
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση Αρ. 1882/2019
30 Απριλίου, 2025
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Λ. Π.
Αιτήτρια,
v.
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών δια της Υπηρεσίας Μερίμνης Αποκαταστάσεως Εκτοπισθέντων
Καθ' ων η Αίτηση.
__________________
Κωνσταντίνα Αμβροσίου (κα), δια Άντης Τριανταφυλλίδης και Υιοί Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για την Αιτήτρια.
Πηνελόπη Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο των Καθ' ων η αίτηση.
___________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ : Με την υπό κρίση προσφυγή, η Αιτήτρια αιτείται:
«Α. Δήλωση ή/και απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της καθ' ης η αίτηση Υπουργείου Εσωτερικών ημερομηνίας 14 Οκτωβρίου 2019 με την οποία αποφασίστηκε ότι το αίτημα της αιτήτριας για παραχώρηση στεγαστικής βοήθειας σύμφωνα με τα κριτήρια τα οποία ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο υποβολής της αίτησης είναι άκυρη, παράνομη και στερείται οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.»
Ως καταγράφεται στην Ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει αντίστοιχα από τα σχετικά έγγραφα του διοικητικού φακέλου της Υπηρεσίας Μερίμνης Αποκαταστάσεως Εκτοπισθέντων ο οποίος έχει κατατεθεί στο Δικαστήριο, τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως εξής.
Η Αιτήτρια, στις 13/02/2013 υπέβαλε αίτημα για παραχώρηση στεγαστικής βοήθειας όντας μονήρες άτομο, ενώ ακολούθως στις 15/01/2015 προσκόμισε στους Καθ' ων η αίτηση πιστοποιητικό γάμου ημερ. 12/09/2015 και στις 15/01/2016 αγοραπωλητήριο έγγραφο για αγορά διαμερίσματος δύο υπνοδωματίων με ημερομηνία σύναψης της συμφωνίας 3/05/2011.
Εξετάζοντας την αίτηση σε συνεδρία της στις 24/03/2016, η Επιτροπή Στεγαστικής Βοήθειας αποφάσισε την απόρριψη της, επειδή τα εισοδήματα του ζεύγους ξεπερνούσαν το ποσό των €45.000, σύμφωνα με τα εισοδηματικά κριτήρια που ίσχυαν κατά και μετά τις 6/11/2013. Για σκοπούς εξέτασης της αίτησης της Αιτήτριας, λήφθηκαν υπόψιν από τον ερευνώντα Λειτουργό τα εισοδήματα του ζεύγους κατά το έτος 2015, κατ' ακολουθία της πάγιας τακτικής η οποία ακολουθείτο για όλες τις αιτήσεις τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Η Αιτήτρια ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 13/04/2016 η οποία απευθυνόταν στην ίδια και ανέφερε τα εξής.
«Θέμα: Αίτημα για παραχώρηση οικονομικής βοήθειας για Αγορά Διαμερίσματος/Κατοικίας στη Λευκωσία.
Έχω οδηγίες να αναφερθώ στο πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι η Επιτροπή Στεγαστικής Βοήθειας, στη συνεδρία της με ημερομηνία 24.03.2016, αποφάσισε να απορρίψει το παραπάνω Αίτημα, γιατί τα εισοδήματα της οικογένειάς σας υπερβαίνουν τα καθορισθέντα για έγκριση εισοδηματικά όρια.»
Η Αιτήτρια δεν αμφισβήτησε την απορριπτική απόφαση με οποιονδήποτε τρόπο και ούτε προσέφυγε κατά της νομιμότητας αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου.
Στις 23/09/2019, ήτοι μετά την παρέλευση τριών χρόνων και έξι μηνών, απεστάλη στην Επιτροπή επιστολή από τον πατέρα της Αιτήτριας, με την οποία αυτός αιτείτο την καταβολή οικονομικής βοήθειας στη θυγατέρα του, επικαλούμενος, ως υποστήριζε, το καθεστώς κριτηρίων το οποίο ίσχυε κατά την ημέρα υποβολής της αίτησης της Αιτήτριας και όχι κατά το έτος 2016 οπότε εξετάστηκε αυτή. Συγκριμένα υποστήριζε ότι, ενώ τα σχετικά κριτήρια παραχώρησης οικονομικής βοήθειας τροποποιήθηκαν τον Απρίλιο του 2013 και αυτά ικανοποιούσαν τα δεδομένα της αίτησης της θυγατέρας του, η διοίκηση προχώρησε σε τροποποίηση των κριτηρίων τον Δεκέμβριο του 2013 και υπό τα νέα αυτά κριτήρια εξετάστηκε η αίτηση της θυγατέρας του και απορρίφθηκε. Στην επιστολή επισύναπτε το πωλητήριο έγγραφο και τον τίτλο ιδιοκτησίας του διαμερίσματος, όπως και πρόσφατους λογαριασμούς για υπηρεσίες κοινής ωφελείας. Την επιστολή κοινοποιούσε στον Γενικό Ελεγκτή, την Επίτροπο Διοικήσεως, τον Πρόεδρο και τα Μέλη τη Επιτροπής Προσφύγων της Βουλής, αλλά και την Παγκύπρια Επιτροπή Προσφύγων.
Στις 14/10/2019, Λειτουργός της Υπηρεσίας Μερίμνης Αποκαταστάσεως Εκτοπισθέντων εκ μέρους της Αναπληρώτριας Διευθύντριας της Υπηρεσίας, απάντησε στην επιστολή του πατέρα της Αιτήτριας. Συγκεκριμένα, αφού κατέγραψε ότι, «το αίτημα για παραχώρηση στεγαστικής βοήθειας απορρίφθηκε στις 24/03/2016 λόγω του ότι τα οικογενειακά εισοδήματα της υπερέβαιναν τα εισοδηματικά κριτήρια και να σας αναφέρω ότι παρόλο που το αίτημα σας εξετάσθηκε με συμπάθεια και κατανόηση δεν μπορεί να ικανοποιηθεί», πληροφορούσε τον αποστολέα της επιστολής για τις οδηγίες και την πρακτική που ακολουθείτο από την Υπηρεσία κατά την εξέταση όλων των αιτημάτων την τότε περίοδο, εξηγώντας του τους λόγους για τους οποίους παρατηρήθηκε καθυστέρηση στην εξέτασή. Η επιστολή της λειτουργού κατέληγε ως εξής.
«(β) Πέραν των πιο πάνω, σημειώνεται ότι η πολιτική που εφάρμοζε και συνεχίζει να εφαρμόζει η αρμόδια Επιτροπή Στεγαστικής Βοήθειας είναι η εξέταση των αιτήσεων με σειρά, βάσει της ημερομηνίας υποβολής της αίτησης και τα αναθεωρημένα κριτήρια Απόφασης Υπ. Συμβουλίου ημερ. 6/11/2013 εφαρμόζοντας για όλες τις εκκρεμούσες αιτήσεις που δεν εξετάστηκαν από την ΕΣΒ καθώς και για όλες τις νέες αιτήσεις που υποβλήθηκαν μέχρι τις 03/07/2019, όπου και τροποποιήθηκαν ξανά τα Κριτήρια.
3. Είμαστε στη διάθεση σας για οποιαδήποτε περαιτέρω διευκρίνηση.»
Ακολούθησε στις 27/12/2019 η καταχώρηση από την Αιτήτρια της παρούσας προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο προσβάλλοντας την εν λόγω επιστολή των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 14/10/2019, ισχυριζόμενη ουσιαστικά ότι προέκυψε νέα εκτελεστή διοικητική πράξη, μετά από επανεξέταση της Υπηρεσίας ως συνέπεια της επιστολής του πατέρα της ημερ. 23/09/2019.
Σχολιάζοντας το περιεχόμενο της Ένστασης των Καθ' ων η αίτηση όπου παρατίθενται τα γεγονότα, σημειώνω πρωτίστως τις δύο προδικαστικές ενστάσεις οι οποίες εγείρονται μέσω αυτής και οι οποίες τυγχάνουν σχολιασμού μέσω των αγορεύσεων τόσο της Νομικής Υπηρεσίας όσο και των δικηγόρων της Αιτήτριας. Σε κάθε περίπτωση, αυτές αφορούν θέματα θεμελιακού χαρακτήρα και μπορεί να εγερθούν αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (Razis and Another ν. Republic (1982) 3 C.L.R. 45, Georghiou ν. Republic (1982) 3 C.L.R. 828, Yiangou v. The Republic (1987) 3 C.L.R. 27, Hadjigeorghi ν. The Minister of Finance (1987) 3 C.L.R. 280).
Συγκεκριμένα, ως πρώτη προδικαστική ένσταση, προβάλλεται από τους Καθ’ ων η Αίτηση ότι η Αιτήτρια δεν έχει έννομο συμφέρον να παρίσταται ενώπιον του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι «η απαντητική επιστολή των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 14/10/2019 δεν την αφορά και/ή απευθύνεται και/η απαντά σε αίτημα τρίτου προσώπου», ενώ ως δεύτερη προδικαστική ένσταση, προβάλλεται ότι, η προσβαλλόμενη επιστολή ημερ. 14/10/2019 «δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη και/ή αποτελεί επιστολή πληροφορικού χαρακτήρα και/ή βεβαιωτική πράξη της απόφασης τους ημερ. 13/04/2016».
Το Δικαστήριο καταρχήν θα εξετάσει την προδικαστική ένσταση η οποία αφορά τη φύση της προσβαλλόμενης επιστολής ημερ. 14/10/2019 και συνεπώς άπτεται της αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου.
Συγκεκριμένα, προβάλλεται από τους Καθ΄ων η αίτηση ότι η πράξη που αναφέρεται στη θεραπεία της παρούσας προσφυγής ήτοι η επιστολής τους ημερ. 14/10/2019 αποτελεί μη εκτελεστή διοικητική πράξη καθότι πρόκειται για επιστολή βεβαιωτικού και/ή πληροφορικού χαρακτήρα, με την οποία η διοίκηση πληροφορεί τον πατέρα της Αιτήτριας αλλά και επιβεβαιώνει πως, το αίτημα της θυγατέρας του για παραχώρηση στεγαστικής βοήθειας απορρίφθηκε ήδη από τις 24/03/2016 λόγω του ότι τα οικογενειακά εισοδήματα υπερέβαιναν τα εισοδηματικά κριτήρια, αίτημα το οποίο δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, όπως ενημερώθηκε η ίδια η Αιτήτρια μέσω της επιστολής της αρμόδιας αρχής ημερ. 13/04/2016. Είναι η θέση των Καθ' ων η αίτηση ότι, το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 14/10/2019 δεν απέληγε στην έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης μέσω της οποίας να παράγονται έννομα αποτελέσματα, καθότι σκοπούσε στο να ενημερώσει τον πατέρα της Αιτήτριας για μια κατάσταση πραγμάτων και την πρακτική που ακολουθείτο σε όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις από την Υπηρεσία Μερίμνης και Αποκαταστάσεως Εκτοπισθέντων.
Αντίθετα, η δικηγόρος της Αιτήτριας, αναφερόμενη στις προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία και συγκρίνοντας τα κείμενα των επιστολών που αφορούν την υπόθεση, επιχειρηματολογεί ότι δεν πρόκειται περί βεβαιωτικής πράξης, αλλά περί εκτελεστής και ορθώς προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω «ο πατέρας της αιτήτριας έθεσε ενώπιον της καθ΄ης η αίτηση νέα ουσιώδη νομικά στοιχεία, τα οποία η καθ΄ης η αίτηση – όπως εμφαίνετε και από το σκεπτικό της απόφασης - ερεύνησε και οδηγήθηκε σε μια καθόλα εκτελεστή απόφαση.»
Τα πραγματικά γεγονότα, ως προκύπτουν από τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου, έχουν παρατεθεί αναλυτικά ανωτέρω και συνοψίζονται στα εξής:
Το αίτημα της Αιτήτριας για παραχώρηση οικονομικής βοήθειας για αγορά διαμερίσματος στη Λευκωσία εξετάστηκε από την Επιτροπή Στεγαστικής Βοήθειας στη συνεδρία της ημερομηνίας 24.03.2016 και η αρμόδια Επιτροπή αποφάσισε να απορρίψει το αίτημα, κρίνοντας ότι τα εισοδήματα της οικογένειάς της υπερβαίνουν τα καθορισθέντα για έγκριση εισοδηματικά όρια. Η Αιτήτρια ενημερώθηκε για την απόφαση με επιστολή των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 13/04/2016 η οποία απευθυνόταν στην ίδια και ουδέποτε προσέφυγε ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου, ούτε προέβη σε οποιοδήποτε άλλο διάβημα προς τους Καθ΄ων η αίτηση. Μετά την παρέλευση τριών χρόνων και έξι μηνών, με επιστολή του ημερ. 23/09/2019, ο πατέρας της Αιτήτριας απευθύνθηκε στην Υπηρεσία και προέβαλε διάφορους ισχυρισμούς, μεταξύ άλλων, για καθυστέρηση εξέτασης της αίτησης της θυγατέρας του, και, υπό τις προϋποθέσεις στις οποίες ο ίδιος αναφέρεται, αυτή θα ενέπιπτε εντός των κριτηρίων προς έγκριση. Ακολούθησε η προσβαλλόμενη επιστολή, η οποία αφού καταγράφει την απόρριψη του αιτήματος στις 24/03/2016 για τον συγκεκριμένο λόγο, επεξήγησε στον αποστολέα της επιστολής την πρακτική της Υπηρεσίας «στον χειρισμό όλων των περιπτώσεων που υποβλήθηκαν πριν και μετά τη περίοδο αυτή».
Αφού έχω μελετήσει τα σχετικά έγγραφα του διοικητικού φακέλου, δεν μπορώ να συμφωνήσω με τη θέση της ευπαίδευτης δικηγόρου της Αιτήτριας ότι, με την επιστολή του ο πατέρας της Αιτήτριας υπέβαλε «νέα ουσιώδη νομικά στοιχεία τα οποία – όπως φαίνεται από το σκεπτικό της απόφασης της – ερεύνησε και οδηγήθηκε σε μια καθόλα εκτελεστή απόφαση», ούτε και με τα επιχειρήματα τα οποία παραθέτει σχετικά. Κρίνω ότι, ουδόλως επιβεβαιώνεται με βάση τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα ότι, τα όσα, επιχειρήματα, θέσεις ή έγγραφα, παραθέτει ο πατέρας της Αιτήτριας στην επιστολή του, αποτελούν νέα και ουσιώδη στοιχεία τα οποία οδήγησαν σε επανεξέταση του αιτήματος, ούτως ώστε να χαρακτηριστεί η απαντητική επιστολή της λειτουργού ημερ. 10.5.2018 ως νέα διοικητική πράξη η οποία απορρόφησε την απόφαση της αρμόδιας Επιτροπής στη συνεδρία της ημερομηνίας 24.03.2016, ως υποστηρίζει η Αιτήτρια.
Το ζήτημα πότε προκύπτει νέα εκτελεστή πράξη μετά από υποβολή «νέων και ουσιωδών στοιχείων», έχει διευκρινιστεί από τη νομολογία των Δικαστηρίων μας. Πολύ πρόσφατα, το ζήτημα απασχόλησε και το Εφετείο στην απόφαση του στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 1/2021, Κ. Δ. μέσω 1. ΥΠ. ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, 2.ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ v. LIMA CARNA PROPERTY LIMITED, ημερομηνίας 13.03.2025.
Επιπρόσθετα αναφέρω ότι, με την απόφαση του ημερομηνίας 21.2.2024 το νέο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην υπόθεση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ v. ΦΙΛΙΑ ΒΟΝΤΑ, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 91/2018, επανέλαβε τις αρχές της νομολογίας σε σχέση με τις βεβαιωτικές πράξεις και τη διεξαγωγή νέας έρευνας. Από την απόφαση αυτή του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου παραθέτω εκτενές απόσπασμα, ως ακολούθως.
«Σε σχέση με τα χαρακτηριστικά της βεβαιωτικής πράξης, σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τις πρόσφατες αποφάσεις στις υποθέσεις Melinda Matute Respicio v. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 25/2018 ημερ. 15.12.2023 και Μ. Ζαντή ν. Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, ΕΔΔ 129/2018 ημερ. 14.2.2024, με αναφορά στην υπόθεση Χρήστου ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1999) 3 ΑΑΔ 71, σελ 75:
«Βεβαιωτική είναι η πράξη που έχει το αυτό περιεχόμενο με προεκδοθείσα εκτελεστή και η οποία την επιβεβαιώνει. Επίσης πράξη που δηλώνει απλή εμμονή της Διοίκησης σε προηγούμενη πράξη, έστω κι αν δεν επαναλαμβάνει το περιεχόμενό της, θεωρείται επίσης βεβαιωτική (βλέπε Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959, σελ. 240, Κefala v. Republic (1972) 3 C.L.R. 225, Christofides v. The Ministry of Finance (1971) 3 C.L.R. 302 και Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054).
Εκτελεστή θεωρείται η πράξη η οποία άνκαι περιέχει απλή επιβεβαίωση της προηγούμενης απόφασης, εν τούτοις εκδόθηκε ύστερα από νέα έρευνα της υπόθεσης. Νέα έρευνα θεωρείται η λήψη υπ' όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων. Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως αν εξεταστούν στοιχεία κρίσης που έχουν πρόσφατα προκύψει ή προϋπήρχαν αλλά ήταν άγνωστα και λαμβάνονται υπ' όψιν για πρώτη φορά (Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566 και Κelpis v. Republic (1970) 3 C.L.R.196).»
Συναφώς παραπέμπουμε και στο πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ, 394, σελ. 401- 404:
«Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας μας ότι οι βεβαιωτικές πράξεις δεν είναι πράξεις εκτελεστές διότι δεν περιέχουν οποιαδήποτε επιταγή αλλά βεβαιούται απλώς η εμμονή της "διοικήσεως εις προγενεστέραν επιταγήν". Για να είναι νεώτερη πράξη βεβαιωτική προγενεστέρας απαιτείται:
(α) Ταυτότητα της Αρχής που έχει εκδώσει και τις δύο πράξεις.
(β) Ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν οι πράξεις.
(γ) Ταυτότητα της νομίμου διαδικασίας.
(δ) Ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων.
(ε) Ταυτότητα του διατακτικού.
(Βλ. Τσάτσου, "Αίτησις Ακυρώσεως", Έκδοση Τρίτη, σελ. 131-132 - Βλ. και Pieris v. Republic (1983) 3. C.L.R. 1054, 1062, 1063 - απόφαση της Ολομέλειας).
..............................
«Πράξη η οποία περιέχει επιβεβαίωση προηγούμενης δεν είναι εκτελεστή, εκτός αν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία που, έστω και αν προϋπήρχαν, ήταν άγνωστα ή/και δεν λήφθηκαν υπόψη ενωρίτερα (Βλ. Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 519, 523, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474.)
Το τί αποτελεί νέα έρευνα το πραγματεύεται ο Μιχ. Δ. Στασινόπουλος ως πιο κάτω στο σύγγραμμα του "Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών", Έκδοση Τέταρτη, σελ. 176:
"Πότε υπάρχει νέα έρευνα - Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν. Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ' όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν διά την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην δια της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ' επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ' ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων. Ούτω, δεν θεωρείται νέα έρευνα η παραπομπή της υποθέσεως εκ νέου εις συμβούλιον, προς εξέτασιν από νομικής αποκλειστικώς πλευράς ή η παραπομπή προς γνωμάτευσιν εις το νομικόν συμβούλιον ή η επίκλησις άλλης νομικής διατάξεως εκτός εκείνης εφ' ης είχε στηριχθή η αρχική πράξις, εφ' όσον δεν γίνεται επίκλησις και νέως πραγματικών στοιχείων.
Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως εάν, πρό της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις στοιχείων κρίσεως νεωστί προκυπτόντων ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως διά πρώτην φοράν υπ' όψιν. Ομοίως, νέαν έρευναν συνιστά η διενέργεια αυτοψίας ή η συλλογή συμπληρωματικών επί της υποθέσεως πληροφοριών."
(Βλ. και Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566)
Στο πιο πάνω σύγγραμμα του Θ. Τσάτσου το θέμα της νέας έρευνας τίθεται ως πιο κάτω στις σελ. 136-138:
"Η εν τη πράξει βεβαίωσις, ότι εγένετο νέα έρευνα δεν αρκεί. Η τοιαύτη κρίσις της διοικήσεως δεν δεσμεύει το Συμβούλιον της Επικρατείας, το οποίον είναι μόνον αρμόδιον ν' αποφασίση κατά πόσον η αίτησις ακυρώσεως είναι τύποις παραδεκτή. Το Συμβούλιον της Επικρατείας δηλαδή οφείλει να εξετάση κατά πόσον διεξήχθη νέα έρευνα της υποθέσεως, δικαιολογούσα τον χαρακτηρισμόν της μετά ταύτην εκδοθείσης πράξεως, ως πράξεως νέας και ως εκ τούτου εκτελεστής, περί την ταυτότητα του περιεχομένου της προς την επιβεβαιουμένην πράξιν.
.......................................................................................................
Δεν αποτελεί όμως νέαν έρευναν ικανήν να καταστήση την βεβαιωτικήν πράξιν προσβλητήν οιαδήποτε μεταγενεστέρα της βεβαιουμένης πράξεως έρευνα, απολήξασα εις συμπλήρωσιν της αρχικής αιτιολογίας, εφ' όσον α) δεν ανατρέπεται εκ ταύτης η προηγούμενη εν όλω και β) παρά πάσαν προσθήκην ή μερικήν μεταβολήν προκύπτει, ότι η διοίκησις εξακολουθεί πράγματι να κρίνη ότι η αρχική αιτιολογία ήτο επαρκής. Εν τη περιπτώσει όμως ταύτη η κρίσις της διοικήσεως, ότι η αρχική της βεβαιουμένης πράξεως αιτιολογία ήτο επαρκής, απαιτείται να είναι ειλικρινής. Απλή βεβαίωσις, ότι εξακολουθεί να κρίνη την αρχικήν αιτιολογίαν ως επαρκή παρ' ότι αποδεικνύεται, ότι αύτη ήτο προφανώς ανεπαρκής, δεν εμποδίζει την προσβολήν της κατά τα λοιπά στοιχεία βεβαιωτικής πράξεως, της οποίας η αιτιολογία κατόπιν νέας ερεύνης συνεπληρώθη."
(Βλ. και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 241: "Νέα έρευνα υπάρχει εάν, πρό της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις νεωστί προκυπτόντων, ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων κυρίων στοιχειών κρίσεως, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως υπ' όψιν").»
Εν προκειμένω, θα συμφωνήσω με την ευπαίδευτη δικηγόρο των Καθ’ ων η Αίτηση, ότι, η προσβαλλόμενη πράξη συνιστά τόσο πράξη βεβαιωτικού όσο και πληροφοριακού χαρακτήρα, υποδεικνύοντας ακριβώς ότι, η επιστολή αυτή των Καθ’ ων η αίτηση σκοπούσε στο υποδείξει την έκδοση απόφασης για το συγκεκριμένο λόγο στις 24/03/2016 και κυρίως να ενημερώσει τον ενδιαφερόμενο για μια κατάσταση πραγμάτων, ήτοι την πρακτική της Υπηρεσίας Μερίμνης Αποκαταστάσεως Εκτοπισθέντων. Παραπέμποντας εκ νέου στο κείμενο της επιστολής, διαπιστώνω ότι, πέραν από την αναφορά ότι το αίτημα εξετάστηκε και απορρίφθηκε για τον συγκεκριμένο λόγο στις 24/03/2016, πρωτίστως η συγκεκριμένη λειτουργός, απευθύνεται στον πατέρα της Αιτήτριας, και παρουσιάζει σ’ αυτόν τη πρακτική της Υπηρεσίας και τη διαδικασία την οποία ακολούθησε το αρμόδιο όργανο στην εξέταση όλων των αντίστοιχων αιτημάτων τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Ουδόλως προκύπτει η υποβολή νέων και ουσιωδών στοιχείων εκ μέρους της Αιτήτριας και συνακόλουθα, ούτε πραγματοποιήθηκε νέα έρευνα ή έτυχε επανεξέτασης το ζήτημα σε νέα σχετική συνεδρίαση από την Επιτροπή Στεγαστικής Πολιτική, ούτως ώστε το Δικαστήριο να δύναται να καταλήξει ότι προέκυψε νέα εκτελεστή πράξη, ως υποστηρίζεται.
Η διαπίστωση αυτή του Δικαστηρίου, καθορίζει και το αποτέλεσμα της επίδικης προδικαστικής ένστασης, η οποία και επιτυγχάνει. Δεδομένου αυτού του ευρήματος, η εξέταση της δεύτερης προδικαστικής ένστασης, παρέλκει.
Η προσφυγή απορρίπτεται. Επιδικάζονται 1700 Ευρώ έξοδα, υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.
Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο