N. B. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ κ.α., Υπόθεση Αρ. 10/2025, 12/5/2025
print
Τίτλος:
N. B. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ κ.α., Υπόθεση Αρ. 10/2025, 12/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 10/2025 (i-Justice))

 

12 Μαΐου 2025

 

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

          ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                                 N. B.

                                                                             Αιτήτρια

                                                    ΚΑΙ

          ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1.                 ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Θ. Γεωργίου (κα), για Δρ. Χρ. Π. Χριστοδουλίδη, για Αιτήτρια

Π. Κωνσταντίνου, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η αιτήτρια, υπήκοος Ινδίας, στρέφεται κατά της νομιμότητας και ζητά την ακύρωση της, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), ληφθείσας απόφασης κήρυξής της ως απαγορευμένης μετανάστη και της συνακόλουθης έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασής της, ημερομηνίας 30.12.2024, λόγω της παράνομης παραμονής της στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Αρχικά, η αιτήτρια αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 23.10.2007, με άδεια εισόδου ως οικιακή βοηθός και της παρασχέθηκε η σχετική άδεια παραμονής και εργασίας, η οποία ανανεωνόταν κατά διαστήματα, με την τελευταία εξ’ αυτών να έχει ισχύ μέχρι τις 30.10.2014. Στις 13.1.2016, η αιτήτρια συνελήφθη στη Λευκωσία από μέλη της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στο έδαφος της Δημοκρατίας και την ίδια μέρα, εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ.105), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, λόγω παράνομης παραμονής της στη Δημοκρατία και της συνακόλουθης κήρυξής της ως απαγορευμένης μετανάστη, σύμφωνα με το άρθρο 6(1)(κ) του Κεφ. 105. Η αιτήτρια απελάθηκε για τη χώρα της στις 19.2.2016 και τα στοιχεία της καταχωρήθηκαν στον σχετικό κατάλογο απαγόρευσης εισόδου στη Δημοκρατία (stop list) για περίοδο πέντε χρόνων.

 

Η αιτήτρια αφίχθηκε εκ νέου στη Δημοκρατία, την 21.8.2023, και της παραχωρήθηκε σχετική άδεια παραμονής και εργασίας μέχρι την 21.8.2026. Ωστόσο, την 1.3.2024, παραχωρήθηκε αποδεσμευτική επιστολή στην αιτήτρια, προκειμένου να αυτή να εξεύρει νέο εργοδότη, εντός του καθορισμένου υπό του Νόμου χρονικού περιθωρίου, χωρίς ωστόσο αυτό να γίνει, με αποτέλεσμα, στις 11.4.2024, τα στοιχεία της αιτήτριας να καταχωρηθούν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων.

 

Στις 30.10.2024, η αιτήτρια υπέβαλε γραπτό αίτημα προς το Τμήμα Μετανάστευσης, με το οποίο ζητούσε όπως της παρασχεθεί έγκριση για την αλλαγή του καθεστώτος εργασίας και/ή απασχόλησής της από οικιακής βοηθού σε φροντίστριας, το οποίο ωστόσο απορρίφθηκε από τη Δευθύντρια του Τμήματος στις 2.12.2024.

 

Στις 29.12.2024, η αιτήτρια συνελήφθη στη Λάρνακα από μέλη της ΥΑΜ για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία και στις 30.12.2024, εκδόθηκαν εναντίον της τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης.

 

Σημειώνεται, για σκοπούς πληρότητας γεγονότων, ότι, μετά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, οι συνήγοροι της αιτήτριας υπέβαλαν ιεραρχική προσφυγή, ημερομηνίας 6.1.2025, προς τον Υφυπουργό Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας («ο Υφυπουργός»), κατά της προηγηθείσας απόφασης απόρριψης της αίτησης της αιτήτριας να εργαστεί ως φροντίστρια.

 

Στις 7.1.2025, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση πρσφυγή.

 

Η πλευρά της αιτήτριας προωθεί ισχυρισμούς περί ανεπαρκούς και/ή μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, έλλειψης αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, μη χρηστής διοίκησης, κακοπιστίας, έλλειψης αντικειμενικότητας και αμεροληψίας, καθώς και παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης της αιτήτριας.

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας, κατ’ ορθήν εφαρμογή των διατάξεων του Κεφ. 105 και κατ’ ορθήν ενάσκηση των εξουσιών που παρέχει στους καθ’ ων η αίτηση η οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της. Ούτε και ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης της αιτήτριας, μπορεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο να ευσταθεί. Σε κάθε δε περίπτωση, κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, η αιτήτρια παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν πράγματι απαγορευμένη μετανάστης.

 

Επισημαίνουν, τέλος, οι καθ’ ων η αίτηση, την ευρεία διακριτική ευχέρεια της Δημοκρατίας να επιλέγει τους αλλοδαπούς που θα παραμείνουν στο έδαφός της, ως έκφανση της κυριαρχίας της.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Θα πρέπει εξ' αρχής να τονιστεί ότι αντικείμενο εξέτασης της παρούσας είναι μόνον η νομιμότητα και εγκυρότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, ημερομηνίας 31.12.2024, τα οποία βεβαίως και αποτελούν αυτοτελείς εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Συνεπώς, ισχυρισμοί που αφορούν στη νομιμότητα και εγκυρότητα της απόφασης απόρριψης του αιτήματος της αιτήτριας για αλλαγή του καθεστώτος εργασίας και/ή απασχόλησής της, που η αιτήτρια ουδέποτε αμφισβήτησε προηγουμένως, δεν μπορούν και δεν θα τύχουν εξέτασης στο πλαίσιο της παρούσας. Συναφώς, όπως λέχθηκε στην Δημοκρατία v. Dejic (2008) 3 Α.Α.Δ. 358, με αναφορά και στις Khatateav v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 19 και Kedoum v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 505, δεν γίνεται δια της αυτοτελούς προσβολής διατάγματος κράτησης και απέλασης, να επιδιώκεται η ακύρωση των προηγούμενων αποφάσεων της Διοίκησης, που αποτέλεσαν και το υπόβαθρο για την έκδοση των εν λόγω διαταγμάτων και οι οποίες δεν προσεβλήθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην  M. S. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 164/2021, ημερ. 12.3.2021). Μοναδικό αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής, είναι η νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης της αιτήτριας, ημερομηνίας 30.12.2024. Το κατά πόσον ορθά και νόμιμα ή όχι, απορρίφθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση το υποβληθέν αίτημα της αιτήτριας ημερομηνίας 30.10.2024, για αλλαγή του καθεστώτος εργασίας και/ή απασχόλησής της, δεν αποτελεί επίδικο αντικείμενο της παρούσας, εφόσον ουδέποτε προσβλήθηκε έγκαιρα και/ή νόμιμα η συγκεκριμένη απόφαση της Διοίκησης, ημερομηνίας 2.12.2024. Πράγματι, προκύπτει εξάλλου αβίαστα από το σύνολο των ενώπιον μου τεθέντων, η αιτήτρια ουδέποτε πριν από την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασής της προσέβαλε την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 2.12.2024, με την οποία απέρριψαν το αίτημά της για αλλαγή του καθεστώτος απασχόλησής της. Μάλιστα, κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, το παρόν Δικαστήριο υπέβαλε το συγκεκριμένο ερώτημα στους δικηγόρους των διαδίκων, οι οποίοι ζήτησαν χρόνο λίγων ημερών, προκειμένου να είναι σε θέση να απαντήσουν. Η υπόθεση ορίστηκε εκ νέου διευκρινίσεις στις 7.5.2025, οπότε και οι δυο συνήγοροι δήλωσαν ότι πράγματι, δεν προσβλήθηκε δια προσφυγής η απορριπτική απόφαση ημερομηνίας 2.12.2024.

Συνεπώς, εφόσον πράγματι δεν καταχωρήθηκε κατ’ αυτής της απόφασης ημερομηνίας 2.12.2024, προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, η συγκεκριμένη απόφαση 2.12.2024, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της αιτήτριας για αλλαγή του καθεστώτος απασχόλησης και/ή εργασίας της, παραμένει νόμιμη και αναπτύσσει πλήρη έννομα αποτελέσματα, δεδομένου βεβαίως και του τεκμηρίου της νομιμιμότητας που υπάρχει υπέρ των πράξεων της Διοίκησης και το οποίο εν προκειμένω σε καμία περίπτωση δεν έχει ανατραπεί. Η δε ιεραρχική προσφυγή που υποβλήθηκε ενώπιον του Υφυπουργού από την πλευρά της αιτήτριας στις 6.1.2025, ήτοι μετά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης της αιτήτριας, σαφώς και δεν μπορεί να επιδράσει με οποιοδήποτε τρόπο στην πιο πάνω διαπίστωση: το κρίσιμο ζήτημα στην υπό κρίση περίπτωση, είναι τα πραγματικά γεγονότα που υπήρχαν ενώπιον της Διοίκησης κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης των προσβαλλόμενων διαταγμάτων και συγκεκριμένα ποια δεδομένα υπήρχαν κατά τις 30.12.2024 που εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης. Οτιδήποτε έγινε μετά την εν λόγω ημερομηνία, όπως εν προκειμένω η υποβολή της ιεραρχικής προσφυγής, θεωρείται εκτός ουσιώδους χρόνου (Limon ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 126/21, ημερ. 20.4.2022).

 

Δεδομένων των πιο πάνω, δεν στοιχειοθετούνται οι ισχυρισμοί της αιτήτριας περί ανεπαρκούς αιτιολογίας και μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση. Η απόφαση κρίνεται επαρκώς αιτιολογημένη, δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο εφόσον περιέχονται σε αυτήν τόσο οι νομικοί όσο και οι πραγματικοί λόγοι έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270) και αποκαλύπτεται το σκεπτικό, επί των οποίων στηρίχθηκε η τελική κρίση της Διοίκησης (L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΔΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023). Συμπληρώνεται δε η αιτιολογία της πράξης, σύμφωνα και με το άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), από το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου και τα παραρτήματα του δικογράφου της ένστασης.

 

Ειδικά ως προς το επίδικο διάταγμα κράτησης, ρητά αναφέρεται σε αυτό ότι κρίθηκε αναγκαίο όπως η αιτήτρια παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί, καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής της σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ(1)(α) του Κεφ. 105, ενώ δεδομένης και της άρνησης και/ή της απροθυμίας της να επαναπατριστεί, δεν υπήρχε περιθώριο για εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. Άμεσα σχετικά είναι και τα όσα περιέχονται στην επιστολή της ΥΑΜ ημερομηνίας 29.12.2024 (παράρτημα 6 στο δικόγραφο της ένστασης), όπου γίνεται εισήγηση για την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον της αιτήτριας, για όλους τους πιο πάνω λόγους, περιλαμβανομένης και της μη ύπαρξης εναλλακτικών της κράτησης μέτρων και της άρνησης της αιτήτριας να συνεργαστεί για τον επαναπατρισμό της, ακόμα και αν της παραχωρείτο προς τούτο, χρηματικό κίνητρο.

 

Είναι σαφές ότι τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν, επειδή η αιτήτρια είχε κηρυχθεί και ήταν κατά τον χρόνο έκδοσής τους, στις 30.12.2024, απαγορευμένη μετανάστης δυνάμει της προαναφερθείσας παραγράφου (κ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του Κεφ. 105, λόγω παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία από 1.4.2024, όταν και είχε λήξει το περιθώριο που είχε στη διάθεσή της, για να εξεύρει νέο εργοδότη. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη-

 

«6.-(1) Τα ακόλoυθα πρόσωπα θα είvαι απαγoρευμέvoι μεταvάστες και, τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv διατάξεωv πoυ δυvατό vα περιέχovται σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv δυvάμει αυτoύ ή σε oπoιoδήπoτε Διάταγμα τoυ Υπoυργικoύ Συμβoυλίoυ, δεv θα επιτρέπεται η είσoδoς στη Δημoκρατία σε:-

[.]

(κ) oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo εισέρχεται ή διαμέvει στη Δημoκρατία κατά παράβαση oπoιασδήπoτε απαγόρευσης, όρoυ, περιoρισμoύ ή επιφύλαξης πoυ περιλαμβάvεται στo Νόμo αυτό ή σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή σε oπoιαδήπoτε άδεια πoυ παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv Καvovισμώv αυτώv·».

 

Ας σημειωθεί, στο σημείο αυτό ότι η ίδια η πλευρά της αιτήτριας, δια της επιστολής της ημερομηνίας 30.10.2024, με την οποία και υποβλήθηκε το αίτημα για αλλαγή του καθεστώτος απασχόλησής της στη Δημοκρατία, αναγνώρισε το λάθος και/ή την ευθύνη της για τον εσφαλμένο χειρισμό ως προς την εξασφάλιση άδειας απασχόλησης της αιτήτριας. Συνεπώς, και δεδομένου, ως έχει ήδη λεχθεί, ότι ουδέποτε αμφισβητήθηκε η απορριπτική απόφαση επί του πιο πάνω αιτήματος, και η κρίση των καθ’ ων η αίτηση ότι η αιτήτρια ήδη από 1.4.2024 παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία, κρίνεται ορθή και σύννομη.

 

Εν πάση περιπτώσει, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα, κρίνω ότι, υπό τις περιστάσεις, η ευχέρεια των καθ’ ων η αίτηση ασκήθηκε εντός των επιτρεπτών ορίων της και δεν εντοπίζεται κατάχρηση εξουσίας, ούτε κενό έρευνας και αιτιολογίας, αλλ’ ούτε να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Οι καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι τα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα δεν ήσαν επιλέξιμα, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί (βλ. και αποφάσεις Διοικητικού Δικαστηρίου στην Κ.Α.Α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1242/2022 (Κ) (iJustice,) ημερ. 18.8.2022 και G.S.D.M. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 626/2023 (Κ) (i-Justice,) ημερ. 9.6.2023). Τονίζεται, περαιτέρω, ότι το διάταγμα κράτησης εναντίον της αιτήτριας, εκδόθηκε και δυνάμει της διάταξης του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105, σύμφωνα με την οποία-

 

«(1) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται να εφαρμοστούν άλλα επαρκή λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν-

 

(α) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής

(β) ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.».

 

Είναι σαφές από την πιο πάνω διάταξη, ότι οι καθ’ ων η αίτηση έχουν τη διακριτική ευχέρεια να θέτουν υπό κράτηση τον υπό απέλαση ξένο υπήκοο για το σκοπό της απομάκρυνσής του από τη Δημοκρατία και δεν υπάρχει υποχρέωση για επιβολή διαβαθμισμένων μέτρων, αλλά επαφίεται στη διακριτική τους ευχέρεια, αν και εφόσον κριθεί ότι συντρέχει λόγος, να εφαρμοστούν άλλα, λιγότερο αναγκαστικά μέτρα. Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων και περιστατικών της υπόθεσης, των λόγων που έχουν προεκτεθεί, αλλά και δεδομένης της προεκτεθείσας πρόνοιας του άρθρου 18ΠΣΤ(1) και της εκεί προβλεπόμενης διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης να αποφασίζει την κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας, υποκείµενου σε διαδικασίες επιστροφής, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τις προεκτεθείσες περιπτώσεις των παραγράφων (α) ή (β) της εν λόγω διάταξης, ως εν προκειμένω, που διαπιστώθηκε ότι υφίστατο κίνδυνος διαφυγής, αλλά και ότι η αιτήτρια αρνείτο να επαναπατριστεί, οι ενέργειες των καθ’ ων η αίτηση κρίνονται σύννομες, η δε έκδοση της επίδικης απόφασης κρίνεται ορθή και εύλογα επιτρεπτή και δεν μπορώ να συμφωνήσω με τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της πλευράς της αιτήτριας.

 

Τέλος, αδίκως διαμαρτύρεται η πλευρά της αιτήτριας ότι δεν παρασχέθηκε σε αυτήν το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης υπάρχει όπου ο νόμος ρητά το αναγνωρίζει ή ρητά το επιβάλλει ή σε περιπτώσεις τιμωρητικής φύσης (Χριστάκης Κωνσταντινίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, Ε.Δ.Δ. 93/16, ημερ. 11.9.2023, Φροσούλλα Μυλωνά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1488/2010, ημερ. 30.1.2015, ECLI:CY:AD:2015:D50). Άτομα, στα οποία ο νόμος δεν δίδει προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης, δεν καλύπτονται (G.P. Iron & Wood Makers Ltd v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 155).

 

Η υπό εξέταση περίπτωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του περί Νόμου 158(Ι)/1999 και δη του άρθρου 43(1) αυτού: σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης παρέχεται «σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης» (Παντελής Χριστοφόρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 2013/12 κ.α., ημερ. 28.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:D71). Είναι σαφές ότι στην υπό κρίση περίπτωση, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις σαφώς και δεν εμπίπτουν στην εμβέλεια της διάταξης του άρθρου 43(1), αφού δεν αποτελούν ούτε κύρωση αλλ’ ούτε μέτρο πειθαρχικής φύσης.

 

Ενόψει των πιο πάνω, ο ισχυρισμός περί παραβίασης του προηγούμενου δικαιώματος ακρόασης της αιτήτριας, απορρίπτεται ως αβάσιμος, ενώ δεν εντοπίζεται ούτε κατάχρηση εξουσίας, ούτε κακή ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας των καθ' ων η αίτηση, αλλ' ούτε και παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας, ισχυρισμοί που δεν στοιχειοθετούνται και απορρίπτονται.

 

Υπενθυμίζεται, τέλος, το υπό της πάγιας και διαχρονικής νομολογίας αναγνωρισμένο και αδιαμφισβήτητο κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφός της (Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151, Ivan Todorov Todorov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 109/2000, ημερ. 14.12.2000) και αυτό βεβαίως καλύπτει και τις περιπτώσεις αλλοδαπών προσώπων που παράνομα διαμένουν στο έδαφός της, ως συμβαίνει εν προκειμένω με την αιτήτρια.

 

Ως εκ των πιο πάνω, δεν διαπιστώνεται βάσιμος λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1600 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο