Π. Ι. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Γενικού Λογιστηρίου, Υπόθεση Αρ. 854/2018, 7/5/2025
print
Τίτλος:
Π. Ι. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Γενικού Λογιστηρίου, Υπόθεση Αρ. 854/2018, 7/5/2025

                                               ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                         

  Υπόθεση Αρ. 854/2018

                                                   7 Μαΐου, 2025

 

                                             [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

                        ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

Π. Ι.

                                                                                                                      Αιτητή,

v.

 

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Γενικού Λογιστηρίου

    Καθ' ων η Αίτηση.

   

 __________________

 

Ξ. Ευγενίου (κα), δια Α. Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για τον Αιτητή.

Έλ. Συμεωνίδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο των Καθ' ων η αίτηση.

  ___________________

                                                

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ : Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής αιτείται:

«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση που περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 18.4.2018 με την οποία οι Καθ' ων, κατ' επίκληση του περί της μη Παραχώρησης Προσαυξήσεων και Τιμαριθμικών Αυξήσεων στους Μισθούς των Αξιωματούχων και Εργοδοτουμένων και στις Συντάξεις των Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμος του 2011 (Ν  192(Ι)/2Ο1 1 ως έχει τροποποιηθεί έως και τον Ν.73(Ι)/14 δεν παραχωρούν αναδρομικά την οφειλόμενη προσαύξησης και/ή όλα τα μισθοδοτικά και/ή συνταξιοδοτικά δικαιώματα στον Αιτητή, άνισα και καταχρηστικά, είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος ως στηριζόμενη σε Νόμο ο οποίος μεταξύ άλλων συγκρούεται στο Σύνταγμα στην δεσμευτική Νομολογία και/ή της αρχής της Αναλογικότητας και/ή στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.»

 

Ως καταγράφεται στην Ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει αντίστοιχα από τα σχετικά έγγραφα του διοικητικού φακέλου του Γενικού Λογιστηρίου ο οποίος έχει κατατεθεί στο Δικαστήριο, τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως εξής.

 

Ο Αιτητής προήχθη στις 24.12.2014 στη θέση Συνταγματάρχη στην Εθνική Φρουρά. Σχετικά με τους μισθολογικούς όρους που συνεπαγόταν η προαγωγή του στη θέση Συνταγματάρχη, ο αιτητής ενημερώθηκε στις 31.8.2015 με επιστολή από τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας ότι τύγχαναν εφαρμογής οι πρόνοιες του περί Μη Παραχώρησης Προσαυξήσεων και Τιμαριθμικών Αυξήσεων στους Μισθούς των Αξιωματούχων και Εργοδοτουμένων και στις Συντάξεις των Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμου και ταυτόχρονα ότι «με βάση την πιο πάνω νομοθεσία, ο μισθός σας θα παραμείνει στο σημείο των €51.333 της μισθοδοτικής θέσης που κατείχατε πριν τη προαγωγή σας».

 

Σύμφωνα με το άρθρο 4 του περί Μη Παραχώρησης Προσαυξήσεων και Τιμαριθμικών Αυξήσεων στους Μισθούς των Αξιωματούχων και Εργοδοτουμένων και στις Συντάξεις των Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα (Τροποποιητικού) Νόμου του 2014, Ν.73(Ι)/2014 που ίσχυε από 20.6.2014 μέχρι 31.12.2016:

«4.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμών ή διοικητικών ρυθμίσεων ή πρακτικών που ρυθμίζουν θέματα καταβολής απολαβών ή συντάξεων, κατά τη διάρκεια της ισχύος του παρόντος Νόμου, προαγωγή εργοδοτουμένου σε θέση προαγωγής ή σε θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής συνεπάγεται ότι η μισθοδοσία αυτού παραμένει η ίδια με τη μισθοδοσία που καταβαλλόταν σε αυτόν αμέσως προ της προαγωγής αυτού.

Νοείται ότι, σε περίπτωση αφυπηρέτησης του εν λόγω εργοδοτουμένου κατά τη διάρκεια της ισχύος του παρόντος Νόμου, η ανωτέρω αναφερόμενη μισθοδοσία αυτού, αποτελεί τις συνταξιοδοτικές απολαβές του, που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του κατά την αφυπηρέτησή του.».

 

Ο αιτητής προάχθηκε από τη θέση Αντισυνταγματάρχη (Κλ. Α13(ii)) στη θέση Συνταγματάρχη (Κλ. A14(ii)) στις 24.12.2014 και αφυπηρέτησε στις 30.12.2015. Σύμφωνα με το Ν. 73(Ι)/2014, τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα υπολογίστηκαν χωρίς να ληφθεί υπόψη η μισθοδοσία στην οποία θα ανελίσσετο στην A14(ii). Ο αιτητής ενημερώθηκε για τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων για την υπηρεσία του από 1.1.2013 μέχρι 29.12.2015, κατ’ εφαρμογή των προνοιών του Ν. 192(Ι)/2011 όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 73(Ι)/2014, με επιστολή του Γενικού Λογιστηρίου ημερομηνίας 31.03.2016 (Ερ. 67 στο διοικητικό φάκελο).

 

Στις 2.4.2016 ο αιτητής απευθύνθηκε με επιστολή του ημερομηνίας (Ερ. 68 στο διοικητικό φάκελο) στο Γενικό Λογιστήριο, υπό τον τίτλο «Καταβολή Ωφελημάτων (Φιλοδώρημα – Σύνταξη)» και αφού ανέφερε ότι από 3.3.2016 οπότε του καταβλήθηκε το φιλοδώρημα και 30.3.2016 οπότε του καταβλήθηκε πρώτη φορά η σύνταξη του, διαπίστωσε ότι, αντιστοιχούν στα συνταξιοδοτικά ωφελήματα θέσης Αντισυνταγματάρχη (Κλ. Α13), ζητούσε να του καταβληθούν τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα τα οποία αντιστοιχούν στο βαθμό Συνταγματάρχη (Κλ. A14).

 

Στις 11.5.2016 το Γενικό Λογιστήριο με δεύτερη επιστολή προς τον αιτητή (Ερ. 78 στο διοικητικό φάκελο), επεξήγησε με λεπτομέρεια τις νομοθετικές πρόνοιες που εφαρμόστηκαν για τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του. Στην εν λόγω επιστολή, όπου επισυναπτόταν και η σχετική Εγκύκλιος του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών αναφέρεται ότι:

«1.    Τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα των κρατικών υπαλλήλων διέπονται από τις πρόνοιες του Περί Συντάξεων Νόμου Ν.97(Ι)/97 και του Περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανόμενων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμου του 2012,   με ισχύ από 1/1/2013.

2.      Οι συντάξιμες απολαβές για την υπηρεσία σας μέχρι 31/12/2012 ορίζονται στον περί Συντάξεων Νόμο (Ν.97(Ι)/97) επι λέξει:

 Συντάξιμες απολαβές” σημαίνει τον ετήσιο βασικό μισθό και το τιμαριθμικό επίδομα που καταβάλλονται στον υπάλληλο κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησής του και περιλαμβάνει στην περίπτωση Αστυνομικού το επίδομα καλής διαγωγής και το επίδομα αξίας και στην περίπτωση δεσμοφύλακα το επίδομα καλής διαγωγής, αλλά δεν περιλαμβάνει το δέκατο τρίτο μισθό ή οπουδήποτε άλλο επίδομα ή άλλες απολαβές οποιοσδήποτε μορφής:

3.      Στις 30/12/2011 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη της Δημοκρατίας ο περί της Μη Παραχώρησης Προσαυξήσεων και Τιμαριθμικών Αυξήσεων στους Μισθούς των Αξιωματούχων και Εργοδοτουμένων και στις Συντάξεις των Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμος του 2011. Σύμφωνα με το άρθρο 3 με πλαγιότιτλο /Μη Παραχώρηση Προσαύξησης» ο μισθοί των αξιωματούχων και των εργοδοτουμένων παραμένουν στο ύψος της 31ης Δεκεμβρίου 2011 και για σκοπούς συμπλήρωσης δωδεκάμηνης υπηρεσίας ώστε να παραχωρηθεί ετήσια προσαύξηση μετά τη λήξη την λήξη της ισχύος του Ν. 192(Ι)/2011 θα ληφθεί υπόψη η προσαύξηση που κερδήθηκε με υπηρεσία μέχρι 31/12/2011. Σχετική η εγκύκλιος του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού με αρ. 1445 ημερ. 6/2/2012 η οποία επισυνάπτεται για ενημέρωσή σας.

4.      Τα πιο πάνω αναφέρονται και στην προς εσάς επιστολή του Υπουργείου Άμυνας με αρ. φακ. Α.Μ 2916 ημερ. 31/8/2015, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται.

5.      Κατά τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών σας ωφελημάτων στις 30/12/2015, ημερομηνία της παραίτησής σας, για την περίοδο της υπηρεσίας σας μέχρι 31/12/2012 (σύνολο 388 μήνες συντάξιμης υπηρεσίας) τα συνταξιοδοτικά σας ωφελήματα υπολογίστηκαν στις συντάξιμες απολαβές που λαμβάνατε κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησής σας, δηλαδή στο βασικό μισθό των €51.333.»

 

Στις 31.5.2016 ο αιτητής απευθύνθηκε με νέα επιστολή του (Ερ. 79 στο διοικητικό φάκελο) στο Γενικό Λογιστήριο, πάντα υπό τον τίτλο «Καταβολή Ωφελημάτων (Φιλοδώρημα – Σύνταξη)» και υποδεικνύοντας ότι την 1.1.2017 παύει να ισχύει ο περί Μη Παραχώρησης Προσαυξήσεων και Τιμαριθμικών Αυξήσεων στους Μισθούς των Αξιωματούχων και Εργοδοτουμένων και στις Συντάξεις των Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα (Τροποποιητικού) Νόμος, ζητούσε να του διευκρινιστεί εάν θα δικαιούται αύξηση στη σύνταξη του αναλογικά και σύμφωνα με τη προαγωγή του.

 

Το Γενικό Λογιστήριο απάντησε με επιστολή του ημερομηνίας 8.06.2016 (Ερ. 80 στο διοικητικό φάκελο) στην οποία ανέφερε τα εξής:

 «Σε συνέχεια της επιστολής σας με ημερ. 31/5/2016 έχω οδηγίες να σας πληροφορήσω ότι τα συνταξιοδοτικά σας ωφελήματα δεν θα αναπροσαρμοστούν λόγω της προαγωγής σας με την λήξη του Νόμου περί παγοποίησης των αυξήσεων στις προαγωγές. Κι'αυτό γιατί όπως σας ανέφερα και στην επιστολή μου ημερ. 11/5/2016 σύμφωνα με τον περί Συντάξεων Νόμο οι συντάξιμες απολαβές ορίζονται ως οι απολαβές που καταβάλλονται στον υπάλληλο κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησης του.».

 

Στις 31.01.2018 ο Αιτητής, με νέα επιστολή του προς τον Γ.Δ. του Υπουργείου Οικονομικών αφού αναφέρθηκε στα γεγονότα, ζήτησε, για άλλη μια φορά, αναπροσαρμογή της σύνταξής του. Το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, με οδηγίες του Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Οικονομικών, με επιστολή ημερ. 05.03.2018 επανέλαβε τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας και ενημέρωσε τον Αιτητή ότι σύμφωνα με το Νόμο 73(Ι)/2014, τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα υπολογίστηκαν με βάση το μισθό που είχε πριν την προαγωγή στη θέση Συνταγματάρχη.

 

Ακολούθως, ο αιτητής μέσω του δικηγορικού γραφείου Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε. απέστειλε νέα επιστολή προς το Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 29.03.2018 και υπέβαλε εκ νέου το συγκεριμένο αίτημα. Στην εν λόγω επιστολή του δικηγορικού γραφείο  ημερ. 29.3.2018 τίθεται ισχυρισμός περί παραβίασης των αρχών του διοικητικού δικαίου και άνισης μεταχείρισης του αιτητή, με επίκληση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Μαρία Κουτσελίνη - Ιωαννίδου κ.α. ν. Κ.Δ., μέσω του Γενικού Λογιστηρίου της Δημοκρατίας, Συν. Υποθέσεις αρ. 740/11 κ.α. ημερ. 7.01.2014, η οποία υιοθετήθηκε και από το Δ.Δ. στην απόφαση Αυξέντη Αυξεντίου κ.α. ν. Κ.Δ., μέσω της Γενικής Λογίστριας της Δημοκρατίας, Συν. Υποθέσεις αρ. 5672/13 κ.α. ημερ. 15.11.2016.

 

Το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ενημέρωσε με επιστολή ημερ. 18.04.2018 το δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον αιτητή ότι δεν είναι δυνατή η εξαίρεση του πελάτη του από τις πρόνοιες του Ν.73(Ι)/2014.

 

Η επιστολή αυτή αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. Ο αιτητής, μέσω του δικηγόρου του προβάλει ότι αναρμοδίως εξετάστηκε το συγκεκριμένο αίτημα, καθώς επίσης ότι υπήρξε παραβίαση των Άρθρων 23, 28 και 35 του Συντάγματος. Ακόμα προβάλλεται ότι υπήρξε παραβίαση των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου και πρωτίστως της αρχής της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης του διοικούμενου.

 

Της εξέτασης των προβαλλόμενων ως λόγων ακύρωσης, προέχει η εξέταση της προδικαστικής ενστάσεως την οποία εγείρει και προωθεί η κα.Συμεωνίδου μέσω της γραπτής της αγόρευσης. Συγκεκριμένα υποστηρίζεται από τους Καθ’ ων η Αίτηση ότι, δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά πράξη βεβαιωτική και κατ’ επέκταση ο αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον να εγείρει την προσφυγή η οποία και είναι εκπρόθεσμη.

 

Παρόλο που δεν εγείρεται οιοδήποτε προδικαστικό ζήτημα στην Ένσταση των Καθ' ων η αίτηση, εντούτοις το θέμα προσβολής μη εκτελεστής πράξης και εν προκειμένω βεβαιωτικής, αποτελεί ζήτημα θεμελιακού χαρακτήρα και μπορεί να εγερθεί αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (Razis and Another ν. Republic (1982) 3 C.L.R. 45, Georghiou ν. Republic (1982) 3 C.L.R. 828, Yiangou v. The Republic (1987) 3 C.L.R. 27, Hadjigeorghi ν. The Minister of Finance (1987) 3 C.L.R. 280).

 

Αφού μας παραπέμπουν στα γεγονότα της υπόθεσης, οι Καθ’ ων η αίτηση προβάλλουν ότι, η επίδικη πράξη είναι βεβαιωτικού χαρακτήρα αφού ο αιτητής ενημερώθηκε για τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων ήδη με την επιστολή του Γενικού Λογιστηρίου ημερομηνίας 31.3.2016, χωρίς να αμφισβητήσει το γεγονός ότι τα δικαιώματα του αυτά υπολογίστηκαν λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες του Ν.192(Ι)/2011. Η δε προσβαλλόμενη επιστολή ημερομηνίας 18.4.2018, υποστηρίζουν, αποτελεί επιβεβαίωση της ορθότητας των υπολογισμών που είχαν γίνει με την επιστολή του Γενικού Λογιστηρίου ημερομηνίας 31.3.2016. Για τον λόγο αυτό, αναφέρεται, η προσβαλλόμενη πράξη είναι πράξη βεβαιωτικού χαρακτήρα και όχι εκτελεστή διοικητική πράξη και συνεπώς η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί προδικαστικά.

 

Αντίθετα, μέσω της Απαντητικής της Αγόρευσης, η πλευρά του αιτητή απορρίπτει τη θέση ότι, η επίδικη πράξη είναι βεβαιωτικού χαρακτήρα αυτή και ισχυρίζεται πως «ο Αιτητής υπέβαλε ένα καθ΄όλα νέο νόμιμο και για πρώτη φορά αίτημα με βάση το άρθρο 28 9 του Συντάγματος και τα άρθρα 33 επόμενα του Νόμου 158(Ι)/99 σε ένα νέο ουσιώδη χρόνο, μετά τη λήξη ισχύς του Νόμου 192(Ι)/11 και ζήτησε αναπροσαρμογή των συνταξιοδοτικών του ωφελημάτων».

 

Δεν θα συμφωνήσω με την ευπαίδευτη δικηγόρο του αιτητή. Όπως καταγράφεται στα σχετικά γεγονότα, τα οποία έχω παραθέσει με λεπτομέρεια ανωτέρω, ο αιτητής είχε ενημερωθεί εξαρχής περί της εφαρμογής στη περίπτωση του των προνοιών του περί Μη Παραχώρησης Προσαυξήσεων και Τιμαριθμικών Αυξήσεων στους Μισθούς των Αξιωματούχων και Εργοδοτουμένων και στις Συντάξεις των Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα (Τροποποιητικού) Νόμου του 2014, Ν.73(Ι)/2014. Πολύ πριν την αποστολή της επιστολής του δικηγόρου του στις 29.03.2018, ο ίδιος είχε υποβάλει το συγκεκριμένο αίτημα κατ’ επανάληψη και έτυχε της ίδιας, σταθερής απάντησης από τη διοίκηση, μάλιστα με επεξηγηματικές απαντητικές επιστολές. Πέραν από την επιστολή του Γενικού Λογιστηρίου ημερομηνίας 31.3.2016 όπου γίνεται αναφορά στον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του αιτητή, διαπιστώνω ότι ο αιτητής έχει πληροφορηθεί για την απόφαση της διοίκησης στην εφαρμογή της συγκεκριμένης νομοθεσίας και πρακτικής και με τις επιστολές των Καθ’ ων η Αίτηση που ακολούθησαν και περιγράφονται ανωτέρω, χωρίς ωστόσο, μέχρι και την καταχώρηση της παρούσας να προσφύγει ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου. Οι ισχυρισμοί των δικηγόρων του ότι, πρώτη φορά υποβλήθηκε το αίτημα μέσω της επιστολής που απέστειλαν οι ίδιοι στον Γ.Δ. του Υπ. Οικονομικών, η επίκληση της νομολογίας που μεσολάβησε και το δεδομένο ότι ο νόμος έπαυσε να ισχύει μετά την 31.12.2016, ουδόλως συνιστούν νέα και ουσιώδη στοιχεία, ούτως ώστε να δικαιολογείται η θέση τους ότι πρόκειται για «ένα καθ’ όλα νέο νόμιμο και για πρώτη φορά αίτημα» και η απάντηση στο οποίο δημιουργεί μια νέα εκτελεστή πράξη.

 

Το ζήτημα πότε προκύπτει νέα εκτελεστή πράξη μετά από υποβολή «νέων και ουσιωδών στοιχείων», έχει διευκρινιστεί από τη νομολογία των Δικαστηρίων μας. Πολύ πρόσφατα, το ζήτημα απασχόλησε και το Εφετείο στην απόφαση του στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 1/2021, Κ. Δ. μέσω 1. Υπ. Εσωτερικών, 2.Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας v. LIMA CARNA PROPERTY LIMITED, ημερομηνίας 13.03.2025.

 

Επιπρόσθετα αναφέρω ότι, με την απόφαση του ημερομηνίας 21.2.2024 το νέο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην υπόθεση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ v. ΦΙΛΙΑ ΒΟΝΤΑ, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 91/2018, επανέλαβε τις αρχές της νομολογίας σε σχέση με τις βεβαιωτικές πράξεις και τη διεξαγωγή νέας έρευνας. Από την απόφαση αυτή του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου παραθέτω εκτενές απόσπασμα, ως ακολούθως.

          «Σε σχέση με τα χαρακτηριστικά της βεβαιωτικής πράξης, σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από τις πρόσφατες αποφάσεις στις υποθέσεις Melinda Matute Respicio v. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 25/2018 ημερ. 15.12.2023 και Μ. Ζαντή ν. Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, ΕΔΔ 129/2018 ημερ. 14.2.2024, με αναφορά στην υπόθεση Χρήστου ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1999) 3 ΑΑΔ 71, σελ 75:

 

«Βεβαιωτική είναι η πράξη που έχει το αυτό περιεχόμενο με προεκδοθείσα εκτελεστή και η οποία την επιβεβαιώνει. Επίσης πράξη που δηλώνει απλή εμμονή της Διοίκησης σε προηγούμενη πράξη, έστω κι αν δεν επαναλαμβάνει το περιεχόμενό της, θεωρείται επίσης βεβαιωτική (βλέπε Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959, σελ. 240, Κefala v. Republic (1972) 3 C.L.R. 225Christofides v. The Ministry of Finance (1971) 3 C.L.R. 302 και Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054).

 

 

Εκτελεστή θεωρείται η πράξη η οποία άνκαι περιέχει απλή επιβεβαίωση της προηγούμενης απόφασης, εν τούτοις εκδόθηκε ύστερα από νέα έρευνα της υπόθεσης. Νέα έρευνα θεωρείται η λήψη υπ' όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων. Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως αν εξεταστούν στοιχεία κρίσης που έχουν πρόσφατα προκύψει ή προϋπήρχαν αλλά ήταν άγνωστα και λαμβάνονται υπ' όψιν για πρώτη φορά (Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566 και Κelpis v. Republic (1970) 3 C.L.R.196).»

 

 

            Συναφώς παραπέμπουμε και στο πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ, 394, σελ. 401- 404:

 «Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας μας ότι οι βεβαιωτικές πράξεις δεν είναι πράξεις εκτελεστές διότι δεν περιέχουν οποιαδήποτε επιταγή αλλά βεβαιούται απλώς η εμμονή της "διοικήσεως εις προγενεστέραν επιταγήν". Για να είναι νεώτερη πράξη βεβαιωτική προγενεστέρας απαιτείται:

(α) Ταυτότητα της Αρχής που έχει εκδώσει και τις δύο πράξεις.

(β) Ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν οι πράξεις.

(γ) Ταυτότητα της νομίμου διαδικασίας.

(δ) Ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων.

(ε) Ταυτότητα του διατακτικού.

(Βλ. Τσάτσου, "Αίτησις Ακυρώσεως", Έκδοση Τρίτη, σελ. 131-132 - Βλ. και Pieris v. Republic (1983) 3. C.L.R. 1054, 1062, 1063 - απόφαση της Ολομέλειας).

 ..............................

«Πράξη η οποία περιέχει επιβεβαίωση προηγούμενης δεν είναι εκτελεστή, εκτός αν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία που, έστω και αν προϋπήρχαν, ήταν άγνωστα ή/και δεν λήφθηκαν υπόψη ενωρίτερα (Βλ. Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 519523, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474.)

Το τί αποτελεί νέα έρευνα το πραγματεύεται ο Μιχ. Δ. Στασινόπουλος ως πιο κάτω στο σύγγραμμα του "Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών", Έκδοση Τέταρτη, σελ. 176:

"Πότε υπάρχει νέα έρευνα - Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν. Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ' όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν διά την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην δια της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ' επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ' ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων. Ούτω, δεν θεωρείται νέα έρευνα η παραπομπή της υποθέσεως εκ νέου εις συμβούλιον, προς εξέτασιν από νομικής αποκλειστικώς πλευράς ή η παραπομπή προς γνωμάτευσιν εις το νομικόν συμβούλιον ή η επίκλησις άλλης νομικής διατάξεως εκτός εκείνης εφ' ης είχε στηριχθή η αρχική πράξις, εφ' όσον δεν γίνεται επίκλησις και νέως πραγματικών στοιχείων.

Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως εάν, πρό της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις στοιχείων κρίσεως νεωστί προκυπτόντων ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως διά πρώτην φοράν υπ' όψιν. Ομοίως, νέαν έρευναν συνιστά η διενέργεια αυτοψίας ή η συλλογή συμπληρωματικών επί της υποθέσεως πληροφοριών."

(Βλκαι Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566)»

 

Εν προκειμένω, θα συμφωνήσω με την ευπαίδευτη δικηγόρο των Καθ’ ων η Αίτηση ότι, η προσβαλλόμενη πράξη συνιστά πράξη βεβαιωτικού χαρακτήρα, επιβεβαιώνοντας ακριβώς ότι, με την επιστολή του Γενικού Λογιστηρίου ημερομηνίας 31.03.2016 (Ερ. 67 στο διοικητικό φάκελο) έχει επεξηγηθεί εξαρχής η θέση της διοίκησης, ενώ το ίδιο αίτημα τέθηκε εκ μέρους του αιτητή κατ’ επανάληψη προηγουμένως και απαντήθηκε τόσο στις 11.05.2016 όσο και στις 8.06.2016. Ουδόλως προκύπτει ότι η επίκληση, μέσω της επιστολής του δικηγορικού γραφείου, ότι μεσολάβησε η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Μαρία Κουτσελίνη Ιωαννίδου (ανωτέρω) «η οποία υιοθετήθηκε και από το Δ.Δ. στην απόφαση Αυξέντη Αυξεντίου κ.α. ν. Κ.Δ., μέσω της Γενικης Λογίστριας της Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 5672/13 κ.α ημερ. 15/11/2016», αλλά και ότι ο νόμος Ν.192(Ι)/2011 έπαυσε να ισχύει μετά την 31.12.2016 ως προβάλλεται μέσω της αγόρευσης του αιτητή, συνιστούν υποβολή νέων και ουσιωδών στοιχείων εκ μέρους του και συνακόλουθα, δεν πραγματοποιήθηκε νέα έρευνα ούτε έτυχε επανεξέτασης το ζήτημα, ούτως ώστε το Δικαστήριο να δύναται να καταλήξει ότι προέκυψε νέα εκτελεστή πράξη, ορθώς προσβαλλόμενη μέσω της προσφυγής. 

Ειδικότερα, ως προς το επιχείρημα του αιτητή ότι μεσολάβησαν δικαστικές αποφάσεις, θα αναφερθώ τόσο στην απόφαση στην υπόθεση Ανδρέας Μιχαήλ κ.α. ν. Κεντρικής Τράπεζας, Υπόθεση αρ. 79/2015 κ.α., ημερομηνίας 15.11.2016 όσο και στην Πατσαλής ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 754/2016, ημερομηνίας 16.11.2020 η οποία αφορούσε αίτημα αιτητή για επιστροφή ανασταλμένων ποσών σύνταξης με βάση τον περί Συντάξεων Κρατικών Αξιωματούχων (Γενικές Αρχές) Νόμο του 2011, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο απάντησε στο ερώτημα κατά πόσον η έκδοση μίας δικαστικής απόφασης ή η διαφοροποίηση της νομολογίας, μπορεί να αποτελέσει νέο στοιχείο το οποίο να επιβάλλει προς τη διοίκηση την υποχρέωση επανεξέτασης μίας αίτησης. Παραθέτω σχετικό απόσπασμα από την τελευταία:

«Εν πρώτοις, δεδομένου ότι, κατά πάγια νομολογία (βλ. Αλέκος Κληρίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α Δ. 575, Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α Α.Δ. 855, Αναστασιάδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 442/2000 κ.α.ι ημερ. 26.7.2002 και Αντωνιάδης v. Δημοκρατίας (2004) 4Β Α ΑΔ 1046), η έκδοση μίας δικαστικής απόφασης ή η διαφοροποίηση της νομολογίας, δεν μπορεί να αποτελέσει νέο στοιχείο, το οποίο να επιβάλλει προς τη Διοίκηση την υποχρέωση επανεξέτασης μιας αίτησης, δεν μπορεί εν προκειμένω να γίνεται λόγος για ύπαρξη νέου στοιχείου που επέβαλλε μια τέτοια επανεξέταση, λόγω της έκδοσης της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Μαρία Κουτσελίνη Ιωαννίδου, ανωτέρω. Η εν λόγω απόφαση δεν συνιστούσε νέο στοιχείο και ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη δια της παρούσας προσφυγής απόφαση, η οποία λήφθηκε και κατ' επίκληση αυτής, δεν μπορεί παρά  να αποτελεί πράγματι επιβεβαιωτική της πρώτης απόφασης, ημερομηνίας 1.7.2011. Η τελευταία αυτή απόφαση των καθ' ων η αίτηση, που περιέχεται στην επιστολή του Γενικού Λογιστηρίου, ημερομηνίας 1.7.2011 , είχε όλα τα χαρακτηριστικά της εκτελεστής διοικητικής πράξης, η οποία παρήγαγε έννομα αποτελέσματα έναντι του αιτητή και η οποία, από τη στιγμή που δεν προσβλήθηκε εντός της ανατρεπτικής προθεσμίας των 75 ημερών, παρέμεινε έγκυρη και/ή ισχυρή (βλ. και Ανδρέας Μιχαήλ κ.α. ανωτέρω).

Με αυτά τα δεδομένα, είναι αδιάφορο το ότι υπήρξε αίτημα του αιτητή, δια της επιστολής των δικηγόρων του προς τους καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 18.3.2016, για καταβολή των ποσών σύνταξης του αιτητή που είχαν αποκοπεί και/ή ανασταλεί για την περίοδο από τον Μάιο του 2011 έως το Νοέμβριο του 2014. Είναι σαφές ότι στην υπό κρίση περίπτωση, η προσβαλλόμενη δια της προσφυγής πράξη των καθ' ων η αίτηση που περιέχεται στην επιστολή τους ημερομηνίας 5 4.2016, δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά βεβαιωτική της ήδη από 1.7.2011 περιεχόμενης σε σχετική επιστολή της Γενικής Λογίστριας προς τον αιτητή, απόφασης, της οποίας το περιεχόμενο έχει εκτεθεί αυτολεξεί πιο πάνω..»

 

Οι διαπιστώσεις αυτές του Δικαστηρίου καθορίζουν και το αποτέλεσμα της προδικαστικής ένστασης, η οποία και επιτυγχάνει.

Η προσφυγή απορρίπτεται. Επιδικάζονται 1700 Ευρώ έξοδα, υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.               

 Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.      


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο