Σ. Ι. ν. ΑΝΟΙΚΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση αρ.1993/23, 5/5/2025
print
Τίτλος:
Σ. Ι. ν. ΑΝΟΙΚΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση αρ.1993/23, 5/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

                                                                  Υπόθεση αρ.1993/23

 

   5 Μαΐου 2025

                               [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

                                        Σ. Ι.

 

Αιτήτρια,

                                        ΚΑΙ

 

                     ΑΝΟΙΚΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

 

Καθ’ ου η αίτηση

__________________________________

 

Θ. Κουσπή (κα), δικηγόρος για την αιτήτρια.

Α. Χρίστου (κα), για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για τον καθ’ ου η αίτηση.

 

 

                              Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ,Δ.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση Προσφυγή προσβάλλεται η νομιμότητα της απόφασης του καθ΄ου η αίτηση ημερομηνίας 18.10.2023, η οποία γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 23.11.2023, να ανακαλέσει το διορισμό της αιτήτριας, ο οποίος έλαβε χώρα στις 6.7.2010 στη μόνιμη θέση Αναπληρώτριας Καθηγήτριας.

 

Το ιστορικό που περιβάλλει την παρούσα υπόθεση είναι ιδιαίτερα μακρύ, με τα γεγονότα να ανατρέχουν στο έτος 2009. Το περιεχόμενο των 10 διοικητικών φακέλων, το οποίο έχω διεξέλθει με ιδιαίτερη προσοχή, είναι ογκωδέστατο και ως εκ τούτου ειδική και εκτενέστερη αναφορά στο περιεχόμενο αυτών και στα επί μέρους γεγονότα της υπόθεσης θα διενεργείται, όπου απαιτείται, κατά την εξέταση των επίδικων ζητημάτων. Προχωρώ να καταγράψω τα ουσιώδη  γεγονότα, τα οποία,  έχουν εν συντομία, ως ακολούθως:

 

Στις 23.12.2009, το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου προκήρυξε μια θέση στη βαθμίδα του Καθηγητή ή Αναπληρωτή Καθηγητή για το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Επικοινωνία, Μέσα και Πολιτισμός στα γνωστικά αντικείμενα, (α) Δημοσιογραφία, Μέσα και Πολιτισμός και (β) Θεωρίες των Μέσων Επικοινωνίας. Ακολούθως στις 15.1.2010 δημοσιεύθηκε σχετική διόρθωση αναφορικά με τη πιο πάνω γνωστοποίηση «για μια θέση στη βαθμίδα του Καθηγητή ή Αναπληρωτή Καθηγητή για το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Επικοινωνία, Μέσα και Πολιτισμός με κατεύθυνση τη θεωρία και πρακτική της δημοσιογραφίας στα γνωστικά αντικείμενα, (α) Δημοσιογραφία, Μέσα και Πολιτισμός και (β) Θεωρίες των Μέσων Επικοινωνίας. »

 

Η αιτήτρια ήταν μια εκ των υποψηφίων, υποβάλλοντας σχετική αίτηση ημερομηνίας 12.3.2010, η οποία φέρει ημερομηνία πρωτοκόλλησης 22.3.2010.

 

Η ολοκληρωμένη έκθεση του Εκλεκτορικού Σώματος, το οποίο είχε προηγουμένως συσταθεί και δια της οποίας συστηνόταν η αιτήτρια δια διορισμό υπεβλήθη ενώπιον της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής κατά την 66η συνεδρία της ημερομηνίας 6.7.2010. Σύμφωνα δε με αυτήν το Εκλεκτορικό Σώμα, επέλεξε, την αιτήτρια, η οποία, ως αναγράφετο στην εν λόγω έκθεση, ήταν και η μόνη που πληρούσε τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα της θέσης.  Κατ΄ εκείνη δε τη συνεδρία, η Διοικούσα Επιτροπή αποφάσισε κατά πλειοψηφία με 3 ψήφους υπέρ και δυο κατά το διορισμό της αιτήτριας στη θέση της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας από τις 15.7.2010. Σημειώνεται ότι τα δυο μέλη που μειοψήφησαν διατύπωσαν την άποψη ότι η αιτήτρια δεν πληρούσε κάποια εκ των ελάχιστων απαιτούμενων προσόντων.

Έξι χρόνια αργότερα και μετά από υποβολή σχετικής καταγγελίας ημερομηνίας 25.1.2016 αναφορικά με το διορισμό της αιτήτριας η Επιτροπή Εσωτερικού Ελέγχου και Διαδικασιών του Πανεπιστημίου προέβηκε σε διερεύνηση ως προς την κατοχή των απαιτούμενων τυπικών προσόντων του συνόλου των μελών του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού, περιλαμβανομένης και της αιτήτριας, κατά την ημερομηνία εκλογής τους. Σε συνεδρία της ημερομηνίας 14.6.2016 η Επιτροπή Εσωτερικού Ελέγχου διαπίστωσε ότι σε δυο περιπτώσεις, η μια εκ των οποίων ήταν και αυτή της αιτήτριας δεν πληρούνταν τα τυπικά προσόντα κατά την ημέρα της εκλογής τους στη θέση Αναπληρωτή Καθηγητή. Ειδικότερα δε  και σε σχέση με την αιτήτρια, ότι «δεν πληρείτο η απαίτηση για λήψη του τίτλου διδακτορικού σπουδών επτά τουλάχιστόν έτη πριν την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης πρόσληψης.»

 

Μεσολάβησε σχετική αλληλογραφία με την Ελεγκτική Υπηρεσία και λήψη σχετικής νομικής γνωμάτευσης και το ζήτημα τέθηκε ενώπιον της Διοικούσας Επιτροπής κατά τη 2η συνεδρία της ημερομηνίας 9.6.2017, όπου αποφασίστηκε η μη ανάκληση του διορισμού της αιτήτριας λόγω της παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος από το διορισμό της.

 

Η αιτήτρια, σε σχέση με όλα τα πιο πάνω, έτυχε ενημέρωσης με επιστολή ημερομηνίας 1.9.2017. Πρόσθετα δια της εν λόγω επιστολής, το καθ΄ου η αίτηση πληροφορούσε την αιτήτρια ότι κατά τη 4η συνεδρία της Διοικούσας Επιτροπής, η οποία έλαβε χώρα στις 25.7.2017 αποφασίστηκε ο διορισμός Ερευνώντα Λειτουργού και συγκεκριμένα του Καθηγητή Σ. Κ.

 

Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι στα πλαίσια της 4ης  συνεδρίας της η Διοικούσα Επιτροπή, ενόψει και των καταγγελιών που τέθηκαν ενώπιον της, έλαβε απόφαση να καταγγείλει την υπόθεση στην Αστυνομία.

 

Με αφορμή το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 1.9.2017, η αιτήτρια καταχώρησε τη Προσφυγή αρ. 1363/17 στα πλαίσια της οποίας  το Διοικητικό Δικαστήριο στις 30.3.2020 εξέδωσε απορριπτική  απόφαση καθότι έκρινε ότι το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής δεν αφορούσε σε εκτελεστή πράξη καθώς και ότι η απόφαση του καθ΄ου η αίτηση να προχωρήσει στη διερεύνηση κατοχής των απαιτούμενων εκ της αιτήτριας προσόντων δεν ήταν παράγωγος εννόμων αποτελεσμάτων.  

Η έκθεση του καθηγητή Κ., τέθηκε ενώπιον του Συμβουλίου σε συνεδρία του ημερομηνίας 21.2.2019 και σε συνεδρία ημερομηνίας 16.6.2021 το Συμβούλιο, κατόπιν επιστολών της Αστυνομίας, έλαβε γνώση για τη διενέργεια ποινικής δίωξης και την καταχώρηση ποινικής υπόθεσης εναντίον της αιτήτριας. Στις 24.6.2021 το Συμβούλιο αποφάσισε κατά πλειοψηφία τη διερεύνηση του ενδεχομένου ανάκλησης του διορισμού της αιτήτριας αφού πρώτα της δίδετο το δικαίωμα να παραθέσει τις θέσεις της ενώπιον του Συμβουλίου, κάτι που εν προκειμένω έγινε.

 

Ακολούθησε η συνεδρία του Συμβουλίου ημερομηνίας 31.8.2021, στα πλαίσια της οποίας αποφασίστηκε ο τερματισμός των οποιωνδήποτε ενεργειών σε σχέση με τη διερεύνηση του ενδεχόμενου ανάκλησης του διορισμού της αιτήτριας υπό την επιφύλαξη νόμιμης επανεξέτασης του ζητήματος με διορισμό νέου ερευνώντα λειτουργού καθώς και η ανάκληση οποιονδήποτε πράξεων ή αποφάσεων έχουν ληφθεί στα πλαίσια της εν λόγω διαδικασίας. Τούτο δε κρίθηκε επιβεβλημένο καθότι, ως το Συμβούλιο διαπίστωσε, ο ερευνών λειτουργός δεν είχε παραχωρήσει δικαίωμα ακρόασης στην αιτήτρια πριν την σύνταξη της έκθεσης του.

 

Σε συνεδρία ημερομηνίας 30.11.2021 το Συμβούλιο αποφάσισε το διορισμό του Καθηγητή Κ. Λ. ως ερευνώντα λειτουργού για τη διενέργεια διοικητικής έρευνας ως προς την πλήρωση των τυπικών προσόντων της αιτήτριας κατά το χρόνο διορισμού της στη θέση Αναπληρώτριας Καθηγήτριας και ως προς τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης που ενέχει δόλο, απάτη ή άλλης έκνομης πράξης εκ μέρους της αιτήτριας κατά το στάδιο πριν και κατά τη διαδικασία πλήρωσης της εν λόγω θέσης.

 

Η ολοκλήρωση της διοικητικής έρευνας και η κατάθεση του πορίσματος του ερευνώντα λειτουργού Λ. έλαβε χώρα στις 19.5.2023. Δια αυτού συνοπτικά και μεταξύ άλλων διαπιστώνετο ότι η αιτήτρια δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα για διορισμό καθώς και ότι «υπήρξαν πράξεις που ήταν έκνομες, ενέχουν δόλο αλλά και πλάνη από την αιτήτρια».

 

Το Συμβούλιο σε συνεδρία του ημερομηνίας 5.7.2023 αποφάσισε να  καλέσει την αιτήτρια ενώπιον του με σκοπό να παραθέσει τις απόψεις της αναφορικά με την έκθεση του ερευνώντα λειτουργού. Η αιτήτρια παρέθεσε τις θέσεις της τόσο εγγράφως δια της συνηγόρου της, όσο και προφορικώς κατά τη συνεδρία του Συμβουλίου ημερομηνίας 13.9.2023.

 

Ακολούθησε η συνεδρία του Συμβουλίου ημερομηνίας 18.10.2023, στα πλαίσια της οποίας διαπιστώθηκε από το Συμβούλιο ότι η αιτήτρια δεν πληρούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο τα πλείστα εκ των απαιτούμενων προσόντων και συγκεκριμένα:

-  αναφορικά με το προσόν Διδακτορικό δίπλωμα αναγνωρισμένου Πανεπιστημίου, διαπιστώθηκε ότι ο διδακτορικός τίτλος της αιτήτριας δεν ήταν σε συναφές αντικείμενο και δεν μπορούσε να τεκμηριωθεί η θεωρητική γνώση ως ειδικευμένο προσόν

-δεν κατείχε τρία τουλάχιστον χρόνια αυτοδύναμης πανεπιστημιακής διδασκαλίας ή ερευνητικής εργασίας, μετά την απόκτηση διδακτορικού τίτλου, σε αναγνωρισμένο Πανεπιστήμιο ή ερευνητικό κέντρο

- δεν κατείχε επτά τουλάχιστον χρόνια συνολικής πανεπιστημιακής ή ισοδύναμης εργασίας μετά την απόκτηση διδακτορικού τίτλου

 - δεν κατείχε το προσόν «Ικανότητα καθοδήγησης και προώθησης έρευνας, που περιλαμβάνει εποπτεία μεταπτυχιακών φοιτητών, καθοδήγηση ή σημαντική συμβολή σε ερευνητικά προγράμματα ή εξασφάλιση χρηματοδότησης ερευνητικών δραστηριοτήτων».

- δεν πληρούσε, λόγω μη επαρκούς τεκμηρίωσης από το φάκελο της, το προσόν  «Ενδείξεις διεθνούς αναγνώρισης της συμβολής του υποψηφίου σε συγκεκριμένο ερευνητικό πεδίο, όπως ερευνητικές αναφορές, προσκλήσεις για επιστημονικές ομιλίες, ανάθεση αξιολόγησης άρθρων, ερευνητικών προτάσεων ή διδακτορικών διατριβών, συμμετοχή σε επιτροπές έκδοσης επιστημονικών περιοδικών ή συμμετοχή σε οργάνωση συνεδρίων»  

- δεν πληρούσε βάσει του βιογραφικού και του φακέλου της το κριτήριο Συμβολή στην προώθηση του διδακτικού και διοικητικού έργου του Πανεπιστημίου.

Το Συμβούλιο κατά την ίδια πιο πάνω συνεδρία αποφάσισε την ανάκληση του διορισμού της αιτήτριας στη θέση Αναπληρώτριας Καθηγήτριας, αναφέροντας τα ακόλουθα:

«Το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι τεκμηριώνεται σαφώς ότι η αίτηση της κας Ι. για διορισμό στην θέση της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας δεν ικανοποιούσε τα πιο πάνω απαιτούμενα προσόντα της θέσης.

Ενόψει τοιαύτης διαπίστωσης, το Συμβούλιο αποφάσισε να προχωρήσει και να εξετάσει το κατά πόσο με βάση τις αρχές της ανάκλησης διοικητικών πράξεων και των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου δύναται να ανακαλέσει την πράξη διορισμού της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας κας. Ι.. Σύμφωνα με το άρθρο 54 του περί των Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμο 158(1)/1999

«Ανάκληση διοικητικών πράξεων [..]

Έχοντας κατά νου το πιο πάνω άρθρο, προκύπτει η δυνατότητα ανάκλησης μιας διοικητικής πράξης μετά την παρέλευση εύλογου χρόνου, αν αυτή εκδόθηκε έπειτα από δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερομένου ή αν ενδιαφερόμενος ήταν ενήμερος της παρανομίας της πράξης κατά το χρόνο της έκδοσής της ή για λόγους δημόσιου συμφέροντος.

 

Πράγματι έχει παρέλθει εύλογος χρόνος από την πράξη διορισμού της, εντούτοις διαπιστώνεται ότι αυτή ήταν παράνομη και εκδόθηκε κατόπιν των στοιχείων και των βεβαιώσεων που υπέβαλε η Δρ. Ι. για τα οποία γνώριζε ότι δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα ήτοι, η βεβαίωση του κ. Κ. δεν συντάχθηκε από αυτόν αλλά ούτε και το περιεχόμενο αυτής δεν επιβεβαιώνεται.

 

Η κα Ι. ήταν ενήμερη ότι η πράξη διορισμού της ήταν παράνομη αφού όλα αυτά τα τεκμηριωμένα στοιχεία απορρέουν από τον φάκελο που η ίδια υπέβαλε στα πλαίσια της αίτησης της για διορισμό, η αυθεντικότητα της βεβαίωσης του κ. Κ. καταρρίπτεται από την μαρτυρία του ιδίου.

 

Υπό το φως των πιο πάνω το Συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα να ανακαλέσει την πράξη διορισμού της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας κας. Ι. ημερομηνίας 6 Ιουλίου 2010 (66η Σύνοδος της Διοικούσας Επιτροπής - Μέρος Α’).

 

Καταληκτικά, σε σχέση με την βεβαίωση του Δρ. Κ. η οποία ως διαφάνηκε από τα στοιχεία και τις καταθέσεις που συνέλεξε ο ερευνών λειτουργός δεν πιστοποιείται η αυθεντικότητα του από τον υπογράφοντα της, το Συμβούλιο σημείωσε ότι αποτελεί αντικείμενο ποινικής έρευνας και Θεωρεί εύλογο και φρόνιμο να μην λάβει οποιαδήποτε απόφαση επί αυτού.»

 

Η απόφαση του Συμβουλίου κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 23.11.2023.

 

Κατά της νομιμότητας της απόφασης ανάκλησης του διορισμού της η αιτήτρια καταχώρησε την υπό κρίση Προσφυγή.

 

Η Προσφυγή εκδικάστηκε και η απόφαση του Δικαστηρίου επιφυλάχθηκε. Ωστόσο και ενόσω εκκρεμούσε η έκδοση απόφασης, η πλευρά της αιτήτριας με έγγραφη ειδοποίηση ημερομηνίας 2.10.24 προς το Δικαστήριο, αιτείτο το επανάνοιγμα της υπόθεσης ένεκα της έκδοσης απόφασης από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ίδιας ημερομηνίας, η οποία έκρινε την αιτήτρια αθώα σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε σε σχέση με τα αδικήματα πλαστογραφίας εγγράφου, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος και οι οποίες, ως ήτο η θέση της αιτήτριας, συναρτώντο άμεσα με την επίμαχη βεβαίωση Κ. επί των οποίων στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη με την υπό κρίση Προσφυγή απόφαση.  

 

Κατά τη δικάσιμο που ακολούθησε και αφού ακούστηκαν και οι δυο πλευρές διατάχθηκε το επανάνοιγμα της υπόθεσης.  Ειδικότερα  η πλευρά του καθ΄ου η αίτηση αποσύροντας την αρχική της ένσταση συγκατατέθηκε στην κατάθεση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην ποινική υπόθεση αρ. 8823/21 και οι συνήγοροι ακούστηκαν επί του κατά πόσον η απόφαση αυτή, επηρεάζει ή μη και εάν ναι με ποιο τρόπο τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και ειδικότερα υπό τη πτυχή του ήδη εγειρόμενου ισχυρισμού της αιτήτριας περί παραβίασης του τεκμήριου της αθωότητας. Σημειώνεται ότι ειδική αναφορά ως προς τις εκατέρωθεν θέσεις των συνηγόρων, θα διενεργηθεί κατωτέρω.

 

Η αιτήτρια δια της πολυσέλιδης γραπτής της αγόρευσης εγείρει δια μέσου μακράς και εκτεταμένης επιχειρηματολογίας, την οποία συσχετίζει με αριθμό εγγράφων και επί μέρους πτυχών της διαδικασίας, πληθώρα λόγων ακυρώσεως, μερικοί εκ των οποίων συμπλέκονται. Ειδικότερα προωθεί σειρά επιχειρημάτων, τα οποία κατηγοριοποιεί υπό τους ακόλουθους τίτλους/ενότητες: 1) το Συμβούλιο του Πανεπιστήμιου ήταν αναρμόδιο να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, 2) η επίδικη απόφαση είναι παράνομη καθότι αναρμόδια παρακάμφθηκε η πειθαρχική διαδικασία, 3) η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν κατάχρησης και/ή υπέρβασης εξουσίας καθώς και παραβίασης των αρχών της νομιμότητας, της καλής πίστης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της αναλογικότητας και των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, 4) η επίδικη απόφαση είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης εφαρμογής των προνοιών του άρθρου 54(2) του Ν. 158(Ι)/99 καθώς και αποτέλεσμα πλάνης, μη δέουσας έρευνας και ελλιπούς/ελλαττωματικής αιτιολογίας, 5) παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας, του τεκμηρίου της αθωότητας και υπέρμετρη και καταχρηστική χρονική εκκρεμότητα της διαδικασίας έρευνας.

 

Η πλευρά του καθ΄ου η αίτηση, απορρίπτοντας τις βασικές θέσεις της αιτήτριας, υποστήριξε τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Σημειώνεται δε ότι στο παρόν στάδιο δεν θα ήταν διόλου χρήσιμο να επαναληφθεί η όλη επιχειρηματολογία των δυο πλευρών, στην οποία θα διενεργηθεί εκτενή αναφορά κατά την εξέταση των επίδικων θεμάτων.

 

Εκ προοιμίου οφείλει να υπομνησθεί ότι έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή ό,τι έχει τεθεί ενώπιον μου, περιλαμβανομένου του συνόλου των θέσεων της αιτήτριας, ως αυτές αποτυπώνονται στις δεκάδες σελίδες της γραπτής της αγόρευσης της καθώς και το πλήθος εγγράφων που συναπαρτίζουν το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων της υπόθεσης.

 

Προέχει η εξέταση των ισχυρισμών της αιτήτριας περί του κατά πόσο έχει ανεπίτρεπτα ή μη, ως η αιτήτρια εισηγείται, παρακαμφθεί η πειθαρχική διαδικασία καθώς και περί της προβαλλόμενης αναρμοδιότητας του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου για ανάκληση του διορισμού της αιτήτριας.

 

Αποτέλεσε δε βασική θέση της αιτήτριας ότι αναρμόδια το καθ΄ου η αίτηση παρέκαμψε και παραμέρισε την πειθαρχική διαδικασία, ώστε η προσβαλλόμενη απόφαση να καθίσταται παράνομη. Κατά την πλευρά της αιτήτριας το καθ΄ου η αίτηση «επέλεξε» τη διαδικασία του άρθρου 54 του Ν. 158/1999 ενώ, ως αναφέρει, υφίσταται «θεσμοθετημένη διαδικασία πειθαρχικής διερεύνησης και  επιβολής κύρωσης των μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού για πράξεις τους, οι οποίες κρίνονται ως επιλήψιμες». Υποβάλλεται δε ότι τα όσα καταλογίζονται στην αιτήτρια συνιστούν  πράξεις που ανάγονται σε δική της εμπλοκή, αφορούν τη σχέση της με το πανεπιστήμιο και την ιδιότητα της ως μέλος του ακαδημαϊκού προσωπικού, την οποία η αιτήτρια κατείχε κατά το χρόνο έκδοσης της επίδικης απόφασης και οι οποίες μπορούν να ενταχθούν στην έννοια των πειθαρχικών αδικημάτων με παραπομπή στον Καν. 3 ΚΔΠ 282/1999 όπου προβλέπονται ως κατηγορίες πειθαρχικών αδικημάτων οι ακόλουθες δύο: «η παραβίαση των κανονισμών και κανόνων και η συμπεριφορά μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού προς τα υπόλοιπα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας η οποία δεν συνάδει προς την ιδιότητα τους.» Ενόψει τούτου καταλήγει η αιτήτρια ότι η «επιλογή» του καθ΄ου η αίτηση για ανεπίτρεπτη παράκαμψη της πειθαρχικής διαδικασίας, επέτρεψε στο Πανεπιστήμιο να στερήσει από την αιτήτρια, το προστατευτικό πλέγμα των άρθρων 12 και 30 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που ισχύει για τους κατηγορούμενους στην ποινική δίκη και εφαρμόζεται αναλογικά και στους πειθαρχικά διωκόμενους δημόσιους λειτουργούς. Ως προς τούτο η αιτήτρια παραθέτει σειρά εισηγήσεων αναφορικά με τις επωφελείς για την ίδια επιπτώσεις και  δικαιώματα που θα είχε η διενέργεια πειθαρχικής διαδικασίας (μεταξύ άλλων όπως η αντεξέταση μαρτύρων, η απαγόρευση ταυτόχρονης διεξαγωγής πειθαρχικής και ποινικής διαδικασίας για τα ίδια πραγματικά περιστατικά) τις οποίες η αιτήτρια αποστερήθηκε.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετη υπήρξε η θέση της πλευράς του καθ΄ου η αίτηση, η οποία υπέβαλε ότι σε καμία περίπτωση η ανάκληση μιας παράνομης πράξης δεν μπορεί να συνιστά πειθαρχικής φύσης πράξη, η οποία έχει τον χαρακτήρα κύρωσης ή τιμωρίας και ότι στην προκειμένη περίπτωση ουδεμία παράκαμψη της πειθαρχικής διαδικασίας υφίσταται. Το καθ' ου η αίτηση, συνέχισε η κα Χρίστου, προχώρησε, κατόπιν καταγγελίας, σε διοικητική έρευνα για ενέργειες που προηγούνται του διορισμού της αιτήτριας και κατ' επέκταση όταν αυτή δεν ήταν απασχολούμενη στο Πανεπιστήμιο. Περαιτέρω εισηγήθηκε ότι στα πλαίσια της διοικητικής διαδικασίας δόθηκε στην αιτήτρια το δικαίωμα να ακουστεί τόσο από τον ερευνώντα λειτουργό όσο και από το Συμβούλιο και ότι απόλαυσε όλα τα δικαιώματα της.

 

Το εν λόγω ζήτημα ήτοι το κατά πόσο θα έπρεπε να διενεργηθεί πειθαρχική διαδικασία τέθηκε και μέσω των παραστάσεων της αιτήτριας και απασχόλησε το καθ΄ου η αίτηση κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 18.10.2023, στα πλαίσια της οποίας λήφθηκε και η επίδικη απόφαση. Το Συμβούλιο επί τούτου σημείωσε ότι :

 

«Η παρούσα διαδικασία είναι διοικητικής φύσης και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί πειθαρχική διαδικασία με την έννοια που της αποδίδεται στους σχετικούς Κανονισμούς καθότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν απασχολείτο στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου».

Δεν θα συμφωνήσω με τις θέσεις της αιτήτριας. Καθίσταται σαφές ότι δεν ήτο ζήτημα «επιλογής» ή μη, ως η ίδια η αιτήτρια το θέτει, της διοικητικής διαδικασίας έναντι της πειθαρχικής. Τούτο καθότι ως ορθά αποφάσισε το Συμβούλιο ουδόλως επρόκειτο ή θα μπορούσε να επρόκειτο περί πειθαρχικής διαδικασίας αφού αντικείμενο της διοικητικής έρευνας αποτέλεσαν ενέργειες που αφορούσαν σε χρόνο που προηγούνταν του διορισμού της και ήταν ευθέως συναρτημένες μ΄αυτόν και επομένως η ίδια δεν είχε καν, κατά τον εν λόγω χρόνο, την ιδιότητα του μέλους του ακαδημαϊκού προσωπικού. Ούτε και βεβαίως η αιτήτρια υπέδειξε, με αναφορά στα όσα ορίζονται στους Πειθαρχικούς Κανόνες ότι οι λόγοι για τους οποίους κρίθηκε ως επιβεβλημένη η ανάκληση θα μπορούσαν να συνιστούν πειθαρχικά αδικήματα, ώστε να εκκινήσει πειθαρχική διαδικασία για πράξεις ή παραλείψεις που ανάγονταν σε χρόνο πριν από το διορισμό της αιτήτριας στο Πανεπιστήμιο.

 

Είναι δε σαφές ότι δεν επιβλήθηκε στην αιτήτρια, ως εισηγείται η κα Κουσπή, οποιαδήποτε κύρωση έξω από το πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας και επομένως η νομολογία στην οποία παραπέμπει δεν τυγχάνει εφαρμογής. Εν προκειμένω το Συμβούλιο, εν τη ελλείψει ειδικής ρύθμισης στην οικεία νομοθεσία, προέβη δυνάμει του άρθρου 54 Ν.158(Ι)/1999  σε ανάκληση μίας διοικητικής πράξης την οποία έκρινε ως παράνομη, προς αποκατάσταση, ως το ίδιο πίστευε, της νομιμότητας. Διαδικασία δε σαφώς διακριτή από πειθαρχική. 

 

Ούτε και βεβαίως τυγχάνουν εφαρμογής, υπό αυτή την πτυχή, οι αποφάσεις Κυριακίδης κ.α και Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ 485)  και Παπασάββας v  Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ 134) στις οποίες παραπέμπει η κα Κουσπή προς υποστήριξη της θέσης της. Άλλωστε και πέραν των εγγενών διαφορών επί των πραγματικών δεδομένων, καθοριστικό παραμένει ότι η εκεί αποδιδόμενη πλημμελής και μεμπτή συμπεριφορά στους εκεί  αιτητές, η οποία συνιστούσε πειθαρχικό παράπτωμα, είχε λάβει χώρα αποκλειστικά και μόνο κατά την άσκηση και εκτέλεση των καθηκόντων τους και ως εκ τούτου ο οποιοσδήποτε τερματισμός των υπηρεσιών ή επιβολή αναγκαστικής αφυπηρέτησης δεν θα μπορούσε, ως και βεβαίως δικαστικά κρίθηκε, να διενεργηθεί έξω από τα πλαίσια του πειθαρχικού κώδικα και χωρίς να διεξαχθεί πειθαρχική δίκη, με όλα τα εχέγγυα που το Σύνταγμα εξασφαλίζει για την υπεράσπισή τους.. Δεν είναι όμως τέτοια η περίπτωση, αφού η αιτήτρια δεν απομακρύνθηκε κατ΄ επίκληση πλημμελούς συμπεριφοράς κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της αλλά διεξήχθη έρευνα και εν τέλει ανακλήθηκε ο διορισμός της για λόγους που αφορούν εμφανώς σε χρόνο που προηγείτο του διορισμού της και της ιδιότητας της ως μέλος ακαδημαϊκού προσωπικού του Πανεπιστημίου και οι οποίοι συναρτούνταν αποκλειστικά με τη νομιμότητα του διορισμού της.

 

Περαιτέρω αποτέλεσε βασική θέση της αιτήτριας ότι το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου ήταν αναρμόδιο για να εκδώσει την ανακλητική απόφαση.  Τούτο διότι, ως εν πρώτοις ισχυρίζεται η πλευρά της αιτήτριας, η ανακλητική απόφαση δεν έχει εκδοθεί από το όργανο που την εξέδωσε. Προς υποστήριξη της θέσης η αιτήτρια υποβάλλει ότι η αρχική απόφαση διορισμού της αιτήτριας εκδόθηκε καθόλα αρμοδίως από τη τότε Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή του Πανεπιστημίου, η οποία συγκέντρωνε όλες τις αρμοδιότητες και καθήκοντα των δυο ιεραρχικά ανωτέρων οργάνων του Πανεπιστημίου, ήτοι της Συγκλήτου και του Συμβουλίου και η οποία όμως -και μετά και την αυτονόμηση του Πανεπιστημίου- έπαυσε πλέον να υφίσταται και οι αρμοδιότητες που ασκούσε η Προσωρινή και μετέπειτα Διοικούσα Επιτροπή μεταφέρθηκαν αυτόματα στα δυο αυτά ανώτατα όργανα του Πανεπιστημίου που εξ αρχής προβλέπονταν από τον Νόμο. Περαιτέρω και με αναφορά στις σχετικές ρυθμίσεις του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου, Ν.144/1989, οι οποίοι εφαρμόζονται κατ΄αναλογία δυνάμει των προνοιών του περί Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου Ν. 234/2002 και στους συναφείς αυτούς Κανονισμούς, η αιτήτρια διατείνεται ότι το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου «δεν είχε αυτοτελή αρμοδιότητα έκδοσης οποιασδήποτε απόφασης, περιλαμβανομένης της ανάκλησης». Υποβάλλει δε ότι «το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου δεν εμπλέκεται ποσώς στην όλη διαδικασία αξιολόγησης των υποψηφίων για τη θέση Αναπληρωτή Καθηγητή, ενώ η αρμοδιότητά του, όπως αυτή προσδιορίζεται στον Νόμο, είναι, δυνάμει των συνδυασμένων  προνοιών του άρθρου 6 και του άρθρου 22 παρ. 5 του Νόμου 144/1989, είτε διαπιστωτικής είτε επικυρωτικής φύσης». Εφόσον το Συμβούλιο, συνεχίζει η κα Κουσπή για οποιοδήποτε λόγο, θεωρεί ότι μία απόφαση εκλογής ή διορισμού μέλους του ακαδημαϊκού προσωπικού δεν μπορεί να τύχει επικύρωσης, τότε το Συμβούλιο έχει εξουσία αναπομπής της απόφασης αυτής στα αρμόδια για την εκλογή ακαδημαϊκά όργανα, δηλαδή τη Σύγκλητο και το Συμβούλιο της οικείας Σχολής.  Καταλήγει δε η πλευρά της αιτήτριας ότι η αρμοδιότητα του Συμβουλίου, ως επικυρωτικής και διαπιστωτικής φύσεως δεν περιλαμβάνει δυνατότητα κατ΄ ουσίαν αξιολόγησης και κατ΄ επέκταση επαναξιολόγησης των πραγματικών δεδομένων για διορισμό μέλους του ακαδημαϊκού προσωπικού ώστε να μπορούσε να ανακαλέσει διορισμό αφού ως προς τούτο θα έπρεπε να τηρηθεί ο τύπος και η διαδικασία που ισχύει από τον Νόμο, σε σχέση με την έκδοση πράξης διορισμού/εκλογής ακαδημαϊκού προσωπικού.

 

Η πλευρά του καθ΄ου η αίτηση, απορρίπτοντας τα όσα εισηγήθηκε η αιτήτρια περί αναρμοδιότητας του οργάνου, αντέτεινε με συναφή παραπομπή στις ίδιες νομοθετικές διατάξεις ότι το όργανο που επικυρώνει τους διορισμούς του ακαδημαϊκού προσωπικού ασκώντας τις αρμοδιότητες που ασκούσε η Διοικούσα Επιτροπή είναι το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου. Επισημαίνει δε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο διορισμού της αιτήτριας η Διοικούσα Επιτροπή προέβηκε στο διορισμό της αιτήτριας χωρίς να ασκηθεί το δικαίωμα αναπομπής ώστε να τίθεται θέμα εμπλοκής της Συγκλήτου. Κατά τη θέση του καθ΄ου η αίτηση, από το συνδυασμό των άρθρων 6(1γ) και 22 (5) του Ν. 144/1989 ξεκάθαρα αρμόδιο για ανάκληση του διορισμού της αιτήτριας είναι το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου. Διαζευκτικά των πιο πάνω, η πλευρά του καθ΄ου η αίτηση και με παραπομπή στα όσα προνοούνται στο  άρθρο 55(3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν. 158(1)/99,υποβάλλει ότι το καθ' ου η αίτηση δεν είχε οποιαδήποτε υποχρέωση κατά την ανάκληση της επίδικης παράνομης πράξης να τηρήσει τον τύπο και τη διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά την έκδοση της και επομένως καμία υποχρέωση αναπομπής υφίσταται.

 

Καταρχάς χρήζει εξέτασης η θέση της αιτήτριας ότι επειδή το όργανο που εξέδωσε την απόφαση διορισμού, ήτοι η Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή, δεν υφίσταται πλέον, αυτό καθιστά αφ΄ευατής παράνομη την επίδικη απόφαση ένεκα αναρμοδιότητας του οργάνου που την έλαβε.

 

Δεν μπορώ να συμφωνήσω με την εισήγηση. Σύμφωνα με το άρθρο 55(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 (158(I)/1999) το οποίο τυγχάνει εφαρμογής: «Αρμόδιο όργανο για την ανάκληση πράξης είναι το όργανο που την έχει εκδώσει, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά», κάτι που δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

Αναφορικά με την αρμοδιότητα του οργάνου σε περίπτωση ανακλητικής απόφασης, στο Σύγγραμμα Δ.Π. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 7η  Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ.319 αναφέρεται ότι: «αρμόδιο για την ανάκληση όργανο είναι, αν ο νόμος, δεν ορίζει αλλιώς το όργανο που εξέδωσε την πράξη, έστω και αναρμοδίως, ή που θα ήταν κατά το χρόνο της ανακλήσεως αρμόδιο για την έκδοση της πράξεως ( π.χ ΣτΕ 700/66).»

Πράγματι είναι ορθή η εισήγηση της αιτήτριας ότι στην προκειμένη περίπτωση ήτο αδύνατη η ανάκληση από το όργανο που εξέδωσε την απόφαση διορισμού λόγω των αλλαγών που μεσολάβησαν με την αυτονόμηση του Πανεπιστημίου και την παύση της Διοικούσας Επιτροπής, η οποία έλαβε χώρα αυτομάτως μετά και την εκλογή της πρώτης Συγκλήτου και τη σύσταση του πρώτου Συμβουλίου του Πανεπιστημίου (βλ.  σχετικά άρθρα 32 (8)του περί Ανοικτού Πανεπιστηµίου Κύπρου Νόμος του 2002 Ν. 234(Ι) 2002 και περί Ανοικτού Πανεπιστημίου (Εκλογή Συγκλήτου και Συμβουλίου) Διάταγμα του 2017 ΚΔΠ 359/17). Πλήν όμως, αυτό δεν μπορεί να έχει τις επιπτώσεις που προτείνει η αιτήτρια, ώστε να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Τούτο διότι ξεκάθαρα η Διοικούσα Επιτροπή, ως ρητώς προβλέπεται στο άρθρο 32 (8) (α) του Ν. 234(Ι)2002 ασκούσε όλες τις αρμοδιότητες και εκτελούσε όλα τα καθήκοντα του Συμβουλίου και της Συγκλήτου. Επομένως κρίσιμο είναι να διαγνωσθεί εάν το Συμβούλιο είχε πράγματι, δυνάμει των εξουσιών που νομοθετικά του αποδίδονται, αρμοδιότητα για την έκδοση της πράξης και κατ΄ επέκταση  για την ανάκληση της κατά το χρόνο λήψης της απόφασης.

Σύμφωνα με άρθρο 11(4)του περί Ανοικτού Πανεπιστήμιου Κύπρου Νόμο Ν. 234/2002 προνοείται ότι, σε σχέση με τις αρμοδιότητες, τον τρόπο λειτουργιάς, τη θητεία των μελών και για άλλα συναφή θέματα εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογίων, οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου.  Συναφώς στο άρθρο 6 του περί Πανεπιστημίου Κύπρου ΝόμουΝ.144/1989 προβλέπεται με αναφορά στις αρμοδιότητες του Συμβουλίου ότι:

 

6.-(1) Το Συμβούλιο, αφού τηρηθούν οι διατάξεις του παρόντα Νόμου, ασκεί τις εξουσίες και εκτελεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται από τον παρόντα Νόμο ή με βάση τον παρόντα Νόμο, και ειδικότερα-

(α) Έχει τη διαχείριση και τον έλεγχο των διοικητικών και οικονομικών υποθέσεων του Πανεπιστημίου και της περιουσίας του και ειδικότερα-[..]

(γ)(i)έχει εξουσία και αρμοδιότητα να προβαίνει στις απαραίτητες διαπιστωτικές πράξεις που αφορούν τις εκλογές ή προαγωγές του ακαδημαϊκού προσωπικού και να επικυρώνει τους διορισμούς και τις προαγωγές του

[..]

(δ) έχει την ευθύνη για την εφαρμογή του παρόντος Νόμου

(ε) ασκεί κάθε άλλη εξουσία που του δίνεται με τον παρόντα ή με βάση τον παρόντα Νόμο.»

 

Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 22 του Ν.144/89 η εκλογή ή ανέλιξη μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού αποφασίζεται μετά από την έκθεση ειδικής επιτροπή, από τα μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού του Τμήματος και του Συμβουλίου της οικείας Σχολής των υψηλότερων βαθμίδων. Η εκλογή επικυρώνεται από τη Σύγκλητο, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Ν.144/89 και το Κανονισμό 8 των περί Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου (Εκλογή, Αξιολόγηση και Ανέλιξη Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού) Κανονισμούς, ΚΔΠ 276/2010 και τέλος το Συμβούλιο, βάσει του άρθρου 6(1 )(γ) του Νόμου, έχει την εξουσία και αρμοδιότητα να προβαίνει στις απαραίτητες διαπιστωτικές πράξεις, που αφορούν στις εκλογές ή προαγωγές του ακαδημαϊκού προσωπικού και να προβαίνει στους διορισμούς και προαγωγές.

 

Από το άνωθεν νομοθετικό πλέγμα ρητώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο είναι το όργανο που έχει την αρμοδιότητα να προβαίνει στις απαραίτητες διαπιστωτικές πράξεις που αφορούν τις εκλογές του ακαδημαϊκού προσωπικού και να επικυρώνει τους διορισμούς τους. Σ΄ αυτήν ακριβώς την αρμοδιότητα αναφέρθηκε και το ίδιο Συμβούλιο στην επίδικη απόφαση του εις απάντηση του όλου ζητήματος αναρμοδιότητας του Συμβουλίου που προβλήθηκε κατά τις παραστάσεις της αιτήτριας. Συνάγεται λοιπόν και σε αντίθεση με τα όσα διατείνεται η αιτήτρια περί της φύσεως της αρμοδιότητας του, ότι το Συμβούλιο δια της επικύρωσης ενασκεί την αρμοδιότητα λήψης της τελικής απόφασης, δια της οποίας τελειούται η όλη διαδικασία και συντελείται ο διορισμός μέλους ακαδημαϊκού προσωπικού.

 

Το γεγονός ότι είναι το Συμβούλιο πού έχει την τελική αρμοδιότητα εκλογής ενισχύεται και από τον Κανονισμό 8(4) των περί Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου (Εκλογή, Αξιολόγηση και Ανέλιξη Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού) Κανονισμούς, ΚΔΠ 276/2010 δια του οποίου προβλέπεται ότι σε περίπτωση διαφωνίας Εκλεκτορικού Σώματος και Συγκλήτου το ζήτημα παραπέμπεται στο Συμβούλιο για λήψη τελικής απόφασης. Συγκεκριμένα ορίζεται ότι:

«8(4) Η Σύγκλητος δύναται, αντί να επικυρώσει την απόφαση εκλογής, να την αναπέµψει στο Εκλεκτορικό Σώµα για επανεξέταση. Σε τέτοια περίπτωση, το Εκλεκτορικό Σώμα υποβάλλει, κατόπιν επανεξέτασης, νέα έκθεση εκλογής στη Σύγκλητο, η οποία, είτε την επικυρώνει και την υποβάλλει στο Συμβούλιο για λήψη απόφασης, είτε δεν την επικυρώνει και, σε τέτοια περίπτωση, υποβάλλει την έκθεση στο Συμβούλιο για λήψη απόφασης.»

 

Έπεται και εν τη ελλείψει οποιασδήποτε άλλης διάταξης στο Νόμο που να διέπει ειδικώς το ζήτημα ανάκλησης ότι το Συμβούλιο έχοντας ουσιαστικά την αρμοδιότητα για τη λήψη απόφασης ως προς το διορισμό ή μη του ακαδημαϊκού προσωπικού του Πανεπιστημίου, αρμοδιότητα του Συμβουλίου, την οποία ασκούσε μεταβατικά η Διοικούσα Επιτροπή κατά το χρόνο διορισμού της αιτήτριας, ήταν και το όργανο που ήταν επιφορτισμένο και με την αρμοδιότητα να ανακαλέσει την απόφαση διορισμού της αιτήτριας.

 

Άλλωστε και εφόσον η ανάκληση της απόφασης διορισμού δεν ρυθμίζεται ειδικά από την οικεία νομοθεσία, τυγχάνουν εφαρμογής οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου όπως έχουν κωδικοποιηθεί στο Ν. 158(Ι)/99, όπως βεβαίως τυγχάνει εφαρμογής και η παγίως νομολογημένη αρχή, η οποία αναγνωρίζει στη διοίκηση σύμφυτο δικαίωμα για ανάκληση διοικητικών πράξεων( KUZICHAVA MARCOU κ.α v Ιατρικού Συμβουλίου Κύπρου (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 107/2020, ημερομηνίας 1.2.22) Σύλβια Π. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 149), O LYKOS SERVICES AND SECURITY SYSTEMS-PRIVATE INVESTIGATORS LTD κ.α και Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 1/2016, ημερομηνίας 20.7.21). Η ενδιάθετη αυτή εξουσία, ως νομολογιακά έχει τονιστεί είναι συνυφασμένη προς την ίδια την αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου (Αλέξανδρος Σολέας & Υιός ΛΤΔ v Δημοκρατίας (2002 4Β Α.Α.Δ (704) και επιτρέπει, υπό προϋποθέσεις και δη όταν προκύπτουν νέα γεγονότα που διασαλεύουν το θεμέλιο της απόφασης, την εκ των υστέρων αναθεώρηση του θέματος προς αποκατάσταση της νομιμότητας. Σημειώνεται ότι το κατά πόσο συνέτρεχε αυτό ως προϋπόθεση, γεγονός που αμφισβητεί η αιτήτρια, θα εξεταστεί κατωτέρω από το Δικαστήριο στα πλαίσια του λόγου ακύρωσης που προωθεί η αιτήτρια περί παραβίασης των αρχών της ανάκλησης. Όλα τα πιο πάνω καθιστούν ως απορριπτέα και τη θέση της αιτήτριας που προβλήθηκε δια της απαντητικής της γραπτή αγόρευση ότι το Συμβούλιο δεν είχε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης αρμοδιότητα για την ανάκληση διορισμού της καθότι τέτοια αρμοδιότητα δεν του αποδίδεται από το Νόμο.

 

Είναι ακριβώς για τους πιο πάνω λόγους που δεν μπορεί να γίνει δεκτή η θέση της αιτήτριας ότι στην υπό κρίση περίπτωση ενβρίσκουν εφαρμογής τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Αλεξόπουλου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Υπ. αρ. 1132/2009, ημερ. 30.11.2011, στην οποία η πλευρά της αιτήτριας παραπέμπει προς επίρρωση της θέσης περί αναρμοδιότητας του Συμβουλίου να προβεί σε ανάκληση. Αρκεί να λεχθεί ότι τα δεδομένα της εκεί περίπτωσης ήταν ολωσδιόλου διαφορετικά από αυτά της παρούσας αφού το Συμβούλιο προχώρησε στην απόλυση του εκεί αιτητή μετά και την επιβολή πειθαρχικής ποινής στον αιτητή από την αρμόδια Επιτροπή Πειθαρχικού Ελέγχου για τη διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος της κατοχής διπλής θέσης σε Πανεπιστήμιο. Κρίθηκε δε και ενόψει των πιο πάνω γεγονότων ότι το Συμβούλιο δεν είχε δικαίωμα, ούτε ανεξάρτητης ή αυτόνομης επιβολής της ποινής της απόλυσης, αλλά ούτε και αρμοδιότητας επέμβασης στην πειθαρχική διαδικασία, ιδιαίτερα με σκοπό να διαφοροποιήσει την επιβληθείσα ποινή. Στην προκειμένη όμως περίπτωση τα πράγματα ήσαν σαφώς διαφορετικά αφού ούτε πειθαρχική διαδικασία προηγήθηκε και το Συμβούλιο δεν προχώρησε στην απόλυση της αιτήτριας κατ΄ εξουδετέρωση μάλιστα διεξαχθείσας πειθαρχικής διαδικασίας αλλά στην ανάκληση του διορισμού της κατ΄ εφαρμογή ως το ίδιο κατέγραψε των αρχών της ανάκλησης.

 

Ούτε βεβαίως το γεγονός ότι η Σύγκλητος έχει την αρμοδιότητα σύστασης ειδικής επιτροπής, η οποία αποτελείται από ακαδημαϊκούς και η οποία καλείται να αξιολογήσει τους υποψηφίους δύναται να αναιρέσει την αρμοδιότητα του Συμβουλίου για ανάκληση της απόφασης διορισμού της αιτήτριας. Ούτε και όμως βεβαίως η παραπομπή της αιτήτριας στο άρθρο 22(5) του Ν.144/89 το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στο Συμβούλιο για αναπομπή απόφασης σχετικά με την εκλογή ακαδημαϊκού στη Σύγκλητο διαφοροποιεί τα ανωτέρω αφού πρόκειται για δικαίωμα του ιδίου του Συμβουλίου στα πλαίσια διαδικασίας  διορισμού, το οποίο εν πάση περιπτώσει ως επισημαίνει η συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση δεν είχε ασκηθεί κατά τον αρχικό διορισμό της αιτήτριας από την τότε Διοικούσα Επιτροπή. Άλλωστε δε ακόμη και το ίδιο το δικαίωμα αναπομπής που διατηρεί το Συμβούλιο -  θα έλεγα ότι δεικνύει έτι περαιτέρω ότι και παρά τις προηγηθείσες αποφάσεις του Εκλεκτορικού Σώματος και την  επικύρωση από τη Σύγκλητο, η λήψη για τελική απόφαση επί του όλου ζητήματος εκλογής αποδίδεται πάντοτε στο Συμβούλιο.

 

Σε κάθε περίπτωση καθοριστικό παραμένει και ενόψει των όσων διαπιστώθηκαν ανωτέρω ότι το Συμβούλιο είχε την αρμοδιότητα για την ανάκληση του διορισμού της αιτήτριας. Το κατά πόσον ωστόσο η προσβαλλόμενη απόφαση αποτέλεσε, ως οι εισηγήσεις της αιτήτριας, προϊόν επανεκτίμησης των πραγματικών δεδομένων και των ευρημάτων του Εκλεκτορικού Σώματος και πρωτογενούς αξιολόγησης της καταλληλόλητας της αιτήτριας για διορισμό, ώστε να τίθεται και ζήτημα μη τήρησης του αναγκαίου τύπου και διαδικασίας για τη διάγνωση της παρανομίας, συνιστά ζήτημα που δεν μπορεί να αποφασιστεί εκ προοιμίου απομονωμένα και αποσπασματικά ως ζήτημα αρμοδιότητας αλλά προϋποθέτει κρίση επί των ουσιαστικών ισχυρισμών της αιτήτριας περί παραβίασης των αρχών της ανάκλησης σε συνάρτηση πάντοτε με τα γεγονότα της υπόθεσης και την παρατιθέμενη αιτιολογία, ζήτημα που και η ίδια η αιτήτρια αναπτύσσει εκτενώς στα πλαίσια άλλου λόγου ακύρωσης που προωθεί και συγκεκριμένα του ισχυρισμού ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν ελαττωματικής και /ή εσφαλμένης ερμηνείας των προνοιών του άρθρου 54 παρ. 2 του Νόμου 158/1999 και/ή αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα, μη δέουσας έρευνας και/ή ελλιπώς και/ή ελαττωματικώς αιτιολογημένη.

 

Προτού προχωρήσω στην εξέταση των πιο πάνω ισχυρισμών της αιτήτριας, οι οποίοι άπτονται και της ουσίας της επίμαχης κρίσης, οφείλω να επισημάνω ότι απορριπτέοι θα πρέπει να κριθούν και οι ισχυρισμοί της αιτήτριας περί παραβίασης της θεμελιώδους αρχής της αμεροληψίας.

 

Ο ισχυρισμός της αιτήτριας είναι διττός. Κατά πρώτον προβλήθηκε ότι παραβιάζεται η αρχή της αμεροληψίας διότι ο ερευνών λειτουργός που διεξήγαγε την έρευνα ήτοι ο Καθηγητής Λ. «κατά το μεγαλύτερο μέρος της εκκρεμότητας της έρευνάς του,  όσο και κατά τον χρόνο λήψης της τελικής απόφασης», ήταν μέλος το Συμβουλίου, ιδιότητα που του δημιουργεί ως εισηγείται κώλυμα να συμμετάσχει στη διαδικασία ως ερευνών λειτουργός. Κατά δεύτερον εξαιτίας της σε όλα σχεδόν τα προκαταρκτικά στάδια της διαδικασίας συμμετοχής του κ. Χ. Π., ο οποίος κατά την εισήγηση είχε την ιδιότητα του Προέδρου της Επιτροπής Εσωτερικού Ελέγχου, που ενόψει και των αποφασισθέντων της διατάχθηκε έρευνα το 2017 από τη Διοικούσα Επιτροπή της οποίας ο κ. Π. ήταν επίσης μέλος καθώς διετέλεσε και Πρόεδρος του Συμβουλίου όταν αποφασίστηκε να κληθεί η αιτήτρια με σκοπό να διερευνηθεί το ενδεχόμενο ανάκλησης διορισμού της καθώς ήταν και Πρόεδρος του Συμβουλίου συμμετέχοντας στην μεταγενέστερη απόφαση για ανάκληση και επανάληψη της διοικητικής έρευνας και στην απόφαση για διορισμό του ερευνώντα λειτουργού Καθηγητή Λ.. Πρόσθετα με την απαντητική της αγόρευσης εισηγήθηκε ότι ο κ. Π. ήταν πεπεισμένος για την εμπλοκή της αιτήτριας σε ποινικά αδικήματα και παράνομες πράξεις επειδή, ως αναφέρει, κατά τη συνεδρία όπου λήφθηκε η απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής για καταγγελία της υπόθεσης στην Αστυνομία είχε δηλώσει «ότι σε αντίθεση με τις διοικητικές διαδικασίες  που είναι ευάλωτες στα διοικητικά δικαστήρια, οι διαδικασίες  της αστυνομίας δεν έχουν τους ίδιους περιορισμούς.»

 

Ως προς τη δεύτερη αυτή πτυχή του ισχυρισμού, η οποία σχετίζεται με  τη  συμμετοχή του κ. Π. παρατηρώ ότι εξέταση των νομικών σημείων της Προσφυγής  δεικνύει ότι  η προεκτεθείσα αυτή θέση της αιτήτριας δεν έχει δεόντως δικογραφηθεί και εξειδικευθεί με την απαιτούμενη σαφήνεια, ως η πάγια νομολογία επιτάσσει και οι απαιτήσεις που θέτει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εξέτασης. Τούτο διότι αν και στα νομικά σημεία  της Προσφυγής περιλαμβάνεται μεν αναφορά σε παράβαση της αρχής της αμεροληψίας τούτη όμως είναι παντελώς γενική, χωρίς καμία απολύτως εξειδίκευση ή συγκεκριμενοποίηση και χωρίς κανένα συσχετισμό με τα όσα εν τέλει η αιτήτρια προβάλλει στη γραπτή της  αγόρευση, υπό αυτή την πτυχή του ισχυρισμού της (Nestoras Hotels Ltd και Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 169/18, ημερομηνίας 20/3/24) Λεωφορεία Λευκωσίας Λίμιτεδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56) Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) Haghilo ν. Δημοκρατίας κ.ά., Α.Ε. 156/12, ημερ. 27.2.2018), ECLI:CY:AD:2018:C91 Δημοκρατία ν. Ευγενίου κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 257).

 

Στην απόφαση Δήμος Λευκωσίας και Κοινοπραξία Cybarco Ltd- A. Aristotelous ConstructionsLtd  (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 19/2017, ημερομηνίας 31.10.2023) το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο υπόμνησε εκ νέου ότι η αιτιολόγηση των νομικών σημείων  της Προσφυγής είναι απαραίτητη για την εξέταση από μέρους του Διοικητικού Δικαστηρίου των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης και επομένως οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια επηρεάζει αναπόφευκτα την ορθότητα της  νομικής βάσης με αποτέλεσμα να είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης. Απόλυτα σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Χριστοδουλίδης και Πανεπιστημίου Κύπρου (Αναθεωρητική Έφεση αρ.95/12, ημερομηνίας 6/7/18), ECLI:CY:AD:2018:C344.Τα παραθέτω:

 

«Στην προκείμενη υπόθεση δεν ήταν αρκετό να τεθεί στα  νομικά σημεία της προσφυγής με γενικότητα η παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης χωρίς καμία απολύτως εξειδίκευση, κάτω από τη γενικότερη σφαίρα παραβίασης των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου. Κατά παρόμοιο τρόπο, δεν  σημαίνει στην ουσία οτιδήποτε η γενική διατύπωση στη δικογραφία ότι η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο ή με παράνομη συγκρότηση ή σύνθεση ή λειτουργία ή ότι η όλη διαδικασία που προηγήθηκε της τελικής απόφασης πάσχει από ακυρότητα. Αυτού του είδους οι τοποθετήσεις δεν είναι παρά γενικότητες που μπορούν με ευκολία να τεθούν σε οποιαδήποτε αίτηση ακυρώσεως. Πρέπει, αντίθετα, να αναφέρεται με ακρίβεια και πληρότητα σε τι συνίσταται η συγκεκριμένη παραβίαση που προτείνεται στο νομικό σημείο. Η ακρίβεια βοηθά στην καθαρότητα του δικαστικού λόγου και στην τελεσφόρηση της υπόθεσης κατά τον ορθό και ταχύτερο τρόπο. Επομένως, ορθά το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν καλύπτονταν τα θέματα, από τη δικογραφία  [..]»

(η έμφαση προστέθηκε)

 

 

Αντιθέτως το όλο ζήτημα περί παράβασης της αρχής της αμεροληψίας περιορίστηκε δια των εγειρόμενων νομικών σημείων της Προσφυγής στο διορισμό ως ερευνώντα λειτουργού προσώπου μέλους του Συμβουλίου. Με δεδομένο δε ότι το ζήτημα αυτό τέθηκε το πρώτον κατά τη διοικητική διαδικασία στις παραστάσεις της αιτήτριας (βλ. υπόμνημα ημερομηνίας 28.3.23) ενώπιον του ερευνώντα λειτουργού, προχωρώ να το εξετάσω (Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξης ν. Παναγή κ.α, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 47/14, ημερ. 25 Φεβρουαρίου 2021), ECLI:CY:AD:2021:C71 Δημοκρατία ν. Χατζηχάννα (2007) 3 Α.Α.Δ. 116).

 

Ο ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Είναι δε ορθή η θέση του καθ΄ου η αίτηση ότι ο ερευνών λειτουργός ουδόλως συμμετείχε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Εν πρώτοις σημειώνεται ότι κατά το χρόνο διορισμό του Καθηγητή Λ. ως ερευνώντα λειτουργού, ο οποίος έλαβε χώρα κατά την 53 έκτακτη συνεδρία του Συμβουλίου στις 30.11.21, αυτός δεν ήταν μέλος του Συμβουλίου. Το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης και δη τα ενώπιον μου πρακτικά συνεδριάσεων του Συμβουλίου επιμαρτυρούν ότι ο Καθηγητής Λ., όταν και αργότερα διορίστηκε ως μέλος του Συμβουλίου, δεν συμμετείχε σε οποιαδήποτε από τις συνεδρίες όπου εξετάζετο το συγκεκριμένο ζήτημα της αιτήτριας. Στη τελευταία δε συνεδρία του Συμβουλίου, όπου λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ρητώς καταγράφεται η ύπαρξη κωλύματος να συμμετέχει στη συνεδρία ενόψει της ιδιότητας του ως ερευνών λειτουργού στη διενέργεια της διοικητικής έρευνας (βλ. πρακτικά 23ης συνεδρίας Συμβουλίου). Επομένως δεν διαβλέπω να τίθεται βάσιμα εκ της ιδιότητας του και μόνο ως ερευνώντα λειτουργού ζήτημα παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας, εφόσον είναι παραδεκτό ότι λόγω αυτής της ιδιότητας του δεν συμμετείχε στη λήψη της προσβαλλομένης απόφασης του Συμβουλίου. Υπενθυμίζεται δε ότι κατά πάγια νομολογία οι ισχυρισμοί περί έλλειψης μεροληψίας πρέπει να αποδεικνύονται αυστηρά και το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτητής (Φιλιππίδου και Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου(Αναθεωρητική Έφεση αρ. 7/2016, ημερομηνίας 10/5/23), ECLI:CY:AD:2023:C163 (Χάρης Νεοφύτου v Δημοκρατίας (2007) 3.Α.Α.Δ 8).

 

Επί της ουσίας η αιτήτρια - και αφού πρώτα προβάλλει ισχυρισμούς περί παραβίασης της αρχής της νομιμότητας, της χρήστης διοίκησης, της αναλογικότητας και της καλής πίστης εισηγούμενη ότι η όλη διαδικασία που έλαβε χώρα όσο και η νέα έρευνα Λ., μετά την ανάκληση της διαδικασίας που ακολούθησε το υποβληθέν πόρισμα Κ., διενεργήθηκε όχι με σκοπό την αποκατάσταση της νομιμότητας αλλά κατά προφανή κατάχρηση διαδικασίας για να διασφαλιστεί ότι το Συμβούλιο θα ήτο σε θέση να προχωρήσει σε ανάκληση του διορισμού της αιτήτριας λόγω “δόλου”-  υποβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης ερμηνείας των προνοιών του άρθρου 54 παρ. 2 του Νόμου 158/1999, πλάνης περί τα πράγματα, μη δέουσας έρευνας και ελαττωματικής αιτιολογίας. Ειδικότερα η πλευρά της αιτήτριας ισχυρίζεται ότι ουσιαστικά το Συμβούλιο, ως και ο ερευνών λειτουργός, αξιολογώντας πρωτογενώς και αναρμοδίως σειρά κριτήριων διορισμού στη θέση Αναπληρωτή Καθηγητή αποφάσισε στη βάση της αξιολόγησης που διενέργησε επί του περιεχομένου της αίτησης και των δικαιολογητικών που υπέβαλε η αιτήτρια, ότι η αιτήτρια δεν πληρούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο διορισμού της τα πλείστα από τα τυπικά προσόντα διορισμού.  Επί τούτου υποδεικνύει η πλευρά της αιτήτριας ότι «μέσα από μία εκ προοιμίου ελαττωματική μεθοδολογία, ο Ερευνών Λειτουργός και το Συμβούλιο επιχειρούν να ερμηνεύσουν τις πρόνοιες του Νόμου, με βάση το περιεχόμενο των πιστοποιητικών και βεβαιώσεων, που είχαν υποβληθεί από την κα. Ι., για να καταλήξουν ότι οι προϋποθέσεις του Νόμου, και πάλι στη βάση της δικής τους υποκειμενικής ερμηνείας, δεν πληρούνταν». Ισχυρίζεται δε ότι τα όσα καταγράφονται στα πρακτικά, ως “ευρήματα” μη κατοχής των πλείστων απαιτούμενων από τον Νόμο προσόντων από μέρους της αιτήτριας, δεν θα μπορούσαν να θεμελιώσουν παρανομία της πράξης διορισμού της, αφού συνιστούν επανεκτίμηση και αναψηλάφηση της πράξης διορισμού της αιτήτριας, η οποία όχι μόνο έφερε το τεκμήριο νομιμότητας αλλά στηρίχθηκε στην αξιολόγηση από το αρμόδιο Εκλεκτορικό Σώμα. Η κα Κουσπή με ενδελεχή αναφορά στις αρχές που διέπουν την ανάκληση διοικητικών πράξεων και δη των παράνομων  πράξεων -ως η επίδικη κρίθηκε από το Συμβούλιο-  εισηγείται μεταξύ άλλων, ότι εφαρμόστηκαν εσφαλμένα οι αρχές της ανάκλησης και ότι η αιτιολογία που δόθηκε από το Συμβούλιο ως προς τη διαπίστωση της πλήρωσης των αυστηρών προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 54 (2) του Ν. 158(Ι)/99 είναι τουλάχιστον ανεπαρκής και δεν βρίσκει έρεισμα σε πραγματικά δεδομένα που να προκύπτουν είτε από  το περιεχόμενο των φακέλων ή ακόμα και από το πόρισμα του ερευνώντα λειτουργού, το οποίο επίσης διατείνεται ότι πάσχει ως προϊόν ελλιπούς έρευνας και πλάνης. Υποβάλλει δε η αιτήτρια ότι, ως εμφαίνεται από την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση,  έγινε ανάκληση του διορισμού της αιτήτριας καθότι «αποδόθηκε στην αιτήτρια «γνώση της παρανομίας της πράξης διορισμού της επειδή, όπως έκρινε, η ίδια γνώριζε ότι «τα στοιχεία και βεβαιώσεις που υπέβαλε» δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, με ειδική αναγωγή στη «βεβαίωση Κ.» και χωρίς καμία αναγωγή σε οποιοδήποτε άλλο έγγραφο που περιλήφθηκε από την ίδια στην αίτηση της. Το Συμβούλιο παντελώς αυθαίρετα και υπό πλάνη στήριξε την απόφαση του στη γνώση που καταλογίστηκε στην αιτήτρια περί της πλαστότητας της υπογραφής του Καθ. Κ., διαπίστωση στην οποία, ως η αιτήτρια εισηγείται, προέβηκε χωρίς να υπάρχει ουδεμία απολύτως αναφορά στην έκθεση του ερευνώντος λειτουργού περί τέτοιας γνώσης εκ μέρους της αιτήτριας και χωρίς η γνώση αυτή να προκύπτει από οποιοδήποτε έγγραφο του φακέλου ή της μαρτυρίας που συλλέχθηκε.  Άξιον δε απορίας συνεχίζει η ευπαίδευτη συνήγορος είναι ότι ενώ το Συμβούλιο έκρινε ότι η αιτήτρια γνώριζε ότι η βεβαίωση Κ. δεν ήταν αυθεντική ή ότι το περιεχόμενο αυτής δεν τεκμηριώνεται και τούτο χωρίς μάλιστα, ο ερευνών λειτουργός να διατυπώσει ως προς αυτό κρίση, το ίδιο το Συμβούλιο ανέφερε ότι λόγω της εκκρεμούσας ποινικής διαδικασίας που είχε ακριβώς το ίδιο αντικείμενο δεν θα  εξέταζε το όλο ζήτημα σε σχέση με τη βεβαίωση Κ.. Ούτε όμως προκύπτει κατά τη θέση της αιτήτριας ότι η αιτήτρια δεν επέβλεψε πράγματι μεταπτυχιακές διατριβές, θέση την οποία διασυνδέει με εκτεταμένες αναφορές στα όσα κατέθεσε ο καθηγητής Λ. ενώπιον του ερευνώντα λειτουργού, τα οποία ως τονίζει δεν μεταφέρονται καν στο πόρισμα του ερευνώντα λειτουργού. Κατά τη συνήγορο, ο καθηγητής Λ. δεν διέψευσε τα όσα η αιτήτρια ανέφερε, αλλά, αντίθετα, δήλωσε ρητά ότι δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει κατά πόσον η αιτήτρια είχε συνδράμει, ως άμισθη συνεργάτης του Καθ. Γ. στη διδασκαλία των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών μαθημάτων, που ο πρώτος είχε υπό τη διαχείριση και επίβλεψή του, ούτε αν η συνεργασία/συμβολή αυτή περιλάμβανε ή μη, επίβλεψη ή υποβοήθηση στην επίβλεψη μεταπτυχιακών διατριβών.  Ούτε όμως ο Καθ. Λ. δεν αμφισβήτησε ότι Καθ. Γ. ήταν το πρόσωπο που είχε ιδρύσει και κάτω από την εποπτεία του οποίου λειτουργούσε το Κέντρο Ανατολικών Σπουδών αλλά ούτε και αμφισβήτησε την αυθεντικότητα και εγκυρότητα των βεβαιώσεων Γ. προς την αιτήτρια. Το Συμβούλιο, συνεχίζει η αιτήτρια όπως και ο ερευνών λειτουργός, ερμηνεύοντας πρωτογενώς, υποκειμενικά και ατεκμηρίωτα την πρόνοια του Νόμου, που ρητά προβλέπει «Ικανότητα καθοδήγησης και προώθησης έρευνας, που περιλαμβάνει εποπτεία μεταπτυχιακών φοιτητών» και αγνοώντας, παντελώς και για ακόμη μια φορά τις θέσεις που υπέβαλε η αιτήτρια δια μέσω του Υπομνήματος της και εν προκειμένω τη θέση ότι είναι διακριτές μεταξύ τους οι έννοιες «ικανότητα» και «πείρα» έκρινε ουσιαστικά ότι η «πείρα» της αιτήτριας στην επίβλεψη μεταπτυχιακών διατριβών, δεν τεκμηριώνεται λόγω της μη αυθεντικότητας της επιστολής που φέρει την υπογραφή του Κ. και επειδή η ίδια η αιτήτρια ανέφερε ενώπιον του ερευνώντος λειτουργού ότι η συμβολή της στην εποπτεία μεταπτυχιακών διατριβών ήταν συμβουλευτική. Η πείρα όμως στην επίβλεψη μεταπτυχιακών διατριβών, την οποία ως εισηγείται η αιτήτρια όντως κατέχει, δεν αποτελεί, κριτήριο για την πλήρωση της θέσης καθότι αυτό δεν προβλέπεται ούτε από τον Νόμο ούτε από την προκήρυξη, ώστε να καταρρίπτεται και ως αβάσιμη η θέση του ερευνώντος λειτουργού ότι η αιτήτρια ανέφερε στο βιογραφικό της ότι είχε επιβλέψει μεταπτυχιακές διατριβές με σκοπό να παραπλανήσει το Εκλεκτορικό, ως προς το ειδικό αυτό ζήτημα. Υποβάλλει δε η αιτήτρια ότι το ίδιο το Εκλεκτορικό Σώμα και για τη διάγνωση του εν λόγω απαιτούμενου προσόντος εκ μέρους της αιτήτριας κατέγραψε ότι η «ικανότητα» αυτή είναι αποδεδειγμένη από την πολυετή εμπειρία στον ακαδημαϊκό και δημοσιογραφικό χώρο περιλαμβανομένης και της διδασκαλίας σε προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα. Επομένως εισηγείται η αιτήτρια το τυπικό αυτό προσόν δεν αξιολογήθηκε από το Εκλεκτορικό Σώμα στη βάση οποιουδήποτε άλλου δεδομένου.  Περαιτέρω υποβάλλει η αιτήτρια ότι το καθ΄ου η αίτηση και πέραν του ότι αγνόησε παντελώς το δεδομένο ότι αριθμός άλλων βεβαιώσεων και πιστοποιητικών τεκμηρίωναν τη διδακτική πείρα της αιτήτριας, η αυθεντικότητα των οποίων δεν είχε αμφισβητηθεί, παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι η βεβαίωση που φέρει το όνομα του Καθηγητή Κ. ταυτίζεται, σε ότι αφορά τη διδασκαλία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, με τη βεβαίωση του Καθηγητή Γ. ημερομηνίας 8.5.2009, τόσο ως προς τα μαθήματα που διδάχθηκαν, όσο και τις χρονικές περιόδους, όπου η διδασκαλία αυτή έλαβε χώρα, και τα οποία μαθήματα ανήκαν στην εποπτεία του Καθηγητή Γ.. Σχετική είναι, επίσης, η βεβαίωση του Καθ. Γ., ημερομηνίας 6.2.2009.  Καταλήγει δε η αιτήτρια ότι η ίδια δεν  γνώριζε ούτε ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι ο Καθ. Κ. δεν είχε κάποια θεσμική σχέση με το Κέντρο Ανατολικών Σπουδών, ούτε βέβαια ότι η υπογραφή, που η βεβαίωση έφερε, δεν ήταν αυθεντική.

 

Περαιτέρω η αιτήτρια ενέμεινε στον ισχυρισμό που είχε προβάλλει και ενώπιον του Συμβουλίου κατά τις παραστάσεις της περί παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητας, τονίζοντας ότι η προστασία του τεκμηρίου αθωότητας επεκτείνεται και καλύπτει τη συμπεριφορά, όχι μόνον των Δικαστηρίων αλλά και κρατικών αξιωματούχων ή δημοσίων αρχών. Με συναφή παραπομπή σε νομολογία, η πλευρά της αιτήτριας υποβάλλει ότι παρά το γεγονός ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο εκκρεμούσε προς εκδίκαση ποινική υπόθεση εναντίον της αιτήτριας, η οποία εδράζετο στα ίδια ακριβώς περιστατικά ήτοι την αυθεντικότητα της βεβαίωσης Κ. και τη πιθανή εμπλοκή της αιτήτριας στην υποβολή ενός εγγράφου προς υποστήριξη της αίτησης της για διορισμό που γνώριζε ότι ήταν πλαστό, το Συμβούλιο παραβιάζοντας το τεκμήριο της αθωότητας, στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση του στην εκ μέρους της αιτήτριας “γνώση” της παρανομίας της πράξης, με ρητή αναγωγή στην πλαστότητα της βεβαίωσης Κ. που αποτελεί απαραίτητο συστατικό στοιχείο του αδικήματος της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, για το οποίο κατηγορήθηκε η αιτήτρια ποινικά.

Σημειώνεται ότι μετά την έκδοση της αθωωτικής απόφασης από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην ποινική υπόθεση αρ.8823/21 Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας v Σ. Ι. και κατά το επανάνοιγμα που ακολούθησε, η κα Κουσπή εισηγήθηκε ότι δια της απόφασης του Δικαστηρίου κρίθηκε και δικαστικά ότι η αιτήτρια κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης της δεν γνώριζε περί της πλαστότητας του εγγράφου και δη ότι δεν γνώριζε ότι η φερόμενη υπογραφή στη βεβαίωση δεν ήταν πράγματι του Κ.. Τόνισε δε ότι το τεκμήριο αθωότητας βάσει και της νομολογίας του ΕΔΑΔ έχει καταστεί απόλυτο. Παρέπεμψε δε το Δικαστήριο στην απόφαση του ΕΔΑΔ Σταυρόπουλος ν. Ελλάδας, υπ.αρ. 35522/04 ημερ. 27.9.2007, υιοθετώντας ως προς τούτο τα όσα είχε υποβάλλει με τη γραπτή της αγόρευση, εισηγούμενη ότι, αφού υφίσταται ο αναγκαίος σύνδεσμος μεταξύ των δύο διαδικασιών, ποινικής και διοικητικής, διότι και οι δύο αφορούσαν  την ίδια συμπεριφορά της αιτήτριας, η εγγύηση του άρθρου 6(2) της Συμβάσεως οφείλει να εφαρμόζεται και σε όλες τις μεταγενέστερες της οριστικής απαλλαγής του κατηγορουμένου δικαστικές διαδικασίες μη ποινικής φύσης.

 

Αντίθετη ήταν η θέση της πλευράς του καθ΄ου η αίτηση, η οποία εισηγείται ότι το καθ΄ου η αίτηση  ενήργησε σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης και ότι ανάκληση της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν καθόλα νόμιμη καθώς και ότι το καθ΄ου η αίτηση έσπευσε μετά τη διαπίστωση της παρανομίας να  επαναφέρει τη νομιμότητα υπό το πρίσμα του άρθρου 54(2) του Νόμου 158(1)/99. Η ευπαίδευτη συνήγορος απορρίπτει τους ισχυρισμούς περί ελλιπούς έρευνας και πλάνης, εισηγούμενη ότι το καθ΄ου η αίτηση έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον του στοιχεία περιλαμβανομένου και των υπομνημάτων που υπέβαλε η αιτήτρια, κατά την άσκηση του δικαιώματος ακρόασης που της παρασχέθηκε. Τονίζει δε ότι «οι ειδικές συνθήκες αναφορικά με τη βαρύτητα της παρανομίας στην παρούσα περίπτωση είναι τέτοιες που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο χρόνος που έχει διαρρεύσει μέχρι την ανάκληση της παράνομης πράξης εύλογα δεν θέτει ζήτημα παράνομης ανάκλησης». Υποβάλλεται δε ότι «τα 7 χρόνια αυτοδίδακτης διδασκαλίας δεν πληρούνταν κατά το διορισμό της αιτήτριας» καθώς και ότι ένας υποψήφιος για την πλήρωση θέσης Αναπληρωτή Καθηγητή θα πρέπει να πληρεί και τα προσόντα του Λέκτορα/Επίκουρου, ήτοι τα τρία έτη χρόνια αυτοδύναμης διδασκαλίας. Με τις βεβαιώσεις που υπέβαλε με την αίτηση της η αιτήτρια, συνεχίζει η πλευρά του καθ΄ου η αίτηση, δεν πληρούνταν τα έτη αυτοδίδακτης διδασκαλίας παρά μόνο με τη βεβαίωση του κ. Κ. ο οποίος δήλωσε ρητώς ότι δεν φέρει την δική του υπογραφή. Αναφορικά δε με την επίβλεψη μεταπτυχιακών εργασιών, το καθ΄ου η αίτηση διατείνεται ότι είναι «αόριστη η ερμηνεία που δίνει η αιτήτρια για την επίβλεψη διατριβών η οποία αντικρούεται από την ερμηνεία του Πρύτανη, Αντιπρύτανη και τόσων Καθηγητών, κατ’ επέκταση ήταν εύλογο το συμπέρασμα του Καθ' ου η Αίτηση, ούτως ώστε να μην τίθεται ζήτημα παράνομης ανάκλησης.» Η διαπίστωση περί της επίβλεψης μεταπτυχιακών εργασιών, για την οποία εισηγείται υπήρχε μια γενική αναφορά στην πρώτη προκήρυξη της θέσης καθώς υπήρχε και ως κριτήριο στην λίστα/έκθεση αξιολόγησης της Επιτροπής, επιβεβαιώνεται κατά την κα. Χρίστου από τα όσα ανέφερε ο καθηγητής Λ. και δη από το ότι επειδή η αιτήτρια δεν ήταν μέλος  ΔΕΠ δεν θα μπορούσε να επιβλέψει, από την κατάθεση της αιτήτριας καθώς και από το γεγονός ότι μόνο κατά τη δεύτερη προκήρυξη της θέσης η αιτήτρια υπέβαλε τη βεβαίωση Κ.. Πρόσθετα και ως προς τον ισχυρισμό της αιτήτριας για παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, η πλευρά του καθ΄ου η αίτηση αντιτείνει ότι οι αρχές που η αιτήτρια προβάλλει δεν εφαρμόζονται καθότι η υπό κρίση διαδικασία δεν είναι πειθαρχικής φύσεως και πως κανένα  συσχετισμό δεν έχει η ανάκληση ενός παράνομου διορισμού με την ποινική διαδικασία που εκκρεμεί εναντίον της αιτήτριας. Με παραπομπή στη πάγια αρχή ότι δεν είναι επιτρεπτό να λαμβάνεται υπόψη σε διοικητική διαδικασία ως στοιχείο εναντίον ενός αιτητή το γεγονός ότι εκκρεμεί εναντίον του ποινική υπόθεση, διατείνεται ότι είναι γι’ αυτό το λόγο που η ποινική διαδικασία δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη από το καθ' ου η αίτηση κατά τη διοικητική διαδικασία.

Κατά το επανάνοιγμα της υπόθεσης και με αναφορά στα όσα έκρινε η  εκδοθείσα αθωωτική απόφαση η πλευρά του καθ΄ου η αίτηση ανέφερε ότι δεν αποτελεί ζήτημα εάν η επίμαχη βεβαίωση ήταν πλαστή και εάν η αιτήτρια είχε γνώση της πλαστογραφίας, ή εάν χορηγεί και κυκλοφορεί το έγγραφο αλλά «το ζήτημα του πρακτικού» έγκειται στο κατά πόσο γνώριζε ότι το περιεχόμενο της εν λόγω βεβαίωσης βεβαιώνεται ή όχι. Υπέβαλε δε η ευπαίδευτη συνήγορος ότι δεν είναι για τη βεβαίωση που έγινε η ανάκληση, ότι το πόρισμα Λ. δεν αφορούσε τη βεβαίωση Κ., αλλά για όλα τα στοιχεία που υπέβαλε η αίτητρια.

 

Η συνήγορος της αιτήτριας τόσο δια της απαντητικής της γραπτής αγόρευσης όσο και προφορικώς τόνισε ότι τα όσα αναφέρονται από την πλευρά του καθ΄ου η αίτηση ως λόγοι ανάκλησης δεν συνάδουν με το περιεχόμενο του επίδικου πρακτικού, συνιστώντας, ανεπίτρεπτη,  αναμόρφωση του και αναπλήρωση της δοθείσας αιτιολογίας, επισημαίνοντας πως και για χάριν συζήτησης να γινόταν ακόμη δεκτό ότι η ανάκληση έγινε για όλα τα στοιχεία και πάλι απαιτείτο να καταδειχθεί γνώση της παρανομίας εκ μέρους της αιτήτριας.

 

Έχω εξετάσει επισταμένα και με προσοχή όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου.

 

Οι αρχές που διέπουν την ανάκληση των διοικητικών πράξεων επαναλήφθηκαν στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Δημοκρατία και Μ.Χ (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.6/20, ημερομηνιας 30/4/25) ως ακολούθως:

 

«Το ζήτημα της ανάκλησης διοικητικής πράξης ρυθμίζεται από το άρθρο 54 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 (Ν 158(Ι)/99), το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

 

«(1) Τηρουμένων των πιο κάτω εδαφίων, θεωρείται παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης η  ανάκληση από τη διοίκηση μετά πάροδο εύλογου χρόνου πράξης της έστω και παράνομης, που στο μεταξύ δημιούργησε δικαιώματα και γενικά ευνοϊκές για το διοικούμενο καταστάσεις. Η ύπαρξη του εύλογου χρόνου κρίνεται από τις ειδικές περιστάσεις κάθε υπόθεσης.

 

(2) Η ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης επιτρέπεται και μετά παρέλευση εύλογου χρόνου, αν αυτή εκδόθηκε έπειτα από δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερομένου ή αν ο ενδιαφερόμενος ήταν ενήμερος της  παρανομίας της πράξης κατά το χρόνο της έκδοσής της ή για λόγους δημόσιου συμφέροντος.

 

(3) Η ανάκληση και νόμιμης διοικητικής πράξης, ακόμη και αν πέρασε εύλογο χρονικό διάστημα από την έκδοσή της δικαιολογείται για λόγους δημόσιου συμφέροντος.

 

(4) Επιτρέπεται η ανάκληση διοικητικής πράξης σε περίπτωση μεταβολής των πραγματικών συνθηκών στις οποίες στηρίχτηκε η έκδοσή της ή που αποτελούσαν, σύμφωνα με το νόμο, την προϋπόθεση για την έκδοσή της.

 

(5) Η, με βάση τα εδάφια (3) και (4), ανάκληση  ισχύει για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική ισχύ.

 

(6) Οι πιο πάνω γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, που διέπουν την  ανάκληση των διοικητικών πράξεων, δεν ισχύουν, όταν η ανάκληση ρυθμίζεται ειδικά από το νόμο.»[..]

 

 Στο σύγγραμμα των Ε. Π. Σπηλιωτόπουλος και Β. Θ. Κονδύλη, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος 1, 16η έκδοση, σελ. 231 και 232, αναφέρεται:

«177. β) Καταρχήν, σύμφωνα με την αρχή της νομιμότητας επιτρέπεται ελεύθερα η ανάκληση των παράνομων ατομικών ή ατομικών γενικού περιεχομένου διοικητικών πράξεων (και αν ακόμη χαρακτηρίζονται από τις σχετικές διατάξεις ως οριστικές ή ανέκκλητες, ανεξάρτητα από το εάν από τις πράξεις αυτές έχουν απορρεύσει δικαιώματα των διοικουμένων, κατά την προαναφερόμενη έννοια, εφόσον η  ανάκληση γίνει μέσα σε εύλογο χρόνο από την έκδοση τους.  Παράνομες ή πλημμελείς στην προκείμενη περίπτωση είναι οι διοικητικές πράξεις που πάσχουν από ακυρότητα και οι οποίες, εάν προσβάλλονταν με αίτηση ακυρώσεως η προσφυγή, θα ακυρώνονταν. Η ανάκληση χωρεί μόνο για λόγους νομιμότητας και όχι για διαφορετική εκτίμηση των ίδιων πραγματικών περιστατικών, εκτός εάν συντρέχει λόγος δημόσιου συμφέροντος. Περιλαμβάνονται δε στις πράξεις αυτές και εκείνες που έχουν εκδοθεί κατά πλάνη περί τα πράγματα (κατωτ. αριθ. 510), δηλαδή, βάσει προφανώς εσφαλμένης αντίληψης (που προκύπτει από αναμφισβήτητα στοιχεία του φακέλου) για τη συνδρομή των πραγματικών δεδομένων τα οποία αποτελούν την προϋπόθεση της εκδόσεώς τους. Ο εύλογος χρόνος κρίνεται από το δικαστήριο κατ’ εκτίμηση των συνθηκών κάθε περίπτωσης, δεν μπορεί όμως, σύμφωνα με τον ΑΝ 261/1968, να είναι λιγότερος από πέντε έτη από την έκδοση της πράξης, εκτός αν υπάρχει αντίθετη ειδική διάταξη (ΣΕ 3424/1988). Μπορεί όμως να είναι και μεγαλύτερος.[..]».

(Η έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Σχετικώς στην υπόθεση Δημοκρατίας v Κασσερά  (1996) 3 Α.Α.Δ 27) με αναφορά στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929 –1959 λέχθηκε ότι «διάφορος εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των ίδιων γεγονότων δε συνιστά πλάνη. Η πλάνη ανάγεται στην ύπαρξη των γεγονότων, όχι στη θεώρηση της αξίας και των επιπτώσεών τους.»

 

Εξαρχής οφείλει να υπομνησθεί ότι τα όσα καταγράφηκαν από τον ερευνώντα λειτουργό[1] τέθηκαν ενώπιον του Συμβουλίου, το οποίο κλήθηκε ουσιαστικά να προβεί σύμφωνα με τα ενώπιον του δεδομένα, περιλαμβανομένου και των παραστάσεων της αιτήτριας, στα δικά του συμπεράσματα.  Επομένως ό,τι έχει σημασία είναι η απόφαση του ίδιου του Συμβουλίου και η αιτιολόγηση της.

 

Είναι δε σαφές ότι το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι η αιτήτρια δεν πληρούσε τα πλείστα εκ των τυπικών προσόντων που απαιτούντο για το διορισμό της κατά τον ουσιώδη χρόνο. Θεωρώ ωστόσο καθοριστικό να παραθέσω αυτούσια τα όσα καταγράφονται στο επίμαχο πρακτικό του Συμβουλίου, τα οποία αποσαφηνίζουν τους λόγους για τους οποίους ανακλήθηκε εν τέλει η απόφαση διορισμού της αιτήτριας:

 

«Σύμφωνα με το άρθρο 54 του περί των Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμο 158(1)/1999

«Ανάκληση διοικητικών πράξεων [..]

Έχοντας κατά νου το πιο πάνω άρθρο, προκύπτει η δυνατότητα ανάκλησης μιας διοικητικής πράξης μετά την παρέλευση εύλογου χρόνου, αν αυτή εκδόθηκε έπειτα από δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερομένου ή αν ενδιαφερόμενος ήταν ενήμερος της παρανομίας της πράξης κατά το χρόνο της έκδοσής της ή για λόγους δημόσιου συμφέροντος.

 

Πράγματι έχει παρέλθει εύλογος χρόνος από την πράξη διορισμού της, εντούτοις διαπιστώνεται ότι αυτή ήταν παράνομη και εκδόθηκε κατόπιν των στοιχείων και των βεβαιώσεων που υπέβαλε η Δρ. Ι. για τα οποία γνώριζε ότι δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα ήτοι, η βεβαίωση του κ. Κ. δεν συντάχθηκε από αυτόν αλλά ούτε και το περιεχόμενο αυτής δεν επιβεβαιώνεται.

 

Η κα Ι. ήταν ενήμερη ότι η πράξη διορισμού της ήταν παράνομη αφού όλα αυτά τα τεκμηριωμένα στοιχεία απορρέουν από τον φάκελο που η ίδια υπέβαλε στα πλαίσια της αίτησης της για διορισμό, η αυθεντικότητα της βεβαίωσης του κ. Κ. καταρρίπτεται από την μαρτυρία του ιδίου.

 

Υπό το φως των πιο πάνω το Συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα να ανακαλέσει την πράξη διορισμού της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας κας. Ι. ημερομηνίας 6 Ιουλίου 2010 (66η Σύνοδος της Διοικούσας Επιτροπής - Μέρος Α’).

 

Καταληκτικά, σε σχέση με την βεβαίωση του Δρ. Κ. η οποία ως διαφάνηκε από τα στοιχεία και τις καταθέσεις που συνέλεξε ο ερευνών λειτουργός δεν πιστοποιείται η αυθεντικότητα του από τον υπογράφοντα της, το Συμβούλιο σημείωσε ότι αποτελεί αντικείμενο ποινικής έρευνας και Θεωρεί εύλογο και φρόνιμο να μην λάβει οποιαδήποτε απόφαση επί αυτού.»

 

Καθίσταται σαφές από τα ανωτέρω ότι το καθ΄ου η αίτηση αποδεχόμενο ότι πράγματι είχε παρέλθει εύλογος χρόνος από την πράξη διορισμού της αιτήτριας έκρινε ότι δικαιολογείτο να προβεί στην ανάκληση της παράνομης, ως διαπίστωσε, πράξης διορισμού της αιτήτριας, κατ΄ εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 54(2) του Ν. 158 (Ι)/99.  Δίδοντας ως προς τούτο αιτιολογία που δεν αφορούσε λόγους δημοσίου συμφέροντος. Συγκεκριμένα κρίθηκε ότι η αιτήτρια ήταν ενήμερη ότι η πράξη διορισμού της ήταν παράνομη καθότι αυτή εκδόθηκε κατόπιν στοιχείων και βεβαιώσεων που υπέβαλε η αιτήτρια, τα οποία γνώριζε ότι δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Προχώρησε δε το καθ΄ου η αίτηση και επεξήγησε την αναφορά του αυτή[2] καταγράφοντας ρητώς ότι «η βεβαίωση του κ. Κ. δεν συντάχθηκε από αυτόν αλλά ούτε και το περιεχόμενο αυτής δεν επιβεβαιώνεται ».

 

Ως λέχθηκε στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου  Δημοκρατία v Iceline ( Cyprus) Ltd ( Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.103/17,ημερομηνίας22/4/24): «Σε περιπτώσεις απόδειξης δόλου ή ψευδών δηλώσεων μετά από νέο έλεγχο επιτρέπεται η ανάκληση, όπως και για λόγους δημοσίου συμφέροντος, (βλ. Cyprotoys & Crafts Ltd v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2358, Μ. Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 675, Α. Σολέας & Υιός Λτδ ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 803) ». Αυτό όμως που απαιτείται, σε μια τέτοια περίπτωση, είναι η ανακλητική απόφαση να είναι πλήρως και ειδικώς αιτιολογημένη, παραθέτοντας συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η επικαλουμένη δόλια συμπεριφορά ή απατηλή ενέργεια ή ότι ο αιτητής ήταν πράγματι ενήμερος της παρανομίας κατά το χρόνο έκδοσης της, βάρος που φέρει η ίδια η διοίκηση( βλ. « Η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων & ο ακυρωτικός δικαστικός έλεγχος» σελ 197-198 του Μ. Πικραμένου, Σύγγραμμα Δ.Π. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 7η  Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ.316).

 

Εν πρώτοις κρίνω ότι έχει δίκαιο η αιτήτρια να παραπονείται ότι ενώ της καταλογίστηκε γνώση του γεγονότος ότι η βεβαίωση Κ. δεν συντάχθηκε από αυτόν, κάτι τέτοιο ουδόλως αιτιολογείται. Ούτε όμως  και από το περιεχόμενο των φακέλων της υπόθεσης και τη συλλεχθείσα μαρτύρια εντοπίζεται, ως η αιτήτρια εισηγείται, από ποιο πραγματικό δεδομένο ή έγγραφο προκύπτει πράγματι μια τέτοια γνώση, ώστε να επιβεβαιώνεται μια τέτοια κρίση. Αν και από το περιεχόμενο της μαρτυρίας του Κ. προς τον ερευνώντα λειτουργό προκύπτει ότι ο ίδιος δεν ήταν ο συντάκτης και υπογράφων της εν λόγω βεβαίωσης από πουθενά δεν προκύπτει και ούτε βεβαίως κάτι τέτοιο αποτέλεσε εύρημα του ερευνώντα λειτουργού ότι η αιτήτρια πράγματι κατά την υποβολή της εν λόγω βεβαίωσης γνώριζε, ως της αποδίδετο, ότι η βεβαίωση δεν συντάχθηκε από αυτόν.

 

Μάλιστα  αν και  το καθ΄ου η αίτηση προχώρησε σε σαφές εύρημα ότι η αιτήτρια γνώριζε ότι η βεβαίωση δεν συντάχθηκε από τον ίδιο τον Κ., ακολούθως και παραδόξως υποδεικνύεται καταληκτικά  λεκτικά και μόνο ότι «σε σχέση με την βεβαίωση του Δρ. Κ. η οποία ως διαφάνηκε από τα στοιχεία και τις καταθέσεις που συνέλεξε ο ερευνών λειτουργός δεν πιστοποιείται η αυθεντικότητα του από τον υπογράφοντα της » το Συμβούλιο θεώρησε εύλογο και φρόνιμο να μην λάβει οποιαδήποτε απόφαση επί αυτού σημειώνοντας ότι τούτο αποτελεί αντικείμενο ποινικής έρευνας.

 

Άλλωστε εναντίον της αιτήτριας είχε καταχωρηθεί ποινική υπόθεση αναφορικά με τα αδικήματα πλαστογραφίας εγγράφου, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση του Ποινικού Κώδικα και η οποία είχε ως αντικείμενο αυτή ακριβώς την υποβληθείσα από την αιτήτρια βεβαίωση Κ. κατά την αίτηση της για διορισμό. Στα πλαίσια αυτής, ως ήδη υποδείχθηκε ανωτέρω, εκδόθηκε αθωωτική απόφαση από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, η οποία κατατέθηκε εξ συμφώνου ενώπιον του Δικαστηρίου και στην οποία κρίθηκε ότι η αιτήτρια «κατά τον επίδικο χρόνο, δηλαδή κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης δεν γνώριζε ότι η φερόμενη ως υπογραφή του Γ. Κ. στο Τεκμήριο 4(1) δεν ήταν πράγματι δική του». Η εν λόγω δικαστική απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε. Σημειώνεται ότι στη βάση της νομολογίας του ΕΔΑΔ το Δικαστήριο και εν τη ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ της ολοκληρωθείσας ποινικής δίκης και της παρεπόμενης δικαστικής διαδικασίας οφείλει να απόσχει από τη διατύπωση κρίσης που να θέτει εν αμφιβόλω την αθώωση του από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο, αφού κάτι τέτοιο θα παραβίαζε το τεκμήριο αθωότητας (Vassilios Stavropoulos και Ελλάδα.αρ. 35522/04 ημερ. 27/9/2007) Kapetanios κ.α και Ελλάδας αρ.3453/12 κ.α, ημερομηνίας 30/4/15)  Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου , Ερμηνεία κατ΄ άρθρο , 2η έκδοση, του Λίνου -Αλέξανδρου Σισιλιανού σελ. 310-311).

 

Ούτε όμως και η έτερη αναφορά του καθ΄ου η αίτηση για την οποία καταλογίστηκε γνώση της αιτήτριας για την παρανομία της πράξης διορισμού ότι δηλαδή η ίδια γνώριζε ότι το περιεχόμενο της βεβαίωσης  Κ. δεν επιβεβαιώνεται έχει αιτιολογηθεί επαρκώς, ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Αυτό που εμφανώς προκύπτει είναι ότι το καθ΄ου η αίτηση καταλόγισε στην αιτήτρια γνώση ως προς το γεγονός ότι το περιεχόμενο της εν λόγω βεβαίωσης δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Τούτο όμως δεν θα μπορούσε να επισυμβεί χωρίς την απαιτούμενη αιτιολογία με παραπομπή σε συγκεκριμένα στοιχεία που να καταδεικνύουν με σαφήνεια τέτοια γνώση.

 

Ούτε όμως και οι διαπιστώσεις που παραθέτει το καθ΄ου η αίτηση σε σχέση με τα τυπικά προσόντα διορισμού και τα όσα εκεί καταγράφονται μπορούν να αιτιολογήσουν την καταληκτική διαπίστωση του περί ύπαρξης τέτοιας γνώσης από μέρους της αιτήτριας ως προς το γεγονός δηλαδή ότι το περιεχόμενο της βεβαίωσης Κ. δεν επιβεβαιώνεται. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το σχετικό μέρος της απόφασης του Συμβουλίου, το οποίο αν και εκτενές, είναι καθοριστικό ως προς το υπό εξέταση ζήτημα:

 

«Το Συμβούλιο έλαβε γνώση της έρευνας που διενεργήθηκε για την πλήρωση των τυπικών προσόντων της κας Δρ. Ι. για την πλήρωση της θέσης της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας και αφού έλαβε δεόντως υπόψη τα όσα εκτίθενται κατωτέρω, διαπίστωσε ότι δεν πληρούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο τα απαιτούμενα προσόντα για την θέση που κατέχει μέχρι σήμερα.

Τούτο διότι,

-Σύμφωνα με τον περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμο 144/1989 και δη το άρθρο 22(2),

«0ι θέσεις Καθηγητή και Αναπληρωτή Καθηγητή πληρούνται με προκήρυξη, μετάκληση ή ανέλιξη, σύμφωνα με όρους και διαδικασίες που καθορίζονται στους Κανονισμούς,»

 

1. Διδακτορικό δίπλωμα αναγνωρισμένου Πανεπιστημίου

Η κα Ι. όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, κατέχει διδακτορικό δίπλωμα, στην Ιταλική Γλώσσα και Φιλολογία - «0 Πιραντέλο στην Ελλάδα» το οποίο όπως διαπιστώνεται δεν ήταν συναφές με το αντικείμενο της τότε προκήρυξης η οποία αφορούσε Δημοσιογραφία, Μέσα και Πολιτισμός, Θεωρίες των Μέσων Επικοινωνίας.

Πρόσθετα, η θεωρητική γνώση ως ειδικευμένο προσόν δεν μπορεί να τεκμηριωθεί, όπως προκύπτει από τους φακέλους, ούτε με το διδακτορικό δίπλωμα, αλλά ούτε και με τα προπτυχιακά (Ιταλική γλώσσα και λογοτεχνία) και μεταπτυχιακά (Συγκριτική Λογοτεχνία και Ιταλικά) διπλώματα που κατείχε η κα Ι. κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης στη θέση που έλαβε.

3. Τρία τουλάχιστον χρόνια αυτοδύναμης πανεπιστημιακής διδασκαλίας ή ερευνητικής εργασίας, μετά την απόκτηση διδακτορικού τίτλου, σε αναγνωρισμένο Πανεπιστήμιο ή ερευνητικό κέντρο

 

Από τα στοιχεία που η ίδια η κα Ι. προσκόμισε στην αίτηση της, προκύπτει ότι, η αυτοδύναμη πανεπιστημιακή διδασκαλία ή ερευνητική εργασία της (μετά την απόκτηση διδακτορικού τίτλου) κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης ήταν 36 μήνες (3 χρόνια) ως προνοεί η σχετική νομοθεσία ως ελάχιστο όριο για τη Θέση της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας.

Η Δρ. Ι. δήλωσε επίσης διδασκαλία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο μεταξύ 2003-2007 και 2006-2010.

Το κρίσιμο υπό τις περιστάσεις στοιχείο, στην βάση του οποίου κρίθηκε ως προσοντούχος η Δρ. Ι. είναι η βεβαίωση που υπέβαλε η ίδια η κα Ι. με την αίτηση της για πλήρωση του εν λόγω απαιτούμενου προσόντος, ήτοι τη διδασκαλία από 2006-2010.

Κατόπιν της μαρτυρίας του κ. Κ. ενώπιον του Ερευνώντα Λειτουργού αλλά και του μαρτυρικού υλικού που συνέλεξε ο Ερευνών Λειτουργός δεν πιστοποιείται η αυθεντικότητα της εν λόγω βεβαίωσης από τον υπογράφοντα της. Ειδικότερα ο κ. Κ. τόνισε στην κατάθεση του ότι δεν είναι ο συντάκτης της Βεβαίωσης του Κέντρου Ανατολικών Σπουδών η οποία φέρει · ημερομηνία 20 Μαρτίου 2010, ούτε η υπογραφή ανήκει στον ίδιο. Τόνισε επίσης ότι, ούτε θα μπορούσε να γράψει την συγκεκριμένη βεβαίωση καθώς δεν ήταν ποτέ Διευθυντής στο Κέντρο Ανατολικών Σπουδών και δεν συμμετείχε σε μαθήματα στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα ενώ την συγκεκριμένη χρονική περίοδο ήταν Επίκουρος Καθηγητής και όχι Αναπληρωτής Καθηγητής.

Διαφαίνεται επίσης, ότι με βάση τις επίσημες συμβάσεις που αποδεικνύουν · αυτοδύναμη διδασκαλία ήταν 22 μήνες αντί 36 και ότι, η συγκεκριμένη διδασκαλία δεν ήταν αυτοδύναμη (ή αυτόνομη), καθότι μαρτυρείται πως ήταν χωρίς σύμβαση, χωρίς ο διδάσκον να έχει τη συνολική ευθύνη του μαθήματος αλλά υιοθετώντας ένα ρόλο, σύμφωνα με και με την ίδια στην κατάθεση της προς τον Ερευνώντα Λειτουργό, συμβουλευτικό.

Το Συμβούλιο εξέτασε επίσης και την έννοια της αυτοδύναμης διδασκαλίας αφού σύμφωνα με το λεξικό του Καθηγητή Γιώργου Μπαμπινιώτη, αυτοδύναμος-η-ο είναι «αυτός που βασίζεται αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις, που δεν χρειάζεται εξωτερική ενίσχυση ή στήριξη». Σύμφωνα με το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (2018), «ως αυτοδύναμη διδασκαλία ορίζεται η διδασκαλία που αναλαμβάνει εξολοκλήρου ο διδάσκων ή η διδάσκουσα και περιλαμβάνει όλα τα στάδια διεκπεραίωσης ενός μαθήματος και την πλήρη ανάληψη του διδακτικού έργου.)) Ως εκ τούτου, η αυτοδύναμη πανεπιστημιακή διδασκαλία είναι αυτή που λαμβάνει χώρα σε πανεπιστήμιο και που αναλαμβάνει εξολοκλήρου ο διδάσκων ή η διδάσκουσα και περιλαμβάνει όλα τα στάδια διεκπεραίωσης ενός μαθήματος κα την πλήρη ανάληψη του διδακτικού έργου.

Κατ' επέκταση, με βάση τα στοιχεία που υποβλήθηκαν από την Δρ. Ι., προκύπτει ότι δεν πληρούσε το ελάχιστο κριτήριο που προνοούσε η σχετική νομοθεσία για τρία τουλάχιστο χρόνια αυτοδύναμης πανεπιστημιακής διδασκαλίας ή ερευνητικής εργασίας, μετά την απόκτηση διδακτορικού τίτλου, σε αναγνωρισμένο Πανεπιστήμιο ή ερευνητικό κέντρο.

5. Επτά τουλάχιστον χρόνια συνολικής πανεπιστημιακής ή ισοδύναμης εργασίας μετά την απόκτηση διδακτορικού τίτλου, από τα οποία τουλάχιστον τα τέσσερα να είναι χρόνια πανεπιστημιακής εργασίας, ή κατοχή θέσης σε αντίστοιχη βαθμίδα αναγνωρισμένου Πανεπιστημίου.

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία του φακέλου της η Δρ. Ι. δεν κατείχε τα επτά (7) τουλάχιστον χρόνια συνολικής πανεπιστημιακής ή ισοδύναμης εργασίας μετά την απόκτηση διδακτορικού τίτλου καθώς το χρονικό διάστημα που πέρασε από την ημερομηνία αγόρευσης σε διδάκτορα από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (25 Ιουνίου 2003) μέχρι την καταληκτική ημερομηνία αιτήσεων για τη θέση (26 Μαρτίου 2010) ήταν έξι (6) χρόνια, εννέα (9) μήνες, και μία (1) μέρα. Η ημερομηνία υποβολής της αίτησης για διεκδίκηση θέσης είναι η καταληκτική ημερομηνία πλήρωσης της απαίτησης κατοχής των απαραίτητων προσόντων.

7. Ικανότητα καθοδήγησης και προώθησης έρευνας, που περιλαμβάνει εποπτεία μεταπτυχιακών φοιτητών, καθοδήγηση ή σημαντική συμβολή σε ερευνητικά προγράμματα ή εξασφάλιση χρηματοδότησης ερευνητικών δραστηριοτήτων.

Στο βιογραφικό της, η Δρ. Ι. αναφέρει ότι επόπτευσε μια πλειάδα διπλωματικών και άλλων-ερευνητικών εργασιών. Το ίδιο αναφέρεται και στη βεβαίωση του Δρ. Κ. η οποία όμως ως διαφάνηκε από τα στοιχεία και τις καταθέσεις που συνέλεξε ο Ερευνών Λειτουργός δεν πιστοποιείται η αυθεντικότητα του από τον υπογράφοντα της.

Και πρόσθετα, στην κατάθεση της η Δρ. Ι. κατά την διοικητική έρευνα καταγράφει επί λέξη:

«Ερώτηση από Ερευνών Λειτουργά: Λέει στο βιογραφικό σας «Εποπτεία διπλωματικών και άλλων ερευνητικών εργασιών στο μάθημα Πολιτιστική Διπλωματία». Τι εννοείτε εποπτεία ερευνητικών εργασιών;

Απάντηση από Δρ. Ι.: Όπως κάναμε με τα μαθήματα, δεν ήμουν η supervisor ήμουν σύμβουλος. Ό,τι κάναμε με τα μαθήματα, κάναμε με τις διατριβές και δεν ήμουν μόνο εγώ, υπάρχουν άλλοι δύο συνάδελφοι που σήμερα διδάσκουν αλλού που κάναμε την ίδια δουλειά. Δηλαδή είθισται αυτό το πράγμα. Αναλαμβάναμε ένα μέρος της διατριβής που το εποπτεύαμε και το παραδίδαμε. Εμείς εποπτεύαμε τους φοιτητές και παραδίδαμε το αποτέλεσμα στον καθηγητή, για τη συνολική διατριβή.

Ερώτηση από Ερευνών Λειτουργό. 0 καθηγητής, ο επιβλέπων που στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο κύριος Γ.. Ποιος ήταν ακριβώς ο ρόλος του σε αυτήν την εποπτεία;

 

Απάντηση από κα Δρ. Ι. Ήταν ο υπεύθυνος, αυτός παρέδιδε βαθμολογία.» (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X, Σελίδα 25 του πορίσματος του Ερευνώντα Λειτουργού).

Είναι ξεκάθαρο ότι τόσο από την μαρτυρία του κ. Κ. και την παραδοχή της ίδιας της κας Ι. ότι δεν είχε την εποπτεία διπλωματικών και ερευνητικών εργασιών αλλά ο ρόλος της ήταν συμβουλευτικός, δεν πληρείτο ούτε το πιο πάνω απαιτούμενο προσόν.

8. Ενδείξεις διεθνούς αναγνώρισης της συμβολής του υποψηφίου σε συγκεκριμένο ερευνητικό πεδίο, όπως ερευνητικές αναφορές, προσκλήσεις για επιστημονικές ομιλίες, ανάθεση αξιολόγησης άρθρων, ερευνητικών προτάσεων ή διδακτορικών διατριβών, συμμετοχή σε επιτροπές έκδοσης επιστημονικών περιοδικών ή συμμετοχή σε οργάνωση συνεδρίων.

Δεν υπάρχει επαρκής τεκμηρίωση καθότι όπως προκύπτει στον φάκελο της αυτά είτε απουσίαζαν (π.χ. έλλειψη ερευνητικών προτάσεων, διδακτορικές διατριβές), είτε η συμβολή της Δρ. Ι. ήταν περιορισμένη· σε εθνικό επίπεδο (Ελληνόγλωσσα συγγράμματα, περιοδικά άγνωστα στο χώρο, κτλ). Τα Μέλη, Πρύτανης Καθηγητής κ. Π., ο Αντιπρύτανης Καθηγητής κ. Λ. και ο Καθηγητής κ. Ζ. ανέφεραν ότι η διεθνής αναγνώριση των Μελών ΔΕΠ είναι εξαιρετικά σημαντική για τα Πανεπιστήμια και για αυτό ο νομοθέτης συμπεριέλαβε το συγκεκριμένο κριτήριο.

9. Συμβολή στην προώθηση του διδακτικού και διοικητικού έργου του Πανεπιστημίου.

Στην τελευταία έκθεση του Εκλεκτορικού Σώματος πριν την πλήρωση της θέσης από την Αναπληρώτρια Καθηγήτρια κα Ι., καταγράφεται ότι η Δρ. Ι. έχει ικανοποιητική συμβολή στο βαθμό που προκύπτει ουσιαστική ακαδημαϊκή παρουσία και συμμετοχή στο επιστημονικό και διοικητικό έργο των Πανεπιστημίων με τα οποία συνεργάστηκε».

Ωστόσο, στο βιογραφικό και στον φάκελο της Δρ. Ι. δεν αναφέρονται πληροφορίες σχετικά με τη δημιουργία και προώθηση καινούργιων μαθημάτων ή προγραμμάτων σπουδών.

Επίσης, το κριτήριο προϋποθέτει ταυτόχρονη συμβολή στην προώθηση και του διοικητικού έργου του Πανεπιστημίου μέσω συμμετοχής σε συνεδρίες, επιτροπές, και διευθύνσεις προγραμμάτων σπουδών.

Ωστόσο, με βάση το βιογραφικό της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας κας Ι., δεν προκύπτει συμβολή σε διοικητικό έργο σε Πανεπιστήμιο (συμμετοχή σε τακτικές συνεδρίες, διοικητική ευθύνη σε Ακαδημαϊκό Ίδρυμα όπως Ακαδημαϊκός Υπεύθυνος, Εκπρόσωπος Σχολής, Μέλος Επιτροπής, Μέλος Συγκλήτου, Κοσμήτορας κτλ.) »

Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι με τη βεβαίωση Κ. η οποία έφερε ημερομηνία 20.3.2010 βεβαιώνετο ότι η αιτήτρια «συμμετείχε στα ερευνητικά προγράμματα του Κέντρου Ανατολικών Σπουδών του Πάντειου Πανεπιστημίου και δίδαξε ανελλιπώς από τον Οκτώβριο του 2006 έως σήμερα, πτυχές του μαθήματος «Πολιτιστική Διαχείριση» του Τμήματος   «Επικοινωνία, Μέσα και Πολιτισμός». Στο πλαίσιο αυτό η κυρία Ι. επόπτευσε μια πλειάδα διπλωματικών και άλλων ερευνητικών εργασιών του συγκεκριμένου προγράμματος.»

 

Από τα ανωτέρω προκύπτει με σαφήνεια ότι τα μόνα εκ των τυπικών προσόντων με τα οποία διασυνδέθηκε η βεβαίωση Κ., είναι το προσόν για «τρία τουλάχιστον χρόνια αυτοδύναμης πανεπιστημιακής διδασκαλίας ή ερευνητικής εργασίας, μετά την απόκτηση διδακτορικού τίτλου, σε αναγνωρισμένο Πανεπιστήμιο ή ερευνητικό κέντρο» και το προσόν για «Ικανότητα καθοδήγησης και προώθησης έρευνας, που περιλαμβάνει εποπτεία μεταπτυχιακών φοιτητών, καθοδήγηση ή σημαντική συμβολή σε ερευνητικά προγράμματα ή εξασφάλιση χρηματοδότησης ερευνητικών δραστηριοτήτων.» Τα υπόλοιπα δε κριτήρια και διαπιστώσεις ουδόλως συσχετίστηκαν με την εν λόγω βεβαίωση.

 

Αρχίζοντας από το τελευταίο αυτό που το Συμβούλιο φαίνεται να αποφάσισε είναι ότι αν και στο βιογραφικό της ανέφερε ότι επόπτευσε μια πλειάδα διπλωματικών και άλλων ερευνητικών εργασιών, τόσο από τη μαρτυρία Κ. όσο και από την «παραδοχή της αιτήτριας ότι δεν είχε την εποπτεία διπλωματικών και ερευνητικών εργασιών αλλά ο ρόλος της ήταν συμβουλευτικός» δεν πληρείτο το  εν λόγω προσόν.  Η αναφορά όμως περί παραδοχής της ίδιας της αιτήτριας δεν μπορεί να στηρίξει την καταληκτική διαπίστωση του Συμβουλίου ότι η αιτήτρια γνώριζε ότι το περιεχόμενο της βεβαίωσης δεν ανταποκρίνετο στην πραγματικότητα. Τούτο διότι η αιτήτρια αν και ανέφερε ότι ήταν σύμβουλος ουδόλως παραδέχθηκε ότι δεν είχε εποπτεία ή ότι δεν επόπτευε, αφού αυτό που εν τέλει επεξήγησε είναι ότι « αναλαμβάναμε ένα μέρος της διατριβής που το εποπτεύσαμε και το παραδίδαμε. Εμείς εποπτεύαμε τους φοιτητές και παραδίδαμε το αποτέλεσμα στον καθηγητή, για τη συνολική διατριβή». Μάλιστα όλα τα ανωτέρω η αιτήτρια τα ανέφερε σε σχετική ερώτηση του ερευνώντα λειτουργού ως προς το τι η ίδια εννοούσε με την εποπτεία ερευνητικών εργασιών. Το ποια ήταν τελικά η ένταση και η έκταση της  δηλωθείσας  εποπτείας δεν εξυπακούει εκ προοιμίου την πλήρη απουσία οποιασδήποτε εποπτείας αλλά ούτε συνεπάγεται γνώση της αιτήτριας ότι στην ουσία τα όσα αναφέρονται περί εποπτείας ήταν για την ίδια αναληθή.

 

Ούτε βεβαίως μια τέτοιας φύσεως διαπίστωση ως προς την ύπαρξη  γνώσης συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, τα οποία τουναντίον καθιστούν νεφελώδες το όλο σκηνικό και δεν είναι σε καμία περίπτωση αρρήκτως συνδεδεμένα με την εν λόγω κρίση ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι αναντίλεκτα την υποστηρίζουν. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι και οι δυο συνήγοροι επικαλέστηκαν τα λεγόμενα του καθηγητή  Λ. προς υποστήριξη των θέσεων τους, στα οποία όμως δεν διενεργείται καμία αναφορά από το ίδιο το Συμβούλιο παρά μόνο από τον ερευνώντα λειτουργό. Προσεκτική διερεύνηση των όσων ο κ. Λ. δήλωσε (εγγράφως αλλά και προφορικώς) δεικνύει ότι αφενός δήλωσε ότι η αιτήτρια δεν εντοπίζετο να είχε αναλάβει διδασκαλία μαθήματος με αμοιβή με βάση το πρόγραμμα κατά τα έτη 2006-2010, αλλά δεν γνώριζε εάν η αιτήτρια δίδασκε στο Πάντειο υπό την ιδιότητα της ανεξάρτητης αμειβόμενης. Υπέβαλε δε ότι μη μέλος ΔΕΠ, ως ήταν η αιτήτρια, δεν θα μπορούσε δια Νόμου να προβαίνει σε επίβλεψη μεταπτυχιακών διατριβών, διευκρίνισε όμως κατόπιν σχετικής ερώτησης του ερευνώντα λειτουργού ότι το κατά πόσο θα υπάρξει ανεπίσημα συμμετοχή σε επίβλεψη από διδάσκοντες, εναπόκειται στον επιβλέποντα. Αυτή δε άλλωστε ήταν και η θέση της αιτήτριας προς τον ερευνώντα λειτουργό, η οποία επικρότησε ως ορθά τα όσα ανέφερε ο καθ. Λ. και η οποία εξαρχής εξέφραζε τη θέση ότι δεν ήταν μέλος ΔΕΠ αλλά της είχε γίνει μια απευθείας ανάθεση από το καθηγητή Γ., εμμένοντας ότι το περιεχόμενο της βεβαίωσης που της δόθηκε από το Κέντρο Ανατολικών Σπουδών, το οποίο λειτουργούσε υπό τη διαχείριση του καθηγητή Γ. ήταν ακριβές (βλ. κατάθεση αιτήτριας στον ερευνώντα λειτουργό).

 

Άλλωστε είναι ορθή η επισήμανση της πλευράς της αιτήτριας ότι το  απαιτούμενο εν προκειμένω προσόν ήταν η Ικανότητα καθοδήγησης και προώθησης έρευνας, που περιλαμβάνει εποπτεία μεταπτυχιακών φοιτητών και όχι η πείρα σε εποπτεία (Χοτζάκογλου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου (2007) 4 ΑΑΔ 291) καθώς και η επισήμανση ότι από το πρακτικό του Εκλεκτορικού Σώματος κατά τον αρχικό διορισμό διαφαίνεται ότι το Εκλεκτορικό ουδόλως στήριξε την κρίση του για πλήρωση του εν λόγω απαιτούμενου προσόντος στα όσα δηλωθήκαν περί εποπτείας ή ότι υπήρξε ως ξεχωριστό κριτήριο στην έκθεση της Επιτροπής, ως η πλευρά του καθ΄ου η αίτηση εισηγήθηκε, γεγονός που καταδεικνύει την αναγκαιότητα να είχε δοθεί επαρκής αιτιολόγηση.

 

Ούτε όμως και τα όσα αναφέρονται στα πλαίσια του προσόντος για τα τρία τουλάχιστον χρόνια αυτοδύναμης πανεπιστημιακής διδασκαλίας ή ερευνητικής εργασίας, όπου αν και έγινε αναφορά από το Συμβούλιο στη βεβαίωση  Κ.,  δεν καταγράφεται οτιδήποτε που να μπορεί να συσχετιστεί με τη τελική διαπίστωση περί ύπαρξης γνώσης της αιτήτριας ότι το περιεχόμενο της βεβαίωσης Κ. δεν επιβεβαιώνετο. Άλλωστε η κρίση περί μη ικανοποίησης του εν λόγω προσόντος από μέρους της αιτήτριας στηρίχθηκε σε ερμηνεία του όρου αυτοδύναμη διδασκαλία από το Συμβούλιο καθώς και στο ότι τα τρία αυτά έτη δεν συμπληρώνονταν χωρίς τη εν λόγω βεβαίωση (παρά ως αναφέρει η αιτήτρια την ύπαρξη άλλων βεβαιώσεων) ενώ από το περιεχόμενο της βεβαίωσης απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά σε αυτοδύναμη διδασκαλία.

 

Ουτε όμως μπορεί να γίνει αποδεκτή η θέση που η πλευρά του καθ΄ου η αίτηση υπέβαλε προφορικώς κατά το επανάνοιγμα ότι η γνώση της παρανομίας αναφέρετο σε όλα τα στοιχεία που η αιτήτρια υπέβαλε. Επί τούτου οφείλει να λεχθεί ότι κάτι τέτοιο δεν συνάδει με το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης όπου η αναφορά σε στοιχεία και βεβαιώσεις επεξηγήθηκε και εξειδικεύθηκε ειδικά και μόνο με αναφορά στη βεβαίωση Κ.. Αυτό δε που πρέπει να υπομνησθεί είναι ότι ακόμη και αν γινόταν δεκτή η θέση της κα Χριστού ότι η ανάκληση διενεργήθηκε επειδή διαπιστώθηκε γνώση της παρανομίας της αιτήτριας ως προς όλα τα στοιχεία που υπέβαλε με την αίτηση της, κάτι τέτοιο και πάλι δεν θα ήταν αρκετό, ώστε να διασωθεί η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Τούτο διότι η απλή και μόνο επίκληση τέτοιας γνώσης -και με δεδομένη τη μη παραδοχή της αιτήτριας περί τέτοιας γνώσης- αφενός και σε καμία περίπτωση δεν είναι αυταπόδεικτη και αφετέρου οφείλει να αιτιολογείται ειδικώς και με σαφήνεια. Κάτι που σε καμία περίπτωση, εν προκεμένω, δεν έχει επισυμβεί.

 

Από τα όσα δε καταγράφονται σε σχέση με τα κριτήρια 1)Διδακτορικό δίπλωμα αναγνωρισμένου Πανεπιστημίου, 2)Ενδείξεις διεθνούς αναγνώρισης της συμβολής του υποψηφίου σε συγκεκριμένο ερευνητικό πεδίο, όπως ερευνητικές αναφορές, προσκλήσεις για επιστημονικές ομιλίες, ανάθεση αξιολόγησης άρθρων, ερευνητικών προτάσεων ή διδακτορικών διατριβών, συμμετοχή σε επιτροπές έκδοσης επιστημονικών περιοδικών ή συμμετοχή σε οργάνωση συνεδρίων και 3)  Συμβολή στην προώθηση του διδακτικού και διοικητικού έργου του Πανεπιστημίου, τα οποία ως υποδείχθηκε και ανωτέρω ουδόλως διασυνδέονται με τη βεβαίωση Κ., εκείνο που αναδύεται είναι ότι το καθ΄ου η αίτηση προχώρησε σε αξιολόγηση αναφορικά με το κατά πόσο η αιτήτρια πληρεί τα εν λόγω προσόντα επί τη βάσει των στοιχείων που είχαν υποβληθεί εξ΄υπαρχής από την αιτήτρια και επί τη βάσει των οποίων κατά την αρχική διαδικασία είχε κριθεί ότι η αιτήτρια πληρούσε τα αντίστοιχα προσόντα. Η κατάληξη ότι δεν ικανοποιεί ως προς τα συγκεκριμένα στοιχεία ήταν αποτέλεσμα κρίσης και αξιολόγησης που έλαβε χώρα κατά την παρούσα διαδικασία, αντίθετης μάλιστα με αυτής που είχε λάβει χώρα κατά την αρχική αξιολόγηση, ώστε στην απουσία οποιασδήποτε τεκμηρίωσης από τον καθ΄ου η αίτηση να μην υποστηρίζεται η εισήγηση της πλευράς του καθ΄ου η αίτηση περί γνώσης της παρανομίας εκ μέρους της αιτήτριας. Περαιτέρω ούτε όμως και τα όσα αναφέρονται περί της μη πλήρωσης εκ μέρους της αιτήτριας του τυπικού προσόντος των επτά τουλάχιστον χρόνων συνολικής πανεπιστημιακής ή ισοδύναμης εργασίας μετά την απόκτηση διδακτορικού τίτλου διασυνδέθηκαν στο επίμαχο πρακτικό με οτιδήποτε που να τεκμηριώνει τέτοια γνώση της παρανομίας. Επί τούτου δε η αιτήτρια κατά την κατάθεση της στον ερευνώντα λειτουργό δήλωνε ότι είχε ολοκληρώσει τη διδακτορική διατριβή της από το Φεβρουάριο του 2003 σύμφωνα και με σχετική βεβαίωση που είχε προσκομίσει κατά τη διαδικασία διορισμού της από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, ώστε το ζήτημα γνώσης της παρανομίας περί του απαιτούμενου επταετή χρόνου και της ενάρξεως αυτού να καθίσταται τουλάχιστον συζητήσιμο και όχι χωρίς οποιαδήποτε αιτιολόγηση αυταπόδεικτο. Δοθέντος δε ότι το Εκλεκτορικό Σώμα στην έκθεση του ημερομηνίας 10.5.2010 διαπίστωσε ότι η επταετία άρχεται από την ημερομηνία αποδοχής του διδακτορικού της τίτλου από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, καθίσταται σαφές ότι το όλο ζήτημα και εν τη απουσία οποιασδήποτε αιτιολογίας, ουδόλως θα μπορούσε να αποφασιστεί πρωτογενώς από το Δικαστήριο.

 

Ό,τι αποδεδειγμένα διαπιστώνεται είναι η έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης ως προς το λόγο ανάκλησης που εν τέλει στήριξε την απόφαση, η οποία δεν διενεργήθηκε κατ΄ επίκληση λόγου δημόσιου συμφέροντος, αλλά για τη γνώση, που ως επεξηγήθηκε ανωτέρω, καταλογίστηκε στην αιτήτρια.

 

Με δεδομένες τις πιο πάνω διαπιστώσεις, παρέλκει η ενασχόληση του Δικαστηρίου με τους υπόλοιπους λόγους ακυρώσεως τους οποίους προώθησε η αιτήτρια.

 

Συνεπώς η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα ύψους €1800 πλέον Φ.Π.Α, εάν υπάρχει,  υπέρ της αιτήτριας και εναντίον του καθ’ ου η αίτηση.

                                              

                                                  Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] «Η διοικητική έρευνα καταδεικνύει ότι υπήρξαν πράξεις που ήταν έκνομες, ενέχουν δόλο, αλλά και πλάνη από την Δρ. Ι. σε σχέση με την εκλογή της για τη θέση της Καθηγήτριας/Αναπληρώτριας Καθηγήτριας για το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Επικοινωνία, Μέσα και Πολιτισμός με κατεύθυνση τη θεωρία και πρακτική της δημοσιογραφίας στα γνωστικά αντικείμενα Δημοσιογραφία, Μέσα και Πολιτισμός/ Θεωρίες των Μέσων Επικοινωνίας. Συγκεκριμένα, μέσα από την ανάλυση των στοιχείων, διαφαίνεται ότι η επίσημη βεβαίωση που παραλήφθηκε από το Πάντειο Πανεπιστήμιο διαψεύδει τον ισχυρισμό της Δρ. Ι. στο βιογραφικό της σημείωμα για επίβλεψη μεταπτυχιακών εργασιών, σημείο εξαιρετικά σημαντικό για ικανοποίηση ενός από τα κριτήρια για τη θέση όπως προνοεί η νομοθεσία. Επομένως διαφαίνεται μια προσπάθεια υπερβολής αλλά και πλάνης του εκλεκτορικού σώματος, από την Δρ. Ι. (που συμπεριέλαβε τα παραπλανητικά στοιχεία στο βιογραφικό και φάκελο αίτησης της). Η δε διάψευση και τεκμηρίωση του Δρ. Κ. (που υποτίθεται χορήγησε την βεβαίωση), σχετικά με την γνησιότητα της έγγραφης βεβαίωσης που προσκομίστηκε από την Δρ. Ι. με την υποβολή της υποψηφιότητας της, φαίνεται ότι είναι θέμα που πρέπει να διερευνηθεί. Με βάση τα στοιχεία που παρατίθενται στο παρόν πόρισμα, η θέση του Ερευνώντα Λειτουργού είναι ότι διαπράχθηκαν έκνομες πράξεις και το Συμβούλιο του Πανεπιστήμιου δύναται να εξετάσει κατά πόσον υπάρχουν αρκετά στοιχεία στην έκθεση αυτή που να δικαιολογούν την ακύρωση της διοικητικής θέση της Αναπληρώτριας Καθηγήτριας. Επίσης το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου θα πρέπει να διερευνήσει κατά πόσο η Διοικούσα Επιτροπή του Πανεπιστημίου υπέπεσε σε πλάνη με βάση τις ενέργειες της Δρος. Ι.. Τέλος, όπως έχω ενημερωθεί από τους δικηγόρους του Καθηγητή Γ. αλλά και την Ελεγκτική Υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπάρχει σε εξέλιξη σχετική ποινική διαδικασία στο Δικαστήριο. Λόγω και των ευρημάτων της παρούσας διοικητικής έρευνας, το Συμβούλιο του Ανοικτού Πανεπιστήμιου Κύπρου θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο παρακολούθησης της πορείας της συγκεκριμένης διαδικασίας σε περίπτωση που προκύψουν καινούργια τεκμήρια ή/και ευρήματα.»

 

[2]Κατά το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτης, Έ Έκδοση, σελ.853:ήτοι μόριο ( αρχαιοπρ) δηλαδή


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο