
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 930/2021)
20 Μαΐου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Κ. Σ. Αιτητής
ΚΑΙ
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΣΤΟΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ
Καθ’ ης η Αίτηση
Χ. Κληρίδης, για Χριστόδουλο Κληρίδη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή
Ειρ. Νεοφύτου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής ζητά δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι «η πράξη και/ή απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Ανάληψης Εργασίας στον Ιδιωτικό Τομέα από πρώην Κρατικούς Αξιωματούχους και ορισμένους πρώην υπαλλήλους του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, Καθ’ ης η Αίτηση, για την οποία ο Αιτητής έλαβε γνώση στις 4 Ιουνίου 2021 δι’ επιστολής της Καθ’ ης η Αίτηση ημερομηνίας 1 Ιουνίου 2021 και με την οποία η Καθ’ ης η Αίτηση απέρριψε την αίτηση του Αιτητή για την έγκριση εργοδότησής του στον ιδιωτικό τομέα και ειδικότερα για να εργοδοτηθεί από την εταιρεία N.GAVRIEL & SONS LTD, είναι παράνομη και/ή άκυρη και/ή στερούμενη κάθε εννόμου αποτελέσματος».
Ο αιτητής, ο οποίος, από τον Ιούνιο του έτους 2009, εργαζόταν στο Υπουργείο Εσωτερικών, Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας, στη θέση Πολιτικού Μηχανικού (Κλίμακα Α9), ως Εργοδοτούμενος Αορίστου Χρόνου, υπέβαλε στις 16.11.2020, αίτηση προς την Επιτροπή Ελέγχου Ανάληψης Εργασίας στον Ιδιωτικό Τομέα από πρώην Κρατικούς Αξιωματούχους και ορισμένους πρώην υπαλλήλους του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα («η Επιτροπή») για να εργοδοτηθεί από την εταιρεία N. Gavriel & Sons Ltd Building & Civil Engineering Contractors («η εταιρεία»).
Η Επιτροπή, με απόφασή της ημερομηνίας 20.5.2021, απέρριψε την αίτηση του αιτητή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 4(2)(α), (β) και (δ) και 4(3) του περί του Ελέγχου της Ανάληψης Εργασίας στον Ιδιωτικό Τομέα από Πρώην Κρατικούς Αξιωματούχους και Ορισμένους Πρώην Υπαλλήλους του Δημοσίου και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμου του 2007 (Ν.114(Ι)/2007), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος») και αφού έλαβε υπόψη της και το άρθρο 4(3Γ) του ιδίου Νόμου. Ας σημειωθεί ότι προηγουμένως, ο Αναπληρωτής Έπαρχος Λευκωσίας, με επιστολή του προς την καθ’ ης η αίτηση, ημερομηνίας 14.1.2021, διατύπωσε τη θέση ότι η απασχόληση που αιτήθηκε ο αιτητής, «δεν συγκρούεται ή έχει σχέση με τα καθήκοντα και αρμοδιότητες, περιλαμβανομένης της άσκησης Πολιτικής, που ασκούσε κατά τη διάρκεια της εργοδότησης του, στη βάση του Άρθρου 4(2)(α)-(ε) του Νόμου 114(Ι)/2007, λαμβάνοντας υπόψη και το άρθρο 4(3Γ) του Νόμου».
Πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, ο αιτητής με διαδοχικές επιστολές προς την καθ’ ης η αίτηση, είχε υποβάλει παράπονα για την καθυστέρηση στην εξέταση της αίτησής του και στη λήψη σχετικής απόφασης, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή υπερέβη την προθεσμία των δυο μηνών για απάντηση, που προβλέπεται στο άρθρο 4(1) του Νόμου.
Τελικά, η σχετική απόφαση της Επιτροπής γνωστοποιήθηκε στον αιτητή δι’ επιστολής της Προέδρου της Επιτροπής, ημερομηνίας 1.6.2021 και ο αιτητής έλαβε γνώση αυτής στις 4.6.2021.
Κατά της πιο πάνω απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή, στις 17.8.2021.
Προβάλλει εν πρώτοις ο συνήγορος του αιτητή ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4(3) του Νόμου, σε καμία περίπτωση δεν είχε τη δυνατότητα και/ή την εξουσία η Επιτροπή να απορρίψει παντελώς την αίτηση του αιτητή: με βάση τη συγκεκριμένη διάταξη, η καθ’ ης η αίτηση έχει τη δυνατότητα «μόνο να επιτρέψει ή να επιτρέψει υπό περιορισμούς ή να επιβάλλει περιορισμούς ή όρους ως προς τη φύση των καθηκόντων ή να επιβάλλει περιορισμούς ή όρους ως προς το χρόνο ανάληψης της εργασίας σε συγκεκριμένο εργοδότη». Η παντελής απόρριψη της αίτησης του αιτητή, κατά τη σχετική εισήγηση, αντιβαίνει στα Άρθρα 25, 26 και 28 του Συντάγματος, στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και στα άρθρα 5 και 15 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), αλλά και στοιχειοθετεί και έτερο λόγο ακύρωσης που έγκειται στην πλάνη περί το Νόμο που εμφιλοχώρησε στην κρίση της καθ’ ης η αίτηση.
Περαιτέρω, προωθείται ως αυτοτελής λόγος ακύρωσης ο ισχυρισμός περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους της καθ’ ης η αίτηση, η οποία, στο πλαίσιο ενάσκησης των αρμοδιοτήτων της, δεν εφάρμοσε το άρθρο 4(2) του Νόμου και δεν ζήτησε οποιαδήποτε περαιτέρω εξήγηση και/ή πληροφόρηση από τον αιτητή σχετικά με το αίτημά του, παρά μόνο ζήτησε τις θέσεις του Επάρχου Λευκωσίας και του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, οι οποίες βρίσκονταν σε αντίθεση με αυτές του αιτητή. Από πουθενά όμως στο κείμενο της επίδικης απόφασης, δεν προκύπτει να απασχόλησε την Επιτροπή η «υποτιθέμενη αντίφαση» των ισχυρισμών του αιτητή με τις διαπιστώσεις του Επάρχου και του Γενικού Διευθυντή. Ούτε και λήφθηκαν υπόψη τα στοιχεία που ο ίδιος ο αιτητής υπέβαλε στην Επιτροπή.
Τα πιο πάνω, σύμφωνα πάντα με τον ευπαίδευτο συνήγορο για τον αιτητή, στοιχειοθετούν και πρόσθετους λόγους ακύρωσης, που έγκεινται στους ισχυρισμούς περί εμφιλοχωρήσασας νομικής και πραγματικής πλάνης στην κρίση της Επιτροπής, αλλά και περί πάσχουσας και/ή μη δέουσας και/ή ειδικής αιτιολογίας της επίδικης απόφασης. Κατά τη σχετική εισήγηση, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει οποιαδήποτε επαρκή και/ή σαφή και ειδική αιτιολογία για το σκεπτικό της ως όφειλε να πράξει η καθ’ ης η αίτηση, η οποία «απέτυχε παταγωδώς εν προκειμένω να διαπιστώσει και/ή να διαγνώσει το πραγματικό και νομικό υπόβαθρο της παρούσας υπόθεσης».
Τέλος, προωθείται η θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν κακής ενάσκησης της διακριτικής εξουσίας της καθ’ ης η αίτηση, αντίκειται δε αυτή στις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου.
Από την πλευρά της, η συνήγορος για την καθ’ ης η αίτηση, αντικρούοντας τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης, ισχυρίζεται, με εκτενή αναφορά στις διατάξεις του Νόμου, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθήν ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας της Διοίκησης και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Όλα δε τα γεγονότα αξιολογήθηκαν δεόντως και η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης υπήρξε πλήρης και/ή επαρκής και, εν πάση περιπτώσει, συμπληρώνεται από τον οικείο διοικητικό φάκελο. Ούτε και στοιχειοθετούνται οι ισχυρισμοί του αιτητή περί κακής ενάσκησης της διακριτικής εξουσίας της Επιτροπής και παραβίασης των προαναφερθεισών γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου.
Επιπρόσθετα, η ευπαίδευτη συνήγορος της καθ’ ης η αίτηση ήγειρε, για πρώτη φορά δια της γραπτής της αγόρευσης, προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενη ότι η δια της υπό κρίση προσφυγής προσβαλλόμενη πράξη έχει απωλέσει την εκτελεστότητά της, καθότι αυτή συγχωνεύθηκε και/ή απορροφήθηκε από τη μεταγενέστερη απόφαση της καθ’ ης η αίτηση ημερομηνίας 8.7.2021, με την οποία το αίτημα του αιτητή για επανεξέταση της επίδικης απόφασης, ημερομηνίας 20.5.2021, απορρίφθηκε.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των θέσεων των δυο πλευρών, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της επίδικης πράξης.
Προέχει βεβαίως η εξέταση της προδικαστικής ένστασης, η οποία αφορά ευθέως σε ζήτημα δημοσίας τάξεως, και δη στη φύση της προσβαλλόμενης απόφασης, ως εκτελεστής διοικητικής πράξης, δυνάμενης να προσβληθεί δια προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Το εν λόγω ζήτημα, παρόλο που για πρώτη φορά ηγέρθη δια της γραπτής αγόρευσης της κας Νεοφύτου, ως θέμα δημοσίας τάξεως, μπορεί να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας (Lazarou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2267, Yiangou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 27, Hadjigeorghi v. The Minister of Finance (1987) 3 C.L.R. 280). Υπενθυμίζεται δε, όπως τονίστηκε και πρόσφατα από την ημεδαπή νομολογία, ότι η εκτελεστότητα μιας διοικητικής πράξης αποτελεί την προϋπόθεση άσκησης της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αγνή Σακκά ν. Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.), Ε.Δ.Δ. 98/17, ημερ. 6.12.2023).
Κρίνω ότι η εν λόγω προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί. Εξετάζοντας το περιεχόμενο της, μεταγενέστερης της προσβαλλόμενης απόφασης, επιστολής ημερομηνίας 8.7.2021, προκύπτει ξεκάθαρα, εξάλλου και η ίδια η Πρόεδρος της Επιτροπής το αναφέρει, ότι δεν υπήρξε επανεξέταση της αίτησης του αιτητή, μετά την έκδοση της επίδικης απόφασης ημερομηνίας 20.5.2021, καθότι δεν τέθηκαν ενώπιον της Επιτροπής οποιαδήποτε νέα στοιχεία που να δικαιολογούν την επανεξέταση. Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνεται λόγος και/ή να τίθεται ζήτημα συγχώνευσης και/ή απορρόφησης της εν λόγω απόφασης ημερομηνίας 20.5.2021, ούτε και ζήτημα σύνθετης διοικητικής πράξης και/ή ενέργειας υφίσταται, εφόσον μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη εν προκειμένω, η οποία και υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του παρόντος Δικαστηρίου, είναι η απόφαση ημερομηνίας 20.5.2021. Στην δε επιστολή ημερομηνίας 8.7.2021 δεν περιέχεται οποιαδήποτε εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά μάλλον πράξη βεβαιωτική της επίδικης ή/και πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα. Συνεπώς, καθόλα ορθά ο συνήγορος του αιτητή στρέφεται κατά της απόφασης της Επιτροπής, ημερομηνίας 20.5.2021, η οποία είναι και η μόνη που θα μπορούσε να προσβληθεί δια προσφυγής.
Συνεπώς, η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.
Προχωρώ τώρα στην εξέταση των λόγων ακύρωσης που προωθούνται.
Ισχυρίζεται εν πρώτοις ο αιτητής ότι η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 4(3) του Νόμου, δύναται μόνο να επιτρέψει ή να επιτρέψει υπό περιορισμούς ή να επιβάλει περιορισμούς ή όρους ως προς τη φύση των καθηκόντων ή να επιβάλει περιορισμούς ή όρους ως προς το χρόνο ανάληψης της εργασίας σε συγκεκριμένο εργοδότη. Επιπρόσθετα, η Διοίκηση, κατά παράβαση του Νόμου, τού έχει απαγορεύσει παντελώς και με καταφανώς παράνομο τρόπο, να τερματίσει τις υπηρεσίες που παρείχε στο Δημόσιο, υποβάλλοντας τον σε «αναγκαστική και υποχρεωτική δουλεία».
Δεν συμφωνώ με τις πιο πάνω θέσεις.
Όπως ορθώς αναφέρεται και στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου της καθ’ ης η αίτηση, σκοπός της υπό του αιτητή υποβληθείσας αίτησης, ήταν η εξασφάλιση έγκρισης για απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα και συγκεκριμένα, στην εταιρεία N. GAVRIEL & SONS LTD, μετά από τερματισμό των υπηρεσιών του στον δημόσιο τομέα και όχι η εξασφάλιση άδειας για τερματισμό των υπηρεσιών του στο δημόσιο τομέα. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το ίδιο το περιεχόμενο του Νόμου, οι διατάξεις του αποσκοπούν στον καθορισμό των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής και γενικότερα στη ρύθμιση της, μετά τη δημόσια, απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, προσώπων που έχουν υπηρετήσει, ως υπάλληλοι του δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα, προκειμένου να αποφευχθεί σύγκρουση συμφερόντων, όχι όμως στη ρύθμιση του τερματισμού της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα. Αυτό προκύπτει αβίαστα καταρχάς από το προοίμιο του Νόμου, όπου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «[.] η εργασία στον ιδιωτικό τομέα από πρώην κρατικούς αξιωματούχους και δηµόσιους υπαλλήλους πρέπει να αναλαµβάνεται χωρίς να κινδυνεύει το δηµόσιο συµφέρον από τη χρησιµοποίηση προνοµιακής πληροφόρησης, την οποία τα πρόσωπα αυτά κατέχουν λόγω της θέσης που είχαν, προς όφελος νοµικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου ή φυσικών προσώπων και ενάντια στο κράτος», καθώς και ότι «[.]θα πρέπει να επιδιωχθεί η αποτροπή των δηµόσιων υπαλλήλων ή κρατικών αξιωµατούχων από του να ενεργούν για προσωπικό συµφέρον και συνεπώς ενάντια στο δηµόσιο συµφέρον κατά τη διάρκεια της εργοδότησής τους στη δηµόσια υπηρεσία ή κατά τη διάρκεια της θητείας τους», η δε «[.] διαφάνεια στη δημόσια ζωή εξυπηρετεί την παρεμπόδιση της εκμετάλλευσης δημοσίου αξιώματος, θέσης ή ιδιότητας και αποσκοπεί στην πρόληψη και καταπολέμηση της διαπλοκής και διαφθοράς στη δημόσια ζωή» και «[.] o περιορισμός του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή των προσώπων που κατέχουν δημόσια θέση ή διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα ή διαδραματίζουν ρόλο στη δημόσια πολιτική και οικονομική ζωή του τόπου δικαιολογείται από αποχρώντες λόγους δημοσίου συμφέροντος, καθώς προάγει τη διαφάνεια του πολιτικού και δημόσιου βίου και υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον».
Πέραν όμως του προοιμίου του Νόμου, καίριας σημασίας για την εξέταση του πιο πάνω ισχυρισμού του αιτητή, είναι η διάταξη του άρθρου 4(1) και η επιφύλαξη αυτής, όπου προβλέπονται τα εξής (η έμφαση έχει προστεθεί):
«4. - (1) Η Επιτροπή εξετάζει τις αιτήσεις που υποβάλλονται σε αυτή, δυνάμει του άρθρου 5, από πρώην κρατικούς αξιωματούχους ή υπαλλήλους του δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα και εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της εν λόγω αίτησης, με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, αποφασίζει κατά πόσο ο αιτητής μπορεί ή όχι να αναλάβει την εργασία στον ιδιωτικό τομέα στην οποία αφορά η αίτηση, με ή χωρίς περιορισμούς ή όρους:
Νοείται ότι απαγορεύεται η ανάληψη εργασίας μόνο για την περίοδο των δύο ετών από την ημέρα αποχώρησης ή αφυπηρέτησης του αιτητή.».
Τα πιο πάνω απαντούν εν πρώτοις στον ισχυρισμό του συνηγόρου του αιτητή ότι ο αιτητής έχει υποβληθεί σε «αναγκαστική και υποχρεωτική δουλεία»: δεδομένα η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση δεν υποχρεώνει τον αιτητή να παραμείνει στη δημόσια υπηρεσία παρά τη θέλησή του, αλλά ρυθμίζει τη δυνατότητα που αυτός έχει να απασχοληθεί σε συγκεκριμένη θέση εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, εντός δύο ετών από την αποχώρησή του από τη δημόσια υπηρεσία.
Περαιτέρω, το προεκτεθέν άρθρο 4(1) του Νόμου ρητά παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να αποφασίζει κατά πόσον ένας αιτητής «μπορεί ή όχι» να αναλάβει εργασία στον ιδιωτικό τομέα μετά τον τερματισμό της υπηρεσίας του στο δημόσιο τομέα, με ή χωρίς περιορισμούς ή προϋποθέσεις. Αυτό βεβαίως, περιλαμβάνει και την εξουσία της Επιτροπής να αρνηθεί την προτεινόμενη ανάληψη εργασίας από δημόσιο υπάλληλο στον ιδιωτικό τομέα, εάν αυτή κρίνεται αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον. Δύναται δηλαδή η Επιτροπή, δυνάμει των πιο πάνω διατάξεων, όχι μόνο να επιβάλλει όρους ή περιορισμούς, αλλά και να απορρίπτει εντελώς μια αίτηση, εάν κρίνει ότι τυχόν έγκρισή της θα αντίκειτο στο δημόσιο συμφέρον. Αυτο προκύπτει ξεκάθαρα από τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης, η οποία βεβαίως και συνιστά τον βασικό κανόνα ερμηνείας των νομοθετημάτων (Γεωργιάδης & Υιός ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Ε) Α.Α.Δ. 142, Σολωμού κ.α. v. Δημοκρατίας (1991) 4(Ε) Α.Α.Δ. 3675, 3686, Αθανασίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Δ) Α.Α.Δ. 3204), ενώ υπέρ αυτής της προσέγγισης συνηγορεί και η τελολογική ερμηνεία, εφόσον θα ήταν παράλογο και/ή αντινομικό να μην υφίστατο η δυνατότητα για την καθ’ ης η αίτηση να απορρίψει αίτηση ως αυτήν που υπέβαλε ο αιτητής. Αυτή βεβαίως η απόφαση άρνησης έγκρισης και/ή η απόρριψης της αίτησης, δεν είναι απόλυτη, αλλά υπόκειται, σύμφωνα με το Νόμο, σε χρονικούς περιορισμούς, εφόσον δεν μπορεί η καθ’ ης η αίτηση να επιβάλει απεριόριστη απαγόρευση ανάληψης εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, αλλά μέχρι και δύο έτη μετά τη λήξη της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα. Αυτό προβλέπεται στην πρώτη επιφύλαξη του άρθρου 4(1) του Νόμου, σύμφωνα με την οποία, απαγορεύεται η ανάληψη εργασίας μόνο για την περίοδο των δύο ετών από την ημέρα αποχώρησης ή αφυπηρέτησης του αιτητή. Η συγκεκριμένη ρύθμιση, σε συμβατότητα και με την αρχή της αναλογικότητας, καταδεικνύει την εξουσία της Επιτροπής να απαγορεύει την ανάληψη εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, εντός καθορισμένων χρονικών ορίων και δη μέχρι και δύο έτη μετά τη λήξη της απασχόλησης του εκάστοτε αιτητή στο δημόσιο τομέα.
Τα πιο πάνω βρίσκονται σε συμβατότητα με τις διατάξεις του άρθρου 4(3) του Νόμου, που αποτέλεσε νομοθετική βάση λήψης της επίδικης απόφασης. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 4(3)(β)(ii), η καθ’ ης η αίτηση δύναται να επιβάλλει περιορισμούς, ως προς το χρόνο ανάληψης της εργασίας, σε συγκεκριμένο εργοδότη και εν προκειμένω, ο χρονικός αυτός περιορισμός ισοδυναμεί με περιορισμό δύο χρόνων, μετά τον τερματισμό απασχόλησης του αιτητή στον δημόσιο τομέα. Δεδομένου δε του χρονικού ορίου (δυο έτη) που μπορεί να ισχύσει αυτή η απαγόρευση και/ή ο περιορισμός, η απόφαση απόρριψης της αίτησης του αιτητή συνιστά ταυτόχρονα και χρονικό περιορισμό, εφόσον η εμβέλεια ισχύος αυτής περιορίζεται εκ του Νόμου και άνευ ετέρου στη διετή περίοδο που ορίζει ο Νόμος. Συνεπώς, ούτε και σύγκρουση των δυο διατάξεων (4(1) και 4(3)(β)(ii)) υφίσταται και ούτε μπορεί να λεχθεί ότι η εφαρμογή μιας εκ των δυο εξουδετερώνει την εφαρμογή της άλλης. Είναι δε ορθή η εισήγηση της συνηγόρου της καθ’ ης η αίτηση ότι αυτή η προσέγγιση και/ή ερμηνεία ευθυγραμμίζεται με το πνεύμα του Νόμου, όπως αυτό αντικατοπτρίζεται στο προοίμιό του, σκοπός του οποίου είναι η αποτροπή της σύγκρουσης συμφερόντων και η διασφάλιση της ακεραιότητας του δημόσιου τομέα, ρυθμίζοντας τη μετάβαση των πρώην υπαλλήλων του στον ιδιωτικό τομέα, χωρίς να τίθεται θέμα σύγκρουσης συμφερόντων ή να τίθεται σε κίνδυνο το δημόσιο συμφέρον.
Στη βάση των πιο πάνω, κρίνονται ανεδαφικοί και οι λοιποί ισχυρισμοί του αιτητή που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακύρωσης και συγκεκριμένα ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει τα Άρθρα 25, 26 και 28 του Συντάγματος, το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και τα άρθρα 5 και 15 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Η προσβαλλόμενη απόφαση, πράγματι, περιορίζει την απασχόληση του αιτητή, στον ιδιωτικό τομέα, ωστόσο αυτό δεν συνιστά άνευ ετέρου παραβίαση του δικαιώματος της ελεύθερης εργασίας ή της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι ελευθέρως ή της ιδιωτικής ζωής. Τα εν λόγω δικαιώματα, δεν είναι απόλυτα και μπορεί, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να υπόκεινται σε θεσμικές προσαρμογές (βλ. σύγγραμμα Ανδρέα Δημητρόπουλου «Συνταγματικά Δικαιώματα», Στ’ Έκδοση, 1995, σελ. 617 και 618) και/ή περιορισμούς, όπως στις περιπτώσεις που διακυβεύεται το δημόσιο συμφέρον. Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, εξάλλου, οποιαδήποτε παρέμβαση σε θεμελιώδη δικαιώματα από τη Διοίκηση, μπορεί να δικαιολογηθεί εάν είναι σύμφωνη με το νόμο (Iatridis v. Greece, αρ. 31107/96, ΕΔΔΑ 25 Μαρτίου 1999), επιδιώκει το γενικό συμφέρον (Lekic v. Slovenia, αρ. 36480/07, ΕΔΔΑ 11 Δεκεμβρίου 2018) και επιτυγχάνει, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ του επιδιωκόμενου γενικού συμφέροντος και των μέσων που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη αυτού του συμφέροντος (Beyeler κατά Ιταλίας, αρ. 33202/96, ΕΔΔΑ 5 Ιανουαρίου 2000).
Εν προκειμένω, η επίδικη απόφαση πληροί τα πιο πάνω κριτήρια, εφόσον βασίζεται σε έννομες διατάξεις που αποσκοπούν στην προστασία της ακεραιότητας της δημόσιας υπηρεσίας και στην αποτροπή της κατάχρησης του δημόσιου αξιώματος, εξυπηρετώντας έτσι τον θεμιτό σκοπό της προστασίας του δημόσιου συμφέροντος. Οι δε περιορισμοί που επιβάλλονται, είναι χρονικά οριοθετημένοι και εμπίπτουν στο πλαίσιο της πρόληψης συγκρούσεων συμφέροντος.
Επιπρόσθετα, αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός του αιτητή, περί παραβίασης της αρχής της ισότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος. Δεν έχει τεθεί ούτε ενώπιον της καθ’ ης η αίτηση, ούτε και ενώπιον του Δικαστηρίου από τον αιτητή, ο οποίος βεβαίως και φέρει το σχετικό βάρος απόδειξης, οποιαδήποτε συγκεκριμένη περίπτωση, παρόμοια με την δική του, για την οποία να ακολουθήθηκε διαφορετική πρακτική από τη Διοίκηση, ούτως ώστε να μπορούν να στοιχειοθετηθούν οι ισχυρισμοί του για δυσμενή διάκριση. Ούτε και έχει υποδειχθεί με ικανοποιητικό τρόπο πως θεμελιώνεται η άνιση μεταχείριση εις βάρος του. Το Άρθρο 28 του Συντάγματος επιβάλλει στη Διοίκηση, κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση όλων των πολιτών που τελούν κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες. Όπως τονίστηκε στην Δήμος Λευκωσίας ν. Κοινοπραξία CYBARCO LTD - A. ARISTOTELOUS CONSTRUCTIONS LTD, Ε.Δ.Δ. 19/17, ημερ. 31.10.2023-
«Η αρχή της ισότητας επιβάλλει ίση μεταχείριση όμοιων περιπτώσεων. Όπως επισημάνθηκε στην Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63, «.Αποκλείονται διακρίσεις οι οποίες δεν ανάγονται σε εγγενείς διαφορές μεταξύ των υποκειμένων ή αντικειμένων του δικαίου. Εάν τα υποκείμενα ή αντικείμενα της ρύθμισης είναι ομοιογενή, δεν χωρεί διάκριση. Εάν είναι ανομοιογενή χωρεί .». Η δε αρχή της ισότητας, όπως τονίστηκε στην Χρήστου ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1996) 4Β Α.Α.Δ. 680, σημαίνει «. την επιταγή της απρόσωπης και αντικειμενικής κρίσεως και την απαγόρευση κάθε αυθαίρετης διακρίσεως, κάθε διακρίσεως δηλαδή που στηρίζεται σε ανυπόστατα ή άσχετα κριτήρια και αγνοεί την ουσιώδη ομοιότητα των υπό ρύθμιση ή κρίση περιπτώσεων».
Εν προκειμένω, η επίδικη απόφαση δεν εισάγει διακρίσεις εις βάρος του αιτητή, αλλά εφαρμόζει μια γενική αρχή αποφυγής σύγκρουσης συμφερόντων που θα μπορούσε να προκύψει από την απασχόληση στο δημόσιο τομέα, κατά τεκμήριο δε, τα ίδια πρότυπα και/ή κριτήρια εφαρμόζονται σε κάθε δημόσιο υπάλληλο που τελεί υπό παρόμοιες συνθήκες και/ή βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση.
Ως εκ των πιο πάνω, ο πρώτος εγειρόμενος λόγος ακύρωσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται στην ολότητά του.
Έτερος λόγος ακύρωσης που προωθείται, έγκειται στον ισχυρισμό περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας και συνακόλουθης πλάνης που εμφιλοχώρησε στην κρίση της καθ’ ης η αίτηση. Ειδικότερα, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι από πουθενά στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του στη θέση του Πολιτικού Μηχανικού, στο Υπουργείο Εσωτερικών, Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας, είχε πρόσβαση σε ευαίσθητες εμπορικές ή άλλες πληροφορίες που αφορούσαν σε ανταγωνιστές του μελλοντικού του εργοδότη, ήτοι της εταιρείας, καθώς και ότι η καθ’ ης η αίτηση δεν έλαβε υπόψη της και δεν αξιολόγησε κατά τη διαμόρφωση της κρίσης της, ούτε τις πληροφορίες που ο ίδιος υπέβαλε, αλλ’ ούτε τα συμπεράσματα του Έπαρχου Λευκωσίας και του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών. Προβάλλει επίσης η πλευρά του αιτητή ότι δεν επεξηγείται που έγκειται και/ή σε τι αφορά η, περιεχόμενη στην επίδικη απόφαση, διαπίστωση για ύπαρξη αντίφασης των συμπερασμάτων του Έπαρχου Λευκωσίας και του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, µε τα γεγονότα που ο ίδιος ο αιτητής αλλά και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών έθεσαν ενώπιον της Επιτροπής.
Δεν με βρίσκουν σύμφωνο οι πιο πάνω ισχυρισμοί.
Εξετάζοντας το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης, διαπιστώνω εν πρώτοις ότι σε αυτήν περιέχονται και οι πληροφορίες που ο ίδιος ο αιτητής παρέσχε στην Επιτροπή σε σχέση με το ερώτημα κατά πόσον αυτός είχε συναλλαγές, στα πλαίσια της άσκησης των καθηκόντων του κατά τα τελευταία δυο έτη της εργασίας του, με τον μελλοντικό του εργοδότη, ήτοι την εταιρεία. Αφού απάντησε θετικά στο εν λόγω ερώτημα, ακολούθως ο αιτητής παρέθεσε με λεπτομέρεια τις σχετικές πληροφορίες, με αναφορά και στα καθήκοντά του, καθώς και σε υποβληθείσες υπό της εταιρείας προσφορές και συμβάσεις που υπογράφτηκαν από αυτήν (βλ. σελ. 1-7 της προσβαλλόμενης απόφασης). Περαιτέρω, προκύπτει από την επίδικη απόφαση ότι ο αιτητής ρωτήθηκε και αν είχε συναλλαγές καθ’ οιονδήποτε χρόνο της εργοδότησής του, στα πλαίσια της άσκησης των καθηκόντων του, επί συνεχούς ή επαναλαμβανόμενης βάσης με την εταιρεία και, απαντώντας καταφατικά, παρέθεσε τις σχετικές λεπτομέρειες.
Ισχυρίζεται ο αιτητής ότι οι πληροφορίες που παρέσχε τόσο αυτός όσο και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, έρχονται σε αντίφαση με τα συμπεράσματα, τόσο του Έπαρχου Λευκωσίας ως περιέχονται στην επιστολή του ημερομηνίας 14.1.2021, όσο και του ιδίου του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών που περιέχονται στις επιστολές του ημερομηνίας 4.3.2021 και 20.4.2021. Εξετάζοντας την προσβαλλόμενη απόφαση (σελίδες 8-11), παρατηρώ ότι γίνεται αναφορά στα εν λόγω συμπεράσματα. Συγκεκριμένα, και σε αντίθεση με την πληροφόρηση που ο ίδιος ο αιτητής, αλλά και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, παρείχαν στην Επιτροπή, αναφορικά με τις συναλλαγές και αποφάσεις που ο αιτητής είχε και έλαβε ως Πολιτικός Μηχανικός της Επαρχιακής Διοίκησης Λευκωσίας και οι οποίες αφορούσαν στην εταιρεία, ο Έπαρχος Λευκωσίας, ανέφερε στην καθ’ ης η αίτηση, ότι η εξαιτούμενη απασχόληση του αιτητή στον ιδιωτικό τομέα, δεν συγκρούεται με τα καθήκοντα και αρμοδιότητες που ασκούσε κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του, στο δημόσιο τομέα βάσει του άρθρου (4)(2)(α)-(ε) του Νόμου.
Ακολούθως, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, υιοθετώντας την πιο πάνω θέση, με επιστολή του ημερομηνίας 14.1.2021, ανέφερε στην καθ’ ης η αίτηση τα εξής σχετικά:
«[...] η απασχόληση του κου Σ. [...] δεν συγκρούεται ἡ έχει σχέση με τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες, περιλαμβανομένης της άσκησης πολιτικής, πού αυτός ασκούσε κατά τη διάρκεια της εργοδότησης του, στη βάση του Άρθρου 4(2)(α)-(ε) που Νόμου 114(Ι)/2007, λαμβάνοντας υπόψη και το άρθρο 4 (3Γ) του ίδιου Νόμου».
Εν συνεχεία, η καθ’ ης η αίτηση ζήτησε από τον Γενικό Διευθυντή διευκρινίσεις επί της πιο πάνω επιστολής, τις οποίες αυτός παρέσχε, με την καταληκτική αναφορά του ότι ο αιτητής «δεν συμμετείχε στη λήψη αποφάσεων ἡ παροχή συμβουλών στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων του κατά τα τελευταία δύο έτη, ενεργώντας κατά τρόπο ώστε να επωφεληθούν οι μελλοντικοί του εργοδότες ως αυτοί καταγράφονται στις σχετικές αιτήσεις του» (βλ. σελ. 11 της προσβαλλόμενης απόφασης).
Εν τέλει, η Επιτροπή, όπως αναφέρεται στη σελίδα 12 της προσβαλλόμενης απόφασης, προέβη στις εξής διαπιστώσεις:
(i) οι συναλλαγές που είχε ο αιτητής στα πλαίσια της άσκησης των καθηκόντων του, κατά τα τελευταία δύο έτη της εργασίας του, με την εταιρεία (άρθρο 4(2)(α) του Νόμου)·
(ii) οι συναλλαγές που ο αιτητής είχε καθ’ οιονδήποτε χρόνο της εργοδότησής του, στα πλαίσια της άσκησης των καθηκόντων του επί συνεχούς ή επαναλαμβανόμενης βάσης, με την εταιρεία (άρθρο 4(2)(β) του Νόμου)· καθώς και το γεγονός ότι
(iii) ο αιτητής είχε κατά τα τελευταία δύο έτη της εργασίας του συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων ή στην παροχή συμβουλής, που ήταν προς όφελος της εταιρείας, η οποία μπορεί να εκληφθεί ως ανταμοιβή (άρθρο 4(2)(δ) του Νόμου),
επέβαλλαν την απόρριψη της αίτησής του, για ανάληψη εργασίας σε συγκεκριμένο εργοδότη του ιδιωτικού τομέα, για λόγους δημόσιου συμφέροντος.
Δεν εντοπίζω πλάνη ούτε αυθαιρεσία στην διαμόρφωση της επίδικης κρίσης, εφόσον προκύπτει με σαφήνεια μέσα από το κείμενο της επίδικης απόφασης ότι η Επιτροπή βασίστηκε στην αξιολόγηση των προηγούμενων καθηκόντων του αιτητή και των πιθανών επιπτώσεών τους όσον αφορά την προτεινόμενη μελλοντική απασχόλησή του στην εταιρεία. Στη βάση του συνόλου των γεγονότων και στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον της, τα οποία και αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή κατέληξε στη διαπίστωση περί ουσιώδους ανάμειξης του αιτητή σε έργα και συμβάσεις που ανατέθηκαν στην εταιρεία, η οποία περιλάμβανε το συντονισμό των εργασιών και τη συμμετοχή του στην επιτροπή αξιολόγησης των διαγωνισμών, οι οποίοι κατακυρώθηκαν στην εν λόγω εταιρεία, καθώς και τη συμμετοχή του στην έκβαση των συμβάσεων και την επίβλεψη των έργων, στα οποία εμπλέκετο η εταιρεία. Αυτή η ανάμειξη, σύμφωνα πάντα με την καθ’ ης η αίτηση, έθετε τον αιτητή σε θέση να επηρεάζει αποφάσεις που αφορούσαν άμεσα στον μελλοντικό του εργοδότη, ήτοι στην εταιρεία. Ειδικότερα, ως παρατηρεί και η κα Νεοφύτου στη γραπτή αγόρευσή της, οι δραστηριότητες του αιτητή, όπως αυτές δηλώθηκαν στην αίτησή του και επιβεβαιώθηκαν από τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ενέπιπταν στις παραγράφους (α), (β) και (δ) του άρθρου 4(2) του Νόμου. Η λήψη αποφάσεων και η συμβουλευτική του ιδιότητα, κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του στη δημόσια υπηρεσία, ιδίως σε σχέση με έργα στα οποία είχε εμπλοκή και/ή συμμετοχή η εταιρεία, ενέπιπταν, κατά την κρίση της καθ’ ης η αίτηση, στους σκοπούς του Νόμου και/ή στην πρόθεση του νομοθέτη για πρόληψη της σύγκρουσης συμφερόντων και διατήρηση της ακεραιότητας του δημόσιου τομέα. Συναφώς, είναι ορθή η παρατήρηση της δικηγόρου της Δημοκρατίας ότι αρμοδιότητα της Επιτροπής, βάσει του Νόμου, δεν είναι να διεξάγει διαδικασίες που να απολήγουν σε επιβολή διοικητικών ή ποινικών κυρώσεων, αλλά να αξιολογεί και να μετριάζει κινδύνους δημοσίου συμφέροντος ή/και σύγκρουσης συμφερόντων. Το πρότυπο αξιολόγησης είναι προληπτικό, εστιάζοντας στην πιθανή κατάχρηση δημόσιου αξιώματος για προσωπικό όφελος. Εντός δε αυτού του πλαισίου, η καθ’ ης η αίτηση αξιολόγησε τον κίνδυνο η απασχόληση του αιτητή στην εταιρεία να εκληφθεί ως ανταμοιβή για προηγούμενες αποφάσεις ή ενέργειες που ευνοούσαν τον εν λόγω εργοδότη. Πράγματι δε, αυτή η διαπίστωση από μόνη της, και ανεξάρτητα από την πραγματική πρόθεση του αιτητή, ήταν αρκετή για να εγείρει εύλογες ανησυχίες για σύγκρουση συμφερόντων και, συνεπώς, να οδηγήσει στη διαμόρφωση της επίδικης κρίσης.
Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, κρίνω ότι η Επιτροπή ενήργησε εντός του πνεύματος και των ορίων που της παρέχει ο Νόμος και εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, η δε επίδικη απόφαση κρίνεται, σε κάθε περίπτωση, ως εύλογα επιτρεπτή. Δεν διαπιστώνεται κενό έρευνας, αλλ’ ούτε και πλάνη στην κρίση της Διοίκησης. Όπως λέχθηκε πρόσφατα στην Μάριος Σωτηρίου ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 176/2018, ημερομηνίας 10.4.2024, το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη Διοίκηση στην άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, ούτε προβαίνει σε πρωτογενή εκτίμηση γεγονότων (Lewis v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1253) και η δικαιοδοσία του περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της πράξης και επεμβαίνει μόνο στις περιπτώσεις που αποδεικνύεται πλάνη ως προς τα γεγονότα ή ανεπαρκής έρευνα ή κατάχρηση εξουσίας (Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 659, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1175). Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας, έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 189). Η δε μορφή της έρευνας είναι άμεσα συνυφασμένη με τα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης (Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476, Ράφτη ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, 366) και η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου. Εν προκειμένω, προκύπτει από το σύνολο των γεγονότων και στοιχείων που παρατίθενται στην επίδικη απόφαση, αλλά και γενικότερα από τα ενώπιον μου στοιχεία και τα παραρτήματα της ένστασης, ότι η καθ’ ης η αίτηση διενήργησε ενδελεχή και, εν πάση περιπτώσει, επαρκή και/ή τη δέουσα έρευνα πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, έλαβε δε υπόψη της και αξιολόγησε δεόντως όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιον της, με αποτέλεσμα, υπό το φως βεβαίως και της προαναφερθείσας νομολογίας, να μη χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η μορφή της έρευνας είναι άμεσα συνυφασμένη με τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Oleg Nagorny v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 205/19, ημερ. 25.10.2024).
Η τελική κατάληξη της καθ’ ης η αίτηση κρίνεται ως εύλογα επιτρεπτή και δεν μπορούν να έχουν έρεισμα οι ισχυρισμοί περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας αλλά και περί κακόπιστης ενάσκησης της διακριτικής της ευχέρειας. Έχουν εκτεθεί λεπτομερώς πιο πάνω οι ενέργειες στις οποίες προέβη η καθ' ης η αίτηση κατά την εξέταση της αίτησης του αιτητή και δεν στοιχειοθετείται ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης.
Περαιτέρω, και στη βάση των αμέσως πιο πάνω, ούτε και πλάνη διαπιστώνεται, εφόσον η καθ’ ης η αίτηση ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις σχετικές διατάξεις του Νόμου και δη αυτές του άρθρου 4, υπάγοντας ορθώς τα ενώπιον της γεγονότα στις συγκεκριμένες διατάξεις και καταλήγοντας στην απόρριψη της αίτησης του αιτητή. Προκύπτει ότι η κρίση της καθ’ ης η αίτηση διαμορφώθηκε στη βάση των ενώπιον της τεθέντων στοιχείων. Ειδικότερα, όσον αφορά τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η καθ’ ης η αίτηση στηρίχθηκε σε γεγονότα που είναι εξ αντικειμένου ανύπαρκτα, τονίζοντας μάλιστα επ’ αυτού ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε αντίφαση μεταξύ των συμπερασμάτων του Έπαρχου Λευκωσίας και του Γενικού Διευθυντή και των πληροφοριών που ο ίδιος ο αιτητής παρέσχε, ο ισχυρισμός περί έλλειψης αντίφασης δεν είναι μόνο αβάσιμος, αλλά αυτή η θέση του αιτητή δεν συνάδει ούτε με τα προεκτεθέντα, όπως προκύπτουν από το κείμενο της επίδικης απόφασης και τις εκεί περιεχόμενες αναφορές σε πραγματικά γεγονότα, τα οποία προέρχονται είτε από τον ίδιο τον αιτητή, είτε από τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών. Προκύπτει από την επίδικη απόφαση ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής περί ύπαρξης αντίφασης, δεν ήταν αυθαίρετο, αλλά στηρίχθηκε στην εξέταση των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιον της. Η δε απουσία αντιφάσεων, όπως προβάλλει ο αιτητής, φαίνεται να μη συνάδει και/ή να συγκρούεται με το σύνολο των αναφορών που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Σε κάθε δε περίπτωση, η πλευρά του αιτητή, η οποία και φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης ότι η καθ’ ης η αίτηση ενήργησε εν προκειμένω υπό πλάνη (Μολέσκη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 118/2014, ημερ. 2.6.2020), δεν κατάφερε να αποσείσει το σχετικό βάρος. Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι, κατά πάγια νομολογία, μόνον εφόσον η πλάνη του αποφασίζοντος διοικητικού οργάνου κριθεί ότι είναι ουσιώδης, στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης και η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη υπόκειται σε ακύρωση ως παράνομη. Θεωρείται δε ουσιώδης η διαπιστωθείσα πλάνη που έχει επηρεάσει την απόφαση του διοικητικού οργάνου (Χαράλαμπος Νίκολας ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 583). Αντίθετα, δεν υπάρχει πλάνη όταν η προσβαλλόμενη πράξη στηρίζεται σε υπαρκτές νομικές καταστάσεις και πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχουν εκτιμηθεί από το διοικητικό όργανο διαφορετικά από ό,τι θα έπρεπε να είχαν εκτιμηθεί κατά τον ισχυρισμό του αιτητή. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα, όταν η Διοίκηση σταθμίζει και αξιολογεί στοιχεία και γεγονότα που παρουσιάζονται ενώπιον της για κρίση. Σύμφωνα με το άρθρο 46(3) του Νόμου 158(Ι)/1999, η αξιολόγηση και εκτίμηση αντιφατικών μεταξύ τους αποδεικτικών και άλλων στοιχείων του διοικητικού φακέλου και η επιλογή ορισμένων από αυτά, στα οποία βασίστηκε το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Διοίκηση, δε συνιστούν πλάνη, εφόσον η επιλογή ήταν για τη Διοίκηση λογικά επιτρεπτή (βλ. Χαραλάμπους Νίκος, (2016), Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου, Τρίτη Έκδοση, σελ.336). Λόγοι που αμφισβητούν την ορθότητα της ουσιαστικής κρίσης της Διοίκησης, ως συμβαίνει εν προκειμένω, είναι απαράδεκτοι (βλ. σύγγραμμα Επ. Π. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος ΙΙ, 12η Έκδοση, σελ. 138. επ.).
Εντός αυτών των παραμέτρων αλλά και υπό το φως και των νομολογιακών κατευθυντήριων που προαναφέρθηκαν στο πλαίσιο εξέτασης και του ισχυρισμού περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, κρίνω ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί επαρκώς οποιοσδήποτε ισχυρισμός του αιτητή περί πλάνης.
Προχωρώ τώρα στην εξέταση του ισχυρισμού περί ελλιπούς και/ή μη επαρκούς αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης. Στο πλαίσιο αυτό, η πλευρά του αιτητή τονίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη και/ή απουσιάζει η αιτιολογία, καθότι πουθενά δεν εξειδικεύονται και/ή αναλύονται και/ή έστω να αναφέρονται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που οδήγησαν στην απόρριψη της αίτησής του, η δε δοθείσα αιτιολογία συνιστά μια αόριστη και γενική αναφορά χωρίς καμία λεπτομέρεια ή ανάλυση αναφορικά με τα ερωτήματα (i) «Ποιες ήταν οι συναλλαγές και αποφάσεις αυτές που ο Αιτητής είχε και έλαβε και αφορούσαν τον μελλοντικό του εργοδότη;», (ii) «Ποια χρονική περίοδο έλαβαν χώρα οι συναλλαγές και αποφάσεις αυτές εκ μέρους του Αιτητή που αφορούσαν τον μελλοντικό του εργοδότη;», (iii) «Πως οι συναλλαγές και αποφάσεις αυτές δικαιολογούν την παντελής απόρριψη της αίτησης του;», (iv) «Πως και για ποιο λόγο δεν μπορεί με την επιβολή όρων στον Αιτητή, να διασφαλιστεί το δημόσιο συμφέρον;»
Δεν μπορώ να συμφωνήσω με τις πιο πάνω θέσεις του αιτητή. Όλα τα πιο πάνω ερωτήματα απαντώνται μέσα από το κείμενο της επίδικης απόφασης. Ειδικότερα, όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, σχετικές είναι οι σελίδες 3-6 και 10-11 της απόφασης, όπου αναφέρονται λεπτομερώς οι συναλλαγές και/ή οι αποφάσεις που ο αιτητής είχε και/ή έλαβε και αφορούσαν την εταιρεία, όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, και πάλι σχετικές είναι οι σελίδες 3-6 και 10-11 της προσβαλλόμενης απόφασης, όπου γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένες ημερομηνίες αλλά και σε χρονικές περιόδους, ενώ όσον αφορά στο τρίτο και τέταρτο ερώτημα, σχετικές είναι οι σελίδες 3-6 και 10-11 της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και οι διαπιστώσεις που περιέχονται στη σελίδα 12, όπου γίνεται αναφορά στους πραγματικούς και νομικούς λόγους που οδήγησαν την Επιτροπή στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασής της.
Στην επίδικη απόφαση, παρατίθενται με σαφήνεια τόσο η νομική βάση, και δη τα άρθρα 4(2)(α), (β) και (δ), 4(3) και 4(3Γ) του Νόμου, αλλά και οι λόγοι απόρριψης του αιτήματος του αιτητή, ενώ δύναται κάλλιστα η απόφαση αυτή να συμπληρωθεί, και όντως συμπληρώνεται, από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και της ένστασης. Σύμφωνα με το άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), αλλά και τη νομολογία, η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (Rami Makhlouf κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 21/17, ημερ. 10.9.2024). Κατά πάγια επίσης νομολογία, η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το διοικητικό φάκελο επιτρέπεται, μόνον όταν τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο και προκύπτει με ακρίβεια τι είχε υπόψη του το διοικητικό όργανο κατά τη λήψη της απόφασής του (Oleg Nagorny, ανωτέρω, Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 342). Θεωρώ ότι αυτό συμβαίνει και στην υπό εξέταση περίπτωση, αφού από το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και των παραρτημάτων της ένστασης, προκύπτει με σαφήνεια το σκεπτικό και οι λόγοι που οδήγησαν την καθ’ ης η αίτηση στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και, βεβαίως, συμπληρώνεται η δοθείσα αιτιολογία. Εν προκειμένω, παρέχονται στο Δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης, ούτως ώστε να καθιστά εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου (Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΔΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023).
Κατά συνέπεια, οι ισχυρισμοί περί ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Περαιτέρω, ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, ούτε και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου ή/και της καλής πίστης εντοπίζεται.
Δεδομένης δε της ύπαρξης συγκεκριμένου και σαφούς νομοθετικού πλαισίου, δυνάμει του οποίου ενήργησε η καθ’ ης η αίτηση στην παρούσα υπόθεση, είναι αρκετό να υπομνησθεί εν προκειμένω ότι η αρχή της καλής πίστης, ναι μεν σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία, δεν υπερφαλαγγίζει, ωστόσο, και δεν μπορεί να μεταβάλει την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, ώστε να οδηγεί σε καταστρατήγηση της αρχής της νομιμότητας (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191) και έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα, όπου υφίσταται σχετική νομοθετική πρόνοια ουσιαστικού δικαίου, όπως βεβαίως συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση (O LYKOS SERVICES AND SECURITY SYSTEMS-PRIVATE INVESTIGATORS LTD κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. αρ. 1/16, ημερ. 20.7.2021, Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Γιαννάκης Τσικκουρής κ.α., Α.Ε.19/11, ημερ. 22.12.2016).
Τέλος, αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός του αιτητή, σύμφωνα με τον οποίο n καθ’ ης η αίτηση, κατά κακήν εφαρμογή του Νόμου, υπερέβη κατά 4 μήνες τουλάχιστον την προθεσμία που θέτει ο Νόμος για να αποφασίσει επί της αιτήσεως (άρθρο 4(1) του Νόμου). Σύμφωνα με το άρθρο 11 του Νόμου 158(Ι)/1999, «οι προθεσμίες που τάσσονται για έκδοση μιας διοικητικής πράξης είναι ενδεικτικές, εκτός αν ορίζεται ρητά ότι είναι ανατρεπτικές. Όμως η πράξη δεν μπορεί νόμιμα να εκδοθεί, αν από τη λήξη της προθεσμίας πέρασε υπέρμετρο χρονικό διάστημα που επιδρά ουσιαστικά στις νομικές ή πραγματικές προϋποθέσεις έκδοσης της πράξης». Στο δε άρθρο 10 του ιδίου Νόμου, προβλέπεται ότι «το διοικητικό όργανο πρέπει να ασκεί την αρμοδιότητα του μέσα σε εύλογο χρόνο, ώστε η απόφασή του να είναι επίκαιρη σε σχέση με τα πραγματικά ή νομικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται. Ο καθορισμός του εύλογου χρόνου εξαρτάται από τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες».
Εν προκειμένω, η προθεσμία των δυο μηνών δεν ήταν, σύμφωνα με το Νόμο, ανατρεπτική, ενώ ούτε και ο εύλογος χρόνος φαίνεται να παρήλθε, εφόσον η αίτηση υποβλήθηκε στις 16.11.2020 και η επίδικη απορριπτική απάντηση δόθηκε δια της επιστολής ημερομηνίας 1.6.2021. Το κατά πόσον παρήλθε ο εύλογος χρόνος είναι ζήτημα πραγματικό και εξαρτάται από τις εκάστοτε συνθήκες, εξετάζεται δε με βάση τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Δημοτική Επιτροπή Αγίου Δομετίου ν. Χριστόφορου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 434). Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων, ως αυτά εκτέθηκαν πιο πάνω, και δη των ενεργειών στις οποίες είχε προβεί η καθ’ ης η αίτηση αναφορικά με την περίπτωση του αιτητή ως προς την αναγκαιότητα συλλογής πληροφορίων από διάφορες υπηρεσίες και/ή τμήματα, διαδικασία που έχρηζε ενδελεχούς εξέτασης, δεν παρήλθε ο εύλογος χρόνος απάντησης στο αίτημα του αιτητή.
Ενόψει των πιο πάνω, δεν διαπιστώνεται βάσιμος λόγος ακύρωσης της επίδικης απόφασης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.
Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €1500 έξοδα υπέρ της καθ’ ης η αίτηση και εναντίον του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο