Α. Π. ν. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, Υπόθεση αρ. 1100/2019, 30/5/2025
print
Τίτλος:
Α. Π. ν. ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, Υπόθεση αρ. 1100/2019, 30/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

 (Υπόθεση αρ. 1100/2019)

                                                              

                   

                                         30 Μαΐου 2025

                                      [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

      ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                               Α. Π.

 

                                                                                                           Αιτήτρια,

                                                και

ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Καθ’ ης η αίτηση

––––––––––––––––––––––––––––––––

Π. Μαυρής για Δημοσθένης Στεφανίδης, δικηγόρος για την αιτήτρια.

Κ. Σταυρινός για Ε. Μιχαήλ & Συνεργάτες Δ.ΕΠ.Ε, δικηγόροι για την καθ’ ης η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ,Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, η αιτήτρια επιζητεί την ακόλουθη θεραπεία:

 

«Α. Δήλωση ή/και Απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της καθ' ης η αίτηση να επιβάλλει την πειθαρχική ποινή της επίπληξης στην αιτήτρια, η οποία της κοινοποιήθηκε με επιστολή ημ. 24.5.2019 της καθ΄ης η αίτηση (Παράρτημα Α στην παρούσα) είναι άκυρη, παράνομη και στερείται κάθε εννόμου αποτελέσματος.»

 

Ως προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και τα γεγονότα της ένστασης, στις 20.3.2019, η καθ΄ης η αίτηση αποφάσισε τη διεξαγωγή ενδοτμηματικής έρευνας καθότι υπέπεσε στην αντίληψη της η ενδεχόμενη διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων από μέρους υπαλλήλων του Γραμματειακού Προσωπικού του Γραφείου της, περιλαμβανομένου και της αιτήτριας. Προς το σκοπό αυτό η καθ΄ ης η αίτηση μεταβίβασε με απόφαση της ημερομηνίας 20.3.2019, μέρος της αρμοδιότητας της σε Ανώτερη Λειτουργό του Γραφείου της προς παροχή σχετικής αρωγής για την εν λόγω διερεύνηση.

 

Εν συνεχεία και κατά την ίδια ημέρα, ήτοι στις 20.3.2019, η καθ΄ης η αίτηση με επιστολή της ίδιας ημερομηνίας, κάλεσε την αιτήτρια να ασκήσει το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης της αναφορικά με τη διερευνώμενη από μέρους της αιτήτριας διάπραξη πειθαρχικών αδικημάτων. Στην εν λόγω επιστολή καταγράφονταν αυτούσια τα ακόλουθα: «Επειδή ως αρμόδια αρχή, δυνάμει των άρθρων 81(2)(α) και 82 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2017, διερευνώ την από μέρους σας διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων που αφορούν σε αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων σας καθώς και την παράλειψη να εκτελέσετε τα καθήκοντα σας, σας καλώ να προσέλθετε στο Γραφείο μου σήμερα, 20/3/2019, ώρα 14.30 μ.μ για να ακουστούν οι απόψεις σας, στα πλαίσια του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης σας.»

 

H αιτήτρια όπως και άλλα 5 πρόσωπα του γραμματειακού προσωπικού προσήλθαν κατά διαδοχική σειρά στο γραφείο της καθ’ ης η αίτηση «για να τοποθετηθούν επί του υπό διερεύνηση Θέματος», ως αυτολεξεί καταγράφεται στα τηρηθέντα πρακτικά ημερομηνίας 20.3.2019. Στα πλαίσια αυτά η καθ΄ης η αίτηση ενημέρωσε, μεταξύ άλλων λειτουργών και την αιτήτρια, ότι «διενεργεί πειθαρχική έρευνα εναντίον της αναφορικά με την καταχώρηση πρόχειρων και προσωπικών σημειώσεων, υπό μορφή «ημερολογίου», των δύο ιδιαιτέρων γραμματέων της των κ.κ. Γ.Α. και Χ.Α. σε επίσημο φάκελο του Γραφείου με αρ. Φακ. Ε.Δ 5.28.01.03, ως ερυθρά 41 - 39» χωρίς να έχουν δοθεί εκ των προτέρων οδηγίες από την καθ΄ης η αίτηση προς το σκοπό αυτό αλλά ούτε και εκ των υστέρων να έχει ενημερωθεί για την καταχώρηση τους και γι' αυτό οι σημειώσεις δεν φέρουν τη μονογραφή της. Περαιτέρω και ως προκύπτει από τα τηρηθέντα πρακτικά, στα πλαίσια της εν λόγω διαδικασίας, υποβλήθηκαν ερωτήσεις από την καθ΄ης η αίτηση οι οποίες απαντήθηκαν από την αιτήτρια.

 

Παρεμβάλλεται για σκοπούς καλύτερης κατανόησης ότι σύμφωνα με τη δοθείσα μαρτυρία, ως αυτή καταγράφεται στα πρακτικά ημερομηνίας 20.3.2019, οι χειρόγραφες σημειώσεις οι οποίες έφεραν ερυθρά 41-39 (μερικές εκ των οποίων ανήκαν στη κα Χ. Α και άλλες στη κα Γ.Α, ιδιαίτερες γραμματέες της καθ΄ης η αίτηση) είχαν καταχωρηθεί από την κα Α.Δ., εργοδοτούμενη αορίστου χρόνου για γραφειακά καθήκοντα, κατά παραδοχή και της ίδιας. Πλην όμως σε σχέση με το ερυθρό 42 δεν υπήρξε καμία παραδοχή περί της καταχώρησης του. Περαιτέρω σημειώνεται ότι κατά την τοποθέτηση της κας Δ. στις 20.3.2019 και σε ερώτηση της Επιτρόπου αναφορικά με το κατά πόσον η κα Δ. είχε ενημερώσει την αιτήτρια για τις εν λόγω καταχωρήσεις, η ίδια ανέφερε ρητώς ότι δεν την είχε ενημερώσει.

 

Εν συνεχεία η καθ΄ης η αίτηση με επιστολές της ημερομηνίας 29.3.2019 και 4.4.2019, οι οποίες έφεραν τίτλο «Διεξαγωγή Έρευνας για ενδεχόμενη διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων υπαλλήλων του Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως» αιτήθηκε από τον Αρχηγό Αστυνομίας τη συνδρομή γραφολόγου προκειμένου να ταυτοποιηθεί ο συντάκτης συγκεκριμένης καταχώρησης ημερομηνίας 13.2.2019 και δη σε σχέση με την καταχώρηση του ερυθρού 42 σε επίσημο φάκελο του Γραφείου της Επιτρόπου.

 

Στις 11.4.2019 η κα Δ. έδωσε συμπληρωματική κατάθεση, στα πλαίσια της οποίας, σύμφωνα πάντα με τα τηρηθέντα πρακτικά ίδιας ημερομηνίας, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι κατά την από μέρους της καταχώρηση των εγγράφων, παρούσες ήταν η κα Α. η οποία ως δήλωσε τις είχε δώσει και τις οδηγίες για να καταχωρήσει τις επίμαχες προσωπικές σημειώσεις καθώς και η αιτήτρια. Αναφορικά με την αιτήτρια η κα Δ. ανέφερε ότι προέβηκε στην εν λόγω καταχώρηση χωρίς να ζητήσει οδηγίες από αυτήν αλλά ούτε και ως ανέφερε ρώτησε την αιτήτρια οτιδήποτε επί τούτου, αφού ως δήλωσε καθημερινά προβαίνει στην καταχώρηση εκατοντάδων εγγράφων σε φακέλους και είναι πρακτικά αδύνατο να τη ρωτά για όλα. Ωστόσο δε ανέφερε ότι μετά και την αποχώρηση της Α., η ίδια ενημέρωσε προφορικώς την αιτήτρια ότι καταχώρησε κάποιες σημειώσεις της Α. σε φάκελο. Σε ερώτηση δε της Επιτρόπου κατά πόσον η αιτήτρια ζήτησε να ενημερωθεί τι είδους σημειώσεις καταχωρήθηκαν, η κα Δ. απάντησε αρνητικά.

 

Ακολούθως, ήτοι στις 25.4.2019 υποβλήθηκε σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης από το εργαστήριο γραφολογίας της Αστυνομίας  αναφορικά με τη γραφή και κατ΄ επέκταση με το συντάκτη της συγκεκριμένης καταχώρησης στον εν λόγω υπηρεσιακό φάκελο.

 

Τελικώς στις 21.5.2019, η καθ΄ης η αίτηση έκρινε πειθαρχικά ενοχή την αιτήτρια επιβάλλοντας της την ποινή της επίπληξης. Κρίνεται σκόπιμο να παρατεθεί αυτούσια η απόφαση της καθ΄ης η αίτηση, ως αυτή καταγράφεται στα τηρηθέντα πρακτικά ημερομηνίας 21.5.2019:

 

«Η Επίτροπος Διοικήσεως, ως αρμόδια αρχή, δυνάμει των άρθρων 81(2)(α) και 82 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως (Αρ.3) 2017 και σε συνέχεια της πειθαρχικής έρευνας που διενεργήθηκε στις 20/3/2019 και στις 11/4/2019 εναντίον υπαλλήλων του Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως για ενδεχόμενη διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων, έκρινε, αφού άκουσε τις ενδιαφερόμενες υπαλλήλους σε σχέση τόσο με τα υπό διερεύνηση γεγονότα, όσο και με την επιμέτρηση της ποινής, ότι έχει στοιχειοθετηθεί εναντίον τους η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος και συγκεκριμένα:

A) Εναντίον της κας[..]

B) Εναντίον της κας Α.Π., έχει στοιχειοθετηθεί το πειθαρχικό παράπτωμα της παράλειψης εκτέλεσης των καθηκόντων της Θέσης της, καθώς επίσης και αδιαφορία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της ως Γραμματειακής Λειτουργού, η οποία ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένης Αρχείου, καθώς όπως προέκυψε από την έρευνα, παρέλειψε να επιβλέψει και να ελέγξει ικανοποιητικά το γραμματειακό προσωπικό, και συγκεκριμένα την κα Δ., την ευθύνη της οποίας έχει για την εργασία που η τελευταία εκτελεί, με συνέπεια να επιτρέψει να καταχωρηθούν με ερυθρά, σε επίσημο φάκελο του Γραφείου, προσωπικές χειρόγραφες σημειώσεις Βοηθού Γραμματειακού Λειτουργού που δεν φέρουν την μονογραφή της Επιτρόπου, κατά παράβαση της ισχύουσας διαδικασίας, παρόλο όπως προέκυψε από την έρευνα, ήταν παρούσα κατά την συζήτηση για καταχώρηση των προσωπικών σημειώσεων της Βοηθού Γραμματειακού Λειτουργού που δεν έφεραν μονογραφή και ενημέρωση Επιτρόπου, ενώ ενημερώθηκε, επίσης άμεσα από την κα. Διονυσίου ότι καταχώρησε κάποιες προσωπικές σημειώσεις της κας Α., Βοηθού Γραμματειακού Λειτουργού σε επίσημο φάκελο του Γραφείου.

2.Για την παράλειψη εκτέλεσης του πιο πάνω καθήκοντος, η Επίτροπος αποφάσισε όπως επιβάλλει τις ακόλουθες ποινές:

-[..]

Στην κα Α. Π., την ποινή της επίπληξης.»

 

Η πιο πάνω απόφαση κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 24.5.2019, η νομιμότητα της οποίας συνιστά και το αντικείμενο της παρούσας Προσφυγής.

 

Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης η πλευρά της αιτήτριας εισηγείται ότι η καθ΄ης η αίτηση ενήργησε αναρμοδίως αφού δεν συνιστούσε κατά το άρθρο 82(1) του Ν.1/90 την «αρμόδια αρχή» καθώς και ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των όσων προνοούνται στο άρθρο 82(2) του Ν.1/90 και κατά παράβαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, το οποίο κατά τις εισηγήσεις, ουδέποτε δόθηκε ουσιαστικά στην αιτήτρια, παρά μόνο παρασχέθηκε με παράνομο και ψευδεπίγραφο τρόπο με γενικές αόριστες και ασαφείς κατηγορίες και χωρίς να προηγηθεί ενδοτμηματική έρευνα και λήψη των σχετικών εγγράφων και μεταγενέστερων καταθέσεων. Ειδικότερα η πλευρά της αιτήτριας και προς υποστήριξη της θέσης της υποβάλλει με συναφή παραπομπή σε νομολογία και συγγράμματα ότι η αιτήτρια δεν κλητεύθηκε εγκαίρως και δεν παρασχέθηκε στην αιτήτρια επαρκής και ικανός χρόνος προκειμένου να προετοιμάσει τις απόψεις της καθώς και να της δοθεί η δυνατότητα να τύχει νομικής συμβουλής αφού με την επιστολή της Επιτρόπου ημερομηνίας 20.3.2019, η οποία κατά την αιτήτρια της δόθηκε δυο λεπτά πρωθύστερα, η αιτήτρια καλείτο να παραστεί ενώπιον της Επιτρόπου κατά την ίδια ημέρα και συγκεκριμένα στις 14:30μ.μ,  επιστολή  στην  οποία, ως η αιτήτρια τονίζει, δεν κατεγράφετο οποιοδήποτε πραγματικό περιστατικό, γεγονός ή στοιχείο ώστε να εξειδικεύεται ειδικώς και με σαφήνεια η φερόμενη ως πειθαρχικά επιλήψιμη συμπεριφορά της αιτήτριας. Επί τούτου η αιτήτρια υποβάλλει ότι δια της εν λόγω επιστολής η αιτήτρια καλείτο να παραθέσει τις απόψεις της αναφορικά με αόριστες και ασαφείς κατηγόριες και δη τη διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων που αφορούν σε αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της καθώς και την παράλειψη να εκτελέσει τα καθήκοντά της χωρίς όμως η ίδια να γνωρίζει τα καταλογιζόμενα πραγματικά περιστατικά του αποδιδόμενου πειθαρχικού παραπτώματος και χωρίς να έχει προηγουμένως διεξαχθεί ενδοτμηματική έρευνα επί του θέματος. Η καθ΄ης η αίτηση, συνεχίζει η αιτήτρια ενήργησε κατά παράβαση του ουσιώδους και διατεταγμένου τύπου του άρθρου 82(2) του Ν. 1/90 καθώς και κατά παράβαση του Κανονισμού 4 του Δεύτερου Πίνακα (Άρθρο 81(2)(β) Μέρος Ι του Ν. 1/90 αφού ουδόλως παρασχέθηκαν στην αιτήτρια αντίγραφα των μαρτυρικών καταθέσεων και οποιωνδήποτε άλλων σχετικών εγγράφων καθώς και η ευκαιρία να ακουστεί ουσιαστικά, αποτελεσματικά και λυσιτελώς ενώ πουθένα δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε κρίση της καθ΄ης η αίτηση ότι διαπράχθηκαν πειθαρχικά παραπτώματα τα οποία θα μπορούσαν να εκδικασθούν συνοπτικά. Αποτελεί δε βασική θέση της αιτήτριας ότι «τα όσα αποτέλεσαν το όποιο υπόβαθρο των πειθαρχικών κατηγοριών προέκυψαν από μεταγενέστερες καταθέσεις, τις οποίες η αιτήτρια δεν γνώριζε και ουδέποτε τοποθετήθηκε επ' αυτών». Συναφώς η αιτήτρια επισημαίνει ότι κατέθεσαν 5 άτομα εκτός της αιτήτριας «και κανένα εξ αυτών δεν ανέφερε καν το όνομα της αιτήτριας στις καταθέσεις τους, πόσο μάλλον να την εμπλέξει». Μάλιστα, συνεχίζει η αιτήτρια, η κα Δ. στα πλαίσια της αρχικής της κατάθεσης και σε ερώτηση της Επιτρόπου αναφορικά με το κατά πόσο ήταν ενήμερη η αιτήτρια, ανέφερε ότι η ίδια δεν ενημέρωσε την αιτήτρια για οποιαδήποτε χειρόγραφη καταχώρηση, ενώ από τις καταθέσεις των υπόλοιπων γραμματειακών λειτουργών προκύπτει ότι ο επίμαχος φάκελος βρισκόταν συνεχώς κλειδωμένος στο συρτάρι του γραφείου της κας Γ.Α. Η μόνη δε αναφορά στο όνομα της αιτήτριας διενεργήθηκε στη συμπληρωματική κατάθεση της κας Δ., χωρίς όμως να λάβει γνώση αυτής και του περιεχομένου της η πειθαρχικά διωκομένη αιτήτρια. Τονίζει δε η πλευρά της αιτήτριας ότι ενώ η αιτήτρια κλήθηκε σε ακρόαση μόνο στις 20.3.2019- καθώς και μια άλλη φορά για σκοπούς επιβολής πειθαρχικής ποινής και χωρίς μάλιστα να καταγραφούν επί αυτού τα διαμειφθέντα- εντούτοις στην επιστολή ημερομηνίας 24.5.2019 που της αποστάληκε γίνεται αναφορά σε πειθαρχική έρευνα που έγινε τόσο στις 20.3.2019 όσο και σε μεταγενέστερη της ακρόασης της αιτήτριας ημερομηνία ήτοι στις 11.4.2019. Συνεπώς, καταλήγει η πλευρά της αιτήτριας, διεξήχθη έρευνα για την οποία η αιτήτρια «ουδόλως είχε γνώση ύπαρξης και γνώση των περιστατικών και του υλικού αυτής» με αποτέλεσμα να παραβιάζεται το δικαίωμα της αιτήτριας για προηγούμενη ακρόαση. Πρόσθετα των ανωτέρω η αιτήτρια διατείνεται ότι υπήρξε έλλειψη πρακτικού, ότι η διαδικασία που έλαβε χώρα στις 20.3.2019 διεξήχθη από διμελή επιτροπή και όχι μόνο από την Επίτροπο και εν τη παρουσία ως πρακτικογράφου Λειτουργού της Επιτρόπου Διοικήσεως και υπό συνθήκες μεροληπτικές αφού, ως ισχυρίζεται, ζητείτο από την αιτήτρια να απαντήσει καταφατικά ή αρνητικά στις ερωτήσεις που της υποβάλλονταν καθώς και ότι η επίδικη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση της αρχής της αμεροληψίας καθότι στο πρόσωπο της Επιτρόπου συνέπιπταν η ιδιότητα του ατόμου που άσκησε την πειθαρχική δίωξη και του προσώπου που επέβαλε την ποινή.

 

Αντίθετα η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση απορρίπτοντας όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς, υποστηρίζει ότι η πειθαρχική διαδικασία διεξήχθη από την αρχή μέχρι το τέλος στα πλαίσια της νομιμότητας και η απόφαση της καθ΄ης η αίτηση ήταν ορθή και εύλογα επιτρεπτή καθώς και ότι η αιτήτρια άσκησε το δικαίωμα ακρόασης της στις 20.3.2019. Συναφώς τονίζεται ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν αυτή της συνοπτικής εκδίκασης δυνάμει των άρθρων 81(2)(α) και 82 του Ν.1/90 και επομένως όλοι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας θα πρέπει να απορριφθούν ως μη ανταποκρινόμενοι στους κανόνες της συνοπτικής εκδίκασης πειθαρχικών παραπτωμάτων. Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι δεν διεξήχθη προηγούμενη έρευνα κατά παράβαση των όσων απαιτούνται από το άρθρο 82 του Ν.1/90, η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση αντιτείνει ότι διεξήχθη έρευνα, η οποία ήταν πλήρης και δια της οποίας στοιχειοθετήθηκαν πλήρως οι παραβάσεις για τις οποίες κατηγορήθηκε η αιτήτρια. Κατά την καθ΄ης η αίτηση «η  έρευνα η οποία προηγήθηκε της προσβαλλόμενης απόφασης διεξήχθη σε 2 ημερομηνίες, δηλαδή στις 20/03/2019 και στις 11/04/2019», ενώ στις 23.4.2019 παραλήφθηκε πόρισμα πραγματογνώμονα γραφολόγου αναφορικά με την ταυτοποίηση του προσώπου που προχώρησε στις επίδικες καταχωρήσεις. Αλλά ακόμα και εάν ήθελε θεωρηθεί, συνεχίζει η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση, ότι υπήρξε κάποια παρέκκλιση από κάποιον τύπο που απαιτεί ο Νόμος, αυτή ήταν επουσιώδης και δεν επέδρασε στο αποτέλεσμα της προσβαλλόμενης απόφασης ώστε να δικαιολογεί την ακύρωση της. Υποβάλλεται δε ότι η αιτήτρια, η οποία γνώριζε επακριβώς τις κατηγορίες που συνιστούσαν τη βάση του εξεταζόμενου σε βάρος της παραπτώματος, άσκησε το δικαίωμα ακρόασης της στις 20.3.2019, παραθέτοντας τις απόψεις της επί των ερωτημάτων που της τέθηκαν καθώς και ότι η καθ΄ης η αίτηση μετά και τη λήψη των καταθέσεων από μέρους των λοιπών υπαλλήλων, κάλεσε εκ νέου την αιτήτρια στις 20.3.2019, θέτοντας της πρόσθετα ερωτήματα, επί των οποίων η αιτήτρια είχε το δικαίωμα να απαντήσει. Καταλήγει δε η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση, ότι η επίμαχη κρίση της καθ΄ης η αίτηση «βασίσθηκε στις ληφθείσες καταθέσεις και αιτιολογήθηκε επαρκώς στο πρακτικό της 21/05/2019» καθώς και ότι η υποκειμενική κρίση της καθ'ης η αίτηση αναφορικά με τη συμπεριφορά της αιτήτριας εκφεύγουν του ακυρωτικού ελέγχου.

 

Προέχει η εξέταση του ισχυρισμού της αιτήτριας περί της προβαλλόμενης αναρμοδιότητας της Επιτρόπου για λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Τούτο διότι, ως διατείνεται η αιτήτρια, η καθ΄ης η αίτηση δεν αποτελούσε την «αρμόδια αρχή» κατά το άρθρο 82(1) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου Ν. 1/90, αφού η αιτήτρια «ανήκει στο Γραμματειακό Προσωπικό και υπάγεται στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού και όχι στο Γραφείο της Επιτρόπου, από το οποίο δεν πληρώνεται» και συνεπώς «αρμόδια αρχή» ήταν η Διευθύντρια του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ή ο Υπουργός Οικονομικών ή εκ μέρους του ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών.

 

Η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση, απορρίπτοντας τα όσα εισηγήθηκε η αιτήτρια περί αναρμοδιότητας της Επιτρόπου, αντέτεινε με παραπομπή στο άρθρο 4 του περί Επίτροπου Διοικήσεως Νόμου Ν. 3/91 όπου μεταξύ άλλων προβλέπεται ότι τα μέλη του προσωπικού του Γραφείου του Επιτρόπου είναι μέλη της δημόσιας υπηρεσίας και διορίζονται όπως προβλέπεται στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο, ότι η αιτήτρια η οποία υπηρετούσε ως Γραμματειακή Λειτουργός και ασκούσε καθήκοντα Προϊσταμένης Αρχείου στο Γραφείο της Επίτροπου Διοικήσεως «αποτελούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο μέλος του προσωπικού του Γραφείου της Επιτρόπου και μέλος της Δημόσιας Υπηρεσίας». Δια τούτο εισηγήθηκε η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση ότι στην περίπτωση της αιτήτριας τύγχαναν εφαρμογής αναφορικά με τον πειθαρχικό έλεγχο οι διατάξεις του Ν.1/90 και δη το άρθρο 82(1) του Ν. 1/90 δια του οποίου προνοείται ότι η αρμόδια αρχή έχει εξουσία να εκδικάζει συνοπτικά ορισμένα παραπτώματα. Κατά τη θέση της καθ΄ης η αίτηση ο ισχυρισμός τη αιτήτριας θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος αφού η ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2 του Ν.1/90, ρητώς καθορίζει ως αρμόδια αρχή και «τον προϊστάμενο Ανεξάρτητου Γραφείου ή Υπηρεσίας για τους υπαλλήλους τέτοιου Γραφείου ή Υπηρεσίας». Συνεπώς, σύμφωνα πάντοτε με την καθ΄ης η αίτηση, καθίσταται σαφές ότι η Επίτροπος, ως προϊστάμενη του Γραφείου της, είναι και η αρμόδια αρχή αναφορικά με τους υπαλλήλους που εργάζονται στο Γραφείο της. Υποβάλλει δε περαιτέρω η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση ότι «η πιο πάνω εξειδικευμένη αναφορά στην έννοια της αρμόδιας αρχής στην περίπτωση υπαλλήλων ανεξάρτητου γραφείου ή υπηρεσίας, δεν αφήνει περιθώριο διαφορετικής ερμηνείας και υπαγωγής των εν λόγω υπαλλήλων κάτω από διαφορετική Αρμόδια Αρχή» η αξιολόγηση των οποίων, ως πρόσθετα υποβάλλει, διενεργείται μόνο από την Επίτροπο αφού αποτελούν προσωπικό του Γραφείου της περιλαμβανομένου πάντοτε και του γραμματειακού προσωπικού.

 

Ο ισχυρισμός της αιτήτριας δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη. Τούτο δε, διότι δεν αποκαλύπτεται το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο που να επιτρέπει την εξέταση του, ώστε αυτός παρέμεινε επί της ουσίας ατεκμηρίωτος και εν τέλει ουσιαστικά μετέωρος και χωρίς περιθώρια εξέτασης του (Σάββας Βασίλης κ.α v Πανεπιστήμιου Κύπρου (Υπόθεση αρ. 752/12, ημερομηνίας 4/3/15, ECLI:CY:AD:2015:D154).

 

Με δεδομένο ότι συμφώνως με την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 1/90 παρέχεται στην Επίτροπο, ως αρμόδια αρχή, να ασκεί για τους υπάλληλους του Γραφείου της την εξουσία που διαλαμβάνεται στο άρθρο 82(1) του Ν. 1/90 ήτοι να εκδικάζει συνοπτικά ορισμένα πειθαρχικά αδικήματα καθώς και με δεδομένη τη παραδοχή της ίδιας της αιτήτριας στα γεγονότα της Προσφυγής ότι η αιτήτρια υπηρετεί στο Γραφείο της Επιτρόπου από την ίδρυση του ήτοι από το 1991 αλλά και τη θέση της καθ΄ης η αίτηση ότι η αιτήτρια αποτελούσε μέλος του γραμματειακού προσωπικού του Γραφείου της Επιτρόπου, είναι η αιτήτρια που όφειλε να είχε καταδείξει με επαρκή στοιχεία ποιο ήταν  αυτό το καθεστώς  επί τη βάσει του οποίου υπηρετούσε για 28 συναπτά έτη στο Γραφείο της Επιτρόπου και το οποίο κατά τη θέση της δεν την καθιστούσε υπάλληλο του Γραφείου της Επίτροπου, ώστε πλέον να τίθεται βάσιμα ζήτημα αναρμοδιότητας της καθ΄ης η αίτηση για λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ως αρμόδιας αρχής. Επί της ουσίας η αιτήτρια ουδέν έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου και δη με τον κατάλληλο δικονομικά τρόπο ώστε να αποδείξει, ως είχε και το βάρος απόδειξης, ότι δεν ήταν πράγματι υπάλληλος του Γραφείου της Επιτρόπου. Ούτε και όμως το υπαλληλικό καθεστώς της αιτήτριας και οι περιστάσεις που το περιβάλλουν (π.χ Σχέδιο Υπηρεσίας, τυχόν απόσπαση) αποκαλύπτεται έστω από τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεθέντα στοιχεία και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Η δε γενική και μόνο αναφορά στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας ότι η αιτήτρια υπάγεται στο γραμματειακό προσωπικό του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού και δεν πληρώνεται από το Γραφείο της Επιτρόπου, ουδόλως μπορεί να συνιστά μαρτυρία ως προς την υπηρεσιακή κατάσταση της αιτήτριας δεδομένου ότι κατά πάγια νομολογία οι ισχυρισμοί που προβάλλονται σε γραπτές αγορεύσεις δεν αποδεικνύουν πραγματικά γεγονότα αλλά ούτε μια τέτοια αναφορά επαρκεί από μόνη της και χωρίς καμία τεκμηρίωση για να αποσείσει το βάρος απόδειξης που έφερε η αιτήτρια και να κλονίσει το τεκμήριο της νομιμότητας που περιβάλλει κάθε διοικητική πράξη (Αρχή Τηλεπικοινωνίων Κύπρου v Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου  (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 36/2021, ημερομηνίας 15/10/24)ΕΖΕ v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 36/16, ημερομηνίας 19/5/22) Θεοφάνους v Οργανισμού Γεωργικής Ασφάλισης(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 142/19, ημερομηνίας 25/1/24).

 

Επί τούτου, απόλυτα σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Αρχή Τηλεπικοινωνίων Κύπρου v Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 36/2021, ημερομηνίας 15/10/24) τα οποία και παραθέτω:

 

«Στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας το οποίο ασκεί, το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι η προσβαλλόμενη πράξη καλύπτεται από τεκμήριο νομιμότητας, όπερ σημαίνει ότι η Εφεσίβλητη δεν υποχρεούται να αποδείξει τη νομιμότητα της διοικητικής της κρίσης. Τουναντίον, είναι ο προσφεύγων που βαρύνεται να αποδείξει (βάσει των στοιχείων του διοικητικού φακέλου ή προσάγοντας δικονομικά αποδεκτή μαρτυρία) ότι η Εφεσίβλητη υπέπεσε σε παρανομία, ώστε να πείσει το Δικαστήριο να άρει το πέπλο νομιμότητας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 160/2019 POP LIFE SHOPS LTD ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.3.2024)[..]

 

Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι εντός αγορεύσεων αντεγκλήσεις και αμφισβητήσεις του εύλογου και της νομιμότητας των διοικητικών ενεργειών δεν συνιστούν επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο και -στην απουσία αποδεικτικού υπόβαθρου- παραμένουν λόγος χωρίς αντίκρισμα (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 47/2021 Miah ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 25.9.2024).»

 

Επομένως και με δεδομένο ότι δεν καταδείχθηκε το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο που να επιτρέπει την εξέταση του ισχυρισμού της αιτήτριας περί του ότι η Επίτροπος δεν ήταν εν τη εννοία του Νόμου η αρμόδια αρχή, διαπιστώνεται ότι δεν χρειάζεται οποιαδήποτε περαιτέρω ενασχόληση του Δικαστηρίου αφού αυτή και υπό τις περιστάσεις, θα απέληγε  χωρίς οποιοδήποτε πρακτικό αποτέλεσμα συνιστώντας, εν τέλει, απλή ακαδημαϊκή ή θεωρητική ενασχόληση με νομικά ζητήματα, κάτι που η πάγια νομολογία δεν επιδοκιμάζει (Δημοκρατία κ.α Philips College Ltd (Ε.Δ.Δ αρ. 77/18, ημερομηνίας 10/4/2 4) Tudor (2011) 1Α.Α.Δ. 1176, Mohammed Marta Ayeredin ν. Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 753) Χριστοφόρου και άλλων v Δημοκρατίας (Αναθ. Έφεση αρ.32/14, ημερομηνίας 30/1/2020).

 

Συνεπώς και επί τη βάσει των όσων έχουν λεχθεί, ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας της καθ΄ης ης η αίτηση απορρίπτεται.


Προχωρώ να εξετάσω τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, όπως αυτοί αναπτύχθηκαν στη γραπτή της αγόρευση και συγκεκριμένα τα όσα εγείρονται περί παραβίασης των προνοιών του άρθρου 82(2) του Ν. 1/90 τα οποία είναι άμεσα συνυφασμένα με τον πρόσθετο ισχυρισμό που προωθεί η αιτήτρια περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης και τη μη διενέργεια προηγούμενης ενδοτμηματικής έρευνας και λήψης εκ μέρους της αιτήτριας εγγράφων και μαρτυρικών καταθέσεων.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις θέσεις των ευπαίδευτων συνήγορων σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης.

 

Καταρχάς οφείλει να υπονησθεί ότι δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου να υπεισέλθει στην εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων και στην υποκειμενική κρίση της καθ΄ης η αίτηση επί των καταλογισθέντων παραπτωμάτων της αιτήτριας. Εκείνο δε που συνιστά αντικείμενο αναθεωρητικού ελέγχου είναι το νομότυπο της όλης διαδικασίας, εάν, δηλαδή, τηρήθηκαν τα εχέγγυα της  πειθαρχικής δίκης και οι διασφαλίσεις που ενσωματώνουν τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης υπό το φως πάντοτε και των όσων διαλαμβάνονται στις νομοθετικές διατάξεις που διέπουν το υπό εξέταση ζήτημα (Δημοκρατία ν. Χανιάν (1998) 3 Α.Α.Δ. 690  Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως κ.ά. ν. Παναγή κ.ά., Α.Ε. 47/14, 25.2.2021, ECLI:CY:AD:2021:C71 και Δημοκρατία ν. Ζαχαρίογλου, ΕΔΔ104/18, 25.1.2024). Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι είναι ορθή η θέση της καθ΄ης η αίτηση ότι η διαδικασία που διενεργήθηκε αφορά σε περίπτωση εκδίκασης πειθαρχικών αδικημάτων με συνοπτικό τρόπο δυνάμει του άρθρου 82 του Ν.1/90. Πλην όμως τούτο δεν συνεπάγεται, ως η εισήγηση της καθ΄ης η αίτηση, ότι όλοι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας θα έπρεπε να απορριφθούν επειδή επρόκειτο περί συνοπτικής διαδικασίας.

 

Δοθέντος ότι η αιτήτρια μεταξύ άλλων εισηγείται ότι παραβιάστηκαν τα όσα προνοούνται στο άρθρο 82(2) του Ν. 1/90 κρίνεται σκόπιμη η εξ υπαρχής παράθεση των σχετικών νομοθετικών διατάξεων των άρθρων 81 και 82 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου Ν. 1/90 που διέπουν την υπό κρίση πειθαρχική διαδικασία, επίκληση των οποίων διενεργήθηκε και από την ίδια την καθ΄ης αίτηση στις επιστολές της ημερομηνίας 20.3.2019 και οι οποίες προβλέπουν τα ακολούθα:

 

Στο δε άρθρο 81 του Ν.1/90 , ως εδώ ενδιαφέρουν, προνοείται ότι:

 

«81.-(1) [..]

(2) Αν καταγγελθεί στην αρμόδια αρχή ή υποπέσει στην αντίληψη της ότι δημόσιος υπάλληλος δυνατόν να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα, η αρμόδια αρχή οφείλει να μεριμνήσει αμέσως όπως:

(α) Αν το παράπτωμα είναι από εκείνα που αναγράφονται στο Μέρος 1 του Πρώτου Πίνακα, διεξαχθεί ενδοτμηματική έρευνα κατά τρόπο που θα ορίσει η ίδια και ενεργεί όπως προνοείται στο άρθρο 82.[...]»

 

        Στο δε άρθρο 82, προνοούνται τα ακόλουθα:

«82.-(1) Η αρμόδια αρχή έχει εξουσία να εκδικάζει συνοπτικά οποιαδήποτε πειθαρχικά παραπτώματα που αναγράφονται στο Μέρος I του Πρώτου Πίνακα και να επιβάλλει οποιαδήποτε από τις ποινές οι οποίες αναγράφονται στο Μέρος II του Πίνακα αυτού.

(2) Όταν κατά την ενδοτμηματική έρευνα που διεξήχθηκε σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 81 η αρμόδια αρχή κρίνει ότι διαπράχθηκε πειθαρχικό παράπτωμα που μπορεί να εκδικαστεί συνοπτικά, τότε στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο παρέχονται αντίγραφα των μαρτυρικών καταθέσεων και οποιωνδήποτε άλλων σχετικών εγγράφων που υπάρχουν, καθώς και η ευκαιρία να ακουστεί.

(3) Αφού ακούσει τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο, η αρμόδια αρχή μπορεί να του επιβάλει οποιαδήποτε από τις ποινές που αναγράφονται στο Μέρος II του Πρώτου Πίνακα, αφού προηγουμένως τον ακούσει για την επιμέτρηση της ποινής.

(4) [..]»

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Εν προκειμένω καθίσταται σαφές από τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση περίπτωση ότι η απόφαση για διενέργεια ενδοτμηματικής έρευνας λήφθηκε στις 20.3.2019. Κατά την ίδια δε ημέρα η αιτήτρια κλήθηκε με επιστολή της καθ΄ης η αίτηση ημερομηνίας 20.3.2019 να παραθέσει, ως ρητώς κατεγράφετο στην εν λόγω επιστολή, στα πλαίσια άσκησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, τις απόψεις της καθότι, ως αυτολεξεί κατεγράφετο στην εν λόγω επιστολή, η καθ΄ης η αίτηση διερευνούσε την από μέρους της αιτήτριας διάπραξη πειθαρχικών αδικημάτων που αφορούσαν σε αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της καθώς και την παράλειψη να εκτελέσει τα καθήκοντα της. Ως δε καταγράφεται στο ίδιο το πρακτικό ημερομηνίας 20.3.2019 η Επίτροπος κάλεσε κατά διαδοχική σειρά 6 υπάλληλους, περιλαμβανομένης και της αιτήτριας «για να τοποθετηθούν επί του υπό διερεύνηση θέματος». Σε σχέση δε με την αιτήτρια η οποία κλήθηκε πρώτη στη σειρά, η καθ΄ης η αίτηση «της ανέφερε ότι διενεργεί πειθαρχική έρευνα εναντίον της» αναφορικά με την καταχώρηση πρόχειρων και προσωπικών σημειώσεων, υπό μορφή ημερολογίου, των δύο ιδιαίτερων γραμματέων της σε επίσημο φάκελο του Γραφείου.

 

Τα πιο πάνω βεβαίως καταγράφονται για να φανερωθεί το προφανές γεγονός, το οποίο παρέμεινε αναντίλεκτο, ήτοι ότι στις 20.3.2019, ημέρα κατά την οποία παρασχέθηκε από την καθ΄ης η αίτηση το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης στην αιτήτρια, η έρευνα δεν είχε τελειωθεί και ολοκληρωθεί.

 

Η έρευνα αυτή ως ρητώς καταγράφεται στην επίδικη απόφαση και επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου αλλά ως άλλωστε παραδέχεται και η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση στη γραπτή της αγόρευση συνεχίστηκε και στις 11.4.2019 ήτοι 20 περίπου ημέρες αργότερα όταν ως καταγράφεται στα ίδια τα πρακτικά ημερομηνίας 11.4.2019 λήφθηκε από την κα Δ. «συμπληρωματική κατάθεση σε συνέχεια της αρχικής της μαρτυρίας η οποία εδόθη στις 30/3/2019.»  Παρεμβάλλεται δε ότι η έκθεση γραφολόγου της Αστυνομίας, η οποία ζητήθηκε από την καθ΄ης η αίτηση προς ταυτοποίηση του προσώπου το οποίο προέβηκε σε συγκεκριμένη καταχώρηση, υποβλήθηκε στις 25.4.2019.

 

Σύμφωνα όμως με τα όσα επιτάσσονται στο άρθρο 82 (2) του Ν.1/90, μετά τη διεξαγωγή ενδοτμηματικης έρευνας  και αφού η αρμόδια αρχή κρίνει ότι διαπράχθηκε πειθαρχικό παράπτωμα που μπορεί να εκδικαστεί συνοπτικά «τότε στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο παρέχονται αντίγραφα των μαρτυρικών καταθέσεων και οποιωνδήποτε άλλων σχετικών εγγράφων που υπάρχουν, καθώς και η ευκαιρία να ακουστεί.»

 

Η αιτήτρια δικαίως παραπονείται αφού η πιο πάνω διαδικασία δεν έχει τηρηθεί. Η αιτήτρια κλήθηκε να ασκήσει το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης της προτού ολοκληρωθεί η έρευνα και χωρίς να της δοθούν εκείνα τα αντίγραφα των καταθέσεων και των εγγράφων, τα οποία συνιστούσαν κατ΄ουσίαν και τον απότοκο της έρευνας κατά παράβαση της διαδικασίας που προνοείται στο άρθρο 82 (2) του Νόμου. Η πιο πάνω διαπίστωση επιβεβαιώνεται από το ίδιο το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου το οποίο επιμαρτυρεί ότι στην προκειμένη περίπτωση καμία κατάθεση ή έγγραφο παρασχέθηκε στην αιτήτρια.

 

Η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση, εισηγήθηκε ότι ακόμα και να υπήρξε κάποια παρέκκλιση από κάποιο τύπο που απαιτεί ο Νόμος η παρέκκλιση αυτή είναι επουσιώδης.

 

 Δεν θα συμφωνήσω με τη θέση της καθ’ ης η αίτηση. Κατά πάγια νομολογία η παράβαση τύπου διακρίνεται σε ουσιώδη και μη, η δε κρίση κατά πόσο είναι ουσιώδης ή μη ανήκει στο Δικαστήριο. Τα κριτήρια δε που λαμβάνονται υπόψη για το σχηματισμό αυτής της κρίσης σχετίζονται με τη σημασία που η διαδικαστική ενέργεια ή η παράλειψη ενέχει αναφορικά με την προστασία του διοικούμενου, την καλή λειτουργία της ίδιας της διοίκησης και το δικαστικό έλεγχο της πράξης. Το κατά πόσον η παράβαση τύπου είναι ουσιώδης ή όχι, εξαρτάται από την επίδραση που έχει η παράλειψη του τύπου στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης ή από τη βλάβη που προκάλεσε στον αιτητή (Δωροθέα Μιχαήλ Φέσα κ.α v Δημοκρατίας (Αναθεωρητική Έφεση αρ.10/16, ημερομηνίας 1/3/23), ECLI:CY:AD:2023:C74 Παπαλουκάς κ.ά. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 656) M.E.S.C.O Ltd και Δημοκρατίας( Υπόθεση αρ.1777/18, ημερομηνίας 25/5/21).

 

Εν προκειμένω κρίνω ότι η παράλειψη συμμόρφωσης με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 82(2) του Νόμου, συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου, αφού τα όσα εκεί διαλαμβάνονται καθιστούν σαφές ότι ακόμα και σε διαδικασίες εκδίκασης πειθαρχικών αδικημάτων συνοπτικής φύσεως, διασφαλίζεται όχι μόνο η παροχή δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, ως άλλωστε επιτάσσεται και από τις παγιωμένες αρχές που διέπουν πειθαρχικής φύσεως διαδικασίες, αλλά και η παροχή στον ενδιαφερόμενο των αντιγράφων των μαρτυρικών καταθέσεων και των σχετικών εγγράφων, ως στοιχεία, άλλωστε, αναγκαία  για την άσκηση τέτοιου δικαιώματος. Τούτο μάλιστα παρέχει αφενός στο διοικούμενο να λάβει γνώση όλων των στοιχείων της υπόθεσης του και να τοποθετηθεί επί αυτών και αφετέρου να διασφαλιστεί η καλύτερη ενημέρωση της διοίκησης, η οποία θα έχει την ευκαιρία να αξιοποιήσει την ακρόαση του διοικούμενου, ο οποίος είναι δυνατόν να εισφέρει στην ορθότερη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών (Κωνσταντινίδης v Πανεπιστήμιο Κύπρου ( Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.93/16, ημερομηνίας 11/9/23) (Θεόδωρος Κωνσταντίνου (2000) 4Β Α.Α.Δ 1194) «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Τόμος ΙΙ, 15η έκδοση, σελ. 134, του Ε. Σπηλιωτόπουλου όπου αναφέρεται ότι αποτελεί ουσιώδη τύπο η παροχή στο διοικούμενο της δυνατότητας άσκησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, Διοικητικό Δίκαιο», Γενικό Μέρος, 3η Έκδοση, του Δ. Κόρσου, στη σελ. 420(βλ. Σύγγραμμα Π. Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο (7η Αναθεωρημένη Έκδοση), στις σελ. 278 και 279) βλ. Μ. Στασινόπουλος, Το  Δικαίωμα Υπερασπίσεως ενώπιον των Διοικητικών Αρχών, 1974, σελ. 50).

 

Απόλυτα σχετικά είναι τα όσα υπομνήσθηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Άδωνης Τσολάκης v Δημοκρατίας (1993) 4Α Α.Α.Δ 109, η οποία αφορούσε περίπτωση συνοπτικής εκδίκασης πειθαρχικών παραπτωμάτων δυνάμει των προνοιών του άρθρου 82 (2) του Ν.1/90, Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Οι λόγοι ακυρότητας που προβάλλονται από το δικηγόρο του αιτητή στη γραπτή του αγόρευση, είναι βασικά δυο. Ο πρώτος λόγος αφορά την εισήγηση πως η αρμόδια Αρχή ενέργησε παράνομα, γιατί δεν έδωσε στον αιτητή αντίγραφα των μαρτυρικών καταθέσεων, όπως προνοεί το άρθρο 82(2) του Περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου ( Ν.1/90) και κατά συνέπεια, του στέρησε το δικαίωμα να ακουστεί. Ο δεύτερος λόγος ακυρότητας αφορά εισήγηση περί πλάνης ή αυθαιρεσίας ή κακής αντίληψης των γεγονότων από μέρους της αρμόδιας Αρχής, δεδομένου ότι αυτή θεώρησε άσχετη την υπεράσπιση του αιτητή, όπως αυτή διατυπώθηκε στο Σημείωμα (Παράρτημα V στην ένσταση), με την υπό εξέταση υπόθεση.[..]

 

Η δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση, όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρότητας, εισηγήθηκε πως, όπως φαίνεται από το Σημείωμα (Παράρτημα V στην ένσταση), επεξηγήθηκε στον αιτητή επακριβώς η υπόθεση εναντίον του, καθώς και οι καταθέσεις και καταγγελίες που υπήρχαν εις βάρος του. Συνεπώς, δεν επηρεάστηκε με κανένα τρόπο η θέση του αιτητή και είχε την ευκαιρία να υπερασπίσει τον εαυτό του χωρίς επηρεασμό. Επίσης υπέβαλε πως αν θεωρηθεί πως η παράλειψη ήταν παρατυπία, η παρατυπία αυτή δεν ήταν ουσιώδης για να επιφέρει ακυρότητα.

 

Η πρόνοια του Άρθρου 82(2) του Ν.1/90, περί παροχής στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο αντιγράφων των μαρτυρικών καταθέσεων και οποιωνδήποτε άλλων σχετικών εγγράφων που υπάρχουν, δεν υπάρχει στις πρόνοιες του αντίστοιχου άρθρου 81(2) των Περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων του 1967-1987, που καταργήθηκαν [..]

 

Λόγο ακύρωσης μιας διοικητικής πράξης δε συνιστά κάθε παράβαση των κανόνων της διαδικασίας, αλλά μόνον των τύπων που κρίνονται σαν ουσιώδεις. Η κρίση για τον χαρακτηρισμό ενός τύπου σαν ουσιώδους, ανήκει στο Δικαστή. Σαν κριτήριο για το σχηματισμό της κρίσης αυτής λαμβάνεται, μεταξύ άλλων, υπόψη η σημασία την οποία έχει η διαδικαστική ενέργεια για την προστασία του διοικουμένου, η δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος ακρόασης και οι εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης της υπόθεσης.[..]

 

Με το νέο νόμο έχει εισαχθεί ειδική πρόνοια περί της παροχής των αντιγράφων των καταθέσεων, που δεν υπήρχε προηγουμένως, προφανώς για να αποκλεισθεί ο καθ’ οιονδήποτε τρόπο δυσμενής επηρεασμός του επηρεαζόμενου υπάλληλου στην παρουσίαση της υπόθεσής του, με το να του δίνεται η δυνατότητα να γνωρίζει πλήρως και με κάθε λεπτομέρεια την υπόθεση εναντίον του, για να δυνηθεί να την αντικρούσει. Μια τέτοια εξέλιξη δημιούργησε στον υπάλληλο ένα επιπρόσθετο δικαίωμα να λάβει γνώση της σχηματισθείσας δικογραφίας, πριν από την παροχή ευκαιρίας να ακουστεί και δεν μπορεί να ερμηνευθεί η διάταξη αυτή κατά τον ίδιο τρόπο όπως ερμηνεύθηκε με βάση τον καταργηθέντα Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο, γιατί σε τέτοια περίπτωση αχρηστεύεται ο σκοπός για τον οποίο η διάταξη αυτή εισάχθηκε στο νόμο. Σε αυτό το νέο πλαίσιο του νόμου που κρίνεται ουσιώδες, η διοίκηση έχει υποχρέωση συμμόρφωσης και δεν μπορεί κάτω από οποιαδήποτε δικαιολογία να καταστρατηγήσει την πρόνοια αυτή.

 

Στην υπό κρίση υπόθεση η διοίκηση δεν ακολούθησε την προνοούμενη από το νόμο διαδικασία και δεν έδωσε την αναγκαία προστασία στον αιτητή και την ευκαιρία να πληροφορηθεί το περιεχόμενο των μαρτυρικών καταθέσεων εναντίον του, για να μπορέσει να διορθώσει ή να αντικρούσει τα εναντίον του λεχθέντα.

 

Υπό τις περιστάσεις, η παράβαση της διαδικασίας κρίνεται σαν ουσιώδης και κατά συνέπεια, η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί

 (η έμφαση προστέθηκε)

 

Σχετικά είναι και τα όσα τονίστηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Papouis Dairies Ltd ν. Δημοκρατίας (Ε.Δ.Δ. 79/18, ημ. 15.3.24) με παραπομπή στα λεχθέντα της απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας στην υπόθεση ΣτΕ 4447/12, όπου μεταξύ άλλων λέχθηκε ότι «κατά τη γνώμη του Συμβούλου Μ. Πικραμένου η προηγούμενη ακρόαση όταν καθιερώνεται δυνάμει ειδικής διάταξης νόμου πριν από την έκδοση διοικητικής πράξης με δυσμενές περιεχόμενο για τον ενδιαφερόμενο, συνιστά ουσιώδη τύπο της διοικητικής διαδικασίας, η μη τήρηση του οποίου καθιστά μη νόμιμη την εν λόγω πράξη.»

 

Καθίσταται σαφές ότι η παροχή του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης και η αποτελεσματική άσκηση αυτού προϋποθέτει την ολοκλήρωση της έρευνας και την παροχή των σχετικών εγγράφων και καταθέσεων που συναπαρτίζουν την υπόθεση στον ενδιαφερόμενο, τα οποία πρέπει χρονικά πάντοτε να προηγούνται της άσκησης τέτοιου δικαιώματος. Κάτι που άλλωστε επιβάλλεται και από το ίδιο το άρθρο 82 (2) του Ν.1/90 και εν προκειμένω δεν επισυνέβηκε (Μιχάλης Καλαθάς v Δημοκρατίας (1999) 4Α Α.Α.Δ 281).

 

Η όλη προβληματική του ζητήματος προκύπτει εμφανώς και από το εξής ουσιαστικό γεγονός: Παραπονείται η αιτήτρια ότι το υπόβαθρο των πειθαρχικών κατηγοριών προέκυψε από μεταγενέστερες καταθέσεις τις οποίες η αιτήτρια δεν γνώριζε και ουδέποτε τοποθετήθηκε επ' αυτών. Αυτό βεβαίως δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά της καθ΄ης η αίτηση, η οποία δια της γραπτής της αγόρευσης υπέβαλε ότι η επίμαχη κρίση της καθ΄ης η αίτηση «βασίσθηκε στις ληφθείσες καταθέσεις και αιτιολογήθηκε επαρκώς στο πρακτικό της 21/05/2019». Από την ίδια την αιτιολογία που περιβάλλει την προσβαλλόμενη απόφαση καθίσταται σαφές ότι η καθ΄ης η αίτηση στηρίχθηκε στη μεταγενέστερη κατάθεση της Δ., η οποία αν και αρχικά στις 20.3.2019 είχε καταθέσει ότι η ίδια δεν είχε ενημερώσει την αιτήτρια για τις καταχωρήσεις στις οποίες η ίδια προέβη, με τη συμπληρωματική της κατάθεση στις 11.4.2019 δήλωσε ακριβώς το αντίθετο ήτοι ότι μετά την εν λόγω καταχώρηση η ίδια ενημέρωσε προφορικά την αιτήτρια ότι είχε καταχωρήσει σημειώσεις της Α. σε φάκελο καθώς και ότι η αιτήτρια ήταν παρούσα κατά την καταχώρηση των εν λόγω σημειώσεων από την οποία όμως, ως η Δ. δήλωσε, δεν ζήτησε οδηγίες σε σχέση με την καταχώρηση τους.

 

Τα όσα όμως η Δ. ανέφερε στην κατάθεση της ημερομηνίας 11.4.2019 και τα οποία προφανώς ακολούθησαν τα όσα έλαβαν χώρα στις 20.3.2019, ήταν άμεσα συνυφασμένα με τα γεγονότα που λήφθηκαν υπόψη για τη στοιχειοθέτηση πειθαρχικής ευθύνης της αιτήτριας, ως άλλωστε προκύπτει και από τη δοθείσα αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ώστε να επέβαλαν η αιτήτρια να είχε ενημερωθεί επί αυτών για να τοποθετηθεί. Με άλλα λόγια τα όσα η Δ. δήλωσε στα πλαίσια αυτής της μεταγενέστερης κατάθεσης της, ως βεβαίως και όλες οι άλλες καταθέσεις που λήφθηκαν κατά τις 20.3.2019, ουδέποτε, ως το αποτέλεσμα της έρευνας και ως μέρος του μαρτυρικού υλικού, τέθηκαν ενώπιον της αιτήτριας για να τοποθετηθεί.

 

Τα όσα δε μάλιστα η αιτήτρια αναπτύσσει στα πλαίσια της γραπτής της αγόρευσης περί παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης και της διαδικασίας που προνοείται στο άρθρο 82(2) του Νόμου, συναρτήθηκαν από την ίδια με παράλληλη αναφορά σε συγκεκριμένους ισχυρισμούς όπως μεταξύ άλλων ότι η ίδια ουδέποτε ενημερώθηκε από τη κα Δ. για τη καταχώρηση προσωπικών σημειώσεων ώστε να μην τίθεται και ζήτημα λυσιτέλειας των προβαλλομένων ισχυρισμών της αιτήτριας, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση ουδόλως μπορούν να εξεταστούν πρωτογενώς από το Δικαστήριο.

 

Ούτε και όμως η θέση της καθ΄ης η αίτηση ότι η αρμόδια αρχή στις 20.3.2019 την κάλεσε και μετά τη λήψη των καταθέσεων από τις υπόλοιπες υπαλλήλους να προσέλθει εκ νέου ενώπιον της θέτοντας της πρόσθετα ερωτήματα και δίδοντας της την ευκαιρία να τα απαντήσει, δύναται να καταδείξει ότι η διαδικασία ήταν συνάδουσα με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 82(2) του Ν.1/90. Μάλιστα απλή ανάγνωση του πρακτικού ημερομηνίας 20.3.2019 επιμαρτυρεί ότι δεν δόθηκε στην αιτήτρια οποιοδήποτε αντίγραφο των καταθέσεων που προηγουμένως λήφθηκαν αλλά ούτε και τέθηκαν ενώπιον της αιτήτριας έστω και προφορικώς τα όσα οι άλλοι υπάλληλοι προηγούμενως κατέθεσαν.

 

Τα όσα έχουν επεξηγηθεί ανωτέρω απαντούν και στη θέση της καθ΄ης η αίτηση ότι η αιτήτρια δεν ζήτησε να ασκήσει περαιτέρω το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, αφού αυτό που εν προκειμένω εντοπίζεται, όχι ως τυπολατρία αλλά ως θέμα νομιμότητας, είναι η παράλειψη συμμόρφωσης με τα όσα επιβάλλει το άρθρο 82(2) του Ν.1/90.

 

Ούτε όμως η έτερη θέση που προβλήθηκε από μέρους της καθ΄ης η   αίτηση ήτοι ότι δεν υφίστανται προδιαγεγραμμένοι τύποι κατά την άσκηση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, μπορεί να θεραπεύσει την παρανομία. Αυτό που η εισήγηση με όλο το σεβασμό παραβλέπει είναι ότι κατά πάγια νομολογία αυτό που αναγνωρίζεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης είναι η παροχή στον ενδιαφερόμενο της δυνατότητας γνώσης όλων των στοιχείων τα οποία μπορεί να προκαλέσουν ή επηρεάζουν την έκδοση της δυσμενούς, για τα συμφέροντα του, απόφασης (Αρτοποιείο Άντρος Θεοδώρου ΛΤΔ v Δημοκρατίας (Αναθεωρητική Έφεση αρ.61/2007, ημερομηνίας 15/9/2009)  κάτι, που μεταξύ άλλων, προϋποθέτει και τη λήψη του μαρτυρικού υλικού.

 

Ούτε όμως τα όσα αποσπασματικά ανέφερε η αιτήτρια στις 20.3.2019 ήτοι «ότι είναι ανθρωπίνως αδύνατο να βλέπει όλους τους φακέλους και να ελέγχει όλο τον όγκο των καταχωρήσεων που καθημερινά διεκπεραιώνει το γραμματειακό προσωπικό» καθώς και ότι «δεν επιτρέπεται να καταχωρούνται σε φάκελο σημειώσεις που δεν φέρουν μονογραφή Προϊσταμένου» μπορούν κατ΄ουδένα τρόπο να εκληφθούν ως η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση για πρώτη φορά εισηγείται δια της γραπτής της αγόρευσης ως παραδοχή της αιτήτριας για την τέλεση των πειθαρχικών αδικημάτων που της καταλογίστηκαν.  Η αιτήτρια ουδέποτε δήλωσε ότι παραδέχεται τα καταλογιζόμενα παραπτώματα αλλά ούτε και στην επίδικη απόφαση της καθ΄ης η αίτηση καταγράφεται κάτι τέτοιο. Άλλωστε μια τέτοια παραδοχή σαφώς προϋπόθετε επακριβή προσδιορισμό των όσων καταλογίζοντο στην αιτήτρια και γνώση όλων των γεγονότων και του μαρτυρικού υλικού που στοιχειοθετούσαν τις πειθαρχικές κατηγορίες (Βασιλείου v. Δήμου Παραλιμνίου (Αρ. 1) (1996) 4 Α.Α.Δ. 1393) κάτι που ως επεξηγήθηκε ανωτέρω εξέλειπε. Ειδικότερα δε και ως προς την αναφορά της πλευρά της καθ΄ης η αίτηση ότι η αιτήτρια έθεσε τις απόψεις και την παραδοχή της «αφού γνώριζε επακριβώς τις κατηγορίες που συνιστούσαν τη βάση του εξεταζόμενου σε βάρος της παραπτώματος» πέραν των όσων έχω ήδη επισημάνει, παρατηρώ ότι στην κλήση για ακρόαση που δόθηκε στην αιτήτρια (επιστολή ημερομηνίας 20.3.2019) ουδέν πραγματικό γεγονός ή στοιχείο της γνωστοποιήθηκε που να στοιχειωθεί το καταλογιζόμενο αδίκημα για το οποίο καλείτο να ακουστεί. Ούτε όμως και όταν κλητεύθηκε στις 20.3.2019 όπου για πρώτη φορά η αιτήτρια ενημερώθηκε προφορικώς από την καθ΄ης η αίτηση ότι «διενεργεί πειθαρχική έρευνα εναντίον της αναφορικά με την καταχώρηση πρόχειρων και προσωπικών σημειώσεων, υπό μορφή «ημερολογίου», των δύο ιδιαιτέρων γραμματέων της των κ.κ. Γ. Α. και Χ.A. σε επίσημο φάκελο του Γραφείου», της επεξηγήθηκαν εκείνα τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούσαν τις εις βάρος της πειθαρχικές κατηγορίες ήτοι για παράδειγμα ότι παρέλειψε να επιβλέψει τη Δ. ή ότι η ίδια ήταν παρούσα κατά την καταχώρηση των σημειώσεων ή ότι η ίδια ενημερώθηκε από τη Δ. για τη καταχώρηση αυτή. Και πως θα ήταν δυνατό άλλωστε τούτο, αφού η ερευνά δεν είχε τελεσφορήσει και τα γεγονότα τα οποία τελικώς λήφθηκαν υπόψη προς θεμελίωση της πειθαρχικής καταδίκης της αιτήτριας, περιλαμβανομένων και αυτών που η Δ. κατάθεσε στις 11.4.2019, όχι μόνο ήταν άγνωστα για την αιτήτρια αλλά δεν είχαν κατ΄ εκείνο το χρόνο διαφανεί και διαλευκανθεί, ώστε βασίμως να τίθεται και ζήτημα παραδοχής της αιτήτριας.

 

Κατά συνέπεια και στη βάση των ανωτέρω η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Με δεδομένες τις πιο πάνω διαπιστώσεις, παρέλκει η ενασχόληση του Δικαστηρίου με τους υπόλοιπους λόγους ακυρώσεως τους οποίους προώθησε η αιτήτρια.

 

H προσφυγή επιτυγχάνει. Επιδικάζονται έξοδα ύψους €1700 πλέον Φ.Π.Α, εάν υπάρχει, υπέρ της αιτήτριας και εναντίον της καθ’ ης η αίτηση.

 

         Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο