
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις αρ. 1525/19 και 1526/19
30 Μαΐου, 2025
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Υπόθεση αρ. 1525/2019
Λ. Χ.
Αιτήτρια
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας
Καθ' ων η αίτηση
____________________________________
Υπόθεση αρ. 1526/2019
Έλ. Χ.
Αιτήτρια
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας
Καθ' ων η αίτηση
_____________________________________________________________
Α. Μαππουρίδης με Λ. Μαππουρίδη (κα), για Ρίκκος Μαππουρίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, δικηγόροι των Αιτητριών.
Μ. Κυπριανού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο των Καθ' ων η αίτηση.
Κ. Παπαστεφάνου (κα), για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σια ΔΕΠΕ, δικηγόροι του ενδιαφερόμενου μέρους.
___________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Με τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις προσβάλλεται, η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση η οποία δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας στις 04.07.2019 και στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αριθμό 5218 στις 02.08.2019 και με την οποία προήχθη στη μόνιμη θέση Επιθεωρητή Α’ Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης για τη Συμβουλευτική και Επαγγελματική Αγωγή η Εχχχ Πχχχχχχχχχ κατ’ αποκλεισμό των Αιτητριών.
Ως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο, τα γεγονότα της υπόθεσης, έχουν ως εξής:
Η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, με επιστολή της με ημερ. 25.10.2018, υπέβαλε στην Επιτροπή πρόταση για την πλήρωση, μεταξύ άλλων μίας θέσης, Επιθεωρητή Α' (Μέση Γενική Εκπαίδευση) (θέση προαγωγής). Η Επιτροπή, στη συνεδρία της ημερομηνίας 29.10.2018, αποφάσισε την προκήρυξη των εν λόγω θέσεων η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 2.11.2018. Μέχρι την τελευταία ημερομηνία υποβολής αιτήσεων στις 19.11.2018 υποβλήθηκαν συνολικά δέκα αιτήσεις.
Σύμφωνα με το άρθρο 35Β(1) των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 έως 2018, οι αιτήσεις όλων των υποψηφίων και οι φάκελοι των Υπηρεσιακών Εκθέσεων τους διαβιβάστηκαν από τη Γραμματέα της Επιτροπής στη Γενική Επιθεωρήτρια Μέσης Εκπαίδευσης, ως Πρόεδρο της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής. Ετοιμάστηκε έκθεση της Σ.Ε., η οποία μαζί με τον κατάλογο των υποψηφίων που αυτή σύστησε, υποβλήθηκε στην Ε.Ε.Υ. με επιστολή ημερομηνίας 4.4.2019.
Η Επιτροπή, στη συνεδρία της ημερομηνίας 26.6.2019, εξέτασε τη νομιμότητα της έκθεσης που καταρτίστηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 35Β(8) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων, Ν. 10/1969, και διαπίστωσε ότι οι υποψήφιοι τους οποίους η Συμβουλευτική Επιτροπή θεώρησε προσοντούχους κατέχουν όλα τα απαιτούμενα, από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, προσόντα. Επίσης, η Επιτροπή προχώρησε σε σύγκριση των υποψηφίων, με βάση τα τρία νόμιμα κριτήρια αξία, προσόντα, αρχαιότητα, για να εξακριβώσει κατά πόσον ορθά η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε τους υποψήφιους που φαίνονται στην παράγραφο 10 της έκθεσής της και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ορθά σύστησε το Ενδιαφερόμενο Μέρος και τις Αιτήτριες, εφόσον υπερέχουν έναντι των ανθυποψηφίων τους που δεν συστήθηκαν.
Ακολούθως, η Επιτροπή, με βάση το εδάφιο (8) του άρθρου 35Β των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων, εξέτασε τις ενστάσεις που είχαν υποβληθεί για αναθεώρηση του καταλόγου της Συμβουλευτικής Επιτροπής από μέρους των επηρεαζόμενών. Ειδικότερα Ένσταση υποβλήθηκε, από μέρους της Αιτήτριας στη προσφυγή αρ. 1525/19, η οποία αφού έτυχε εξέτασης δεν έγινε δεκτή από την Επιτροπή και η Αιτήτρια ενημερώθηκε με επιστολή της Ε.Ε.Υ. ημερ. 9.10.2019.
Ολοκληρώνοντας τη διαδικασία, η Επιτροπή κατήρτισε τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων και, σύμφωνα με το άρθρο 35Β(9) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων, αποφάσισε να καλέσει τις τρεις υποψήφιες που περιλήφθηκαν σ' αυτόν σε προσωπικές συνεντεύξεις οι οποίες και πραγματοποιήθηκαν στις 4.07.2019. Μετά το πέρας των προσωπικών συνεντεύξεων, η Επιτροπή, στην ίδια πάντα συνεδρία της αποφάσισε να προσφέρει προαγωγή στην υπό πλήρωση θέση, με ισχύ από 1.9.2019, στο Ενδιαφερόμενο Μέρος. Η προαγωγή δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αριθμό 5218 ημερομηνίας 2.8.2019.
Οι Αιτήτριες αντέδρασαν κατά της πιο πάνω απόφασης και καταχώρησαν στις 2.12.2019 τις υπό εξέταση προσφυγές, όπου μέσω του δικηγόρο τους προβάλλουν τους εξής λόγους προς ακύρωση της προαγωγής.
Συγκεκριμένα, οι Αιτήτριες ισχυρίζονται ότι υπήρξε παράβαση Νόμου και κανονισμών, υπέρβαση εξουσίας και πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο, αφού ως υποστηρίζουν, το Ε/Μ δεν κατέχει όλα τα απαιτούμενα, από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, προσόντα. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι, η αιτιολογία δεν ήταν επαρκής αφού η σύσταση της Προέδρου της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι αναιτιολόγητη. Τέλος, ως υποστηρίζει ο κ.Μαππουρίδης, υπήρξε παράβαση της αρχής της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης και παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και διαφάνειας.
Αντίθετα, είναι η θέση της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση, ότι ουδείς εκ των προβαλλόμενων λόγων ευσταθεί και μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Σχετικά, με σύντομη αλλά περιεκτική γραπτή αγόρευση, η κα. Κυπριανού απαντά στους τρεις βασικούς ισχυρισμούς των Αιτητριών. Αντίστοιχα, με μια εκτενή αγόρευση, και η δικηγόρος του Ε/Μ απαντά απορρίπτοντας τους λόγους οι οποίοι προωθούνται εκ μέρους των Αιτητριών, ενώ εγείρει και δύο προδικαστικές ενστάσεις, τις οποίες σημειώνω ότι παραλείπει να ενισχύσει η δικηγόρος των Καθ’ ων η αίτηση αφήνοντας το ζήτημα, όπως αναφέρθηκε και κατά τις διευκρινήσεις, να το αποφασίσει το Δικαστήριο.
Προτού προχωρήσει το Δικαστήριο στην εξέταση των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης εκ μέρους των Αιτητριών, θα πρέπει να εξετάσω τις δύο προδικαστικές ενστάσεις οι οποίες εγείρονται εκ μέρους της δικηγόρου του Ε/Μ.
Συγκεκριμένα, το Ενδιαφερόμενο Μέρος, προβάλει ως πρώτη Προδικαστική Ένσταση ότι, οι Αιτήτριες στερούνται αναγκαίου, άμεσου, προσωπικού και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος. Όπως αναφέρεται και στο στάδιο της γραπτής του αγόρευσης, το Ε/Μ ισχυρίζεται ότι (η έμφαση και η υπογράμμιση του κειμένου) «δεν είναι δυνατόν οι Αιτήτριες να προσβάλλουν παρεμπιπτόντως δια των Προσφυγών το διορισμό του Ενδιαφερόμενου Μέρους, 30 και πλέον χρόνια μετά την άπρακτη παρέλευση των 75 ημερών από την ημερομηνία Διορισμού ΕΜ, ήτοι από τις 02.07.1992!».
Μελετώντας την επιχειρηματολογία της εκπροσώπου του Ε/Μ, ως αναλύεται στην αγόρευση της, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με τη θέση του κ. Μαππουρίδη ότι ο εν λόγω ισχυρισμός, επί της ουσίας του, είναι αβάσιμος και αστήριχτος, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δημιουργεί βλάβη για τα συμφέροντα των πελάτιδών του, οι οποίες κρίθηκαν από τους Καθ’ ων η Αίτηση, όπως και το Ε/Μ, ως προσοντούχες για προαγωγή στην επίδικη θέση. Συνεπώς, κρίνω ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε να προσφέρει προαγωγή στην υπό πλήρωση θέση στο Ε/Μ αντί σε κάποιαν εκ των Αιτητριών, δίνει αντίστοιχα σε αυτές το απαραίτητο έννομο συμφέρον για καταχώρηση και προώθηση της παρούσας Προσφυγής.
Περαιτέρω, το Ενδιαφερόμενο Μέρος προέβαλε, ως δεύτερη Προδικαστική Ένσταση, θέση περί εκπρόθεσμης καταχώρησης αμφότερων των Προσφυγών. Συγκεκριμένα, ο ισχυρισμός αυτός τέθηκε επειδή η παρούσα Προσφυγή έχει ασκηθεί πέραν της προθεσμίας των 75 ημερών, μετά την ανακοίνωση της προαγωγής στην ιστοσελίδα της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας στις 04.07.2019. Έχω μελετήσει τις αποφάσεις στις οποίες με έχει παραπέμψει η κα. Παπαστεφάνου. Ωστόσο, κρίνω ότι, αυτές δεν μπορούν να οδηγήσουν το παρόν Δικαστήριο στο αποτέλεσμα το οποίο επιθυμεί το Ε/Μ. Δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 35(4) του Περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 10/1969, οι προαγωγές δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η παρούσα υπόθεση, αφορά προαγωγή στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία. Παρά το ότι η προαγωγή, δημοσιεύτηκε αρχικά στις 04.07.2019 στην ιστοσελίδα της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ακολούθως προς συμμόρφωση με τη ισχύουσα νομοθεσία, αυτή δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 02.08.2019. Το άρθρο 146 του Συντάγματος, επιτάσσει όπως οποιαδήποτε προσφυγή δύναται να ασκηθεί εντός 75 ημερών από την δημοσίευση της απόφασης. Εν προκειμένω, αμφότερες οι Προσφυγές κατά της Απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση καταχωρίστηκαν στις 15.10.2019, δηλαδή μετά από 74 ημέρες από τις 02.08.2019 οπότε έγινε η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα και συνεπώς εντός της εκ του νόμου ορισθείσας προθεσμίας.
Μετά την απόρριψη αμφότερων των προδικαστικών ενστάσεων, προχωρώ στην εξέταση των τριών λόγων ακύρωσης που προωθεί ο δικηγόρος των Αιτητριών.
Με τον πρώτο λόγο, υποστηρίζεται εκ μέρους του κ. Μαππουρίδη ότι, υπήρξε παράβαση Νόμου και Κανονισμών, υπέρβαση εξουσίας και πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο, αφού, ως προβάλει, το Ε/Μ δεν κατέχει όλα τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόντα. Ειδικότερα, είναι ο ισχυρισμός των Αιτητριών πως, οι Καθ' ων η Αίτηση κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης δεν έδωσαν τη δέουσα βαρύτητα και/ή δεν λήφθηκε υπόψη από τους Καθ' ων η Αίτηση συγκεκριμένος τίτλος σπουδών που κατέχει το Ε/Μ. Το επιχείρημα αφορά το Πτυχίο Κοινωνικής Εργασίας το οποίο το Ενδιαφερόμενο Μέρος κατέχει, και ότι αυτό, δεν απονεμήθηκε από ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης της Ελλάδος ενώ «στο Ελληνικό Δημόσιο δεν αναγνωρίζεται ως τίτλος ανώτατης εκπαίδευσης», ισχυρισμός ο οποίος τέθηκε προηγουμένως μέσω και της «Ένστασης προς την Ε.Ε.Υ.» κατά της νομιμότητας της έκθεσης και του καταλόγου των συστηνόμενων από την Σ.Ε., την οποία υπέβαλε η Αιτήτρια στη προσφυγή αρ. 1525/19, στις 12.04.2019.
Μελετώντας τα ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφα, προκύπτει από την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι, τόσο το Ενδιαφερόμενο Μέρος όσο και οι Αιτήτριες κατείχαν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα της θέσης και δια το λόγο αυτό, ομόφωνα, αυτή σύστησε αποκλειστικά τις τρεις αυτές υποψήφιες για την επίδικη θέση προαγωγής. Συγκεκριμένα, σε ειδικό πίνακα, αναλύονται λεπτομερώς τα προσόντα του κάθε υποψηφίου. Όσον αφορά το Ε/Μ, προκύπτει ότι κατέχει Πτυχίο Κοινωνιολογίας, από τη Πάντειο Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών, καθώς και Πτυχίο Ταχύρρυθμης Εκπαίδευσης Συμβούλου Επαγγελματικού Προσανατολισμού Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού Ελλάδος, ΚΕΤΕΚ (1985). Όσον αφορά την μεταπτυχιακή του εκπαίδευση, διαπιστώνεται ότι το Ε/Μ κατέχει ΜΑ στην Ανάπτυξη Προγραμμάτων και Διδασκαλία, Πανεπιστήμιο Κύπρου. Επίσης από τον Πίνακα, κάτω από την επικεφαλίδα «Πρόσθετα Προσόντα» φαίνεται ότι, τα πρόσθετα προσόντα του Ενδιαφερόμενου Μέρους είναι Δίπλωμα της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου (ΠΑΚ) (1989) και ΜΑ στην Εκπαιδευτική Διοίκηση και Αξιολόγηση από το Πανεπιστήμιο Κύπρου (2013). Συνεπώς, ο ισχυρισμός των Αιτητριών ότι δεν φαίνεται με ποιο τίτλο κρίθηκε προσοντούχο το Ενδιαφερόμενο Μέρος και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν νομικής και πλάνης περί τα πράγματα, δεν ευσταθεί.
Διαπιστώνω ότι, όλα τα προσόντα του Ε/Μ έτυχαν αξιολόγησης τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και την ΕΕΥ, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας και την σχετικότητα τους με τα καθήκοντα της θέσης. Κατά πάγια νομολογία, εφόσον οι φάκελοι με τα προσωπικά στοιχεία των υποψηφίων βρίσκονται ενώπιον του αποφασίζοντος διοικητικού οργάνου, θεωρείται κατ' αρχήν ότι το όργανο έχει το σύνολο των στοιχείων, προκειμένου να μπορεί να προβεί σε ανάλογη κρίση (Ορφανού ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 131/12, ημερ. 19.04.2018, ECLI:CY:AD:2018:C178, ECLI: CY: AD: 2018: C178, Βραχίμης ν. Δημοκρατίας (2017) 3(Β) Α.Α.Δ. 771, 777-781, Χαραλάμπους ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 273, 281-282, Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 A.A.Δ. 170, 174-176).
Συγκεκριμένα, από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Επιθεωρητή Α' (Μέση Γενική Εκπαίδευση) προκύπτει ότι τα απαιτούμενα προσόντα της θέσης είναι: (1) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στο θέμα της ειδικότητας που να δίνει δικαίωμα διορισμού στη θέση καθηγητή, (2) μεταπτυχιακή εκπαίδευση στα παιδαγωγικά ή σε θέμα συναφές με τα καθήκοντα της θέσης διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, (3) εκπαιδευτική υπηρεσία δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ετών από τα οποία (α) τα δύο σε θέση όχι κατώτερη από εκείνη του Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης και (β) τα πέντε τουλάχιστον στη Μέση Εκπαίδευσης, (4) ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, πρωτοβουλία, υπευθυνότητα και ευθυκρισία, (5) ενημερότητα πάνω στις σύγχρονες εξελίξεις στο θέμα της ειδικότητας του και στις τάσεις και τα προβλήματα της μέσης εκπαίδευσης γενικά, καθώς και, (6) πολύ καλή γνώση μιας τουλάχιστον από τις επικρατέστερες ευρωπαϊκές γλώσσες.
Αναφορικά δε με την ουσία του ισχυρισμού της Αιτήτριας, ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος κατέχει συγκεκριμένο τίτλο σπουδών το οποίο, δεν απονεμήθηκε από ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης της Ελλάδος επαναλαμβάνω ότι αποτελεί ισχυρισμό ο οποίος τέθηκε μέσω και της «Ένστασης προς την Ε.Ε.Υ.» την οποία υπέβαλε η Αιτήτρια στη προσφυγή αρ. 1525/19 στις 12.4.2019 κατά της νομιμότητας της έκθεσης και του καταλόγου των συστηνόμενων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, και απερρίφθη από την Ε.Ε.Υ. στις 9.10.2019. Στην εν λόγω απόφαση, ως αυτή περιέχεται στην επιστολή της Ε.Ε.Υ. προς την αιτήτρια Λ. Χ., ημερομηνίας 9.10.2019, καταγράφονται τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη στη διαμόρφωση της κρίσης του αποφασίζοντος οργάνου όταν ακριβώς εξέτασε τον συγκεκριμένο ισχυρισμό της, μέσα στα πλαίσια εξέτασης της νομιμότητας της έκθεσης και του καταλόγου των συστηνόμενων. Όπως προκύπτει από το κείμενο της επιστολής, η Ε.Ε.Υ. έλαβε υπόψη της τους περιεχόμενους στην ένστασή της ισχυρισμούς και όπως κατά λέξη αναγράφεται, «διεξήγαγε ενδελεχή έρευνα στους προσωπικού φακέλους, καθώς και στους φακέλους των υπηρεσιακών εκθέσεων όλων των υποψηφίων. Από την πιο πάνω έρευνα διαπίστωσε ότι η υποψήφια Εχχχχ Πχχχχχχχχχχχ κατέχει όλα τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόντα και επομένως ορθά η Συμβουλευτική Επιτροπή την θεώρησε προσοντούχα στην εν λόγω θέση.». Συνεπώς, ενόψει των πιο πάνω, δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε σφάλμα και οι ισχυρισμοί περί έλλειψης δέουσας έρευνας, αλλά και περί πλάνης κατά τη διαμόρφωση της νομιμότητας της έκθεσης και του καταλόγου των συστηνόμενων υποψηφίων από τη Σ.Ε. και κατά συνέπεια τη λήψη της επίδικης απόφασης την Ε.Ε.Υ., απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
Επιπρόσθετα και σε συνέχεια των προαναφερθέτων, ως διαπιστώνω, ο Πίνακας που περιλαμβάνεται στα πρακτικά δείχνει ξεκάθαρα τα προσόντα του Ενδιαφερόμενου Μέρους με βάση τα οποία αυτό κρίθηκε προσοντούχο από την αρμόδια αρχή, και συγκεκριμένα προκύπτει ότι ο μεταπτυχιακός τίτλος του Ε/Μ που λήφθηκε υπόψιν ήταν το ΜΑ από το Πανεπιστήμιο Κύπρου στην Ανάπτυξη Προγραμμάτων και Διδασκαλία και όχι το συγκεκριμένο Πτυχίο Κοινωνικής Εργασίας για το οποίο αναφέρονται στον ισχυρισμό τους οι Αιτήτριες. Συνεπώς, ο ισχυρισμός των Αιτητριών ότι, δεν φαίνεται με ποιο τίτλο κρίθηκε προσοντούχο το Ενδιαφερόμενο Μέρος και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν νομικής και πραγματικής πλάνης περί τα πράγματα δεν ευσταθεί.
Δεδομένου ότι, τα αρμόδια όργανα Σ.Ε. και Ε.Ε.Υ., μέσα στα πλαίσια των εξουσιών τους, αξιολόγησαν τα προσόντα αυτά του Ε/Μ, όπως και των Αιτητριών, και τις έκριναν προσοντούχες, ενώ δεν επιβεβαιώνεται το ενδεχόμενο να έχει εμφιλοχωρήσει πεπλανημένη θέση ως προς τα προσόντα του Ε/Μ στη διαπίστωση της διοικητικής αρχής, το Δικαστήριο δεν θα συμφωνήσει με τη θέση των Αιτητριών περί πλάνης περί το συγκεκριμένο ακαδημαϊκό προσόν του Ε/Μ. Με βάση τα πιο πάνω αναφερόμενα προκύπτει ότι, οι ισχυρισμοί των Αιτητριών περί δήθεν παράβασης του Νόμου και Κανονισμών, πλάνης περί τα πράγματα σε σχέση με τα προσόντα του Ε/Μ, καθώς και υπέρβαση εξουσίας εκ μέρους των Καθ΄ων η Αίτηση δεν ευσταθούν. Εν προκειμένω, δεν εντοπίζεται κενό έρευνας, αλλ' ούτε και συνακόλουθης πλάνης, με αποτέλεσμα οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των Αιτητριών απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
Προχωρώ, ακολούθως, στην εξέταση του δεύτερου λόγου ο οποίος προωθείται εκ μέρους των Αιτητριών, όπου ισχυρίζονται ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης δεν ήταν επαρκής, επειδή η σύσταση της Πρώτης Λειτουργού Εκπαίδευσης είναι αναιτιολόγητη. Είναι δηλαδή η θέση των Αιτητριών πως, η σύσταση πάσχει λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας, μη εξειδίκευσης των λόγων σύστασης του Ενδιαφερομένου Μέρους έναντι των Αιτητριών, αλλά και μη προσδιορισμού της έρευνας που έκανε για την προώθηση του Ενδιαφερόμενου Μέρους, ώστε η προσβαλλόμενη Απόφαση να υπόκειται σε ακυρότητα.
Αντίθετα, είναι η θέση των Καθ' ων η αίτηση ότι η απόφαση της Ε.Ε.Υ. είναι καθόλα νόμιμη και αιτιολογημένη, δεν συγκρούεται με το περιεχόμενο των φακέλων αλλά αντίθετα ενισχύεται και συμπληρώνεται από αυτό.
Ανατρέχοντας στα σχετικά πρακτικά, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, η Ε.Ε.Υ. αξιολόγησε όλα τα νομοθετημένα κριτήρια στο σύνολό τους και τους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα. Αυτό, μεταξύ άλλων, προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίας της ημερομηνίας 4.7.2019, όπου αφού εξέτασε όλα τα κριτήρια αξιολόγησης των τριών υποψηφίων που σύστησε η Σ.Ε., κατέληξε στη διαμόρφωση της κρίσης της. Στη κατάληξη της απόφασης του αποφασίζοντος οργάνου αναφέρεται ότι: «Συμπερασματικά, η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, όπως αυτά αναλύθηκαν με βάση τα τρία νόμιμα κριτήρια -αξία, προσόντα, αρχαιότητα- έκρινε ότι η υποψήφια Πχχχχχχχχχχχχ Εχχχχ υπερέχει των ανθυποψηφίων της και την επέλεξε ως την πιο κατάλληλη για προαγωγή στη θέση Επιθεωρητή Α' (Μέση Γενική Εκπαίδευση) για την Συμβουλευτική και Επαγγελματική Αγωγή. Αιτιολογώντας την απόφασή της, η Επιτροπή σημείωσε ότι η εν λόγω υποψήφια υπερέχει έναντι των ανθυποψηφίων της σε αξία, σε προσόντα και σε αρχαιότητα.»
Τόσο από το πιο πάνω απόσπασμα, αλλά και από το σύνολο των όσων καταγράφονται στα πρακτικά της συνεδρίας της ημερομηνίας 4.7.2019, προκύπτει ότι η αιτιολογία που έδωσε η Ε.Ε.Υ. για την προαγωγή του Ενδιαφερόμενου Μέρους είναι επαρκής, συνάδει πλήρως τόσο με τις αρχές του διοικητικού δικαίου όσο και με τη νομολογία του Δικαστηρίου όπως έχει διατυπωθεί σε σωρεία αποφάσεων, ενώ εφοδιάζει το Δικαστήριο με τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν εφικτό το δικαστικό έλεγχο.
Περαιτέρω, ειδικά, ως προς τη θέση των Αιτητριών ότι η αιτιολογία δεν ήταν επαρκής, επειδή η σύσταση της Πρώτης Λειτουργού Εκπαίδευσης είναι αναιτιολόγητη, το Δικαστήριο διαπιστώνει και τα ακόλουθα.
Από τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως καταγράφονται, προκύπτει ότι η σύσταση ήταν καθόλα νόμιμη, αφού ως προκύπτει από τα πρακτικά, στην παρούσα υπόθεση, η Πρώτη Λειτουργός Εκπαίδευσης, η οποία παρίστατο τις συνεντεύξεις, εξέφρασε τις κρίσεις της για την απόδοση των υποψηφίων σε αυτές. Οι κρίσεις αυτές δεν είναι δεσμευτικές για την Επιτροπή, αλλά έχουν συμβουλευτικό χαρακτήρα αφού η παρουσία εκπροσώπου του Υπουργείου είναι δυνητική. Σύμφωνα με το άρθρο 35Β(9) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου προβλέπεται ότι, «Νοείται ότι, κατά τις συνεντεύξεις μπορεί να παρευρίσκεται ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας ή ο Διευθυντής του οικείου Τμήματος ή εκπρόσωπός τους και να εκφέρει τις κρίσεις του για την απόδοση των υποψήφιων σ' αυτές.».
Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ιωάννης Μοδίτης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2852, ημερ. 25.10.2002, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά: «Η σύσταση, στην οποία αναφέρεται ο Νόμος, εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς τον κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα, όπως την αποτυπώνουν οι φάκελοι. Ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ 'αυτού προκύπτει και ο ρόλος του. Να επισημάνει τί από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ 'αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος.»
Συνεπώς, το κύρος της απόφασης της ΕΕΥ δεν επηρεάζεται από τις κρίσεις της Πρώτης Λειτουργού Εκπαίδευσης η οποία παρίστατο στις συνεντεύξεις και η οποία εξέφρασε τις κρίσεις της για την απόδοση των υποψηφίων σε αυτές, καθότι αυτές σε κανένα σημείο δεν συγκρούονται με τα στοιχεία των φακέλων και είναι αιτιολογημένες.
Ολοκληρώνοντας τον σχολιασμό του δευτέρου λόγου ακύρωσης, αναφορικά με τη σύσταση της Πρώτης Λειτουργού Εκπαίδευσης, ως προκύπτει από τα πρακτικά, διαπιστώνω ότι αυτή βασίστηκε σε συγκεκριμένα κριτήρια, ήταν νόμιμη και η αιτιολογία της αξιολογικής της κρίσης κρίνεται επαρκής και σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων.
Όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Χ' Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 586/99, ημερ. 14.11.96 «Η ανάγκη για αιτιολογημένη σύσταση η οποία υπαγορεύεται από το άρθρο 35(4) του Νόμου δεν επιβάλλει την υποβολή εμπεριστατωμένης πραγματείας. Από τη στιγμή που οι συστάσεις του Προϊσταμένου του Τμήματος ανταποκρίνονται προς τα στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων και δίνουν με καθαρότητα και πληρότητα τους λόγους της προτίμησής του θεωρώ ότι ικανοποιούνται πλήρως οι προϋποθέσεις του πιο πάνω άρθρου. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να πετύχει.».
Ακόμα, παραπέμπω στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 ΛΛΛ 574, όπου αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά : «Ένας από τους προφανείς λόγους για την ανάγκη αιτιολόγησης είναι και η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της απόφασης. Είναι φανερό ότι αν δεν υπάρχει αιτιολόγηση, το Δικαστήριο αδυνατεί να ελέγξει αν η απόφαση είναι εύλογα επιτρεπτή. Απλή αναφορά που καταλήγει σε κοινοτοπία δεν αποτελεί αιτιολογία ενώ η απλή απαρίθμηση των κριτηρίων που λήφθηκαν υπ' όψιν δεν παρέχει καμιά πληροφορία για τα δεδομένα που οδήγησαν στη διαμόρφωση της απόφασης και δεν επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο. Για να είναι νοητός ο έλεγχος θα πρέπει η πραγματική βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η απόφαση να είναι γνωστή. Η ανυπαρξία οποιωνδήποτε στοιχείων μέσα στο έγγραφο της απόφασης της αρμόδιας αρχής την καθιστά αναιτιολόγητη και κατά συνέπεια την απόφαση ακυρώσιμη.»
Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη, εν προκειμένω η απόφαση της Ε.Ε.Υ., είναι αιτιολογημένη ή όχι, εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 ΑΑΔ 476). Εν προκειμένω η προσβαλλόμενη, βάση όλων όσων αναφέρονται πιο πάνω, κρίνεται ως καθόλα νόμιμη, ορθή και είναι επαρκώς αιτιολογημένη και σε κάθε περίπτωση εύλογα επιτρεπτή, δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).
Τούτων λεχθέντων, ομοίως και ο δεύτερος λόγος ακύρωσης, αναφορικά με την αιτιολογία της απόφασης, απορρίπτεται.
Τέλος, ως τρίτος λόγος υποστηρίζεται εκ μέρους των Αιτητριών ότι, υπήρξε παράβαση της αρχής της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης, όπως και παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και διαφάνειας.
Είναι θέση των Αιτητριών πως, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 28 του Συντάγματος το οποίο καθιερώνει τις αρχές της ισότητας και ίσης μεταχείρισης και τούτο γιατί, η Ε.Ε.Υ. με την απόφαση της, θέτει υποψήφιο και δη τις Αιτήτριες σε καθεστώς άνισης μεταχείρισης σε σχέση με το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο, στο οποίο αναγνωρίστηκαν, ως υποστηρίζουν, προσόντα τα οποία στην πραγματικότητα δεν κατέχει. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, οι Αιτήτριες κάτοχοι μεταπτυχιακού προσόντος στην Εκπαιδευτική Συμβουλευτική, το οποίο αποτελεί κατ' εξοχή απαιτούμενο προσόν, υποστηρίζει ο κ.Μαππουρίδης υπερτερούν του Ενδιαφερόμενου Μέρους, αφού, κατά τον ίδιο, κατέχει δίπλωμα το οποίο παράνομα εκλήφθηκε ως μεταπτυχιακό, το οποίο εκδόθηκε από το Κέντρο Τεχνικής Επαγγελματικής Κατάρτισης του ΟΑΕΔ και όχι από ακαδημαϊκό ίδρυμα, ώστε να μην πληρείται η προϋπόθεση που τέθηκε από το Σχέδιο Υπηρεσίας.
Επί του σημείου τούτου, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι, η θέση των Αιτητριών περί πλάνης της Σ.Ε. και της Ε.Ε.Υ. ως προς το συγκεκριμένο ακαδημαϊκό προσόν του Ε/Μ, έχει εξεταστεί διεξοδικά και έχει απορριφθεί κατά την εξέταση του πρώτου λόγου ακύρωσης.
Περαιτέρω, τονίζω ότι, το Δικαστήριο, ανατρέχοντας στα σχετικά πρακτικά έχει διαπιστώσει ότι, στο πλαίσιο της εξέτασης της νομιμότητας της Έκθεσης και του Καταλόγου που κατάρτησε η Συμβουλευτική Επιτροπή, η Ε.Ε.Υ. διεξήγαγε ενδελεχή έρευνα στους προσωπικούς φακέλους καθώς και στους φακέλους των υπηρεσιακών εκθέσεων όλων των υποψηφίων και ακριβώς από την πιο πάνω έρευνα, διαπίστωσε πως η υποψήφια Εχχχχ Πχχχχχχχχχχχ κατέχει όλα τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόντα και επομένως ορθά η Συμβουλευτική Επιτροπή την θεώρησε προσοντούχα για την εν λόγω θέση. Επαναλαμβάνω ακόμα, σχετικά, ότι η «Ένσταση προς την Ε.Ε.Υ.» την οποία υπέβαλε στις 12.4.2019 η Αιτήτρια στη προσφυγή αρ. 1525/19, κατά της νομιμότητας της έκθεσης και του καταλόγου των συστηνόμενων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, εξετάστηκε και απερρίφθη στις 9.10.2019.
Νοείται ότι, η αρχή της ισότητας των πολιτών επιβάλλει στη διοίκηση την, κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση όλων των πολιτών που τελούν υπό τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες (άρθρο 38 του N. 158(1)/1999), όπως υποδεικνύει και ο ευπαίδευτος δικηγόρος των Αιτητριών. Ωστόσο, δεν μπορώ να συμφωνήσω μαζί του ότι εν προκειμένω πρόκειται για μια τέτοια περίπτωση. Το ζήτημα στο οποίο εδράζεται ο επίδικος ισχυρισμός του εξετάστηκε και απορρίφθηκε από το παρόν Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης το πρώτου λόγου ακύρωσης περί πλάνης της διοίκησής ως προς τα προσόντα των υποψηφίων. Κατά συνέπεια απορρίπτεται και ο τελευταίος λόγος ακύρωσης.
Καταλήγω λοιπόν ότι, η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση υπήρξε ορθή, νόμιμη και σε κάθε περίπτωση εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας.
Ως εκ των πιο πάνω, δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.
Κατά συνέπεια, οι προσφυγές αποτυγχάνουν, αποσυνενώνονται και απορρίπτονται με €1000 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον της κάθε Αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο