
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 319/2022 (i-Justice))
21 Μαΐου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Α. Β. Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Καθ’ ων η Αίτηση
Ι. Κατσιδήμα (κα), για Στέλιος Αμερικάνος & Σια Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια
Α. Αχιλλέως (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η αιτήτρια βάλλει κατά της νομιμότητας και εγκυρότητας της απόφασης, η οποία περιέχεται σε σχετική επιστολή των καθ’ ων η αίτηση, Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων («το Υπουργείο»), ημερομηνίας 7.2.2022 και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η ένστασή της κατά της απόφασης για απόρριψη της αίτησής της για ένταξη στο Σχέδιο Προστασίας της Κύριας Κατοικίας, «Σχέδιο Εστία».
Η αιτήτρια, στις 25.11.2020, υπέβαλε αίτηση στους καθ’ ων η αίτηση για ένταξη στο Σχέδιο Προστασίας της Κύριας Κατοικίας («Σχέδιο Εστία»).
Η αίτηση απορρίφθηκε και η απορριπτική απόφαση εστάλη στην αιτήτρια δι’ επιστολής του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου, ημερομηνίας 9.4.2021.
Η αιτήτρια αντέδρασε και κατά της πιο πάνω απόφασης, υπέβαλε ένσταση στις 7.5.2021, η οποία παραλήφθηκε από το Υπουργείο στις 10.5.2021.
Η ένσταση εξετάστηκε από την Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων και τελικά η Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων («η Υπουργός»), με απόφασή της ημερομηνίας 3.2.2022, την απέρριψε.
Η αιτήτρια έλαβε γνώση της απορριπτικής, επίδικης, απόφασης δι’ επιστολής του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου, ημερομηνίας 7.2.2022 και στις 3.3.2022, καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή.
Στην εμπροσθοφυλακή της επιχειρηματολογίας της πλευράς της αιτήτριας, βρίσκεται ο ισχυρισμός περί ελλιπούς και/ή πάσχουσας αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, εφόσον δεν αποκαλύπτεται το σκεπτικό και/ή τα κριτήρια, βάσει των οποίων οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση της αιτήτριας, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτη η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου.
Περαιτέρω, η συνήγορος της αιτήτριας προωθεί ισχυρισμούς περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας και εμφιλοχωρήσασας νομικής και πραγματικής πλάνης, ενώ ως αυτοτελείς λόγοι ακύρωσης, προωθούνται επίσης ισχυρισμοί περί κακής ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση, κατάχρησης εξουσίας, παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου και της αναλογικότητας.
Τέλος, εγείρεται ζήτημα μη τήρησης άρτιων πρακτικών, καθώς και ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, καθότι η αίτηση της αιτήτριας δεν εξετάστηκε από Ειδική Επιτροπή, όπως προβλέπεται στο Σχέδιο Εστία.
Οι καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα από το αρμόδιο προς τούτο όργανο, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθή ενάσκηση της διακριτικής τους εξουσίας και καλόπιστα, υπήρξε δε αυτή πλήρως και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής.
Εξηγούν οι καθ’ ων η αίτηση δια της γραπτής τους αγόρευσης, ότι το «Σχέδιο Εστία» είναι σχέδιο παροχής κυβερνητικής χορηγίας προς συγκεκριμένη κατηγορία δανειοληπτών, το οποίο εγκρίθηκε με την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου Αρ. 87.759 και ημερομηνία 26.6.2019 και στηρίζεται στις διατάξεις του περί του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμου (Ν.109(Ι)/2014). Ειδικότερα, το Σχέδιο εμπίπτει στην έννοια της «άλλης κοινωνικής παροχής» ως αυτή ορίζεται στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου 109(Ι)/2014, σύμφωνα με το οποίο-
««άλλες κοινωνικές παροχές» σημαίνει οτιδήποτε άλλο παρέχεται με βάση άλλη νομοθεσία ή /και Απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου ή /και Σχέδιο ή /και Έργο ή από οποιαδήποτε άλλη πηγή, εξαιρουμένων των νομοθεσιών ή/και Σχεδίων για άτομα με αναπηρίες τα οποία τυγχάνουν διαχείρισης από το Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες·».
Το Σχέδιο Εστία, συνεχίζουν οι καθ’ ων η αίτηση, αφορά μη εξυπηρετούμενα δάνεια/πιστωτικές διευκολύνσεις, που πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια ως αυτά καθορίζονται στον όρο 2.1.1. του Σχεδίου, καθώς και δανειολήπτες/ιδιοκτήτες κύριας κατοικίας, οι οποίοι πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια επιλεξιμότητας (εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια), ως αυτά καθορίζονται στον όρο 2.1.2 του Σχεδίου και νοουμένου ότι πληρούνται συγκεκριμένοι όροι αυτού.
Στις 5.7.2019, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, το περί του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμου (Υποβολή Αίτησης Άλλης Κοινωνικής Παροχής «Σχέδιο ΕΣΤΙΑ») Διάταγμα του 2019 (Κ.Δ.Π. 226/2019), το οποίο εκδόθηκε από την Υπουργό, δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 36 του Νόμου 109(Ι)/2014 και με το οποίο καθορίστηκαν τα έντυπα που θα χρησιμοποιούνται για την υποβολή αίτησης για ένταξη στο Σχέδιο ΕΣΤΙΑ, καθώς επίσης ο τρόπος, ο τόπος και ο χρόνος υποβολής της αίτησης. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 της Κ.Δ.Π. 226/2019-
«3.(1) Τηρουμένων των διατάξεων της Νομοθεσίας και του Σχεδίου, κάθε αίτηση για ένταξη στο Σχέδιο υποβάλλεται στο έντυπο που ορίζεται στον Πίνακα.
(2) Κάθε αίτηση που υποβάλλεται συνοδεύεται απαραίτητα από το Έντυπο Εξουσιοδότησης, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ανωτέρου εντύπου και η αίτηση θεωρείται έγκυρη μόνον εφόσον το Έντυπο Εξουσιοδότησης, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ανωτέρου εντύπου και η αίτηση θεωρείται έγκυρη μόνον εφόσον το Έντυπο Εξουσιοδότησης είναι πλήρως και ορθά συμπληρωμένο και νοουμένου ότι δεν έχει ανακληθεί εν μέρει η εν όλω.».
Σύμφωνα δε με την παράγραφο 4 της Κ.Δ.Π.226/2019-
«4. (1) Κάθε αίτηση υποβάλλεται από τον δικαιούχο όπως ορίζεται στην παράγραφο 3 του παρόντος Διατάγματος και απαραίτητα είναι πλήρως συμπληρωμένη και συνοδεύεται από όλα τα απαραίτητα παραστατικά που ορίζονται σ’ αυτή.
(2) Κάθε αίτηση που υποβάλλεται θεωρείται ως υποβληθείσα για τους σκοπούς του Σχεδίου μόνο εφόσον συμπληρωθεί πλήρως και συνοδεύεται από όλα τα απαραίτητα παραστατικά που καθορίζονται στον Πίνακα του παρόντος Διατάγματος».
Τα πιο πάνω, παρατέθηκαν από τη συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση, προκειμένου να καταδειχθεί η ύπαρξη του απαιτούμενου νομικού πλαισίου δυνάμει του οποίου οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν και έλαβαν την προσβαλλόμενη απόφαση.
Έχω εξετάσει την επίδικη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.
Όπως προαναφέρθηκε, στον πυρήνα των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης που προωθούνται, βρίσκεται ο ισχυρισμός περί ανύπαρκτης και/ή ανεπαρκούς και/ή πλημμελούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης.
Ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Στην επιστολή ημερομηνίας 9.4.2021, στην οποία περιέχεται η αρχική απόφαση απόρριψης της αίτησης της αιτήτριας, αναφέρονται τα εξής:
«Αναφορικά με την αίτησή σας για ένταξη στο Σχέδιο Eστία θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι με βάση τα στοιχεία και παραστατικά που έχετε υποβάλει η αίτησή σας απορρίπτεται για τον πιο κάτω λόγο:
Το Τραπεζικό Ίδρυμα που έχετε το Δάνειό σας, δεν προέβην [sic] σε αξιολόγηση του κριτηρίου της βιωσιμότητας σας, όπως αυτή προνοείται στην παράγραφο 2.1.3.(α) του Σχεδίου Εστία, επειδή δεν προσκομίσατε όλα τα απαραίτητα παραστατικά τα οποία απαιτούνται για την αξιολόγηση της αίτησής σας παρά το ότι σας έχουν ζητηθεί από το Τραπεζικό Ίδρυμα στo οποίo την υποβάλατε.».
Περαιτέρω, στην επιστολή 7.2.2022, όπου περιέχεται η απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση της αιτήτριας, αναφέρονται τα εξής:
«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην ένστασή σας, με ημερομηνία 10/05/2021 αναφορικά με το πιο πάνω θέμα και να σας ενημερώσω ότι, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας, αποφασίστηκε η απόρριψη της ένστασής σας, καθώς δεν προσκομίσατε με αυτήν τα απαραίτητα παραστατικά που απαιτούνταν για να καταστεί δυνατή η εξέταση της αίτησής σας.».
Ωστόσο, από το σώμα της επίδικης απόφασης, ως αυτή περιέχεται στην εν λόγω επιστολή ημερομηνίας 7.2.2022, απουσιάζει παντελώς οποιαδήποτε αναφορά στη νομική βάση λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης. Εύλογα λοιπόν προκύπτει το ερώτημα ποια είναι η σχετική νομοθεσία, αλλά και ειδικότερα ποίες οι διατάξεις στη βάση των οποίων ενήργησαν εν προκειμένω οι καθ’ ων η αίτηση και αποφάσισαν την απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας. Στο προαναφερθέν Έντυπο Αξιολόγησης της ένστασης της αιτήτριας (παράρτημα 10 στο δικόγραφο της ένστασης), οι καθ’ ων η αίτηση περιορίζονται σε απλή αναφορά στην παράγραφο 2.1.3.(α) του Σχεδίου Εστία, χωρίς όμως οποιαδήποτε περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση εφαρμογής της εν λόγω διάταξης στην παρούσα περίπτωση και χωρίς την απαιτούμενη υπαγωγή των γεγονότων της περίπτωσης στην εν λόγω διάταξη. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σε σχέση με την αρχική απόφαση απόρριψης της αίτησης της αιτήτριας. Ωστόσο, η περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση εφαρμογής της εν λόγω διάταξης στην παρούσα περίπτωση και η υπαγωγή των γεγονότων της περίπτωσης σε συγκεκριμένες διατάξεις, ήταν υπό τις περιστάσεις απαραίτητη, όπως βεβαίως απαραίτητος ήταν και ο προσδιορισμός των απαραίτητων παραστατικών που, σύμφωνα με τους καθ’ ων η αίτηση απαιτούνταν, για την αξιολόγηση της αίτησης της αιτήτριας και τα οποία είχαν ζητηθεί από το Τραπεζικό Ίδρυμα. Πουθενά όμως δεν προσδιορίζονται και/ή αναφέρονται τα «απαραίτητα παραστατικά» τα οποία η αιτήτρια όφειλε να προσκομίσει και δεν προσκόμισε, ούτως ώστε να μπορούσε να εξεταστεί ζήτημα συμπλήρωσης της δοθείσας αιτιολογίας της πράξης.
Ακόμα δε και αν μπορούσε να γίνει αποδεκτό ότι, από το υπό αναφορά Έντυπο Αξιολόγησης της ένστασης, καθώς και από την αρχική απορριπτική απόφαση προκύπτει, αν μη τι άλλο, η νομική βάση της απόφασης, ήτοι η παράγραφος 2.1.3.(α) του Σχεδίου, το σκεπτικό των καθ’ ων η αίτηση παραμένει ημιτελές και η ανεπάρκεια της δοθείσας αιτιολογίας παραμένει, εφόσον δεν παρατίθενται με επάρκεια οι πραγματικοί λόγοι απόρριψης της αίτησης.
Το πλέον, όμως, σημαντικό που καθιστά πλημμελή και πάσχουσα την αιτιολογία της επίδικης απόφασης, είναι το γεγονός ότι, επί της ουσίας, δεν υποβλήθηκε καν εισήγηση προς την Υπουργό, από την Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων, για την περίπτωση της αιτήτριας. Πράγματι, στη βάση των ενώπιον μου τεθέντων, δεν προκύπτει ποια ήταν η εισήγηση της Επιτροπής προς τον Υπουργό, επί της οποίας μάλιστα η τελευταία, ως το αποφασίζον όργανο, έλαβε την επίδικη απόφαση. Όπως αναφέρεται στην απόφασή της, ημερομηνίας 3.2.2022, η Υπουργός απέρριψε την ένσταση της αιτήτριας, «ως η εισήγηση». Ποια όμως ήταν η εισήγηση; Η ρητή παράθεση και καταγραφή της εισήγησης της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων ως του αρμοδίου οργάνου να την υποβάλει στον Υπουργό, ήταν απαραίτητη, ιδιαίτερα δε από τη στιγμή που δυο εκ των μελών της Επιτροπής τάχθηκαν υπέρ της απόρριψης της ένστασης και ένα υπέρ της έγκρισής της. Μάλιστα, το ένα εκ των μελών που τάχθηκε υπέρ της απόρριψης, δεν κατέγραψε οποιοδήποτε λόγο και/ή αιτιολογία για τη θέση του αυτή. Έτι δε περαιτέρω, ούτε και στο ίδιο το Έντυπο Αξιολόγησης της ένστασης που ετοιμάστηκε και υποβλήθηκε στην Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων, καταγράφεται οποιαδήποτε θέση υπέρ ή κατά της απόρριψης της ένστασης, αλλά, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, αφήνεται «Στην κρίση των μελών της επιτροπής αν κρίνεται αναγκαία η προσκόμιση ελεγμένων οικονομικών καταστάσεων για την προαναφερθείσα εταιρεία και αν η αίτηση θεωρείται πλήρης ή ημιτελής».
Τελικά, η Υπουργός αποφάσισε να απορρίψει την ένσταση της αιτήτριας, «Ως η εισήγηση», ενώ εισήγηση δεν υπήρξε από την Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων. Ακόμα δε και να μπορούσε, για σκοπούς συζήτησης, να γίνει δεκτή η θέση ότι η εισήγηση ήταν εν προκειμένω απορριπτική, λόγω της πλειοψηφίας των δυο μελών έναντι του ενός που είχε ταχθεί υπέρ της έγκρισης της ένστασης, τονίζεται ότι και πάλι, υφίσταται ζήτημα πάσχουσας αιτιολογίας, εφόσον το ένα εκ των δυο μελών που τάχθηκαν υπέρ της απόρριψης της ένστασης, δεν παρέσχε καμία αιτιολογία για τη θέση του αυτή.
Τα πιο πάνω αναπόφευκτα στοιχειοθετούν κενό αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, αλλά και έρευνας, εφόσον, επαναλαμβάνω, δεν καταδεικνύεται με τρόπο σαφή και αναντίλεκτο και, εν πάση περιπτώσει, με την απαιτούμενη επάρκεια, το σκεπτικό των καθ’ ων η αίτηση και οι λόγοι απόρριψης της ένστασης της αιτήτριας, ούτως ώστε να καθίσταται εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΔΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023). Αντίθετα, το όλο σκεπτικό και η κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση χαρακτηρίζονται από έλλειψη της απαιτούμενης συγκεκριμενοποίησης, από ασάφεια και από αοριστία. Μάλιστα, θα μπορούσε να λεχθεί ότι η ανάγκη για επαρκή και/ή πλήρη αιτιολογία της επίδικης απόφασης, επιτείνεται από το γεγονός ότι δια της ενστάσεως που υπεβλήθη εκ μέρους της αιτήτριας, οι συνήγοροι της αιτήτριας προέβαλαν και τον ισχυρισμό ότι ήδη από 7.8.2020, η αιτήτρια είχε επικοινωνήσει με το σχετικό Τραπεζικό Ίδρυμα προκειμένου να διασφαλίσει την πληρότητα της αίτησής της και απέστειλε όλα τα έγγραφα που της είχαν ζητηθεί, με αποτέλεσμα, κατά τον σχετικό ισχυρισμό, να μην εκκρεμεί οποιοδήποτε πιστοποιητικό προς αποστολή στο εν λόγω Τραπεζικό Ίδρυμα (σχετικό το παράρτημα 3 στο δικόγραφο της ένστασης).
Δεν παραγνωρίζω ότι η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση αναφέρεται εκτενώς, τόσο στο δικόγραφο της ένστασής της, αλλά και στη γραπτή της αγόρευση, στις πρόνοιες του Σχεδίου Εστία, στη βάση του οποίου, ως διατείνεται, λήφθηκε η επίδικη απόφαση, προκειμένου να επιχειρηματολογήσει υπέρ της νομιμότητας των ενεργειών της Διοίκησης. Αναπτύσσεται, επίσης, εκτενής επιχειρηματολογία ως προς την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων στην υπό εξέταση περίπτωση, καθώς και στις ενέργειες στις οποίες όφειλε, αλλά παρέλειψε, να προβεί η αιτήτρια. Ωστόσο, οι εν λόγω αναφορές και/ή ισχυρισμοί της κας Αχιλλέως συνιστούν απόπειρα εισαγωγής αιτιολογίας εκ των υστέρων, η οποία βεβαίως και είναι ανεπίτρεπτη. Κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία της διοικητικής πράξης θα πρέπει να δίδεται κατά το χρόνο λήψης και/ή έκδοσης της εν λόγω πράξης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο και ισχυρισμοί που προβάλλονται εκ των υστέρων από τους δικηγόρους δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. Στέφανος Φράγκου, ανωτέρω, Ελπινίκη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4104, Μαρούλλα Αχιλλέως ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 565 και Χριστίνα Τσιαντή κ.α. ν. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (2008) 4 Α.Α.Δ. 824, καθώς και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στην Ε.Τ. ν. Συμβούλιο Νοσηλευτικής και Μαιευτικής Κύπρου, Υποθ. Αρ. 864/2021, ημερ. 13.6.2024, C. LIASIDES EXHIBITIONWISE LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 230/2018, ημερ. 9.9.2022 και MENDEL CENTER FOR BIOMEDICAL SCIENCES ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 412/2018, ημερ. 10.5.2022).
Δεν παραγνωρίζω, επίσης, ότι πρόσφατα, σε υπόθεση που επίσης αφορούσε σε απόρριψη αίτησης ένταξης στο Σχέδιο Εστία, το Δικαστήριο τούτο απέρριψε την προσφυγή, κρίνοντας ότι η εκεί επίδικη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και το προϊόν δέουσας έρευνας (βλ. Μ.Π. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1025/2021, ημερ. 27.8.2024). Σε εκείνη όμως την περίπτωση, και σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει εν προκειμένω, υπήρχε στοιχειώδης αναφορά στα στοιχεία και/ή έγγραφα που όφειλε να είχε προσκομίσει και δεν το έπραξε ο αιτητής, ενώ, κυρίως, υπήρξε σαφής εισήγηση προς την Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, από την Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων, η οποία και είχε εξετάσει την ένσταση του αιτητή, για απόρριψη της ένστασης, καθότι, ως αναφερόταν στο σχετικό Έντυπο Αξιολόγησης, δεν είχαν προσκομιστεί όλα τα απαραίτητα παραστατικά «και δη το Έντυπο Β για την κ. Τ. Π., η οποία ως συνδανειοληπτρια είναι εξεταζόμενο άτομο, με αποτέλεσμα να μην έχουν διαφοροποιηθεί τα δεδομένα που υπήρχαν κατά το χρόνο λήψης της αρχικής απορριπτικής απόφασης». Στη βάση δε της εν λόγω εισήγησης, απορρίφθηκε σε εκείνη την περίπτωση, η ένσταση του αιτητή από την Υπουργό. Εν προκειμένω, όμως, ως έχει ήδη λεχθεί, δεν εντοπίζεται εισήγηση και/ή έρεισμα για την απόρριψη της ένστασης της αιτήτριας από την Υπουργό.
Έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί η ανάγκη για σαφή αιτιολόγηση της διοικητικής πράξης, ούτως ώστε να μην αφήνονται αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης (βλ. και άρθρο 28(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/1999). Θα πρέπει, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει εν προκειμένω, να παρατίθενται όχι μόνο οι πραγματικοί, αλλά και οι νομικοί λόγοι που αποτέλεσαν το έρεισμα της διοικητικής απόφασης (Φράγκου, ανωτέρω). Αντίθετα, αιτιολογία που διατυπώνεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο, ούτως ώστε να μην προκύπτει η νομική και πραγματική βάση διαμόρφωσης της κρίσης της Διοίκησης, είναι αόριστη και ελλιπής, εφόσον το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του συγκεκριμένα στοιχεία επιδεκτικά δικαστικής εκτίμησης και άσκησης δικαστικού ελέγχου (Χρίστος Πετρώνδας ν. Δημοκρατίας (1969) 3 Α.Α.Δ. 214, Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1348).
Τα όσα αναφέρονται στην επιστολή ημερομηνίας 7.2.2022, όπου και περιέχεται η επίδικη απόφαση, δεν ανταποκρίνονται στις πιο πάνω επιταγές περί δέουσας αιτιολογίας, με αποτέλεσμα να παρατηρείται κενό αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης πράξης, το οποίο δεν μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι κατά πάγια νομολογία, η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το διοικητικό φάκελο επιτρέπεται, μόνον όταν τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο και προκύπτει με ακρίβεια τι είχε υπόψη του το διοικητικό όργανο κατά τη λήψη της απόφασής του (Oleg Nagorny v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 205/19, ημερ. 25.10.2024, Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 342). Ούτε και έγινε από την πλευρά των καθ’ ων η αίτηση παραπομπή σε οποιοδήποτε έγγραφο, από το οποίο να προκύπτει η εισήγηση της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων προς την Υπουργό, προκειμένου να είναι σε θέση το παρόν Δικαστήριο να ελέγξει το περιεχόμενο μιας τέτοιας εισήγησης. Ούτε, βεβαίως, και συνιστά έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου για να κρίνει αν η απόφαση της Διοίκησης είναι επαρκώς αιτιολογημένη, ούτε βεβαίως και η χρήση διάσπαρτων στοιχείων από το διοικητικό φάκελο είναι πανάκεια, προκειμένου να καλυφθεί το κενό αιτιολογίας (Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, Κ.A. Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, Ε.Δ.Δ. αρ.189/19, ημερ. 10.12.2020).
Έτι δε περαιτέρω, και σε άμεση συνάρτηση με το εύρημα περί ελλιπούς αιτιολόγησης, ακόμα και αν θα μπορούσε, για σκοπούς συζήτησης, να λεχθεί ότι συνιστά επαρκή αιτιολογία η αναφορά που γίνεται στο Έντυπο Αξιολόγησης της ένστασης αναφορικά με την απόρριψη της ένστασης της αιτήτριας, καθότι το Τραπεζικό Ίδρυμα στο οποίο αυτή είχε το δάνειό της, δεν προέβη σε αξιολόγηση του κριτηρίου της βιωσιμότητας της, όπως αυτή προνοείται στην παράγραφο 2.1.3.(α) του Σχεδίου Εστία, επειδή, παρόλο που της είχε ζητηθεί, δεν προσκόμισε όλα τα απαραίτητα παραστατικά τα οποία απαιτούνται για την αξιολόγηση της αίτησής της, το πρόβλημα δεν επιλύεται και εξακολουθεί να υφίσταται ζήτημα πάσχουσας απόφασης, καθότι επί της ουσίας, δεν δόθηκε στην αιτήτρια η δυνατότητα να προσκομίσει τα πρόσθετα έγγραφα που θα έπρεπε να προσκομιστούν σύμφωνα με τους καθ’ ων η αίτηση: εφόσον οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι χρειαζόταν η προσκόμιση πρόσθετων εγγράφων από την αιτήτρια, όφειλαν να το θέσουν στην πλευρά της αιτήτριας δια της αρχικής απορριπτικής τους απόφασης, ημερομηνίας 9.4.2021, ούτως ώστε να έχει ακολούθως η αιτήτρια τη δυνατότητα να τα προσκομίσει έγκαιρα, δια της ενστάσεώς της, εφόσον βέβαια αυτά ήσαν στην κατοχή της. Ωστόσο, οι καθ’ ων η αίτηση δεν το έπραξαν, εφόσον με την αρχική τους απορριπτική απόφαση, προέβησαν στη γενική διατύπωση ότι δεν είχαν προσκομιστεί όλα τα «απαραίτητα παραστατικά» που απαιτούνταν για την αξιολόγηση της αίτησης της αιτήτριας. Δεν είχε την δυνατότητα η αιτήτρια να προσκομίσει μέσω της ένστασής της, σε περίπτωση που απαιτούντο, οποιεσδήποτε περαιτέρω πληροφορίες ή/και έγγραφα σχετικά με στοιχεία που κρίθηκαν αναγκαία προς προσκόμιση από τους καθ’ ων η αίτηση. Όφειλαν, ωστόσο, και είχαν τη δυνατότητα οι καθ’ ων η αίτηση, στο πλαίσιο της χρηστής διοίκησης και της υποχρέωσης διενέργειας της δέουσας έρευνας και αιτιολόγησης των πράξεων τους, να προβούν, ήδη από το στάδιο της έκδοσης της αρχικής απορριπτικής τους απόφασης, σε επαρκή συγκεκριμενοποίηση των εγγράφων και/ή παραστατικών που απαιτούνταν να προσκομιστούν από την αιτήτρια. Ωστόσο, δεν το έπραξαν.
Τα πιο πάνω επιτείνουν βεβαίως το κενό αιτιολόγησης της επίδικης πράξης, ενώ παράλληλα καταδεικνύουν τη μη διενέργεια της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, αλλά και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης (βλ. και την πρόσφατη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Ν.Τ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 866/2022 (i-Justice), ημερ. 9.10.2024, όπου ακολουθήθηκε η ίδια προσέγγιση).
Περαιτέρω δε, τα πιο πάνω, αναπόφευκτα στοιχειοθετούν και πρόσθετο λόγο ακύρωσης, που έγκειται στην μη τήρηση άρτιου πρακτικού ή, αν μη τι άλλο, επαρκούς έγγραφης καταχώρησης λήψης της επίδικης απόφασης, εφόσον, ως ήδη ελέχθη, δεν καταγράφεται οποιαδήποτε εισήγηση της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων προς την Υπουργό, η οποία μάλιστα ανέφερε ότι ενέκρινε και έλαβε την επίδικη απόφαση στη βάση μιας τέτοιας εισήγησης, αλλ’ ούτε και οι λόγοι απόρριψης της ένστασης εκ μέρους ενός εκ των μελών της Επιτροπής καταγράφονται. Οι αρχές της χρηστής διοίκησης επιβάλλουν την υποχρέωση στα διοικητικά όργανα να τηρούν έγγραφες καταχωρήσεις ("written records") των αποφάσεών τους. Αυτό ακριβώς τονίστηκε στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 987 και επαναλήφθηκε στην FEREOS LIMITED ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 647/2004, ημερ. 7.11.2008. Στην απουσία έγγραφης καταχώρισης που να επιβεβαιώνει ότι η απόφαση έχει ληφθεί δεόντως από το όργανο, το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων δεν διαθέτει την εμβέλεια να ενδύει με τον μανδύα της νομιμότητας τα όσα χρειάζονται να συντελεστούν για να θεωρείται ως έγκυρα ληφθείσα μια απόφαση (Κούτσιου, ανωτέρω). Αντίθετη προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με καταστρατήγηση των αρχών της χρηστής διοίκησης, οι οποίες υπαγορεύουν την τήρηση εγγράφων καταχωρίσεων, το δε τεκμήριο της κανονικότητας θα καθίστατο όχημα προς την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης (Ελένη Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 201/2012, ημερ. 28.7.2016, Αθανάσιος Αθανασιάδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 856/2012, ημερ. 17.10.2014). Παρομοίως, και στην υπό κρίση περίπτωση, η απουσία οποιασδήποτε εισήγησης εκ μέρους της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων, στοιχειοθετεί ζήτημα έλλειψης της απαιτούμενης έγγραφης καταχώρησης και/ή μη τήρησης άρτιου πρακτικού που ουδόλως ανταποκρίνεται στις εκ της αρχής της χρηστής διοίκησης απορρέουσες επιταγές, αλλ’ ούτε στις επιταγές του άρθρου 24 του Νόμου 158(Ι)/1999 και στην ανάγκη να καθίσταται εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού (Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550, Στυλιανός Αγαθοκλέους ν. Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, Α.Ε. Αρ. 29/2011, ημερ. 21.7.2016).
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις αναπόφευκτα οδηγούν στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €1900 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο