
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση αρ. 742/2020)
8 Απριλίου 2025
[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA AΡΘΡA 25, 28, 30, 35 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Α. Τ.
Αιτητής
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ’ ης η αίτηση.
……………………………
Ξένια Ευγενίου, για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή.
Κάτια Χατζηδημητρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.
Κωνσταντίνος Μελάς, για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για το ενδιαφερόμενο μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Με την προσφυγή του, ο αιτητής αξιώνει από το Δικαστήριο την εξής θεραπεία:-
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ’ ης η αίτηση, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 07.08.2020 (Παράρτημα Α) και με την οποίαν διόρισε με δοκιμασία στη μόνιμη θέση Λειτουργού Αεροπλοϊμότητας, Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας με ισχύει [sic] από τις 03.08.2020 τον Α[…] Π[…] αντί και/ή στη θέση του Αιτητή είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος».
Σχετική πρόταση για την πλήρωση μίας κενής μόνιμης θέσης Λειτουργού Αεροπλοϊμότητας, υπεβλήθη στις 17.11.2017, από την Αρμόδια Αρχή, Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων, προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «Επιτροπή»). Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, η επίδικη θέση είναι θέση Πρώτου Διορισμού. Δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 9.2.2018 με τελευταία ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων, την 2.3.2018.
Υποβλήθηκαν 11 αιτήσεις, μεταξύ των οποίων αυτή του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους. Η Επιτροπή απέστειλε προς την Διευθύντρια του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας, ως Προέδρου της ορισθείσας Συμβουλευτικής Επιτροπής, τις υποβληθείσες αιτήσεις. Στις 17.1.2020 η Συμβουλευτική Επιτροπή απέστειλε προς την Επιτροπή την έκθεσή της. Σημειώνεται πως στον τελικό κατάλογο υποψηφίων για διορισμό, περιλαμβάνονταν τόσο αιτητής, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος.
Σε συνεδρία της ημερομηνίας 20.2.2020, η Επιτροπή μελέτησε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και υιοθέτησε τα πορίσματά της σε ό,τι αφορά την κατοχή από τους υποψηφίους, των απαιτούμενων προσόντων. Αποφάσισε δε, όπως καλέσει σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους που περιλαμβάνονταν στον τελικό κατάλογο και όπως κληθεί και η Διευθύντρια του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας να παραστεί στη συνεδρία.
Η Επιτροπή στις συνεδρίες τις ημερομηνίας 11.6.2020 και 22.6.2020 δέχθηκε σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους που κλήθηκαν προς το σκοπό αυτό, στην οποία παρίστατο κι η Διευθύντρια του Τμήματος, προκειμένου να βοηθήσει την Επιτροπή στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση. Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης, η Διευθύντρια προέβη σε αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην ενώπιον της προφορική εξέταση και ακολούθως, αποχώρησε από τη συνεδρία. Στη συνέχεια, η Επιτροπή, προέβη σε γενική αξιολόγηση των υποψηφίων και αποφάσισε να προσφέρει διορισμό στην επίδικη θέση, στο ενδιαφερόμενο μέρος, από 3.8.2020. Ο διορισμός του δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 7.8.2020.
Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, προβάλλει αριθμό νομικών ισχυρισμών. Διατείνεται πως η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής υπήρξε πάσχουσα, διότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32(1)(β) του Ν. 1/90, τα τέσσερα μέλη που αποτελούν τη Συμβουλευτική Επιτροπή προσδιορίζονται υπηρεσιακά, ενώ το πέμπτο μέλος καθορίζεται ξεχωριστά, ήτοι κατόπιν επιλογής από τον Γενικό Διευθυντή και ακολούθως, κατόπιν έγκρισης από την αρμόδια αρχή, εν προκειμένω, τον Υπουργό Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων. Κατά την εισήγηση, απουσιάζουν τα αναγκαία έγγραφα και δεν υπάρχουν άρτια πρακτικά, που να αποδεικνύουν την επιλογή του προσώπου του πέμπτου μέλους και στη συνέχεια, την έγκρισή του από τον Υπουργό.
Κατά δεύτερον, υποστηρίζει η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή πως, εφόσον υπήρχε η απαίτηση της παραγράφου (3) του Σχεδίου Υπηρεσίας που απαιτεί «Καλή γνώση των Κανονισμών του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO) και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασφάλειας της Αεροπορίας (EASA)», ήτοι ενός προσόντος που απαιτούσε αντικειμενική εκτίμηση προς διαπίστωση κατοχής του, η Συμβουλευτική Επιτροπή όφειλε να δώσει ειδική εξήγηση ως προς το γιατί επιλέγηκε μόνον η προφορική εξέταση και όχι και γραπτή.
Πρόσθετα, αποτελεί θέση του πως αγνοήθηκε η 17ετής πείρα του αιτητή στη συντήρηση αεροσκαφών, η οποία έπρεπε, κατά τις εισηγήσεις, να προσμετρήσει ως το πλεονέκτημα της παραγράφου 6 του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Εισηγείται ο αιτητής πως η γενική εντύπωση της απόδοσης των υποψηφίων, κατά την ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής προφορική εξέταση, υπήρξε αναιτιολόγητη και πως δεν προηγήθηκε η δέουσα σύγκριση των προσόντων του αιτητή, με το ενδιαφερόμενο μέρος.
Αποτέλεσε θέση του αιτητή πως η ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση υπήρξε πάσχουσα, αφού στη σχετική νομοθεσία δεν προβλέπεται η εξουσία του Προϊσταμένου να προβαίνει σε αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση και πρόσθετα, δεν μπορούσε να καταγράφει την προτίμησή της, κατά παράβαση της αρχής της αμεροληψίας, αφ’ ης στιγμής μετείχε στη Συμβουλευτική Επιτροπή ως Πρόεδρος.
Πρόσθετος λόγος που προωθείται, άπτεται της θέσης πως η Επιτροπή έδωσε βαρύνουσα σημασία στο υποκειμενικό κριτήριο της προφορικής εξέτασης, χωρίς να αξιολογήσει τα επιπρόσθετα προσόντα του αιτητή, καθώς και την υπεροχή του κατά 11 χρόνια, σε πείρα απόλυτα σχετική με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. Τέλος, διατείνεται πως το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατέχει το απαιτούμενο προσόν της παραγράφου 2 του Σχεδίου Υπηρεσίας, που απαιτεί πενταετή τουλάχιστον πείρα στη συντήρηση πολιτικών αεροσκαφών βάρους πέραν των 30000Kg, αφού τα πρώτα 3 χρόνια ήταν υπό εκπαίδευση και συνεπώς η πείρα έπρεπε να μετρά από την μέρα που απέκτησε την άδεια κατηγορίας Β1 και όχι από την μέρα που ξεκίνησε η εκπαίδευση για την απόκτηση της εν λόγω άδειας.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, υποστήριξε πως η απόφαση της Επιτροπής να επιλέξει το ενδιαφερόμενο μέρος, αντί του αιτητή, υπήρξε νόμιμη και ορθή και πως οι σχετικοί λόγοι ακύρωσης θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, με αναφορά και σε σχετική επί του θέματος νομολογία. Υπέβαλε πως ο λόγος ακύρωσης που σχετίζεται με την ακολουθηθείσα διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και την διεξαγωγή μόνον προφορικής συνέντευξης, αντί και γραπτής, εγείρεται χωρίς έννομο συμφέρον, αφού ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε γι΄ αυτό, ενώ προσήλθε χωρίς να προτάξει οτιδήποτε ως προς τούτο. Προσκόμισε σε ηλεκτρονική μορφή τους διοικητικούς φακέλους που τηρούνται στην Επιτροπή, καθώς και τον φάκελο του Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων, αναφορά στον οποίο θα γίνει κατωτέρω, οι οποίοι σημειώθηκαν ως Τεκμήρια.
Το ενδιαφερόμενο μέρος, που επίσης εμφανίστηκε στη διαδικασία, μέσω του ευπαιδεύτου συνηγόρου του υιοθέτησε πλήρως τις θέσεις της Δημοκρατίας. Ως προς τον ισχυρισμό του αιτητή περί ύπαρξης σφάλματος στην ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής διαδικασία, πρόταξε ζήτημα έλλειψης εννόμου συμφέροντος έγερσής του, λόγω της ανεπιφύλακτης εκ μέρους του συμμετοχής στη διαδικασία, καθώς και ζήτημα αλυσιτέλειας ως προς την προώθηση της υπό εκδίκαση προσφυγής, δεύτερη πτυχή, που απέσυρε κατά την διάρκεια των προφορικών διευκρινίσεων. Τόνισε ιδιαίτερα την εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους κατοχή του πλεονεκτήματος του Σχεδίου Υπηρεσίας, λόγω της κατοχής Πτυχίου στην Αεροδιαστημική Τεχνολογία και Διοίκηση, ενώ υπέβαλε πως η απαίτηση της παραγράφου 1 του Σχεδίου Υπηρεσίας, για κατοχή άδειας μηχανικού αεροσκαφών, αφορά τουλάχιστον την κατηγορία Β1, απαίτηση που είναι ανεξάρτητη της απαίτησης της παραγράφου 2 που απαιτεί πενταετή τουλάχιστον πείρα στη συντήρηση πολιτικών αεροσκαφών βάρους πέραν των 30000Kg.
Όπως έχει αναφερθεί, βάσει του Σχεδίου Υπηρεσίας, η επίδικη θέση αποτελεί θέση Πρώτου Διορισμού. Για την συγκρότηση Συμβουλευτικής Επιτροπής, εφαρμογής τυγχάνουν οι πρόνοιες του άρθρου 32(1)(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/90, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, στις οποίες ορίζονται τα εξής:-
«32.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), συνιστώνται οι ακόλουθες Συμβουλευτικές Επιτροπές για να συμβουλεύουν την Επιτροπή σε σχέση µε την πλήρωση κενών θέσεων Πρώτου Διορισμού ή Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, αφού εξαιρεθούν οι περιπτώσεις πλήρωσης των θέσεων Προϊσταμένων Τμημάτων.
(α) […]
(β) για την πλήρωση κενών θέσεων σε Τμήμα που υπάγεται σε Υπουργείο συνιστάται Επιτροπή από τον Προϊστάμενο του οικείου Τμήματος ή της Υπηρεσίας, που θα ενεργεί ως Πρόεδρος, και τέσσερις άλλους λειτουργούς, από τους οποίους οι τρεις ακολουθούν κατά σειρά ιεραρχίας τον Προϊστάμενο και ένας επιλέγεται από το Γενικό Διευθυντή του οικείου Υπουργείου και εγκρίνεται από την αρμόδια αρχή για τη συγκεκριμένη περίπτωση: […]»
Στην προκείμενη περίπτωση, την Συμβουλευτική Επιτροπή απάρτιζαν η Διευθύντρια του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας, ως Πρόεδρος και Μέλη της ήταν οι κ.κ. Ν[…] Ν[…], Πρώτος Λειτουργός Αεροπορικών Κινήσεων, Μ[…] Α[…], Πρώτος Λειτουργός Αεροπορικών Κινήσεων, Α[…] Π[…], Πρώτος Λειτουργός Μονάδας Ασφάλειας Πτήσεων και Μ[…] Π[…], Επιθεωρητής Αεροπλοϊμότητας.
Το παράπονο του αιτητή, εστιάζεται στον ορισμό του πέμπτου Μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ήτοι του κ. Μ[…] Π[…], Επιθεωρητή Αεροπλοϊμότητας, ο οποίος, βάσει των διατάξεων του άρθρου 32(1)(β) του Νόμου, πρέπει να επιλέγεται από τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων και να εγκρίνεται από την αρμόδια αρχή, εν προκειμένω, από τον Υπουργό. Κατά την εισήγηση - όπως αυτή διαμορφώθηκε στην απαντητική γραπτή αγόρευση, μετά την παράθεση ως Παραρτήματος Β, στη γραπτή αγόρευση της Δημοκρατίας, της επιστολής ημερομηνίας 18.9.2019, από την Διευθύντρια του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου, αναφορά στην οποία θα ακολουθήσει – η επιλογή του πέμπτου Μέλους δεν έγινε από τον Γενικό Διευθυντή, αλλά από την ίδια την Διευθύντρια του Τμήματος, γεγονός που οδηγεί, κατά την εισήγηση, σε πάσχουσα συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Δεν θα συμφωνήσω με τον προβαλλόμενο ισχυρισμό. Κατά το στάδιο των προφορικών διευκρινίσεων, κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1, ο φάκελος του Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων, στον οποίο περιλαμβάνεται η αλληλογραφία μεταξύ Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας και Υπουργείου, με σκοπό την συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, για την πλήρωση της επίδικης θέσης.
Με επιστολή ημερομηνίας 2.4.2019, η Διευθύντρια του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου, ζήτησε τον ορισμό του πέμπτου Μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής (ερυθρό 3Α Τεκμηρίου1). Με χειρόγραφη σημείωση ημερομηνίας 2.4.2019 επί της προαναφερόμενης επιστολής, ο Γενικός Διευθυντής υποδεικνύει τον ορισμό του κ. Μ[…] Π[…], Επιθεωρητή Αεροπλοϊμότητας. Στο υπηρεσιακό σημείωμα που ακολουθεί από το Υπουργείο, μέσω του Γενικού Διευθυντή και απευθύνεται προς τον Υπουργό Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων, ημερομηνίας 5.4.2019 (ερυθρό 2), υποβάλλεται αίτημα προς έγκριση του ορισμού του πιο πάνω αναφερόμενου προσώπου, το οποίο εγκρίθηκε από τον Υπουργό στις 17.4.2019, όπως επίσης προκύπτει από την ενυπόγραφη σημείωση επ’ αυτού. Συνεπώς, προκύπτει πως κατά την 17.4.2019, ο Υπουργός ενέκρινε τον ορισμό του πέμπτου Μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής, Μέλος το οποίο επιλέγηκε από τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου.
Στη συνέχεια, όμως, λόγω αφυπηρέτησης άλλου Μέλους της Συμβουλευτικής που είχε ήδη οριστεί από την Διευθύντρια του Τμήματος, ήτοι της κας Π[…] Π[…], η διαδικασία ορισμού Μέλος προς αντικατάσταση της ξεκίνησε εκ νέου, όπως επίσης και η διαδικασία για τον ορισμό του πέμπτου Μέλους που επιλέγεται από το Υπουργείο.
Ενόψει τούτου, ακολούθησε η επιστολή του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας, ημερομηνίας 18.9.2019 προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου (ερυθρά 8 – 7 Τεκμηρίου 1), στην οποία γίνεται αναφορά στην αλλαγή που προέκυψε επί τούτου, ζητώντας εκ νέου τον ορισμό του πέμπτου Μέλους από το Υπουργείο. Εντοπίζω επί του ερυθρού 8 την χειρόγραφη σημείωση στην οποία αναφέρεται ο αιτητής πως «Η ΔΤΠΑ εισηγείται το διορισμό του κ. Μ. Π[…], Επιθεωρητή Αεροπλοϊμότητας, παρ. τη σύμφωνη γνώμη σας για να εξασφαλιστεί και η έγκριση του Υπουργού».
Δεν θεωρώ όμως πως υπήρξε πρωτοβουλία του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας για τη συμμετοχή του συγκεκριμένου Μέλους, ούτε συμφωνώ πως η επιλογή έγινε από το Τμήμα αντί από το Υπουργείο, ως οι ισχυρισμοί του αιτητή, οι οποίοι απορρίπτονται. Η επιλογή του συγκεκριμένου προσώπου από τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου, είχε ήδη προηγηθεί από τον Απρίλιο του 2019 και οι λόγοι για τους οποίους επαναλήφθηκε η διαδικασία επιλογής του πέμπτου Μέλους, ήταν ακριβώς η αφυπηρέτηση άλλου Μέλους της Συμβουλευτικής και δεν αφορούσαν στην επιλογή του εν λόγω προσώπου. Η Διευθύντρια, έκανε μεν αναφορά στον συγκεκριμένο λειτουργό, αλλά η υπόδειξη αυτού και η επιλογή του ήταν ήδη γνωστή από τον Απρίλιο, έστω και εάν επαναλήφθηκε η διαδικασία για τυπικούς, ουσιαστικά, λόγους.
Επίσης, δεν εντοπίζω να υφίσταται μη άρτιο πρακτικό, αλλά αντιθέτως, από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1, διαπιστώνω πως η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, υπήρξε ορθή και σύμφωνη με τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις.
Διατείνεται ο αιτητής πως η Συμβουλευτική Επιτροπή όφειλε να δώσει ειδική εξήγηση ως προς τον λόγο για τον οποίο επέλεξε μόνον την διεξαγωγή προφορικής εξέτασης και όχι και γραπτής, εφόσον αποτελούσε απαιτούμενο προσόν στην παράγραφο 3 του Σχεδίου Υπηρεσίας, η «Καλή γνώση των Κανονισμών του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO) και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασφάλειας της Αεροπορίας (EASA)». Τόσο η Δημοκρατία, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος, υποβάλλουν πως ο εν λόγω ισχυρισμός προβάλλεται άνευ εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του αιτητής, αφ’ ης στιγμής ο ίδιος επέλεξε να συμμετάσχει στη διαδικασία χωρίς να εγείρει οποιοδήποτε ζήτημα.
Επ’ αυτού, επαναλαμβάνονται τα κριθέντα στην Δημοκρατία ν. Θεοδώρου κ.ά. (2008) 3 Α.Α.Δ. 149, πως η συμμετοχή του αιτητή στην ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής προφορικής εξέτασης, δεν του αποστερεί τη δυνατότητα να θέτει ζήτημα παρανομίας στον τρόπο διεξαγωγής της ενώπιον της διαδικασίας, αφού όπως εκεί λέχθηκε, δεν είναι λογικά αναμενόμενο για έναν υποψήφιο να προσέρχεται στη διαδικασία αξιολόγησής του, με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του, ως προς τη διαδικασία.
Όπως πράγματι προκύπτει από την Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η τελευταία αποφάσισε όπως πραγματοποιηθεί μόνον προφορική εξέταση για την πλήρωση της θέσης. Από τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις του άρθρου 33(4) του Νόμου 1/90 και τη χρήση του διαζευκτικού «ή», προκύπτει πως η διεξαγωγή προφορικής ή γραπτής εξέτασης, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της ίδιας της Συμβουλευτικής Επιτροπής, χωρίς να χρειάζεται, προς τούτο, να δώσει ειδική επεξήγηση για την επιλογή της μίας εξέτασης αντί της άλλης, ή και των δύο (Α.Ε. 188/2012 Παή ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 23.10.2018). Συνεπώς, ο ισχυρισμός του αιτητή πως όφειλε η Συμβουλευτική Επιτροπή να δώσει ειδική εξήγηση για την επιλογή της αυτή, απορρίπτεται, ως αβάσιμος.
Προτού προχωρήσω να εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης που προωθήθηκαν από την ευπαίδευτη συνήγορο του αιτητή, θα πρέπει να γίνει μία σκιαγράφηση των προσόντων των διαδίκων, όπως και αναφορά στις αξιολογήσεις τους, τόσο από την Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο κι από την ίδια την Επιτροπή.
Ο αιτητής είναι κάτοχος Διπλώματος Ανώτερης Εκπαίδευσης – Ηλεκτρικός Ενέργειας, Electrolux Training School, Germany (1993-1997), κατέχει Άδεια μηχανικού αεροσκαφών στην κατηγορία Β1, Β2 και C, βάσει των Κανονισμών EASΑ, κατέχει βεβαίωση Πολύ Καλή γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, όπως και βεβαίωση Πολύ Καλής γνώσης της Ελληνικής γλώσσας και σχετικό πιστοποιητικό FAA (Federal Aviation Administration), Mechanic (USA).
Πιστώθηκε στον αιτητή πείρα 17 χρόνων, για την εργασία του ως Base and Line Maintenance Engineer, Lufthansa Technik (1.2.2001-31.10.2008), ως Base and Line Maintenance Engineer, Cyprus Airways (1.11.2008-14.1.2009) και ως Relief Engineer, Swiss Int. Airlines Ltd (15.1.2009 – 18.2.2018).
Το ενδιαφερόμενο μέρος είναι κάτοχος Bachelor of Science in Aerospace Technology with Management, University of Hertfordshire, UK (2011) και κάτοχος Certificate of Higher Education in Mechanical Engineering with Design, University of Sunderland (2008). Κατέχει Άδεια μηχανικού αεροσκαφών στην κατηγορία Β1. Πιστώθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος η κατοχή του πλεονεκτήματος. Πρόσθετα, του πιστώθηκε τόσο η πολύ καλή γνώση της αγγλικής, όσο και της ελληνικής γλώσσας, λόγω του ότι είναι κάτοχος αγγλόφωνου εκπαιδευτικού ιδρύματος πανεπιστημιακού επιπέδου, όσο και κάτοχος απολυτηρίου αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης, αντίστοιχα.
Στο ενδιαφερόμενο μέρος πιστώθηκε πείρα 5 χρόνων και 9 μηνών, για την εργασία του ως Aircraft Maintenance Engineer, Storm Aviation (Cyprus) Ltd (1.6.2012-23.2.2018) και ως Aircraft Maintenance Engineer, Cyprus Aerotechnical Services Ltd (1.12.2017-23.2.2018).
Η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε πως τόσο ο αιτητής, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχουν τα απαιτούμενα εκ του Σχεδίου Υπηρεσία προσόντα. Στο ενδιαφερόμενο μέρος πιστώθηκε η κατοχή και του πλεονεκτήματος της παραγράφου (6) του Σχεδίου Υπηρεσίας, ενόψει της κατοχής του πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών.
Οι αξιολογήσεις που έλαβαν οι διάδικοι, περιέχονται στον ακόλουθο πίνακα:
|
Αιτητής |
Ε.Μ. |
Προφορική εξέταση ΣΕ |
ΠΠΚ |
Σχ. ΕΞ |
Συνολική αριθμ. βαθμολογία |
3,96 |
4,56 |
Τελική αξιολόγηση ΣΕ |
ΠΠΚ |
ΕΞ |
Αξιολόγηση Διευθύντριας ΕΔΥ |
ΠΚ |
ΕΞ |
ΕΔΥ |
ΠΚ |
ΕΞ |
Διατείνεται ο αιτητής πως η 17ετής του πείρα στη συντήρηση αεροσκαφών, έπρεπε να προσμετρήσει ως το πλεονέκτημα της παραγράφου (6) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης.
Όπως αναφέρεται στην παράγραφο (6) του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης:-
«Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στην Αεροναυτική ή στη Μηχανολογική Μηχανική ή στην Ηλεκτρολογική Μηχανική ή στην Ηλεκτρονική Μηχανική ή Ηλεκτρονική Μηχανική Αεροσκαφών (Avionics), ή/και μονοετής τουλάχιστο πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, θα αποτελεί πλεονέκτημα».
Στην παράγραφο 2.1 του Σχεδίου Υπηρεσίας, αναφέρονται τα εξής:-
«2.1. Καθήκοντα και ευθύνες:
(α) Διεξάγει ή συμμετέχει σε επιθεωρήσεις αεροσκαφών, υποβάλει σχετικές εκθέσεις και συμβουλεύει για την έκδοση, ανανέωση ή επικύρωση πιστοποιητικών για την αεροπλοϊμότητά τους σε συνεργασία με τον Επιθεωρητή Αεροπλοϊμότητας.
(β) Ελέγχει και επιτηρεί τις διευθετήσεις συντήρησης αεροσκαφών των αερομεταφορέων σε συνεργασία με τον Επιθεωρητή Αεροπλοϊμότητας.
(γ) Διεξάγει ή συμμετέχει σε επιθεωρήσεις οργανισμών συντήρησης αεροσκαφών, υποβάλλει σχετικές εκθέσεις και συμβουλεύει για την έγκρισή τους, σε συνεργασία με τον Επιθεωρητή Αεροπλοϊμότητας.
(δ) Συνεργάζεται με άλλους οργανισμούς ή υπηρεσίες με τις οποίες δυνατό να συμβληθεί το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας για την παροχή συνεχούς επιτήρησης αεροσκαφών ή οργανισμών συντήρησης αεροσκαφών».
Η πληθώρα των πιο πάνω αναφερόμενων εξειδικευμένων καθηκόντων, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την πείρα του αιτητή, στη συντήρηση, και μόνον, αεροσκαφών, αφού δεν προσκομίστηκε οτιδήποτε που να αποδείκνυε την άσκηση, εκ μέρους του αιτητή, όλων των πιο πάνω αναφερόμενων ειδικών και εξειδικευμένων καθηκόντων. Τα καθήκοντα κι οι ευθύνες της επίδικης θέσης, δεν περιορίζονταν μόνον στη συντήρηση αεροσκαφών, αλλά σε όλα τα πιο πάνω αναφερόμενα, υπό υποπαραγράφους (α) έως (ε) της παραγράφου 2.1. του Σχεδίου Υπηρεσίας, καθήκοντα τα οποία δεν προκύπτει να εκτελούσε ο αιτητής. Επομένως, ορθά η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν πίστωσε τον αιτητή με την κατοχή του πλεονεκτήματος της πείρας της παραγράφου (6) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Συνεπώς, ο ισχυρισμός απορρίπτεται, ως αβάσιμος.
Προβλήθηκε από τον αιτητή η θέση πως η γενική εντύπωση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής προφορική εξέταση, υπήρξε αναιτιολόγητη και πως δεν προηγήθηκε η δέουσα σύγκριση των προσόντων του αιτητή, με το ενδιαφερόμενο μέρος.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 33(14) του σχετικού Νόμου, αυτό το οποίο απαιτείται, είναι η καταγραφή της γενικής εντύπωσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε σχέση με την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση και αυτή να αιτιολογείται.
Ανατρέχοντας στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ο αιτητής βαθμολογήθηκε ως «Πάρα Πολύ Καλός» και αναφέρθηκαν γι’ αυτόν, τα ακόλουθα:-
«Κατά την προφορική εξέταση, ο κος Τ[…] απάντησε πάρα πολύ καλά στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν. Οι απαντήσεις του ήταν σχετικά σαφείς και αναλυτικές και διαπιστώθηκε πάρα πολύ καλή γνώση και ορθή προσέγγιση στα θέματα που ρωτήθηκε. Ήταν ευγενικός και είχε σχετικά ικανοποιητική δυνατότητα έκφρασης. Από τις απαντήσεις του διαπιστώθηκε ότι αυτό έχει καλή γνώση των κανονισμών του ICAO και της EASA».
Το ενδιαφερόμενο μέρος βαθμολογήθηκε ως «Σχεδόν Εξαίρετος». Γι’ αυτόν, αναφέρθηκαν τα εξής:-
«Κατά την προφορική εξέταση, ο κος Π[…] απάντησε σχεδόν εξαίρετα στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν. Οι απαντήσεις του ήταν σαφείς και αναλυτικές και διαπιστώθηκε σχεδόν εξαίρετη γνώση και ορθή προσέγγιση στα θέματα που ρωτήθηκε. Ήταν αρκετά άνετος και ψύχραιμος ενώπιον της Επιτροπής. Από τις απαντήσεις του διαπιστώθηκε ότι αυτός έχει πολύ καλή γνώση των κανονισμών του ICAO και της EASA».
Στην Παή (ανωτέρω), με αναφορά στις Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, αλλά και στην Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 377, αναφέρθηκε πως εκείνο που η νομολογία απαιτεί, είναι τη μεταφορά με καταγραφή στο πρακτικό των όσων το σώμα, που διενήργησε την προφορική εξέταση, απεκόμισε για τον κάθε υποψήφιο. Η καταγραφή αυτούσιας της κάθε προφορικής συνέντευξης, ή οτιδήποτε άλλο, υπό μορφή σύγκρισης, ως οι θέσεις του αιτητή, θα χρειαζόταν μόνον αν η απαίτηση για αιτιολογία εκτεινόταν πέραν της γενικής εντύπωσης, που δεν είναι άλλωστε αυτό που απαιτεί, εν προκειμένω το εδάφιο (14) του άρθρου 33 του Ν. 1/90.
Διαπιστώνω πως η Συμβουλευτική Επιτροπή, κινήθηκε εντός των απαιτήσεων, τόσο της νομοθεσίας, όσο και της νομολογίας, παραθέτοντας, ακριβώς, την γενική εντύπωση που απεκόμισε για κάθε υποψήφιο, κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, αφού παρέθεσε και τους λόγους για την τελική κατάληξη και βαθμολόγηση. Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του αιτητή, απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
Ο έτερος ισχυρισμός που προωθήθηκε από τον αιτητή, άπτεται της θέσης πως η Διευθύντρια του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας, δεν μπορούσε να προβεί σε αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων, κατά την ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση, αφού κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται, ενώ αντιβαίνει και την αρχή της αμεροληψίας, λόγω της προηγούμενης συμμετοχής της στην Συμβουλευτική Επιτροπή.
Κι αυτή η θέση του αιτητή θα πρέπει να έχει απορριπτική κατάληξη. Καθώς προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίας της Επιτροπής, ημερομηνίας 22.6.2020, η Διευθύντρια του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας, παρίστατο κατά τη διάρκεια της προφορικής εξέτασης, προκειμένου να βοηθήσει την Επιτροπή στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων, η οποία υπέβαλε, μαζί με την Επιτροπή, ερωτήσεις στους υποψηφίους, με σκοπό τη διαπίστωση των γνώσεων τους.
Καταγράφεται ρητώς στο πρακτικό της επίδικης συνεδρίας, ότι η Διευθύντρια αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιον της προφορική εξέταση, με αποκλειστικό σκοπό να υποβοηθήσει την Επιτροπή στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων. Δεν προέβη σε υποκειμενική κρίση, αλλά ο ρόλος που επιτέλεσε, κατά τη διεξαγωγή των συνεντεύξεων ενώπιον της Επιτροπής, ήταν καθαρά καθοδηγητικός, συμβουλευτικός, αλλά και υποβοηθητικός του έργου της Επιτροπής. Η όποια αξιολόγηση δόθηκε εκ μέρους της Διευθύντριας, αναφορικά με την απόδοση ενός εκάστου υποψηφίου κατά την προφορική εξέταση, ήταν απλώς βοηθητική, για τη διαμόρφωση άποψης από την Επιτροπή.
Υπό το φως της νομολογίας μας, είναι επιτρεπτό για τον εκάστοτε Διευθυντή, ως Προϊστάμενος του Τμήματος στο οποίο υπάγονται οι κενές θέσεις, να προβαίνει σε αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης και δύναται να διατυπώνει τις απόψεις του, οι οποίες απόψεις, δεν αποτελούν ξεχωριστό στοιχείο κρίσης (Βραχίμης ν. Δημοκρατίας (2017) 3Β Α.Α.Δ 771).
Η δε παρουσία της Διευθύντριας, εν προκειμένω, βρίσκει έρεισμα και στις διατάξεις του άρθρου 33(10) του Ν.1/90, σύμφωνα με το οποίο, η Επιτροπή μπορεί να βοηθείται, κατά την προφορική εξέταση των υποψηφίων και από λειτουργό ή λειτουργούς που λόγω των ειδικών τους γνώσεων είναι σε θέση να βοηθήσουν. Είτε ακόμα και στις διατάξεις του άρθρου 17 του ίδιου Νόμου, δυνάμει του οποίου η Επιτροπή, μπορεί να απαιτήσει, μέσω της αρμόδιας αρχής, από οποιοδήποτε δημόσιο υπάλληλο να την βοηθήσει πάνω σε οποιοδήποτε ζήτημα το οποίο η τελευταία έχει να εξετάσει κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της (Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 28, Κολιού ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 420).
Βάσει τούτων, αφ’ ης στιγμής η παρουσία της Διευθύντριας του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας, αποτελούσε απλώς βοήθημα για την Επιτροπή, χωρίς οι απόψεις της να συνιστούν ξεχωριστό στοιχείο κρίσης, δεν βλέπω πως μπορεί να ευσταθεί η θέση του αιτητή περί παράβασης της αρχής της αμεροληψίας, λόγω της συνύπαρξης, στο πρόσωπό της, της ιδιότητας του γνωμοδοτικού και το έχοντος την αρμοδιότητα προς σύσταση, ισχυρισμός που απορρίπτεται, ως αβάσιμος.
Εν πάση περιπτώσει, η παραπομπή που γίνεται από τον αιτητή στην Ιωσηφίδου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, υπόθ. αρ. 1424/2018, ημερομηνίας 21.6.2019, δεν έχει καμία ομοιότητα με την παρούσα διαδικασία αφού αφορούσε σε άλλα δεδομένα και η οποία, εν πάση περιπτώσει, έχει ανατραπεί με την Ε.Δ.Δ. 139/2019 Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Ιωσηφίδου, ημερομηνίας 20.1.2022.
Απορριπτέος τυγχάνει και ο έτερος ισχυρισμός του αιτητή πως η Επιτροπή έδωσε βαρύνουσα σημασία στο υποκειμενικό κριτήριο της προφορικής εξέτασης, χωρίς να αξιολογήσει τα επιπρόσθετα προσόντα του αιτητή, καθώς και την υπεροχή του κατά 11 χρόνια, σε πείρα απόλυτα σχετική με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης.
Σύμφωνα με τη νομολογία, η απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση, λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης και διακρίβωσης της αξίας τους. Η υπεροχή τους στην προφορική εξέταση, είναι στοιχείο που ανάγεται στην αξία, η οποία αποτελεί βασικό κριτήριο επιλογής (Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Νικολάου (2007) 3 Α.Α.Δ. 18). Βαρύτητα δίδεται στην απόδοση στις προφορικές συνεντεύξεις όταν πρόκειται για θέσεις πρώτου διορισμού (Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 377).
Στην Δημοκρατία ν. Κουτσόφτα κ.ά. (2017) 3Α Α.Α.Δ 469, έγινε παραπομπή, επί του θέματος, στα κριθέντα στην Κωνσταντίνου (ανωτέρω), με παράθεση του πιο κάτω αποσπάσματος:-
«Σύμφωνα με τη νομολογία, η απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική εξέταση λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης και διακρίβωσης της αξίας τους. Η υπεροχή τους στην προφορική εξέταση ενώπιόν της ήταν στοιχείο που ανάγεται στην αξία, η οποία αποτελεί βασικό κριτήριο. Συμφωνούμε ότι οι θέσεις δεν ήταν από τις ψηλές στην ιεραρχία, αυτό όμως δε μείωνε τη σημασία των αποτελεσμάτων της προφορικής εξέτασης ενώπιον της Ε.Δ.Υ., ενόψει των καθηκόντων και ευθυνών της θέσης στην κρινόμενη υπόθεση. Κατά την άποψή μας, δεν υπήρξε πλημμέλεια. Η Ε.Δ.Υ. αντίκρισε τα δεδομένα μέσα στα όρια της πλατιάς διακριτικής εξουσίας την οποία έχει και, επομένως, δε δικαιολογείται δικαστική επέμβαση.»
Κατά την επίδικη συνεδρία ημερομηνίας 22.6.2020, η Επιτροπή αναφέρθηκε στα επιπρόσθετα προσόντα των υποψηφίων, όπως επίσης και του αιτητή, τα οποία, όπως ανέφερε, συνεκτιμήθηκαν με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, ενώπιον της Επιτροπής ήταν τα επιπρόσθετα προσόντα του αιτητή. Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει το γεγονός πως, το ενδιαφερόμενο μέρος, ήταν κάτοχος του πλεονεκτήματος του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης, αφού ήταν κάτοχος Bachelor of Science in Aerospace Technology with Management, University of Hertfordshire, UK, πλεονέκτημα που δεν κατείχε ο αιτητής.
Κατά πάγια νομολογία το πλεονέκτημα αποτελεί σημαντικό στοιχείο στο οποίο θα πρέπει να αποδίδεται ουσιώδης σημασία (Μορίτση v. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109, Βραχίμης (ανωτέρω)). Και κατά πάγια, επίσης, νομολογία για να παρακαμφθεί το πλεονέκτημα ενός υποψηφίου θα πρέπει να δίδονται ειδικοί και πειστικοί λόγοι (Ιωσηφίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 410, Κωνσταντινίδη ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Α) Α.Α.Δ. 455, Ε.Δ.Δ. 83/20 κ.ά. Δημοκρατία ν. Στυλιανού κ.ά., ημερομηνίας 5.4.2022).
Δεν με βρίσκουν σύμφωνη, ούτε οι ισχυρισμοί του αιτητή πως το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατέχει το απαιτούμενο προσόν της παραγράφου 2 του Σχεδίου Υπηρεσίας, που απαιτεί πενταετή τουλάχιστον πείρα στη συντήρηση πολιτικών αεροσκαφών βάρους πέραν των 30000Kg, αφού τα πρώτα 3 χρόνια ήταν υπό εκπαίδευση.
Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων, ούτε επεμβαίνει στην ερμηνεία που δίδεται σε αυτά, καθότι πρόκειται για θέματα που αφορούν τα Σχέδια Υπηρεσίας που επαφίονται στην ερμηνεία και εφαρμογή του ίδιου του διοικητικού οργάνου (Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ 517 και Δημοκρατία κ.ά. v. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93, Α.Ε.. 49/2013 Καραγεώργη ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 9.7.2019).
Δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αναζήτηση και ο προσδιορισμός της σημασίας των προσόντων των υποψηφίων, εφόσον αυτά, σταθμίζονται και αξιολογούνται από το καθόλα αρμόδιο διοικητικό όργανο, εν προκειμένω την Επιτροπή, κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας (Χριστοδουλίδου v. Δημοκρατίας (1999) Α.Α.Δ. 1, Ρούσου v. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 478).
Τα προσόντα των υποψηφίων ήταν ενώπιον, τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όσο και της ίδιας της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, τα οποία αξιολογήθηκαν και σταθμίστηκαν, κατά τα οριζόμενα στο Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης.
Καταληκτικά, δεν έχω εντοπίσει να έχει αποδείξει ο αιτητής έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, το οποίο κατέχει το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας και έχει αξιολογηθεί σε όλα τα επίπεδα σε υψηλότερο βαθμό από τον αιτητή (Δημοκρατία κ.ά. ν. Λαούρη κ.ά. (2006) 3 Α.Α.Δ. 52, Γρουτίδη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 220/2012, ημερομηνίας 18.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:C379, Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 78/2015, ημερομηνίας 1.2.2022, ECLI:CY:AD:2022:C42). Η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της πράξης και στο καθήκον διακρίβωσης του κατά πόσον η Διοίκηση έχει υπερβεί τα ακραία όρια των εξουσιών της, που κρίνεται, πως, δεν είναι η περίπτωση.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται με €2.000 έξοδα εναντίον του αιτητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο