T. D. E. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ κ.α., Υπόθεση Αρ. 325/2025, 23/5/2025
print
Τίτλος:
T. D. E. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ κ.α., Υπόθεση Αρ. 325/2025, 23/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 325/2025 (i-Justice))

 

23 Μαΐου 2025

 

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

          ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

T. D. E.

                                                                             Αιτητής

                                                    ΚΑΙ

          ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1.                 ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Θ. Γεωργίου (κα), για Δρ. Χρ. Π. Χριστοδουλίδη, για Αιτητή

Λ. Βελίκοβα (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής, υπήκοος Καμερούν, στρέφεται κατά της νομιμότητας και ζητά την ακύρωση της, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), ληφθείσας απόφασης κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη και της συνακόλουθης έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, ημερομηνίας 21.3.2025, λόγω της παράνομης παραμονής του στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας από 31.10.2024, όταν και απορρίφθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ), η προσφυγή που αυτός είχε καταχωρήσει κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 16.11.2023, με την οποία είχε απορριφθεί η αίτησή του για διεθνή προστασία.

 

Ο αιτητής αφίχθηκε στη Δημοκρατία παράνομα, σε άγνωστη ημερομηνία, και εισήλθε στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας από άγνωστο σημείο της γραμμής αντιπαράταξης. Στις 14.2.2020, αυτός υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 16.11.2023. Ακολούθως, την 31.10.2024, και όχι την 31.12.2024 όπως εσφαλμένα αναφέρεται στα επίδικα διατάγματα, απορρίφθηκε από το ΔΔΔΠ και η προσφυγή που καταχώρησε ο αιτητής κατά της πιο πάνω απόφασης. Βεβαίως, τονίζεται από το σημείο αυτό, ότι αυτή η εσφαλμένη αναγραφή ημερομηνίας δεν ασκεί καμία ουσιαστική επίδραση στην έκβαση της παρούσας, ούτε επηρεάζει τη νομιμότητα των υπό κρίση διαταγμάτων, όπως θα εξηγηθεί και πιο κάτω.

 

Στις 9.2.2025, ο αιτητής συνελήφθη στη Λευκωσία, από μέλη της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στο έδαφος της Δημοκρατίας και την ίδια μέρα, στις 9.2.2025, εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο (Κεφ.105), καθότι αυτός παρέμενε στην Κύπρο παράνομα από 31.10.2024, ημερομηνία απόρριψης της προσφυγής του από το ΔΔΔΠ.

 

Κατά της πιο πάνω απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε στο Διοικητικό Δικαστήριο την προσφυγή αρ. 156/2025 (i-Justice). Το Δικαστήριο, με απόφασή του ημερομηνίας 18.3.2025, ακύρωσε την απόφαση έκδοσης των προαναφερθέντων διαταγμάτων, καθότι διαπίστωσε ότι δεν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα και/ή δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση των εν λόγω διαταγμάτων, οι διατάξεις του Κεφ. 105 και δη αυτές των άρθρων 18ΟΓ, 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ του και κατ’ επέκταση, οι πρόνοιες του άρθρου 18ΟΖ, που κωδικοποιεί την αρχή της μη επαναπροώθησης και επιτάσσει όπως ληφθούν δεόντως υπόψη και τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού. Έφεση κατά της εν λόγω απόφασης δεν καταχωρήθηκε.

 

Ο αιτητής εντοπίστηκε στις 20.3.2025 από μέλη της ΥΑΜ και στις 21.3.2025, εκδόθηκαν εναντίον του νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα επίδικα, δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 105, καθότι ο αιτητής, ως αναφέρεται στα επίδικα διατάγματα, ήταν απαγορευμένος μετανάστης, εφόσον παρέμενε στην Κύπρο παράνομα από 31.12.2024, όπως εσφαλμένα και πάλι αναγράφτηκε στα διατάγματα, ημερομηνία απόρριψης της προσφυγής του από το ΔΔΔΠ.

 

Στις 24.3.2025, καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.

 

Σημειώνεται, για σκοπούς πληρότητας γεγονότων, ότι, μετά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, εστάλη από το Τμήμα Μετανάστευσης προς τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας («οι Υπηρεσίες»), επιστολή, ημερομηνίας 24.3.2025, με την οποία ζητούνταν οι απόψεις τους, για την κράτηση και τον επαναπατρισμό του αιτητή, σύμφωνα με το άρθρο 18ΟΖ(α) και (β) του Κεφ. 105, «ο οποίος προνοεί ότι ο Ανώτερος Λειτουργός Μετανάστευσης τηρεί την αρχή της μη επαναπροώθησης και λαμβάνει δεόντως υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και την οικογενειακή ζωή, με τη συνδρομή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας».

 

Στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας της πλευράς του αιτητή, βρίσκεται ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης. Στο πλαίσιο αυτό, προβάλλεται και ο ισχυρισμός ότι δεν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση ως προς τα βέλτιστα συμφέροντα του ανήλικου υιού του αιτητή. Κατά τη σχετική εισήγηση, οι καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να ζητήσουν άμεσα και πριν από την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, έκθεση των Υπηρεσιών για τα βέλτιστα συμφέροντα του ανήλικου, κάτι ωστόσο που δεν έπραξαν.

 

Επιπρόσθετα, προωθείται ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων πάσχει λόγω ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς αιτιολογίας, ενώ προωθούνται επίσης ως αυτοτελείς λόγοι ακύρωσης, ισχυρισμοί περί παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης, της αμεροληψίας, αλλά και περί έκδοσης της απόφασης υπό αναρμοδίου οργάνου και μη τήρησης άρτιων πρακτικών.

 

Τέλος, δια της απαντητικής γραπτής τους αγόρευσης, οι συνήγοροι του αιτητή εγείρουν, εμμέσως πλην σαφώς, και ζήτημα παραβίασης του δεδικασμένου στην προσφυγή αρ. 156/2025 (i-Justice).

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας, κατ’ ορθήν εφαρμογή των διατάξεων του Κεφ. 105 και κατ’ ορθήν ενάσκηση των εξουσιών που παρέχει στους καθ’ ων η αίτηση η οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της. Σε κάθε δε περίπτωση, κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ο αιτητής παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν πράγματι απαγορευμένος μετανάστης.

 

Επισημαίνουν, τέλος, οι καθ’ ων η αίτηση, την ευρεία διακριτική ευχέρεια της Δημοκρατίας να επιλέγει τους αλλοδαπούς που θα παραμείνουν στο έδαφός της, ως έκφανση της κυριαρχίας της.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Θα ξεκινήσω με την εξέταση του ισχυρισμού περί αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου, εφόσον το συγκεκριμένο ζήτημα, ως ζήτημα δημόσιας τάξης, εξετάζεται κατά προτεραιότητα.

 

Ο συγκεκριμένος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Όπως προκύπτει από το παράρτημα 4 του δικογράφου της ένστασης και το εκεί περιεχόμενο Σημείωμα ημερομηνίας 21.3.2025, αλλά και από τα εντός του διοικητικού φακέλου έγγραφα (βλ. σελιδ. 267, 268, 269), την επίδικη απόφαση έλαβε η Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης, ενώπιον της οποίας, όπως ρητά αναγράφεται στο πάνω αριστερά μέρος του, τέθηκε το εν λόγω Σημείωμα, όπου και περιέχεται η εισήγηση για έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, με αναστολή του διατάγματος απέλασης, και η οποία είχε ετοιμαστεί από συγκεκριμένη Λειτουργό Εξέτασης. Όπως ξεκάθαρα φαίνεται στο εν λόγω Σημείωμα, στο μέρος δίπλα από το όνομά της, η Διευθύντρια έγραψε ιδιοχείρως τη φράση «Συμφωνώ με εισήγηση», θέτοντας κάτω από τη φράση αυτή, το όνομά της, την υπογραφή της και την ημερομηνία («21/3/25»). Η ίδια δε υπογραφή εντοπίζεται στα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης, καθώς και στη σχετική επιστολή που εστάλη στον αιτητή, ημερομηνίας 21.3.2025, με την οποία αυτός πληροφορείτο την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων επειδή ήταν απαγορευμένος μετανάστης, σύμφωνα με το άρθρο 6(1)(κ) του Κεφ. 105 και διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία.

 

Συνεπώς, ουδέν ζήτημα αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου προκύπτει, ούτε και οι ισχυρισμοί περί μη τήρησης άρτιων πρακτικών και/ή απουσίας της δέουσας έγγραφης καταχώρησης στοιχειοθετούνται (βλ. και την πρόσφατη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Μ.Η. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1702/2024 (i-Justice), ημερ. 27.3.2025, όπου ακολουθήθηκε η ίδια προσέγγιση).

 

Ενόψει των πιο πάνω, ο συγκεκριμένος εγειρόμενος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Όπως έχει ήδη λεχθεί, στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας της πλευράς του αιτητή, βρίσκεται ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης. Στο πλαίσιο αυτό, προβάλλεται και ο ισχυρισμός ότι δεν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση ως προς τα βέλτιστα συμφέροντα του ανήλικου υιού του αιτητή. Κατά τη σχετική εισήγηση, οι καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να ζητήσουν άμεσα και πριν από την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, έκθεση των Υπηρεσιών για τα βέλτιστα συμφέροντα του ανήλικου, κάτι ωστόσο που δεν έπραξαν.

 

Επί των πιο πάνω, θα πρέπει εν πρώτοις να επισημανθεί ότι είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός της συνηγόρου των καθ’ ων η αίτηση ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης, δεν δικογραφείται: στο αιτητικό Γ της αίτησης ακυρώσεως, ρητά προβάλλεται από τους συνηγόρους του αιτητή ο ισχυρισμός ότι η απόφαση έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων αντίκειται στην αρχή της μη επαναπροώθησης. Επιπρόσθετα δε, παρατηρώ ότι στα νομικά σημεία 32 και 33 της αίτησης ακυρώσεως, εγείρονται ισχυρισμοί περί παραβίασης των δικαιωμάτων του παιδιού και των διατάξεων του Κεφ. 105, που προβλέπουν ότι κατά την τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού.

 

Ως εκ των πιο πάνω, δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα μη δικογράφησης του βασικού λόγου ακύρωσης που προωθεί η πλευρά του αιτητή.

 

Όπως βεβαίως, δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα παραβίασης του δεδικασμένου στην προσφυγή αρ. 156/2025 (i-Justice), απόφαση ημερομηνίας 18.3.2025, όπως εμμέσως πλην σαφώς ισχυρίζονται οι συνήγοροι του αιτητή δια της απαντητικής τους γραπτής αγόρευσης, εφόσον αντικείμενο της επίδικης διαφοράς σε εκείνη την υπόθεση, ήταν η απόφαση έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του αιτητή, ημερομηνίας 9.2.2025, ενώ στην παρούσα, τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν την 21.3.2025. Αποτελεί πάγια νομολογία ότι η εφαρμογή του κανόνα του δεδικασμένου προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, και ταύτιση επιδίκων θεμάτων (Δημοκρατία ν. Κατερίνας Κοντογιώργη (2000) 3 Α.Α.Δ. 625), η οποία εν προκειμένω δεν υφίσταται.

 

Βεβαίως, δεν μπορώ παρά να επισημάνω ότι τα επίδικα διατάγματα έχουν ακριβώς το ίδιο λεκτικό με αυτό των προηγηθέντων, ημερομηνίας 9.2.2025, τα οποία ακυρώθηκαν με δικαστική απόφαση, σε σημείο μάλιστα που ανεγράφη εκ νέου η εσφαλμένη ημερομηνία (31.12.2024) από την οποία, σύμφωνα με τους καθ’ ων η αίτηση, παρέμενε ο αιτητής στη Δημοκρατία παράνομα, ενώ η ορθή ημερομηνία, σύμφωνα και με τη συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση, αλλά και την προηγηθείσα ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 156/2025 (i-Justice), είναι η 31.10.2024. Όπως αναφέρεται στο επίδικο διάταγμα απέλασης, ο αιτητής είναι απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105, καθότι παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα από τις 31.12.2024, όταν απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου από το ΔΔΔΠ. Στο δε επίδικο διάταγμα κράτησης, αναφέρεται ότι κρίθηκε σκόπιμο όπως ο αιτητής παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί, καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ(1)(α) του Κεφ. 105, ενώ, δεδομένης της μη συμμόρφωσής του με προηγούμενη απόφαση επιστροφής του και του γεγονότος ότι είναι αρνητικός στον επαναπατρισμό του, δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 18ΟΖ του Κεφ 105,-

 

«18ΟΖ. Κατά την εφαρμογή των άρθρων 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ[1], ο Ανώτερος Λειτουργός Μετανάστευσης τηρεί την αρχή της μη επαναπροώθησης και λαμβάνει δεόντως υπόψη-

(α) τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού, και

(β) την οικογενειακή ζωή, με τη συνδρομή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, και [.]».

 

Αποτελεί παραδεκτό γεγονός, προκύπτει άλλωστε και από τα ενώπιον μου τεθέντα έγγραφα, ότι ο αιτητής είναι πατέρας ενός ανήλικου παιδιού. Αυτό αναφέρεται και στην επιστολή του Τμήματος Μετανάστευσης προς τις Υπηρεσίες, ημερομηνίας 24.3.2025. Στην ίδια δε επιστολή αναφέρεται ότι η αλλοδαπή μητέρα του ανήλικου, υπέβαλε προσφυγή στο ΔΔΔΠ κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την αίτησή της για διεθνή προστασία, η οποία μέχρι και τις 24.3.2025, εκκρεμούσε στο Δικαστήριο.

 

Δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ότι κατά το χρόνο έκδοσης των αρχικών διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, ο αιτητής δεν ανέφερε και δεν ήταν γνωστό στους καθ’ ων η αίτηση ότι είναι πατέρας ενός ανήλικου τέκνου. Όπως αναφέρεται στο προαναφερθέν Σημείωμα προς την Διευθύντρια, η πληροφορία ύπαρξης παιδιού προέκυψε μόνο κατά την υποβολή της προσφυγής του αιτητή (αρ. 156/2025 (i-Justice)).

 

Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι κατά τον χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ημερομηνίας 21.3.2025, οι καθ’ ων η αίτηση γνώριζαν περί του συγκεκριμένου γεγονότος. Είναι γι’ αυτό που οι καθ’ ων η αίτηση, πριν από τη λήψη της απόφασης έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, σύμφωνα με τα όσα το Κεφ. 105 επιτάσσει, λαμβάνοντας υπόψη και τα ευρήματα του Διοικητικού Δικαστηρίου στην προηγηθείσα ακυρωτική του απόφαση, προχώρησαν στη έναρξη έρευνας αναφορικά με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και την οικογενειακή ζωή του αιτητή, με τη συνδρομή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. Σχετική είναι η επιστολή του Τμήματος Μετανάστευσης προς τις Υπηρεσίες, ημερομηνίας 24.3.2025, αλλά και το προαναφερθέν Σημείωμα προς τη Διευθύντρια του Τμήματος, από το οποίο προκύπτει ότι οι όποιες εισηγήσεις έγιναν προς τη Διευθύντρια, έλαβαν προηγουμένως υπόψη τους και τα ευρήματα του Δικαστηρίου.  Με το εν λόγω Σημείωμα, ημερομηνίας 21.3.2025, γίνεται εισήγηση όπως εκδοθούν νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης του αιτητή, καθότι η παράνομη παραμονή του εξακολουθούσε να υφίσταται, και όπως ανασταλεί η εκτέλεση της απέλασης του αιτητή έως ότου ολοκληρωθεί η διερεύνηση της οικογενειακής του κατάστασης, σύμφωνα με τις επισημάνσεις του Δικαστηρίου. Όπως επίσης αναφέρεται στο Σημείωμα, με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται ότι τα νέα διατάγματα συμμορφώνονται με τις διαδικαστικές απαιτήσεις, ενώ παράλληλα διατηρείται η δυνατότητα εκτέλεσης της απέλασης του αιτητή, εφόσον δεν συντρέχουν λόγοι που να συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου.

 

Με την πιο πάνω εισήγηση συμφώνησε η Διευθύντρια, η οποία προχώρησε στην έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, το δε επίδικο διάταγμα απέλασης ανεστάλη, ως πιο πάνω αναφέρεται.

 

Αυτό που όφειλαν οι καθ’ ων η αίτηση, στα πλαίσια της υποχρέωσης τήρησης της αρχής της μη επαναπροώθησης και σε συμμόρφωση με τα όσα το προεκτεθέν άρθρο 18ΟΖ του Κεφ. 105 επιτάσσει, ήταν η διεξαγωγή της δέουσας έρευνας αναφορικά με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και την οικογενειακή ζωή του αιτητή, με τη συνδρομή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. Πράγματι, οι καθ’ ων η αίτηση (Τμήμα Μετανάστευσης), προς συμμόρφωση με την πιο πάνω υποχρέωση, απέστειλαν επιστολή προς τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, ημερομηνίας 24.3.2025 (παράρτημα 5 στο δικόγραφο της ένστασης), με την οποία ζητούσαν τις απόψεις και/ή θέσεις των Υπηρεσιών για την κράτηση και τον επαναπατρισμό του αιτητή, σύμφωνα με το άρθρο 18ΟΖ (α) και (β) του Κεφ. 105. Το δε διάταγμα απέλασης ανεστάλη μέχρι την ολοκλήρωση της έρευνας.

 

Ως εκ των πιο πάνω, δεν παρατηρείται κενό έρευνας, ούτε και πλημμελής εφαρμογή του άρθρου 18ΟΖ του Κεφ. 105, ενώ προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη και τα ευρήματα της προηγηθείσας ακυρωτικής δικαστικής απόφασης.

 

Δε χωρεί αμφιβολία ότι κατά το χρόνο σύλληψής του ο αιτητής παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα, εφόσον ήδη από 31.10.2024, όταν και απορρίφθηκε η προσφυγή του από το ΔΔΔΠ κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την αίτησή του για χορήγηση διεθνούς προστασίας, αυτός ήταν απαγορευμένος μετανάστης σύμφωνα με το άρθρο 6(1)(κ) του Κεφ. 105. Υπενθυμίζεται ότι κατά τη νομολογία, το καθεστώς διεθνούς προστασίας τερματίζεται με την έκδοση της απορριπτικής απόφασης του ΔΔΔΠ επί προσφυγής κατά απόφασης απόρριψης αίτησης διεθνούς προστασίας από την Υπηρεσία Ασύλου (Ruth Nash v. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 20/2024 i-Justice, ημερ. 22.10.2024). Το καθεστώς διεθνούς προστασίας του αιτητή τερματίστηκε στις 31.10.2024, με την έκδοση της απορριπτικής απόφασης του ΔΔΔΠ. Κατά συνέπεια, η απόφαση έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή, αλλά και η απόφαση κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη, επί της οποίας βασίστηκαν τα επίδικα διατάγματα, ημερομηνίας 21.3.2025, κρίνονται ως καθόλα ορθές και νόμιμες, εφόσον πράγματι ο αιτητής, κατά το χρόνο της σύλληψής του και έκδοσης των εν λόγω διαταγμάτων, με δεδομένη και την ήδη από 31.10.2024 απόφαση απόρριψης της προσφυγής του από το ΔΔΔΠ, διέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105.

 

Συνεπώς, ενόψει των πιο πάνω, δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα πλάνης περί το νόμο ή/και τα πράγματα όσον αφορά στην απόφαση κράτησης του αιτητή για σκοπούς απέλασης, εφόσον αυτός είχε τεθεί υπό κράτηση ως απαγορευμένος και/ή παράνομος μετανάστης βάσει του Κεφ. 105 (Α.Μ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2186/2022 (Κ) i-Justice, ημερ. 16.1.2023, E.Υ.O. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 351/2023 (Κ) i-Justice, ημερ. 10.4.2023). Η έρευνα που όφειλαν οι καθ’ ων η αίτηση να διενεργήσουν δεν αφορούσε στη νομιμότητα της παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία, ούτε, κατ’ επέκταση, στη νομιμότητα της απόφασης κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη και έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων. Αφορούσε στην, εκ του άρθρου 18ΟΖ του Κεφ. 105, απορρέουσα υποχρέωση των καθ’ ων η αίτηση για τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης και, στο πλαίσιο αυτό, στην λήψη υπόψη του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού του αιτητή και της οικογενειακής του κατάστασης. Με βάση τις ενέργειες που προέβησαν οι καθ’ ων η αίτηση, μετά και την δικαστική ακύρωση των αρχικών διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, δεν βλέπω απόκλιση από την πιο πάνω υποχρέωση των καθ’ ων η αίτηση, ούτε και διενέργεια πλημμελούς έρευνας. Εξάλλου, το διάταγμα απέλασης του αιτητή ανεστάλη μέχρι και την ολοκλήρωση της έρευνας της οικογενειακής του κατάστασης και του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού του, από τις Υπηρεσίες. Συνεπώς δεν μπορεί να τίθεται στο παρόν στάδιο και/ή άνευ ετέρου ζήτημα παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης λόγω απέλασης του αιτητή. Αυτό που επέτασσε η εφαρμογή της εν λόγω αρχής, σύμφωνα με το προεκτεθέν άρθρο 18ΟΖ, το έπραξαν οι καθ’ ων η αίτηση, όπως προκύπτει από τις προαναφερθείσες ενέργειές τους. Δεν είχαν όμως υποχρέωση οι καθ’ ων η αίτηση να μην εκδώσουν νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης του αιτητή, δεδομένης της παράνομης παραμονής του στη χώρα, αλλά και του κίνδυνου διαφυγής του.

 

Εν πάση δε περιπτώσει, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα, κρίνω ότι, υπό τις περιστάσεις, η ευχέρεια των καθ’ ων η αίτηση ασκήθηκε εντός των επιτρεπτών ορίων της και δεν εντοπίζεται κατάχρηση εξουσίας, ούτε κενό έρευνας και αιτιολογίας, αλλ’ ούτε να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Οι καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι τα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα δεν ήσαν επιλέξιμα. Ειδικά ως προς το επίδικο διάταγμα κράτησης, ρητά αναφέρεται σε αυτό ότι κρίθηκε αναγκαίο όπως ο αιτητής παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί, καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ(1)(α) του Κεφ. 105, ενώ δεδομένης της μη συμμόρφωσής του με προηγούμενη απόφαση επιστροφής και της απροθυμίας του να επαναπατριστεί, δεν υπήρχε περιθώριο για εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. Άμεσα σχετικά είναι και τα όσα περιέχονται στην επιστολή της ΥΑΜ προς τη Διευθύντρια, ημερομηνίας 20.3.2025 (παράρτημα 4 στο δικόγραφο της ένστασης), όπου γίνεται εισήγηση για την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή, για όλους τους πιο πάνω λόγους, περιλαμβανομένης και της μη ύπαρξης εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

 

Είναι σαφές ότι τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν, επειδή ο αιτητής είχε κηρυχθεί και ήταν κατά τον χρόνο έκδοσής τους, στις 21.3.2025, απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της προαναφερθείσας παραγράφου (κ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του Κεφ. 105, λόγω παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη-

 

«6.-(1) Τα ακόλoυθα πρόσωπα θα είvαι απαγoρευμέvoι μεταvάστες και, τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv διατάξεωv πoυ δυvατό vα περιέχovται σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv δυvάμει αυτoύ ή σε oπoιoδήπoτε Διάταγμα τoυ Υπoυργικoύ Συμβoυλίoυ, δεv θα επιτρέπεται η είσoδoς στη Δημoκρατία σε:-

[.]

(κ) oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo εισέρχεται ή διαμέvει στη Δημoκρατία κατά παράβαση oπoιασδήπoτε απαγόρευσης, όρoυ, περιoρισμoύ ή επιφύλαξης πoυ περιλαμβάvεται στo Νόμo αυτό ή σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή σε oπoιαδήπoτε άδεια πoυ παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv Καvovισμώv αυτώv·».

 

Λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα, κρίνω ότι, υπό τις περιστάσεις, η ευχέρεια των καθ’ ων η αίτηση ασκήθηκε εντός των επιτρεπτών ορίων της και δεν εντοπίζεται κατάχρηση εξουσίας, ούτε κενό έρευνας και αιτιολογίας, αλλ’ ούτε να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Οι καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι τα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα δεν ήταν επιλέξιμα, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί (βλ. και απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου στην Κ.Α.Α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1242/2022 (Κ) (iJustice,) ημερ. 18.8.2022, καθώς και πιο πρόσφατα, στην G.S.D.M. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 626/2023 (Κ) (i-Justice,) ημερ. 9.6.2023). Τονίζεται, περαιτέρω, ότι το διάταγμα κράτησης εναντίον του αιτητή, εκδόθηκε και δυνάμει της διάταξης του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105, σύμφωνα με την οποία-

 

«(1) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται να εφαρμοστούν άλλα επαρκή λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν-

 

(α) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής

(β) ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.».

 

Είναι σαφές από την πιο πάνω διάταξη, ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, και κατόπιν εξουσιοδότησης η Διευθύντρια του Τμήματος, έχει τη διακριτική ευχέρεια να θέτει υπό κράτηση τον υπό απέλαση ξένο υπήκοο για το σκοπό της απομάκρυνσής του από τη Δημοκρατία και δεν υπάρχει υποχρέωση για επιβολή διαβαθμισμένων μέτρων, αλλά επαφίεται στη διακριτική του ευχέρεια, αν ο ίδιος κρίνει ότι συντρέχει λόγος, να εφαρμοστούν άλλα, λιγότερο αναγκαστικά μέτρα. Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων και περιστατικών της υπόθεσης, των λόγων που έχουν προεκτεθεί, αλλά και δεδομένης της προεκτεθείσας πρόνοιας του άρθρου 18ΠΣΤ(1) και της εκεί προβλεπόμενης διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης να αποφασίζει την κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας, υποκείµενου σε διαδικασίες επιστροφής, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τις προεκτεθείσες περιπτώσεις των παραγράφων (α) ή (β) της εν λόγω διάταξης, ως εν προκειμένω, οι ενέργειες των καθ’ ων η αίτηση κρίνονται σύννομες, η δε έκδοση της επίδικης απόφασης κρίνεται ορθή και εύλογα επιτρεπτή και δεν μπορώ να συμφωνήσω με τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των συνηγόρων του αιτητή. Εύλογα δε τίθεται το ερώτημα, πως θα μπορούσε να διασφαλιστεί η μη διαφυγή του αιτητή χωρίς την έκδοση διατάγματος κράτησής του, μέχρι και την ολοκλήρωση της έρευνας από τους καθ’ ων η αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 18ΟΖ του Κεφ. 105, έρευνα η οποία, εν πάση περιπτώσει, άρχισε άμεσα μετά την ακύρωση των αρχικών διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του αιτητής, στις 18.3.2025.

 

Τονίζεται εκ νέου ότι η νομιμότητα της απόφασης έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων λόγω της παράνομης παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία, εξετάζεται αυτοτελώς και δεν μπορεί να συγχέεται και/ή να εξαρτάται από τις ενέργειες που οι καθ’ ων η αίτηση πράγματι έχουν εκ του Νόμου υποχρέωση να προβούν, στο πλαίσιο τήρησης της αρχής της μη επαναπροώθησης, ήτοι στη δέουσα έρευνα ως προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και της οικογένειακής κατάστασης του αιτητή, ως εξάλλου αποφάσισε και το Δικαστήριο στην προηγηθείσα ακυρωτική απόφασή του. Είναι δε γι’ αυτό το λόγο, φρονώ, που οι καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν στην αναστολή του διατάγματος απέλασης του αιτητή μέχρι και την ολοκλήρωση της εν λόγω έρευνας, εφόσον τυχόν απέλασή του στο παρόν στάδιο θα ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με τις  διατάξεις του άρθρου 18ΟΖ του Κεφ. 105.

 

Υπενθυμίζεται, τέλος, το υπό της πάγιας και διαχρονικής νομολογίας αναγνωρισμένο και αδιαμφισβήτητο κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφός της (Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151, Ivan Todorov Todorov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 109/2000, ημερ. 14.12.2000) και αυτό βεβαίως καλύπτει και τις περιπτώσεις αλλοδαπών προσώπων που παράνομα διαμένουν στο έδαφός της, ως συμβαίνει εν προκειμένω με τον αιτητή.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1500 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.



[1] Τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 18ΟΕ, εφαρμόζονται στους παρανόμως παραμένοντες υπηκόους τρίτης χώρας στο έδαφος της Δημοκρατίας.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο