
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 1167/2021)
27 Μαΐου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MOSFILOTI JUDO & SAMBO CENTER Αιτητές
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Καθ’ ων η Αίτηση
Χ. Γαβριηλίδης, για Χρίστο & Αντιγόνη Γαβριηλίδη Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητές
Σ. Χαραλάμπους (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, οι αιτητές ζητούν-
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη και/ή η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 21.07.2021, η οποία παραλήφθηκε την 28.07.2021, με την οποία επικυρώνεται η απόφαση του Εφόρου Εγγραφής Σωματείων & Ιδρυμάτων της επαρχίας Λάρνακας ημερ. 07.12.2020, με την οποία αρνείτο να προχωρήσει στην καταχώρηση τροποποίησης για αλλαγή της επωνυμίας του ήδη εγγεγραμμένου σωματείου (και η οποία ψηφίστηκε Νομότυπα από την Γενική Συνέλευση του Σωματείου την 11.01.2020), στο Μητρώο του Εφόρου εγγραφής Σωματείων & Ιδρυμάτων Λάρνακας, είναι αντισυνταγματική, άκυρη, παράνομη και στερείται οιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.».
Αρχικά, στις 30.11.2018, ο Έφορος Εγγραφής Σωματείων Λάρνακας («ο Έφορος Λάρνακας»), μετά από αίτηση των αιτητών, ενέγραψε αυτούς ως σωματείο με την επωνυμία «Mosfiloti Judo & Sambo Center», σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου (Ν.104(Ι)/2017), ως αυτός ίσχυε αρχικά.
Ακολούθως, στις 29.1.2020, οι αιτητές υπέβαλαν, μέσω του δικηγόρου τους, αίτηση στον Έφορο Λάρνακας, για τροποποίηση της επωνυμίας του σωματείου από «Mosfiloti Judo & Sambo Center» σε «Mosfiloti Sports Center».
Ο Έφορος, με επιστολή του προς τους αιτητές, ημερομηνίας 17.2.2020, απάντησε ότι, για να καταστεί δυνατή η τροποποίηση της επωνυμίας του σωματείου, θα έπρεπε να προσκομιστεί από αυτούς πιστοποιητικό καταλληλότητας από τον Κυπριακό Οργανισμό Αθλητισμού (ΚΟΑ), αναφορικά με τις ιδιωτικές αθλητικές εγκαταστάσεις και τους χώρους που θα χρησιμοποιούνταν για την άθληση των μελών του σωματείου, παραπέμποντας συναφώς στο άρθρο 5(2)(ζ) του περί Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού Νόμου (Ν. 41/1969), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο περί ΚΟΑ Νόμος»). Περαιτέρω, στην ίδια επιστολή αναφερόταν ότι, σε περίπτωση που οι ίδιοι χώροι χρησιμοποιούνταν για σκοπούς λειτουργίας οποιασδήποτε ιδιωτικής αθλητικής σχολής, εγγεγραμμένης στο μητρώο των ιδιωτικών σχολών που τηρείται στον ΚΟΑ, θα έπρεπε να προσκομιστεί από τους αιτητές η άδεια λειτουργίας της συγκεκριμένης ιδιωτικής σχολής, καθώς και τα στοιχεία των ιδιοκτητών και/ή διεύθυνση της σχολής.
Την 31.7.2020, ο δικηγόρος του σωματείου, με επιστολή του, ενημέρωσε τον Έφορο Λάρνακας ότι, μετά από σχετικό αίτημα προς τον ΚΟΑ για έκδοση πιστοποιητικού καταλληλότητας των αθλητικών χώρων του Σωματείου, ενημερώθηκε ότι ο ΚΟΑ δεν εκδίδει τέτοιο πιστοποιητικό, αλλά πιστοποιητικό αθλητικής αναγνώρισης, το οποίο ήδη κατείχε το σωματείο και το οποίο επισυνάφθηκε στην επιστολή ημερομηνίας 31.7.2020.
Ο Έφορος, με νέα επιστολή του ημερομηνίας 7.12.2020, ενημέρωσε τον δικηγόρο των αιτητών ότι το σωματείο, από την ίδρυσή του, δεν είχε υποβάλει οικονομικούς λογαριασμούς για το έτος 2019, ως απαιτείται από τον περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμο (Ν.104(Ι)/2017), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), ενώ, επιπρόσθετα, ζητήθηκε από το σωματείο να προσκομίσει (α) άδεια οικοδομής του υποστατικού στο οποίο διεξάγονται οι αθλητικές δραστηριότητες, (β) πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή του υποστατικού για τη χρήση στην οποία αυτό υποβαλλόταν και (γ) σύμβαση μίσθωσης, εάν προέκυπτε, από τη χρήση του υποστατικού.
Οι αιτητές αντέδρασαν και στις 22.12.2020, υπέβαλαν ιεραρχική προσφυγή κατά της πιο πάνω απόφασης του Εφόρου Λάρνακας, δυνάμει του άρθρου 47 του Νόμου.
Ο Γενικός Έφορος εξέτασε την ιεραρχική προσφυγή και την απέρριψε δυνάμει του άρθρου 47 του Νόμου, επικυρώνοντας ταυτόχρονα την προηγηθείσα απόφαση του Εφόρου Λάρνακας. Η επίδικη απόφαση γνωστοποιήθηκε στην πλευρά των αιτητών δια σχετικής επιστολής, ημερομηνίας 21.7.2021.
Κατά της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης του Γενικού Εφόρου, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή, στις 4.10.2020.
Με τον πρώτο εγειρόμενο λόγο ακύρωσης που προωθεί δια της γραπτής του αγόρευσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους αιτητές προβάλλει ότι πεπλανημένα, εσφαλμένα και/ή αδικαιολόγητα ο Γενικός Έφορος επικύρωσε την απόφαση του Εφόρου Λάρνακας, η οποία λήφθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας και υπό καθεστώς εμφιλοχωρήσασας νομικής πλάνης. Με αναφορά στο άρθρο 9 του Νόμου, ο κ. Γαβριηλίδης εισηγείται ότι ο Έφορος μπορούσε να αρνηθεί την καταχώρηση τροποποιημένου καταστατικού, και συνακόλουθα την καταχώρηση τροποποίησης της επωνυμίας του σωματείου, μόνο εάν έκρινε ότι η σκοπούμενη τροποποίηση ερχόταν σε αντίθεση με τις διατάξεις του Νόμου και όχι για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Εν προκειμένω, ήταν «παράλογη» η απαίτηση του Εφόρου Λάρνακας να προσκομίσουν οι αιτητές τα όσα ζητούσε με την απόφασή του, τα οποία εκφεύγουν των αρμοδιοτήτων του και δεν στηρίζονται σε οποιαδήποτε διάταξη του Νόμου. Η σκοπούμενη τροποποίηση της επωνυμίας του σωματείου, δεν ερχόταν σε αντίθεση με οποιαδήποτε διάταξη του Νόμου, όπως υπό πλάνη έκρινε ο Γενικός Έφορος, ενώ ούτε και προκύπτει από οποιοδήποτε σημείο της απόφασής του, ότι ο Έφορος στήριξε την άρνησή του επί διαπιστωθείσας παραβίασης διάταξης του Νόμου.
Έτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης, έγκειται στον ισχυρισμό περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους του Γενικού Εφόρου πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης. Εντός αυτού του πλαισίου, προβάλλεται και ο ισχυρισμός ότι ο Γενικός Έφορος, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε έρευνας και τελώντας υπό πλάνη, έκρινε ότι ο σκοπός των αιτητών είναι παράνομος και ότι ορθά και εντός των εξουσιών που του παρέχονται από το άρθρο 4 της οικείας νομοθεσίας, ο Έφορος Λάρνακας ζήτησε να ενημερωθεί αν οι αιτητές λειτουργούσαν ως ιδιωτική σχολή. Γενικότερα, οι αιτιάσεις του συνηγόρου των αιτητών περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους του Γενικού Εφόρου, έγκεινται σε έξι σημεία της επίδικης απόφασης, τα οποία και αναπτύσσει στη γραπτή του αγόρευση. Ειδικότερη αναφορά γίνεται κατωτέρω, κατά την εξέταση του σχετικού προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης.
Από την πλευρά της, η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθήν ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας της Διοίκησης και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Όλα δε τα γεγονότα αξιολογήθηκαν δεόντως και η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως βεβαίως και η προηγηθείσα απόφαση του Εφόρου, είναι εύλογα επιτρεπτές και δεν στοιχειοθετούνται οι ισχυρισμοί των αιτητών περί κακής ενάσκησης της διακριτικής εξουσίας των καθ’ ων η αίτηση.
Όπως αναφέρεται στο δικόγραφο της ένστασης, αλλά και στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου των καθ’ ων η αίτηση, ο ΚΟΑ έχει τροποποιήσει τις διαδικασίες του, μετά από παρεμβάσεις του Υπουργείου Εσωτερικών και, προκειμένου να προσδώσει αθλητική αναγνώριση σε σωματεία εγγεγραμμένα με βάση τον Νόμο, πρέπει να ελέγξει, μεταξύ άλλων, ότι οι χώροι άθλησης είναι κατάλληλοι. Επ’ αυτού, ως επισημαίνουν οι καθ’ ων η αίτηση, ενημερώθηκαν οι αιτητές με την απάντηση του Γενικού Εφόρου επί της ιεραρχικής προσφυγής. Τόσο ο Γενικός Έφορος, στην επίδικη απόφασή του, όσο και ο Έφορος Λάρνακας, στη δική του απόφαση, παρέθεσαν σειρά επιχειρημάτων για τις αποφάσεις τους. Το κυριότερο δε θέμα που ήταν υπό διερεύνηση, ήταν κατά πόσο το συγκεκριμένο σωματείο (οι αιτητές), που ασχολούνται με αθλήματα που εμπίπτουν στην εμβέλεια των περί Ιδιωτικών Σχολών Γυμναστικής Κανονισμών του 1995 (Κ.Δ.Π. 38/95), ήταν ιδιωτική σχολή, που λειτουργούσε παράνομα, παραβιάζοντας τόσο την Κ.Δ.Π. 38/95 και τον περί ΚΟΑ Νόμο, όσο και τους περί Φορολογίας Νόμους καθώς και την περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες νομοθεσία. Υπογραμμίζουν συναφώς οι καθ’ ων η αίτηση ότι τα αθλητικά σωματεία διέπονται από το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο (που εν πολλοίς διαπερνά την εθνική έννομη τάξη) και πρέπει να λειτουργούν στη βάση της αυτονομίας και της αυτορρύθμισης, ενώ η αθλητική σχολή διέπεται από την Κ.Δ.Π. 38/95 που εκδόθηκε από τον ΚΟΑ και έχει ως στόχο την εκμάθηση ενός αθλήματος, αναγνωρισμένου ή μη, με την καταβολή ή/και όχι διδάκτρων. Ο ΚΟΑ ασκεί αποκλειστικές εξουσίες στο συγκεκριμένο πεδίο, ρυθμίζοντας τη λειτουργία των αθλητικών σχολών με βάση αυτές τις ειδικές διατάξεις, ενώ πρόσωπο που λειτουργεί αθλητική σχολή, δηλαδή διδάσκει την εκμάθηση αθλήματος χωρίς άδεια, είναι ένοχο αδικήματος.
Περαιτέρω, η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση παραπέμπει στο άρθρο 4 του Νόμου, στο οποίο προβλέπεται η υποχρέωση της σύννομης λειτουργίας και σκοπού κάθε σωματείου, καθώς και στο άρθρο 52, σύμφωνα με το οποίο τα διοικητικά συμβούλια των σωματείων οφείλουν να διασφαλίζουν ότι τηρούνται οι πρόνοιες του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007 (Ν. 188(Ι)/2007), όπως έχει τροποποιηθεί, και, συνεπώς, ο Έφορος οφείλει να διαπιστώνει κάθε φορά κατά πόσον υπάρχει τέτοια συμμόρφωση και/ή ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε παραβίαση.
Εν συνεχεία, η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, με παραπομπή και στα επιχειρήματα που δόθηκαν από τον Γενικό Έφορο και τον Έφορο Λάρνακας για την απόρριψη της αίτησης των αιτητών, αναφέρεται σε στοιχεία της αίτησης και/ή του καταστατικού των αιτητών, τα οποία αποδεικνύουν, κατά τους ισχυρισμούς της, ότι το συγκεκριμένο σωματείο ενδέχεται να παραβιάζει την Κ.Δ.Π. 38/95, το Νόμο, αλλά και τους περί φορολογίας Νόμους, διαπιστώσεις που οδήγησαν τον Έφορο να ζητήσει τα επιπλέον στοιχεία που ζήτησε, ώστε να διαπιστώσει αν το εν λόγω σωματείο «ουσιαστικά αποτελεί το νομικό κέλυφος κάτω από το οποίο λειτουργεί παράνομα μια ιδιωτική σχολή».
Τονίζει, επίσης, η κα Χαραλάμπους ότι ο Έφορος Λάρνακας καθόλα νόμιμα, ορθά και εντός των ορίων της εξουσίας που του παρέχει η οικεία νομοθεσία, αποφάσισε να μην προχωρήσει στην καταχώρηση τροποποίησης για αλλαγή του ονόματος των αιτητών μέχρι να εξασφαλιστούν διευκρινήσεις για τη νόμιμη λειτουργία του σωματείου και αφού προηγουμένως υποβληθούν, σύμφωνα με το Νόμο, έγγραφα «τα οποία μέχρι στιγμής δεν έχουν υποβληθεί και αποτελούν υποχρέωση του Σωματείου» και τα οποία δεν εντοπίζονται στον διοικητικό φάκελο.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των θέσεων των δυο πλευρών, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της επίδικης πράξης.
Οι εγειρόμενοι λόγοι ακύρωσης που προωθεί ο συνήγορος των αιτητών, εξετάζονται συνδυαστικά λόγω της άρρηκτης διασύνδεσής τους. Ισχυρίζεται λοιπόν ο κ. Γαβριηλίδης ότι πάσχει η επίδικη απόφαση καθότι δεν προηγήθηκε της έκδοσής της η διενέργεια της δέουσας έρευνας, με αποτέλεσμα να έχει εμφιλοχωρήσει και πλάνη στη διαμόρφωσή της, με τους καθ’ ων η αίτηση να έχουν εν προκειμένω ενεργήσει καθ’ υπέρβαση εξουσίας.
Εν πρώτοις, είναι σαφές ότι η εκατέρωθεν επιχειρηματολογία περιστρέφεται γύρω από τη νομιμότητα και εγκυρότητα της απόφασης του Γενικού Εφόρου να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή των αιτητών κατά της απόφασης του Εφόρου Λάρνακας να μην προχωρήσει στην εξέταση του αιτήματός τους για τροποποίηση της επωνυμίας του σωματείου, μέχρις ότου το εν λόγω σωματείο προσκομίσει όλα τα στοιχεία που είχαν ζητηθεί από τον Έφορο, προκειμένου να διαπιστωθεί το σύννομο της λειτουργίας του σωματείου.
Η όλη επιχειρηματολογία της πλευράς των αιτητών συνοψίζεται στο ότι (α) αποτελούν υφιστάμενο και εγγεγραμμένο σωματείο, (β) κατόπιν ελέγχου όλων των συνημμένων εγγράφων και του σκοπού της σύστασης του σωματείου, εκδόθηκε πιστοποιητικό σύστασης και εγγραφής, (γ) μεταγενέστερα της εγγραφής στο μητρώο Σωματείων και Ιδρυμάτων, έγινε εγγραφή στο μητρώο του ΚΟΑ ως αθλητικό σωματείο, (δ) η τροποποίηση του ονόματος του σωματείου κατέστη αναγκαία προς επίτευξη ενός από τους σκοπούς του, ήτοι την εγγραφή του ως μέλος στην Κυπριακή Ομοσπονδία JUDO, αφού η εν λόγω Ομοσπονδία δεν μπορεί να κάνει αποδεκτά μέλη της, σωματεία που έχουν στο προσωνύμιο τους αναφορά σε άλλα ήδη πάλης, (ε) παράνομα αρνήθηκε ο Έφορος Λάρνακας να προχωρήσει στην καταχώρηση της καταστατικής τροποποίησης και οι αιτητές καταχώρησαν την 29.12.2020 ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Εσωτερικών, ζητώντας την ακύρωση της προσβληθείσας απόφασης· και (6) μετά την παρέλευση επτά και πλέον μηνών, κατά παράβαση του άρθρου 47(3) του Νόμου, ο Γενικός Έφορος επικύρωσε την απόφαση του Εφόρου Λάρνακας.
Κρίνεται σκόπιμη η παράθεση του ακόλουθου αποσπάσματος της επίδικης απόφασης:
«Στο άρθρο 5 του καταστατικού του Σωματείου, αναφέρονται ως σκοποί του (ανάμεσα σε άλλους): η ενθάρρυνση, εκμάθηση, διάδοση, ανάπτυξη και προβολή της πολεμικής τέχνης και πάλης του Σάμπο, Τζούντο και Ελεύθερης Πάλης, με όλα τα δυνατά και νόμιμα μέσα στην Κύπρο και στο Εξωτερικό. Η πιο πάνω περιγραφή παραπέμπει σε αθλητική σχολή και επομένως σε εμπορική δραστηριότητα. Με βάση τον περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμο, δεν γίνονται αποδεκτοί σκοποί και μέσα επίτευξης των σκοπών Σωματείου που παραπέμπουν σε δραστηριότητες που προσφέρονται ή δύνανται να προσφερθούν ταυτόχρονα από επιχειρήσεις στην ελεύθερη αγορά και αποτελούν επιχειρηματική/εμπορική δραστηριότητα σε μια ανταγωνιστική αγορά, δηλαδή έχουν κερδοσκοπικό σκοπό γιατί τότε υπάρχει παραβίαση του περί ελέγχου κρατικών ενισχύσεων Νόμου. Κατά συνέπεια, δεν μπορούν να εντάσσονται εμπορικές/επιχειρηματικές δραστηριότητες στις δραστηριότητες ενός σωματείου, ακόμα και αν γίνονται χωρίς αμοιβή, ή αν τα πλεονάσματα αυτής της δραστηριότητας επενδύονται ξανά στο ίδιο το σωματείο. H εγγραφή μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας κάτω από το Μητρώο των Σωματείων, εμπεριέχει σοβαρά στοιχεία κρατικής ενίσχυσης, αφού οι όροι που τίθενται για τη λειτουργία ενός σωματείου είναι ελαφρυμένοι σε σχέση με τους όρους και τη λειτουργία μιας επιχείρησης για το λόγο ότι ο Νόμος που ρυθμίζει τα σωματεία έγινε για να προάξει την κοινωνία των πολιτών και τη συνένωση για κοινωφελείς σκοπούς και όχι την επιχειρηματικότητα. Το κράτος δεν μπορεί να ενισχύει μια δραστηριότητα έναντι άλλης στην ελεύθερη αγορά.
Ενόψει των πιο πάνω, ορθά ο Έφορος Σωματείων Λάρνακας ζήτησε από το Σωματείο να τον ενημερώσει αν στον χώρο του λειτουργούν δραστηριότητες σχολής, ώστε να διαπιστώσει αν προσφέρονται εμπορικές δραστηριότητες. Το γεγονός ότι αυτό δεν ζητήθηκε μέχρι σήμερα, δεν απαλλάσσει τον Έφορο από την ευθύνη του, εφόσον περιέλθει στην αντίληψη του τέτοιο ενδεχόμενο, να το ελέγξει. Σχετικό είναι το άρθρο 4 του Περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου, στο οποίο γίνεται αναφορά στην συνέχεια, με το οποίο ο Έφορος σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή και όχι μόνο κατά την έγγραφή μπορεί να διαπιστώσει μη σύννομη λειτουργία ενός σωματείου και να λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα.
Σε σχέση με το πιστοποιητικό καταλληλότητας των εγκαταστάσεων που ζήτησε ο Έφορος Λάρνακας και που σχετίζεται ακριβώς με τον έλεγχο κατά πόσο στον χώρο προσφέρονται υπηρεσίες σχολής αλλά και αν τηρείται ο περί ΚΟΑ Νόμος, σχετικές είναι οι διαπιστώσεις της Νομικής Υπηρεσίας, όπως αυτές αναφέρονται σε σχετική γνωμάτευση της, δηλ.: ο περί Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού Νόμος Ν. 41/1969, ως εκάστοτε τροποποιείται, το αθλητικό σωματείο ορίζεται ως εξής: «αθλητικό σωματείο» σημαίνει οιονδήποτε νομίμως συσταθέν σωματείο ή οργάνωσιν εν τη Δημοκρατία επί τω τέλει προαγωγής της εξωσχολικής σωματικής αγωγής και του αθλητισμού της Κύπρου γενικώτερον και περιλαμβάνει τους γυμναστικούς συλλόγους». Από τον ορισμό που δίνει ο Νομοθέτης, προκύπτει ότι τα αθλητικά σωματεία, προκειμένου να χαρακτηριστούν ως τέτοια δυνάμει του Νόμου 41/1969 πρέπει να έχουν προηγουμένως εγγραφεί στην Δημοκρατία και να έχουν αποκτήσει την ιδιότητα του Σωματείου (δυνάμει του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμου). Κατ' επέκταση δεν υπάρχουν πρόνοιες στον περί ΚΟΑ Νόμο (Ν. 41/1696) οι οποίες να θέτουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την εγγραφή μίας οντότητας ως αθλητικού σωματείου απευθείας, αλλά ο ΚΟΑ δύναται να προσδώσει την ιδιότητα του αθλητικού σωματείου σε ήδη εγγραφέν, δυνάμει του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμου, σωματείο. Επομένως ο ισχυρισμός σας ότι το σωματείο κατέχει αθλητικήν αναγνώριση από τον ΚΟΑ και επομένως ουδέν μένει να ελεγχθεί από τον Έφορο Σωματείων δεν ισχύει, αλλά ισχύει ακριβώς το αντίστροφο. Αρμόδια αρχή για τον έλεγχο της νομιμότητας λειτουργίας ενός σωματείου και επομένως ενός αθλητικού σωματείου είναι ο Έφορος Σωματείων και οι εξουσίες και υποχρεώσεις του ως προς αυτό, πηγάζουν από τον περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και για άλλα συναφή θέματα Νόμο (άρθρο 4).
Περαιτέρω, στην ιεραρχική προσφυγή έχετε επικαλεσθεί παλαιότερη απόφαση του ΚΟΑ σύμφωνα με την οποία δεν εκδίδει πιστοποιητικά καταλληλότητας. Φαίνεται ότι δεν έχετε ενημερωθεί ότι ο ΚΟΑ, έχει προσφάτως αλλάξει τη διαδικασία παραχώρησης αθλητικής αναγνώρισης (υπάρχει σχετική ενημέρωση στην ιστοσελίδα του) και πλέον, για να δώσει την αθλητική αναγνώριση, ζητά στοιχεία των εγκαταστάσεων για τα οποία προβαίνει πλέον σε έλεγχο. Αυτή η αλλαγή στην πρακτική που ακολουθεί ο ΚΟΑ έγινε μετά την παρέμβαση του Υπουργείου Εσωτερικών και μετά που οι Εφόροι, όπως και ο Έφορος Λάρνακας στην προκειμένη περίπτωση, ξεκίνησαν να ζητούν πιστοποιητικά ελέγχου εγκαταστάσεων από τον ΚΟΑ. Επομένως το συγκεκριμένο αθλητικό σωματείο, είτε θα πρέπει να εξασφαλίσει πρόσφατα εκδοθείσα αθλητική αναγνώριση, είτε θα προσκομίσει άλλα πιστοποιητικά από τον ΚΟΑ που να αποδεικνύουν την καταλληλόλητα των εγκαταστάσεων που χρησιμοποιεί, όπως ορθά του ζήτησε ο Έφορος Λάρνακας.
Επίσης στην προαναφερόμενη επιστολή σας, αμφισβητείτε γενικότερα την εξουσία του Εφόρου να ζητεί στοιχεία από το σωματείο, ώστε να ελεγχθεί η γενικότερη νομιμότητα του έναντι όλων των νόμων της Δημοκρατίας. Αυτό αντίκειται στο άρθρο 4 του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και για άλλα συναφή Θέματα Νόμου, το οποίο ορίζει: 4.-(1) Σωματείο ή ίδρυμα ή ομοσπονδία ή/και ένωση που είναι παράνομοι σύνδεσμοι κατά την έννοια του άρθρου 63 του Ποινικού Κώδικα ή των οποίων ο σκοπός ή η λειτουργία στοχεύουν ή τείνουν να υπονομεύσουν τη Δημοκρατία, τους δημοκρατικούς θεσμούς, την ασφάλεια της Δημοκρατίας, τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια υγεία, τα δημόσια ήθη, τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες του ατόμου ή τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρίες, δεν έχουν καμιά νομική υπόσταση και δεν δύναται να εγγραφούν ή, αν είναι ήδη εγγεγραμμένα, δύναται να διαλυθούν κατόπιν διατάγματος του Δικαστηρίου που κηρύσσει το σωματείο ή το ίδρυμα ή την ομοσπονδία ή/και ένωση, ανάλογα με την περίπτωση, παράνομα.
Έτι περαιτέρω, είναι χρήσιμο να ληφθεί υπόψη η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, στην προσφυγή με αρ. 25/2021 της ΚΙΣΑ εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Υπουργείου Εσωτερικών, όπου στην απόφαση αναφέρεται ότι «Εν προκειμένω, όπως πολύ ορθά υποδεικνύεται από την ευπαίδευτη συνήγορο για τους καθ’ ων η αίτηση, η επίδικη Νομοθεσία (δική μας προσθήκη -ο περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμος) αποσκοπούσε στο να καταστούν όλα τα σωματεία νόμιμα και να λειτουργούν με Νόμο, ο οποίος να παρέχει εχέγγυα διαφάνειας και λογοδοσίας». Αν επομένως για ένα σωματείο υπάρχουν υποψίες ότι πιθανώς να συγκαλύπτει δραστηριότητες σχολής (και επομένως να νομιμοποιεί έσοδα από παράνομες δραστηριότητες), επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο την παραβίαση τόσο των περί Φορολογίας Νόμων, όσο και του περί ΚΟΑ Νόμου και Κανονισμών, είναι κάτι που ο Έφορος οφείλει να διαπιστώσει και το σωματείο οφείλει να δώσει όλα τα αναγκαία στοιχεία που απαιτούνται, ειδικά αν αυτά προβλέπονται από τον ίδιο τον περί Σωματείων Νόμο (όπως είναι οι οικονομικές καταστάσεις), αλλά και από άλλους Νόμους (όπως άδειες οικοδομής, πιστοποιητικά έγκρισης, πιστοποιητικά από τον ΚΟΑ, δηλώσεις ότι λειτουργεί ή δεν λειτουργεί σχολή κτλ).
Επιπλέον, είναι γνωστά τα θέματα που δημιουργούνται από την παράνομη λειτουργία αθλητικών σωματείων ως αθλητικές σχολές. Σχετική και πάλι, είναι η προαναφερόμενη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας για την παραβίαση εκ μέρους αρκετών σωματείων του περί ΚΟΑ Νόμου και των περί Αθλητικών Σχολών Κανονισμών K.Δ.Π. 85/1995, με βάση την οποία αποτελεί ποινικό αδίκημα όταν πρόσωπο λειτουργεί αθλητική σχολή χωρίς την απαιτούμενη άδεια. Επομένως ο Έφορος σωστά θέλησε να ελέγξει την νόμιμη λειτουργία του εν λόγω σωματείου, ειδικά αν στο ίδιο το καταστατικό του αναφέρονται δραστηριότητες σχολής και ειδικά όταν αρνείται να προσκομίσει ακόμα και αυτά τα στοιχεία που απαιτούνται από τον περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμο.
Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι εσείς, ως δικηγόρος του Σωματείου και ως υπόχρεη οντότητα-βάση του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης Εσόδων από παράνομες δραστηριότητες Νόμου, οφείλετε με βάση το άρθρο 4 «Αδικήματα» οφείλετε να γνωρίζετε (και εκ της επαγγελματικής σας σχέσης οφείλετε να γνωρίζετε) τυχόν επιτέλεση πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και οφείλετε να παρέχετε τις απαραίτητες πληροφορίες ή/και οφείλετε να μην συνεργείτε στην απόκρυψη τους, αλλιώς είστε ένοχος αδικήματος (και στην περίπτωση που είστε υπόχρεη οντότητα τότε το αδίκημα είναι επιπλέον επιβαρυντικό, ένεκα των ρητών υποχρεώσεων που έχουν οι υπόχρεες οντότητες για δέουσα επιμέλεια των μελών τους). Είναι φανερό ότι η όλη στάση σας δε συνάδει με τις υποχρεώσεις σας έναντι του συγκεκριμένου Νόμου.
2. Ενόψει των πιο πάνω και περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 47(4) του Περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου 2017-2020, ο Γενικός Έφορος αποφάσισε όπως η ιεραρχική προσφυγή απορριφθεί και επικυρωθεί η προσβληθείσα απόφαση του Εφόρου Λάρνακας να αρνηθεί την τροποποίηση της επωνυμίας του Σωματείου, μέχρις ότου το εν λόγω Σωματείο προσκομίσει όλα τα στοιχεία που ζητήθηκαν από τον Έφορο ή και άλλα, που πιθανώς να προκύψουν από την μελέτη των πρώτων, για να διαπιστώσει ότι η λειτουργία του σωματείου είναι σύννομη όπως ορίζει το άρθρο 4 του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και για άλλα συναφή θέματα Νόμου.».
Έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή την επίδικη απόφαση και, παρόλο που διαπιστώνω ότι μέσα από το περιεχόμενό της, απαντώνται βασικοί ισχυρισμοί της πλευράς των αιτητών, δεν μπορώ παρά να επισημάνω τα κατωτέρω:
Αυτό που με σαφήνεια προκύπτει από το προεκτεθέν κείμενο της επίδικης απόφασης, είναι ότι αυτή βασίζεται κυρίως στο άρθρο 4(1) του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο-
«Σωµατείο ή ίδρυµα ή οµοσπονδία ή/και ένωση που είναι παράνοµοι σύνδεσµοι κατά την έννοια του άρθρου 63 του Ποινικού Κώδικα ή των οποίων ο σκοπός ή η λειτουργία στοχεύουν ή τείνουν να υπονοµεύσουν τη Δηµοκρατία, τους δηµοκρατικούς θεσµούς, την ασφάλεια της Δηµοκρατίας, τη δηµόσια τάξη, τη δηµόσια ασφάλεια, τη δηµόσια υγεία, τα δηµόσια ήθη, τα θεµελιώδη δικαιώµατα και ελευθερίες του ατόµου ή τα δικαιώµατα των ατόµων µε αναπηρίες, δεν έχουν καµιά νοµική υπόσταση και δεν δύναται να εγγραφούν ή, αν είναι ήδη εγγεγραµµένα, δύναται να διαλυθούν κατόπιν διατάγµατος του Δικαστηρίου που κηρύσσει το σωµατείο ή το ίδρυµα ή την οµοσπονδία ή/και ένωση, ανάλογα µε την περίπτωση, παράνοµα.».
Ωστόσο, είναι πρόδηλο ότι η πιο πάνω διάταξη, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση των αιτητών και δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για την άρνηση της τροποποίησης της επωνυμίας του σωματείου, ούτε, κατ’ επέκταση, για τη λήψη της επίδικης απορριπτικής απόφασης, εφόσον, πέραν του ότι οι αιτητές κατά την υποβολή της αίτησής τους και την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, ήσαν ήδη εγγεγραμμένο σωματείο, το εν λόγω σωματείο προφανώς δεν αποτελούσε «παράνοµο σύνδεσµο» εν τη εννοία του άρθρου 63 του Ποινικού Κώδικα, ούτε και έχει καταδειχθεί οτιδήποτε που θα μπορούσε να καταδείξει ότι ο σκοπός ή η λειτουργία του εν λόγω σωματείου «στοχεύουν ή τείνουν να υπονοµεύσουν τη Δηµοκρατία, τους δηµοκρατικούς θεσµούς, την ασφάλεια της Δηµοκρατίας, τη δηµόσια τάξη, τη δηµόσια ασφάλεια, τη δηµόσια υγεία, τα δηµόσια ήθη, τα θεµελιώδη δικαιώµατα και ελευθερίες του ατόµου ή τα δικαιώµατα των ατόµων µε αναπηρίες».
Περαιτέρω, στην επίδικη απόφαση γίνεται αναφορά στην Κ.Δ.Π. 38/95, παρόλο που εσφαλμένα αναγράφεται στο κείμενο η Κ.Δ.Π. 85/1995, η οποία καμία σχέση δεν έχει με το υπό εξέταση ζήτημα. Ωστόσο, και πέραν του ότι καμία ειδικότερη αναφορά σε διάταξη της Κ.Δ.Π. 38/95 δεν γίνεται στην απόφαση, παρατηρώ ότι ούτε οι εν λόγω Κανονισμοί μπορούν να τύχουν εφαρμογής εν προκειμένω, καθότι αυτό που ρυθμίζεται στον Κανονισμό 3, και στο οποίο προφανώς αναφέρονται οι καθ’ ων η αίτηση, είναι η παραχώρηση άδειας λειτουργίας σε ιδιωτική σχολή και όχι σε σωματείο: σύμφωνα με την εν λόγω κανονιστική διάταξη, «Κανένας δεν μπορεί να λειτουργεί σχολή χωρίς άδεια λειτουργίας», στον δε Κανονισμό 2, ορίζεται η «άδεια λειτουργίας» ως «άδεια λειτουργίας ιδιωτικής σχολής γυμναστικής».
Επιπρόσθετα, παρατηρώ ότι στην επίδικη απόφαση γίνεται αναφορά σε εκ μέρους του ΚΟΑ αλλαγή όσον αφορά τη διαδικασία παραχώρησης αθλητικής αναγνώρισης στα σωματεία, με βάση την οποία ο ΚΟΑ πλέον ζητά και ελέγχει στοιχεία των εγκαταστάσεων, προτού προβεί σε αθλητική αναγνώριση. Ωστόσο, δεν παρέχεται οποιαδήποτε περαιτέρω διευκρίνιση ή/και συγκεκριμενοποίηση επί του θέματος πλην της αναφοράς ότι «υπάρχει σχετική ενημέρωση στην ιστοσελίδα του», με αποτέλεσμα η εν λόγω αναφορά να μην μπορεί να στηρίξει επαρκώς την επίδικη απόφαση, αφού, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί επ’ αυτού να ασκηθεί ο απαιτούμενος δικαστικός έλεγχος.
Έτι περαιτέρω, η εντός του κειμένου της επίδικης απόφασης αναφορά στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην «ΚΙΣΑ - ΚΙΝΗΣΗ ΓΙΑ ΙΣΟΤΗΤΑ, ΣΤΗΡΙΞΗ, ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΜΟ» ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 25/2021, ημερ. 10.6.2021, δεν μπορεί να προσθέσει στην επιχειρηματολογία υπέρ του σύννομου και της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον, λόγω διαφορετικού νομικού και πραγματικού πλαισίου, η εν λόγω δικαστική απόφαση δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην παρούσα. Αντικείμενο σε εκείνη την υπόθεση, ήταν η απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής κατά της απόφασης του Εφόρου Σωματείων να συμπεριλάβει την εκεί αιτήτρια στο κατάλογο των διαγραφέντων από το Μητρώο Σωματείων και Ιδρυμάτων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι απαιτείτο η υποβολή των αναγκαίων αναπροσαρμογών και τροποποιήσεων του καταστατικού και όπως χαρακτηριστικά επεσήμανε,
«[.] η επίδικη Νομοθεσία αποσκοπούσε στο να καταστούν όλα τα σωματεία νόμιμα και να λειτουργούν με Νόμο, ο οποίος να παρέχει εχέγγυα διαφάνειας και λογοδοσίας. Το κριτήριο που τέθηκε ήταν τυπικό και αφορούσε την αναδιαμόρφωση των καταστατικών των ήδη εγγεγραμμένων σωματείων, ώστε να συνάδουν με τις επιταγές του Νόμου για ενίσχυση της διαφάνειας και της λογοδοσίας.
Συνεπώς υπό αυτό το πρίσμα, θεωρώ ότι η επίδικη διάταξη αποβλέπει στη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος και της συνταγματικής τάξης και συνεπώς πρόκειται για διάταξη η οποία δεν αντίκειται στο Σύνταγμα.»
Πέραν του προδήλως διαφορετικού πραγματικού πλαισίου των δυο υποθέσεων, είναι επίσης φανερό ότι στην υπό εξέταση περίπτωση δεν προκύπτει ζήτημα παραβίασης του δημοσίου συμφέροντος, ούτε και στο άρθρο 4(1) του Νόμου, το οποίο επικαλούνται ως κύρια βάση της απόφασής τους οι καθ’ ων η αίτηση, γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο δημόσιο συμφέρον.
Τέλος, είναι ορθή η επισήμανση των καθ’ ων η αίτηση (βλ. σελ. 2 της επίδικης απόφασης) ότι «δεν υπάρχουν πρόνοιες στον περί ΚΟΑ Νόμο (Ν.41/1969) οι οποίες να θέτουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την εγγραφή μιας οντότητας ως αθλητικού σωματείου απευθείας, αλλά ο ΚΟΑ δύναται να προσδώσει την ιδιότητα του αθλητικού σωματείου σε ήδη εγγραφέν, δυνάμει του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμου, σωματείο». Ωστόσο, και πάλι, ουδεμία αναφορά σε συγκεκριμένη διάταξη του Νόμου γίνεται, με αποτέλεσμα να προκύπτει ζήτημα ερμηνείας και εφαρμογής του Νόμου στην υπό κρίση περίπτωση, αλλά και γενικότερα, ζήτημα καθορισμού των διατάξεων στη βάση των οποίων λήφθηκε η επίδικη απόφαση.
Προφανώς, ούτε η διάταξη του άρθρου 9(3) του Νόμου, την οποία επικαλείται η πλευρά των αιτητών, επιλύει το όλο ζήτημα, αλλ’ ούτε η αναφορά στο άρθρο 5(2)(ζ) του περί ΚΟΑ Νόμου, το οποίο επικαλέστηκε ο Έφορος Λάρνακας στην επιστολή του προς τους δικηγόρους των αιτητών, ημερομηνίας 17.2.2020 (παράρτημα 3 στο δικόγραφο της ένστασης). Επί του δεύτερου, είναι αρκετό να υπομνησθεί ότι η υπό του ΚΟΑ έγκριση των αθλητικών χώρων «διά τας εν αυτοίς διεξαγοµένας πάσης φύσεως εξωσχολικάς αθλητικάς εκδηλώσεις και αγώνας», αποτελεί προβλεπόμενη αρμοδιότητα του ΚΟΑ, προς επίτευξη των σκοπών του, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 5(1) της σχετικής νομοθεσίας, και όχι προϋπόθεση για αποδοχή καταχώρησης αίτησης τροποποίησης καταστατικού σωματείου.
Ως προς δε το πρώτο σημείο, στο άρθρο 9(3) του Νόμου προβλέπεται ότι «Ο Έφορος µπορεί να αρνηθεί να καταχωρίσει οποιαδήποτε τροποποίηση καταστατικού, εάν κρίνει ότι αυτή έρχεται σε αντίθεση µε τις διατάξεις του παρόντος Νόµου:». Προφανώς η δυνατότητα του Εφόρου να απορρίψει ή/και να αρνηθεί αίτημα τροποποίησης δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο σε λόγους αναγόμενους στο Νόμο και, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να αποκλειστούν άλλοι λόγοι, μη προβλεπόμενοι στο Νόμο, αλλά σε άλλες συναφείς νομοθεσίες, προκειμένου να ληφθεί μια τέτοια απόφαση: διαφορετική προσέγγιση θα ήταν αντινομική και ενδεχομένως να οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα. Το ερώτημα, όμως, που τίθεται είναι το κατά πόσον υπάρχουν οι απαιτούμενες νομοθετικές/κανονιστικές πρόνοιες που να παρέχουν το απαιτούμενο έρεισμα για τη λήψη απόφασης ως η εδώ επίδικη και, αν ναι, ποιες είναι αυτές. Επ’ αυτού, δεν δίδεται απάντηση μέσα από την επίδικη απόφαση, οι δε παραπομπές που γίνονται στην εν λόγω απόφαση, ως έχει ήδη λεχθεί, είναι εσφαλμένες και, σε κάθε περίπτωση, μη επαρκείς.
Εξάλλου, υπέρ των αμέσως πιο πάνω διαπιστώσεων συνηγορεί η ίδια η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 4.5.2021 (παράρτημα 12 στο δικόγραφο της ένστασης), όπου γίνεται ρητή εισήγηση για τροποποίηση του περί ΚΟΑ Νόμου, αφενός κατά τρόπο που να απαλειφθεί η προϋπόθεση εγγραφής (βάσει του περί Σωματείων Νόμου) σωματείου ως νομίμως συσταθέντος στη Δημοκρατία, για να μπορεί αυτό ακολούθως να εγγραφεί ως αθλητικό σωματείο και, αφετέρου, με την ενσωμάτωση νέων διατάξεων, ώστε τα αθλητικά σωματεία να αποκτήσουν, μέσων του περί ΚΟΑ Νόμου, δική τους ξεχωριστή νομική υπόσταση, με ό,τι τούτο συνεπάγεται. Κατ’ ανάλογο δε τρόπο, συνεχίζει η γνωμάτευση, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί και το ζήτημα των διαφόρων αθλητικών σχολών. Μάλιστα, ιδιαίτερα κατατοπιστικό είναι το υπό του Γενικού Εισαγγελέα «Προτεινόμενο Πλάνο Διαχείρισης του Ζητήματος που προέκυψε αναφορικά με τα Αθλητικά Σωματεία» (επισυνάπτεται στην υπό αναφορά γνωμάτευση), όπου εκτίθεται με λεπτομέρεια η ολοκληρωμένη εισήγηση της Νομικής Υπηρεσίας για την τροποποίηση του περί ΚΟΑ Νόμου, τόσο όσον αφορά στα αθλητικά σωματεία, όσο και όσον αφορά στις ιδιωτικές/αθλητικές σχολές γυμναστικής. Γίνεται, μεταξύ άλλων, εισήγηση για δημιουργία και ενσωμάτωση στη νομοθεσία διατάξεων αναφορικά με τις προϋποθέσεις, προκειμένου ένα αθλητικό σωματείο να εξακολουθεί να είναι εγγεγραμμένο ως αθλητικό σωματείο δυνάμει του περί ΚΟΑ Νόμου, για ενσωμάτωση διατάξεων αναφορικά με τη δυνατότητα σε αθλητικά σωματεία να έχουν εμπορικές και/ή επιχειρηματικές δραστηριότητες συναφείς με την προαγωγή του αθλητισμού, καθώς και διατάξεων προκειμένου να καταστεί αποτελεσματικός ο έλεγχος της νομιμότητας των δραστηριοτήτων και οικονομικών καταστάσεων των αθλητικών σωματείων. Επιπρόσθετα, αντίστοιχες εισηγήσεις γίνονται και σε ό,τι αφορά τις ιδιωτικές/αθλητικές σχολές, ούτως ώστε, δια της τροποποίησης του περί ΚΟΑ Νόμου και της Κ.Δ.Π. 38/95, να ρυθμιστούν με σαφήνεια η νομική τους υπόσταση και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους.
Είναι προφανές, αναφέρεται άλλωστε και στην ίδια την γνωμάτευση, ότι η ανάγκη για τις πιο πάνω εισηγούμενες τροποποιήσεις της νομοθεσίας, είναι απόρροια των υφιστάμενων νομοθετικών κενών και συνακόλουθων προβλημάτων όσον αφορά στη ρύθμιση της λειτουργίας των αθλητικών σωματείων και ιδιωτικών/αθλητικών σχολών. Κενά, τα οποία παρουσιάζονται και στην υπό κρίση υπόθεση και τα οποία, αναπόφευκτα, επηρεάζουν και την επίδικη απόφαση, εφόσον, ως έχει ήδη λεχθεί, η επίδικη κρίση των καθ’ ων η αίτηση, δεν έχει το απαιτούμενο νομικό έρεισμα.
Ως εκ των πιο πάνω, διαπιστώνεται να έχει εμφιλοχωρήσει νομική πλάνη στην κρίση των καθ’ ων η αίτηση, η οποία έγκειται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων της οικείας, πρωτογενούς και δευτερογενούς, νομοθεσίας, ως έχει προεκτεθεί. Στην Α. Κυπριανού και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 3054, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Η πλάνη περί το Νόμο, ακόμα και η απλή πιθανολόγηση τέτοιας πλάνης, οδηγεί σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης (Βλέπε Liveri v. Republic (1981) 3 C.L.R. 398, Χρ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, Ζένιος ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 1181, Ακίνητα Σ. Γαλαταριώτη Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1692, και Ανδρέας Φλουρής και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 466).».
Όταν η πλάνη αφορά σε εσφαλμένη ερμηνεία νόμου ή/και σε κακή εφαρμογή των διατάξεων του νόμου, η διοικητική πράξη υπόκειται σε ακύρωση για παράβαση νόμου (βλ. Ν. Χρ. Χαραλάμπους, Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου, 2006, σελ. 238). Κατά τον Σπηλιωτόπουλο (βλ. Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος ΙΙ, Έβδομη Έκδοση, 1996, παρ. 512), η νομική πλάνη («εσφαλμένος νομικός χαρακτηρισμός», σύμφωνα με την αντίστοιχη ορολογία που συναντάται στα συγγράμματα του Ελληνικού Διοικητικού Δικαίου), «συνιστά, καθώς και η πλάνη περί τα πράγματα, παράβαση νόμου και συνεπάγεται την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης» (βλ. και Π.Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Δεύτερη Έκδοση 1994, παρ. 605 επ.).
Επιπρόσθετα, σε άμεση συνάρτηση, και παρόλο που δεν έχει προωθηθεί σχετικός λόγος ακύρωσης, τα πιο πάνω στοιχειοθετούν και ζήτημα ανεπαρκούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, εφόσον πάσχει και δεν προκύπτει με τρόπο σαφή και αναντίλεκτο και, εν πάση περιπτώσει, δεν καταδεικνύεται με την απαιτούμενη επάρκεια η νομική βάση, δυνάμει της οποίας λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και, γενικότερα, το σκεπτικό των καθ’ ων η αίτηση και οι λόγοι άρνησης καταχώρησης της αιτούμενης τροποποίησης και της συνακόλουθης απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής, ούτως ώστε να καθίσταται εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΔΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023).
Δεν παραγνωρίζω ότι η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση αναφέρεται εκτενώς, τόσο στο δικόγραφο της ένστασής της, αλλά και στη γραπτή της αγόρευση, σε διάφορες νομοθετικές πρόνοιες, σε νομολογία, αλλά και στο σκεπτικό των καθ’ ων η αίτηση, στη βάση των οποίων, ως διατείνεται, λήφθηκε η επίδικη απόφαση, προκειμένου να επιχειρηματολογήσει υπέρ της νομιμότητας των ενεργειών της Διοίκησης. Αναπτύσσει, επίσης, εκτενή επιχειρηματολογία ως προς την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων στην υπό εξέταση περίπτωση. Ωστόσο, οι εν λόγω αναφορές και/ή ισχυρισμοί της κ. Χαραλάμπους συνιστούν απόπειρα εισαγωγής αιτιολογίας εκ των υστέρων, η οποία βεβαίως και είναι ανεπίτρεπτη. Κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία της διοικητικής πράξης θα πρέπει να δίδεται κατά το χρόνο λήψης και/ή έκδοσης της εν λόγω πράξης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο και ισχυρισμοί που προβάλλονται εκ των υστέρων από τους δικηγόρους δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. Στέφανος Φράγκου, ανωτέρω, Ελπινίκη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4104, Μαρούλλα Αχιλλέως ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 565 και Χριστίνα Τσιαντή κ.α. ν. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (2008) 4 Α.Α.Δ. 824, καθώς και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στην Ε.Τ. ν. Συμβούλιο Νοσηλευτικής και Μαιευτικής Κύπρου, Υποθ. Αρ. 864/2021, ημερ. 13.6.2024, C. LIASIDES EXHIBITIONWISE LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 230/2018, ημερ. 9.9.2022 και MENDEL CENTER FOR BIOMEDICAL SCIENCES ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 412/2018, ημερ. 10.5.2022).
Κατά συνέπεια, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2000 έξοδα υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α..
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο