Γ. Αριστοκλέους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθεση Αρ. 396/2020, 14/4/2025
print
Τίτλος:
Γ. Αριστοκλέους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθεση Αρ. 396/2020, 14/4/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 396/2020

                                             

     14 Απριλίου, 2025

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦOΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

Γ. Αριστοκλέους

Αιτητή,

 

                          Και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

 

                                                      Καθ' ων η Αίτηση

......... 

 

 

Δημοσθένης Στεφανίδης για Δημοσθένης Στεφανίδης ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για Αιτητή

Μαρία Κυπριανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Ά για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η αίτηση

Κωνσταντίνα Χαραλάμπους για Ηλίας Νεοκλέους & Σία Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόροι για ΕΜ

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Ο Αιτητής προήχθη με απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 06.05.2010, στη Θέση Δασικού Λειτουργού 1ης Τάξης, Τμήμα Δασών, από την 01.06.2010.  Στα πλαίσια εκείνης της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση, στον Αιτητή είχε πιστωθεί ως πλεονέκτημα η εκ μέρους του κατοχή Πτυχίου Προγραμματιστή Ηλεκτρονικών Υπολογιστών.  Η εν λόγω απόφαση ακυρώθηκε με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γλαύκος Κυριάκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πρ. αρ. 1068/2010, ημ. 06.11.2013 (εφεξής η  «1068/2010»), στην οποία αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Σε σχέση με τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 4 και 5, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι πεπλανημένα και αναιτιολόγητα τους πιστώθηκε το πλεονέκτημα. Από τον πίνακα των προσόντων που είχε ενώπιόν της η Ε.Δ.Υ προκύπτει ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος 4 Αριστοκλέους διέθετε Πτυχίο Προγραμματιστή Ηλεκτρονικών Υπολογιστών (16.7.79), το οποίο αποκτήθηκε πολύ πριν από το Δίπλωμα Δασολογίας, ενώ το Ενδιαφερόμενο Μέρος 5 Λιασίδης, πέραν του διπλώματος Δασολογίας  παρακολούθησε το Πρόγραμμα «Surveying and Mapping» (1/97-4/99).  Σημειώνω ότι το συγκεκριμένο προσόν σημειώνεται στο Παράρτημα 4 της ένστασης ως «άλλο προσόν» και όχι υπό την κατηγορία «ακαδημαϊκά προσόντα και προσόντα που απαιτούνται στο Σχέδιο υπηρεσίας» που λογικά θα αναμενόταν να υπαχθεί το πλεονέκτημα.  Ο αιτητής από την άλλη είχε συμπληρώσει εκπαιδευτικό πρόγραμμα σε θέματα Δασολογίας, Γερμανία (1.10.91-30.9.92), που ξεκάθαρα αντιστοιχούσε στις προβλεπόμενες πρόνοιες του πλεονεκτήματος. Ως πλεονέκτημα στο Σχέδιο Υπηρεσίας προβλεπόταν:

 

«(3) Μετεκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση συνεχούς διάρκειας έξι τουλάχιστο μηνών, σε θέματα σχετικά με τις αρμοδιότητες του Τμήματος Δασών, θα αποτελεί πλεονέκτημα.»

 

 

Τόσο ο διευθυντής όσο και η ΕΔΥ αποτελούν το κατ΄ εξοχήν όργανο αξιολόγησης των προσόντων και διάκρισης τους σε απαραίτητο, πρόσθετο ή πλεονέκτημα, ανάλογα με τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας και την σχετικότητα τους με τα καθήκοντα της θέσης.  Στην προκειμένη περίπτωση απλά περιορίστηκαν στην καταγραφή των υποψηφίων που κατείχαν το πλεονέκτημα χωρίς να καταγράφουν ποιο είναι αυτό για τον καθένα και γιατί κρίνεται σχετικό με τις αρμοδιότητες του Τμήματος Δασών. Ελλείπει το σκεπτικό της ερμηνείας του προβλεπομένου από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονεκτήματος, ως και οι διαπιστώσεις της  ΕΔΥ αναφορικά με την κατοχή του.  Συνεπώς η πίστωση του πλεονεκτήματος στα ενδιαφερόμενα μέρη 4 και 5 κρίνεται αναιτιολόγητη.  Θα πρέπει η ΕΔΥ να αιτιολογήσει δεόντως την κρίση της, ώστε να καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.  Το Δικαστήριο δεν μπορεί εδώ να υποκαταστήσει το έργο της Διοίκησης εκφέροντας πρωτογενή κρίση.

 

Ακολούθησε επανεξέταση και ο Αιτητής προήχθη εκ νέου, αναδρομικά από την 01.06.2010, στην ίδια θέση, με εκ νέου πίστωση σ’ αυτόν του Πτυχίου Προγραμματιστή Ηλεκτρονικών Υπολογιστών ως πλεονεκτήματος, απόφαση που επίσης ακυρώθηκε με την απόφαση στις Συν. Πρ. Αρ. 205/2014 κ.α Γεωργίου (Τσιούτη) κ.α ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 31.07.2019 (εφεξής η «205/2014»). Εκεί το Διοικητικό Δικαστήριο ανέφερε:

 

«Ο Αναπληρωτής Διευθυντής, προβαίνοντας στη σύστασή του, ανέφερε τα εξής:

«Για τη διαμόρφωση της σύστασής μου, μελέτησα διεξοδικά τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων όλων των υποψηφίων, δίνοντας βαρύτητα στα τελευταία δέκα προ του ουσιώδους χρόνου έτη (2000-2009).  Επίσης, σημειώνω ότι γνωρίζω προσωπικά όλους τους υποψηφίους πολύ καλά.

Στην τελική διαμόρφωση της σύστασής μου έλαβα υπόψη ότι οι ακόλουθοι 37 υποψήφιοι κατέχουν το πλεονέκτημα που καθορίζει το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας «μετεκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση συνεχούς διάρκειας έξι τουλάχιστο μηνών, σε θέματα σχετικά με τις αρμοδιότητες του Τμήματος Δασών, θα αποτελεί πλεονέκτημα», ως ακολούθως:

[.]

2.

ΑΡΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ

ΧΧΧ

Πτυχίο

προγραμματιστή

ΗΥ

Οι ΗΥ είναι εργαλείο που χρησιμοποιείται διαρκώς

στην εργασία του δασικού

υπαλλήλου

3.

ΛΙΑΣΙΔΗΣ ΧΧΧ

Πρόγραμμα

Surveying 

Mapping με αλληλογραφία

Η χαρτογράφηση και η τοπογραφία είναι βασική εργασία στη Δασοπονία

 

Συστήνοντας τον Αριστοκλέους ΧΧΧ, έλαβα υπόψη μου ότι είτε υπερέχει είτε είναι περίπου ίσος όσον αφορά την (…) υπερέχει όμως έναντι τους σε προσόντα, εφόσον διαθέτει το πλεονέκτημα.  Συγκεκριμένα, ο Αριστοκλέους διαθέτει πτυχίο Προγραμματιστή Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, το οποίο είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, εφόσον η χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή γίνεται επί καθημερινής βάσεως από τους υπαλλήλους στο Τμήμα Δασών.

(…)

 

Το Δικαστήριο κατά τον έλεγχο νομιμότητας που ασκεί, δεν διεξάγει πρωτογενή έρευνα σε σχέση με τα προσόντα αλλά ελέγχει κατά πόσο η διοίκηση ενήργησε, ενδεχομένως, υπό πλάνη ή υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας. Όπως προκύπτει από την αιτιολογία που έδωσε ο Αναπληρωτής Διευθυντής αναφερόμενος στην επιλογή των ενδιαφερομένων μερών Αριστοκλέους και Λιασίδη, θεώρησε τα προσόντα που κατέχουν τα πρόσωπα αυτά ως πλεονέκτημα επειδή είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.

 

Το σχέδιο υπηρεσίας καθορίζει ως πλεονέκτημα μετεκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση συγκεκριμένης ελάχιστης διάρκειας σε θέματα σχετικά με τις αρμοδιότητες του Τμήματος Δασών. Απαιτεί, δηλαδή, πρόσθετη εκπαίδευση που να σχετίζεται με τις αρμοδιότητες του Τμήματος γενικά.

 

Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, στα καθήκοντα της επίδικης θέσης περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

(α)     Αναλαμβάνει την ετοιμασία προγραμμάτων εργασίας, οργανώνει και επιβλέπει τη διεξαγωγή εργασιών και μεριμνά για τη σωστή προστασία της κοιλάδας, για την οποία είναι υπεύθυνος.

 

[.]

 

(δ)     Βοηθά στον προγραμματισμό και στην υλοποίηση των διάφορων προγραμμάτων διαχείρισης, προστασίας και ανάπτυξης του δάσους.

 

(ε)      Συμμετέχει στη διαφώτιση και εκπαίδευση του κοινού για τη δασοπροστασία, οργανώνει και συμμετέχει στο έργο της κατά­σβεσης δασικών πυρκαγιών.

 

(στ)    Οργανώνει, συντονίζει και συμμετέχει στην εκτέλεση ειδικών τεχνικών εργασιών, (όπως ετοιμασία χαρτών για ενδοτμηματική χρήση, επιδιόρθωση ασυρμάτων), που θα ανατεθούν σ' αυτόν για την ομαλή λειτουργία της Περιφέρειας ή Κλάδου που υπηρετεί.»

 

Είναι γεγονός ότι ο Αναπληρωτής Διευθυντής θα μπορούσε να είναι πιο επεξηγηματικός στο πώς τα προσόντα των προσώπων αυτών σχετίζονται με τις αρμοδιότητες του Τμήματος Δασών και όχι να περιοριστεί στα καθήκοντα της συγκεκριμένης θέσης θεωρώ, όμως, ότι τα καθήκοντα μπορεί να είναι ενδεικτικά και των γενικότερων αρμοδιοτήτων του Τμήματος. Συνεπώς, κρίνω εύλογη την κατάληξη του Αναπληρωτή Διευθυντή - και κατ' επέκταση της καθ' ης η αίτηση που την υιοθέτησε - σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Λιασίδη.

 

Δεν έχω την ίδια άποψη, όμως, αναφορικά με το ενδιαφερόμενο μέρος Αριστοκλέους. Το ενδιαφερόμενο μέρος αυτό κρίθηκε, όπως εξήγησα πιο πάνω, κάτοχος πλεονεκτήματος λόγω του προσόντος του ως προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών. Η αναφορά ότι «η χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή γίνεται επί καθημερινής βάσεως από τους υπαλλήλους στο Τμήμα Δασών» έχω την άποψη ότι υποδηλοί πλάνη από πλευράς του Αναπληρωτή Διευθυντή ως προς το τι θα μπορούσε να αποτελέσει πλεονέκτημα. Πλεονέκτημα, είναι η εξειδικευμένη γνώση που είναι άμεσα σχετική με τις αρμοδιότητες του Τμήματος δηλαδή, με τον σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε το συγκεκριμένο τμήμα. Η χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών είναι, βέβαια, χρήσιμη σε κάθε θέση και ίσως και επιβαλλόμενη αλλά δεν εξηγεί πώς το προσόν που κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος Αριστοκλέους σχετίζεται με τις αρμοδιότητες του Τμήματος.

 

Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι τρωτή ως προς την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους Αριστοκλέους. Λόγω της διαπίστωσής μου για πλάνης ως προς το πλεονέκτημα και επειδή η επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους Αριστοκλέους έγινε στη βάση της κατοχής πλεονεκτήματος, θεωρώ ότι η εξέταση του ισχυρισμού που προβάλλουν οι αιτητές για παραγνώριση της αρχαιότητάς τους καθίσταται αλυσιτελής.

 

Κατόπιν δεύτερης επανεξέτασης, με απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση, η οποία δημοσιεύθηκε στις 13.3.2020 στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αρ. 5267, υπ’ αρ. γνωστοποίησης 242 προήχθη αναδρομικά, από την 01.06.2010 στη μόνιμη θέση Δασικού Λειτουργού 1ης Τάξης, Τμήμα Δασών, αντί του Αιτητή, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Ν.Α. (εφεξής το «ΕΜ»).

 

Στη συνεδρία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (εφεξής «Επιτροπή» ή «Καθ’ ων η αίτηση») ημερ. 30.01.2020, προσήλθε ο Διευθυντής του Τμήματος Δασών και σύστησε τους υποψηφίους με α/α 5 (δηλαδή το ΕΜ), 20, 22 και 24. Ακολούθως οι Καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν όπως προάγουν στις επίδικες θέσεις το ΕΜ και τους υποψηφίους με α.α. 19, 21 και 22. Σημειώνεται ότι ο Αιτητής είχε α/α 31 στη διαδικασία. Στο σχετικό πρακτικό της εν λόγω συνεδρίας αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Ο Διευθυντής προβαίνοντας στη σύστασή του ανέφερε τα εξής:

«Προκειμένου να προβώ σε σύσταση, έχω μελετήσει τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, στο βαθμό που άπτονται του ουσιώδη χρόνου της διαδικασίας.

 

Με βάση τα πιο πάνω, τις προσωπικές μου απόψεις, τα καθιερωμένα στοιχεία κρίσης στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - καθώς και τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης και την καταλληλόλητα των υποψηφίων, για τις τέσσερις (4) κενές θέσεις Δασικού Λειτουργού, 1ης Τάξης, Τμήμα Δασών, συστήνω για προαγωγή τους πιο κάτω υποψηφίους:

 

1. Ν. Α., α/α 5

2. Ι. Ε., α/α 20

3. Ε. Κ., α/α 22

4. Μ. Α., α/α 24

 

Για τη διαμόρφωση της σύστασής μου -

 

(…)

 

β. Έλαβα επίσης υπόψη μου ότι τα απαιτούμενα προσόντα όπως καθορίζονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης παρέχουν πλεονέκτημα στους υποψηφίους που έχουν τύχει μετεκπαίδευσης ή ειδικής εκπαίδευσης συνεχούς διάρκειας έξι τουλάχιστον μηνών, σε θέματα σχετικά με τις αρμοδιότητες του Τμήματος Δασών. Πλεονέκτημα κατέχουν οι υποψήφιοι με α/α 50, 62, 63, 65, 68, 71, 78, 79, 82, 92, 93, 103, 104, 105, 106, 108, 117, 125, 128 και 135. Έλαβα επίσης δεόντως υπόψη και έχω δώσει την ανάλογη βαρύτητα και στα επιπρόσθετα και άλλα προσόντα των υποψηφίων με διάρκεια εκπαίδευσης πέραν των έξι μηνών καθώς και στις εκπαιδεύσεις μικρότερης διάρκειας.

 

(…)

Στο σημείο αυτό ο Διευθυντής αποχώρησε από τη συνεδρία.

 

Στη συνέχεια η Επιτροπή ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη.

 

Η Επιτροπή εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το Φάκελο Πλήρωσης

της θέσης, καθώς και από τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, όπως αυτά ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, και έλαβε επίσης υπόψη την κρίση και τη σύσταση του Διευθυντή.

 

Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολό τους, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία, προ του ουσιώδους χρόνου, έτη.

 

Η Επιτροπή έλαβε, επίσης, υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων καθώς και την αρχαιότητά τους, η οποία φαίνεται στον ενώπιόν της κατάλογο των υποψηφίων.

 

Αναφορικά με το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα, ήτοι “Μετεκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση συνεχούς διάρκειας έξι τουλάχιστο μηνών, σε θέματα σχετικά με τις αρμοδιότητες του Τμήματος Δασών”, η Επιτροπή, έχοντας υπόψη την ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες Προσφυγές αρ. 205/14, 206/14 και 244/14, καθώς και τη σύσταση του Διευθυντή, και αφού μελέτησε όλα τα στοιχεία που περιέχονται στους Προσωπικούς Φακέλους των υποψηφίων που άπτονται του ουσιώδους χρόνου, έκρινε ότι το διαθέτουν οι πιο κάτω υποψήφιοι:

 

1. Χ.Χ (αύξ. αρ. 50)

2. Χ.Χ (αύξ. αρ. 62)

3. Δ.Ι. (αύξ. αρ. 63)

4. Π.Γ. (αύξ. αρ. 65)

5. Θ.Κ. (αύξ. αρ. 68)

6. Μ.Α., (αύξ. αρ. 71)

7. Α.Ν. (αύξ. αρ. 78)

8. Κ.Κ. (αύξ. αρ. 79)

9. Τ.Ι. (αύξ. αρ. 82)

10. Α.Α. (αύξ. αρ. 92)

11. Κ.Θ. (αύξ. αρ. 93)

12. Ν.Χ. (αύξ. αρ. 103)

13. Χ.Χ. Λ. (αύξ. αρ. 104)

14. Η.Α. (αύξ. αρ. 105)

15. Β.Β. (αύξ. αρ. 106)

16. Ε.Ε. (αύξ. αρ. 108)

17. Σ.Π. (αύξ. αρ. 117)

18. Χ.Α. (αύξ. αρ. 125)

19. Θ.Θ. (αύξ. αρ. 128)

20. Θ.Α. (αύξ. αρ. 135)

 

Περαιτέρω, η Επιτροπή παρατήρησε ότι οι πιο κάτω υποψήφιοι διαθέτουν προσόντα τα οποία δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, ωστόσο είναι σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης και αποδίδεται σ’ αυτά η δέουσα βαρύτητα:

 

1. Κ.Ν. (αύξ. αρ. 77)

2. Α.Χ. (αύξ. αρ. 87)

3. Α.Α. (αύξ. αρ. 109)»

 

Με την αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Αιτητή, εγείρεται ως κεντρικός λόγος ακύρωσης ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν εξετέλεσαν το καθήκον τους να επανεξετάσουν, κατά τον τρόπο που ορίζει η νομολογία, κατόπιν των δύο ως άνω ακυρωτικών αποφάσεων. Κατά την εισήγηση, στις εν λόγω δύο αποφάσεις τα ακυρωτικά ευρήματα αφορούσαν την πλημμέλεια αιτιολογίας ως προς την πίστωση του πλεονεκτήματος στον Αιτητή και, στην εδώ υπό κρίση δεύτερη επανεξέταση χωρίς έρευνα και ειδική αιτιολογία παραγνώρισαν (τόσο ο διευθυντής στη σύσταση του όσο και οι Καθ’ ων η αίτηση) πλέον πλήρως το πλεονέκτημα του με αποτέλεσμα να μεταβληθούν τα δεδομένα κρίσεως και να επιλεγεί το ΕΜ. Παραπέμπει συναφώς στην νομολογία και συγγράμματα (Μ. Ν. Πικραμένου, «Η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων και ο ακυρωτικός δικαστικός έλεγχος, 2012).

 

Η πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση, διά της ευπαίδευτης συνηγόρου τους υποβάλλει ότι η προσβαλλόμενη είναι ορθή και αιτιολογημένη, θέση την οποία υιοθετεί και η πλευρά των ευπαιδεύτων συνηγόρων του ΕΜ.

 

Εξέτασα τις εκατέρωθεν υποβολές έχοντας υπόψη και το περιεχόμενο των ως άνω ακυρωτικών αποφάσεων που προηγήθηκαν και θεωρώ ότι ο Αιτητής δικαίως παραπονείται.

 

Ως έχει καθοριστεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατόπιν ακυρωτικής απόφασης, η διοίκηση οφείλει να επανεξετάσει στη βάσει των ευρημάτων της εν λόγω (ακυρωτικής) απόφασης. Σχετικά επίσης είναι τα άρθρα 57-59 του περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου [Ν. 158(Ι)/1999]. Στην παρούσα προηγήθηκαν δύο ακυρωτικές αποφάσεις χρήζουσες αμφότερες συμμόρφωσης. Το πεδίο επανεξέτασης δεν είναι γενικό ή αόριστο αλλά καθορίζεται και κατευθύνεται από τα ακυρωτικά ευρήματα. Καθοδηγητική είναι η απόφαση της πλήρους ολομέλειας στη Ναζίρης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, όπου, μεταξύ άλλων, ελέχθη:

 

«Η Ολομέλεια δεν φαίνεται να κατηύθυνε την προσοχή της και στην άλλη, παράλληλη, αρχή ότι η επανεξέταση διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ' όλης της ύλης, χωρίς βέβαια να επηρεάζεται η νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος: βλ. Ιωσηφίδης κ.α. ν. Δαβερώνα κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 147 και Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601. Η εν λόγω αρχή, στηριγμένη στη λογική, αποβλέπει αφενός στη λήξη, με την πρώτη ευκαιρία, της αμφισβήτησης διοικητικών αποφάσεων και αφετέρου, όπως και στην περίπτωση του δεδικασμένου, στο να αποφεύγεται η κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, με επιπτώσεις εύκολα προβλεπτές.

 

Ενόψει αυτού κρίθηκε αναγκαία η εξέταση της παρούσας προσφυγής από την Πλήρη Ολομέλεια, με ιδιαίτερη αναφορά στο «κατά πόσο υποψήφιος που δεν προσέβαλε τη διοικητική απόφαση η οποία παρήχθη με την πρώτη εξέταση διατηρεί τη δυνατότητα, όταν προσβάλει απόφαση η οποία λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης, να θέσει ζητήματα σε σχέση με πλημμέλειες οι οποίες προηγούνταν των λόγων για τους οποίους ακυρώθηκε η πρώτη απόφαση.» Έχουμε τη γνώμη ότι δεν επιτρέπεται η επανάληψη ούτε η συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως. Ο έλεγχος διοικητικής απόφασης, εκδοθείσας κατόπιν επανεξέτασης, διενεργείται πάντοτε μόνο με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα».

 

Επίσης επεξηγηματικά, στο σύγγραμμα του Μ. Ν. Πικραμένου, «Η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων και ο ακυρωτικός δικαστικός έλεγχος, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη, 2012, σελ. 356 και επόμ. αναφέρεται (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)»:

 

«3.      Όπως έχει ήδη αναφερθεί, πέραν της πλήρους έλλειψης αιτιολογίας, η διοικητική πράξη μπορεί να ακυρωθεί διότι η αιτιολογία που δόθηκε εμφανίζει πλημμέλειες ως προς την αντιμετώπιση στοιχείων του πραγματικού ή ως προς την απάντηση επί προβληθέντων ουσιωδών ισχυρισμών του ενδιαφερομένου κατά τη διοικητική διαδικασία ή λόγω κλονισμού της από στοιχεία μεταγενέστερα προσκομιζόμενα από τον αιτούντα και τα οποία νομίμως λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο. Εν προκειμένω υφίσταται ευρύτατη ποικιλία πλημμελειών, οι οποίες διαπιστώνονται από τον ακυρωτικό δικαστή, αναλύονται στο σκεπτικό της δικαστικής απόφασης και συνιστούν δεσμεύσεις για το διοικητικό όργανο ως προς το πεδίο εντός του οποίου οφείλει να κινηθεί κατά την επανεξέταση της υπόθεσης στο στάδιο της συμμόρφωσης. Οι εν λόγω δεσμεύσεις άλλοτε αφήνουν ικανά περιθώρια για τη επαναδιαμόρφωση του διοικητικού συλλογισμού και άλλοτε είναι τόσο ισχυρές που ουσιαστικά κατευθύνουν το διοικητικό όργανο στη λήψη συγκεκριμένης απόφασης διότι αυτή είναι και η μόνη νόμιμη. Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται η δημιουργική σκέψη και η φαντασία του ακυρωτικού δικαστή η οποία μπορεί με λεπτές και διεισδυτικές σκέψεις να υποδεικνύει τον ορθό προσανατολισμό που πρέπει να έχει η Διοίκηση κατά τη νέα επεξεργασία της υπόθεσης. Έχοντας ως δεδομένο ότι το ένδικο βοήθημα της αίτησεως ακυρώσεως δεν οδηγεί σε ουσιαστικό έλεγχο της διοικητικής πράξης αλλά περιορίζεται στο επίπεδο της νομιμότητας και ως εκ τούτου τυχόν ευδόκιμηση του δεν έχει ως αυτόθροη συνέπεια την πλήρη ικανοποίηση του αιτούντος, η επιβαλλόμενη υποχρέωση στους δικαστές, από το άρθρο 93 παρ3 αποφάσεων με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αποκτά ένα ιδιαίτερο περιεχόμενο για τον ακυρωτικό δικαστή όταν αυτός εξετάζει ζητήματα αιτιολογίας  της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Τούτο σημαίνει ότι ο δικαστής, κατά τον ακυρωτικό έλεγχο, οφείλει να εξετάζει ενδελεχώς το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, σε συνάρτηση με τους προβαλλόμενους λόγους περί πλημμελειών της αιτιολογίας πάντοτε μέσα στα όρια τους, και να διατυπώνει την απάντηση κατά τρόπο που να κατευθύνει επαρκώς το διοικητικό όργανο για τη νέα επεξεργασία της υπόθεσης και την επένδυσή της με την προσήκουσα αιτιολογία. Η υποχρέωση αυτή αποτελεί, ειδικότερη εκδήλωση της γενικότερης επιταγής για αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων και απευθύνεται στον ακυρωτικό δικαστή λόγω, ακριβώς της ιδιομορφίας αυτού του είδους, ελέγχου ο οποίος δεν επιτρέπει την οριστική διαμόρφωση της έννομης σχέσης από το δικαστήριο. Είναι αυτονόητο ότι το διοικητικό όργανο δεν μπορεί να στηριχθεί στα στοιχεία εκείνα που κρίθηκαν με την ακυρωτική απόφαση ως μη νόμιμα αλλά οφείλει να εκτιμήσει τα λοιπά στοιχεία επί των οποίων πρέπει να αναζητήσει ερείσματα για την αιτιολογία της νέας πράξης. Σε κάθε περίπτωση η αιτιολογία η οποία επενδύει τη νέα πράξη, υπόκειται και αυτή στον έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή εφόσον προσβληθεί από τον έχοντα προς τούτο έννομο συμφέρον. Αν δε η διοικητική πράξη έχει ακυρωθεί για το λόγο ότι δεν ελήφθη υπόψη στοιχείο, του οποίου έγινε επίκληση, ή ουσιώδης ισχυρισμός ο οποίος προβλήθηκε από τον αιτούντα, τότε το διοικητικό όργανο οφείλει να εκτιμήσει το μη ληφθέν υπόψη στοιχείο ή να εξετάσει τον προβληθέντα ισχυρισμό με τον προσήκοντα τρόπο. Δεν αποκλείεται το διοικητικό όργανο να καταλήξει στο ίδιο διατακτικό και μετά τη συνεκτίμηση του παραλειφθέντος στοιχείου ή την εξέταση του ουσιώδους ισχυρισμού, οπότε η πράξη που επενδύεται με νέα αιτιολογία η οποία μπορεί και πάλι να προσβληθεί για πλημμέλειες που έχουν εμφιλοχωρήσει πλέον ως προς τον τρόπο που αντιμετώπισε το Δικαστήριο το νέο στοιχείο ή την απάντηση στον ουσιώδη ισχυρισμό.».

 

Το Διοικητικό Δικαστήριο στην απόφασή του στην 205/2014 καθόρισε ότι η αναφορά στην εκεί κρινόμενη σύσταση ότι «η χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή γίνεται επί καθημερινής βάσεως από τους υπαλλήλους στο Τμήμα Δασών» συνιστούσε πλάνη ως προς το τι θα μπορούσε να αποτελέσει πλεονέκτημα, αφού «δεν εξηγεί πώς το προσόν που κατέχει το εκεί ενδιαφερόμενο μέρος Αριστοκλέους» (εδώ Αιτητής) «σχετίζεται με τις αρμοδιότητες του Τμήματος».

 

Είναι σαφές ότι το Διοικητικό Δικαστήριο έψεξε την αναιτιολόγητη τοποθέτηση της διοίκησης ως προς τη σχετικότητα του προσόντος με τις αρμοδιότητες του τμήματος με ειδική έμφαση στην γενικόλογη θα έλεγα αναφορά ότι «η χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή γίνεται επί καθημερινής βάσεως από τους υπαλλήλους στο Τμήμα Δασών». Δεν τοποθετήθηκε όμως το ίδιο το Δικαστήριο ως προς τη σχετικότητα του προσόντος με τα καθήκοντα. Αντιθέτως μάλιστα κατέγραψε ρητώς ότι αρμοδιότητα του διοικητικού δικαστηρίου δεν είναι η πρωτογενής αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων αλλά ο έλεγχος της πιθανής πλάνης και της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και δη της εκεί κρινόμενης σύστασης.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση, κατά την επανεξέταση, και ενώ είχαν μεσολαβήσει δύο ακυρωτικές αποφάσεις που διέγνωσαν ως αναιτιολόγητη και πεπλανημένη την πίστωση του πλεονεκτήματος στη βάση των προηγούμενων αναφορών της διοίκησης, επανήλθαν και, χωρίς ουδεμία απολύτως αναφορά ή αξιολόγηση του προσόντος αυτού ενώ μέχρι και την πρώτη επανεξέταση ήταν ξεκάθαρη η θεώρησή τους ότι το προσόν του Αιτητή ήταν πλεονέκτημα αλλά και σχετικό πλην επλήγην η αιτιολόγηση της θεώρησης αυτής, πλέον αγνοούν το προσόν αυτό ωσάν να μην υπάρχει.

 

Δε θεωρώ ότι υπό το φως των δύο ακυρωτικών αποφάσεων, μπορούσαν οι Καθ’ ων η αίτηση να αγνοήσουν κατά αυτόν τον τρόπο το προσόν του Αιτητή αλλά όφειλαν, κατόπιν της καθοδήγησης των εν λόγω δύο αποφάσεων, να αιτιολογήσουν δεόντως την όποια επιλογή τους και είτε να πιστώσουν το προσόν αυτό ως πλεονέκτημα είτε όχι, σε κάθε όμως περίπτωση όφειλαν να το πράξουν αναφερόμενοι ρητώς στο προσόν αυτό.

Η σύσταση και η προσβαλλόμενη απόφαση, ιδίως μετά όσα είχαν διαγνώσει οι δύο ακυρωτικές αποφάσεις, είναι θεωρώ στο σημείο αυτό πλήρως αναιτιολόγητη/αναιτιολόγητες, σε βαθμό που δεν μπορεί να αποκλειστεί και πλάνη και πλημμελής έρευνα.

 

Στο συμπέρασμά μου αυτό μάλιστα οδηγούμαι και με αναφορά στα όσα η απόφαση 1068/2010 είχε καθορίσει σε συνάρτηση με μια άλλη καταγραφή στην προσβαλλόμενη που θεωρώ επίσης συμβάλλει στο αναιτιολόγητό της. Συγκεκριμένα, στην 1068/2010 το Ανώτατο Δικαστήριο αναφερόμενο στο προσόν έτερου ενδιαφερόμενου, είχε αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι:

 

«Σημειώνω ότι το συγκεκριμένο προσόν σημειώνεται στο Παράρτημα 4 της ένστασης ως «άλλο προσόν» και όχι υπό την κατηγορία «ακαδημαϊκά προσόντα και προσόντα που απαιτούνται στο Σχέδιο υπηρεσίας» που λογικά θα αναμενόταν να υπαχθεί το πλεονέκτημα»

 

Εντός άρα των ευρημάτων του Δικαστηρίου για την επίδικη θέση και σχέδιο υπηρεσίας ήταν και ότι το πλεονέκτημα λογικά αναμένεται να ταξινομείται υπό την κατηγορία «ακαδημαϊκά προσόντα και προσόντα που απαιτούνται στο Σχέδιο υπηρεσίας».

 

Στην παρούσα, ενώ οι Καθ’ ων η αίτηση πράγματι ταξινομούν (βλ. Παράρτημα 4 σε ένσταση) το εν λόγω προσόν του Αιτητή «Πτυχίο Προγραμματιστή Ηλεκτρονικών Υπολογιστών (16.7.79)» υπό την κατηγορία «ακαδημαϊκά προσόντα και προσόντα που απαιτούνται στο Σχέδιο υπηρεσίας», κατηγορία στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ήδη ανέφερε ότι «λογικά αναμένεται να υπάγεται το πλεονέκτημα», εντούτοις προς πλήρη παραγνώρισή του, σε ουδεμία μνεία, σχολιασμό ή αξιολόγησή του προβαίνουν προκειμένου να διαπιστωθεί και καταγραφεί αφενός κατά πόσο αυτό τελικά αποτελεί πλεονέκτημα (ή έστω προσόν σχετικό και ως τέτοιο να του δοθεί η «δέουσα βαρύτητα»), αφετέρου κατά πόσο θα μπορούσε να συνεκτιμηθεί με το απαραίτητο, σε κάθε περίπτωση, αιτιολογικό υπόβαθρο προς αξιολόγηση του κατέχοντος του Αιτητή έναντι του ανθυποψηφίου του ΕΜ.

 

Στη βάση των όσων προανέφερα, ο προτασσόμενος λόγος ακύρωσης ευσταθεί. Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με 1.800 ευρώ έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ΄ ων η αίτηση.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο