
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 547/2021)
30 Μαΐου, 2025
[ΜΙΧΑΗΛ, Δ/στης Δ.Δ.]
Ξ. Γ.
Αιτήτρια,
v.
ΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Καθ’ ου η Αίτηση.
…………………………
Χριστιάνα Θεοδώρου (κα) μαζί με Ιάκωβο Ιωάννου για Chr. Theodorou & Co LLC, για την αιτήτρια.
Ρούλα Ιάσωνος (κα) για Chrysses Demetriades & Co LLC, για τον καθ’ ου η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή η αιτήτρια ζητά την ακόλουθη θεραπεία:
«Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η άρνηση και/ή η παράλειψη των Καθ’ ων η Αίτηση να ανακαλέσουν την απαλλοτρίωση και να επιστρέψουν στους Αιτητές το κτήμα υπ’ αριθμόν εγγραφής 0/10753, Φ./Σχ. 54/34, Τεμάχιο 245 (πρώην τεμάχιο 143), με εμβαδόν 4.100m2, στην τοποθεσία Μουττοκάππαρο, στο Δήμο Αγίου Αθανασίου (στο εξής «το τεμάχιο») το οποίο απαλλοτριώθηκε από τους Καθ’ ων η Αίτηση με σκοπό την ανέγερση γκαράζ, αποθήκης και δημιουργίας χώρου εναπόθεσης παλιών άχρηστων οχημάτων, η οποία ουδέποτε έγινε εντός του καθορισμένου από το Σύνταγμα και τους Νόμους χρόνου και εν πάση περιπτώσει δεν έγινε μέχρι σήμερα, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και στερείται οπουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»
Στις 20.9.1991 δημοσιεύτηκε γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης μεταξύ άλλων και ακινήτου ιδιοκτησίας της αιτήτριας για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας δηλαδή για την ανέγερση γκαράζ, αποθήκης και δημιουργία χώρου εναπόθεσης παλιών άχρηστων οχημάτων. Η αιτήτρια δεν υπέβαλε ένσταση και στις 25.10.1991 δημοσιεύτηκε το διάταγμα απαλλοτρίωσης. Στις 8.3.1993 η αιτήτρια αποζημιώθηκε και το ακίνητο περιήλθε στην κατοχή του καθ’ ου η αίτηση.
Ο καθ’ ου η αίτηση εγείρει προδικαστική ένσταση με την οποία εισηγείται ότι η προσφυγή ασκήθηκε πρόωρα αφού ουδέποτε η αιτήτρια υπέβαλε αίτημα να της επιστραφεί το ακίνητο και κατ’ επέκταση, δεν προκύπτει εκτελεστή παράλειψη. Ο καθ’ ου η αίτηση με παραπομπή στην Παχίπης ν. Α.ΤΗ.Κ., Υπόθεση Αρ. 1785/2007, 26.1.2010 εισηγείται ότι παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως αν πληρούνται οι εξής τρεις προϋποθέσεις:
«α. Νομοθετική πρόβλεψη, δηλαδή πρόβλεψη στο Σύνταγμα, σε νόμο ή σε γενική αρχή του δικαίου της υποχρεώσεως της διοικήσεως να προβεί σε ορισμένη ενέργεια.
β. Πρωτοβουλία του ιδιώτη, δηλαδή αίτηση ή όχληση (αν η διοίκηση δεν υποχρεούται να ενεργήσει αυτεπάγγελτα), απευθυνόμενη μάλιστα στην αρμόδια αρχή.
γ. Συγκρότηση τεκμηρίου αρνήσεως της διοικήσεως με την άπρακτη παρέλευση της τυχόν προβλεπόμενης από ειδικό νόμο προθεσμίας ή αλλιώς ενός τριμήνου από την υποβολή της αιτήσεως στην διοίκηση ή την περιέλευσή της στην αρμόδια αρχή. Πριν την παρέλευση της προθεσμίας αυτής η άρνηση της διοικήσεως δεν τεκμαίρεται και αίτηση ακυρώσεως είναι απαράδεκτη.»
Σε απάντηση, η αιτήτρια εισηγείται ότι η υποχρέωση της διοίκησης να επιστρέψει το ακίνητο προκύπτει τόσο από το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος όσο και από το Άρθρο 15(1)(α) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου, Ν. 15/1962 και δεν συναρτάται με την διενέργεια οποιασδήποτε ενέργειας από πλευράς του διοικουμένου.
Σχετική με το υπό εξέταση ζήτημα είναι η Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166 η οποία εκδόθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου και δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο. Στην εν λόγω υπόθεση η αιτήτρια απέστειλε επιστολή με την οποία ζητούσε την επιστροφή του ακινήτου της στην οποία έλαβε αρνητική απάντηση. Δεν άσκησε προσφυγή κατά της απόρριψης του αιτήματός της αλλά άσκησε προσφυγή πέραν του ενός έτους μετά στρεφόμενη κατά άρνησης και ή παράλειψης επιστροφής του ακινήτου. Το Δικαστήριο προχώρησε σε αυτεπάγγελτη εξέταση κατά πόσο η προσφυγή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και αφού άκουσε τα μέρη, αποφάσισε τα πιο κάτω:
«Η γενική αρχή διατυπώθηκε από νωρίς στην υπόθεση Mustafa v. Republic (1961) 1 R.S.C.C. 44, ότι, προκειµένου για συνεχιζόµενη παράλειψη οφειλόµενης ενέργειας, δεν τίθεται θέµα εκπρόθεσµου προσφυγής. Προφανώς, εφ’ όσον είναι η παράλειψη που προσβάλλεται, η συνέχιση της δεν ενεργοποιεί την προθεσµία των 75 ηµερών. Η ξεκάθαρη αυτή αρχή όµως δεν παρέµεινε τέτοια. Η Papasavva v. Republic (1973) 3 C.L.R. 467, εφαίνετο να επέφερε µια διαφοροποίηση. Ο Α. Λοΐζου, ∆. (ως ήτο τότε), εξέφρασε την άποψη (σ.476) ότι:
"… the present case is one where by the re-examination of the matter the continuing nature of the omission was terminated."
Με αποτέλεσµα να κριθεί εκπρόθεσµη προσφυγή που δεν προσέβαλε εµπρόθεσµα την απόφαση που ελήφθη µε την επανεξέταση. Ο Α. Λοΐζου, ∆., δεν εξήγησε πως η υπόθεση αφορούσε συνεχιζόµενη παράλειψη οφειλόµενης ενέργειας, και δη αν η συνεχιζόµενη παράλειψη αφορούσε, όπως στην ενώπιόν µας υπόθεση, την ουσία του δικαιώµατος (που δεν ήταν η περίπτωση αυτή) ή την υποχρέωση επανεξέτασης µετά από ακυρωτική απόφαση. Αυτό όµως διευκρινίσθηκε πλήρως, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, στην απόφαση της Ολοµέλειας κατ’έφεση (Papasavva v. Republic (1979) 3 C.L.R. 563), µε την οποία επικυρώθηκε µεν η κατάληξη του Λοΐζου, ∆., αλλά ουσιαστικά µε άλλο σκεπτικό και χωρίς αναφορά στο πιο πάνω απόσπασµα.
Και ακολούθησε η Epaminonda and others v. Limassol Municipality (1980) 3 C.L.R. 280 που αφορούσε, όπως και η προκειµένη, αίτηµα για επιστροφή απαλλοτριωθέντος κτήµατος στη βάση του Άρθρου 23.5. Η συζήτηση επικεντρώθηκε, µε ευρεία αναφορά στη νοµολογία, στο κατά πόσο η αρνητική τοποθέτηση της διοίκησης συνιστούσε άρνηση προς το παρόν άσκησης αρµοδιότητας, οπότε η συνεχιζόµενη παράλειψη θα διατηρείτο, όπως στην Pikis v. Republic (1965) 3 C.L.R. 131, στη Mourtouvanis v. Republic (1966) 3 C.L.R. 100 και στην Georgiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 168, ή θετική απόφαση στα πλαίσια άσκησης τέτοιας αρµοδιότητας, όπως, ως εθεωρήθη, στην Papasavva, ανωτέρω, και στη Ktenas et al v. Republic (1966) 3 C.L.R. 64, οπότε η συνεχιζόµενη παράλειψη δεν θα διατηρείτο. Η κατάληξη ήταν ότι η απόρριψη του αιτήµατος για επιστροφή του κτήµατος "amounted to a definite refusal with its own legal consequences .." (σ. 294).
[…]
Επικυρώνοντας την απόφαση, η Ολοµέλεια (Epaminonda and others v. Limassol Municipality (1984) 3 C.L.R. 1534), αφού αναφέρθηκε στη νοµολογία, κατέληξε (σελίδες 1546-1549) ως εξής (Σαββίδης, ∆., δίδοντας την απόφαση):
"On the totality of such authorities and in particular bearing in mind the dicta in Papasavva case (supra) we are in agreement with the learned trial Judge that the legal and constitutional obligation of an acquiring authority to return properties compulsorily acquired to their owners when the purpose of the acquisition has not been attained, independently of the fact that such obligation may be of a continuing nature, cannot be subject to a challenge indefinitely once there has been an express refusal by the administrative organ concerned to perform what has been omitted to be done. We are of the opinion that when a decision refusing to do something is taken and is brought to the knowledge of the person affected, the continuing effect of such omission is terminated and the time of 75 days period for filing a recourse commences to run from the date of such refusal."
∆εν µας είναι δυνατό να θεωρήσουµε ότι η ακόλουθη της Mustafa v. Republic νοµολογία θέτει οριστικά τέρµα στη δυνατότητα του πρώην ιδιοκτήτη να διεκδικήσει επιστροφή του κτήµατος αφ’ ης στιγµής υπήρξε συγκεκριµένη αρνητική τοποθέτηση της διοίκησης η οποία είτε προσεβλήθη ανεπιτυχώς είτε δεν προσεβλήθη ως τέτοια εµπροθέσµως. Η Mustafa v. Republic εξέφρασε µια διαχρονική αρχή η οποία συναρτάται προς αυτή ταύτη την έννοια της συνεχιζόµενης παράλειψης σε σχέση µε τη δεδοµένη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιµοποιήσει το κτήµα για το σκοπό για τον οποίο το απαλλοτρίωσε. Η υποχρέωση της διοίκησης να προσφέρει επιστροφή κτήµατος ο σκοπός της απαλλοτρίωσης του οποίου δεν κατέστη εφικτός, όπως επιβάλλεται µε συνταγµατική ισχύ στο Άρθρο 23.5, είναι άρρηκτα και πάγια ακόλουθη της υποχρέωσης της εκείνης. Και η υποχρέωση αυτή δεν µπορεί να διαγραφεί δια παντός ως εκ µιας αρνητικής τοποθέτησης της διοίκησης σε κάποιο συγκεκριµένο χρόνο έναντι αιτήµατος για επιστροφή. Μία τέτοια αρνητική τοποθέτηση συνιστά βεβαίως εκτελεστή διοικητική πράξη η νοµιµότητα της οποίας κρίνεται, εφ’ όσον προσβληθεί, µε αναφορά στα δικά της δεδοµένα ως προς το συγκεκριµένο σχετικό χρόνο σε συνάρτηση µε το ερώτηµα κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν είχε καταστεί εφικτός. Ανεπιτυχής προσβολή τέτοιας απόφασης ή παράλειψη εµπρόθεσµης προσβολής της διατηρεί τη νοµιµότητα της ως διοικητικής κρίσης επί των δεδοµένων της. ∆εν καταργεί όµως τη θεµελιακή υποχρέωση της διοίκησης να καταστήσει εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης και τη δυνατότητα του πρώην ιδιοκτήτη να επανέλθει µε νέο αίτηµα για επιστροφή. Κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει καταστεί εφικτός θα κριθεί πλέον µε αναφορά στο σύνολο των δεδοµένων όπως έχουν διαµορφωθεί, σε συνάρτηση πάντοτε προς το σχετικό προς το ερώτηµα χρόνο, περιλαµβανοµένων των προηγηθέντων αλλά και των ακολουθησάντων την αρνητική απόφαση δεδοµένων. Το ζητούµενο δεν είναι πλέον η αρνητική απόφαση, η οποία και όντως δεν θα µπορούσε να προσβάλλεται τώρα εκπροθέσµως, αλλά η ακόλουθη εκείνης και συνεχιζόµενη υποχρέωση της διοίκησης να καταστήσει εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης, παράλειψη εκπλήρωσης της οποίας και µπορεί πάντοτε να προσβάλλεται, όπως υποδεικνύει η Mustafa v. Republic, ως συνεχιζόµενη παράλειψη.
Και είναι ακριβώς τέτοια συνεχιζόµενη παράλειψη µετά και από την αρνητική απάντηση της 16.4.1999, και όχι εκείνη την αρνητική απάντηση, που προσβάλλει η προσφυγή. Η αναφορά στο αιτητικό σε "άρνηση και ή παράλειψη" είναι σαφώς αναφορά όχι στην κυριολεκτικά άρνηση της 16.4.1999 αλλά στη συνεχιζόµενη παράλειψη της διοίκησης να καταστήσει εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης που περιγραφικά δίδεται ως η συνεχής αρνητική της διάθεση να επιστρέψει το κτήµα. Αυτό είναι σαφές από τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η προσφυγή, και δη την αναφορά ότι, παρά την πάροδο 15 µηνών από την αρνητική απόφαση της 16.4.1999, η διοίκηση ουδέν έπραξε για την ανέγερση του τυπογραφείου και ούτε περιέλαβε οποιαδήποτε σχετική δαπάνη στον προϋπολογισµό. Με την προσβολή της συνεχιζόµενης παράλειψης λοιπόν τίθεται εκ νέου προς εξέταση η εκπλήρωση της διαρκούς υποχρέωσης της διοίκησης και µάλιστα χωρίς να έχει µεσολαβήσει, εφ’ όσον η αρνητική απάντηση της 16.4.1999 δεν προσεβλήθη, δικαστική κρίση επ’ αυτής.
Είναι κάτω από αυτό το φως που πρέπει να ιδωθεί η ακόλουθη της Mustafa v. Republic νοµολογία στην οποία έχουµε ήδη αναφερθεί.
[…]
Καταλήγοντας λοιπόν ότι η µη εµπρόθεσµη προσβολή της αρνητικής απάντησης της 16.4.1999 δεν συνιστούσε εµπόδιο στην καταχώριση της προσφυγής της Εφεσείουσας, προχωρούµε να εξετάσουµε την έφεση, […]»
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε ουσιαστικά ότι η συνεχιζόμενη παράλειψη προκύπτει από το κατά πόσο η διοίκηση κατέστησε εφικτό ή μη τον σκοπό της απαλλοτρίωσης και η παράλειψη εκπλήρωσης μπορεί «πάντοτε να προσβάλλεται». Το Δικαστήριο έκρινε ότι εάν η προσφυγή στρεφόταν κατά της αρνητικής απάντησης που έλαβε η αιτήτρια τότε θα θεωρείτο εκπρόθεσμη ωστόσο δεν θεώρησε το γεγονός ότι δεν υποβλήθηκε νέο αίτημα από την αιτήτρια ως εμπόδιο στην άσκηση προσφυγής επειδή η συνεχιζόμενη παράλειψη προκύπτει ακριβώς από την υποχρέωση της διοίκησης και όχι του διοικούμενου. Συνεπώς, η προδικαστική ένσταση του καθ’ ου η αίτηση απορρίπτεται.
Επί της ουσίας, η αιτήτρια δεν διαφωτίζει το Δικαστήριο γιατί ή πώς θεωρεί ότι δεν εκτελέστηκε ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εφόσον η επιχειρηματολογία της περιορίζεται σε ανάλυση των ενεργειών στις οποίες θα έπρεπε να είχε προβεί η διοίκηση για ανέγερση αποθήκης (πολεοδομική άδεια, άδεια οικοδομής κλπ) ενώ διαζευκτικά προβάλλει το επιχείρημα ότι ακόμα και να ήθελε κριθεί ότι χρησιμοποιήθηκε το ακίνητο για τον σκοπό της απαλλοτρίωσης, αυτό έγινε παράνομα.
Τουναντίον, όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο ο καθ’ ου η αίτηση από το 1994 άρχισε να χρησιμοποιεί το ακίνητο ως δημοτικό περιφραγμένο χώρο στο οποίο μεταφέρονταν εγκαταλειμμένα οχήματα ως ήταν ένας από τους κύριους σκοπούς της απαλλοτρίωσης. Συνεπώς, ο καθ’ ου η αίτηση εκπλήρωσε τον σκοπό για τον οποίο απαλλοτρίωσε το ακίνητο και ουδεμία παράλειψη υφίσταται.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπεται με €2.000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του καθ’ ου η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.
Ε. ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο