ΠΤΗΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΚΥΠΡΟΥ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση αρ. 6/25, 30/5/2025
print
Τίτλος:
ΠΤΗΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΚΥΠΡΟΥ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση αρ. 6/25, 30/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση αρ. 6/25(i)

30 Μαΐου, 2025

[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

Αναφορικά με τα Άρθρα 1Α, 28, 29, 30, 35, 146, 169 και 179 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

1.   ΠΤΗΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΚΥΠΡΟΥ

2.   ΦΙΛΟΙ ΤΗΣ ΓΗΣ

Αιτητές,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ:

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

Α. Κατσούρη (κα) και Α. Καραβέλλα (κα), για Ζήνων Χρ. Κατσούρης & Συνεργάτες και Ανδρέα Α. Ευθυμίου, για τους αιτητές στην προσφυγή.

Γ. Χατζηγιώργης και Α. Χατζηγεωργίου, για Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για αιτητές στην αίτηση.   

 

Αίτηση ημερομηνίας 17.04.2025

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.:    Οι αιτητές στην προσφυγή (καθ’ ων η αίτηση στην παρούσα αίτηση), αμφισβητούν με την προσφυγή τους τη νομιμότητα της απόφασης του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ημερομηνίας 20.02.2024, για την οποία δηλώνουν ότι έλαβαν γνώση στις 22.10.2024 και με την οποία ο Διευθυντής δεν έφερε ένσταση ή/και παραχώρησε έγκριση ή/και παραχώρησε πολεοδομική άδεια για τη δημιουργία εγκαταστάσεων (λιμενικών και χερσαίων) για την εξυπηρέτηση των υδατοκαλλιεργητών στην περιοχή Μονής – Βασιλικού ή/και κάθε μεταγενέστερη συναφή αυτής πράξη ή/και απόφαση.

 

Τόσο η προσφυγή όσο και μονομερής αίτηση, ημερομηνίας 13.03.2025, την οποία οι αιτητές καταχώρισαν αιτούμενοι την έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, επιδόθηκαν, κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου, στους καθ’ ων η αίτηση.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση, παρά την προς αυτούς επίδοση της αίτησης αναστολής, δεν εμφανίστηκαν κατά την ημερομηνία που η αίτηση ορίστηκε για ακρόαση και στις 08.04.2025, με απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, εκδόθηκε προσωρινό διάταγμα αναστολής της προσβαλλόμενης απόφασης, μέχρι την τελική και κατά προτεραιότητα εκδίκαση της προσφυγής ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου. 

 

Σημειώνεται πως, στη βάση των όσων οι αιτητές ανέφεραν στις ένορκες δηλώσεις που υποστήριζαν την αίτηση αναστολής, κρίθηκε ότι, με την προσκομισθείσα μαρτυρία, η οποία λόγω της μη εμφάνισης των καθ’ ων η αίτηση παρέμεινε αναντίλεκτη, οι αιτητές είχαν υπό τις περιστάσεις προσδιορίσει με σαφήνεια και τεκμηριώσει επαρκώς την πιθανότητα η μη χορήγηση του αιτούμενου προσωρινού μέτρου να επιφέρει, σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής, μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στο περιβάλλον και συγκεκριμένα στους προστατευόμενους οικοτόπους στην περιοχή της επίδικης ανάπτυξης και στην προστασία της υπό απειλή εξαφάνισης μεσογειακής φώκιας Monachus monachus.

 

Στις 17.04.2025 καταχωρίστηκε η υπό εξέταση ενδιάμεση αίτηση, με την οποία η ΚΕΠΑ ΑΤΤΙΚΗΣ Α.Τ.Ε. - C.G. KOKIAS LIMITED ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ (εφεξής η «Κοινοπραξία»), αιτείται τα ακόλουθα:

 

 

«1.     Διάταγμα και/ή Απόφαση και/ή Άδεια του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται και/ή να επιτρέπεται η παρέμβαση και/ή συμμετοχή των Αιτητών ΚΕΠΑ ΑΤΤΙΚΗΣ Α.Τ.Ε. - C.G. KOKIAS LIMITED ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ (Σ 13554) ως Ενδιαφερόμενου Μέρους (στο εξής «οι Παρεμβαίνοντες») στην διαδικασία της Προσφυγής αρ. 06/2025, ως εχόντων έννομο συμφέρον να συμμετάσχουν στην διαδικασία της Προσφυγής και να παρέμβουν υπέρ της διατήρησης και/ή της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, και υπέρ της απόρριψης της Προσφυγής και/ή της ενδιάμεσης αίτησης ημερομηνίας 13/03/2025 και του εκδοθέντος στα πλαίσια τούτης προσωρινού Διατάγματος ημερομηνίας 08/04/2025.

 

2.       Διάταγμα και/ή Απόφαση του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται ο παραμερισμός, ex debito justitiae, του προσωρινού Διατάγματος αναστολής της προσβαλλόμενης απόφασης στην παρούσα Προσφυγή ημερομηνίας 08/04/2025, για τον λόγο ότι εκδόθηκε χωρίς να επιδοθεί στους Παρεμβαίνοντες η Προσφυγή και η ενδιάμεση ημερομηνίας 13/03/2025 για την έκδοση προσωρινού διατάγματος, παρά το γεγονός ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος επηρεάζεται άμεσα από την παρούσα Προσφυγή όπως και από το εκδοθέν προσωρινό Διάταγμα του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 08/04/2025.

 

3.       Επιπρόσθετα και/ή διαζευκτικά των ανωτέρω, Διάταγμα και/ή Απόφαση του Δικαστηρίου με το οποίο να αναγνωρίζεται ότι οι Παρεμβαίνοντες έχουν έννομο συμφέρον και/ή locus standi να παρέμβουν στην διαδικασία της Προσφυγής και να καταχωρήσουν αίτηση παραμερισμού του προσωρινού Διατάγματος αναστολής της προσβαλλόμενης απόφασης στην παρούσα Προσφυγή ημερομηνίας 08/04/2025 και/ή να ενστούν στην αίτηση των Αιτητών ημερομηνίας 13/03/2025 και/ή την διατήρηση της ισχύος του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 08/04/2025.

 

4.       Οδηγίες του Δικαστηρίου όπως οι Αιτητές στην Κυρίως Προσφυγή επιδώσουν στους Παρεμβαίνοντες και/ή τους Δικηγόρους τους, εντός 4 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης του Διατάγματος με το οποίο διατάσσεται και/ή επιτρέπεται η παρέμβαση στην διαδικασία των Παρεμβαινόντων, πλήρη αντίγραφα της Προσφυγής, της ενδιάμεσης αίτησης, των τυχόν ενστάσεων και γενικά όλων των εγγράφων που κάθε ένας από τους διαδίκους έχει καταχωρήσει στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της παρούσας Προσφυγής.

 

5.       Οποιαδήποτε άλλη ή/και περαιτέρω θεραπεία, την οποία το Σεβαστό Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει δίκαιη ή/και εύλογη υπό τις περιστάσεις.

6.       Έξοδα.».

 

Η αίτηση στηρίζεται στα Άρθρα 30(2) και (3), 35 και 146 του Συντάγματος, στον Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 3/1962, όπως έχει τροποποιηθεί, και ειδικότερα στους Κανονισμούς αρ. 2, 7, 9, 10, 11, 12, 13, 17, 18, 19 και 20, στους Κανονισμούς 2, 5, 6, 7, 9 και 11 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικών Κανονισμών του 2015 (αρ. 6/2015), όπως έχουν τροποποιηθεί, στα άρθρα 2, 3, 11 και 12 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου του 2015 (Ν. 131(I)/2015), όπως έχει τροποποιηθεί, στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023, στο Μέρος 1, Κανονισμοί 1-4, στο Μέρος 2, Κανονισμός 2(3), στο Μέρος 3, Κανονισμός 3.1., 3.2., 3.5. 3.8., στο Μέρος 6, στο Μέρος 14, Κανονισμούς 14.1, 14.2. και 14.3., στο Μέρος 23, Κανονισμούς 1-5 και 7-16 και ιδίως στους Κανονισμούς 23.13 και 23.14, στους παλαιότερους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.17 θ.10, Δ.26 θ.14 και 15, Δ.5, Δ.10,θ.6, Δ.27 θ.1-4, Δ.33, θ.5 και 15,  Δ.39, Δ.48 θ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 (ιδίως ο θ.8(4)), 9, 10, 11, 12 και 13 και στην Δ.64, θ. 1-2, στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον περί Δικαστηρίων Νόμο (Ν. 14/1960) άρθρα 19, 22Β, 29, 30, 31 και 32, στον Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6 άρθρα 4 έως 9, στον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο του 1972 (90/1972), όπως τροποποιήθηκε και ιδίως στο άρθρο 87 αυτού, στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Διοικητικού Δικαστηρίου, στις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου, στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, στην αρχή της αποτελεσματικής/πραγματικής δικαστικής προστασίας, καθώς και στις γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου και στο ισοζύγιο της ευχέρειας.

 

Την αίτηση υποστηρίζει ένορκη δήλωση του κ. Β.Μ., νομίμου εκπροσώπου της Κοινοπραξίας, ο οποίος δηλώνει τα ακόλουθα:

Η Κοινοπραξία συστάθηκε για την υποβολή προσφοράς στον δημόσιο Διαγωνισμό που είχε προκηρύξει το Τμήμα Δημοσίων Έργων της Κυπριακής Δημοκρατίας με αριθμό ΚΠΣ/47/2023/Ε(Α) (εφεξής ο «Διαγωνισμός»), με αντικείμενο «ΛΙΜΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΧΕΡΣΑΙΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΤΩΝ ΥΔΑΤΟΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΩΝ ΣΤΟ ΠΕΝΤΑΚΩΜΟ» (εφεξής «το Έργο»).  Ιδιοκτήτης και διαχειριστής του Έργου, το οποίο δανειοδοτείται/χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, είναι το Τμήμα Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών, η δε περίοδος υλοποίησης αυτού είναι 27 μήνες, πλέον 18 μήνες περίοδος ευθύνης για ελαττώματα.  Ο Διαγωνισμός προκηρύχθηκε στις 04.03.2024 και κατακυρώθηκε στην Κοινοπραξία για το ποσό των €33.994.607,55, πλέον Φ.Π.Α..  Με την ανάθεση του Έργου η Κοινοπραξία εγγράφηκε στις 19.09.2024 ως Ομόρρυθμος Συνεταιρισμός στο αντίστοιχο Μητρώο του Εφόρου Εταιρειών και στις 14.10.2024 υπέγραψε τη σχετική Σύμβαση για την εκτέλεση του Έργου.  Σημειώνεται ότι στην ένορκη δήλωση του κ. Β.Μ. επισυνάπτονται σχετικά με την προκήρυξη και την ανάθεση του Διαγωνισμού και την υπογραφή της Σύμβασης τεκμήρια, μεταξύ αυτών, το Τεκμήριο 4, ήτοι εκτύπωση σχετικής ανακοίνωσης που δημοσιεύθηκε στις 23.10.2024 στην επίσημη ιστοσελίδα του Τμήματος Δημοσίων Έργων, με την οποία έγινε γνωστό πως στις 14.10.2024 υπογράφηκε το Συμβόλαιο «Λιμενικές και Χερσαίες Εγκαταστάσεις για Εξυπηρέτηση των Υδατοκαλλιεργητών στο Πεντάκωμο», μεταξύ της Κυβέρνησης, εκπροσωπούμενης από τον Διευθυντή του Τμήματος Δημοσίων Έργων και της Κοινοπραξίας «ΚΕΠΑ ΑΤΤΙΚΗΣ Α.Τ.Ε. – C. G. KOKIAS LIMITED», εκπροσωπούμενης από τον κ. B.M.  Ως περαιτέρω αναφέρεται στην εν λόγω ανακοίνωση, παρούσα κατά την υπογραφή του Συμβολαίου ήταν και η Διευθύντρια του Τμήματος Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών, το οποίο είναι ο ιδιοκτήτης και διαχειριστής του Έργου.

 

Ο ομνύων δηλώνει δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβεί στην ένορκη δήλωση, ως νόμιμος εκπρόσωπος της Κοινοπραξίας, έχοντας ο ίδιος ενεργή εμπλοκή και προσωπική συμμετοχή, ως Διευθυντής του Έργου, και κατ’ επέκταση και προσωπική γνώση όλων των ουσιωδών γεγονότων που άπτονται της ανάθεσης, υπογραφής και έναρξης της εκτέλεσης  της Σύμβασης του Έργου.  Σε σχέση δε με τα νομικά σημεία της ενόρκου δηλώσεώς του, λαμβάνει νομική συμβουλή από τους δικηγόρους της Κοινοπραξίας.

 

Ακολούθως ο ομνύων, επαναλαμβάνοντας ότι η Κοινοπραξία συνιστά τον Ανάδοχο του Έργου, δηλώνει πως οι απόψεις και/ή μη έγερση ένστασης και/ή η έγκριση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως για το Έργο είχαν ήδη εξασφαλιστεί από την 20.02.2024, κατόπιν υποβολής του σχετικού Εντύπου Αίτησης Ειδοποίησης ΕΑ4 (Ειδοποίηση στην Πολεοδομική Αρχή για Αναπτύξεις που εκτελούνται από Κυβερνητικά Τμήματα/Υπηρεσίες) από το Τμήμα Αλιείας και Θαλάσσιων Ερευνών προς τον Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.  Ως εκ τούτου, η χορήγησή της νομιμοποιούσε την έναρξη των εργασιών για την υλοποίηση του Έργου από μέρους της Κοινοπραξίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Συμβολαίου και σε συμμόρφωση με τους όρους της Πολεοδομικής Έγκρισης, οι οποίοι είναι δεσμευτικοί για την Κοινοπραξία.  Δοθέντος ότι η εν λόγω Πολεοδομική Έγκριση αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής υπ’ αρ. 6/2025, η Κοινοπραξία διεκδικεί να παρέμβει στη διαδικασία, διατηρώντας πρόδηλο έννομο συμφέρον για τη διατήρηση της ισχύος της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης και την απόρριψη της προσφυγής, αξιώνοντας παράλληλα και τον παραμερισμό του εκδοθέντος στις 08.04.2025 προσωρινού διατάγματος αναστολής ένεκα της μη επίδοσης της προσφυγής και της σχετικής ενδιάμεσης αίτησης στην Κοινοπραξία. 

 

Περί τον Νοέμβριο του 2024 και σύμφωνα με τις οδηγίες του Τμήματος Δημοσίων Έργων, ξεκίνησαν από την Κοινοπραξία οι εργασίες για την υλοποίηση του Έργου, ο δε χρόνος συμπλήρωσης αυτών και ολοκλήρωσης του Έργου είναι 27 μήνες. Λεπτομέρειες για την εξέλιξη των εργασιών μέχρι και την καταχώριση της ενδιάμεσης αίτησης των αιτητών για έκδοση διατάγματος αναστολής, παρατίθενται στη συνέχεια της ένορκης δήλωσης.  

 

Με επιστολή ημερομηνίας 10.04.2025, η Υπεύθυνη Μηχανικός του Τμήματος Δημοσίων Έργων ενημέρωσε την Κοινοπραξία για την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 08.04.2025 και την έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής και έδωσε οδηγίες για την αναστολή όλων των εργασιών στο Έργο μέχρι νεωτέρας ειδοποίησης.  Η Κοινοπραξία επικοινώνησε άμεσα με τους δικηγόρους της, με τη συνδρομή των οποίων εξασφάλισε από το διαδίκτυο αντίγραφο της απόφασης του Δικαστηρίου. Οι δικηγόροι της Κοινοπραξίας επικοινώνησαν με τους δικηγόρους που ανέλαβαν να χειριστούν την υπόθεση για λογαριασμό της Κυπριακής Δημοκρατίας και τους ζήτησαν να τους εφοδιάσουν με αντίγραφο της προσφυγής καθώς και της ενδιάμεσης αίτησης των αιτητών και των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν αυτήν, ώστε να πληροφορηθούν επαρκέστερα ως προς το αντικείμενο της ενδιάμεσης αίτησης καθώς και τους ισχυρισμούς επί των οποίων στηρίχθηκαν οι αιτητές και τους οποίους το Δικαστήριο αποδέχθηκε και προχώρησε στην έκδοση του διατάγματος αναστολής, χωρίς να διαταχθεί η επίδοση της αίτησης στα πρόσωπα που επηρεάζονται από την έκδοση του, περιλαμβανομένης της Κοινοπραξίας.

 

Οι δικηγόροι της Κοινοπραξίας δεν εξασφάλισαν τα πλήρη έγγραφα της διαδικασίας και για τον λόγο αυτό, με την παρούσα αίτηση, η Κοινοπραξία αξιώνει, μεταξύ και άλλων, την έκδοση οδηγιών προς τους αιτητές να προβούν σε επίδοση ενός πλήρους σετ των εγγράφων και των δικογράφων που καταχωρίστηκαν ή ανταλλάγησαν στη διαδικασία.

 

Ως ακολούθως δηλώνει ο κ. B.M., η Κοινοπραξία επηρεάζεται άμεσα και προσωπικά από το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής και έχει αναμφίβολα έννομο συμφέρον στην διατήρηση της ισχύος της προσβαλλόμενης απόφασης και στην απόρριψη της προσφυγής, όπως επίσης και στην απόρριψη της ενδιάμεσης αίτησης ημερομηνίας 13.03.2025 για αναστολή της προσβαλλόμενης απόφασης και στην ακύρωση του εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 08.04.2025, το οποίο εκδόθηκε κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, χωρίς να επιδοθεί στην Κοινοπραξία η προσφυγή και η ενδιάμεση αίτηση ώστε να της δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί και να τοποθετηθεί.  Η προσφυγή και η ενδιάμεση αίτηση αναστολής έχουν ως αντικειμενικό σκοπό και άμεσο αποτέλεσμα την ακύρωση (μέσω της προσφυγής) και την αναστολή (μέσω της ενδιάμεσης αίτησης) της εκτέλεσης του Έργου και της εκτέλεσης των εργασιών υλοποίησης της Σύμβασης που έχει συναφθεί μεταξύ της Αναθέτουσας Αρχής και της Κοινοπραξίας, δυνάμει της απόφασης για κατακύρωση του Διαγωνισμού και ανάθεσης του Έργου σε αυτήν, απόφαση η οποία  κατέστη απρόσβλητη, ακλόνητη και εσαεί νόμιμη, και ξεκίνησε να εκτελείται κανονικά, με την Κοινοπραξία να έχει προς τούτο δεσμεύσει πόρους και εξοπλισμό.  Ως εκ τούτου, η βλάβη και ο επηρεασμός που δυνητικά θα επιφέρει η τυχόν ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης όπως και η βλάβη που επιφέρει η έκδοση και η διατήρηση της ισχύος του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 08.04.2025, συνεπεία του οποίου δεν είναι νομικά επιτρεπτή η συνέχιση των εργασιών, είναι αυταπόδεικτος και επηρεάζει την Κοινοπραξία προσωπικά, άμεσα, ουσιωδώς και δυσμενώς.  Η Κοινοπραξία είναι άμεσα και προσωπικά εκτεθειμένη και υφίσταται βλάβες συνεπεία της καθυστέρησης που συνεπάγεται η αναστολή ή η ακύρωση της Πολεοδομικής Έγκρισης, οι οποίες βλάβες συναρτώνται με ζημιογόνες καθυστερήσεις, ανανεώσεις εγγυητικών που ενδεχόμενα να προκύψουν από την ακύρωση ή την ενδεχόμενη παρατεταμένη αναστολή της προσβαλλόμενης απόφασης, αυξήσεις τιμών και κόστους, την αδράνεια/δέσμευση των μηχανημάτων και του προσωπικού και την ταυτόχρονη υποχρέωση καταβολής τρεχόντων μισθών, ασφαλιστικών εισφορών και αμοιβής σε προσωπικό της Κοινοπραξίας, τρίτων συνεργατών ή υπεργολάβων ή προμηθευτών (παρά την αναστολή των εργασιών), την υποχρέωση λήψης μέτρων για την προστασία του εργοταξίου, του εξοπλισμού και του έργου, έξοδα διαμονής προσωπικού και άλλα έξοδα.  Στην ένορκη δήλωση επισυνάπτονται σχετικά προς τούτα τεκμήρια (Ημερολόγια Έργου και φωτογραφίες).  Ως δε αναφέρει ο ομνύων, η εκτιμώμενη εκ πρώτης όψεως ημερήσια οικονομική επιβάρυνση, λόγω της ακινησίας των μηχανημάτων, της αδυναμίας αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού και των λοιπών δαπανών έμμεσου κόστους, υπερβαίνει το ποσό των €25.000, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι δαπάνες συνεργατών και λοιπών τρίτων εμπλεκομένων και άλλα μελλοντικά κόστη και δαπάνες που θα προκύψουν και θα αποκρυσταλλωθούν συνεπαγόμενα.

 

Στη βάση των ανωτέρω και της νομικής συμβουλής που λαμβάνει από τους δικηγόρους της, η Κοινοπραξία έχει πρόδηλα έννομο συμφέρον (locus standi) να συμμετάσχει στη διαδικασία της προσφυγής και να υποστηρίξει τη νομιμότητα και τη διατήρηση της ισχύος της προσβαλλόμενης Πολεοδομικής Έγκρισης, η ενδεχόμενη ακύρωση της οποίας αυτονόητα επηρεάζει ουσιωδώς και άμεσα τα συμφέροντά της, ως Εργολάβου που ανέλαβε να εκτελέσει το Έργο και να εφαρμόσει τους όρους της Πολεοδομικής Έγκρισης, εφόσον θα άρει αυτόματα και απευθείας τη νομιμοποίηση για την εκτέλεση του Έργου, το οποίο η Κοινοπραξία έχει υποχρέωση αλλά και συγκεκριμένο συμφέρον να εκτελέσει.  Ακόμα δε και η ενδεχόμενη τροποποίηση των όρων της Πολεοδομικής Έγκρισης ή των εγκριθέντων σχεδίων στα πλαίσια μιας ενδεχόμενης επανεξέτασης, είναι επίσης προφανές ότι θα επηρεάσει και πάλιν άμεσα και ουσιωδώς την Κοινοπραξία, η οποία, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, επηρεάζεται άμεσα και ουσιωδώς και από την ενδιάμεση αίτηση για αναστολή και είχε πρόδηλο έννομο συμφέρον (locus standi) και δικαίωμα να συμμετάσχει στη διαδικασία και της εν λόγω ενδιάμεσης αίτησης και να ακουστεί πριν την έκδοση του αιτούμενου προσωρινού διατάγματος, το οποίο εκδόθηκε κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης ένεκα παράλειψης επίδοσης προς την Κοινοπραξία της Προσφυγής και της ενδιάμεσης αίτησης και θα πρέπει ως εκ τούτου να παραμεριστεί, άνευ άλλου τινός, ex debito justitiae, ώστε η Κοινοπραξία να δύναται να καταχωρίσει ένσταση ως προς την έκδοση αυτού.  Ως εκ τούτου, είναι ορθό και δίκαιο όπως το Δικαστήριο αναγνωρίσει και προχωρήσει στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, με τα οποία, αφενός, να αναγνωρίζεται ότι η Κοινοπραξία έχει έννομο συμφέρον και/ή locus standi να παρέμβει στη διαδικασία της προσφυγής και, αφετέρου, να διατάσσεται ο παραμερισμός του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 08.04.2025 .

 

Ο ομνύων ακολούθως δηλώνει ότι οι αιτητές δεν προσήλθαν ενώπιον του Δικαστηρίου με καθαρά χέρια και, εν πάση περιπτώσει, απέτυχαν και παρέλειψαν να συμμορφωθούν με το καθήκον πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης των ουσιωδών γεγονότων και δεδομένων, ιδιαίτερα ως προς το γεγονός ότι οι εργασίες είχαν αρχίσει προ καιρού, κάτι το οποίο ήταν σε κάθε περίπτωση σε γνώση τους.  Όπως επίσης ήταν σε γνώση τους ότι για την υλοποίηση του Έργου το Τμήμα Δημοσίων Έργων είχε υπογράψει Συμβόλαιο αξίας περί τα €34.000.000, πλέον Φ.Π.Α. με την επιτυχούσα Κοινοπραξία, γεγονός που απέκρυψαν και/ή δεν αποκάλυψαν προς το Δικαστήριο, ώστε και το Δικαστήριο να αντιληφθεί και να διατάξει την επίδοση της αίτησης σε όλα τα ενδιαφερόμενα αρμόδια κυβερνητικά τμήματα καθώς και στον Ανάδοχο/Εργολάβο που ανέλαβε την εκτέλεση του Έργου.  Προς επιβεβαίωση τούτων, ο κ. B.M. επισυνάπτει ως τεκμήρια εκτυπωμένα αντίγραφα από δημοσιεύσεις του ομνύοντα στην αίτηση αναστολής κ. Τ.Σ. στον λογαριασμό του στον διαδικτυακό ιστότοπο «FACEBOOK».  Μεταξύ των τεκμηρίων περιλαμβάνεται το Τεκμήριο 14, που συνιστά αναδημοσίευση σχετικής δημοσίευσης από τη σελίδα στο FACEBOOK της «BIRDLIFE CYPRUS» (αιτητές 1 στην προσφυγή), ημερομηνίας 25.10.2024, στην οποία ρητά αναφέρονται τα ακόλουθα: «Συνάμα, σε χθεσινή συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ελέγχου ο Γενικός Ελεγκτής ανάφερε ότι για το εν λόγω έργο υπογράφηκε στις 14 Οκτωβρίου 2024 συμβόλαιο αξίας 34 εκ. ευρώ μεταξύ του Τμήματος Δημοσίων Έργων και της κοινοπραξίας που ανέλαβε την κατασκευή του.».

 

Περαιτέρω, οι αιτητές δεν αποκάλυψαν ούτε ότι το Έργο είναι δανειοδοτούμενο/χρηματοδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, γεγονός που είναι ουσιώδες σε σχέση με τον κίνδυνο απώλειας της εν λόγω χρηματοδότησης σε περίπτωση πρόκλησης καθυστερήσεων συνεπεία της έκδοσης του αιτούμενου προσωρινού διατάγματος, ώστε να συσταθμίζονταν οι ισχυριζόμενες βλάβες των αιτητών και με το δημόσιο συμφέρον, ούτε ότι το status quo δεν ήταν αυτό που ήταν κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης αλλά, λόγω της έναρξης των εργασιών, εάν επιβληθεί αναστολή αυτών αόριστης και παρατεταμένης διάρκειας, είναι πολύ πιθανόν τα υλικά των επιχωματώσεων να διασπαρθούν μέσα στον κόλπο, σε περίπτωση κακών καιρικών συνθηκών.

 

Σύμφωνα με τον ομνύοντα, βάσει της νομικής συμβουλής που λαμβάνει, το εκδοθέν διάταγμα αναστολής θα πρέπει, ένεκα της παράλειψης επίδοσης στην Κοινοπραξία, ως Ενδιαφερομένου Μέρους, της προσφυγής και της αίτησης αναστολής, να ακυρωθεί ex debito justitiae, άνευ άλλου τινός και χωρίς να χρήζει εξέτασης οποιοσδήποτε άλλος ισχυρισμός ή λόγος παραμερισμού ή λόγος ένστασης στην έκδοση ή (έστω) στη διατήρηση της ισχύος του.  Εάν δε μετά την ακύρωση οι αιτητές εμμένουν στην προώθηση της ενδιάμεσης αίτησης τους ημερομηνίας 13.03.2025, η Κοινοπραξία επιφυλάσσεται να αναφερθεί εκ νέου στα πιο πάνω σημεία ή λόγους, όπως επίσης και σε πρόσθετους λόγους ένστασης και πρόσθετους νομικούς και πραγματικούς ισχυρισμούς, στη σχετική ένσταση που προκαταβολικά δηλώνει ότι θα έχει.  Επικουρικώς, επιφυλάσσεται να καταχωρήσει νέα αίτηση παραμερισμού ή νέους λόγους ως προς τον παραμερισμό ή ως προς την μη έκδοση ή διατήρηση του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 08.04.2025, μετά που θα επιτραπεί στην Κοινοπραξία να συμμετάσχει στη διαδικασία ως Ενδιαφερόμενο Μέρος και οι αιτητές της επιδώσουν το σύνολο των εγγράφων, δικογράφων, Τεκμηρίων, Παραρτημάτων και Ειδοποιήσεων που ανταλλάγησαν από όλους τους διαδίκους στην παρούσα διαδικασία.

 

Οι αιτητές (στην προσφυγή, καθ’ ων η αίτηση στην παρούσα) ενίστανται στην αιτούμενη παρέμβαση και τον παραμερισμό του εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος καθότι, καταρχάς, θεωρούν πως η Κοινοπραξία δεν νομιμοποιείται όπως παρέμβει στην προσφυγή γιατί στερείται άμεσου και/ή ενεστώτος και/ή προσωπικού και/ή εννόμου συμφέροντος προς τούτο και/ή στερείται locus standi και/ή η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη δεν επιδρά άμεσα και/ή έμμεσα σε οποιοδήποτε έννομο συμφέρον της Κοινοπραξίας κατά τρόπον που να τη νομιμοποιεί να καταστεί διάδικο μέρος στην παρούσα προσφυγή και/ή η παρούσα Προσφυγή δεν την αφορά.  Επιπλέον ενίστανται γιατί η Κοινοπραξία απέτυχε να τεκμηριώσει την ύπαρξη των προϋποθέσεων που απαιτούνται τόσον για την παρέμβαση της στη διαδικασία, όσο και για τον παραμερισμό της ενδιάμεσης απόφασης, τυχόν δε έγκριση της παρούσας αίτησης θα εκτροχιάσει τη διαδικασία και θα μεταβάλει αδίκως και λανθασμένα την αναθεωρητική φύση της διοικητικής δίκης σε λαϊκή αγωγή (action popularis).  Θεωρούν, επίσης, πως οι ίδιοι προέβησαν σε όλες τις δέουσες ενέργειες και/ή επέδωσαν την Προσφυγή και/ή την ενδιάμεση αίτηση για αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης όπου δει και/ή νομότυπα και/ή ορθώς και/ή δεν παρέλειψαν την επίδοση σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο τυχόν κατείχε έννομο συμφέρον και/ή εν πάση περιπτώσει κανένα σφάλμα και/ή παράλειψη δεν υπήρξε εκ μέρους τους που να δικαιολογεί την ανατροπή του ενδιάμεσου διατάγματος.  Η δε αίτηση της Κοινοπραξίας είναι νομικά αβάσιμη και/ή πάσχει η νομική της βάση και/ή στηρίζεται σε λανθασμένη νομική βάση και/ή υπό τις περιστάσεις είναι νόμω και ουσία αστήρικτη και/ή η Κοινοπραξία κωλύεται στο να προχωρήσει με την παρούσα διαδικασία και η αίτηση δεν εξυπηρετεί τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης και/ή την ορθή απονομή δικαιοσύνης, αλλά αντιθέτως αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας και/ή επιδιώκει να εξυπηρετήσει αλλότριους σκοπούς.

 

Την ένσταση υποστηρίζει ένορκη δήλωση του κ. Τ.Σ., υπαλλήλου των αιτητών 1 (στην προσφυγή), ο οποίος είχε προβεί σε ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης αναστολής ημερομηνίας 13.03.2025.  

 

Ο ομνύων δηλώνει τη διαφωνία του με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του κ. B.M. και, βάσει της νομικής συμβουλής την οποία λαμβάνει, απορρίπτει ότι υφίσταται «πρόδηλο έννομο συμφέρον» της Κοινοπραξίας που να της επιτρέπει να παρέμβει στη διαδικασία.  Συγκεκριμένα, δηλώνει τα ακόλουθα:

 

Το έννομο συμφέρον που απαιτείται για να δικαιολογείται η παρέμβαση τρίτου προσώπου ως ενδιαφερομένου προσώπου στη διοικητική δίκη, δεν αρκείται στην ύπαρξη ενός γενικού συμφέροντος για τη διατήρηση της νομιμότητας μίας διοικητικής πράξης.  Το διοικητικό δίκαιο και η νομολογία ταυτίζουν το έννομο συμφέρον του αιτούμενου για παρέμβαση προσώπου, με το έννομο συμφέρον που θα είχε ένας προσφεύγων στα διοικητικά δικαστήρια ως αιτητής.  Το εν λόγω έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει ταυτοχρόνως και σωρευτικά κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά την καταχώριση της προσφυγής, κατά την εκδίκαση αυτής και μέχρι της εκδόσεως αποφάσεως.  Εν προκειμένω, η Κοινοπραξία, κατά την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, όχι μόνο δεν κατείχε την ιδιότητα του Εργολάβου του Έργου, εφόσον ο Διαγωνισμός δεν είχε ακόμα προκηρυχθεί, αλλά ούτε καν υφίστατο ως νομικό πρόσωπο.  Ως εκ τούτου, ο κ. Τ.Σ. απορρίπτει τη θέση της Κοινοπραξίας ότι η χορήγηση της επίδικης άδειας νομιμοποιούσε την έναρξη των εργασιών υλοποίησης του Έργου, εφόσον η ιδιότητα του Εργολάβου αποκτήθηκε 8 μήνες μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.  Επιπλέον αναφέρει πως, και πρακτικά ιδωμένου του θέματος, εάν οι αιτητές (στην προσφυγή) λάμβαναν γνώση της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και προχωρούσαν στη λήψη δικαστικών μέτρων πιο νωρίς, παραδείγματος χάριν τον Φεβρουάριο του 2024, η Κοινοπραξία δεν θα νομιμοποιείτο να λάβει μέρος στη διοικητική δίκη ως ενδιαφερόμενο μέρος, ούτε οι αιτητές θα είχαν παραβεί οποιαδήποτε υποχρέωση για ενημέρωσή της.  Αυτό από μόνο του αποκλείει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος της Κοινοπραξίας και ως εκ τούτου το θεμέλιο, επί του οποίου στηρίζεται η αίτηση, αίρεται εκ βάθρου, αφήνοντας την αίτηση νόμω και ουσία παντελώς αβάσιμη.

Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν η προϋπόθεση του κρίσιμου χρόνου συνέτρεχε, πάλι δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υφίσταται έννομο συμφέρον εκ μέρους της Κοινοπραξίας, για τον λόγο ότι ελλείπει το στοιχείο της σχετικότητας και αμεσότητας.  Η Κοινοπραξία αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος σε δημόσια σύμβαση, η οποία καταρτίστηκε μεταξύ του Τμήματος Δημοσίων Έργων και της ιδίας.  Συνεπώς, ελλείπει πλήρως ο νομικός δεσμός και ουδεμία άμεση ή έστω έμμεση σχέση υφίσταται μεταξύ της Κοινοπραξίας και της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, η οποία δεν την αφορά.  Αυτό που αφορά την Κοινοπραξία είναι οι όροι της Σύμβασης, στην οποία η ίδια αποτελεί μέρος και στην οποία δεν αποτελεί μέρος ούτε το διοικητικό όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά ούτε καν το διοικητικό όργανο στο οποίο αυτή απευθύνεται.  Η σχέση της Κοινοπραξίας με τον αντισυμβαλλόμενο της προσδιορίζεται από τους όρους της μεταξύ τους σύμβασης, όπως δε ο ομνύων δηλώνει ότι γνωρίζει ως γενικό κανόνα, σε δημόσιες συμβάσεις τέτοιας φύσης συμπεριλαμβάνονται όροι οι οποίοι κατοχυρώνουν τους εργολάβους για τυχόν ζημιές τις οποίες δυνατόν να υποστούν εξειδικευμένα από αναστολή εργασιών που δεν οφείλεται στο πρόσωπο τους.  Εν πάση περιπτώσει, η Κοινοπραξία θα μπορεί να διεκδικήσει την οποιαδήποτε ζημιά τυχόν θα έχει υποστεί από την μη συμμόρφωση του αντισυμβαλλομένου της με τους όρους της Συμβάσεως, καταχωρώντας αγωγή στα Επαρχιακά Δικαστήρια της Κύπρου. Αυτό έχει ως συνεπακόλουθο αφενός το να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται στο πρόσωπο της άμεσο ή προσωπικό ή οποιοδήποτε έννομο συμφέρον στην παρούσα αναθεωρητική εξέταση της νομιμότητας ή μη της προσβαλλόμενης απόφασης και αφετέρου καταδεικνύει ότι η καταχώριση της παρούσας γίνεται καταχρηστικά και με σκοπό να εξυπηρετήσει αλλότριους σκοπούς.

 

Περαιτέρω, η φύση της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, ήτοι ο αναθεωρητικός έλεγχος στον οποίο υπόκειται μέσω της προσφυγής μια προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, δεν επιτρέπει την ανάμειξη ως διάδικου μέρους οποιουδήποτε προσώπου θα είχε ή έχει ένα γενικό συμφέρον στην διατήρηση (ή μη) μιας διοικητικής απόφασης.  Τέτοιο γενικό συμφέρον θα συναντάτο σε πάρα πολλά πρόσωπα, πλην όμως ο έλεγχος της νομιμότητας μιας πράξης δεν επαφίεται στον οποιοδήποτε αισθάνεται ότι έχει συμφέρον, καθότι αυτό θα κατέληγε στην ανεπίτρεπτη μετατροπή της διαδικασίας σε λαϊκή αγωγή (action popularis), όπου ο κάθε ένας πολίτης που ενδιαφέρεται για την νόμιμη λειτουργία της Διοικήσεως θα είχε δικαίωμα να στραφεί εναντίον πράξης ή να παρέμβει για να υποστηρίξει την νομιμότητα της.

 

Περαιτέρω, η Κοινοπραξία επέλεξε να συμπεριλάβει αιτητικό παραμερισμού τους εκδοθέντος ενδιάμεσου διατάγματος στην παρούσα αίτηση και όχι να αναμένει σε πρώτο στάδιο την κατάληξη του κατά πόσον υφίσταται ουσιαστικό δικαίωμα για παρέμβαση της. Αυτό είναι προβληματικό και σε σχέση με τη νομική βάση επί της οποίας η Κοινοπραξία βασίζει το αιτητικό για παραμερισμό, η οποία αναφέρεται σε έκδοση απόφασης λόγω μη καταχώρισης εμφάνισης ή υπεράσπισης.

 

Επισημαίνοντας ότι ο λόγος για τον οποίο η Κοινοπραξία αιτείται τον παραμερισμό στηρίζεται αυστηρά και μόνον στην μη επίδοση σε αυτήν της Προσφυγής και της ενδιάμεσης αίτησης και ως εκ τούτου οτιδήποτε άλλο αναφέρεται στην ένορκη δήλωση του κ. Β.Μ. είναι μη σχετικό και μη αναγκαίο να σχολιαστεί, ο κ. Τ.Σ., εν πάση περιπτώσει, σχολιάζει τη θέση της Κοινοπραξίας ότι οι αιτητές δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια.  Απορρίπτει καταρχάς ως μη αληθή τον ισχυρισμό για γνώση εκ μέρους των αιτητών περί της υπογραφής της Σύμβασης μεταξύ της Κοινοπραξίας και του Τμήματος Δημοσίων Έργων.  Επιπλέον, δηλώνει πως, ακόμα κι αν οι αιτητές είχαν αυτή την πληροφορία για την Κοινοπραξία, για όλους τους λόγους που προηγουμένως αναφέρει ως προς την έλλειψη εννόμου συμφέροντος, δεν θα την θεωρούσαν χρήσιμη ή απαραίτητη, με την έννοια ότι η σύναψη συμφωνίας μεταξύ του Τμήματος Δημοσίων Έργων για την κατασκευή του λιμανιού με τον οποιοδήποτε συγκεκριμένο εργολάβο, δεν αφορά την αμφισβήτηση από τους αιτητές της νομιμότητας της Πολεοδομικής Έγκρισης.  Σε καμία δε περίπτωση δεν παραπλανήθηκε το Δικαστήριο από την μαρτυρία που είχε ενώπιον του κατά την εξέταση της αίτησης αναστολής, ούτε σε σχέση με τις εργασίες, ούτε σε σχέση με το status quo.  

 

Ως προς τη θέση της Κοινοπραξίας περί γνώσης εκ μέρους των αιτητών του γεγονότος της υπογραφής της Σύμβασης και το Τεκμήριο 14 της ένορκης δήλωσης του κ. Β.Μ., ο κ. Τ.Σ. δηλώνει ότι επαναλαμβάνει τις προηγούμενες (στην ένορκη δήλωση) θέσεις του και επιπλέον αναφέρει ότι προφανώς για να υλοποιηθεί το Έργο θα πρέπει να υπάρξουν και οι εργολάβοι που θα το κατασκευάσουν, όπως αυτονόητο είναι ότι κάπου υπάρχουν και άλλα πρόσωπα που έχουν γενικό ενδιαφέρον στην συνέχιση του έργου, βασιζόμενα σε αναμενόμενη ή πιθανολογούμενη άμεση ή έμμεση κερδοφορία, χωρίς αυτό να σημαίνει αυτομάτως ότι αποκτούν και δικαίωμα παρέμβασης ως έχοντες έννομο συμφέρον.

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με τον ομνύοντα, η παρούσα αίτηση γίνεται καταχρηστικά για να εξυπηρετήσει αλλότριους σκοπούς και συγκεκριμένα συνιστά έμμεση προσπάθεια να ανατραπεί το ενδιάμεσο διάταγμα και να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των καθ’ ων η αίτηση στην προσφυγή, οι οποίοι απέτυχαν να εμφανιστούν παρά την νομότυπη επίδοση προς αυτούς όλων των εγγράφων.  Η νομική βάση της αίτησης πάσχει, οι αιτητές δεν παρέβησαν οποιαδήποτε υποχρέωση για επίδοση σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο, ούτε και το Δικαστήριο όφειλε αυτεπαγγέλτως να προβεί σε τέτοια διαταγή, ουδείς κανονισμός ή αρχή, συμπεριλαμβανομένης της φυσικής δικαιοσύνης, δεν παραβιάστηκε και τυχόν εμπλοκή της Κοινοπραξίας θα εκτρέψει ανεπίτρεπτα τη διοικητική δίκη.  Το δε ενδιάμεσο διάταγμα εξεδόθη με σκοπό την προστασία πολύ υπέρτερων αγαθών από τα κατ’ ισχυρισμόν άξια προστασίας συμφέροντα της Κοινοπραξίας.

 

Οι εκατέρωθεν θέσεις της Κοινοπραξίας και των αιτητών αναπτύχθηκαν με γραπτές αγορεύσεις και προφορικά, κατά την ακρόαση, από τους ευπαίδευτους δικηγόρους τους.

 

Υπέρ της αποδοχής της αιτούμενης παρέμβασης ο κ. Χατζηγιώργης παρέπεμψε σε σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προς το δικαίωμα συμμετοχής σε διαδικασία αναθεώρησης διοικητικής πράξης κάθε προσώπου του οποίου το συμφέρον διακυβεύεται ή θα επηρεαστεί δυσμενώς από το αποτέλεσμα της προσφυγής.  Υιοθετώντας τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση του κ. Β.Μ. ως προς την ιδιότητα της Κοινοπραξίας ως ανάδοχου εργολάβου του Έργου, δυνάμει σύμβασης που υπογράφηκε με το Τμήμα Δημοσίων Έργων κατόπιν διεξαγωγής δημόσιου διαγωνισμού και επισημαίνοντας ότι η εν λόγω ιδιότητα δεν αμφισβητείται από τους αιτητές, ο ευπαίδευτος δικηγόρος υποβάλλει ότι η Κοινοπραξία επηρεάζεται άμεσα και προσωπικά από το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής και αναμφίβολα έχει έννομο συμφέρον στη διατήρηση της ισχύος της προσβαλλόμενης απόφασης και στην απόρριψη της προσφυγής και της ενδιάμεσης αίτησης ημερομηνίας 13.03.2025 καθώς και στην ακύρωση του προσωρινού διατάγματος, το οποίο, κατά την εισήγηση, εκδόθηκε κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, χωρίς η προσφυγή και η ενδιάμεση αίτηση να επιδοθούν στην Κοινοπραξία ώστε να της δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί και να τοποθετηθεί.  Επισημαίνει περαιτέρω ότι, σε περίπτωση ενδεχόμενης ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, τα συμφέροντα της Κοινοπραξίας θα πληγούν άμεσα, αυτόματα, προσωπικά και ουσιωδώς, εφόσον η Σύμβαση προς υλοποίηση του Έργου δεν θα μπορεί να προχωρήσει και να εκτελεστεί, λόγω της ακύρωσης της πράξης που αποτελεί το θεμέλιο και το έρεισμα για την εκτέλεση του Έργου και την κατακύρωση της σύμβασης εκτέλεσής του στην Κοινοπραξία.  Είναι δε αντιφατικό, ως περαιτέρω εισηγείται, αφενός οι αιτητές να επιδιώκουν την ακύρωση και την αναστολή υλοποίησης του Έργου και αφετέρου την ίδια στιγμή να ισχυρίζονται ότι η Κοινοπραξία δεν έχει άμεσο και/ή προσωπικό και/ή ενεστώς έννομο συμφέρον να παρέμβει στη διαδικασία υπέρ της διατήρησης της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης, ήτοι της άδειας/έγκρισης που νομιμοποιεί την εκτέλεση του Έργου.

 

Προς απάντηση του λόγου ένστασης των αιτητών περί μη ύπαρξης εννόμου συμφέροντος της Κοινοπραξίας κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, ο κ. Χατζηγιώργης παραπέμπει σε σχετική επί του θέματος νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ιδιαίτερα στην απόφαση της Ολομέλειας ΣτΕ Α2173/2002, στην οποία τα γεγονότα και δεδομένα ήταν ουσιωδώς τα ίδια με την παρούσα υπόθεση.  Την δε απόφαση της πλειοψηφίας στην εν λόγω υπόθεση ακολούθησαν και μεταγενέστερες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (4520/2014, 2597/2005, 3050/2015).

 

Αναφορικώς με τους ισχυρισμούς του ομνύοντα που υποστηρίζει την ένσταση των αιτητών, ότι στη Σύμβαση συμπεριλαμβάνονται όροι και/ή ρήτρες που κατοχυρώνουν τους εργολάβους για τυχόν ζημιές τις οποίες δυνατόν να υποστούν από τυχόν αναστολή εργασιών, ο ευπαίδευτος δικηγόρος υποβάλλει πως η ύπαρξη τέτοιων ρητρών δεν εξουδετερώνει την άμεση βλάβη ή τον επηρεασμό του εννόμου συμφέροντος της Κοινοπραξίας, τόσο από την αναστολή, όσο και από την ενδεχόμενη ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. 

Περαιτέρω, ο κ. Χατζηγιώργης εισηγείται πως, εφόσον η Κοινοπραξία έχει το απαιτούμενο έννομο συμφέρον να παρέμβει στην παρούσα προσφυγή, τότε το εκδοθέν διάταγμα αναστολής ημερομηνίας 08.04.2025 θα πρέπει να παραμεριστεί, ex debito justitiae, λόγω της μη επίδοσης της προσφυγής και της αίτησης αναστολής στην Κοινοπραξία.  Είναι δε η θέση του πως, εφόσον περιέλθουν σε γνώση του Δικαστηρίου τα γεγονότα εκείνα που καθιστούν αναγκαίο τον παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης, επειδή δεν δόθηκε το θεμελιώδες δικαίωμα σε ενδιαφερόμενο μέρος να ακουστεί, το Δικαστήριο μπορεί ακόμα και αυτεπάγγελτα να αναλάβει πρωτοβουλία και να αποφασίσει τον παραμερισμό, χωρίς να απαιτείται οποιοδήποτε διάβημα ή υποβολή αίτησης.

 

Ακολούθως ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Κοινοπραξίας υποβάλλει ότι οι αιτητές έχουν παραβεί το καθήκον τους για πλήρη αποκάλυψη και δεν έχουν προσέλθει στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια καθότι δεν αποκάλυψαν όλα τα ουσιώδη γεγονότα και δεδομένα της υπόθεσης ως προς την εκτέλεση της Σύμβασης υλοποίησης του Έργου, δεδομένα τα οποία, εάν είχαν αποκαλυφθεί, το Δικαστήριο θα είχε τη δυνατότητα να αξιολογήσει το ίδιο και να δώσει τις ανάλογες οδηγίες ως προς την επίδοση της προσφυγής και της ενδιάμεσης αίτησης αναστολής και στα πρόσωπα που συμμετέχουν στην υλοποίηση του Έργου, χωρίς να χρειαστεί να εξετάζει σήμερα τον παραμερισμό του εκδοθέντος διατάγματος αναστολής.  Παραπέμποντας στο Τεκμήριο 14 της ένορκης δήλωσης του κ. Β.Μ., υποβάλλει πως οι αιτητές γνώριζαν το γεγονός της υπογραφής της Σύμβασης, γεγονός το οποίο δεν αποκάλυψαν και δεν έχουν αντικρούσει πειστικά με την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένστασή τους.  Έστω δε κι αν δεν ήταν εις γνώση τους το όνομα της αναδόχου Κοινοπραξίας, στην οποία ανατέθηκε η υλοποίηση του Έργου, θα μπορούσαν να το είχαν πληροφορηθεί από το Τμήμα Δημοσίων Έργων.   

 

Για όλους τους ανωτέρω λόγους ο ευπαίδευτος δικηγόρος εισηγείται πως η παρούσα αίτηση, ημερομηνίας 17.04.2025, θα πρέπει να επιτύχει και το Δικαστήριο να προχωρήσει στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, με έξοδα υπέρ της Κοινοπραξίας και εναντίον των αιτητών.

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος των αιτητών επαναλαμβάνει τους λόγους ένστασης και το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του κ. Τ.Σ., ιδιαίτερα τις αναφορές ότι, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία και βιβλιογραφία, το έννομο συμφέρον του αιτούμενου για παρέμβαση προσώπου ταυτίζεται με το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος.  Οι απαιτούμενες δε προϋποθέσεις εν προκειμένω, σύμφωνα με την εισήγηση, δεν πληρούνται, εφόσον το συμφέρον της Κοινοπραξίας δεν ήταν υπαρκτό κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης, ήτοι στις 20.02.2024, ημερομηνία κατά την οποία η Κοινοπραξία ούτε κατείχε την ιδιότητα του ανάδοχου Εργολάβου του Έργου, ούτε υφίστατο ως νομικό πρόσωπο.  Επαναλαμβάνει, επίσης, η κα Κατσούρη πως, εφόσον υπό τις περιστάσεις δεν θα υπήρχε υποχρέωση των αιτητών να επιδώσουν την προσφυγή εάν αυτή καταχωρείτο αμέσως μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, δεν είναι λογικό, αντιληπτό ή σύννομο να δημιουργείται στην πορεία μίας υπόθεσης υποχρέωση για τον αιτητή να επιδώσει την προσφυγή σε τρίτο πρόσωπο, ώστε αυτό να καταστεί διάδικο μέρος, υποχρέωση η οποία δεν υφίστατο ευθύς εξαρχής.  Αυτό θα οδηγούσε, κατά την εισήγησή της, σε μία κατάσταση κατά την οποία οι αιτητές στην προσφυγή θα έπρεπε να προσθέτουν ενδεχομένως στην πορεία, ανά πάσα στιγμή, διάδικα μέρη στη διαδικασία, απολήγοντας έτσι σε πρακτικά μη εφαρμόσιμη πρακτική για έναν αιτητή αλλά και για το Δικαστήριο.  Στη βάση της εν λόγω εισήγησης, η ευπαίδευτη δικηγόρος υποβάλλει ότι παρέλκει ο έλεγχος οποιουδήποτε άλλου λόγου ένστασης δοθέντος ότι, τυχόν διαπίστωση έλλειψης ενεστώτος (κατά την έκδοση της πράξης) εννόμου συμφέροντος της Κοινοπραξίας, σφραγίζει και την τύχη της παρούσας αίτησης. 

 

Εν πάση δε περιπτώσει είναι η εισήγησή της ότι η Κοινοπραξία στερείται και αμέσου και προσωπικού εννόμου συμφέροντος, εφόσον αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος με το Τμήμα Δημοσίων Έργων, το οποίο υπάγεται στο Υπουργείο Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων και ως εκ τούτου ουδεμία άμεση ή έστω έμμεση σχέση ή ιδιαίτερος νομικός δεσμός υπάρχει μεταξύ της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης και της Κοινοπραξίας, η οποία αποτελεί τρίτο, ξένο προς την πράξη, πρόσωπο, που έχει απλώς ένα γενικό συμφέρον στη διατήρηση της νομιμότητας της πράξης, όπως έχουν πολλά άλλα πρόσωπα που ενδεχομένως να επωφεληθούν από το Έργο.  Ως εκ τούτου, τυχόν εμπλοκή της Κοινοπραξίας ως παρεμβαίνουσας, θα εξέτρεπε ανεπίτρεπτα τη διαδικασία σε λαϊκή αγωγή.  Περαιτέρω, είναι η θέση της ευπαίδευτης δικηγόρου πως η Κοινοπραξία δεν έχει τεκμηριώσει οποιαδήποτε βλάβη, εφόσον είναι συμβατικά κατοχυρωμένη για το ενδεχόμενο αναστολής των εργασιών υλοποίησης του Έργου, έχοντας προς τούτο τα κατάλληλα ένδικα μέσα προς για τη διεκδίκηση αποζημίωσης για οποιαδήποτε ζημιά την οποία δυνατόν να υποστεί.

 

Η μη ύπαρξη εννόμου συμφέροντος της Κοινοπραξίας συμπαρασύρει, σύμφωνα με την περαιτέρω εισήγηση της κας Κατσούρη, όλα τα αιτητικά της παρούσας αίτησης σε απόρριψη.  Σε κάθε δε περίπτωση, για να νομιμοποιείται η Κοινοπραξία να καταχωρίσει αίτηση παραμερισμού, θα έπρεπε πρώτα να διαγνωστεί το δικαίωμά της να αποκτήσει την ιδιότητα του διάδικου μέρους.  Περαιτέρω, υποβάλλεται η θέση πως, από το περιεχόμενο όλων των ενόρκων δηλώσεων που έχουν κατατεθεί στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, δεν προκύπτει οποιαδήποτε παραπλάνηση του Δικαστηρίου, ούτε σε σχέση με τη γνώση ή μη εκ μέρους των αιτητών της ύπαρξης ή της ιδιότητας της Κοινοπραξίας ως Εργολάβου του Έργου, ούτε σε σχέση με το στάδιο των εργασιών, με τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της Κοινοπραξίας να έχουν μείνει ατεκμηρίωτοι ή να έχουν αντικρουστεί από την ένορκη δήλωση του κ. Τ.Σ..  Οι δε ισχυρισμοί περί μη επίδοσης της προσφυγής και της αίτησης σε όλα τα εμπλεκόμενα αρμόδια κυβερνητικά τμήματα και η κατ’ ισχυρισμόν μη αναφορά στην ευρωπαϊκή χρηματοδότησης του Έργου, αποδεικνύει το γεγονός ότι η παρούσα αίτηση έχει καταχωριστεί καταχρηστικά και προς εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπών, ήτοι των συμφερόντων της Δημοκρατίας.

 

Έχω μελετήσει με προσοχή την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία και καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Η παρούσα αίτηση στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στον Κανονισμό 5 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικών Κανονισμών του 2015, σύμφωνα με τον οποίο:

 

«5. Κάθε προσφυγή επιδίδεται σε κάθε ενδιαφερόμενο μέρος που επηρεάζεται από αυτή, το οποίο έχει δικαίωμα καταχώρησης εμφάνισης στο αρμόδιο Πρωτοκολλητείο εντός 21 ημερών από την επίδοση σ΄ αυτό της προσφυγής, ως το συνημμένο έντυπο αρ. 3.».

Τούτο δε είναι σύμφωνο με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία «η παροχή ευκαιρίας σε κάθε πρόσωπο να ακουστεί σε υπόθεση που το αφορά αποτελεί αξίωμα της φυσικής δικαιοσύνης, οι ρίζες του οποίου ανάγονται στα πρώτα στάδια διαμόρφωσης των θεσμών της δίκης» (Δημοκρατία ν Πουλλή (2001) 3 ΑΑΔ 1060).

 

Όπως επεσήμανε το Ανώτατο Δικαστήριο, επαναλαμβάνοντας την πάγια επί τούτου νομολογία, στην απόφαση Λέσχη Ιπποδρομιών Λευκωσίας, διά του Γραμματέα αυτής κ. Πάρη Κωνσταντινίδη ν Betfair International PLCs, Συνεκδ. Αναθ. Εφέσεις αρ. 71/14 και 115/14, ημερ. 28.09.2022 «η έννοια του συμφέροντος παρεμβαίνοντος στη διαδικασία προσομοιάζει με εκείνο του παρεμβαίνοντος στην Ελλάδα και Γαλλία και πρέπει να ασκείται κατά τον ίδιο τρόπο».

 

Στην Ελλάδα, οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της παρεμβάσεως στη διοικητική δίκη είναι τρεις, ήτοι η εκκρεμοδικία, η ιδιότητα του παρεμβαίνοντος ως τρίτου και η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος (Π.Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 1994, 2η Έκδοση, σελ. 272).  Στη δίκη που άρχισε με αίτηση ακυρώσεως δικαιούται να ασκήσει παρέμβαση κάθε τρίτος (μη διάδικος στη δίκη) που έχει έννομο συμφέρον για τη διατήρηση της προσβαλλόμενης πράξης και την απόρριψη της αίτησης ακυρώσεως (Ε. Π. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 15η έκδοση, σελ.199).

 

Παρά το γεγονός ότι, η νομολογία και η αναφερόμενη σε αυτήν βιβλιογραφία, στην οποία η ευπαίδευτη δικηγόρος των αιτητών παραπέμπει, ταυτίζει το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος με αυτό του προσφεύγοντος, εντούτοις η σύγχρονη δικονομική θεώρηση, βάσει της νεότερης νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας την οποία ο κ. Χατζηγιώργης επιμελώς εντόπισε και υπέδειξε στο Δικαστήριο, διακρίνει πλέον τον χρόνο κτίσεως του εννόμου συμφέροντος του παρεμβαίνοντος από τον χρόνο κτίσεως του εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος.  

 

Στην απόφαση της Ολομέλειας ΣτΕ Α2173/2002, στην οποία το πραγματικό προσομοιάζει, πράγματι, ως η εισήγηση του κ. Χατζηγιώργη, με τα γεγονότα της παρούσας, κρίθηκαν σχετικώς τα ακόλουθα από την πλειοψηφία του Συμβουλίου (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)[1]:

«Επειδή, με την αίτηση αυτή, καθ' ερμηνεία του δικογράφου, ζητείται η ακύρωση της 105061/29.8.2001 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Πολιτισμού, Εμπορικής Ναυτιλίας και Μεταφορών και Επικοινωνιών, με την οποία εγκρίθηκαν οι περιβαλλοντικοί όροι για το έργο υποστήριξης των Ολυμπιακών Αγώνων "Σύγχρονος Τροχιόδρομος (Τραμ) στην περιοχή της Αθήνας" […]

Επειδή, στη δίκη παρεμβαίνουν επίσης υπέρ της διατηρήσεως της ισχύος της προσβαλλομένης πράξεως: α) η Σύμπραξη (κοινοπρακτικού σχήματος) των εταιρειών […], υπέρ της οποίας κατακυρώθηκε ο διαγωνισμός για το έργο "Επιλογή Τεχνικού Συμβούλου Διοίκησης Έργου" για την ανάπτυξη σύγχρονου Τροχιόδρομου (Τραμ) στη μείζονα περιοχή της Αθήνας […] β) η κοινοπραξία […] υπέρ της οποίας κατακυρώθηκε ο διαγωνισμός του έργου "Κατασκευή των έργων πολιτικού μηχανικού, προμήθεια, εγκατάσταση και θέση σε λειτουργία των ηλεκτρομηχανολογικών συστημάτων του σύγχρονου τροχιόδρομου (Τραμ) και μελέτες εφαρμογής τους στη μείζονα περιοχή της Αθήνας" […] και γ) η εταιρεία […] υπέρ της οποίας κατακυρώθηκε ο διαγωνισμός για την προμήθεια του τροχαίου υλικού για το έργο "Κατασκευή - μελέτη εφαρμογής σύγχρονου τροχιόδρομου (Τραμ) στη μείζονα περιοχή της Αθήνας, […]. Η κατακύρωση των πιο πάνω διαγωνισμών υπέρ των παρεμβαινουσών αυτών έγινε μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Οι παρεμβάσεις αυτές παραδεκτώς ασκούνται από πλευράς εννόμου συμφέροντος, μολονότι το έννομο συμφέρον των παρεμβαινουσών δημιουργήθηκε μετά την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως. Και τούτο διότι, κατά το άρθρο 49 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 στη δίκη επί αιτήσεως ακυρώσεως μπορεί να παρέμβει, μόνο για τη διατήρηση της ισχύος της προσβαλλομένης πράξεως, "οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον", δηλαδή οποιοσδήποτε βλάπτεται από την τυχόν ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Ως εκ τούτου για το παραδεκτό της παρεμβάσεως, δεν απαιτείται να συντρέχει το έννομο συμφέρον και κατά την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως, αλλά αρκεί ότι υφίσταται κατά το χρόνο ασκήσεως της παρεμβάσεως και κατά το χρόνο συζητήσεως της υποθέσεως, δοθέντος ότι και στην περίπτωση αυτή τυχόν ακυρωτική απόφαση είναι βλαπτική για τον παρεμβαίνοντα. Συνεπώς, οι πιο πάνω παρεμβαίνουσες, εφόσον η κατακύρωση των σχετικών διαγωνισμών, στην οποία θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον τους, έγινε μετά μεν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά πριν την άσκηση των κρινομένων παρεμβάσεων, παραδεκτώς ασκούν τις παρεμβάσεις αυτές, αφού έχουν άμεσο συμφέρον για τη διατήρηση της ισχύος της προσβαλλομένης αποφάσεως.».

Την εν λόγω απόφαση ακολουθεί και η μεταγενέστερη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.  Επιπρόσθετα των αποφάσεων, στις οποίες ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Κοινοπραξίας παραπέμπει, καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί και από την πρόσφατη απόφαση ΣτΕ Α469/2024[2], στην οποία το ζήτημα κρίθηκε περιεκτικά ως ακολούθως:

 

«12. Επειδή, σε αντίθεση με την αίτηση ακυρώσεως, το έννομο συμφέρον για την άσκηση παρεμβάσεως δεν απαιτείται να συντρέχει κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως, αλλά αρκεί να συντρέχει κατά τον χρόνο ασκήσεως της παρεμβάσεως και κατά τον χρόνο συζητήσεως της υποθέσεως (βλ. ΟλΣτΕ 2173/2002, σκ. 9 και 258/2004, σκ. 6, βλ. και ΣτΕ 570/2012, 4628/2013).».

 

Υιοθετώντας την ανωτέρω δικονομική προσέγγιση απορρίπτω τον λόγο ένστασης των αιτητών ότι η Κοινοπραξία δεν είχε έννομο συμφέρον κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης.

 

Στη βάση δε της ανωτέρω νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποδέχομαι ότι η Κοινοπραξία, ως ανάδοχος Εργολάβος (κατόπιν δημόσιου διαγωνισμού) για την υλοποίηση του Έργου για το οποίο έχει εκδοθεί η προσβαλλόμενη με την προσφυγή διοικητική πράξη, έχει άμεσο έννομο συμφέρον για τη διατήρηση της ισχύος αυτής και νομιμοποιείται να παρέμβει στη διαδικασία, προς υποστήριξη της νομιμότητάς της.

 

Αξιολογώντας, ακολούθως, το ερώτημα κατά πόσον η αναγνώριση στην Κοινοπραξία του δικαιώματος να παρέμβει στη διαδικασία θα πρέπει να οδηγήσει, δίχως άλλο, στον παραμερισμό του εκδοθέντος διατάγματος αναστολής ημερομηνίας 08.04.2025, ex debito justitiae, ως η εισήγηση της Κοινοπραξίας, λόγω της παράλειψης επίδοσης σε αυτήν της προσφυγής και της ενδιάμεσης αίτησης αναστολής, καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Για να διαφανεί κατά πόσον υπάρχει παράλειψη επίδοσης της προσφυγής, θα πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον υπήρχε υποχρέωση επίδοσης αυτής, δοθέντος ότι δεν νοείται παράλειψη χωρίς υποχρέωση.

Σε περίπτωση που μία διοικητική πράξη αφορά και/ή απευθύνεται σε τρίτο από τον προσφεύγοντα πρόσωπο, το ενδιαφέρον αυτού για τη διατήρηση της ισχύος της πράξης είναι δεδομένο και ως εκ τούτου υφίσταται προφανής υποχρέωση επίδοσης της προσφυγής και στο πρόσωπο αυτό.  Ως εκ τούτου, τυχόν παράλειψη επίδοσης θα πρέπει, ex debito justitiae, να έχει ως αποτέλεσμα τον παραμερισμό της όποιας απόφασης έχει ληφθεί χωρίς να ακουστεί το εν λόγω τρίτο, ενδιαφερόμενο, πρόσωπο.

 

Σε περίπτωση, όμως, που ο τρίτος, στον οποίο αναγνωρίζεται δικαίωμα παρέμβασης στη διαδικασία ως ενδιαφερόμενο μέρος, δεν είναι το πρόσωπο στο οποίο η υπό αναθεωρητικό έλεγχο πράξη απευθύνεται, το κατά πόσον υπάρχει υποχρέωση επίδοσης της προσφυγής και συνακόλουθα υποχρέωση παραμερισμού, εκτιμώ ότι θα πρέπει να κρίνεται κατά περίπτωση, στη βάση των γεγονότων της κάθε υπόθεσης.

 

Εν προκειμένω η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη εκδόθηκε στις 20.02.2024 και η προσφυγή καταχωρίστηκε στις 03.01.2025, με τους αιτητές να δηλώνουν (δήλωση που δεν θα εξετάσω στο πλαίσιο της παρούσας αίτησης) πως έλαβαν γνώση αυτής στις 22.10.2024.  Από τον χρόνο έκδοσης της απόφασης μέχρι την καταχώριση της προσφυγής μεσολάβησαν γεγονότα που δεν αμφισβητούνται και συγκεκριμένα η προκήρυξη δημόσιου διαγωνισμού προς υλοποίηση του Έργου στο οποίο η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη αφορά, η υπογραφή στις 14.10.2024 σχετικής Σύμβασης μεταξύ του Τμήματος Δημοσίων Έργων και της Κοινοπραξίας και η έναρξη των εργασιών.

 

Οι αιτητές απέτυχαν, καταλήγω, να αντικρούσουν την προσαχθείσα από την Κοινοπραξία μαρτυρία ότι έλαβαν γνώση της υπογραφής της Σύμβασης τουλάχιστον από τις 25.10.2024, μαρτυρία η οποία υποστηρίζεται από το Τεκμήριο 14 της ένορκης δήλωσης του κ. Β.Μ..  Παρά το γεγονός ότι στο Τεκμήριο 14 δεν καταγράφεται το όνομα της κοινοπραξίας που ανέλαβε την κατασκευή του Έργου και η οποία προς τούτο υπέγραψε στις 14.10.2024 σχετική σύμβαση με το Τμήμα Δημοσίων Έργων, εντούτοις οι αιτητές δεν έχουν προωθήσει κανέναν ισχυρισμό περί αδυναμίας τους να αναζητήσουν και να πληροφορηθούν τα στοιχεία της εν λόγω κοινοπραξίας είτε από το Τμήμα Δημοσίων Έργων είτε από οποιοδήποτε άλλο εμπλεκόμενο κυβερνητικό τμήμα ή υπηρεσία.  Εξάλλου το όνομα της Κοινοπραξίας είχε ανακοινωθεί με δημοσίευση σχετικής ανακοίνωσης στην ιστοσελίδα του Τμήματος Δημοσίων Έργων, αντίγραφο της οποίας προσκομίστηκε ως Τεκμήριο 4 με την ένορκη δήλωση του κ. Β.Μ., μαρτυρία η οποία επίσης δεν αντικρούστηκε από τους αιτητές.  

 

Έχοντας διαπιστώσει, για τους λόγους που ανωτέρω αναφέρονται, ότι η Κοινοπραξία έχει εν προκειμένω έννομο συμφέρον παρέμβασης στη διαδικασία προς υποστήριξη της νομιμότητας της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης και λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα που μεσολάβησαν μέχρι την καταχώριση της προσφυγής και την προσαχθείσα από την Κοινοπραξία μαρτυρία, καταλήγω ότι οι αιτητές όφειλαν, υπό τις περιστάσεις, να επιδώσουν τόσο την προσφυγή όσο και την ενδιάμεση αίτηση αναστολής, ημερομηνίας 13.03.2025, στην Κοινοπραξία.  Η δε παράλειψή τους να το πράξουν θα πρέπει, άνευ ετέρου, να οδηγήσει σε παραμερισμό του εκδοθέντος στις 08.04.2025 διατάγματος, με το Δικαστήριο να έχει σύμφυτη προς τούτο δικαιοδοσία (Πουλλή, ανωτέρω), ώστε να δοθεί στην Κοινοπραξία το δικαίωμα να ακουστεί στην αιτούμενη αναστολή και ακολούθως στην προσφυγή, χωρίς να απαιτείται η εκ μέρους της Κοινοπραξίας καταχώριση νέας αίτησης παραμερισμού.

 

Για όλους τους ανωτέρω λόγους εκδίδεται διάταγμα ως οι παράγραφοι 1, 2 και 4 της αίτησης ημερομηνίας 17.04.2025.

 

Τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται εναντίον των αιτητών (στην προσφυγή) και υπέρ της Κοινοπραξίας (αιτητές στην παρούσα αίτηση και ενδιαφερομένου, πλέον, μέρους στην προσφυγή).

 

Τόσο η προσφυγή όσο και η αίτηση αναστολής ημερομηνίας 13.03.2025, ορίζονται για Οδηγίες στις 03.06.2025.

 

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.



[1] Απόσπασμα από το δημοσιευμένο κείμενο στην επίσημη ιστοσελίδα του ΣτΕ.

[2] Ibid


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο