
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση Αρ. 453/2024 (iJustice)
29 Μαΐου 2025
[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
1. Σ.Κ.Ι.
2. Π.Ι.Κ.
Αιτήτριες
και
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
1. Υπουργείου Εσωτερικών,
2. Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως,
3. Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, και
4. Τμήματος Δημοσίων Έργων
Καθ’ ων η Αίτηση
Και ως τροποποιήθηκε δυνάμει δικαστικού διατάγματος ημερ. 13.11.2024
1. Σ.Κ.Ι.
2. Π.Ι.Κ.
3. Α.Ι.Κ
Αιτήτριες
και
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
1. Υπουργείου Εσωτερικών,
2. Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως,
3. Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, και
4. Τμήματος Δημοσίων Έργων
Καθ’ ων η Αίτηση
.........
Νατάσα Ιακώβου με Παντελίτσα Ευαγόρου και Μαρία Τσαγγαρίδου για Λέλλος Π. Δημητριάδης, Δικηγορικό Γραφείο Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτριες
Αθανασία Αχιλλέως, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για Καθ' ων η αίτηση.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Οι Αιτήτριες είναι συνιδιοκτήτριες, σε τεμάχιο (εφεξής το «τεμάχιο») που περιλαμβάνει ισόγεια οικία (εφεξής η «οικία»), που βρίσκεται εντός των δημοτικών ορίων Λευκωσίας και συγκεκριμένα στη συμβολή της Λεωφόρου Νίκης (εφεξής η «Λεωφόρος») με την οδό 25ης Μαρτίου. Κατά τις Αιτήτριες, η μεν Αιτήτρια 1 είχε τη μόνιμη κατοικία της εκεί μέχρι το 2022 και η Αιτήτρια 2 ζούσε με την οικογένεια της εκεί μέχρι και περί το 1993.
Το τεμάχιο επηρεάζεται από σχέδιο δεσμευτικής ρυμοτομίας σχετικά με την ευθυγράμμιση της Λεωφόρου, το οποίο προωθήθηκε και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας το 1965 και τροποποιήθηκε το 1980.
Στο πλαίσιο διεύρυνσης/βελτίωσης της Λεωφόρου, το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως προώθησε τη διαδικασία απαλλοτρίωσης των ακινήτων που επηρεάζονταν από το Έργο, μεταξύ των οποίων και μέρους του τεμαχίου. Η γραμμή απαλλοτρίωσης, ακολούθησε και συνέπιπτε με τη γραμμή της δεσμευτικής ρυμοτομίας, ως είχε τροποποιηθεί το 1980.
Σύμφωνα με τους Καθ’ ων η αίτηση, σε ό,τι αφορά τον χρόνο κατασκευής των βελτιωτικών έργων κατά μήκος του οδικού άξονα που αρχίζει από τη συμβολή της Λεωφόρου με τη Λεωφόρο Γρίβα Διγενή και καταλήγει στη συμβολή της με τη Λεωφόρο Σπύρου Κυπριανού, αυτός έλαβε χώρα σε τρεις φάσεις. Η βελτίωση του τμήματος στο οποίο χωροθετείται το τεμάχιο κατασκευάστηκε την περίοδο 1982-1985, ως η Α' Φάση του Έργου.
Κατά τη διάρκεια των πιο πάνω κατασκευαστικών εργασιών, οι τότε ιδιοκτήτες του τεμαχίου (δηλαδή οι Αιτήτριες και ο αποβιώσας πατέρας τους), καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, την παραπομπή υπ’ αρ.67/84 (εφεξής η «παραπομπή») σε ό,τι αφορά το ύψος της αποζημίωσης για τον επηρεασμό της ιδιοκτησίας τους από την απαλλοτρίωση και άλλες αξιώσεις. Ως προκύπτει από επιστολή ημερομηνίας 01.07.1985 του Τμήματος Δημοσίων Έργων Λευκωσίας, η κατασκευή της Α’ Φάσης είχε ολοκληρωθεί πλην δύο περιπτώσεων όπου εκκρεμούσε τότε η διευθέτηση απαλλοτριώσεων, η μια εκ των οποίων αφορούσε το επίδικο τεμάχιο.
Αφού διαπιστώθηκε ότι ο επηρεασμός από την απαλλοτρίωση μέρους της οικίας προκάλεσε ενστάσεις από τους ιδιοκτήτες της, αποφασίστηκε όπως ανακληθεί μέρος της απαλλοτρίωσης και προωθήθηκε δημοσίευση διατάγματος μερικής ανάκλησης της στις 15.11.1985, ώστε να μειωθεί, κατά το δυνατόν, ο επηρεασμός της οικίας από τις κατασκευαστικές εργασίες. Παρά τούτο, οι εργασίες θα επηρέαζαν μέρος της καλυμμένης βεράντας και του υπογείου της κατοικίας.
Η διαδικασία εκδίκασης της παραπομπής διήρκησε περίπου μια δεκαετία και κατέληξε σε απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στις 28.09.1995, σύμφωνα με την οποία οι δύο πλευρές κατέληξαν σε διευθέτηση της διαφοράς τους, ενώπιον του Δικαστηρίου. Συμφωνήθηκε η καταβολή συγκεκριμένων ποσών ως αποζημιώσεων για την απαλλοτρίωση ενώ στην παράγραφο (α) του πρακτικού του Δικαστηρίου ημερ. 28.09.1995, σημειώνεται ότι επιδικάστηκε ποσό ύψους 31.000 Λιρών Κύπρου για κατασκευαστικά έργα στο επίδικο ακίνητο, η κατασκευή των οποίων ήταν αποτέλεσμα της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και τα οποία ανέλαβαν οι απαιτητές/ιδιοκτήτες να εκτελέσουν. Αυτά αφορούσαν εργασίες στο υπόγειο της οικοδομής, που θα έπρεπε να αρχίσουν εντός 2 μηνών από την ημερομηνία της απόφασης/πρακικού του Δικαστηρίου ημερ. 28.09.1995 και να αποπερατωθούν εντός 6 μηνών το αργότερο. Επιπλέον, με βάση το εν λόγω πρακτικό, η καταβολή του ποσού αυτού «...θα γίνει σταδιακά με την πρόοδο της εργασίας μέσα σε 30 μέρες από την προσκόμιση από τους απαιτητές στο αρμόδιο Τμήμα πιστοποιητικού εκδιδόμενου υπό του επιβλέποντος αρχιτέκτονας των απαιτητών πιστοποιημένου από αρμόδιου κυβερνητικού επιμετρητού ποσοτήτων...». Στην παράγραφο (β) του ίδιου πρακτικού αναφέρεται ότι το Τμήμα Δημοσίων Έργων θα αναλάμβανε να κατασκευάσει με δικά του έξοδα τοίχο αντιστήριξης για προστασία του επίδικου ακινήτου από το δημόσιο δρόμο εντός 3 μηνών από την ημερομηνία που θα του παραδοθεί από τους ιδιοκτήτες γραπτή προειδοποίηση ότι το κτήμα είναι έτοιμο να δεχθεί τον τοίχο αντιστήριξης, που ήταν απαραίτητος για την προστασία της οικίας, μετά την κατεδάφιση της καλυμμένης βεράντας και μέρους του υπογείου.
Το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, προχώρησε στην καταβολή του ποσού αποζημίωσης στους ιδιοκτήτες τον Μάιο και Ιούνιο του 1996 και ακολούθως το απολλοτριωθέν μέρος του τεμαχίου εγγράφηκε στο όνομα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως δημόσιος δρόμος. Ακολούθησε επιστολή του δικηγόρου των Αιτητών ημερ. 10.06.1996, στην οποία επιβεβαιωνόταν η λήψη των ποσών της αποζημίωσης με πλήρη επιφύλαξη ως προς το ποσό των τόκων για το οποίο ετίθεντο διάφοροι ισχυρισμοί.
Στις 05.07.1996, ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός Λευκωσίας ενημέρωσε τον Διευθυντή του Τμήματος Δημοσίων Έργων με την επιστολή του ότι όλα τα ποσά αποζημίωσης που οφείλονταν βάσει της απόφασης του Δικαστηρίου στην παραπομπή έχουν καταβληθεί. Στην ρηθείσα επιστολή επισυνάπτεται επιστολή ίδιας ημερομηνίας, με την οποία οι ιδιοκτήτες του τεμαχίου υπενθυμίζονται για τις υποχρεώσεις και δεσμεύσεις που ανέλαβαν με την απόφαση στην παραπομπή, ενώ τους ενημερώνει ότι σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, η έκταση που απαλλοτριώθηκε περιέρχεται στην κατοχή της Απαλλοτριούσας Αρχής.
Ακολούθως, με επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα προς τον δικηγόρο των ιδιοκτητών ημερομηνίας 24.10.1996, τον ενημέρωσε ότι έχουν καταβληθεί όλα τα ποσά που αφορούν την προαναφερόμενη απόφαση δικαστηρίου καλώντας τον όπως δώσει οδηγίες στους πελάτες του να επισπεύσουν τις ενέργειές τους δυνάμει της απόφασης του δικαστηρίου στα πλαίσια της παραπομπής.
Ως προκύπτει από τις δικαστικές αποφάσεις στις Προσφυγές Αρ. 933/1999 1. Κώστας Ιωαννίδης, 2. Αικατερίνη Ιωαννίδου Κλώνη, 3. Παρθενόπη Ιωαννίδου Κίτρου, 4. Στυλιανή Κ. Ιωαννίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 03.07.2001, και Αρ. 225/2002 1. Κώστας Ιωαννίδης, 2. Παρθενόπη Ιωαννίδου Κίτρου, 3. Στυλιανή Κ. Ιωαννίδου, 4. Αικατερίνη Ιωαννίδου Κλώνη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 10.03.2006, στις οποίες αναφέρονται τα μέρη, στο διάστημα που ακολούθησε φαίνεται οι Αιτήτριες να υπέβαλαν αίτηση στον Δήμο Λευκωσίας για εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας για διάφορες εργασίες επί της οικίας, περιλαμβανομένων την ανέγερση τριών ορόφων επ΄ αυτής αλλά και αίτησή για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών του τοπικού σχεδίου Λευκωσίας για την ανάπτυξη και επέκταση της οικίας.
Σημειώνεται ότι το περιεχόμενο των πιο πάνω αιτήσεων δεν ετέθη ενώπιον του Δικαστηρίου, παρ’ όλα αυτά σε επιστολή ημερ. 17.08.2021 των Αιτητριών (στην οποία αναφέρομαι στην κατάλληλη χρονολογική σειρά πιο κάτω), μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι στην αίτηση τους για έκδοση πολεοδομικής άδειας και άδειας οικοδομής ΠΑ/253/96 ζητούσαν κατεδάφιση της πρόσοψης και μέρους της οικίας και ευθυγράμμιση με την γραμμή απαλλοτρίωσης ώστε να υπάρξει συμμόρφωση με τη συμφωνία των μερών επί δικαστηρίου (στα πλαίσια της παραπομπής), κατακόρυφη επέκταση της υφιστάμενης οικοδομής πάνω στον υφιστάμενο σκελετό περιλαμβανομένων και των 7 κολώνων της πρόσοψης επί της Λεωφόρου, οι οποίες απαρτίζουν την έκταση η οποία συνεχίζει να καλύπτεται από δεσμευτική ρυμοτομία και επέκταση του υπογείου ως τα βορειοανατολικά σύνορα του τεμαχίου και κατασκευή νέων χώρων στάθμευσης. Η εν λόγω αίτηση κατόπιν διαδικασίας εξέτασης και εμπλοκής του Δήμου Λευκωσίας, του Υπουργείου Εσωτερικών, του Πολεοδομικού Συμβουλίου, του Τμήματος Πολεοδομίας και του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων (εφεξής «ΣΥ.ΜΕ.ΠΑ»), κατέληξε τελικά να απορριφθεί το έτος 2001. Το ίδιο έτος εξεδόθη η ως άνω απόφαση στην πρ. αρ. 933/1999 μετά δε περί τα 5 έτη εξεδόθη και η απόφαση στην πρ. αρ. 225/2002.
Συναφώς με τις πιο πάνω δικαστικές αποφάσεις, είναι η θέση των Καθ’ ων η αίτηση ότι οι Αιτήτριες συνέχισαν να μην συμμορφώνονται με την απόφαση/πρακτικό του Δικαστηρίου ημερ. 28.09.1995 στην παραπομπή, αλλά στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, προέβαλαν επιπλέον αιτήματα που δεν μπορούσαν να εξεταστούν ή να ικανοποιηθούν στη βάση της διευθέτησης/συμφωνίας ενώπιον του Δικαστηρίου στα πλαίσια της παραπομπής.
Στις 22.11.2013, ζητήθηκαν από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, οι απόψεις του Διευθυντή του Τμήματος Δημοσίων Έργων για τα θέματα που έθεσε ο Δήμαρχος Λευκωσίας σε επιστολή του ημερ. 04.03.2013, οι οποίες και εδόθησαν με σχετική επιστολή ημερ. 16.01.2014. Στο περιεχόμενο των εν λόγω επιστολών αναφέρομαι πιο κάτω.
Το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως δημοσίευσε Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης το 2019. Ως δε αναφέρεται στην επιστολή των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 18.11.2021 προς την Επίτροπο Διοίκησης και προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (προς απάντηση σε παράπονο των αιτητριών), η εν λόγω διαδικασία αφέθηκε να ατονήσει διότι εκ παραδρομής προωθήθηκε εκ νέου απαλλοτρίωση της εν λόγω έκτασης του τεμαχίου το 2019 καθότι διαπιστώθηκε ότι είχε απαλλοτριωθεί ήδη.
Λόγω των ενστάσεων που εκφράζονταν από τις Αιτήτριες, κλήθηκε σύσκεψη στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως μεταξύ των εμπλεκομένων, με σκοπό τη συζήτηση του θέματος και τη λήψη σχετικών αποφάσεων για τις επόμενες ενέργειες. Στη συγκεκριμένη σύσκεψη, που πραγματοποιήθηκε στις 20.05.2021, παρουσιάστηκε σχέδιο το οποίο ετοιμάστηκε από το Τμήμα Δημοσίων Έργων σε συνεργασία με το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, το οποίο βασίσθηκε σε αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης κατά μήκος της Λεωφόρου. Στο εν λόγω σχέδιο, κατά τους Καθ’ ων η αίτηση, προβλέφθηκε περαιτέρω μείωση των γεωμετρικών χαρακτηριστικών του δρόμου σε σχέση με τον σχεδιασμό του 1985, με αποτέλεσμα να αποφευχθεί ο επηρεασμός της καλυμμένης βεράντας και του υπογείου της οικίας με μόνο πλέον επηρεασμό αυτόν της αφαίρεσης των εξωτερικών σκαλοπατιών που οδηγούν από τον κήπο στην βεράντα.
Οι Αιτήτριες ειδοποιήθηκαν για τα προγραμματιζόμενα έργα κατά μήκος του οδικού συνόρου του τεμαχίου με σχετική επιστολή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ημερ. 07.07.2021, στην οποία επισυνάφθηκε το σχέδιο διαμόρφωσης του δρόμου, ενώ τις καλούσε να εκφέρουν τις απόψεις τους σχετικά με τη χωροθέτηση των σκαλοπατιών της οικίας, ώστε η λύση που θα δοθεί να ικανοποιεί και τις δικές τους ανάγκες.
Ο Αιτήτριες αντέδρασαν στην πιο πάνω επιστολή, με επιστολή ημερ. 17.08.2021, στην οποία αναφέρθηκαν στις θέσεις/ισχυρισμούς τους. Εκεί μεταξύ άλλων αναφέρονται στο υπ’ αυτές ουσιώδες ιστορικό και στην αίτηση τους για έκδοση πολεοδομικής άδειας και άδειας οικοδομής ΠΑ/253/96, στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω.
Στη συνεδρία της Τεχνικής Επιτροπής ημερομηνίας 03.12.2021, τέθηκε ξανά προς συζήτηση το σχέδιο διαμόρφωσης της Λεωφόρου κατά μήκος του τεμαχίου και υιοθετήθηκε σχέδιο που βασίσθηκε σε αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης κατά μήκος της Λεωφόρου στην περιοχή του εν λόγω τεμαχίου.
Στη βάση των ανωτέρω, και, επειδή, κατά τους Καθ’ ων η αίτηση, το σχέδιο δεν θα επηρέαζε δομικό μέρος της οικίας και οι εργασίες θα περιορίζονταν σε γη που ήταν ήδη εγγεγραμμένη ως δημόσιος δρόμος, ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως με την επιστολή του ημερ. 24.05.2022, ζήτησε από το Τμήμα Δημοσίων Έργων όπως προχωρήσει με την υλοποίηση του κατασκευαστικού σχεδίου που είχε υιοθετήσει η Τεχνική Επιτροπή στις πιο πάνω σχετικές συνεδρίες της.
Στις 10.11.2023, και αφού είχε προηγηθεί και εμπλοκή του γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως και προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όπου οι Αιτήτριες είχαν υποβάλει παράπονο, υπάλληλοι του Επαρχιακού Μηχανικού Λευκωσίας του Τμήματος Δημοσίων Έργων, μετέβηκαν στο τεμάχιο με σκοπό την εκτέλεση των εργασιών επί τούτου. Ως αναφέρουν οι Καθ΄ων η αίτηση στην ένστασή τους, οι εν λόγω εργασίες περιλάμβαναν την κατεδάφιση των σκαλοπατιών της οικίας, τα οποία βρίσκονται εντός της δημόσιας απαλλοτριωθείσας γης και την κατασκευή σκαλωσιών σε άλλο σημείο, ώστε να είναι εφικτή η είσοδος στην οικία. Ως περαιτέρω αναφέρουν οι Καθ’ ων η αίτηση, τότε οι Αιτήτριες εξέφρασαν (προφανώς προφορικώς) την έντονη ένστασή τους ως προς την εκτέλεση οποιωνδήποτε εργασιών και προέταξαν την απόφαση του Δικαστηρίου στην παραπομπή ημερ. 28.09.1995, προβάλλοντας διάφορους ισχυρισμούς, όσον αφορά τη νομιμότητα των εργασιών. Ως αποτέλεσμα, το Τμήμα Δημοσίων Έργων σε συνεννόηση με το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, εκπρόσωποι του οποίου μετέβηκαν στο σημείο, αποφάσισαν την προσωρινή αναστολή των εργασιών, μέχρις ότου επιβεβαιωθούν τα δεδομένα.
Στις 22.12.2023, οι δικηγόροι των Αιτητριών απέστειλαν επιστολή προς τον Υπουργό Εσωτερικών και τον Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, ζητώντας επιστροφή της απαλλοτριωμένης γης, αποφυγή εργασιών εντός του τεμαχίου και αποζημιώσεις για την απώλεια χρήσης του τεμαχίου από το 1995 μέχρι και την ημερομηνία εκείνη.
Στις 22.02.2024, το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως ενημέρωσε τους δικηγόρους των Αιτητριών ότι το περιεχόμενο της επιστολής τους εξετάζεται σε συνεργασία με τα άλλα αρμόδια Τμήματα και τον Δήμο Λευκωσίας.
Στις 12.04.2024, οι Αιτήτριες καταχώρησαν την υπό κρίση προσφυγή μαζί με ενδιάμεση αίτηση για προσωρινό διάταγμα, αιτούμενες με τα αιτητικά (Α) και (Β) αυτής την ακύρωση της συνεχιζόμενης άρνησης και/ή παράλειψης των Καθ’ ων η Αίτηση να ανακαλέσουν το Διάταγμα απαλλοτρίωσης με αρ. 1088 ημερομηνίας 03.10.1981, στο μέτρο που επηρεάζει σήμερα το μέρος του τεμαχίου και/ή να επιστρέψουν το τεμάχιο, λόγω μη εκπλήρωσης του σκοπού της απαλλοτρίωσης εντός του καθοριζόμενου, από το Σύνταγμα και το Νόμο, χρονικού διαστήματος, και εν πάση περιπτώσει μέχρι και σήμερα.
Κατόπιν δέσμευσης εκ μέρους της διοίκησης με δήλωση της ευπαίδευτης συνηγόρου της ενώπιον του Δικαστηρίου να μην προχωρήσει στην υλοποίηση των εργασιών (κατεδάφιση σκαλοπατιών κτλ) με την συναντίληψη ότι η προσφυγή, λόγω της μη υλοποίησης των έργων, θα εκδικάζετο κατά προτεραιότητα και αναλόγως του προγράμματος του Δικαστηρίου, η ενδιάμεση αίτηση αποσύρθηκε. Κατόπιν συμπλήρωσης των αγορεύσεων και αφού είχε μεσολαβήσει η προσθήκη ως διαδίκου της Αιτήτριας 3, η παρούσα οδηγήθηκε σε διευκρινίσεις εντός Μαρτίου του τρέχοντος.
Με την αγόρευση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των Αιτητριών εγείρεται ουσιαστικά η θέση ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση απέτυχαν μέχρι σήμερα, να υλοποιήσουν τον σκοπό της απαλλοτρίωσης εντός εύλογου χρόνου και/ή να επιστρέψουν την επίδικη περιουσία στις ιδιοκτήτριες της Αιτήτριες. Οι Καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν μόνο σε πληρωμή αποζημίωσης (που κατά τη θέση των Αιτητριών δεν ήταν πλήρης) και σε μεταβίβαση της ιδιοκτησίας στο Κτηματολόγιο το 1997 χωρίς ωστόσο να προχωρήσουν έκτοτε σε περαιτέρω μέτρα υλοποίησης της απαλλοτρίωσης. Όπως σχολιάζουν με παραπομπή σε έγγραφα της Ένστασης των Καθ’ ων η αίτηση, δεν αποκαλύπτεται καμία κινητικότητα για την περίοδο 1997 μέχρι 2013 και μόλις το 2013-2014 άρχισε επανεξέταση από το Δήμο Λευκωσίας και το 2018 υιοθετήθηκε από τη Τεχνική Επιτροπή το σχέδιο ΚΚΜ2178 αναφορικά με τη Λεωφόρο. Από τα δε έγγραφα αυτά, κατά τις Αιτήτριες προκύπτει ότι πλέον το τι προωθείται, συνιστά νέο σχέδιο που εξυπηρετεί νέες ανάγκες που δημιουργήθηκαν από νέα έργα (πχ προγραμματισμό διεύρυνσης της Λεωφόρου ενόψει της επικείμενης μονοδρόμησης της Λεωφόρου Μακαρίου), ενώ το απαλλοτριωθέν μέρος του τεμαχίου δεν χρησιμοποιήθηκε για τον σκοπό που απαλλοτριώθηκε. Μέχρι δε τις πρόσφατες προκαταρκτικές εργασίες του 2023, οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν είχαν προβεί προηγουμένως σε άλλες ενέργειες υλοποίησης προκαταρκτικές ή αλλιώς, αλλά ούτε και σε επιστροφή του ακινήτου. Ήταν μάλιστα, λέγουν, η συνταγματική και νομική υποχρέωση των Καθ’ ων η Αίτηση να προχωρήσουν σε ενέργειες επιστροφής της περιουσίας, από δική τους πρωτοβουλία, πόσο μάλλον μετά από τα σχετικά αιτήματα των Αιτητριών, όταν από το 2002 οι Αιτήτριες ζητούσαν επιστροφή της περιουσίας τους.
Παραπέμπουν συναφώς σε νομολογία [αποφάσεις Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 166 και Υπ. Αρ. 788/2008 Tivoli Propery Ltd ν. Δημοκρατίας ημερ. 29.01.2010], θεωρώντας ότι υποστηρίζει το παρόν αίτημά τους.
Η πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση, διά της ένστασης και αγόρευσης της ευπαίδευτης συνηγόρου τους, υποβάλλουν ότι η προσφυγή είναι έκθετη σε απόρριψη. Εγείρουν μάλιστα τις ακόλουθες προδικαστικές ενστάσεις, από τις οποίες η υπ’ αρ. 6 αποσύρθηκε κατόπιν της προσθήκης της Αιτήτριας 3 ως διαδίκου στην παρούσα προσφυγή:
«1. Οι Καθ’ ων η Αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι η υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Σεβαστό Δικαστήριο ως απαράδεκτη καθ’ ότι στρέφεται κατά μη εκτελεστής διοικητικής πράξης.
2. Άνευ βλάβης της πιο πάνω προδικαστικής ένστασης, οι Καθ’ ων η Αίτηση εγείρουν δεύτερη προδικαστική ένσταση ότι η υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Σεβαστό Δικαστήριο ως απαράδεκτη, καθότι αφορά ιδιωτικής φύσεως διαφορά και/ή το αντικείμενό της δεν εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, εφόσον οι κύριοι ισχυρισμοί των Αιτητριών, βασίζονται στη συμφωνία που συνομολογήθηκε στο πλαίσιο της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου στην παραπομπή υπ’ αρ.67/84, και ως εκ τούτου, το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να την εκδικάσει.
3. Άνευ βλάβης των πιο πάνω προδικαστικών ενστάσεων, οι Καθ’ ων η Αίτηση εγείρουν τρίτη προδικαστική ένσταση ότι οι Αιτήτριες στερούνται του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος και/ή δεν νομιμοποιούνται στις αιτούμενες θεραπείες και/ή να αιτούνται ανάκληση της απαλλοτρίωσης, καθότι τους έχει καταβληθεί και/ή εισέπραξαν το ποσό της αποζημίωσης.
4. Άνευ βλάβης των πιο πάνω προδικαστικών ενστάσεων, οι Καθ’ ων η Αίτηση εγείρουν τέταρτη προδικαστική ένσταση ότι οι Αιτήτριες στερούνται εννόμου συμφέροντος και/ή δεν νομιμοποιούνται στις αιτούμενες θεραπείες και/ή κωλύονται (estoppel) εκ της συμπεριφοράς και/ή των ενεργειών τους να προωθούν την υπό κρίση προσφυγή.
5. Άνευ βλάβης των πιο πάνω προδικαστικών ενστάσεων, οι Καθ’ ων η Αίτηση εγείρουν πέμπτη προδικαστική ένσταση ότι οι Αιτήτριες δεν έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης που είναι στους ώμους τους ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση εξ υπαιτιότητας τους παρέλειψαν να προβούν στις ευλόγως αναγκαίες ενέργειες για υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης και/ή ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης κατέστη μη εφικτά πραγματοποιήσιμος.
6. Άνευ βλάβης των πιο πάνω προδικαστικών ενστάσεων, οι Καθ’ ων η Αίτηση εγείρουν έκτη προδικαστική ένσταση ότι στην υπό κρίση προσφυγή δεν έχουν συνενωθεί όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι».
Έχοντας λοιπόν μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή όσα ετέθησαν από τα μέρη καθώς και το περιεχόμενο των σχετικών εγγράφων και δη αυτά στα οποία παραπέμπομαι από τα μέρη, καταλήγω στα ακόλουθα:
Είναι καταρχάς απορριπτέες οι πρώτες δύο προδικαστικές ενστάσεις, ότι δηλαδή η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί καθ’ ότι στρέφεται κατά μη εκτελεστής διοικητικής πράξης ή επειδή αφορά ιδιωτικής φύσεως διαφορά και/ή το αντικείμενό της δεν εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, εφόσον οι κύριοι ισχυρισμοί των Αιτητριών, βασίζονται στη συμφωνία που συνομολογήθηκε στο πλαίσιο της παραπομπής, και ως εκ τούτου, το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να την εκδικάσει.
Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η κατ’ Άρθρο 23(5) του Συντάγματος [και 15(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (15/1962)-εφεξής ο «Νόμος»] παράλειψη επιστροφής απαλλοτριωθέντος (μέρους) τεμαχίου, διαφορά η οποία εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και εντός της δικαιοδοσίας του παρόντος. Αυτό φυσικά έχει ξεκαθαρίσει και υποστηρίζεται από πλήθος νομολογίας (μεταξύ αυτών και η ανωτέρω Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ) και παρέλκει η δική μου συνεισφορά σε κάτι επιπρόσθετο. Σημειώνω μόνο ότι η απόφαση στην Έφ. Δ.Δ Αρ. 133/18 Παμπόρη ν. Κυπριακή Δημοκρατία ημερ. 19.06.2024 που προτάσσει η Δημοκρατία, δε θεωρώ ότι είναι σχετική με τα εδώ κρινόμενα, μεταξύ άλλων, επειδή εκεί είχε υπάρξει πώληση της ακίνητης περιουσίας και όχι απαλλοτρίωση της. Σε κάθε περίπτωση, ως προς όσους ισχυρισμούς άπτονται της τήρησης ή μη της διευθέτησης των μερών στην Παραπομπή, σχετική είναι η καταληκτική μου αναφορά στην παρούσα.
Απορριπτέα είναι και η υπό 3 προδικαστική ένσταση. Θεωρώ ότι η είσπραξη από τις Αιτήτριες των ποσών αποζημίωσης[1], δεν αποτελεί λόγο απώλειας εννόμου συμφέροντος τους. Η διαδικασία επιστροφής κατά τον κανόνα του Άρθρου 23(5) του Συντάγματος και του άρθρου 15(1) του Νόμου, προϋποθέτει κτήση της περιουσίας από τη διοίκηση και ακολούθως προσφορά της στο πρόσωπο από το οποίο απαλλοτρίωσε «στην τιμή κτήσης της».
Προφανώς η διοίκηση αξιώνει την τιμή κτήσης που, κατά κανόνα, ήδη κατέβαλε, συνεπώς η είσπραξη από τον ιδιοκτήτη ολοκληρώνει το προηγούμενο στάδιο, αυτό της απαλλοτρίωσης και δε θα μπορούσε η άσκησή του εν λόγω νόμιμου δικαιώματος του διοικούμενου να αποτελεί κώλυμα για αξίωση ενός άλλου ενδεχόμενου (εξεταστέου στην ουσία της διαφοράς) δικαιώματος που είναι επόμενο/ μεταγενέστερο και αφορά την επιστροφή στην τιμή κτήσης του απαλλοτριωθέντος εφόσον διαπιστωθεί η μη χρήση του για το σκοπό της απαλλοτρίωσης.
Απορριπτέες είναι και υπό 4 και 5 προδικαστικές ενστάσεις, ότι δηλαδή οι Αιτήτριες στερούνται εννόμου συμφέροντος και/ή δεν νομιμοποιούνται στις αιτούμενες θεραπείες και/ή κωλύονται (estoppel) εκ της συμπεριφοράς και/ή των ενεργειών τους να προωθούν την υπό κρίση προσφυγή.
Επ’ αυτών σημειώνω ότι από τα όσα ετέθησαν στο Δικαστήριο από αμφότερα μέρη, τόσο από τις Αιτήτριες όσο και από τους Καθ’ ων η αίτηση και ανέφερα στα γεγονότα πιο πάνω, τα οποία βέβαια αφορούν και διαδικασίες ενώπιον άλλων διοικητικών οργάνων που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα (πχ Δήμος Λευκωσίας, Υπουργικό Συμβούλιο, ΣΥ.ΜΕ.ΠΑ) ως προς το χρονικό διάστημα μεταξύ 1996-2013, δεν μπορεί να διαπιστωθεί «υπαιτιότητα» στην όλη καθυστέρηση εν πάση περιπτώσει σε εκείνον τον βαθμό πεποίθησης ώστε να οδηγηθώ σε συμπέρασμα περί απώλειας εννόμου συμφέροντος ή κωλύματος των Αιτητριών να προωθήσουν την παρούσα. Ασφαλώς, οι ενέργειες των μερών, ως τουλάχιστον προκύπτουν από τα ενώπιόν μου έγγραφα σχολιάζονται κατά την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης και ως προς το βάσιμο ή μη της ουσίας του αιτήματος των Αιτητριών.
Ως εκ των ανωτέρω οι προδικαστικές ενστάσεις απορρίπτονται.
Επί της ουσίας, ως ανέφερα στα γεγονότα, στα πλαίσια της παραπομπής τα μέρη είχαν καταλήξει σε διευθέτηση, η οποία τους έθετε συγκεκριμένες υποχρεώσεις ώστε να γίνουν οι απαραίτητες εργασίες εντός του επηρεαζόμενου τμήματος του τεμαχίου. Από τα όσα τουλάχιστον ετέθησαν ενώπιόν μου, προκύπτει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση από το 1996 όχλησαν τις Αιτήτριες να εκτελέσουν τις υποχρεώσεις τους βάσει της διευθέτησης της παραπομπής επικαλούμενοι ότι είχαν καταβάλει τα ποσά που προνοούσε η διευθέτηση αυτή μέχρι το στάδιο εκείνο[2]. Περαιτέρω τόσο από τα έγγραφα όσο και από τις αποφάσεις στις προσφυγές 933/1999 και 225/2002, προκύπτει ότι οι αιτήσεις των Αιτητριών προς τον Δήμο Λευκωσίας για λήψη πολεοδομικών αδειών και αδειών οικοδομής δεν περιοριστήκαν στα όσα θα είχαν σκοπό την εκτέλεση των αναληφθέντων με τη διευθέτηση αλλά και σε άλλα αιτήματα όπως επέκταση καθ’ ύψος της οικίας, λήψη κατά παρέκκλιση αδειών κτλ. Οι δικαστικές διαμάχες ήταν χρονοβόρες, οι οποίες οδηγήθηκαν στην έκδοση το 2001 πρώτα της απόφασης στην πρ. αρ. 933/1999 και το 2006 της απόφασης στην Αρ. 225/2002.
Στο χρόνο που μεσολάβησε μετά την τελευταία δικαστική απόφαση, δεν προκύπτει οι Αιτήτριες να έπραξαν οτιδήποτε προς υλοποίηση της διευθέτησης τουναντίον το 2002 είχαν στείλει τη θέση τους ότι η απαλλοτριωθείσα πρέπει να επιστραφεί. Οι Καθ΄ων η αίτηση δεν απάντησαν στο αίτημα ούτε όμως οι Αιτήτριες αποτάθηκαν τότε στο δικαστήριο με παρόμοιο ως το παρόν ένδικο βοήθημα. Τελικά το ζήτημα ανακινήθηκε και επαναφέρθηκε εκ νέου με πρωτοβουλία του τότε Δημάρχου Λευκωσίας το 2013 όταν απέστειλε επιστολή στους Καθ’ ων η αίτηση (Παράρτημα 15 σε Ένσταση) με την οποία κατέγραφε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
«Η Λεωφόρος στο υπό αναφορά σημείο παρουσιάζει στένωμα και οι δύο λωρίδες κυκλοφορίας προς νότια κατεύθυνση μειώνονται σε μια.
Μετά από έρευνα που έγινε στο σχετικό φάκελο έχει διαπιστωθεί ότι:
(α) στις 3/10/1980 δημοσιεύτηκε απαλλοτρίωση μέρους του τεμαχίου (Δ.Π. 1073)
(β) στις 15/11/1985 δημοσιεύτηκε ανάκληση της απαλλοτρίωσης κρίνοντας την ιδιοκτησία ως μη αναγκαία για τους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας,
Λαμβάνοντας υπόψη τα κυκλοφοριακά προβλήματα που παρουσιάζονται στο υπό αναφορά σημείο της Λεωφόρου Νίκης παράκληση μας είναι όπως το όλο θέμα επανεξεταστεί»
Σημειώνεται ότι στο σημείο υπό (β) της επιστολής του Δημάρχου γίνεται λόγος για ανάκληση της απαλλοτρίωσης ενώ είναι δεδομένο και παραδεκτό από τα μέρη ότι η ανάκληση ήταν μερική και αφορούσε κάποια τετραγωνικά μέτρα του τεμαχίου.
Ακολούθησαν διάφορες επικοινωνίες μεταξύ των εμπλεκόμενων υπηρεσιών όπου σε κάποιες εξηγείται η κατάσταση ως προς το ιστορικό της απαλλοτρίωσης του τεμαχίου (Παράρτημα 16Α σε Ένσταση) και ότι έχει μεσολαβήσει μερική ανάκληση απαλλοτρίωσης του, ενώ αλλού φαίνεται να ζητείται να απαλλοτριωθεί (χωρίς να αναφέρεται στην προηγηθείσα απαλλοτρίωση και μερική ανάκλησή της) το μέρος του τεμαχίου που επεμβαίνει στη Λεωφόρο (Παράρτημα 16Β σε Ένσταση) λόγω των σοβαρών προβλημάτων στην οδική ασφάλεια, μείωση χωρητικότητας του δρόμου και στην παράνομη στάθμευση.
Κατόπιν των πιο πάνω, οι Καθ’ ων η αίτηση δημοσίευσαν τη Γνωστοποίηση 2019, η οποία αφέθηκε να ατονήσει και εν τέλει το ζήτημα έφτασε στο 2021 όταν οι Καθ’ ων η αίτηση, ενόψει και των τότε διατυπωθεισών ενστάσεων των Αιτητριών, κατέληξαν σε υιοθέτηση σχεδίου που κατά τη θεώρησή τους θα απέληγε σε μικρότερο επηρεασμό της οικίας εφόσον δεν θα επηρέαζε την καλυμμένη βεράντα και το υπόγειο αλλά μόνο τα εξωτερικά σκαλοπάτια της.
Ακολούθησαν ειδοποιήσεις των Αιτητριών για τα προγραμματισμένα έργα, οι οποίες έτυχαν των έγγραφων διαμαρτυριών τους και τελικά ενόψει της άποψης των Καθ’ ων η αίτηση ότι οι εργασίες δεν θα επηρέαζαν δομικό μέρος της οικίας και θα περιοριζόταν σε γη που ήταν ήδη εγγεγραμμένη ως δημόσιος δρόμος δόθηκαν οδηγίες να προχωρήσουν στις εργασίες με τους υπαλλήλους των Καθ΄ων η αίτηση να μεταβαίνουν στις 10.11.2023 στο τεμάχιο.
Μετά τις εκ νέου διαμαρτυρίες και ισχυρισμούς των Αιτητριών για παράβαση της διευθέτησης της παραπομπής, οι εργασίες αναστάλησαν για να διερευνηθούν οι ισχυρισμοί και ακολούθησε η επιστολή των δικηγόρων των Αιτητριών και η καταχώρηση της παρούσας προσφυγής.
Από την ανωτέρω αλληλουχία γεγονότων, κάποια από τα οποία βέβαια καταγράφω σε πιο μεγάλη λεπτομέρεια και στην παράθεση των γεγονότων στην εισαγωγή της παρούσας, προκύπτει κατά την άποψή μου ότι στην όλη υπόθεση παρατηρήθηκε, δεδομένα, καθυστέρηση. Από τα στοιχεία που τα μέρη έθεσαν υπόψη μου, σε αυτήν φαίνεται να συνέτειναν διάφοροι παράγοντες μεταξύ αυτών οι αιτήσεις ανάπτυξης του τεμαχίου, οι μεσολαβήσασες δικαστικές διαδικασίες, η ηθελημένη, λόγω ανοχής στις διαμαρτυρίες των Αιτητριών ή και τυχαία ή λόγω εσφαλμένης πληροφόρησης των εμπλεκόμενων φορέων της διοίκησης καθυστέρηση στην προώθηση των εργασιών κ.α, όμως δεν έπαυσαν οι Καθ΄ ων η αίτηση να ενεργούν προς το σκοπό ολοκλήρωσης (του σκοπού) της απαλλοτρίωσης.
Άλλωστε είναι σαφές ότι τα έργα στη Λεωφόρο είχαν ήδη ολοκληρωθεί και επέμειναν μόνο δύο σημεία που οι εργασίες δεν είχαν εκτελεστεί, μεταξύ αυτών το ένα αναφορικά με το τεμάχιο. Τα προβλήματα που δημιουργούνταν από τη μη εκτέλεση των εργασιών δεν προκύπτει να ήταν νέα, άλλωστε ο Δήμαρχος στην επιστολή του ημερ. 04.03.2013 αλλά και οι Καθ’ ων η αίτηση στην επιστολή τους ημερ. 16.01.2014 αναφέρονται στα υφιστάμενα τότε σοβαρά προβλήματα που δημιουργεί η επί τόπου κατάσταση που απαιτούσαν επίλυση και αυτά ήταν πολύ προγενέστερα του Σχεδίου ΚΚΜ2178, του οποίου η όποια υιοθέτηση φαίνεται να συζητείται τον Ιούλη του 2018 (Παράρτημα 17 σε Ένσταση).
Σε κάθε περίπτωση ή όποια τυχούσα υιοθέτησή του Σχεδίου ΚΚΜ2178 ή η εκάστοτε μεσολάβηση και νέων σχεδιασμών (πχ τότε σχεδιαζόμενη μονοδρόμηση Λεωφόρου Μακαρίου), δε θεωρώ ότι άλλαξε τον σκοπό της απαλλοτρίωσης που ήταν η βελτίωση της Λεωφόρου με την απάμβλυνση των προβλημάτων που σημειώνονταν πολύ πριν τους εκάστοτε αναφερόμενους νέους σχεδιασμούς και, που ως προκύπτει από τα έγγραφα στα οποία αναφέρθηκα, έχριζαν επίλυσης (διαχρονικώς). Ούτε φυσικά ο σκοπός της απαλλοτρίωσης αλλάζει λόγω αλλαγής, μετά τις διαμαρτυρίες των Αιτητριών, του σχεδιασμού (ήτοι περιορισμού ως η θέση των Καθ΄ων η αίτηση) της επέμβασης των εργασιών επί της οικίας. Ο σκοπός προφανώς παραμένει ίδιος και δεν αμφισβητείται άλλωστε ότι οι εργασίες αφορούν το απαλλοτριωθέν τμήμα του τεμαχίου.
Στη νομολογία, την οποία επικαλούνται οι ευπαίδευτες συνήγοροι αμφότερων μερών, ήτοι την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα (υπογράμμιση του Δικαστηρίου):
«Η Mustafa v. Republic εξέφρασε μια διαχρονική αρχή η οποία συναρτάται προς αυτή ταύτη την έννοια της συνεχιζόμενης παράλειψης σε σχέση με τη δεδομένη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο το απαλλοτρίωσε. Η υποχρέωση της διοίκησης να προσφέρει επιστροφή κτήματος ο σκοπός της απαλλοτρίωσης του οποίου δεν κατέστη εφικτός, όπως επιβάλλεται με συνταγματική ισχύ στο Άρθρο 23.5, είναι άρρηκτα και πάγια ακόλουθη της υποχρέωσης της εκείνης. Και η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να διαγραφεί δια παντός ως εκ μιας αρνητικής τοποθέτησης της διοίκησης σε κάποιο συγκεκριμένο χρόνο έναντι αιτήματος για επιστροφή. Μία τέτοια αρνητική τοποθέτηση συνιστά βεβαίως εκτελεστή διοικητική πράξη η νομιμότητα της οποίας κρίνεται, εφ' όσον προσβληθεί, με αναφορά στα δικά της δεδομένα ως προς το συγκεκριμένο σχετικό χρόνο σε συνάρτηση με το ερώτημα κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν είχε καταστεί εφικτός. Ανεπιτυχής προσβολή τέτοιας απόφασης ή παράλειψη εμπρόθεσμης προσβολής της διατηρεί τη νομιμότητα της ως διοικητικής κρίσης επί των δεδομένων της. Δεν καταργεί όμως τη θεμελιακή υποχρέωση της διοίκησης να καταστήσει εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης και τη δυνατότητα του πρώην ιδιοκτήτη να επανέλθει με νέο αίτημα για επιστροφή. Κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει καταστεί εφικτός θα κριθεί πλέον με αναφορά στο σύνολο των δεδομένων όπως έχουν διαμορφωθεί, σε συνάρτηση πάντοτε προς το σχετικό προς το ερώτημα χρόνο, περιλαμβανομένων των προηγηθέντων αλλά και των ακολουθησάντων την αρνητική απόφαση δεδομένων. Το ζητούμενο δεν είναι πλέον η αρνητική απόφαση, η οποία και όντως δεν θα μπορούσε να προσβάλλεται τώρα εκπροθέσμως, αλλά η ακόλουθη εκείνης και συνεχιζόμενη υποχρέωση της διοίκησης να καταστήσει εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης, παράλειψη εκπλήρωσης της οποίας και μπορεί πάντοτε να προσβάλλεται, όπως υποδεικνύει η Mustafa v. Republic, ως συνεχιζόμενη παράλειψη.
Και είναι ακριβώς τέτοια συνεχιζόμενη παράλειψη μετά και από την αρνητική απάντηση της 16.4.1999, και όχι εκείνη την αρνητική απάντηση, που προσβάλλει η προσφυγή. Η αναφορά στο αιτητικό σε "άρνηση και ή παράλειψη" είναι σαφώς αναφορά όχι στην κυριολεκτικά άρνηση της 16.4.1999 αλλά στη συνεχιζόμενη παράλειψη της διοίκησης να καταστήσει εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης που περιγραφικά δίδεται ως η συνεχής αρνητική της διάθεση να επιστρέψει το κτήμα. Αυτό είναι σαφές από τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η προσφυγή, και δη την αναφορά ότι, παρά την πάροδο 15 μηνών από την αρνητική απόφαση της 16.4.1999, η διοίκηση ουδέν έπραξε για την ανέγερση του τυπογραφείου και ούτε περιέλαβε οποιαδήποτε σχετική δαπάνη στον προϋπολογισμό. Με την προσβολή της συνεχιζόμενης παράλειψης λοιπόν τίθεται εκ νέου προς εξέταση η εκπλήρωση της διαρκούς υποχρέωσης της διοίκησης και μάλιστα χωρίς να έχει μεσολαβήσει, εφ' όσον η αρνητική απάντηση της 16.4.1999 δεν προσεβλήθη, δικαστική κρίση επ' αυτής.
Είναι κάτω από αυτό το φως που πρέπει να ιδωθεί η ακόλουθη της Mustafa v. Republic νομολογία στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί.
(…)η παραπομπή στο εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης αποκαθιστά την ορθή διατύπωση του συνταγματικού κριτηρίου η οποία συναρτά την εφαρμογή του Άρθρου 23.5 προς τη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και έτσι να καθιστά συνεχώς, και βεβαίως όχι μόνο μέσα στην περίοδο των τριών ετών από την απαλλοτρίωση, εφικτά πραγματοποιήσιμο το σκοπό αυτό».
Από το ως άνω απόσπασμα στην Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ, έχω την άποψη ότι ασφαλώς προκύπτει η διαρκής υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το απαλλοτριωθέν για το σκοπό της απαλλοτρίωσης όμως επίσης προκύπτει ότι το κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει καταστεί εφικτός κρίνεται με τα δεδομένα και τον χρόνο υποβολής του εκάστοτε αιτήματος επιστροφής. Οι Αιτήτριες στον χρόνο που ισχυρίζονται απραξία των Καθ΄ ων η αίτηση, και βασικά πριν το 2013, ουδέν έπραξαν για σκοπούς επιστροφής του απαλλοτριωθέντος. Ισχυρίζονται μεν ότι είχαν στείλει επιστολή το 2002 όμως δεν έπραξαν οτιδήποτε περαιτέρω ούτε φυσικά αποτάθηκαν στο Δικαστήριο ώστε να κριθεί η όλη μέχρι τότε στάση της διοίκησης.
Το έπραξαν όμως μόλις στα τέλη 2023-αρχές 2024, αφού το θέμα είχε ανακινηθεί ήδη από το 2013 και αφού η διοίκηση πλέον επανήλθε, θα έλεγα δραστικά, και αφού είχαν ήδη ειδοποιηθεί από το 2021 μάλιστα για εκκίνηση των εργασιών και ακολούθως μετέβησαν υπάλληλοι της ώστε να εκτελέσουν τις εργασίες στο τεμάχιο.
Με τα ως άνω λοιπόν δεδομένα και λαμβάνοντας καθοδήγηση από την Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ, η οποία αναγνωρίζει όχι μόνο τη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να καθιστά συνεχώς εφικτά πραγματοποιήσιμο το σκοπό της απαλλοτρίωσης αλλά και ότι το κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει καταστεί εφικτός κρίνεται με αναφορά στο σύνολο των δεδομένων όπως έχουν διαμορφωθεί, σε συνάρτηση πάντοτε προς το σχετικό προς το ερώτημα χρόνο, περιλαμβανομένων των προηγηθέντων αλλά και των ακολουθησάντων δεδομένων, δεν μπορώ παρά να δεχτώ ότι, ως διαμορφώθηκαν τα δεδομένα κατά τον χρόνο του υπό κρίση αιτήματος των Αιτητριών, στα τέλη του 2023 με αρχές του 2024 η διοίκηση ήταν «επί τω έργω», ήτοι με υπαλλήλους εντός του τεμαχίου, στο να καταστήσει εφικτά πραγματοποιήσιμο το σκοπό της απαλλοτρίωσης.
Στο σημείο αυτό, δέον μάλιστα να παραπέμψω και στην σχετικά πρόσφατη απόφαση στην Αναθ. Έφ. Αρ. 74/15 Γεώργιος Κκιρκία κ.α ν. Δήμου Παραλιμνίου ημερ. 16.01.2023, που σχολιάζεται και από την ευπαίδευτη συνήγορο των Καθ’ ων η αίτηση και η οποία θεωρώ παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με την παρούσα προσφυγή εφόσον σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η δημιουργία δρόμου, μέρος του οποίου είχε ήδη κατασκευαστεί και μάλιστα και το εκεί επίδικο τμήμα τεμαχίου, είχε εγγραφεί ως δημόσιος δρόμος (ως και στην παρούσα) και δεν είχε ασφαλτοστρωθεί αλλά μάλιστα είχε ανεγερθεί υδατοδεξαμενή και θερμοκήπιο των εφεσειόντων. Εκεί λοιπόν αναφέρθηκε προς επικύρωση της πρωτόδικης κρίσης:
«Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ως προς τούτο σαφείς και τις έχουμε ανωτέρω παραθέσει: όχι μόνο η περιουσία ενεγράφη ως «δημόσιος δρόμος» αλλά και μέρος του δημόσιου πλέον δρόμου είχε ήδη κατασκευαστεί και εχρησιμοποιείτο προς εξυπηρέτηση του κοινού. Τούτο, ως έκρινε, διαφοροποιούσε την περίπτωση από την υπόθεση Ευθυμιάδης, όπου είχε παραπέμψει ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειόντων, στην οποία δεν υπήρξε καμιά κινητικότητα για υλοποίηση του σκοπού».
Με γνώμονα λοιπόν όσα ανέφερα πιο πάνω και στη βάση της ως άνω νομολογίας, καταλήγω ότι η παρούσα προσφυγή δεν είναι βάσιμη. Δε διαπιστώνω παράβαση του Άρθρου 23(5) του Συντάγματος ή του άρθρου 15 του Νόμου, ούτε μπορούν να γίνουν δεκτοί οι συνοπτικώς διατυπωθέντες συναφείς ισχυρισμοί περί παράνομου προσπορισμού αδικαιολόγητου πλουτισμού, παραβίασης των αρχών αναλογικότητας, χρηστής διοίκησης, καλής πίστης, ισότητας, δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, επηρεασμό της ιδιωτικής/ οικογενειακής ζωής, κατάχρησης εξουσίας, πλημμελούς έρευνας και αιτιολογίας και νομικής πλάνης.
Απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός περί παράβασης του περιουσιακού δικαιώματος δυνάμει του Άρθρου 23 του Συντάγματος και Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1 της ΕΣΔΑ, άλλωστε θεωρώ ότι, η παράγραφος 75 της Υπόθεσης Michael Theodossiou LTD ν. Cyprus, Application no. 31811/04, Judgment 15 January 2009, στην οποία παραπέμπουν οι ευπαίδευτες συνήγοροι των Αιτητριών δέον να αναγιγνώσκεται στα πλαίσια όλης της απόφασης και δη των επόμενων αυτής παραγράφων που τελούν σε άμεση συνάφεια. Οι εν λόγω παράγραφοι αναφέρουν (υπογράμμιση του Δικαστηρίου):
«75. The Court reiterates that Article 1 of Protocol No. 1, which guarantees the right to the protection of property, contains three distinct rules: “the first rule, set out in the first sentence of the first paragraph, is of a general nature and enunciates the principle of the peaceful enjoyment of property; the second rule, contained in the second sentence of the first paragraph, covers deprivation of possessions and subjects it to certain conditions; the third rule, stated in the second paragraph, recognises that the Contracting States are entitled, amongst other things, to control the use of property in accordance with the general interest ... The three rules are not, however, ‘distinct’ in the sense of being unconnected. The second and third rules are concerned with particular instances of interference with the right to peaceful enjoyment of property and should therefore be construed in the light of the general principle enunciated in the first rule” (see, as a recent authority with further references, J.A. Pye (Oxford) Ltd and J.A. Pye (Oxford) Land Ltd v. the United Kingdom [GC], no. 44302/02, § 52, ECHR2007-...).
76. In order to be compatible with the general rule set forth in the first sentence of the first paragraph of Article 1, an interference with the right to the peaceful enjoyment of possessions must strike a “fair balance’ between the demands of the general interest of the community and the requirements of the protection of the individual’s fundamental rights (see Beyeler v. Italy [GC], no. 33202/96, § 107, ECHR 2000-1).
77. A taking of property under the second sentence of the first paragraph of Article 1 without payment of an amount reasonably related to its value will normally constitute a disproportionate interference that cannot be justified under Article 1. The provision does not, however, guarantee a right to full compensation in all circumstances, since legitimate objectives of “public interest” may call for less than reimbursement of the full market value (see Papachelas v. Greece [GC], no. 31423/96, § 48, ECHR 1999-Π, again with further references).
78. The Court will generally respect the domestic authorities’ judgment as to what is in the general interest unless that judgment is manifestly without reasonable foundation (see Immobiliare Saffi v. Italy [GC], no. 22774/93, § 49, ECHR 1999-V). However, it cannot remain passive, in exercising the European supervision incumbent on it, where a domestic court’s interpretation of a legal act appears “unreasonable, arbitrary or ... inconsistent... with the principles underlying the Convention” (see Pla and Puncernau v. Andorra, no. 69498/01, § 59, ECHR 2004-VIII). The State has obligations under Article 1 of Protocol No. 1 to take measures necessary to protect the right of property and it is the Court’s duty to ensure the observance of the engagements undertaken by the Contracting Parties to the Convention, and not to deal with errors of fact or law allegedly committed by a national court unless Convention rights and freedoms may have been infringed (see Anheuser-Busch Inc. v. Portugal, cited above, § 83)».
Άρα ασφαλώς οι τρεις κανόνες του 1ου πρόσθετου Πρωτοκόλλου διασυνδέονται (παράγραφος 75) όμως δε βλέπω σφάλμα ως προς τον τρόπο καταβολής της αποζημίωσης (παράγραφος 77), δεδομένου ότι, από όσα έχω ενώπιόν μου, δεν προκύπτει οι Καθ΄ ων η αίτηση να μην κατέβαλαν έγκαιρα αποζημιώσεις για την απαλλοτρίωση τουναντίον όχλησαν τις Αιτήτριες να προβούν στα υπ’ αυτές αναληφθέντα ισχυριζόμενοι ότι κατέβαλαν ήδη την προβλεπόμενη αποζημίωση και παρά την αρχική τότε αμφισβήτηση μόνο του καταβληθέντος ποσού τόκων (επιστολή δικηγόρου Αιτητριών Ιουνίου 1996), οι Καθ’ ων η αίτηση επανήλθαν με επιστολές Ιουλίου και Οκτωβρίου 1996, τις οποίες οι Αιτήτριες δεν προκύπτει να αμφισβήτησαν.
Πριν κλείσω την παρούσα παρενθέτω ότι το παρόν δεν είναι αρμόδιο να κρίνει κατά πόσο τηρήθηκε η διευθέτηση των μερών στα πλαίσια της παραπομπής. Αυτό προφανώς εκπίπτει της αρμοδιότητας του ακυρωτικού δικαστηρίου, το οποίο ελέγχει στη βάση συγκεκριμένων κριτηρίων που εφαρμόζονται σε υποθέσεις της φύσεως αυτής ως προβλέπονται στο Άρθρο 23(5) του Συντάγματος και 15 του Νόμου και έχουν ερμηνευτεί από τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μέρος της οποίας παρατέθηκε πιο πάνω.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.800 έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον των Αιτητριών.
Φ. Καμένος, ΔΔΔ
[1] Αναφέρομαι στα ποσά που καταβλήθηκαν από τους Καθ’ ων η αίτηση ως περιγράφονται στα Παραρτήματα 11 και 12 της Ένστασης των Καθ’ ων η αίτηση.
[2] Σχετικά τα Παραρτήματα 11 και 12 της Ένστασης.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο