
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση αρ. 431/2019)
29 Μαΐου 2025
[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
CHORATEX TRADING LTD
Αιτήτρια,
v.
ΤΜΗΜΑ ΔΑΣΩΝ
Καθ’ ων η αίτηση.
……………………………
Απόστολος Γεωργίου, για την αιτήτρια.
Κυριακή Παπαδοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, μαζί με Φρόσω Χριστοδούλου, ασκούμενη δικηγόρο, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.
Μόνικα Δαμιανού, για Σ. Σαμψών & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για το ενδιαφερόμενο μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Με την υπό εκδίκαση προσφυγή, η αιτήτρια αξιώνει από το Δικαστήριο την εξής θεραπεία:-
«Διακήρυξη και/ή Δήλωση του Δικαστηρίου, ότι η διοικητική πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 19/12/2018, που κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 9/1/2019, με την οποία η άδεια παραχώρησης χρήσης του Περιπτέρου αρ. 4 στην Πλατεία Τροόδους στα πλαίσια του Διαγωνισμού ΤΔ 62/2018, κατακυρώθηκε στην κα C. M. B., είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος».
Στην Ένσταση που καταχωρήθηκε εκ μέρους της Δημοκρατίας, καταγράφεται το ιστορικό σε σχέση με την λειτουργία των περιπτέρων που βρίσκονται στην Πλατεία του Τροόδους. Όπως αναφέρεται, για πολλά χρόνια εκεί δραστηριοποιούνταν διάφοροι μικροπωλητές, οι οποίοι κατά το έτος 1986 στεγάστηκαν σε υποστατικά που είχε κατασκευάσει το Υπουργείο Εσωτερικών, έναντι καταβολής ετήσιου ενοικίου. Αργότερα, κατά το έτος 2006, αποφασίστηκε η διαμόρφωση της Πλατείας Τροόδους και ανεγέρθηκαν 6 περίπτερα. Κατόπιν Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, αποφασίστηκε η προκήρυξη προσφορών, βάσει όρων που θα καθόριζε το Τμήμα Δασών.
Μετά από προκήρυξη σχετικού διαγωνισμού, αποφασίστηκε η παραχώρηση άδειας χρήσης των περιπτέρων για συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ενώ ακολούθησαν και άλλες εκμισθώσεις των περιπτέρων, μετά από ανανέωση των ήδη υφιστάμενων αδειών χρήσης.
Για το εδώ επίδικο περίπτερο αρ. 4 – όπως και για άλλα περίπτερα - η συμφωνία για την άδεια χρήσης του, είχε λήξει την 1.6.2017. Το Τμήμα Δασών, ζήτησε την εκκένωση και παράδοση ελεύθερης της κατοχής του, προειδοποιώντας πως σε αντίθετη περίπτωση θα ληφθούν δικαστικά μέτρα για έξωση. Οι πρώην αδειούχοι των περιπτέρων, δεν συμμορφώθηκαν με την εκκένωση και παράδοση της κατοχής των περιπτέρων και συνέχισαν την διαχείρισή τους.
Τον Αύγουστο του 2018, το Τμήμα Δασών αποφάσισε την προκήρυξη του επίδικου Διαγωνισμού με αρ. ΤΔ 62/2018. Αντικείμενο του διαγωνισμού υπήρξε η παραχώρηση άδειας χρήσης των περιπτέρων αρ. 2, 3, 4 και 6 της Πλατείας Τροόδους. Ως τελευταία ημερομηνία υποβολής των προσφορών, ορίστηκε η 18.9.2018, ενώ σύμφωνα με τον όρο 3.1 του Μέρους Α των εγγράφων του διαγωνισμού, νομοθετικό πλαίσιο είναι ο περί της Ρύθμισης των Διαδικασιών Ανάθεσης Συμβάσεων Παραχώρησης και για Συναφή Θέματα Νόμος του 2017, Ν. 11(Ι)/2017. Κριτήριο ανάθεσης ορίστηκε αποκλειστικά το ψηλότερο ετήσιο τέλος ανά περίπτερο ξεχωριστά, νοουμένου ότι η προσφορά πληροί τους όρους και τις τεχνικές προδιαγραφές του διαγωνισμού. Ως προϋπολογισμός της σύμβασης (έσοδα) ορίστηκε, για το περίπτερο αρ. 4, ποσό €12.000 ετησίως και για 5 χρόνια, το ποσό των €60.000.
Για το περίπτερο αρ. 4, υποβλήθηκαν δύο προσφορές. Αυτή της αιτήτριας, για το ποσό των €7.000 ετησίως (€35.000 για 5 χρόνια) και του ενδιαφερόμενου μέρους, για το ποσό των €7.500 ετησίως (€37.500 για 5 χρόνια).
Η Επιτροπή Αξιολόγησης προχώρησε στην αξιολόγηση των υποβληθεισών προσφορών και προς το σκοπό αυτό, ετοίμασε έκθεση ημερομηνίας 8.11.2018. Τόσο η προσφορά της αιτήτριας, όσο κι η προσφορά του ενδιαφερόμενου μέρους, κρίθηκαν ότι πληρούσαν τους όρους και τις προδιαγραφές του διαγωνισμού. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή Αξιολόγησης προχώρησε στην αξιολόγηση της οικονομικής τους προσφοράς. Προς τούτο, ετοιμάστηκε ο Πίνακας Γ, βάσει του οποίου κατατάχθηκαν οι προσφορές, ανά σειρά κατάταξης και ανά περίπτερο, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό της σύμβασης, κατά την εκτίμηση του Τμήματος Δασών.
Η προσφορά του ενδιαφερόμενου μέρους κατατάγηκε πρώτη (€37.500 για 5 έτη), ενώ της αιτήτριας κατατάγηκε δεύτερη (€35.000 για 5 έτη). Όπως παρατήρησε η Επιτροπή Αξιολόγησης, η τιμή της ψηλότερης προσφοράς που υποβλήθηκε, ήταν κατά 37,5% χαμηλότερη από την εκτίμηση του Τμήματος Δασών. Σε σύγκριση με την εκτίμηση του Τμήματος Δασών, για την προηγούμενη προκήρυξη του διαγωνισμού, ήτοι κατά το έτος 2017, διαγωνισμός που στη συνέχεια ακυρώθηκε (Τ.Δ. 41/2017), η προσφερόμενη τιμή της πρώτης σε κατάταξη προσφοράς (του εδώ ενδιαφερόμενου μέρους), ήταν 25% ψηλότερη. Η Επιτροπή Αξιολόγησης, αποφάσισε την κατακύρωση του διαγωνισμού, σε σχέση με το περίπτερο αρ. 4, στο ενδιαφερόμενο μέρος, κατά τις διατάξεις του όρου 10.1 του Μέρους Α των εγγράφων του διαγωνισμού. Με την εν λόγω απόφαση συμφώνησε ο Προϊστάμενος της Αναθέτουσας Αρχής. Ομοίως, τα ίδια αναφέρονται και στην συμπληρωματική έκθεση, ημερομηνίας 11.12.2018.
Η γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού, έλαβε χώρα στις 19.12.2018. Όπως αναφέρθηκε, η προσφορά κατακυρώθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος για το ποσό των €7.500 ετησίως (€37.500 για 5 έτη), ενώ η προσφορά της αιτήτριας δεν επιλέγηκε, αφού υπέβαλε χαμηλότερη τιμή ανά έτος.
Προς ακύρωση της απόφασης κατακύρωσης του διαγωνισμού στο ενδιαφερόμενο μέρος, ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας υποστηρίζει πως υπήρξε παράβαση ουσιωδών όρων του διαγωνισμού. Ειδικότερα, υποστήριξε πως υπήρξε παράβαση του όρου της επιφυλαχθείσας τιμής, που είχε καθοριστεί για το επίδικο τεμάχιο με αρ. 4, ως το ποσό των €12.000 ετησίως, ποσό που αποτελούσε το ελάχιστο ποσό που θα μπορούσε να κατακυρωθεί.
Κατά τις εισηγήσεις, εφόσον η προσφορά του ενδιαφερόμενου μέρος ήταν χαμηλότερη της επιφυλαχθείσας τιμής που είχε καθοριστεί στα έγγραφα του διαγωνισμού κι ως εκ τούτου, υπήρξε παράβαση ουσιώδους όρου, ο διαγωνισμός θα έπρεπε να ακυρωθεί. Αυτό, κατά τις εισηγήσεις, εφόσον καμία προσφορά δεν πέτυχε την επιφυλαχθείσα τιμή ή μεγαλύτερη, αλλά κατακυρώθηκε σε τιμή κατά 37.5% χαμηλότερη της επιφυλαχθείσας. Υποστηρίζεται πως δεν δόθηκε αιτιολογία για την μη ακύρωση του διαγωνισμού, ενώ υποβάλλονται και γενικές εισηγήσεις περί ελλιπούς διερεύνησης, παράβασης της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης, αλλά και λήψης της απόφασης κατά παράβαση του δημοσίου συμφέροντος.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, καίτοι ήγειρε στην Ένσταση ζήτημα εκπρόθεσμης καταχώρησης της προσφυγής, στη συνέχεια, μέσα στη γραπτή της αγόρευση, απέσυρε τον ισχυρισμό. Προωθήθηκε, όμως, άλλο ζήτημα παραδεκτού. Εγέρθηκε προδικαστική ένσταση πως η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος να εγείρει και να προωθήσει την προσφυγή της, λόγω της παράνομης συμπεριφοράς της, αφού, μέχρι και σήμερα, εξακολουθεί να διαχειρίζεται το περίπτερο αρ. 4 και αρνείται να παραδώσει την κατοχή του. Όπως αναφέρεται, η αιτήτρια διαχειριζόταν το επίδικο περίπτερο, βάσει συμφωνίας για άδεια χρήσης του, η οποία έληξε την 1.6.2017 και έκτοτε το κατέχει χωρίς να καταβάλλει το τίμημα για την χρήση του. Αναφέρεται πως εκκρεμεί αστική διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.
Άνευ βλάβης της εγερθείσας προδικαστικής ένστασης, ως προς τον κύριο λόγο ακύρωσης που προβάλλεται από την αιτήτρια σε σχέση με την θέση περί παράβασης ουσιώδους όρου του διαγωνισμού αναφορικά με την επιφυλαχθείσα τιμή, η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, υποστηρίζει πως προβάλλεται αλυσιτελώς, αφού και η ίδια η αιτήτρια υπέβαλε προσφορά που ήταν χαμηλότερη από τον προϋπολογισμό της σύμβασης και μάλιστα χαμηλότερη και από την προσφορά του ενδιαφερόμενου μέρους. Συνεπώς, τυχόν επιτυχία αυτού του λόγου ακύρωσης, δεν θα επιφέρει οποιοδήποτε όφελος για την ίδια.
Σε σχέση με την ουσία του ισχυρισμού, προβάλλεται η θέση πως η σύμβαση που θα υπογράφετο, ήταν σύμβαση παραχώρησης και όχι σύμβαση προμηθειών ή σύμβαση υπηρεσιών και συνεπώς, η αμοιβή που παρέχεται στην Αναθέτουσα Αρχή αποτελεί μόνο μέρος του εργολαβικού ανταλλάγματος και δεν θα πρέπει να συγχέεται με την εκτίμηση που προβαίνει η Αναθέτουσα Αρχή σε σχέση με την αξία της σύμβασης. Παραπέμποντας επίσης στον όρο 2.7 του Μέρους Α των εγγράφων του διαγωνισμού, υποστήριξε πως ορθά η προσφορά κατακυρώθηκε προς το ενδιαφερόμενο μέρος που υπέβαλε την προσφορά με το υψηλότερο ποσό.
Περαιτέρω, υποστήριξε πως η ακύρωση του διαγωνισμού, αποτελεί δικαίωμα της Αναθέτουσας Αρχής και ασκείται εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος και τα έγγραφα του διαγωνισμού, που δεν ήταν η περίπτωση, ενώ υπέβαλε πως ορθά και νόμιμα κατακυρώθηκε η προσφορά στο ενδιαφερόμενο μέρος.
Σημειώνεται πως η ευπαίδευτη συνήγορος που εμφανίστηκε στη διαδικασία για το ενδιαφερόμενο μέρος, υιοθέτησε τις θέσεις της Δημοκρατίας και δεν καταχώρησε ξεχωριστή γραπτή αγόρευση.
Στην απαντητική αγόρευση, δεν απαντάται από την αιτήτρια η θέση της Δημοκρατίας πως, καίτοι η συμφωνία για άδεια χρήσης του περιπτέρου αρ. 4, που διαχειριζόταν η αιτήτρια, έχει λήξει από 1.6.2017, εντούτοις, μέχρι σήμερα εξακολουθεί να το κατέχει, χωρίς μάλιστα να καταβάλλει το τίμημα για την χρήση του. Αρκείται απλώς να ισχυρίζεται πως κέκτηται εννόμου συμφέροντος να εγείρει την υπό κρίση προσφυγή, ως πρόσωπο που υπέβαλε προσφορά στον επίδικο διαγωνισμό.
Επίδικη, εν προκειμένω, είναι η προκήρυξη του διαγωνισμού με αρ. ΤΔ 62/2018, για την παραχώρηση άδειας χρήσης του περιπτέρου αρ. 4 στην Πλατεία Τροόδους. Όπως προαναφέρθηκε, υπεβλήθησαν δύο προσφορές. Αυτή της αιτήτριας και αυτή του ενδιαφερόμενου μέρους.
Αποτελεί παραδεκτό γεγονός που προκύπτει μέσα από τα έγγραφα, τόσο της Ένστασης, όσο και του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στη διαδικασία και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1, πως παρά την κατακύρωση του διαγωνισμού στο ενδιαφερόμενο μέρος, εντούτοις, μέχρι και σήμερα, δεν υπογράφτηκε σύμβαση μεταξύ του Τμήματος Δασών και του επιτυχόντα προσφοροδότη.
Αυτό, λόγω της κατ΄ εξακολούθηση κατοχής του περιπτέρου αρ. 4 από την αιτήτρια, προηγούμενη αδειούχο χρήσης του περιπτέρου, βάσει συμφωνίας παραχώρησης άδειας χρήσης ημερομηνίας 28.6.2012, η ισχύς της οποίας άδειας έληξε την 1.6.2017.
Παρατηρώ επίσης από τα έγγραφα του φακέλου, πως δεν εστάλη προς τον επιτυχόντα προσφοροδότη επιστολή γνωστοποίησης των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού, περί κατακύρωσης του αντικειμένου του διαγωνισμού προς το πρόσωπό του, παρά μόνον, επιστολή προς την αιτήτρια ημερομηνίας 19.12.2018, με την οποία γνωστοποιείται η κατακύρωση του διαγωνισμού στο ενδιαφερόμενο μέρος και πως η προσφορά της αιτήτριας δεν επιλέγη, λόγω χαμηλότερης τιμής. Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί πως, με την καταχώρηση της προσφυγής δεν υπεβλήθη εκ μέρους της αιτήτριας αίτηση για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης, προς αποτροπή υπογραφής συμφωνίας.
Με αυτά ως δεδομένα, λαμβανομένου υπόψη πως ουδέν αντιτάχθηκε εκ μέρους της αιτήτριας ως προς τις θέσεις της Δημοκρατίας, σε σχέση με τα πιο πάνω αναφερόμενα γεγονότα και την κατ’ εξακολούθηση κατοχή του περιπτέρου αρ. 4 εκ μέρους της αιτήτριας, παρότι η συμφωνία άδειας χρήσης έχει λήξει από την 1.6.2017, διαπιστώνω, σε συμφωνία με τις εισηγήσεις της κας Παπαδοπούλου, πως η αιτήτρια ενήργησε με τρόπο καταχρηστικό της άσκησης του δικονομικού της δικαιώματος, γεγονός που της αποστερεί το έννομο της συμφέρον να καταχωρήσει και να προωθήσει την υπό εκδίκαση προσφυγή.
Προς τούτο, παραπέμπω στο σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Έκτη έκδοση, 2014, σελ. 456 §§ 535-536, όπου και αναφέρονται τα εξής:-
«Έννομο είναι το συμφέρον που δεν αντίκειται στο δίκαιο και, επιπλέον, αναγνωρίζεται από αυτό ως άξιο έννομης προστασίας.
[…] Αντίθεση προς το δίκαιο υπάρχει, δεύτερον, στην περίπτωση καταχρηστικής ασκήσεως δικονομικού δικαιώματος, π.χ. προφανώς φιλόδικης ή παρελκυστικής διαδικαστικής πράξεως, ή επιδιώξεως ωφελήματος δια προβολής ίδιας παρανομίας και γενικώς αντιθέσεως στην καλή πίστη».
Στη βάση των πιο πάνω, καταλήγω πως, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, η αιτήτρια αποστερείται του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος προς έγερση της υπό εκδίκαση προσφυγής, λόγω καταχρηστικής ασκήσεώς του, στη βάση της συμπεριφοράς της.
Παρά την πιο πάνω κατάληξή μου, η οποία επιφέρει την απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης, για σκοπούς πληρότητας, προχωρώ να εξετάσω και πρόσθετα ζητήματα που έχουν εγερθεί και ανακύπτουν.
Η αιτήτρια με την προσφυγή της, αυτούσιο το αιτητικό έχει παρατεθεί πιο πάνω, δεν ζητά ακύρωση της απόφασης κατακύρωσης του διαγωνισμού στο ενδιαφερόμενο μέρος, προκειμένου να κατακυρωθεί το αντικείμενο του διαγωνισμού στην ίδια. Εξ ου κι η απουσία στο αιτητικό της προσφυγής της φράσης «αντί και/ή στην αιτήτρια». Συνεπώς, αφ’ ης στιγμής δεν ζητείται η κατακύρωση του διαγωνισμού στην ίδια την αιτήτρια, η ακύρωση της απόφασης κατακύρωσης, δεν θα ωφελήσει την αιτήτρια.
Από το σύνολο της επιχειρηματολογίας της, όπως αυτή προκύπτει μέσα στην γραπτή αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της, η αιτήτρια ζητά μεν ακύρωση της απόφασης κατακύρωσης, αλλά αυτό που στην ουσία επιζητεί είναι η ακύρωση του διαγωνισμού. Δηλαδή για να επέλθει η «ωφέλεια» που επιζητείται, ήτοι η ακύρωση του διαγωνισμού, θα πρέπει να μεσολαβήσει άλλη αυτοτελής διοικητική πράξη, η οποία δεν ασκείται κατά δέσμια αρμοδιότητα, αλλά εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Αναθέτουσας Αρχής.
Στην προκείμενη περίπτωση, το συμφέρον της αιτήτριας, όπως η ίδια το έχει εμμέσως θέσει, δεν είναι ενεστώς και βέβαιο, αλλά μέλλον και ενδεχόμενο, αόριστο και απλώς προσδοκώμενο και εξαρτώμενο από άλλη αυτοτελή διοικητική πράξη. Κι αυτή η προοπτική, της πιθανότητας ακύρωσης του διαγωνισμού, τοποθετεί το έννομο συμφέρον της αιτήτριας πάνω σε μελλοντική αλλά και αβέβαιη θέση, που βρίσκεται σε διάσταση με τις απαιτήσεις περί ύπαρξης ενεστώτος εννόμου συμφέροντος.
Παρά την πιο πάνω κρίση, θα προχωρήσω επίσης στην εξέταση της ουσίας των λόγων ακύρωσης που έχουν τεθεί από την αιτήτρια προς ακύρωση της απόφασης κατακύρωσης του διαγωνισμού στο ενδιαφερόμενο μέρος.
Κύριος λόγος ακύρωσης που προβλήθηκε, άπτεται της θέσης πως υπήρξε παράβαση ουσιώδους όρου της επιφυλαχθείσας τιμής του διαγωνισμού, αφού κατά τις εισηγήσεις, η προσφορά της επιτυχούσας δεν πληρούσε την επιφυλαχθείσα τιμή που είχε τεθεί από την Αναθέτουσα Αρχή. Λαμβανομένου υπόψη πως και οι λόγοι ακύρωσης θα πρέπει να προβάλλονται μετ’ εννόμου συμφέροντος, όπως ορθά το έθεσε η πλευρά της Δημοκρατίας, καταλήγω πως η αιτήτρια κωλύεται να εγείρει και να προωθεί τον συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης. Τούτο, λόγω του ότι κι η δική της προσφορά ήταν κάτω της αξίας του προϋπολογισμού της σύμβασης. Εξάλλου και οι δύο προσφορές κρίθηκαν ότι πληρούσαν τους όρους του διαγωνισμού και δεν τίθεται επομένως ζήτημα άνισης μεταχείρισης μεταξύ των προσφοροδοτών.
Ανεξαρτήτως όμως τούτου, ούτε και επί της ουσίας ευσταθεί ο εγειρόμενος λόγος ακύρωσης.
Σύμφωνα με τον όρο 2.2 του Μέρους Α των εγγράφων του διαγωνισμού, αντικείμενο του διαγωνισμού είναι η παραχώρηση άδειας χρήσης των περιπτέρων 2, 3, 4 και 6 της Πλατείας Τροόδους (επίδικη εν προκειμένω η παραχώρηση άδειας χρήσης του περιπτέρου 4).
Στον όρο 2.3 αναφέρεται ο Προϋπολογισμός της Σύμβασης (Έσοδα) και ορίζεται για όλα τα περίπτερα το ποσό των €310.000 ποσό το οποίο διαχωρίζεται ανάμεσα στα προς παραχώρηση περίπτερα, με το ποσό που αναλογεί στο περίπτερο 4, να ανέρχεται σε €12.000 ετησίως και επί 5 χρόνια σε €60.000.
Στον όρο 2.6 «Διαδικασία διαγωνισμού» αναφέρεται πως ο επίδικος διαγωνισμός αφορά σε πλειοδοτικό διαγωνισμό για τη σύναψη σύμβασης παραχώρησης, ενώ στον όρο 2.7 ορίζεται ως κριτήριο ανάθεσης «Αποκλειστικά το ψηλότερο ετήσιο τέλος ανά περίπτερο ξεχωριστά, νοουμένου ότι η προσφορά πληροί τους όρους και τεχνικές προδιαγραφές του διαγωνισμού».
Αναφορά θα πρέπει ακόμα να γίνει και στις πρόνοιες του όρου 10.1(1) «Ανάθεση Σύμβασης», όπου ορίζονται τα εξής:-
«1. Επιφυλασσομένου πάντοτε του δικαιώματος του Αρμοδίου Οργάνου να ακυρώσει το διαγωνισμό ή να απορρίψει οποιαδήποτε προσφορά σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, η Ανάθεση της Σύμβασης γίνεται στον Προσφέροντα του οποίου η Προσφορά έχει αναδειχθεί, κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, ως η έχουσα τη ψηλότερη τιμή για κάθε περίπτερο ξεχωριστά […]»
Αυτό που διαπιστώνεται, τόσο εκ των πιο πάνω προνοιών των όρων του διαγωνισμού, όσο και από το σύνολο των όρων των εγγράφων του διαγωνισμού, είναι πως πουθενά δεν γίνεται αναφορά σε όρο περί «επιφυλαχθείσας τιμής». Αναφορά σε αυτή την έννοια αποδίδεται μόνον από την αιτήτρια, χωρίς αυτή να αναφέρεται, ούτε και να προκύπτει από τα έγγραφα του διαγωνισμού.
Στα έγγραφα του διαγωνισμού, δεν ορίστηκε «επιφυλαχθείσα τιμή», υπό την έννοια του δεσμευτικού κατώτατου αποδεκτού ορίου προσφοράς, ποσό το οποίο ενέχει δεσμευτικό χαρακτήρα, ως το ελάχιστο ποσό που θα πρέπει να προσφερθεί για την κατακύρωση του διαγωνισμού.
Αντιθέτως, το ποσό που ορίστηκε για το επίδικο περίπτερο αρ. 4, ήτοι €12.000 ετησίως, αφορά ρητά, βάσει του όρου 2.3, στον προϋπολογισμό της σύμβασης και όχι σε επιφυλαχθείσα τιμή που ενέχει δεσμευτικό περιεχόμενο, όπως το εξέλαβε και ανήγαγε η αιτήτρια.
Αυτό ενισχύεται κι από τα οριζόμενα στον όρο 2.7, σε σχέση με το κριτήριο ανάθεσης, που αναφέρεται στο αποκλειστικά ψηλότερο ετήσιο τέλος, νοουμένου ότι η προσφορά πληροί τους όρους και τεχνικές προδιαγραφές του διαγωνισμού. Ομοίως και κατά τα οριζόμενα στον όρο 10.1(1), που γίνεται επίσης αναφορά σε ψηλότερη προσφερόμενη τιμή και όχι σε επιφυλαχθείσα τιμή.
Συνεπώς, η εισήγηση της αιτήτριας εκκινεί από εσφαλμένα δεδομένα, ως προς το περιεχόμενο των όρων του διαγωνισμού, αφού πουθενά δεν γίνεται αναφορά σε ορισμό επιφυλαχθείσας τιμής, αλλά αντιθέτως, σε προϋπολογισμό της σύμβασης, που έχει άλλο χαρακτήρα.
Από το σύνολο των εγγράφων του διαγωνισμού, αυτό που διαπιστώνω είναι πως δεν ορίστηκε, ούτε κατώτατο ποσό, ούτε ανώτατο ποσό, που να ενέχει την δεσμευτική έννοια του όρου «επιφυλαχθείσα τιμή», ως αυτό ερμηνεύθηκε πεπλανημένα από την αιτήτρια, αλλά απλώς προσδιορίστηκε ο προϋπολογισμός της σύμβασης, ήτοι η εκτιμώμενη αξία εσόδων που θα επέφερε η παραχώρηση του περιπτέρου προς το Κράτος.
Η έννοια του προϋπολογισμού της σύμβασης, δεν ενέχει δεσμευτικό χαρακτήρα, οριζόμενη ως κατώτατο όριο, αλλά αποτελεί ενδεικτικό κόστος, χωρίς να δεσμεύει, είτε την Αναθέτουσα Αρχή, είτε τους προσφέροντες, εφόσον αυτό δεν προκύπτει ρητώς από τα έγγραφα του διαγωνισμού, όπως η εδώ περίπτωση.
Βάσει των όρων του διαγωνισμού, ορίστηκε ως κριτήριο ανάθεσης αποκλειστικά το ψηλότερο ετήσιο τέλος, ενώ καμία αναφορά έγινε, ούτε και συσχετίστηκε ο προϋπολογισμός της σύμβασης. Οι όροι του επίδικου διαγωνισμού είναι ξεκάθαροι ως προς το κριτήριο ανάθεσης. Αντίθετη προσέγγιση, υπό την έννοια δεσμευτικής επιφυλαχθείσας τιμής, ενώ τέτοιος όρος δεν καταγράφηκε στα έγγραφα του διαγωνισμού, θα οδηγούσε σε αυθαίρετη ερμηνεία των όρων του διαγωνισμού και σε αυθαίρετη τροποποίηση του κριτηρίου ανάθεσης.
Απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός της αιτήτριας πως δεν δόθηκε αιτιολογία γιατί δεν ακυρώθηκε ο διαγωνισμός, αφ’ ης στιγμής καμία προσφορά δεν πληρούσε τους όρους του διαγωνισμού. Ο εν λόγω ισχυρισμός κρίνεται αντινομικός, αφού δεν αναμένεται από οικονομικούς φορείς να υποβάλλουν προσφορά, προσπαθώντας να μην τηρήσουν και οι ίδιοι τους όρους του διαγωνισμού, προκειμένου να επιτύχουν την ακύρωση του διαγωνισμού. Εν πάση περιπτώσει, η ακύρωση του διαγωνισμού, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Αναθέτουσας Αρχής και εφόσον ισχύουν συγκεκριμένες περιστάσεις, που δεν ήταν η περίπτωση.
Δεν εντοπίζω οποιαδήποτε παρανομία στον τρόπο αξιολόγησης των δύο προσφορών, τόσο της αιτήτριας, όσο και του ενδιαφερόμενου μέρους και κρίνω πως η Αναθέτουσα Αρχή, ορθά και νόμιμα αποφάσισε την κατακύρωση του διαγωνισμού στο ενδιαφερόμενο μέρος, εφαρμόζοντας το κριτήριο ανάθεσης του διαγωνισμού, συμφώνως των όρων των εγγράφων του διαγωνισμού, αφ’ ης στιγμής κρίθηκε πως πληρούσε όλες τις απαιτήσεις και προδιαγραφές που είχαν τεθεί στα έγγραφα.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή αποτυγχάνει με €2.000 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.
Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο