτρα. Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων και περιστατικών της υπόθεσης, των λόγων που έχουν προεκτεθεί, αλλά και δεδομένης της προεκτεθείσας πρόνοιας του άρθρου 18ΠΣΤ(1) και της εκεί προβλεπόμενης διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης να αποφασίζει την κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας, υποκείµενου σε διαδικασίες επιστροφής, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τις προεκτεθείσες περιπτώσεις των παραγράφων (α) ή (β) της εν λόγω διάταξης, ως εν προκειμένω, που διαπιστώθηκε ότι υφίστατο κίνδυνος διαφυγής, αλλά και ότι ο αιτητής αρνείτο να επαναπατριστεί, οι ενέργειες των καθ’ ων η αίτηση κρίνονται σύννομες, η δε έκδοση της επίδικης απόφασης κρίνεται ορθή και εύλογα επιτρεπτή και δεν μπορώ να συμφωνήσω με τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της συνηγόρου του αιτητή.
Περαιτέρω, και σε σνάφεια με τα πιο πάνω, κρίνεται αβάσιμος και υπόκειται σε απόρριψη και ο ισχυρισμός περί έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων από αναρμόδιο όργανο, εφόσον, ως έχει ήδη λεχθεί και αβίαστα προκύπτει από τα ίδια τα επίδικα διατάγματα, αυτά υπογράφονται από τον ίδιο τον Υπουργό Εσωτερικών. Κατ' εφαρμογήν των άρθρων 14 και 4 του Κεφ. 105, ο Ανώτερος Λειτουργός Μετανάστευσης, ήτοι ο Υπουργός Εσωτερικών (και, κατόπιν εξουσιοδότησης, η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης) έχει την αρμοδιότητα έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασης και αυτό συνέβη και στην υπό κρίση περίπτωση (A.S.C. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1084/2024 (i-Justice), ημερ. 24.2.2025).
Υπενθυμίζεται, τέλος, το υπό της πάγιας και διαχρονικής νομολογίας αναγνωρισμένο και αδιαμφισβήτητο κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφός της (Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151, Ivan Todorov Todorov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 109/2000, ημερ. 14.12.2000) και αυτό βεβαίως καλύπτει και τις περιπτώσεις αλλοδαπών προσώπων που παράνομα διαμένουν στο έδαφός της, ως συμβαίνει εν προκειμένω με τον αιτητή.
Ως εκ των πιο πάνω, δεν διαπιστώνεται βάσιμος λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο