
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση αρ. 21/2021)
16 Μαΐου 2025
[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 23, 26, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Χ. Γ.
Αιτητή,
v.
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΤΡΙΜΙΘΙΑΣ
Καθ’ ου η αίτηση.
……………………………
Αίτηση ημερομηνίας 26.2.2025 εκ μέρους του Κοινοτικού Συμβουλίου Κοκκινοτριμιθιάς για αναστολή εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης, ημερομηνίας 21.11.2023.
Παναγιώτα Δημητρίου, για Μ.Χ. Μυλωνάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή στην υπό εκδίκαση αίτηση / καθ’ ου η αίτηση στην προσφυγή.
Ξένια Ευγενίου, για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τον καθ’ ης η αίτηση στην υπό εκδίκαση αίτηση / αιτητή στην προσφυγή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Με την προσφυγή του, ο αιτητής ζητούσε από το Δικαστήριο ακύρωση του Διατάγματος απαλλοτρίωσης που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 23.12.2020, σε σχέση με το τεμάχιο με αρ. […] (μέρος), Φ.Σχ.[…], Τμήμα […] που βρίσκεται στην τοποθεσία «Καψάλια» στο χωριό Κοκκινοτριμιθιά.
Της δημοσίευσης του Διατάγματος απαλλοτρίωσης, προηγήθηκε η έκδοση Γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης με αρ. 206, για την απαλλοτρίωση μέρους του τεμαχίου με αρ. […], που όπως καταγράφεται σε αυτήν:-
«[…] η ακίνητη ιδιοκτησία […] είναι αναγκαία για τον ακόλουθο σκοπό δημόσιας ωφέλειας, δηλαδή για την εγγραφή δημόσιου δρόμου και η απαλλοτρίωσή της επιβάλλεται για τους ακόλουθους λόγους, δηλαδή για την εγγραφή δημόσιου δρόμου στην τοποθεσία «Καψάλια» στην Κοινότητα Κοκκινοτριμιθιάς της Επαρχίας Λευκωσίας.»
Κατά της σκοπούμενης απαλλοτρίωσης, ο αιτητής υπέβαλε ένσταση, η οποία αφού απερρίφθη από την Υπουργική Επιτροπή, ακολούθησε η έκδοση του Διατάγματος απαλλοτρίωσης με αρ. 722, ημερομηνίας 23.12.2020, η νομιμότητα του οποίου αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής με αρ. 21/21, στην οποία εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση, ημερομηνίας 21.11.2023.
Το Δικαστήριο έκρινε πως για την κατασκευή του δρόμου - ιδίως σε ό,τι αφορά το μέρος του δρόμου που εμπίπτει εντός του επίδικου τεμαχίου του αιτητή - δεν είχε δημοσιευθεί οποιοδήποτε Διάταγμα απαλλοτρίωσης που να αφορά, ως δημόσιο σκοπό, την κατασκευή του δρόμου, αφού κάθε διαδικασία Γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης, ατονούσε, προ της δημοσίευσης του Διατάγματος απαλλοτρίωσης, βάσει του σχετικού Νόμου. Το επίδικο στην προσφυγή Διάταγμα απαλλοτρίωσης, αφορούσε στην εγγραφή του ήδη κατασκευασμένου δρόμου, η διάνοιξη και κατασκευή του οποίου, δεν συντελέστηκε με την (μοναδική) απαλλοτρίωση που αργότερα ακυρώθηκε δικαστικώς με την προσφυγή με αρ. 1465/12, αφού και τότε, σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η εγγραφή του ήδη κατασκευασμένου δρόμου.
Κατά της ακυρωτικής αποφάσεως, ασκήθηκε εκ μέρους του Κοινοτικού Συμβουλίου Κοκκινοτριμιθιάς η Ε.Δ.Δ. 138/2023, ημερομηνίας 29.12.2023.
Στις 26.2.2025, καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση, με την οποία ο αιτητής αιτείται από το Δικαστήριο τα εξής:-
«Α. Αναστολή εκτέλεσης της απόφασης η οποία εκδόθηκε στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Προσφυγή, μέχρι νεότερων διαταγών του Δικαστηρίου και/ή μέχρις εκδικάσεως, πλήρους αποπερατώσεως και έκδοσης απόφασης της Έφεσης με αριθμό 138/2023 που καταχωρήθηκε στις 29/12/2023 εναντίον της απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 21/11/2023 στην Προσφυγή αρ. 21/2021.
Η αίτηση στηρίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.40, Θ. 7 και 11, Δ.35 Θ. 18 – 19, Δ.48 Θ. 1 – 4, 8(1)(ee) και 9 και Δ.39, στους Κανονισμούς 17 - 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, στον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμο και στον περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αρ. 1) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2015, στον περί Δικαστηρίων Νόμο Ν. 14/60 και γενικά στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου και τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του κου Γ. Π., δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον αιτητή/καθ’ ου η αίτηση στην προσφυγή, ο οποίος όπως αναφέρει έχει επαρκή αντίληψη και γνώση των θεμάτων. Όπως αναφέρει στις παραγράφους 5 και 6 της ένορκης δήλωσης του, είναι σημαντικό να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της απόφασης, καθότι ο υπό εγγραφή δρόμος αποτελεί την κεντρική οδική αρτηρία της Κοινότητας Κοκκινοτριμιθιάς και σε αυτόν ενώνονται όλοι οι δρόμοι που οδηγούν προς το Περιφερειακό Γυμνάσιο Κοκκινοτριμιθιάς, μέσω του οποίου παρέχεται πρόσβαση προς την Βιομηχανική Ζώνη της Κοινότητας. Όπως αναφέρεται, με την απαλλοτρίωση για εγγραφή του δρόμου θα επιτυγχανόταν η σύνδεση των δρόμων και θα εξυπηρετείτο ο σκοπός δημόσιας ωφέλειας.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο 7 της ενόρκου δηλώσεως, εάν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, η διοίκηση θα αναγκαστεί να προχωρήσει σε διάλυση της κεντρικής οδικής αρτηρίας της Κοινότητας Κοκκινοτριμιθιάς, θα δημιουργηθεί χαώδης κυκλοφοριακή συμφόρηση στην περιοχή και υπάρχει σοβαρός κίνδυνος ατυχημάτων.
Στην παράγραφο 8, ο ομνύων υποστηρίζει πως από τα πιο πάνω αναφερόμενα, αναδύονται εξαιρετικές περιστάσεις από το ενδεχόμενο πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημίας, οι οποίες περιστάσεις συσχετίζονται με τις συνέπειες εφαρμογής της πρωτόδικης απόφασης και θα είναι μη αναστρέψιμες, αφού θα δημιουργηθεί δυσχέρεια στην αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης πραγμάτων, σε περίπτωση επιτυχίας της Έφεσης.
Κατά τον ομνύοντα, εφαρμογή της δικαστικής απόφασης συνεπάγεται στην απασφαλτοποίηση του δρόμου και των πεζοδρομίων και την μετατροπή τους σε χωράφι, την ταλαιπωρία χιλιάδων πολιτών, έξοδα και επιπτώσεις στο περιβάλλον.
Εκ μέρους του καθ’ ου η αίτηση / αιτητή στην προσφυγή, καταχωρήθηκε ένσταση, η οποία υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του ιδίου, κου Χ. Γ. Όπως αναφέρεται στην ένορκη του δήλωση, ενώ ο αιτητής / καθ’ ου η αίτηση στην προσφυγή καταχώρησε Έφεση στις 29.12.2023, εντούτοις αυτή του επιδόθηκε δεκατρείς μήνες μετά, ενώ όφειλε να προβεί σε επαναξέταση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος. Υποστηρίζει πως ο αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον να υποβάλει αίτηση για αναστολή της ακυρωτικής απόφασης, καθότι επί του Εντύπου της Ειδοποίησης Έφεσης, δήλωσε πως δεν ζητά αναστολή εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης, αίτηση η οποία υπεβλήθη πολύ καθυστερημένα, ήτοι δεκατέσσερεις μήνες μετά την καταχώρηση της Έφεσης.
Όπως υποστηρίζει στην παράγραφο 6 της ενόρκου δηλώσεως του, ο σκοπός του αιτητή είναι η συνέχιση της παρανομίας κατά παράβαση της ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου, ενώ στις παραγράφους (α) – (δ) καταγράφονται τέσσερεις δυνατότητες για εξυπηρέτηση του Περιφερειακού Γυμνασίου Κοκκινοτριμιθιάς, αφού, όπως αναφέρεται, ήδη ο δρόμος επί της συμβολής των οδών Ειρήνης και Φιλίας με την Γρηγόρη Αυξεντίου έχει κλείσει και η εξυπηρέτηση του Γυμνασίου γίνεται μέσω άλλων δρόμων.
Κατά το στάδιο της ακρόασης της υπό εκδίκαση αίτησης, οι ευπαίδευτες συνήγοροι των δύο πλευρών, αφού ανέπτυξαν και προφορικώς τις εκατέρωθεν θέσεις τους, εφοδίασαν το Δικαστήριο και με γραπτές αγορεύσεις.
Οι αρχές που διέπουν την ύπαρξη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου προς έκδοση διατάγματος αναστολής εκτέλεσης μίας δικαστικής απόφασης, εκδιδόμενης επί τη βάση του Άρθρου 146(4) του Συντάγματος, ήτοι ακυρωτικής αποφάσεως, έχουν εκτεθεί σε αριθμό δικαστικών αποφάσεων (Katarina Shipping v. Ship “Poly” (1978) 1 C.L.R. 355, Veis and Others v. Republic (1979) 3 C.L.R. 537, Christophorou and Others (No.2) v. Republic (1985) 3 C.L.R. 676, Liverdos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 936, Christoudias v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1615, Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44, Χατζηπαναγιώτη κ.ά. ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, υπόθ. αρ. 6182/2013, ημερομηνίας 24.4.2019 και αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις Ραζής ν. Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου, υπόθ. αρ. 155/18, ημερομηνίας 24.6.2019, Γεωργίου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Ιατρών, υπόθ. αρ. 158/19, ημερομηνίας 16.12.2019 και Newcytech Business Solutions Ltd ν. ΑΗΚ, υπόθ. αρ. 406/24, ημερομηνίας 16.5.2024).
Καθορίστηκε νομολογιακά, πως είναι δυνατή η έκδοση διαταγμάτων αναστολής εκτέλεσης ακυρωτικών αποφάσεων που εκδίδονται στην αναθεωρητική δικαιοδοσία και έχει κριθεί ότι η άσκηση του δικαιώματος Έφεσης από μόνη της, δεν περιορίζει, αλλά ούτε μετριάζει την τελεσιδικία της απόφασης.
Όπως κρίθηκε στην Ορφανίδης κ.ά. (ανωτέρω), εφόσον ασκηθεί Έφεση, η ακυρωτική απόφαση είναι δυνατόν να ανασταλεί, κατά την ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που τη δικαιολογούν, οι οποίες περιστάσεις, πρέπει να σχετίζονται με τις συνέπειες εφαρμογής της πρωτόδικης απόφασης στη συγκεκριμένη περίπτωση και να καταφαίνονται ιδιαίτερα δυσμενείς συνέπειες σε περίπτωση μη αναστολής της πρωτόδικης απόφασης και στη συνέχεια, επιτυχίας της έφεσης, διατηρώντας, παράλληλα, ισοζύγιο μεταξύ των δικαιωμάτων του επιτυχόντα διαδίκου και των δικαιωμάτων του Εφεσείοντα.
Βάσει των πιο πάνω αναφερόμενων νομολογιακών αρχών, η πλευρά που αιτείται την αναστολή εκτέλεσης της ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως, ήτοι το Κοινοτικό Συμβούλιο Κοκκινοτριμιθιάς, θα πρέπει να καταδείξει προς το Δικαστήριο τις εξαιρετικές εκείνες περιστάσεις, οι οποίες θα πρέπει να σχετίζονται με τις συνέπειες εφαρμογής της ακυρωτικής αποφάσεως, που να δικαιολογούν την άσκηση, από το Δικαστήριο, της διακριτικής του αυτής ευχέρειας. Οι συνέπειες αυτές, θα πρέπει να καταφαίνονται ως ιδιαίτερα δυσμενείς, εφόσον δεν δοθεί η αιτούμενη αναστολή, διατηρώντας, παράλληλα και το ισοζύγιο μεταξύ των δικαιωμάτων των διαδίκων.
Εξετάζοντας με ιδιαίτερη προσοχή τα όσα περιέχονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό εκδίκαση αίτηση, καταλήγω πως δεν πληρούνται οι πιο πάνω αναφερόμενες απαιτήσεις της νομολογίας, προκειμένου να χορηγηθεί η αιτούμενη αναστολή.
Εν πρώτοις, διαπιστώνω πως υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην υποβολή της υπό κρίση αίτηση, χωρίς να επεξηγούνται οι λόγοι της καθυστέρησης, μέσα από την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση. Η ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, εκδόθηκε στις 21.11.2023, η Έφεση ασκήθηκε στις 29.12.2023 και όπως λέχθηκε κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 5.5.2025, αυτή επιδόθηκε προς τον Εφεσίβλητο, ενάμιση με δύο χρόνια μετά την καταχώρησή της. Η δε υπό κρίση αίτηση, καταχωρήθηκε δεκαπέντε μήνες μετά την έκδοση της ακυρωτικής δικαστικής απόφασης.
Δεν επεξηγούνται από τον ενόρκως δηλούντα οι λόγοι που οδήγησαν στην ανάγκη έκδοσης της αιτούμενης αναστολής σήμερα και όχι όταν εκδόθηκε η ακυρωτική απόφαση.
Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί πως δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο απόρριψης της υπό κρίση αίτηση, ως η εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου του καθ’ ου η αίτηση / αιτητή στην προσφυγή, το γεγονός της μη υποβολής τέτοιας αίτησης με την καταχώρηση της Έφεσης, ενώ παρεχόταν αυτή η δυνατότητα, επί του εντύπου του Εφετηρίου. Τέτοια δυνατότητα παρείχετο στον αιτητή, ακόμα και μετά την υποβολή της Έφεσης, νοουμένου όμως ότι επεξηγούνται και δικαιολογούνται οι λόγοι της μη υποβολής αίτησης για αναστολή, το συντομότερο δυνατόν, κάτι που όπως προανέφερα, παρέλειψε να πράξει ο αιτητής.
Αυτό που η πλευρά του αιτητή, παρουσιάζει ως εξαιρετικές περιστάσεις για την αναστολή εκτέλεσης της ακυρωτικής απόφασης, όπως αναδύεται μέσα από την ένορκη δήλωση του κου Γ. Π., είναι πως ο υπό εγγραφή δρόμος, αποτελεί την κεντρική οδική αρτηρία της κοινότητας Κοκκινοτριμιθιάς, που σε αυτόν ενώνονται όλοι οι δρόμοι που οδηγούν προς το Γυμνάσιο Κοκκινοτριμιθιάς και την Βιομηχανική Ζώνη της κοινότητας, δρόμοι οι οποίοι θα συνδέονταν με την εδώ κριθείσα ως άκυρη απαλλοτρίωση. Υπεβλήθη πως εάν δεν δοθεί η αιτούμενη αναστολή, η διοίκηση θα αναγκαστεί να προχωρήσει σε διάλυση της κεντρικής αυτής οδικής αρτηρίας και θα δημιουργηθεί κυκλοφοριακή συμφόρηση στην περιοχή.
Ο τρόπος που προσεγγίζεται από την ευπαίδευτη συνήγορο του αιτητή, η άσκηση αυτής της δυνατότητας του Δικαστηρίου για την αιτούμενη αναστολή της ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως, με κάθε σεβασμό, δεν είναι ορθός. Όπως προκύπτει μέσα από την ένορκη δήλωση του κου Γ. Π., αυτό που ζητείται από το Δικαστήριο, δεν είναι η αναστολή της εκτέλεσης και εφαρμογής της δικαστικής ακυρωτικής αποφάσεως, αλλά, η αναστολή της ισχύος της ίδιας της δικαστικής απόφασης.
Εξ ου κι οι αναφορές στις παραγράφους 7 και 10 της ένορκης δήλωσης του κου Π., πως εάν δεν δοθεί η αιτούμενη αναστολή θα αναγκαστεί η διοίκηση να προχωρήσει σε επαναφορά στην προτέρα κατάσταση, γεγονός που συνεπάγεται την απασφαλτοποίηση του δρόμου και των πεζοδρομίων και την μετατροπή τους σε χωράφι.
Όμως, με την έκδοση μίας ακυρωτικής απόφασης, η διοίκηση, ανεξαρτήτως καταχώρησης Έφεσης, υποχρεούται σε ενεργό συμμόρφωση, στη βάση των διατάξεων του Άρθρου 146.5 του Συντάγματος, προχωρώντας σε επανεξέταση υπό το φως του ακυρωτικού αποτελέσματος, ώστε να διορθωθεί η πλημμέλεια που διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο, κατά τον τρόπο και τον μηχανισμό που η ίδια η διοίκηση κρίνει αναγκαίο, χωρίς να αποκλείεται και η δυνατότητα επαναδιερεύνησης στις περιπτώσεις που αυτό κρίνεται αναγκαίο (Εγγλεζάκης κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992) 1 Α.Α.Δ. 697, Ιωάννου ν. ΚΟΑ (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1048, Κυριακίδης ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 629, Α.Ε. 42/15 Κοινοπραξία A.D.T. – ΩΜΕΓΑ Α.Τ.Ε. κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 12.1.2022).
Επομένως, αντικείμενο αναστολής, δεν είναι η ισχύς της δικαστικής απόφασης, αλλά η, κατ’ ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου, αναστολή της εφαρμογής και εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης, ενώ για ν’ ασκήσει το Δικαστήριο αυτή την εξαιρετική διακριτική του εξουσία, θα πρέπει να παρουσιαστούν οι περιστάσεις που σχετίζονται με τις συνέπειες εφαρμογής της πρωτόδικης απόφασης και να υποδειχθεί η αδυναμία της υποχρέωσης της διοίκησης προς ενεργό συμμόρφωση και επανεξέταση της ακυρωθείσας αποφάσεως.
Αντικείμενο της ακυρωτικής απόφασης, αποτέλεσε η έκδοση του Διατάγματος απαλλοτρίωσης μέρους του τεμαχίου του αιτητή με αρ. […], που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 23.12.2020, αφού καθορίστηκε στην Γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης με αρ. 206, πως «[…] η ακίνητη ιδιοκτησία […] είναι αναγκαία για τον ακόλουθο σκοπό δημόσιας ωφέλειας, δηλαδή για την εγγραφή δημόσιου δρόμου και η απαλλοτρίωσή της επιβάλλεται για τους ακόλουθους λόγους, δηλαδή για την εγγραφή δημόσιου δρόμου στην τοποθεσία «Καψάλια» στην Κοινότητα Κοκκινοτριμιθιάς της Επαρχίας Λευκωσίας.»
Τα όσα αναφέρονται από τον ενόρκως δηλούντα προς υποστήριξη της υπό κρίση αίτησης, τελούν υπό την πεπλανημένη αντίληψη πως αποτελούν άμεση συνέπεια της έκδοσης της ακυρωτικής απόφασης.
Υπενθυμίζεται πως εδώ το Διάταγμα απαλλοτρίωσης, δεν αφορούσε σε κατασκευή δρόμου. Δεν είχε εκδοθεί σε οποιοδήποτε χρόνο Διάταγμα απαλλοτρίωσης για κατασκευή του δρόμου, αφού άλλες Γνωστοποιήσεις απαλλοτρίωσης για αυτό το σκοπό, είχαν ατονίσει, με μόνη εξαίρεση το Διάταγμα απαλλοτρίωσης ημερομηνίας 27.4.2012 που και αυτό αφορούσε σε εγγραφή του δρόμου.
Η κυκλοφοριακή συμφόρηση την οποία επικαλείται η πλευρά του αιτητή, δεν είναι το άμεσο αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης. Οι επιπτώσεις, δηλαδή, της ακυρωτικής απόφασης, δεν συσχετίζονται με την κατασκευή του δρόμου, αλλά με την κυριότητα του μέρους του δρόμου που εμπίπτει εντός του τεμαχίου του καθ’ ου η αίτηση / αιτητή στην προσφυγή, του οποίου και ζητείτο η εγγραφή, ως δημόσιου δρόμου.
Επομένως, κρίνεται πως οι εξαιρετικές περιστάσεις τις οποίες ο αιτητής επικαλείται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό εκδίκαση αίτηση και άπτονται της κυκλοφοριακής συμφόρησης που θα προκληθεί στην κεντρική οδική αρτηρία, δεν σχετίζονται με τις συνέπειες εφαρμογής της ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου.
Ενώ από την άλλη, τα όσα αναφέρονται ως ζημία, με την ανάγκη για απασφαλτοποίηση του δρόμου και των πεζοδρομίων, επίσης δεν σχετίζονται με την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης σε σχέση με το Διάταγμα απαλλοτρίωσης ημερομηνίας 23.12.2020. Αυτό, δεν αφορούσε στην κατασκευή του δρόμου, αλλά στην εγγραφή του μέρους του δρόμου που κατασκευάστηκε εντός του τεμαχίου του αιτητή, που ως κρίθηκε, δεν είχε προηγηθεί απαλλοτρίωση για την κατασκευή του.
Απαλλοτρίωση που σκοπεί στην εγγραφή του δρόμου, σημαίνει πως ο δρόμος έχει ήδη κατασκευαστεί και με την απαλλοτρίωση το κράτος στοχεύει στην επίσημη εγγραφή του, ως δημόσιου δρόμου και απόκτηση κυριότητας επί της έκτασης που αυτός καλύπτει. Συνεπώς, στην προκείμενη περίπτωση, ο δρόμος ήδη υπήρχε και είχε κατασκευαστεί, χωρίς όμως νομικά να εγγραφεί ως δημόσιος δρόμος. Για να γίνει αυτό, πρέπει να μετέλθει στην κυριότητα της Απαλλοτριούσας Αρχής, που αυτός ήταν κι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης. Επομένως, το κλείσιμο του δρόμου κι η κυκλοφοριακή συμφόρηση που θα προκληθεί, όπως περιγράφεται στην ένορκη δήλωση, δεν αποτελεί άμεσο αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης, ούτε και αποτελούν άμεσες συνέπειες από την εφαρμογή της απόφασης.
Για τους πιο πάνω λόγους, κρίνεται πως η υπό εκδίκαση αίτηση θα πρέπει να έχει απορριπτική κατάληξη.
Η αίτηση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €800 πλέον Φ.Π.Α. εναντίον του αιτητή στην αίτηση / καθ’ ου η αίτηση στην προσφυγή.
Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο