
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση αρ. 188/2025 (Κ)
(i-Justice)
30 Μαΐου 2025
[ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
D. O.
Αιτητής,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
1.ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
2.ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΧΡΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ’ ων η αίτηση
––––––––––––––––––––––––––––––––
Π. Μπενέτης, για Αλταχέρ Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, για τον αιτητή.
Α. Φιλίππου, δικηγόρος για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής στρέφεται κατά της νομιμότητας της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 16.2.2025 να κηρυχθεί ως απαγορευμένος μετανάστης καθώς και κατά της νομιμότητας των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ίδιας ημερομηνίας.
Ως προκύπτει από τα γεγονότα της ένστασης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο αιτητής είναι υπήκοος Λιβερίας, ο οποίος εισήλθε σε άγνωστο χρόνο στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας μέσω των κατεχόμενων περιοχών.
Στις 20.1.2022, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 26.3.2024. Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 5.4.2024, την παραλαβή της οποίας βεβαίωσε ιδιοχείρως ο ίδιος ο αιτητής.
Στις 14.2.2025, ήτοι 10 και πλέον μήνες αργότερα και αφότου παρήλθε η εκ του Νόμου τασσόμενη προθεσμία των 30 ημέρων από την ημερομηνία κοινοποίησης της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε, κατά της νομιμότητας της εν λόγω απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, την Προσφυγή αρ. 377/25 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, η οποία στις 15.4.2025 απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη.
Στις 15.2.2025, ο αιτητής εντοπίστηκε από μέλη της Αστυνομίας και συνελήφθη για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία. Στις 16.2.2025 εκδόθηκαν από τη Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης διατάγματα κράτησης και απέλασης κατά του αιτητή, έρεισμα των οποίων, αποτέλεσε η κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη λόγω της παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία από τις 6.5.2024, ημερομηνία κατά την οποία παρήλθε η προθεσμία αναχώρησης του από τη Δημοκρατία.
Η υπό εξέταση Προσφυγή καταχωρήθηκε στις 20.2.25.
Επί της ουσίας, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι τα προσβαλλόμενα διατάγματα συνιστούν προϊόν πλάνης περί το Νόμο, ελλιπούς έρευνας και πλημμελούς αιτιολογίας καθώς και ότι λήφθηκαν υπό κακή πίστη. Αποτελεί δε κύρια και κεντρική θέση του αιτητή, επί της οποίας στηρίζει τους πιο πάνω ισχυρισμούς του, ότι κατά το χρόνο έκδοσης των διαταγμάτων εκκρεμούσε η εκδίκαση της Προσφυγής αρ. 377/25, την οποία ο αιτητής καταχώρησε στις 14.2.2025 κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στην αίτηση του για άσυλο, γεγονός το οποίο, σύμφωνα με τη θέση του αιτητή, υποδηλεί ότι «η έκβαση της αίτησης του αιτητή για άσυλο ακόμη εκκρεμεί» και επομένως κατά την εισήγηση ο αιτητής θα πρέπει να θεωρείται ως αιτητής διεθνούς προστασίας και/ή ως αναφέρεται να έχει δικαίωμα παραμονής και ελεύθερης διακίνησης στη Δημοκρατία. Είναι μάλιστα επί της πιο πάνω θέσης, που ο αιτητής εγείρει και τους ακόλουθους ισχυρισμούς: α) αφ΄ης στιγμής ο αιτητής συνεχίζει και παραμένει αιτητής ασύλου ενόψει της εκκρεμούσης διαδικασίας στο ΔΔΔΠ, τα επίδικα διατάγματα παραβιάζουν την αρχή της μη επαναπροώθησης «και των προνοιών τόσο του Νόμου όσο και του Ν. 6 (Ι)/2000 καθώς και των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, της Διεθνούς Σύμβασης του 1951 για το καθεστώς των προσφύγων, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Οδηγία 2013/33 και Οδηγία 2008/115/ΕΚ», β) εξαιτίας του γεγονότος ότι ο αιτητής είναι αιτητής διεθνούς προστασίας δεν υπόκειται σε διαδικασίες απέλασης και ως εκ τούτου η συνέχιση της κράτησης του παύει να δικαιολογείται, γ) οι καθ' ων η αίτηση «δεν έχουν επαρκώς αιτιολογήσει την συνέχιση της κράτησης του αιτητή από την στιγμή που ενημερώθηκαν ότι ο αιτητής καταχώρησε πριν τη σύλληψη του προσφυγή η οποία ακόμη εκκρεμεί».
Ο συνήγορος της Δημοκρατίας, υποστηρίζοντας τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων διαταγμάτων, πρώτιστα επισημαίνει ότι ο αιτητής δεν τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του, τους οποίους προβάλλει με αόριστο και ασαφή τρόπο και δεν κατόρθωσε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που βρίσκεται στους ώμους του αφού, ως υποβάλλει, εκλείπει η υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων στους νομοθετικούς κανόνες που κατ’ ισχυρισμό παραβιάζονται. Επί της ουσίας η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση και με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης αντιτείνει ότι καθόλα ορθά οι καθ΄ων η αίτηση προέβηκαν στην έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων καθότι κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης τους ο αιτητής ήταν παράνομος μετανάστης. Τονίζει δε η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση ότι αν και η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου σε σχέση με το αίτημα ασύλου του αιτητή παραλήφθηκε από τον αιτητή στις 5.4.2024, γεγονός που κατά την εισήγηση, επιβεβαιώνεται από την υπογραφή παραλαβής του αιτητή ίδιας ημερομηνίας, ως αυτή εντοπίζεται στο ερυθρό 54 του φακέλου της Υπηρεσίας Ασύλου, ο αιτητής προέβηκε σε καταχώρηση Προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας στις 14.2.2025 ήτοι μια ημέρα πριν από τη σύλληψη του και αφού παρήλθαν 10 και πλέον μήνες από την ημέρα που του κοινοποιήθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση με παραπομπή στις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου και δη στους ορισμούς «αιτητής» και «τελική απόφαση» υποβάλλει ότι αφήνοντας ο αιτητής να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για άσκηση προσφυγής κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, αυτή κατέστη τελική για τον αιτητή και επομένως κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης των διαταγμάτων ο αιτητής δεν ήταν σε καμία περίπτωση αιτητής διεθνούς προστασίας. Η διοίκηση, συνεχίζει ο ευπαίδευτος συνήγορος, ουδόλως πλανήθηκε ως προς το καθεστώς του αιτητή αφού ο αιτητής παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία ήδη από τις 6.5.2024 όταν και παρήλθε η προθεσμία αναχώρησης του. Δοθέντος δε ότι ο αιτητής παρέλαβε την απορριπτική επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου στις 5.4.2024, γεγονός το οποίο ως τονίζει ο ευπαίδευτος συνηγόρος είναι παραδεκτό εκ μέρους του αιτητή και το οποίο ως άλλωστε σημειώνει επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο της ίδιας της Προσφυγής του αιτητή που καταχωρήθηκε στο ΔΔΔΠ, η όποια μεταγενέστερη ενέργεια του αιτητή ήτοι η καταχώρηση Προσφυγής εκ μέρους του στις 14.2.2025 δεν προσδίδει από μόνη της στον αιτητή καθεστώς διεθνούς προστασίας και δεν μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα των εκδοθέντων διαταγμάτων.
Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων σε συνάρτηση με τα ενώπιον μου τεθέντα έγγραφα.
Εν προκειμένω αποτελεί ενώπιον μου παραδεκτό γεγονός, το οποίο επιβεβαιώνεται ευθέως και αναντίλεκτα από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και δη από το ερυθρό 25 του Τεκμηρίου 1, το οποίο αποτελεί μέρος των εγγράφων από το μηχανογραφημένο σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου και στο οποίο αποτυπώνεται όλο το ιστορικό των αιτήσεων του αιτητή στην Υπηρεσία Ασύλου, ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 26.3.2024 δια της οποία απορρίπτετο η αίτηση του αιτητή για παραχώρηση καθεστώτος διεθνους προστασίας επιδόθηκε στον αιτητή στις 5.4.2025.
Την παραλαβή της επιστολής αυτής, η οποία φέρει ημερομηνία 5.4.2024, όπως και την κατανόηση του περιεχομένου της, βεβαίωσε, ως αποτυπώνεται στην εν λόγω επιστολή, ιδιοχειρώς ο ίδιος ο αιτητής στις 5.4.2024. Μάλιστα, ως παρατηρώ από την εν λόγω επιστολή ημερομηνίας 5.4.2024 (Τεκμήριο 2) δια αυτής ο αιτητής πληροφορείτο τόσο για το δικαίωμα του βάσει του άρθρου 146 Συντάγματος και του άρθρου 12 Α του Ν.73(Ι)/2018 να προσφύγει εντός προθεσμίας 30 ημερών κατά της νομιμότητας της εκδοθείσας απορριπτικής απόφασης στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας όσο και για την έκδοση απόφασης επιστροφής του στη Λιβερία, ενώ δια αυτής παρέχετο μάλιστα στον αιτητή και χρόνος επτά ημερών για οικειοθελή αναχώρηση του από τη Δημοκρατία. Σημειώνεται δε ότι στη ρηθείσα επιστολή ρητώς κατεγράφετο, ότι η εκδοθείσα απόφαση επιστροφής θα αναστέλετο είτε μέχρι την πάροδο άπρακτης της προαναφερθείσας προθεσμίας για άσκηση Προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, είτε σε περίπτωση καταχώρησης τέτοιας Προσφυγής μεχρι την έκδοση απόφασης από το Δικαστήριο.
Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι ο αιτητής ουδέν έπραξε, εντός της τασσόμενης εκ του άρθρου 12 Α (1) του Ν.73(Ι)/2018 προθεσμίας, το οποίο προβλέπει ότι οποιαδήποτε προσφυγή κατά απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ασκείται εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την ημερομηνία γνωστοποίησης της απόφασης αυτής. Παρά μόνο και μετά την πάροδο 10 και πλέον μηνών από τη λήψη της εν λόγω απορριπτικής απόφασης ο αιτητής προέβηκε σε καταχώρηση Προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, εξαιτίας της οποίας ως ισχυρίζεται, η έκδοση των διαταγμάτων καθίσταται πάσχουσα, αφού ο ίδιος θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης τους, το καθεστώς αιτητή ασύλου.
Τούτη όμως η εισήγηση, προβλήθηκε με παντελώς ατεκμηρίωτο τρόπο από τον αιτητή, ο οποίος, ουδόλως προσδιόρισε, ως η υποχρέωση του, ποια είναι έστω εκείνη η νομοθετική διάταξη βάσει της οποίας (και στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης) απέκτησε, ως ο ισχυρισμός του, την ιδιότητα αιτητή ασύλου και ή δικαίωμα νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία, ώστε να καταδειχθεί και η κατ΄ ισχυρισμό πλάνη των καθ΄ων η αίτηση και η κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη αιτιολογία που περιβάλλει το διάταγμα απέλασης.
Το μόνο δε που ο αιτητής έπραξε προς επίρρωση της θέσης του ήταν στο να παραπέμψει στις πρόνοιες του άρθρου 9ΣΤ του Περί Προσφύγων Νόμου, επί τη βάσει του οποίου, ως εισηγήθηκε, εκδόθηκε η επίδικη πράξη καθώς και στις σκέψεις 212 και 213 της απόφασης του ΔΕΕ επί προδικαστικού ερωτήμα- τος στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑924/19 και C‑925/19, PPU, FMS κ.ά., ημερομηνίας 14.5.20, απο τις οποίες εισηγήθηκε ότι «διαφαίνεται ότι όταν εκκρεμεί προσφυγή ενάντια μεταγενέστερης αίτησης ο αιτητής δύναται να θεωρείται αιτητής ασύλου.» Ούτε όμως οι διατάξεις του άρθρου 9 ΣΤ του Περί Προσφύγων Νόμου, οι οποίες ρυθμίζουν το ζήτημα της κράτησης αιτητή ασύλου, τυγχάνουν εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση αφού και σε αντίθεση με την υποβληθείσα θέση του αιτητή, καθίσταται σαφές ότι τα προσβαλλόμενα διατάγματα δεν εκδόθηκαν δυνάμει οποιασδήποτε διάταξης του περί Προσφυγών Νόμου αλλά επί τη βάσει του άρθρου 14 και 18ΠΣΤ του Κεφ. 105 αλλά ούτε και τα όσα η πλευρά του αιτητή αποσπασματικά παραθέτει από τα αποφασισθέντα στην πιο πάνω απόφαση του ΔΕΕ και τα οποία σε κάθε περίπτωση παρέμειναν ασύνδετα με τα γεγονότα και το επίμαχο ζήτημα της παρούσας Προσφυγής μπορούν να τύχουν εφαρμογής.
Καθοριστικό παραμένει -και είναι αυτό άλλωστε που διαφοροποιεί τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης και αυτό που παραβλέπουν και όλες οι πιο πάνω εισηγήσεις του αιτητή- ότι στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο ίδιος ο αιτητής που δια της υπογραφής του είχε βεβαιώσει στις 5.4.2024 την παραλαβή της επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ίδιας ημερομηνίας με την οποία του κοινοποιείτο η απορριπτική απόφαση επί της υποβληθείσας αίτησης ασύλου του, ώστε με βεβαιότητα να αποκρυσταλλώνεται το πότε πράγματι ο αιτητής έλαβε γνώση σε σχέση με την απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Αυτό δε το γεγονός ήτοι ότι η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επιδόθηκε στον αιτητή στις 5.4.2024 είναι που αποτυπώνεται τόσο στα έγγραφα από το μηχανογραφημένο σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου (ερυθρό 25 Τεκμηρίου 1) όσο και στο σημείωμα της ΥΑΜ ημερομηνίας 16.2.2025 προς τη Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης (ερυθρό 56 Τεκμηρίου 1) τα οποία, ως το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου επιμαρτυρεί, ήταν ενώπιον της Διευθύντριας κατά την έκδοση των διαταγμάτων. Με αυτό ως δεδομένο, το οποίο ουδόλως και κατ΄ ουδένα τρόπο δεν αμφισβητήθηκε από τον αιτητή, διαπιστώνω ότι πράγματι στις 6.5.2024 είχε παρέλθει, ως ρητώς καταγράφεται και στη δοθείσα αιτιολογία του διατάγματος απέλασης, η προθεσμία αναχώρησης του αιτητή από τη Δημοκρατία αφού αναντίλεκτα είχε παρέλθει άπρακτη, κάτι που επίσης δεν αμφισβητείται από τον αιτητή, η προθεσμία για καταχώρηση προσφυγής κατά της κοινοποιηθείσας απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Επομένως και υπό αυτά τα δεδομένα δεν διαβλέπω πως η εκ των υστέρων καταχώρηση Προσφυγής σε χρόνο άλλο από την εκ του Νόμου ταχθείσα (και δη μετά την πάροδο 10 πλέον μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης) μπορεί να αλλοιώσει την ουσία των πραγμάτων και να κλονίσει τη νομιμότητα της αιτιολογίας του διατάγματος απέλασης.
Άλλωστε ο αιτητής ο οποίος έφερε και το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του ουδόλως κατόρθωσε, ως η υποχρέωση του, να καταδείξει με επαρκή στοιχεία οποιοδήποτε σφάλμα στην κρίση των καθ’ ων αίτηση και να κλονίσει το τεκμήριο της νομιμότητας που περιβάλλει τη διοικητική πράξη (Αρχή Τηλεπικοινωνίων Κύπρου v Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού κ.α (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 60/2016, ημερομηνίας 6/9/23) Καττιμέρη v Δημοκρατία (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 65/2019, ημερομηνίας 22 Νοεμβρίου 2023). Ούτε όμως και υπό τα αδιαμφισβήτητα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης, η αίτηση του αιτητή για άσυλο ήτο μετέωρη ή υπό εκκρεμότητα, ως ο ίδιος ατεκμηρίωτα διατείνεται, ώστε να έπρεπε να θεωρεί αιτητής ασύλου ή να διατηρούσε δικαίωμα νόμιμης παραμονής δοθέντος μάλιστα ότι παρά την αδιαμφισβήτητη κοινοποίηση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η προθεσμία για άσκηση Προσφυγής είχε παρέλθει άπρακτη, ώστε ως ορθά υποβάλλουν οι καθ΄ων η αίτηση η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου να είχε γίνει τελική. Επί τούτου σχετικά είναι τα όσα διαλαμβάνονται στις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 καθώς και στο άρθρο 8(1) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου 6(1)/2000 ορίζεται ότι:
« "αιτητής" σημαίνει υπήκοο τρίτης χώρας ή ανιθαγενή, ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας και η ιδιότητα αυτή ισχύει για την περίοδο από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή· η έννοια του αιτητή περιλαμβάνει και ανήλικο·».
«"τελική απόφαση" σημαίνει απόφαση η οποία ορίζει κατά πόσον ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή ως πρόσωπο στο οποίο παραχωρείται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του παρόντος Νόμου και -
(α) έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για άσκηση προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά της εν λόγω απόφασης, ή
(β) ασκήθηκε η προαναφερόμενη προσφυγή και εκδόθηκε πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου επ' αυτής, ανεξάρτητα από το αν μέσω της άσκησης τέτοιας προσφυγής ο αιτητής αποκτά τη δυνατότητα να παραμένει στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές μέχρις ότου εκδοθεί η σχετική δικαστική απόφαση».
Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του άρθρου 8 του ίδιου Νόμου, ως εδώ ενδιαφέρουν, αναφορικά με το δικαίωμα παραμονής :
«8.-(1)(α) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (1Α) του παρόντος άρθρου και με την επιφύλαξη της παραγράφου (β) του εδαφίου (4) του άρθρου 16Δ, ο αιτητής έχει, αποκλειστικά για το σκοπό της διαδικασίας, δικαίωμα παραμονής στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, το οποίο δικαίωμα ισχύει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησής του μέχρι-
(i) την ημερομηνία κατά την οποία λήγει άπρακτη η προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 12Α του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου για άσκηση προσφυγής κατά απόφασης του Προϊσταμένου επί της εν λόγω αίτησης ή κατά απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής επί διοικητικής προσφυγής την οποία ο αιτητής τυχόν καταχώρησε ενώπιόν της, ή
(ii) σε περίπτωση που ασκήθηκε η προαναφερόμενη προσφυγή εμπρόθεσμα, την ημερομηνία έκδοσης πρωτόδικης απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου επ’ αυτής».
Έπεται ότι η καταχωρηθείσα εκ μέρους του αιτητή Προσφυγή, για την οποία ο αιτητής παραπονείται ότι δεν λήφθηκε υπόψη και η οποία σε κάθε περίπτωση ήταν ενώπιον των καθ΄ων η αίτηση κατά το χρόνο έκδοσης των διαταγμάτων (βλ. ερυθρό 39 το οποίο αποτελεί έγγραφο της Υπηρεσίας Ασύλου αναφορικά με το ιστορικό του αιτητή και επί του οποίου ρητώς καταγράφεται ότι στις 14.2.2025 καταχωρήθηκε η Προσφυγή αρ. 377/25 αλλά και τα ερυθρά 2-8 τα οποία συνιστούν αντίγραφο της Προσφυγής αρ. 377/25 που καταχώρησε στο ΔΔΔΠ ο αιτητής) και η οποία ειρήσθω εν παρόδω απορρίφθηκε εν τέλει ως εκπρόθεσμη από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, δεν δύναται και για τους λόγους που υποδείχθηκαν ανωτέρω, να επηρεάσει τη νομιμότητα της κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και των εκδοθέντων διαταγμάτων. Συνεπώς απορριπτέοι κρίνονται και όλοι οι εγειρόμενοι ισχυρισμοί του αιτητή, ως αυτοί καταγράφηκαν ανωτέρω και οι όποιοι στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο στη θεώρηση ότι ενόψει της υποβληθείσας Προσφυγής του στο ΔΔΔΠ, διατηρούσε, κατά τον επίδικο χρόνο έκδοσης των διαταγμάτων, καθεστώς αιτητή ασύλου και/ή δικαίωμα νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία.
Μάλιστα και επί των πιο πάνω, θα πρόσθετα ότι, τυχόν αποδοχή της θέσης του αιτητή, θα σήμαινε ότι ο εκάστοτε ενδιαφερόμενος θα μπορούσε ακόμα και μετά την παρέλευση μηνών ακόμα δε και ετών από την παραλαβή της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου να προβαίνει οποτεδήποτε και ανεξαρτήτως της ταχθείσας προθεσμίας στο άρθρο 12Α του Ν.73(Ι)/2018 σε καταχώρηση Προσφυγής ώστε να αποκτήσει το καθεστώς αιτητή ασύλου και/ή δικαίωμα νόμιμης παραμονής.
Επομένως και στη βάση όλων των ανωτέρω -καθώς και σε πλήρη συμφωνία με τη θέση των καθ’ ων η αίτηση- διαπιστώνω ότι ο αιτητής νομίμως κρίθηκε και επί τη βάσει των γεγονότων της υπόθεσης και της εκ μέρους του διαπιστωθείσας παραβίασης της παραγράφου (κ) του άρθρου 6 (1) του Κεφ. 105, απαγορευμένος μετανάστης, κρίση η οποία καθόλα ορθώς αποτέλεσε το έρεισμα για την έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων. Συνεπακόλουθα κρίνω ότι καθόλα ορθά εκδόθηκε και το επίδικο διάταγμα απέλασης αφού κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης του, ήτοι την 16.2.2025, ο αιτητής αναντίλεκτα παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία από τις 6.5.2024, ημερομηνία κατά την οποία, ως καταγράφεται και στην αιτιολογία του ίδιου του διατάγματος, παρήλθε η προθεσμία αναχώρησης του από τη Δημοκρατία.
Περαιτέρω καθόλα νόμιμα εκδόθηκε και το διάταγμα κράτησης. Σε σχέση δε με αυτό, το μόνο που ο αιτητής εισηγήθηκε είναι ότι η κράτηση αιτητή διεθνούς προστασίας θα πρέπει να διενεργείται συμφώνως των προνοιών του άρθρου 9ΣΤ του Περί Προσφύγων Νόμου και να διέπεται από την αρχή της αναλογικότητας. Ως όμως υποδείχθηκε ανωτέρω, ο αιτητής δεν κατείχε τέτοιο καθεστώς και το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης δεν εκδόθηκε δυνάμει των προνοιών του άρθρου 9 ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου αλλά δυνάμει των προνοιών του Κεφ 105.
Ειδικότερα η έκδοση διατάγματος κράτησης για σκοπούς απέλασης αποτελεί παρεχόμενη εξουσία του άρθρου 14(1) του Κεφ.105, η οποία σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του άρθρου 18 ΠΣΤ(1), επιτρέπεται ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, εξουσία η οποία κατά την κρίση μου, εύλογα ασκήθηκε στην προκειμένη περίπτωση ένεκα και του μεταναστευτικού ιστορικού του αιτητή, της δηλωθείσας άρνησης του για επαναπατρισμό, η οποία επιβεβαιώνεται αναντίλεκτα από την επιστολή της ΥΑΜ ημερομηνίας 16.2.25 καθώς και της μη συμμόρφωσης του με προηγούμενη απόφαση επιστροφής. Άλλωστε και κατά πάγια νομολογία η κήρυξη ενός προσώπου ως παράνομου εμπεριέχει λογικά τον κίνδυνο διαφυγής ανά πάσα στιγμή (Mensah ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή Αρ.5735/13, ημερομηνίας 9/8/2013) El Khouri v. Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 716/2014, ημερομηνίας 24/6/2016) Bibilashvili και Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 1954/2022(Κ), ημερομηνίας 20/12/22).
Συνεπώς τα όσα, ορθά, καταγράφονται στο εν λόγω διάταγμα κράτησης περί διαπίστωσης κινδύνου διαφυγής του αιτητή χωρίς περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, επειδή ο αιτητής δεν συμμορφώθηκε με προηγούμενη απόφαση επιστροφής και ήταν απρόθυμος στον επαναπατρισμό του, όχι μόνο δεν αποτελούν προϊόν παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας ή ελλιπούς έρευνας αλλά τουναντίον υποστηρίζονται πλήρως από τα ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση στοιχεία, καταδεικνύοντας ότι η ευχέρεια των καθ΄ων η αίτηση για μη εναλλακτικά της κράτησης μέτρα ασκήθηκε εντός των επιτρεπτών ορίων της, καθιστώντας το επίδικο διάταγμα καθόλα νόμιμο και επαρκώς αιτιολογημένο (Κ.Α.Α. ν. Δημοκρατίας, (Υπόθεση αρ. 1242/2022 ημερομηνίας 18/8/2022) G. S. D. A. M. ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 626/2023, ημερομηνίας 9/6/23) M.I.U.H και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1507/23(Κ), ημερομηνίας 25/10/23).
Απορριπτέοι δε κρίνονται και οι ισχυρισμοί του αιτητή περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου. Καταρχάς και ως ορθά υποδεικνύεται από το συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση, οι ισχυρισμοί αυτοί του αιτητή προβάλλονται με παντελώς αόριστο και γενικό τρόπο. Εν πάση περιπτώσει επισημαίνω ότι αφ΄ης στιγμής οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν δυνάμει συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου και η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή των προνοιών του Κεφ. 105, δεν τίθεται οποιοδήποτε ζήτημα παραβίασης των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, οι οποίες έχουν μόνο συμπληρωματικό χαρακτήρα εκεί όπου υφίσταται σχετική νομοθετική πρόνοια ουσιαστικού δικαίου, όπως βεβαίως συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191) και Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Γιαννάκης Τσικκουρής κ.α. (Αναθεωρητική Έφεση αρ.19/11, ημερομηνίας 22/12/2016).
Τέλος ούτε η αποσπασματική αναφορά του αιτητή στη γραπτή του αγόρευση ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση παραβιάζει τα άρθρα 15 και 22 του Συντάγματος, δύναται να τύχει δικαστικής εξέτασης αφού ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν περιλαμβάνεται καν στα νομικά σημεία της Προσφυγής κατά παράβαση των απαιτήσεων που θέτει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η πάγια νομολογία (Nestoras Hotels Ltd και Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 169/18, ημερομηνιας 20/3/24) (Χριστοδουλίδης και Πανεπιστημίου Κύπρου (Αναθεωρητική Έφεση αρ.95/12, ημερομηνίας 6/7/18), ECLI:CY:AD:2018:C344 Λεωφορεία Λευκωσίας Λίμιτεδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56). Πρόσθετα και σε ότι αφορά την απλή και μόνο λεκτική αναφορά του αιτητή ότι δια της προσβαλλόμενης απόφασης παραβιάζεται το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, επισημαίνεται ότι ο αιτητής ουδέν εξειδίκευσε προς υποστήριξη της θέσης του, την οποία προέβαλε με παντελώς αόριστο και γενικό τρόπο χωρίς οποιαδήποτε, έστω στοιχειώδη ανάπτυξη οποιουδήποτε επιχειρήματος ή άλλη τεκμηρίωση με παραπομπή σε συγκεκριμένα στοιχεία, με αποτέλεσμα η αναφορά του αυτή, να παρέμεινε ανεπίδεκτη δικαστικού ελέγχου (Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 60/2016, ημερομηνίας 6/9/2013) (Καρατασουσίδης ν. Δημοκρατίας, (Υποθ. Αρ. 836/2016, ημερ.25.9.2020) A.S και Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ.601/22(Κ), ημερομηνίας 13/12/22).
Καταληκτικά επισημαίνω ότι τα προσβαλλόμενα διατάγματα ήταν προϊόν δέουσας έρευνας και επαρκούς και νόμιμης αιτιολογίας και ότι ο αιτητής δεν έχει θέσει οτιδήποτε ικανό που να ανατρέπει το τεκμήριο της κανονικότητας έτσι ώστε να ικανοποιήσει το Δικαστήριο για την αναγκαιότητα παρέμβασης του (Καττιμέρη v Δημοκρατία (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 65/2019, ημερομηνίας 22 Νοεμβρίου 2023).
Στη βάση των ανωτέρω, ουδείς εκ των λόγων ακύρωσης ευσταθεί. Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και οι επίδικες αποφάσεις επικυρώνονται με έξοδα €1200 εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.
Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο