
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 860/2020)
10 Απριλίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ELNEDA TRAINING LTD Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
2. ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Καθ’ ων η Αίτηση
Ν. Πελεκάνου (κα), για Πύργου Βάκης Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια
Κ. Παπαδοπούλου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, που καταχωρήθηκε στις 18.9.2020, η αιτήτρια ζητά-
«Α. Δήλωση και/ή απόφαση του σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση, η οποία περιέχεται στην επιστολή του Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού Λευκωσίας ημερομηνίας 06.7.2020 (αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται στην παρούσα) προς την Αιτήτρια και η οποία παραλήφθηκε από την Αιτήτρια την 15.7.2020 και με την οποία απόφαση οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν, μεταξύ άλλων, όπως (α) η Σύμβαση Μίσθωσης με αρ. [.] ημερομηνίας 17.08.1982 τερματιστεί και η εγγραφή της ακυρωθεί πριν την υπογραφή νέας Σύμβασης Μίσθωσης υπό νέους όρους που καθόρισαν μονομερώς οι Καθ' ων η αίτηση, (β) όπως η Σύμβαση Μίσθωσης με αρ. [.] ημερομηνίας 9.05.1991 τερματιστεί και η εγγραφή της ακυρωθεί και (γ) όπως η Αιτήτρια καταβάλει μη συμφωνημένα ποσά στους Καθ' ων η αίτηση, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.
Β. Δήλωση και/ή απόφαση και/η διαταγή του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η παράλειψη των Καθ' ων η αίτηση να αναγνωρίσουν και επιβεβαιώσουν ότι η Σύμβαση Μίσθωσης με αρ. [.] ημερομηνίας 17.08.1982 και η Σύμβαση Μίσθωσης με αρ. [.] ημερομηνίας 9.05.1991 είχαν δεόντως ανανεωθεί για περαιτέρω περίοδο 33 ετών κατά την λήξη τους και ή να συντελέσουν στην ανανέωση της εγγραφής των εν λόγω Συμβάσεων Μισθώσεων, είναι παράνομη και καταχρηστική.».
Η αιτήτρια εταιρεία, με τη σύμβαση μίσθωσης ημερομηνίας 17.8.1982, μίσθωσε από την Κυπριακή Δημοκρατία συγκεκριμένη κρατική γη για βιομηχανικούς σκοπούς. Το μίσθιο αποτελεί μέρος της κρατικής γης με αριθμό τεμαχίου [.] (νέο τεμάχιο [.]) του Τμήματος 10, του Κτηματικού Σχεδίου [.], της Ενορίας Αποστόλου Βαρνάβα και Αγίου Μακαρίου, του Δήμου Στροβόλου, έκτασης 2007 τετραγωνικών μέτρων. Σύμφωνα με τον όρο 5(vi) της εν λόγω σύμβασης, το μίσθιο θα χρησιμοποιείτο από την αιτήτρια «αποκλειστικώς και μόνον ως εργοστάσιο κατασκευής καλλυντικών». Η δε ισχύς της μίσθωσης ήταν για περίοδο 33 ετών, η οποία άρχισε στις 17.8.1982 και έληξε στις 16.8.2015.
Πράγματι, η αιτήτρια υλοποίησε τον προαναφερθέντα όρο της σύμβασης και ανήγειρε εργοστάσιο κατασκευής καλλυντικών σύμφωνα με σχετική Άδεια Οικοδομής ημερομηνίας 17.2.1984. Μέχρι δε και την ημερομηνία λήξης της σύμβασης, η αιτήτρια κατέβαλλε το ποσό των €2.207,73 ως ετήσιο μίσθωμα.
Περαιτέρω, με δεύτερη σύμβαση μίσθωσης, ημερομηνίας 9.5.1991, εκμισθώθηκε από το κράτος στην αιτήτρια, για βιομηχανικούς σκοπούς, το μέρος της κρατικής γης με αριθμό τεμαχίου [.] (νέο τεμάχιο [.]) του Τμήματος 10, του Κτηματικού Σχεδίου [.] της Ενορίας Αποστόλου Βαρνάβα και Αγίου Μακαρίου, του Δήμου Στροβόλου, έκτασης 3321 τετραγωνικών μέτρων, προκειμένου η αιτήτρια να το χρησιμοποιεί αποκλειστικά για βιομηχανικούς σκοπούς, ήτοι, για την ανέγερση εργοστασίου κατασκευής καλλυντικών, σύμφωνα και με τον όρο 5(στ) της σύμβασης. H ισχύς της εν λόγω σύμβασης ήταν για περίοδο 25 χρόνων, η οποία άρχισε στις 9.5.1991 και έληξε στις 16.8.2015. Η δε αιτήτρια κατέβαλε το ποσό των €6.744 ως ετήσιο μίσθωμα μέχρι τις 8.5.2015, ενώ δεν κατέβαλε το ετήσιο μίσθωμα από τις 9.5.2015 μέχρι τις 16.8.2015, ημερομηνία λήξης της πρώτης περιόδου της εν λόγω σύμβασης, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των €1.847,72.
Σύμφωνα με τον όρο 3(β) και των δυο υπό αναφορά συμβάσεων, εάν έξι μήνες πριν από την εκπνοή της πρώτης περιόδου, ο μισθωτής ειδοποιήσει γραπτώς τον ιδιοκτήτη ότι επιθυμεί την παράταση της πρώτης περιόδου για ακόμα μια περίοδο, η οποία θα είναι 33 χρόνων, τότε κατ’ εκλογή του ιδιοκτήτη, η σύμβαση αυτή είτε θα παραταθεί για τη δεύτερη περίοδο με τους ίδιους όρους που περιέχονται στη σύμβαση αυτή, είτε θα λήξει κατά την εκπνοή της πρώτης περιόδου και στην περίπτωση αυτή τα υποστατικά και οποιαδήποτε άλλα κτίρια που θα ανεγερθούν μελλοντικά πάνω στο κτήμα από τον μισθωτή σύμφωνα με τις πρόνοιες της σύμβασης αυτής, θα περιέλθουν στην απόλυτη κυριότητα του ιδιοκτήτη χωρίς να καταβληθεί στο μισθωτή η αξία τους ή οποιαδήποτε άλλη αποζημίωση.
Στη βάση δε του πιο πάνω όρου, η αιτήτρια ζήτησε την ανανέωση των δυο συμβάσεων. Συναφώς, στο πλαίσιο υποβολής των σχετικών αιτήσεων ανανέωσης, εστάλη από τον Οικονομικό Διευθυντή της αιτήτριας εταιρείας προς τον Διευθυντή του Κτηματολογίου Λευκωσίας, επιστολή ημερομηνίας 1.12.2016, δια της οποίας τον πληροφορούσε μεταξύ άλλων, για την συμφωνία που είχε συνάψει η αιτήτρια με την εταιρεία IMG International Merchandising Centre Ltd, με βάση την οποία, η δεύτερη εταιρεία ανέλαβε να ανακαινίσει ριζικά το υποστατικό που χρησιμοποιούσε η αιτήτρια, «[.] έτσι που να καταστεί το Κέντρο για παροχή υπηρεσιών χοντρικού εμπορίου (commercial order processing, packing/unpacking και γενικότερα υπηρεσίες Logistics) για προϊόντα των Κινέζων μόνιμων εκθετών, που εμπίπτουν στις κατηγορίες των καλλυντικών, προϊόντων D.I.Y. και ειδών ένδυσης και υπόδησης υψηλής ποιότητας». Όπως περαιτέρω αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, στόχος της συμφωνίας «[.] είναι η προώθηση των προϊόντων αυτών σε συσκευασίες που προτιμώνται στην Ευρώπη προς εμπόρους και λιανοπωλητές στην Κύπρο, Ευρωπαϊκή Ένωση και τις χώρες της περιοχής μας».
Για σκοπούς εξέτασης του αιτήματος για ανανέωση των υπό αναφορά συμβάσεων μίσθωσης, ετοιμάστηκε σχετική έκθεση, η οποία υποβλήθηκε για μελέτη και λήψη απόφασης στην αρμόδια Υπουργική Επιτροπή και ακολούθως στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Τελικά, το Υπουργικό Συμβούλιο, με την Απόφαση του με αριθμό 89.475 και ημερομηνίες 27 και 28.5.2020, αποφάσισε:
(α) Τερματισμό/λύση της πρώτης σύμβασης μίσθωσης και ακύρωση της εγγραφής της με αριθμό [.], ημερομηνίας 15.12.1982 πριν την υπογραφή της νέας σύμβασης μίσθωσης. Τα δε υφιστάμενα εμπράγματα βάρη, δύνανται να μεταφερθούν έναντι της νέας εγγραφής με την έγγραφη συγκατάθεση των επηρεαζόμενων μερών.
(β) Τερματισμό/λύση της δεύτερης σύμβασης μίσθωσης, καθώς και ακύρωση της εγγραφής της με αρ. [.], ημερομηνίας 9.9.1999.
(γ) Την εκμίσθωση προς την αιτήτρια, άλλου τμήματος κρατικής γης με ισχύ της μίσθωσης για περίοδο 33 χρόνων και με δικαίωμα παράτασης για ακόμα μια περίοδο των 33 χρόνων, με καταβολή ετήσιου αγοραίου μισθώματος €52.650,00.
Η πιο πάνω, επίδικη, απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια δι’ επιστολής της Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού Λευκωσίας, ημερομηνίας 6.7.2020. Περαιτέρω, η αιτήτρια κλήθηκε να αποδεχθεί την πιο πάνω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με έγγραφη δήλωση/συγκατάθεση εντός προθεσμίας ενός μηνός, ωστόσο, στη βάση των ενώπιον μου τεθέντων, προκύπτει ότι εν τέλει, η αιτήτρια δεν ανταποκρίθηκε και/ή παρέλειψε να πράξει τούτο.
Η πλευρά της αιτήτριας ισχυρίζεται εν πρώτοις ότι η επίδικη απόφαση είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα και δη το Άρθρο 25.1 αυτού, καθότι δι’ αυτής περιορίζεται η άσκηση του δικαιώματος σε εργασία, «[.] σε όρια που είναι ασυμβίβαστα με την ελευθερία που εγγυάται το Σύνταγμα». Επιπρόσθετα, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς το νόμο και τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου.
Έτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης, έγκειται στον ισχυρισμό περί εμφιλοχωρήσασας νομικής και πραγματικής πλάνης των καθ’ ων η αίτηση, ενώ προωθούνται επίσης ως αυτοτελείς λόγοι ακύρωσης, ισχυρισμοί περί έλλειψης επαρκούς και/ή της δέουσας αιτιολογίας, μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, καθώς και παραβίασης των αρχών της αναλογικότητας, της νομιμότητας, της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης.
Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης, αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, σε πλήρη συμβατότητα με το Σύνταγμα, το νόμο και τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου, κατόπιν δέουσας έρευνας και κατ’ ορθή ενάσκηση των εξουσιών που τους παρέχει ο Νόμος, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της.
Ήδη δε από το στάδιο καταχώρησης της ένστασής τους, οι καθ’ ων η αίτηση προέβαλαν ότι, στη βάση των όσων η αιτήτρια έθεσε ενώπιον της Διοίκησης, προκύπτει ότι η αιτήτρια δεν χρησιμοποιεί πλέον την αιτούμενη κρατική γη ως εργοστάσιο κατασκευής καλλυντικών, σύμφωνα με τους σχετικούς όρους των πιο πάνω συμβάσεων μίσθωσης, αλλά ζητεί να τη χρησιμοποιεί ως Κέντρο για παροχή υπηρεσιών χονδρικού εμπορίου (commercial order processing, packing/unpacking και γενικότερα υπηρεσίες Logistics) για προϊόντα των κινέζων μόνιμων εκθετών, που εμπίπτουν στις κατηγορίες των καλλυντικών, προϊόντων D.I.Y. και ειδών ένδυσης και υπόδησης υψηλής ποιότητας, για την προώθηση των προϊόντων αυτών σε συσκευασίες που προτιμώνται στην Ευρώπη προς εμπόρους και λιανοπωλητές στην Κύπρο, Ευρωπαϊκή Ένωση και τις χώρες της περιοχής της Κύπρου. Συνεπώς, το αίτημα για ανανέωση των δυο συμβάσεων μίσθωσης υποβλήθηκε κατά τρόπο που παραβιάζει τους όρους των εν λόγω συμβάσεων, αναφορικά με το σκοπό της εκμίσθωσης.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.
Ωστόσο, πριν από την εξέταση των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης που προωθεί η πλευρά της αιτήτριας, προέχει, ως θέμα δημόσιας τάξεως που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας (Lazarou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2267, Yiangou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 27, Hadjigeorghi v. The Minister of Finance (1987) 3 C.L.R. 280), η εξέταση του, υπό μορφή προδικαστικής ενστάσεως προβαλλόμενου, ισχυρισμού των καθ’ ων η αίτηση, σύμφωνα με τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, καθότι δεν εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου, αλλά του ιδιωτικού δικαίου και, συνακόλουθα, το Διοικητικό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί της υπό κρίση προσφυγής, η οποία και καθίσταται απορριπτέα ως απαράδεκτη. Κατά την κα Παπαδοπούλου, ο σκοπός του υπό της αιτήτριας υποβληθέντος αιτήματος ανανέωσης των δυο συμβάσεων ήταν ξεκάθαρα ιδιωτικός και/ή προς εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της αιτήτριας και όχι του δημοσίου συμφέροντος. Η επίδικη απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, αφού μέσω αυτής δεν μεταβάλλονται τα έννομα συμφέροντα της αιτήτριας, αλλά πράξη διαχείρισης της περιουσίας του κράτους. Το δε ζήτημα του κατά πόσον οι συμβάσεις αυτές ορθώς τερματίστηκαν, καθώς και το κατά πόσον υπήρχε υποχρέωση ανανέωσης των δυο συμβάσεων, εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Παρομοίως, και για τους ίδιους λόγους, καταλήγει η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, υπόκειται σε απόρριψη και η περιεχόμενη στο αιτητικό Β της προσφυγής θεραπεία.
Εκ διαμέτρου αντίθετη υπήρξε επί του υπό συζήτηση ζητήματος η θέση της συνηγόρου της αιτήτριας, η οποία επιχειρηματολόγησε υπέρ της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου να επιληφθεί της διαφοράς, καθώς και υπέρ της εκτελεστότητας της επίδικης απόφασης, ως πράξης που εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, τονίζοντας ότι οι υπό αναφορά συμβάσεις αφορούσαν σκοπό δημοσίου συμφέροντος και συγκεκριμένα βιομηχανικούς σκοπούς και/ή σκοπούς που θα καταστήσουν την Κύπρο κέντρο προώθησης Κινέζικων προϊόντων και θα εξυπηρετήσουν το δημόσιο βιομηχανικό συμφέρον. Είναι δε γι’ αυτό το λόγο, συνεχίζει η συνήγορος της αιτήτριας, που ζητήθηκαν και δόθηκαν οι θέσεις του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού («το Υπουργείο), το οποίο και συγκατατέθηκε στις ανανεώσεις των εν λόγω συμβάσεων.
Η διαπίστωση της ύπαρξης δικαιοδοσίας είναι το θεμέλιο του παραδεκτού της προσφυγής (Ευγενία Παρακευαΐδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 53/20, ημερ. 8.1.2025). Πρόκειται, βεβαίως, για ένα καίριο ζήτημα, η έκβαση του οποίου δύναται να επιδράσει καταλυτικά στην έκβαση της προσφυγής, εφόσον μόνο πράξεις που εμπίπτουν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου μπορούν να προσβληθούν δια προσφυγής, βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος (Παντελής Zέμπασιης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 442).
Το κατά πόσον μια διοικητική απόφαση εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού ή του δημοσίου δικαίου, έχει αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης σε πληθώρα υποθέσεων και, νομολογιακά, έχουν αναγνωρισθεί διάφορα κριτήρια προς την ταξινόμηση μιας πράξης είτε στη σφαίρα του ιδιωτικού είτε του δημοσίου δικαίου. Στην Ευγενία Παρακευαΐδου, ανωτέρω, λέχθηκαν χαρακτηριστικά τα εξής:
«Βασικό κριτήριο για να κριθεί εάν μια πράξη ανάγεται στη σφαίρα του δημοσίου ή του ιδιωτικού δικαίου είναι η εγγενής φύση της πράξης σε συνδυασμό με το συμφέρον του κοινού στον συγκεκριμένο τομέα λειτουργίας αρχής ή οργάνου. Αν δε, η πράξη επηρεάζει παρεμπιπτόντως και το συμφέρον του κοινού, αυτό δεν την καθιστά πράξη δημοσίου δικαίου (Βλ. τη σύνοψη των αρχών που γίνεται στη Λοϊζίδης ν. Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος κ.ά., Ε.Δ.Δ.5/18, ημερ.20.11.23).».
Παρομοίως, στην Σοφοκλής Βασιλείου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 136/19, ημερ. 30.9.2024, λέχθηκαν τα εξής σχετικά:
«Το πως η νομολογία μας αντιμετωπίζει το ζήτημα, αν η προσβαλλόμενη πράξη ανάγεται στη σφαίρα του δημοσίου ή του ιδιωτικού δικαίου, σχετικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Λοιζίδης v. Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος Ε.Δ.Δ 5/2018 ημερ. 20.11.2023 όπου υιοθετήθηκε ο λόγος της υπόθεσης Αναφορικά με την Darimpex Ltd, Πολ. Έφ. 216/20, ημερ. 7.6.2021, στην οποία επισημάνθηκαν τα ακόλουθα:
«Στην απόφαση Δημοκρατία ν. Τόκα (1995) 3 ΑΑΔ 218, απασχόλησαν τα βασικά κριτήρια για την οριοθέτηση των τομέων του δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου. Βασική παράμετρο συνιστά η εγγενής φύση της πράξης, σε συνδυασμό με το συμφέρον του κοινού στο συγκεκριμένο τομέα λειτουργίας δημόσιας αρχής ή οργάνου. Με δεδομένη τη διαπίστωση ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δυο τομέων δικαίου είναι λεπτή και δεν είναι εύκολο πάντοτε να συρθεί, σημειώνονται τα ακόλουθα, στη σελίδα 222:
'O τομέας του δημοσίου δικαίου οριοθετείται, όπως διευκρινίζει η νομολογία, από το ενδιαφέρον του δημοσίου στην προαγωγή των σκοπών που αποβλέπει ο νομοθέτης να προάγει, με τη χορήγηση της εξουσίας, από την άσκηση της οποία απορρέει η απόφαση η οποία προσβάλλεται.
Η εγγενής φύση της πράξης, σε συνδυασμό με το συμφέρον του κοινού στο συγκεκριμένο τομέα λειτουργίας δημόσιας αρχής ή οργάνου, αποτελεί το βασικό κριτήριο για την οριοθέτηση των αντίστοιχων τομέων του δικαίου. Εάν η πράξη σκοπεί, κατά κύριο λόγο (primarily), στην προαγωγή δημόσιου σκοπού, αυτή ανάγεται στο πεδίο του δημοσίου δικαίου και, στην αντίθετη περίπτωση, σε εκείνο του ιδιωτικού δικαίου - (βλ. Antoniou and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623 και Machlouzarides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2342, 2346).»
Όπως είχε την ευκαιρία να επαναλάβει το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Θεοχαρίδη, Π.Ε. 124/2018, ημερ. 26.9.2019:
«Ο πρωταρχικός σκοπός της πράξης είναι ο πιο καθοριστικός, παρά το όργανο που την εξέδωσε. Στην υπόθεση Ζέμπασιης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 442, τονίστηκε ότι «αν με την πράξη που εκδίδει διοικητικό όργανο επιδιώκεται πρωταρχικά η εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, τότε η πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και μπορεί να προσβληθεί βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος». (Βλ. επίσης Antoniou and others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623)». (Βλ. επίσης Λεωφορεία Λευκωσίας Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά., Ε.Δ.Δ. αρ. 36/17, ημερ. 17.10.23)».
Βασικό λοιπόν κριτήριο, αποτελεί ο επιδιωκόμενος με την πράξη σκοπός. Εφόσον με την εκδιδόμενη υπό του διοικητικού οργάνου πράξη επιδιώκεται πρωταρχικά η εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, τότε η πράξη αυτή εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος (Ζέμπασιης κ.α., ανωτέρω, Tamasos Tobaco Supplies v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 407, Ηellenic Bank Ltd v. Republic (1986) 3 C.L.R. 481 και MARIOS MACHLOUZARIDES v. Republic (1985) 3 Α.Α.Δ. 2342). Δημόσιος δε σκοπός είναι εκείνος, στην ευόδωση του οποίου, εξ' αντικειμένου, έχει συμφέρον το κοινό και αυτό συμβαίνει, κατά κανόνα, εφόσον η πράξη ανάγεται ή σχετίζεται με την επίτευξη των σκοπών ενός δημοσίου οργάνου (Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882).
Αντίθετα, πράξεις διοικητικών οργάνων που ανάγονται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου είναι ουσιαστικά οι πράξεις με τις οποίες πρωταρχικά ρυθμίζονται και/ή εξυπηρετούνται ιδιωτικά δικαιώματα των πολιτών (Hellenic Bank v. Republic (1994) 3 C.L.R. 481, Σοφοκλής Βασιλείου, ανωτέρω). Πράξεις διαχείρισης της κρατικής περιουσίας, κατά πάγια νομολογία, εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου. Ειδικότερα, έχει κριθεί ότι εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου πράξη που αφορά απόρριψη αίτησης για παραχώρηση κρατικής γης (Kontos Estates Ltd v. Δημοκρατίας κ.α. (1991) 4 Α.Α.Δ. 2473) ή πράξη που επηρεάζει αποκλειστικά ιδιωτικά δικαιώματα και όχι κάποιο ιδιαίτερο συμφέρον του κοινού στη σωστή εφαρμογή της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης (Republic v. M.D.M. Estate Developments Ltd (1982) 3 C.L.R. 642, 655).
Υπό το φως των πιο πάνω και δη των κριτηρίων που διαμόρφωσε η ημεδαπή νομολογία ως προς την ταξινόμηση μιας πράξης της Διοίκησης στη σφαίρα του ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, κρίνω ότι η επίδικη απόφαση συνιστά πράξη ιδιωτικού δικαίου, ευρισκόμενη ωσαύτως εκτός της εμβέλειας του αναθεωρητικού ελέγχου των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Εν πρώτοις, παρατηρώ ότι και στις δυο συμβάσεις, υπήρχε ρητός όρος όπως το μίσθιο θα χρησιμοποιείτο από την αιτήτρια αποκλειστικά και μόνον για βιομηχανικούς σκοπούς και δη ως εργοστάσιο κατασκευής καλλυντικών. Ωστόσο, προκύπτει ότι με τις αιτήσεις ανανέωσης των δυο συμβάσεων, η αιτήτρια επεδίωξε να μεταβάλει αυτό τον όρο και, συνακόλουθα, τον σκοπό της μίσθωσης, εφόσον, ως ήδη ελέχθη, με την επιστολή του Οικονομικού Διευθυντή της προς τον Διευθυντή του Κτηματολογίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 1.12.2016 (παράρτημα Γ στην ένσταση), ζητούσε όπως χρησιμοποιήσει το υποστατικό που ευρίσκεται εντός της εκμισθωμένης γης, ως Κέντρο για παροχή υπηρεσιών χονδρικού εμπορίου (commercial order processing, packing/unpacking και γενικότερα υπηρεσίες Logistics) για προϊόντα των κινέζων μόνιμων εκθετών, που εμπίπτουν στις κατηγορίες των καλλυντικών, προϊόντων D.I.Y. και ειδών ένδυσης και υπόδησης υψηλής ποιότητας, για την προώθηση των προϊόντων αυτών σε συσκευασίες που προτιμώνται στην Ευρώπη προς εμπόρους και λιανοπωλητές στην Κύπρο, Ευρωπαϊκή Ένωση και τις χώρες της περιοχής της Κύπρου.
Τα πιο πάνω βεβαίως συνδέονται άμεσα με το υπό εξέταση ζήτημα της φύσεως της επίδικης απόφασης ως άρρηκτα συνδεδεμένης με τον σκοπό αυτής, εφόσον οι καθ’ ων η αίτηση, δεδομένης της πρόθεσης αλλαγής του σκοπού για τον οποίο υπογράφτηκαν οι συμβάσεις, έλαβαν την επίδικη απόφαση τερματισμού/λύσης των δυο συμβάσεων και ακύρωσης των δυο εγγραφών πριν από την υπογραφή νέας σύμβασης μίσθωσης. Όπως έκδηλα αποκαλύπτεται από τα περιστατικά της υπόθεσης, ο πραγματικός σκοπός της απορριφθείσας δια της προσβαλλόμενης απόφασης αίτησης ανανέωσης των δυο συμβάσεων, ήταν η επιδίωξη και/ή εξυπηρέτηση ιδιωτικού και όχι δημόσιου σκοπού, εφόσον οι επιδιώξεις και/ή σκοποί της αιτήτριας, σύμφωνα με τα όσα εκτίθενται στην ίδια την επιστολή της, εστιάζουν στην εκ μέρους της ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας και αφορούν κυρίως στην εξυπηρέτηση των ιδιωτικών και/ή οικονομικών συμφερόντων της. Το ότι με τυχόν υλοποίηση της υπό της αιτήτριας προτεινόμενης ανάπτυξης, ενδεχομένως να επηρεάζεται παρεμπιπτόντως και το συμφέρον του κοινού, δεν καθιστά την εν λόγω πράξη, ούτε και, συνακόλουθα, τις πράξεις απόρριψης των δυο αιτήσεων ως και των επίδικων αποφάσεων τερματισμού και/ή ακύρωσης των συμβάσεων, πράξεις δημοσίου δικαίου, εφόσον οι υπό αναφορά αιτήσεις της αιτήτριας, οι οποίες και απέληξαν στην έκδοση των επίδικων αποφάσεων, αποσκοπούσαν, κατά κύριο λόγο (primarily), στην προαγωγή ιδιωτικού σκοπού (Λοϊζίδης, Σοφοκλής Βασιλείου, ανωτέρω).
Υπενθυμίζεται δε ότι, στις 27 και 28.5.2020, το Υπουργικό Συμβούλιο είχε αποφασίσει την εκμίσθωση προς την αιτήτρια, άλλου τμήματος της κρατικής γης με ισχύ της μίσθωσης για περίοδο 33 χρόνων και με δικαίωμα παράτασης για ακόμα μια περίοδο των 33 χρόνων, ωστόσο η αιτήτρια δεν αποδέχθηκε την εν λόγω απόφαση.
Είναι σαφές ότι η απορριπτική απόφαση της Διοίκησης επί του αιτήματος της αιτήτριας και συνακόλουθα οι επίδικες αποφάσεις, δεν αφορούν και/ή δεν επηρεάζουν κάποιο ιδιαίτερο συμφέρον του κοινού παρά μόνον ένα ιδιωτικό συμφέρον της ίδιας της αιτήτριας. Επισημαίνω ότι παρόμοιο ζήτημα εξετάστηκε από το παρόν Δικαστήριο στην Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 625/2019, ημερ. 15.6.2022, Μυλωνά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 42/2014, ημερ. 6.6.2018, στην Ειρήνη Κανάρη ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 59/2014 και 60/2014, ημερ. 12.5.2017, καθώς και στην LPCC PLATINUM ENTERPRISES LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 23/2014, ημερ. 25.10.2016, όπου η κατάληξή μου ήταν η ίδια.
Το δε γεγονός ότι ζητήθηκαν οι απόψεις του Υπουργείου, όπως τόνισε και κατά τις διευκρινίσεις η ευπαίδευτη συνήγορος για την αιτήτρια, δεν μεταβάλλει τον σκοπό και, συνακόλουθα, τη φύση της προσβαλλόμενης πράξης και δεν οδηγεί άνευ ετέρου στην διαπίστωση ότι η πράξη αυτή εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Είναι εξάλλου σύνηθες και/ή αποτελεί πρακτική της Διοίκησης σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση, να ζητούνται από την αρμόδια κρατική αρχή, στο πλαίσιο διαχείρισης περιουσίας από το Κράτος, και οι απόψεις άλλων συναρμόδιων κρατικών φορέων και/ή τμημάτων της Διοίκησης. Έχει δε νομολογηθεί ότι το ίδιο όργανο δύναται να ενεργεί είτε εντός είτε εκτός της σφαίρας του ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου αντίστοιχα, ανάλογα με τη φύση της πράξης που διενεργεί (Δημοκρατία ν. Τόκα (1995) 3 Α.Α.Δ.218, Ευγενία Παρακευαΐδου, ανωτέρω).
Καταλήγω λοιπόν ότι η πρώτη, δεύτερη και τρίτη προδικαστική ένσταση ευσταθούν. Η επίδικη απόφαση, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί, εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, ευρισκόμενη ωσαύτως εκτός της εμβέλειας του αναθεωρητικού ελέγχου των προνοιών του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Το δε Διοικητικό Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να εξετάσει την επίδικη διαφορά. Αυτό βεβαίως ισχύει και για την αιτούμενη δια του προεκτεθέντος αιτητικού Β της αίτησης ακυρώσεως θεραπεία, εφόσον, με βάση τα προεκτεθέντα, ουδεμία παράλειψη υφίσταται σε σχέση με πράξη που εμπίπτει στο χώρο του δημοσίου δικαίου.
Με τις πιο πάνω διαπιστώσεις, σφραγίζεται η τύχη της υπό κρίση προσφυγής και παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Επιδικάζονται €1500 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο