N. N. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Υπόθεση Αρ. 191/2022, 7/4/2025
print
Τίτλος:
N. N. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Υπόθεση Αρ. 191/2022, 7/4/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 191/2022 (i-Justice))

 

8 Απριλίου 2025

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

    N. N.

                                                                             Αιτήτρια

                                                    ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Α. Μελάς, για Κώστας Μελάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Κ. Χατζηδημητρίου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η αιτήτρια στρέφεται κατά της νομιμότητας και εγκυρότητας της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών («ο Υπουργός»), που περιέχεται σε επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 7.12.2021 και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση, καθότι, όπως αυτολεξεί αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή προς την αιτήτρια, «(α) δεν πληροίτε την προϋπόθεση 1(δ) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου Ν. 141(Ι)/2002, δηλαδή λόγω του ότι δεν έχει διαπιστωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας η πρόθεσή σας για μόνιμη παραμονή στη Δημοκρατία», ενώ επιπλέον «διαπιστώθηκε ότι δεν διαθέτετε σταθερούς και τακτικούς οικονομικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση σας».

 

Η αιτήτρια είναι υπήκοος Ουκρανίας, γεννηθείσα κατά το έτος 1971, η οποία αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 8.7.2011 μαζί με τον τότε σύντροφό της και τον ανήλικο γιο τους και τους παρασχέθηκε σχετική άδεια ως επισκέπτες, με ισχύ μέχρι τις 8.7.2012.

 

Στις 10.8.2012, ο σύντροφος της αιτήτριας υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο. Το αίτημά του έγινε αποδεκτό, ωστόσο από έλεγχο που ακολούθησε διαπιστώθηκε ότι τα στοιχεία του εν λόγω προσώπου εντοπίζονταν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων (stop list), ημερομηνίας 22.8.2011 και 17.7.2012.

 

Την 31.7.2013, εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού προσωρινό διάταγμα με το οποίο ανατίθετο στην αιτήτρια η αποκλειστική επιμέλεια και/ή φύλαξη και/ή φροντίδα του ανήλικου υιού της. Αργότερα, στις 19.6.2014, εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού διάταγμα με το οποίο ανατίθετο στην αιτήτρια η αποκλειστική επιμέλεια και/ή φύλαξη και/ή φροντίδα του ανήλικου υιού της.

 

Στην αιτήτρια, παραχωρήθηκε το καθεστώς παραμονής στη Δημοκρατία ως επισκέπτη, από τις 10.11.2014 μέχρι και τις 25.7.2023.

 

Στις 17.7.2017, η αιτήτρια είχε υποβάλει πρώτη αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δια πολιτογραφήσεως, η οποία απορρίφθηκε στις 25.1.2019 από τον Υπουργό, καθότι, σύμφωνα με τη σχετική απορριπτική απόφαση, αυτή δεν πληρούσε τα απαιτούμενα χρόνια παραμονής στη Δημοκρατία.

 

Ακολούθως, στις 30.10.2019, η αιτήτρια υπέβαλε νέα αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση.

 

Στο πλαίσιο εξέτασης της δεύτερης αυτής αίτησης, διενεργήθηκε προσωπική συνέντευξη στην αιτήτρια, στις 15.10.2020, ενώ ετοιμάστηκε και υποβλήθηκε σχετικό υπηρεσιακό Σημείωμα ημερομηνίας 7.9.2021 στον Υπουργό, ο οποίος τελικά, στις 20.10.2021, αποφάσισε να απορρίψει την εν λόγω αίτηση.

 

Η επίδικη απόφαση εστάλη στην αιτήτρια δι’ επιστολής ημερομηνίας 7.12.2021 και στις 18.2.2022, καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή.

Ο συνήγορος για την αιτήτρια προωθεί δια της γραπτής του αγόρευσης ισχυρισμούς περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, καθώς και ισχυρισμούς περί ελλιπούς και/ή μη δέουσας αιτιολογίας της επίδικης απόφασης και πραγματικής και νομικής πλάνης. Γίνεται χαρακτηριστικά λόγος για «εξωγενείς, άσχετους και μη ουσιώδεις παράγοντες» που λήφθηκαν υπόψη από τους καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι προσέθεσαν αυθαίρετα το οικονομικό στοιχείο ως κριτήριο για την καταλληλότητα της αιτήτριας για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, κατ’ εσφαλμένη και/ή κακή ενάσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας. Επιπρόσθετα, σε άμεση συνάρτηση με τα πιο πάνω, προβάλλεται και ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης εκ μέρους της Διοίκησης.

 

Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τα πιο πάνω, προβάλλουν ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, λήφθηκε δε ορθά και σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις και δη τις πρόνοιες του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν. 141(Ι)/2002), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Επισημαίνουν οι καθ’ ων η αίτηση, με αναφορά στο άρθρο 111 του Νόμου, ότι το ζήτημα της πολιτογράφησης αλλοδαπού εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης, ως έκφανση της άσκησης την κρατικής κυριαρχίας της Δημοκρατίας, ο δε Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για πολιτογράφηση, αλλά δεν παρέχει στον αλλοδαπό δικαίωμα πολιτογράφησης. Τέτοια δε εξουσία ασκείται νόμιμα, εφόσον ασκείται καλόπιστα και το Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση της εξουσίας αυτής. Στην υπό εξέταση περίπτωση, ως υποβάλλει η κ. Χατζηδημητρίου, η Διοίκηση ενήργησε καλόπιστα και καθόλα ορθά κατέληξε στην απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας, στηριζόμενη στο σύνολο των στοιχείων που είχε ενώπιον της, τα οποία και αξιολογήθηκαν δεόντως.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Στο άρθρο 111 του Νόμου, προβλέπεται η διακριτική ευχέρεια του Υπουργού να χορηγήσει πιστοποιητικό πολιτογράφησης σε οποιονδήποτε αλλοδαπό ενήλικα, «ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα».

 

Επισημαίνεται εν πρώτοις ότι, με βάση την προαναφερθείσα διάταξη, είναι ξεκάθαρο ότι ο Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση. Αυτό, βεβαίως, σε πλήρη συμβατότητα με την πάγια και διαχρονική νομολογία επί του θέματος, η οποία πλειστάκις επιβεβαιώθηκε σε επίπεδο Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με την ευρεία διακριτική ευχέρεια της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της. Αναφορά μπορεί να γίνει στην ISSA E.E.ALYATIM ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 33/11, ημερ. 25.10.2016 και στην Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, όπου τονίστηκε ότι, το δικαίωμα αλλοδαπού να αποταθεί για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, δεν συνεπάγεται και απόλυτο δικαίωμα απόκτησης της υπηκοότητας και ότι, εφόσον η διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν δύναται να αμφισβητήσει περαιτέρω την απόφαση. Κατά τα λοιπά, η κάθε υπόθεση εξετάζεται επί των γεγονότων της. Όπως χαρακτηριστικά τονίστηκε στην Reyes v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 181/12, ημερ. 24.10.2018, με αναφορά και στην Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005)  3 Α.Α.Δ. 307, εφόσον τηρείται η αρχή της καλής πίστης, η κρίση της Δημοκρατίας να επιλέξει τα άτομα στα οποία θα παράσχει την υπηκοότητά της, αναγνωρίζεται κατά τα άλλα ως απόλυτη, το δε τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224). Αυτή η πάγια νομολογιακή προσέγγιση, επιβεβαιώθηκε πρόσφατα με την απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην MAJID RAHIMZADEH ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 119/2020, ημερ. 25.2.2025.

 

Συνεπώς, αυτό που εξετάζεται σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση, είναι το κατά πόσον η Διοίκηση, κατά την ενάσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, ενεργεί καλόπιστα.

 

Εν προκειμένω, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων, κρίνω ότι οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν κατ' ορθήν ενάσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας, διενεργώντας τη δέουσα έρευνα πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης και δεν διαπιστώνω ούτε κενό αιτιολογίας, ούτε και να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη, ως αβάσιμα η πλευρά της αιτήτριας ισχυρίζεται.

 

Πράγματι, στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης της αιτήτριας, οι καθ’ ων η αίτηση διερεύνησαν και την κατάληξη της υπόθεσης του φυγόδικου, πρώην συντρόφου της αιτήτριας και έλαβαν ενημέρωση από το Τμήμα ότι εναντίον του εν λόγω προσώπου, του οποίου ο εντοπισμός δεν είχε καταστεί δυνατός, εκδόθηκε νέο ένταλμα σύλληψης και τα στοιχεία του εξακολουθούσαν να παραμένουν στη βάση δεδομένων της Ιντερπόλ, ως καταζητούμενου προσώπου, καθώς και στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων (stop list) για σύλληψη με σκοπό την έκδοσή του στις Ρωσικές αρχές. Σημειώνεται ότι εναντίον του προσώπου αυτού, υπήρχε διεθνές ένταλμα σύλληψης φυγόδικου από τη Ρωσική Ομοσπονδία για ποινικά αδικήματα απάτης και ψευδών δηλώσεων, ο δε αλλοδαπός κατά το Νοέμβριο του 2012, εγκατέλειψε την κατοικία, όπου διέμενε με την αιτήτρια και έκτοτε, ως η ίδια ανέφερε, δεν έχει επικοινωνία μαζί του. Αυτά αναφέρονται και στο Σημείωμα που τέθηκε ενώπιον του Υπουργού, ημερομηνίας 7.9.2021 και δεν εντοπίζεται οτιδήποτε μεμπτό στην συμπερίληψή τους στα ευρήματα της έρευνας που καθηκόντως διενήργησαν οι καθ’ ων η αίτηση στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης της αιτήτριας. Πρόκειται εξάλλου για πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί από καθόλα έγκυρες και/ή κατάλληλες πηγές και μπορούσαν να ληφθούν υπόψη. Είναι, συναφώς, νομολογημένο πως παρέχεται επαρκές πραγματικό έρεισμα για αρνητική απόφαση επί αιτήσεως ως η υπό κρίση εφόσον συγκεντρώνονται, από κατάλληλες πηγές, πληροφορίες που ευλόγως προκαλούν ανησυχία αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στην Κύπρο. Ακόμα δε και γενικές ενδείξεις περί ενδεχόμενου προβλήματος (υπενθυμίζεται εν προκειμένω πως η συγκεκριμένη έρευνα αφορούσε στον πρώην σύντροφο της αιτήτριας και πατέρα του υιού της αιτήτριας) μπορούν να δικαιολογήσουν την αρνητική απόφαση. Η όποια δε αμφιβολία λειτουργεί υπέρ της Δημοκρατίας (Eddine v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, Hamdan v. Δημοκρατίας Ε.Δ.Δ. 141/2018, ημερ. 6.3.2024 MAJID RAHIMZADEH, ανωτέρω).

 

Εν πάση όμως περιπτώσει, στο ίδιο Σημείωμα, πέραν των πιο πάνω, αναφέρονται και τα εξής σε σχέση με την ίδια την αιτήτρια (η υπογράμμιση έχει προστεθεί):

 

«5. Η αιτήτρια διαμένει σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα στην Λεμεσό με μηνιαίο ενοίκιο €2450 (Ερ. 130). Έχει προβεί σε προπληρωμή των ενοικίων της από 01/05/2020 μέχρι 30/04/2021 για το ποσό των €34.300 σύμφωνα με έγγραφο που προσκόμισε η ίδια (Ερ. 124-123 Vol. ΙΙΙ). Πρόσφατα πούλησε το ιδιόκτητο διαμέρισμα της στην Λεμεσό, το οποίο είχε αγοράσει τον Οκτώβριο του 2014 (Ερ. 272-265 Vol 1), γιατί θέλει να αγοράσει άλλο σπίτι κοντά στο σχολείο του παιδιού της όπως μου ανάφερε στην προσωπική της συνέντευξη. Η ίδια δεν εργάζεται λόγω του καθεστώτος παραμονής της στην Κύπρο ως επισκέπτρια. Λαμβάνει εισοδήματα ύψους €3000 μηνιαίως από ενοίκιο διαμερίσματος 62.60 τετραγωνικών μέτρων στο Κίεβο, το οποίο φαίνεται να αγόρασε το 2000 (Ερ. 10-7, 5-1 νο1 ΙΙΙ). [.]. Σύμφωνα με την κατάσταση λογαριασμού που προσκόμισε διαθέτει καταθέσεις στην Ελληνική τράπεζα ύψους €180,000 (Ερ. 132-130). Σημειώνεται ότι στις 04/02/2020 στα πλαίσια διερεύνησης κατά πάσο ασκεί οικονομικές δραστηριότητες, η Αστυνομία ενημέρωσε ότι κατά την περίοδο 03/2018 μέχρι 05/2018 εργαζόταν ως δικηγόρος στην εταιρεία Fabiana Global Trading που εδρεύει στις Βρετανικές Παρθένους Νήσους. Σημειώνεται επίσης ότι στην προσωπική της συνέντευξη ανάφερε ότι σπούδασε οικονομικά.

[.]

10. H αιτήτρια κατέχει τα τυπικά προσόντα παραμονής που απαιτούνται από το Νόμο για πολιτογράφηση (Ερ. 122).

11. Πρόκειται για Ρωσίδα υπήκοο η οποία διαμένει στην Κύπρο από το 2011 και κατέχει άδεια παραμονής ως επισκέπτρια.

12. Βάσει των πιο πάνω διαφαίνεται ότι δεν έχει διαπιστωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας η πρόθεση της αιτήτριας να παραμείνει στην Δημοκρατία μετά την απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας καθότι αυτή προέβη σε πώληση του ιδιόκτητου διαμερίσματος της πρόσφατα ισχυριζόμενη ότι επιθυμεί να αγοράσει άλλο σπίτι δίπλα στο σχολείο του υιού της, ο οποίος είναι 16 ετών. Παράλληλα έχει προβεί σε προπληρωμή των ενοικίων του διαμερίσματος που ενοικιάζει από 01/05/2020 μέχρι 30/04/2021 σύμφωνα με έγγραφο που προσκόμισε η ίδια. H αιτήτρια παραμένει στην Κύπρο με το καθεστώς της επισκέπτριας. Επίσης δεν έχει εξακριβωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας από που προέρχονται οι οικονομικοί πόροι της αιτήτριας και η σχέση του πρώην συζύγου με αυτούς, ο οποίος είναι αναζητούμενος από τις ρωσικές Αρχές. Ως εκ τούτου γίνεται εισήγηση όπως απορριφθεί η αίτηση της κας Natalia Nesterenko για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση αφού δεν πληρείται η προϋπόθεση 1(δ) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου Ν141(Ι)/2002.».

 

Τα πιο πάνω, αποτέλεσαν και τους λόγους απόρριψης της αίτησης της αιτήτριας, σύμφωνα και με την επίδικη απόφαση που περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 7.12.2021. Υπενθυμίζεται δε ότι, της ετοιμασίας και υποβολής του εν λόγω Σημειώματος, είχε προηγηθεί και η διενέργεια προσωπικής συνέντευξης της αιτήτριας.

 

Τα πιο πάνω καταδεικνύουν τη διενέργεια της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι, ενεργώντας εντός των ορίων της ορθής ενάσκησης της εξουσίας και διακριτικής τους ευχέρειας, ορθά και σύννομα έλαβαν υπόψη τους και προσμέτρησαν δεόντως στην τελική τους κρίση, και την οικονομική κατάσταση και τους οικονομικούς πόρους συντήρησης της αιτήτριας στη Δημοκρατία, ευρήματα που δικαιολόγησαν με επάρκεια, όπως και την κατάληξη ότι δεν διαπιστώθηκε δεόντως η πρόθεσή της για μόνιμη παραμονή στη χώρα: πρόκειται για παράγοντες που, σύμφωνα και με τη νομολογία (Ήρωα, ανωτέρω), επιβάλλεται να διερευνώνται και να λαμβάνονται υπόψη από τη Διοίκηση στην τελική της κρίση επί αιτήσεων πολιτογράφησης, πέραν από τη διερεύνηση άλλων λόγων που ενδεχομένως να συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του εκάστοτε αιτητή (βλ. και την πρόσφατη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην L.C.W. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1343/2022 (i-Justice), ημερ. 7.4.2025).

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την αιτήτρια εγείρει ζήτημα παραβίασης της καλής πίστης εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, καθότι, ως προβάλλει και τόνισε και κατά τις διευκρινίσεις, πέραν της μη διενέργειας της δέουσας έρευνας και της ανεπαρκούς αιτιολογίας, υπάρχει αντίθεση και/ή έλλειψη συμβατότητας μεταξύ του Σημειώματος της Λειτουργού, αφενός, και του σώματος της διοικητικής απόφασης, αφετέρου, καθότι στο μεν Σημείωμα δίδεται βάρος μόνο στη μη εξακρίβωση επαρκών πόρων για τη συντήρηση της αιτήτριας και στην τυχόν διασύνδεση αυτών με τον πρώην σύντροφο της αιτήτριας, ενώ στην επίδικη απόφαση οι καθ’ ων η αίτηση περιορίζονται να αναφέρουν ότι η αιτήτρια δεν διαθέτει επαρκείς πόρους για τη συντήρησή της. Γίνεται συναφώς αναφορά από τον συνήγορο της αιτήτριας στην απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Rosy Oolad v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 730/2019, ημερ. 27.6.2022, η οποία, ωστόσο, σαφώς και διαφοροποιείται από την υπό εξέταση υπόθεση, καθότι σε εκείνη την περίπτωση, όπως επισημάνθηκε από το Δικαστήριο τούτο, υπήρχε σαφής διαφοροποίηση μεταξύ της ίδιας της επίδικης απόφασης του Υπουργού και του προηγηθέντος σημειώματος, αφενός, και των όσων περιέχονταν στη σχετική επιστολή που είχε σταλεί στην αιτήτρια αναφορικά με την απόρριψη του αιτήματός της, αφετέρου, όπου εκτίθετο ένας νέος, ξεχωριστός λόγος απόρριψης της αίτησής της. Λέχθηκαν σχετικά τα εξής:

 

«Συγκεκριμένα, στο Σημείωμα προς τον Υπουργό, ημερομηνίας 9.11.2018, παρατίθενται ως λόγοι της εισήγησης περί απόρριψης του αιτήματος της αιτήτριας για πολιτογράφηση το ότι (α) η αιτήτρια επανειλημμένα απασχόλησε τις Αρχές με παράνομες δραστηριότητες, (β) δεν σεβάστηκε τους Νόμους της Δημοκρατίας και (γ) η Δημοκρατία δεν έχει όφελος από την πολιτογράφηση της αιτήτριας και ούτε εξυπηρετείται με οποιοδήποτε τρόπο το δημόσιο συμφέρον. Αναφέρεται επίσης στο Σημείωμα ότι η (εκ μέρους της αιτήτριας) «ύπαρξη απλά των τυπικών προσόντων που καθορίζει ο Τρίτος Πίνακας του Νόμου 141(Ι)/2002 δεν πρέπει να εξυπακούει αυτόματα και την έγκριση της αίτησης για Πολιτογράφηση». Ως έχει εξηγηθεί ανωτέρω, τα όσα καταγράφονται στο εν λόγω Σημείωμα, αποτέλεσαν στη συνέχεια το περιεχόμενο της ίδιας της επίδικης απόφασης του Υπουργού.

 

Ωστόσο, και παρά τα ως αμέσως ανωτέρω καταγραφέντα, τα οποία αποτέλεσαν, σύμφωνα με την επίδικη απόφαση, τους λόγους απόρριψης της αίτησης, στην επίδικη επιστολή ημερομηνίας 5.3.2019, που εστάλη στην αιτήτρια, εκτίθεται ως αιτιολογία απόρριψης της αίτησής της, ένας διαφορετικός λόγος, ο οποίος, σε αντίθεση με την απόφαση του Υπουργού, στηρίζεται στη διαπίστωση ότι η αιτήτρια δεν πληροί τα υπό του Νόμου προβλεπόμενα τυπικά προσόντα και δη αυτό του καλού χαρακτήρα. Συνεπώς, εντοπίζεται ασυμφωνία μεταξύ της ίδιας της επίδικης απόφασης και των όσων περιέχονται στην εν λόγω επιστολή αναφορικά με τους λόγους απόρριψης της αίτησης της αιτήτριας, με αποτέλεσμα το τεκμήριο υπέρ της καλόπιστης ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης να έχει κλονιστεί.».

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, η επίδικη απόφαση του Υπουργού στηρίχθηκε στο περιεχόμενο του υποβληθέντος σε αυτόν Σημειώματος και απωτυπώνεται χωρίς διαφοροποίηση στην επίδικη επιστολή προς την αιτήτρια, ημερομηνίας 7.12.2021. Για τους δε προεκτεθέντες, περιεχόμενους στο Σημείωμα, λόγους, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν είχε διαπιστωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας η πρόθεση της αιτήτριας να παραμείνει μόνιμα στη Δημοκρατία, καθώς και ότι αυτή δεν διέθετε σταθερούς και τακτικούς οικονομικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρησή της: ως προς το τελευταίο, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο του Σημειώματος, είναι πρόδηλο ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν στηρίχθηκαν μόνο στην παρατήρηση της Λειτουργού ότι «[.] δεν έχει εξακριβωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας από που προέρχονται οι οικονομικοί πόροι της αιτήτριας και η σχέση του πρώην συζύγου της με αυτούς», ως αβάσιμα ισχυρίζεται ο κ. Μελάς, αλλά και σε συγκεκριμένες ενέργειες της αιτήτριας.

 

Από όλα τα πιο πάνω, προκύπτει με επαρκή σαφήνεια το σύνολο των ενεργειών της Διοίκησης που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης της αιτήτριας, καθώς και το σύνολο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη  για τη διαμόρφωση της τελικής κρίσης των καθ' ων η αίτηση, με αποτέλεσμα η επίδικη, απορριπτική απόφαση, στην οποία βεβαίως περιλαμβάνονται και οι λόγοι απόρριψης της αίτησης, ως αυτοί έχουν προεκτεθεί και περιέχονται στην επιστολή που εστάλη στην αιτήτρια, να κρίνεται ως επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270), εφόσον εκτίθενται σε αυτήν οι νομικοί και πραγματικοί λόγοι και αποκαλύπτεται το σκεπτικό, επί των οποίων στηρίχθηκε η τελική κρίση της Διοίκησης (L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΔΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023).

 

Συμπληρώνεται δε η αιτιολογία της πράξης, σύμφωνα και με το άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), από το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου και τα παραρτήματα του δικογράφου της ένστασης, κυρίως δε από το προαναφερθέν Σημείωμα που είχε αρμοδίως ετοιμαστεί στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης πολιτογράφησης, και από το οποίο προκύπτουν οι λόγοι απόρριψης της εν λόγω αίτησης από τη Διοίκηση (Θεοδωρίδου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 146, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).

 

Συνεπώς, δεν ευσταθούν και απορρίπτονται οι ισχυρισμοί της πλευράς της αιτήτριας περί αναιτιολόγητης και/ή μη επαρκώς αιτιολογημένης απόφασης.

 

Περαιτέρω δε, απορριπτέοι ως αβάσιμοι κρίνονται και οι ισχυρισμοί περί εμφιλοχωρήσασας πραγματικής και/ή νομικής πλάνης, αλλά και μη διενέργειας της δέουσας έρευνας. Εν προκειμένω, συναφές είναι το ζήτημα της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης ως προς την έκταση και τη μορφή της διενεργηθείσας έρευνας σε υποθέσεις ως η υπό κρίση. Επαρκής θεωρείται η έρευνα εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος (Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447). Η δε έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένες με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Ράφτης ν Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, Χουλιώτης ν Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 524). Το κατά πόσον μια έρευνα είναι ή όχι επαρκής είναι θέμα γεγονότων και συνεπώς κρίνεται στη βάση των εκάστοτε ενώπιον του Δικαστηρίου περιστατικών (Κοινοτικό Συμβούλιο Αγίας Μαρίνας Ξυλιάτου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1377/2015, ημερ. 12.12.2022, Χρίστος Ηροδότου ν Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220). Τονίζεται δε ότι το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν εξετάζει, ούτε αποφασίζει πρωτογενώς γεγονότα, ούτε βεβαίως και υποκαθιστά την κρίση της Διοίκησης (Αν. Οικονομίδης κ.α. ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 140/2013, ημερ. 8.5.2020, ECLI:CY:AD:2020:C147, Ολυμπία Πιερίδη ν. Δημοκρατία κ.α. (2007) 3 Α.Α.Δ. 543, LELLA KENTONIS INVESTMENT CO LTD ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 138/10 κ.α., ημερ, 21.12.2016, Δημοκρατία ν. Παπαξενόπουλου κ.α., Α.Ε. 114/13 ημερ. 6.10.2016).

Εν προκειμένω, η τελική κατάληξη των καθ' ων η αίτηση, κρίνεται ως εύλογα επιτρεπτή και δεν μπορούν να έχουν έρεισμα ούτε και οι ισχυρισμοί περί κακόπιστης ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης. Όφειλαν οι καθ’ ων η αίτηση να διενεργήσουν έρευνα αναφορικά με κάθε σχετικό και ουσιώδες για την αίτηση στοιχείο και αυτό έπραξαν. Το γεγονός ότι στους λόγους απόρριψης της αίτησης δεν γίνεται ρητή αναφορά σε οτιδήποτε σχετικό με τον πρώην σύντροφο της αιτήτριας, δεν αναιρεί την επάρκεια της έρευνας και της αιτιολογίας και ούτε επιδρά καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη νομιμότητα και εγκυρότητα των περιληφθέντων στην επίδικη επιστολή λόγων απόρριψης της αίτησης της αιτήτριας. Έχουν εκτεθεί λεπτομερώς, πιο πάνω, οι ενέργειες στις οποίες προέβησαν οι καθ' ων η αίτηση κατά την εξέταση της αίτησης της αιτήτριας και δεν στοιχειοθετούνται οι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης. Εφόσον τηρείται η προϋπόθεση της καλής πίστης, η κρίση της Διοίκησης αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη (Ήρωα, ανωτέρω).

 

Για τους λόγους που έχω εξηγήσει πιο πάνω, κρίνω ότι εν προκειμένω οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν νόμιμα, καλόπιστα και εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας που τους παρέχει ο Νόμος και δε διακρίνω οτιδήποτε μεμπτό στην τελική τους κατάληξη (βλ. και τις απορριπτικές αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις M.N.A. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 24/2022 (i-Justice), ημερ. 7.2.2025, N.G. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1736/2022 (i-Justice), ημερ. 6.11.2024, I. B.M. A. Ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 707/2020, ημερ. 17.1.2023, I.J. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 744/2019, ημερ. 14.9.2022, Cabardo v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1514/2019, ημερ. 6.5.2022, όπου εξετάστηκαν παρόμοια ζητήματα).

 

Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακύρωσης και δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1500 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο