
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 1171/2015)
14 Μάϊου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Η. Σ.
Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ
Καθ’ ων η Αίτηση
Δ. Νικολετόπουλος, για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή
Κ. Χατζηδημητρίου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής ζητά-
«Δήλωση και/ή διαταγή του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, η οποία περιέχεται στην επιστολή των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 29.6.2015 και η οποία ελήφθη κατά ή περί την 1.7.2015 και με την οποία απέρριψαν το αίτημα του αιτητή το οποίο υπέβαλε μέσω επιστολής ημερομηνίας 24.10.2014, για υπεκμίσθωση μέρους του τουρκοκυπριακού τεμαχίου με αρ. [.], Φ/Σχ. [.], Τμήμα 3, εμβαδού 70 τ.μ. για λειτουργία και/ή διαχείριση περιπτέρου, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερημένη εννόμου αποτελέσματος.».
Το ιστορικό της υπόθεσης ανάγεται στο έτος 2010. Συγκεκριμένα, την 1.12.2010, υπεγράφη σύμβαση ενοικίασης μεταξύ του Κοινοτικού Συμβουλίου Βορόκληνης («το Κοινοτικό Συμβούλιο») και του αιτητή, πρόσφυγα από την Άχνα, δυνάμει της οποίας το Κοινοτικό Συμβούλιο εκμίσθωσε στον αιτητή τουριστικό περίπτερο και εξοπλισμό, που ευρίσκοντο εντός του τουρκοκυπριακού τεμαχίου με αρ. [.], Φ/Σχ. [.], Τμήμα 3, εμβαδού 70 τ.μ. («το τεμάχιο»). Η σύμβαση ενοικίασης είχε ισχύ τρία χρόνια και ως μηνιαίο ενοίκιο συμφωνήθηκε το ποσό των €5.150. Στο δε σχετικό ενοικιαστήριο έγγραφο, αναφερόταν ως ιδιοκτήτης του ενοικιαζόμενου, ήτοι του περιπτέρου και του συναφούς εξοπλισμού, το Κοινοτικό Συμβούλιο («ο εκμισθωτής»).
Ακολούθως, ο αιτητής ζήτησε από τον εκμισθωτή τη μείωση του καταβλητέου ενοικίου και το Κοινοτικό Συμβούλιο, στη συνεδρία του ημερομηνίας 20.3.2013, αποφάσισε όπως από 1.9.2012 μέχρι 30.11.2013, το ενοίκιο μειωθεί στο ποσό των €4.000. Στην ίδια συνεδρία, αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, η υπό του εκμισθωτή χρήση της εγγυητικής επιστολής του αιτητή για εξόφληση των ήδη υφιστάμενων οφειλών του, καθώς και όπως ζητηθεί από αυτόν η προσκόμιση νέας τραπεζικής εγγυητικής. Περαιτέρω, ως προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, ο εκμισθωτής, με επιστολή του προς τον αιτητή, ημερομηνίας 29.8.2013, ζήτησε από τον αιτητή την άμεση και πλήρη εξόφληση απλήρωτων ενοικίων του έτους 2013, καθώς και όπως αυτός επαναφέρει το περίπτερο στην αρχική του κατάσταση, καθότι, σύμφωνα πάντα με την επιστολή, είχε προβεί στην αλλοίωση του χαρακτήρα της οικοδομής και/ή στην επέκταση/τροποποίηση της οικοδομής εσωτερικά και εξωτερικά.
Η απάντηση του αιτητή στα πιο πάνω, δόθηκε με την επιστολή του ημερομηνίας 15.9.2013, δια της οποίας ζητούσε την ανανέωση της σύμβασης ενοικίασης για άλλα δυο χρόνια.
Ο εκμισθωτής, με νέα επιστολή του προς τον αιτητή, ημερομηνίας 10.10.2013, ζητούσε από τον τελευταίο όπως μέχρι 24.10.2013 προβεί στην εξόφληση πέντε μηνιαίων ενοικίων για το έτος 2013. Παρελθούσης δε άπρακτης της πιο πάνω προθεσμίας, το Κοινοτικό Συμβούλιο, στη συνεδρία του ημερομηνίας 23.10.2013, αποφάσισε τη μη ανανέωση της εν λόγω σύμβασης ενοικίασης, καθώς και όπως προχωρήσει στην προκήρυξη νέων προσφορών, καλώντας των αιτητή όπως μέχρι τις 30.11.2013, παραδώσει ελεύθερη την κατοχή και χρήση του περιπτέρου. Ο αιτητής ενημερώθηκε σχετικώς με επιστολή του εκμισθωτή, ημερομηνίας 14.11.2013, στην οποία αναφερόταν ότι οι λόγοι που οδήγησαν στην συγκεκριμένη απόφαση ήταν η συνεχής παραβίαση των όρων της σύμβασης εκ μέρους του αιτητή, τόσο αναφορικά με την πληρωμή του ενοικίου, όσο και αναφορικά με τη λειτουργία του περιπτέρου.
Ακολούθησε νέα επιστολή του εκμισθωτή προς τον αιτητή, ημερομηνίας 21.2.2014, με την οποία καλούνταν εκ νέου ο τελευταίος όπως παραδώσει την κατοχή του περιπτέρου και να προβεί στην εξόφληση των οφειλών του. Ο αιτητής αρνήθηκε να παραλάβει την εν λόγω επιστολή και εν συνεχεία, εις απάντηση σχετικού ηλεκτρονικού μηνύματος του Κοινοτικού Συμβουλίου, επί του ιδίου θέματος, αυτός διατύπωσε την άποψη ότι πρέπον θα ήταν να λάβουν την απάντηση του Υπουργού Εσωτερικών, Κηδεμόνα Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών («ο Κηδεμόνας»), στον οποίο είχε αποταθεί ο αιτητής με επιστολή του ημερομηνίας 16.7.2013, προτού ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση επί του θέματος. Ας σημειωθεί ότι, με την εν λόγω επιστολή του προς τον Κηδεμόνα (ερ. 76 και 75 στον οικείο διοικητικό φάκελο), ο αιτητής ζητούσε από τον ίδιο τον Υπουργό Εσωτερικών όπως «μειωθεί δραστικά» το ενοίκιο που κατέβαλλε, καθώς και όπως μεριμνήσει να ενοικιαστεί σε αυτόν το περίπτερο.
Με επιστολή των καθ’ ων η αίτηση προς τον Αν. Έπαρχο Λάρνακας, ημερομηνίας 6.2.2014, γνωστοποιείτο σε αυτόν ότι ο Κηδεμόνας αποφάσισε τον άμεσο τερματισμό της σύμβασης με το Κοινοτικό Συμβούλιο και όπως συναφθεί απευθείας συμβόλαιο μεταξύ αιτητή και Κηδεμόνα με ενοίκιο €3000 μηνιαίως.
Ωστόσο, τελικά, μετά τη συνάντηση που είχε με το Κοινοτικό Συμβούλιο, στις 14.3.2014, ο Κηδεμόνας αποφάσισε όπως, από 1.4.2014, υπογραφεί νέα σύμβαση μίσθωσης με το Κοινοτικό Συμβούλιο, η οποία θα ήταν πενταετής με μηναίο ενοίκιο εκ €850 και δικαίωμα υπεκμίσθωσης του περιπτέρου μόνο σε εκτοπισμένο. Συνακόλουθα, οι καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν στη συνομολόγηση νέας σύμβασης μίσθωσης με το Κοινοτικό Συμβούλιο, με ημερομηνία έναρξης την 1.4.2014.
Ο αιτητής ενημερώθηκε για τα πιο πάνω με επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών, ημερομηνίας 26.3.2014, η οποία εστάλη εις απάντηση της προαναφερθείσας επιστολής του αιτητή ημερομηνίας 16.7.2013 και με την οποία απερρίπτετο ουσιαστικά το αίτημα του αιτητή, εφόσον αναφερόταν σε αυτήν ότι «ο Υπουργός, ως Κηδεμόνας Τ/Κ Περιουσιών αφού μελέτησε το αίτημα σας αποφάσισε όπως το υποστατικό συνεχίσει να εκμισθώνεται στο Κοινοτικό Συμβούλιο Ορόκλινης με δικαίωμα υπεκμίσθωσης μόνο σε εκτοπισμένο. Αν θα συνεχίσει η υπεκμίσθωση σε εσάς εξαρτάται από το Κοινοτικό Συμβούλιο με το οποίο θα πρέπει να έρθετε σε επαφή».
Με επιστολή των δικηγόρων του προς τον Υπουργό Εσωτερικών, ημερομηνίας 24.10.2014, στην οποία παρατίθετο το ιστορικό της υπόθεσης και σειρά ερωτημάτων προς τους καθ’ ων η αίτηση, με αναφορά και στους όρους της σχετικής άδειας, ο αιτητής ζητούσε, μεταξύ άλλων, όπως εξεταστεί το αίτημά του για υπεκμίσθωση του περιπτέρου από τον ίδιο. Η απάντηση των καθ’ ων η αίτηση εστάλη δι’ επιστολής ημερομηνίας 29.6.2015, η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της υπό εξέταση προσφυγής και στην οποία αναφέρεται ότι «Ο Κηδεμόνας, αφού μελέτησε όλα τα στοιχεία της υπόθεσης, αποφάσισε να παραμείνει το υποστατικό στο Κ.Σ. Ορόκλινης και από 1.4.2014 να υπογραφεί νέα Σύμβαση Μίσθωσης με το Κοινοτικό Συμβούλιο Ορόκλινης με αυξημένο ενοίκιο και με δικαίωμα υπεκμίσθωσης του υποστατικού μόνο σε εκτοπισμένο. Το Κ.Σ. θα είναι υπεύθυνο για την επιλογή του μισθωτή και για το ενοίκιο που θα του καταβάλλεται».
Μετά και την πιο πάνω απάντηση της Διοίκησης, ο αιτητής αντέδρασε και στις 14.9.2015 καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή.
Οι καθ’ ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση, σύμφωνα με την οποία, δια της υπό εξέταση προσφυγής δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά βεβαιωτική της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, που περιέχεται στην προαναφερθείσα επιστολή ημερομηνίας 26.3.2014 (παράρτημα Σ στο δικόγραφο της ένστασης). Εκ διαμέτρου αντίθετη υπήρξε επί του θέματος, η θέση της πλευράς του αιτητή, που αντέτεινε ότι, όταν η Διοίκηση κλήθηκε να απαντήσει στην τελευταία επιστολή των δικηγόρων του αιτητή ημερομηνίας 24.10.2014, είχε ενώπιον της νέα πραγματικά και νομικά στοιχεία, τα οποία οδήγησαν τους καθ’ ων η αίτηση στη διενέργεια νέας έρευνας, με αποτέλεσμα η περιεχόμενη στην επιστολή τους ημερομηνίας 29.6.2015, επίδικη, απόφαση να συνιστά νέα εκτελεστή διοικητική πράξη.
Το Δικαστήριο τούτο, με απόφασή του ημερομηνίας 21.6.2019, έκρινε την προσφυγή απαράδεκτη και την απέρριψε, ως στρεφόμενη κατά μη εκτελεστής διοικητικής πράξης, αλλά βεβαιωτικής της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, που περιέχεται στην προαναφερθείσα επιστολή ημερομηνίας 26.3.2014. Συνεπώς, δεν προχώρησε στην εξέταση των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης.
Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, με την απόφασή του ημερομηνίας 16.10.2024, ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση, κρίνοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση που περιέχεται στην επιστολή των καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 29.6.2015, είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και όχι βεβαιωτική προηγούμενης πράξης. Με αποτέλεσμα, να χρήζουν εξέτασης οι εγειρόμενοι λόγοι ακύρωσης που προωθεί η πλευρά του αιτητή δια της γραπτής της αγόρευσης.
Οι βασικοί πυλώνες επί των οποίων στηρίζει την επιχειρηματολογία του ο συνήγορος του αιτητή, είναι οι ισχυρισμοί περί έλλειψης της δέουσας και/ή επαρκούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, μη διενέργειας δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, μη τήρησης άρτιου πρακτικού και κακής ενάσκησης της διακριτικής τους εξουσίας. Εντός αυτού του πλαισίου, ο κ. Νικολετόπουλος προβάλλει ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε και/ή η δέουσα αιτιολογία στην αλλαγή της στάσης της Διοίκησης, η οποία αρχικά είχε αποφασίσει όπως τερματιστεί η σύμβαση του αιτητή με το Κοινοτικό Συμβούλιο και όπως συναφθεί απευθείας σύμβαση με τον Κηδεμόνα, ενώ δεν έγινε η δέουσα έρευνα ούτε και αιτιολογήθηκε πως εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον με την λήψη της επίδικης απόφασης. Αντίθετα, ως υποβάλλει ο δικηγόρος του αιτητή, με την επίδικη πράξη, επιδιώκεται η εξυπηρέτηση αλλότριου σκοπού. Τέλος, προβάλλει ότι υφίσταται ζήτημα μη τήρησης άρτιων πρακτικών, εφόσον δεν εντοπίζεται και από πουθενά δεν προκύπτει τι ελέχθη στη συνεδρία του Κοινοτικού Συμβουλίου ημερομηνίας 14.3.2014, κατά την οποία και διαφοροποιήθηκε η αρχική στάση του Κηδεμόνα ως προς την υπογραφή συμβολαίου με τον αιτητή.
Επί των πιο πάνω, δεν υπήρξε ουσιαστικός αντίλογος από τους καθ’ ων η αίτηση: στην καταχωρηθείσα γραπτή τους αγόρευση, γίνεται απλή αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης, εν είδει έκθεσης γεγονότων, χωρίς την ανάπτυξη οποιασδήποτε νομικής επιχειρηματολογίας. Μόνη εξαίρεση αποτελεί ο γενικός, και εν πολλοίς αόριστος, ισχυρισμός ότι «οι Καθ’ ων η αίτηση μελέτησαν κάθε φορά με τη δέουσα επιμέλεια τα αιτήματα του αιτητή και αιτιολόγησαν κάθε φορά τις αποφάσεις που έλαβαν, χωρίς την ύπαρξη οποιουδήποτε αλλότριου σκοπού», καθώς και ότι «καμιά οφειλόμενη ενέργεια εκ του νόμου, Ν.139/91, υπήρχε για εκμίσθωση του Τ/Κ ακινήτου στον αιτητή [.]». Ως προς τον ισχυρισμό του αιτητή περί μη τήρησης άρτιου πρακτικού, οι καθ’ ων η αίτηση, όπως αναφέρεται στη γραπτή τους αγόρευση, επιφυλάχθηκαν να το προσκομίσουν κατά το στάδιο των διευκρινίσεων. Ωστόσο, κατά τις διευκρινίσεις, στις 10.6.2019, η δικηγόρος που εμφανίστηκε, δήλωσε ότι είχε αποταθεί στο Κοινοτικό Συμβούλιο για να της αποσταλεί το πρακτικό, το οποίο όμως δεν ανευρέθηκε, με αποτέλεσμα να μην εντοπίζεται πρακτικό συνεδρίας του Κοινοτικού Συμβουλίου ημερομηνίας 14.3.2014.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων και ισχυρισμών που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, τα οποία και αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της επίδικης απόφασης.
Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι ο Κηδεμόνας αρχικά είχε αποφασίσει τον άμεσο τερματισμό της σύμβασης μίσθωσης μεταξύ της Κεντρικής Επιτροπής Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και του Κοινοτικού Συμβουλίου, καθώς και όπως, μετά την ανάκτηση του υποστατικού από τους καθ’ ων η αίτηση, να κληθεί ο αιτητής (υπομισθωτής) «[.] για απευθείας συμβόλαιο με ενοίκιο €3000 το μήνα». Σχετική είναι η επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών προς τον Αν. Έπαρχο Λάρνακας, ημερομηνίας 6.2.2014 (παράρτημα Ξ στην ένσταση). Σαφώς και επρόκειτο για μια επωφελή και/ή ευμενή για τον αιτητή πράξη.
Ωστόσο, στη συνέχεια, ο Κηδεμόνας άλλαξε στάση, εφόσον, με νέα επιστολή του προς τον Αν. Έπαρχο Λάρνακας, ημερομηνίας 27.3.2014, «[.] μετά την μελέτη των νέων στοιχείων που υποβλήθηκαν κοντά του και τη συνάντηση του με το Κοινοτικό Συμβούλιο Ορόκλινης στις 14.3.2014 αποφάσισε όπως από 1.4.2014 υπογραφεί νέα Σύμβαση Μίσθωσης με το Κοινοτικό Συμβούλιο Ορόκληνης η οποία θα είναι πενταετής με μηνιαίο ενοίκιο €850 και δικαίωμα υπεκμίσθωσης του υποστατικού μόνο σε εκτοπισμένο.» (παράρτημα Ο στην ένσταση).
Ο αιτητής ενημερώθηκε για τα πιο πάνω με επιστολή του Κηδεμόνα προς αυτόν, ημερομηνίας 26.3.2014 (παράρτημα Σ στην ένσταση). Συναφώς, αποφασίστηκε επίσης όπως από 1.4.2014 υπογραφεί νέα σύμβαση μίσθωσης με το Κοινοτικό Συμβούλιο.
Ακολούθως, δια σχετικής επιστολής των δικηγόρων του, ημερομηνίας 24.10.2014, ο αιτητής υπέβαλε εκ νέου το αίτημά του για ενοικίαση του υπό αναφορά υποστατικού. Στην εν λόγω επιστολή αναφέρονταν και τα εξής:
«4. Στις 26.3.2014 σε απαντητική επιστολή ο Αν. Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών υπέδειξε όπως το υποστατικό συνεχίσει να εκμισθώνεται στο Κοινοτικό Συμβούλιο Ορόκλινης με δικαίωμα υπεκμίσθωσης σε εκτοπισμένο και όπως η συνέχιση της υπεκμίσθωσης στον πελάτη μου εξαρτηθεί από το Κοινοτικό Συμβούλιο Ορόκλινης.
5. Με όλο το σέβας η πιο πάνω προσέγγιση του όλου θέματος τελεί υπό ουσιώδη νομική και πραγματική πλάνη και παραβιάζει την ισχύουσα νομοθεσία. Ειδικότερα:
(ι) Στις 29.11.1988 υπεγράφη ΑΔΕΙΑ, όπως ονομάζετο (ΣΥΝΗΜΜΕΝΟ 2), μεταξύ της Κεντρικής Επιτροπής Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και του Συμβουλίου Βελτιώσεως Ορόκλινης που αφορούσε το υπό αναφορά υποστατικό. Μεταξύ των όρων της άδειας ήταν και ο όρος 4 σύμφωνα με το οποίο:
«4. O Αδειούχος δεν θα έχει το δικαίωμα εκχωρήσεως ή παραχωρήσεως άδειας χρησιμοποιήσεως υπό τρίτου, του όλου, ή μέρους του αντικειμένου εκτός εάν ούτος ήθελεν εκ των προτέρων λάβει την έγγραφον προς τούτο συγκατάθεσιν της Κεντρικής Επιτροπής.»
Ακολούθως το Κοινοτικό Συμβούλιο Ορόκλινης στο Ενοικιαστήριο Έγγραφο που συνήψε με τον πελάτη μου το 2010 και παρουσιαζόμενο ως ο « Ιδιοκτήτης» ενοικίασε το υποστατικό αντί του ποσού των €5.150,00. Τίθενται συναφώς τα ακόλουθα:
(α) Έλαβε το Κοινοτικό Συμβούλιο Ορόκλινης έγγραφη συγκατάθεση από τον Διαχειριστή για να ενοικιάσει το υποστατικό όπως προνοείται στον όρο 4 (ανωτέρω) της Άδειας; Αν δεν έχει λάβει έγγραφη συγκατάθεση τότε αυτό συνιστά παράβαση των όρων και σύμφωνα με τον όρο 7 της Άδειας
«παρέχει προς την Κεντρικήν Επιτροπήν το δικαίωμα όπως τερματίζει πάραυτα την άδειαν και λαμβάνει άμεση κατοχήν του αντικειμένου.»
(β) Γιατί το Κοινοτικό Συμβούλιο Ορόκλινης παρουσιάζεται ως ο Ιδιοκτήτης υποστατικού, αφού αυτό ανήκει στον Διαχειριστή;
(γ) Κατ’ επέκταση γιατί απεκρύβη από τον πελάτη μου κατά τη σύναψη του Ενοικιαστηρίου Εγγράφου το 2010, ότι επρόκειτο για Τουρκοκυπριακή περιουσία της οποίας ιδιοκτήτης δεν ήταν το Κοινοτικό Συμβούλιο Ορόκλινης αλλά ο Κηδεμόνας; Υπενθυμίζεται ότι το μηνιαίο ενοίκιο του υποστατικού το 2010 ήταν €5.150,00 και η συμφωνία/άδεια μεταξύ της Κεντρικής Επιτροπής και του Κοινοτικού Συμβουλίου Ορόκλινης το 1988 ήταν £200.- (λίρες) μηνιαίως (Ορος 6 της Άδειας). Όπως δε με πληροφορεί ο πελάτης μου, περιήλθε σε γνώση του ότι κατά την περίοδο 1.1.2006-31.7.2011, παρουσιάστηκε καθυστέρηση από το Κοινοτικό Συμβούλιο Ορόκλινης σε σχέση με καταβολή των ενοικίων για το ποσό των €2.050,32 (Υπουργείο Εσωτερικών, Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας, Κλάδος Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών, Φάκελος: Τ/Κ [.]).
Συναφώς ποιό δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται, αφού το Κοινοτικό Συμβούλιο εισέπραττε άνω των €5.000.- ευρώ μηνιαίως, κατά την περίοδο που ενοικιάσθη το υποστατικό στον πελάτη μου και κατέβαλλε €350 περίπου μηνιαίως στον πραγματικό Ιδιοκτήτη/ Διαχειριστή Τ/Κ Περιουσιών. Αυτό συνιστά κατάφορη παραβίαση του άρθρου 6Β του σχετικού Νόμου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του οποίου η σύναψη σύμβασης για εκμίσθωση Τ/Κ ακίνητης ιδιοκτησίας γίνεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις σε αρχές τοπικής διοίκησης κατά τρόπο και υπό όρους που κατά τη κρίση του Κηδεμόνα εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον. Στην προκείμενη περίπτωση πώς τεκμηριώνεται η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, πού έχουν επενδυθεί οι €300.000 περίπου που ο πελάτης μου κατέβαλε την περίοδο εκμίσθωσης προς το Κοινοτικό Συμβούλιο Ορόκλινης, αφού από το ποσό αυτό μόνο ένα τυπικό ποσόν κατεβάλλετο στον δια Νόμου ιδιοκτήτη, στη βάση ποιών αποδεικτικών στοιχείων εξυπηρετήθηκε το δημόσιο συμφέρον;
(ii) Επίσης χρήζει διερεύνησης αν μετά την θέση σε ισχύ του σχετικού Νόμου το 1991, οι παλαιότερες συμφωνίες, όπως η εξεταζόμενη, επανεξετάστηκαν και αναπροσαρμόστηκαν αναλόγως ώστε να εναρμονίζονται με τις πρόνοιες της νομοθεσίας που στόχο έχουν την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.
(ιιι) Με τα πιο πάνω δεδομένα καθίσταται σαφές ότι η συμφωνία ενοικίασης του υποστατικού μεταξύ του Κοινοτικού Συμβουλίου Ορόκλινης και του πελάτη μου έγινε αφενός κατά παράβαση ουσιωδών όρων της Άδειας του 1988 και αφετέρου το ένα εκ των συμβαλλομένων μερών αυτοαποκαλείτο εν αγνοία του πελάτη μου ως Ιδιοκτήτης του υποστατικού, χωρίς να είναι και/ή χωρίς να έχει την απαραίτητη γραπτή έγκριση. O δε πελάτης μου τελών εν αγνοία και εντελώς καλόπιστα, συνήψε ουσιαστικά μια συμφωνία και κατέβαλλε επί σειρά ετών το εκμίσθωμα στη τοπική αρχή η οποία δεν ήταν ο δια Νόμου ιδιοκτήτης.
Εν κατακλείδι όλα τα πιο πάνω χρήζουν ενδελεχούς διερεύνησης και ενδεχομένως να απαιτηθεί και η συνδρομή του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας. Εάν δε έτσι έχουν τα δεδομένα, ότι δηλαδή το Κοινοτικό Συμβούλιο Ορόκλινης δεν είχε την γραπτή συγκατάθεση/έγκριση του Διαχειριστή των Τ/Κ περιουσιών, ως του μόνου αρμοδίου κατά Νόμο προσώπου, για την υπεκμίσθωση του υποστατικού στον πελάτη μου, τότε η συμφωνία αυτή θα πρέπει να κριθεί ως πάσχουσα και παρέχουσα το δικαίωμα στο Διαχειριστή για άμεσο τερματισμό της. Παράλληλα θα πρέπει να διερευνηθεί με ποιό τρόπο εξυπηρετήθηκε το δημόσιο συμφέρον από την είσπραξη του επί σειρά ετών μισθώματος που κατεβάλλετο στην τοπική αρχή και που φτάνει το ποσό των €300.000.- (τριακοσίων χιλιάδων).
Επιπρόσθετα και εφόσον κριθεί το βάσιμο των ανωτέρω, θα πρέπει να εξεταστεί αίτημα του πελάτη μου προς τον κατά Νόμο πλέον ιδιοκτήτη του υποστατικού Υπουργό Εσωτερικών, για υπεκμίσθωση του από τον πελάτη μου.».
Είναι προφανές ότι, στην εν λόγω επιστολή, πέραν του αιτήματος του αιτητή, αλλά και του ιστορικού της υπόθεσης, περιέχονται ερωτήματα και/ή διάφοροι ισχυρισμοί των δικηγόρων του αιτητή, συνοδευόμενοι από σχετικά έγγραφα, και εγείρονται ζητήματα σχετικά με τη νομιμότητα και εγκυρότητα των ενεργειών του Κοινοτικού Συμβουλίου, καθώς και την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος
Εν πρώτοις, εύλογα προκύπτει το ερώτημα τι μεσολάβησε από την αρχική, ευνοϊκή για τον αιτητή, απόφαση του Κηδεμόνα, ημερομηνίας 6.2.2014, μέχρι την αλλαγή της στάσης του και την απόφαση να μην υπογραφεί νέα σύμβαση με τον αιτητή, αλλά νέα σύμβαση μίσθωσης με το κοινοτικό συμβούλιο. Ποια ήσαν τα «στοιχεία της υπόθεσης» και τα «νέα στοιχεία», ως αναφέρεται τόσο στην επιστολή του Κηδεμόνα προς τον Αν. Έπαρχο, ημερομηνίας 27.3.2014, αλλά και στην επίδικη απόφαση ημερομηνίας 29.6.2015, τα οποία υποβλήθηκαν ενώπιον του Κηδεμόνα και λήφθηκαν υπόψη, και τα οποία οδήγησαν στην αλλαγή στάσης του Κηδεμόνα και στη λήψη της επίδικης απόφασης;
Περαιτέρω, εξίσου εύλογο κρίνεται και το ερώτημα πως εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον με την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση να συνάψουν νέα σύμβαση με το Κοινοτικό Συμβούλιο, από τη στιγμή που αρχικώς είχε αποφασιστεί να κληθεί ο αιτητής να συνάψει απευθείας συμβόλαιο με τον Κηδεμόνα, με ενοίκιο €3000 το μήνα και στη συνέχεια, αποφασίστηκε όπως από 1.4.2014 υπογραφεί νέα σύμβαση μίσθωσης με το Κοινοτικό Συμβούλιο, η οποία θα ήταν πενταετής με μηνιαίο ενοίκιο €850. Επισημαίνεται συναφώς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6Β του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου (Ν.139/1991), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο (η έμφαση έχει προστεθεί)-
«Στα πλαίσια της εξουσίας του να διαχειρίζεται τουρκοκυπριακές περιουσίες δυνάμει του άρθρου 5 του παρόντος Νόμου και κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει του άρθρου 6 του παρόντος Νόμου, ο Κηδεμόνας δύναται, αφού πρώτα λάβει υπόψη τη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τηρουμένων των επιφυλάξεων που θέτει το εν λόγω άρθρο 6, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, και μόνο όπου τούτο εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, να συνάπτει συμβάσεις για την εκμίσθωση ή παραχώρηση άδειας χρήσης Τουρκοκυπριακής ακίνητης ιδιοκτησίας στην Κυβέρνηση της Δημοκρατίας, σε οργανισμούς δημόσιας ωφελείας και σε αρχές τοπικής διοίκησης δυνάμει των οποίων να επιτρέπεται η χρησιμοποίηση ή και κατοχή της ιδιοκτησίας, κατά τρόπο και υπό όρους που κατά την κρίση του Κηδεμόνα εξυπηρετούν τόσο το εν λόγω δημόσιο συμφέρον όσο και τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.».
Κατά πάγια νομολογία, η μεταβολή τακτικής της Διοίκησης χρήζει ειδικής αιτιολογίας, ιδίως όταν είναι δυσμενής για το διοικούμενο, όπως στην υπό κρίση υπόθεση (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικράτειας 1929-1959, σελ. 1825 και σύγγραμμα Μ. Στασινόπουλου, Δίκαιον Διοικητικών Πράξεων, ανατύπωση 1982, σελ. 339). Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Νίκος Τρύφωνος ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 206/19, ημερ. 13.11.2024, λέχθηκαν τα εξής ως προς την ανάγκη για επαρκή αιτιολόγηση της απόφασης, ιδίως σε περιπτώσεις αλλαγής της στάσης της Διοίκησης (η υπογράμμιση έχει προστεθεί):
«Η διοίκηση στην υπό κρίση υπόθεση, αναθεώρησε την απόφασή της σε σχέση με την ικανότητα του εφεσείοντα να εργασθεί. Ενώ για 14 περίπου έτη, έκρινε τον εφεσείοντα ανίκανο για εργασία, το 2017 η Υπουργός τον έκρινε ικανό να ασκεί το επάγγελμα του γεωργού. Η διοίκηση δύναται να μεταβάλει τακτική ως προς τον τρόπο άσκησης της διακριτικής της εξουσίας, αλλά η μεταβολή αυτή δεν πρέπει να αποτελεί «.εκδήλωση ασυνέπειας, αυθαιρεσίας.» (Βλ. Π. Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, έκδοση 1977, σελ. 107). Η μεταβολή τακτικής χρήζει ειδικής αιτιολογίας, ιδίως όταν είναι δυσμενής για το διοικούμενο, όπως στην υπό κρίση υπόθεση. (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικράτειας 1929-1959, σελ. 1825 και σύγγραμμα Μ. Στασινόπουλου, Δίκαιον Διοικητικών Πράξεων, ανατύπωση 1982, σελ. 339).
[.]
Κατά πόσο «επήλθε μεταβολή των πραγματικών συνθηκών» είναι καθήκον της διοίκησης να προσδιορίσει στην απόφαση της, για να γνωρίζει ο κάθε επηρεαζόμενος πολίτης τους λόγους επί των οποίων στηρίχθηκε η κρίση της και η απόφαση να είναι δικαστικά ελέγξιμη. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης σε σχέση με το τι θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης. (βλ. Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145 και Προσφυγή 1179/03, Ιωάννης Παπαδόπουλος ν. Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερομηνίας 31.03.2006, σελ. 7:
Κανένα στοιχείο τέθηκε που να καταδεικνύει μεταβολή της κατάστασης του εφεσείοντα και συγκεκριμένα ότι υπήρξε βελτίωση της υγείας του, γεγονός που ενδεχομένως να δικαιολογούσε την αναθεώρηση της απόφασης της διοίκησης.
[.]
Καταλήγουμε ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν έχει καταδειχθεί με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας, συμπεριλαμβανομένου και του διοικητικού φακέλου, μεταβολή των πραγματικών συνθηκών στις οποίες στηρίχτηκε η προηγούμενη απόφαση για παροχή σύνταξης ανικανότητας, ούτως ώστε να δικαιολογούσε την αναθεώρηση από τη διοίκηση της παροχής σύνταξης στον εφεσείοντα. Καμία αιτιολογία δίδεται για την αλλαγή της στάσης της διοίκησης σε βάρος του διοικουμένου. (Βλ. Κυριακίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298 και Φράγκου (ανωτέρω)). Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν προϊόν δέουσας έρευνας.».
Εν προκειμένω, πέραν την γενικής αναφοράς σε «νέα στοιχεία» που τέθηκαν ενώπιον τους, καμία αιτιολογία δεν δίδεται από τους καθ’ ων η αίτηση και δεν αποκαλύπτεται το σκεπτικό για το λόγο αλλαγής της αρχικής στάσης τους, ως αυτή περιέχεται στην προαναφερθείσα επιστολή ημερομηνίας 6.2.2014, που οδήγησε στη λήψη της επίδικης απόφασης. Ούτε βεβαίως και συνιστά έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης σε σχέση με το τι θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης (Νίκος Τρύφωνος, ανωτέρω, Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145). Όπως λέχθηκε πρόσφατα στην Μάριος Σωτηρίου ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 176/2018, ημερομηνίας 10.4.2024-
«Tο Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη διοίκηση στην άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, ούτε προβαίνει σε πρωτογενή εκτίμηση γεγονότων (βλ. Lewis v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1253). Η δικαιοδοσία του περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της πράξης. Επεμβαίνει μόνο στις περιπτώσεις που αποδεικνύεται πλάνη ως προς τα γεγονότα ή ανεπαρκής έρευνα ή κατάχρηση εξουσίας. (Βλ. σχετικά Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 659 και Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1175).
Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας, έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (βλ. Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 189).
Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφασή της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων η τελευταία άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια. Η πιο πάνω ανάγκη απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου (βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Ως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο σύγγραμμα H. R. Wade Administrative Law, 5th edition, p. 486, «. the giving of reasons is required by the ordinary man' s sense of justice and is also a healthy discipline for all those who exercise power over others».
Οι αρχές που αφορούν την αιτιολογία των διοικητικών αποφάσεων επιβάλλουν ότι οι λόγοι που δίδονται δεν πρέπει να αφήνουν καμιά αμφιβολία για το σκεπτικό της απόφασης (βλ. Constantinides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 7 και άρθρο 28(1) και (2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/99). Η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί ή να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου όπως και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας (άρθρο 29 του Ν.158(Ι)/99), νοουμένου ότι τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από το φάκελο, κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο. Διαφορετικά, τα δικαστήρια θα έπρεπε να υποκαθιστούν τη διοίκηση στην αναζήτηση και στάθμιση των στοιχείων (βλ. Παναγιωτίδης ν. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων (1998) 3 Α.Α.Δ. 342).
Τόσο η μορφή της έρευνας όσο και η αιτιολογία της απόφασης, είναι άμεσα συνυφασμένες με τα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476 και Ράφτη ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, 366).».
Παρομοίως, και στην υπό κρίση υπόθεση, δεν προκύπτει με την απαιτούμενη επάρκεια η αιτιολογία της αλλαγής της στάσης των καθ’ ων η αίτηση και, κατ’ επέκταση, η αιτιολογία της επίδικης απόφασης, εφόσον δεν εκτίθενται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που οδήγησαν τη Διοίκηση στην απόφασή της καθώς και η παράθεση των κριτηρίων και/ή στοιχείων, βάσει των οποίων η τελευταία άσκησε εντέλει τη διακριτική της ευχέρεια εναντίον του αιτητή. Με άλλα λόγια, δεν αποκαλύπτεται το σκεπτικό επί του οποίου στηρίχθηκε η τελική κρίση της Διοίκησης και να καθίσταται ανέφικτη η διενέργεια του απαιτούμενο δικαστικού ελέγχου (Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΔΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023).
Επιπρόσθετα δε, η διαπιστωθείσα έλλειψη και το κενό αιτιολογίας επιτείνονται από την ανυπαρξία και/ή απουσία πρακτικού της συνεδρίας ημερομηνίας 14.3.2014 και η οποία, ως προκύπτει από την επιστολή του Κηδεμόνα ημερομηνία 27.3.2014, φαίνεται ότι διαδραμάτισε ουσιώδη ρόλο στην αλλαγή στάσης των καθ’ ων η αίτηση, εφόσον, όπως ρητά αναφέρεται και στην επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών προς τον Αν. Έπαρχο, ημερομηνίας 27.3.2014, η αλλαγή στη στάση του Κηδεμόνα και η απόφαση για σύναψη νέας σύμβασης με το Κοινοτικό Συμβούλιο, επήλθαν μετά και από τη συνάντηση με το Κοινοτικό Συμβούλιο, στις 14.3.2014. Ουδείς γνωρίζει τι ελέχθη στην εν λόγω συνάντηση και πως τα όσα διημείφθησαν συνέβαλαν στην αλλαγή στάσης της Διοίκησης και στη λήψη της επίδικης απόφασης. Με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος που είναι και το ζητούμενο (Παντελή Χασάπη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1346/2012, ημερομηνίας 12.6.2015, ECLI:CY:AD:2015:D421).
Ενόψει των πιο πάνω, διαπιστώνεται κενό αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης, αλλά και έρευνας. Αυτές δε οι διαπιστώσεις σφραγίζουν και την τύχη της υπό εξέταση προσφυγής.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο