G. J. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση αρ. 1082/2024, 19/6/2025
print
Τίτλος:
G. J. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση αρ. 1082/2024, 19/6/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 1082/2024(iJ))

19 Ιουνίου 2025

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 1Α, 15, 23, 26, 28, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

G. J.

Αιτήτρια

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Καθ’ ων η αίτηση.

……………………………

Χρύσω Ιωαννίδου, για Χ. Ιωαννίδου & Μ. Μενελάου, για την αιτήτρια.

Καμία εμφάνιση, για τους καθ’ ων η αίτηση.

  Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Στις 8.8.2024 καταχωρήθηκε η υπό εκδίκαση προσφυγή, με την οποία η αιτήτρια αξιώνει από το Δικαστήριο, την εξής θεραπεία:-

«Α. Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση, επιστολή ημερομηνίας 20/5/2025 Παράρτημα Α, και η οποία παραλήφθηκε κατά/ή περί την 10/7/2024, με την οποία γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια ότι απορρίφθηκε, με μεγάλη καθυστέρηση, η από τον Ιούνιο του 2022, αίτηση της για πολιτογράφηση, δυνάμει του Άρθρου 110 του Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος».

 

 Η προσφυγή επιδόθηκε στις 8.8.2024, προς τον κο Γρηγοριάδη στο αρχείο του Υπουργείου Εσωτερικών. Η υπόθεση ορίστηκε για οδηγίες στις 12.9.2024. Λόγω μη καταχώρησης της Ένστασης των καθ’ ων η αίτηση, η προθεσμία παρατάθηκε και η προσφυγή ορίστηκε στις 24.10.2024. Νέες παρατάσεις δόθηκαν εκ νέου και η προσφυγή ορίστηκε στις 9.12.2024, 27.1.2025 και στις 11.3.2025. Λόγω του ότι στις 11.3.2025 δεν υπήρξε, ούτε καταχώρηση εμφάνισης εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, ούτε και καταχώρηση της Ένστασης, δόθηκαν οδηγίες προς την πλευρά της αιτήτριας για καταχώρηση της γραπτής της αγόρευσης, η οποία καταχωρήθηκε στις 17.6.2025 και η απόφαση επιφυλάχθηκε. 

 

 Όπως προκύπτει από το αιτητικό της παραγράφου 1 της αίτησης ακυρώσεως, σε συνάρτηση με την προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 20.5.2024, η οποία επισυνάπτεται ως Παράρτημα Α στην αίτηση ακυρώσεως, η υποβληθείσα αίτηση αφορούσε σε αίτηση για εγγραφή της αιτήτριας, ως πολίτη της Δημοκρατίας, κατά τις διατάξεις του άρθρου 110(2) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου, Ν. 141(Ι)/2002, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, αίτηση η οποία εξετάζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών.

 

  Η προσφυγή επιδόθηκε προς το αρχείο του Υπουργείου Εσωτερικών, που αποτελεί το αρμόδιο, εν προκειμένω, Υπουργείο κι η παραλαβή της προσφυγής από τον κο Γρηγοριάδη, συνιστά ορθή επίδοση της προσφυγής προς το αρμόδιο διοικητικό όργανο. Εντούτοις και παρά την ως άνω αναφερόμενη επίδοση της προσφυγής, υπήρξε παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να λάβουν μέρος στη διαδικασία και να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου, κάθε σχετικό στοιχείο, προκειμένου να ελεγχθεί η νομιμότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, ενώ σημειώνεται πως αποτέλεσμα της παράλειψης εμφάνισης, υπήρξε και η απουσία του διοικητικού φακέλου, βάσει του οποίου θα μπορούσε το Δικαστήριο να ασκήσει δικαστικό έλεγχο.

 

  Θεωρείται περιττό να λεχθεί πως, αποτελεί υποχρέωση κάθε δημοσίου υπαλλήλου που παραλαμβάνει έγγραφα και δη υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον Δικαστηρίου, να τα αποστέλλει πάραυτα προς το νομικό του σύμβουλο, ήτοι στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για χειρισμό. Στην παρούσα περίπτωση, είναι άγνωστο, από τα ενώπιον μου δεδομένα, το κατά πόσον η προσφυγή απεστάλη ή όχι από το Υπουργείο Εσωτερικών προς τη Νομική Υπηρεσία για χειρισμό, καθότι δεν είναι ούτε και θεσμοθετημένη, στον περί της Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης (Ηλεκτρονική Καταχώρηση) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2021 (1/2021), ως αυτός έχει τροποποιηθεί, η υποχρέωση καταχώρησης εκ μέρους του εκάστοτε καθ’ ου η αίτηση διαδίκου, Σημειώματος Εμφάνισης. Εξάλλου, αυτό είναι αδιάφορο για το Δικαστήριο, ενόψει του ότι προκύπτει να έγινε πράγματι ορθή επίδοση της προσφυγής, προς το Υπουργείο Εσωτερικών και η διαπίστωση αυτή και μόνον, αρκεί.

 

  Όπως κρίθηκε στην Lambrou v. The Republic of Cyprus (1970) 3 C.L.R. 75, η οποία ακολουθήθηκε σε σειρά αποφάσεων, μεταξύ άλλων, στις Neophytou v. The Republic of Cyprus (1977) 3 C.L.R. 140, Μακρίδου ν. Συμβουλίου Οπτικών, (1996) 4Ε Α.Α.Δ. 3475, Κάτζη κ.ά. ν. Συμβουλίου Οπτικών Κύπρου (1997) 4 Α.Α.Δ. 2853, Gelmaco Trading Ltd ν. Δημοτικού Συμβουλίου Πάφου, υπόθ. αρ. 688/2002, ημερομηνίας 30.5.2003, η μη εμφάνιση διαδίκου, δεν αποτελεί κώλυμα για την εκδίκαση της υπόθεσης και την ολοκλήρωση της διαδικασίας με την έκδοση απόφασης, λόγω του ότι η δίκη δεν στρέφεται κατά διαδίκου, αλλά έχει ως αντικείμενο τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης.

 

  Λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω, προχωρώ να εξετάσω τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής αποφάσεως ημερομηνίας 20.5.2024, υπό το φως των λόγων ακύρωσης που προβάλλονται από την αιτήτρια.

 

  Όπως αναφέρεται στα γεγονότα της αίτησης ακυρώσεως και στη γραπτή αγόρευση που καταχωρήθηκε κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου, η αιτήτρια κατάγεται από τις Φιλιππίνες. Αφίχθηκε στη Δημοκρατία νόμιμα στις 11.5.1997, για σκοπούς εργασίας. Το έτος 1999 γνώρισε τον Κύπριο σύζυγό της, με τον οποίο συνήψε δεσμό και στις 7.4.2000 απέκτησαν το πρώτο τους τέκνο. Στις 10.3.2002 τέλεσε θρησκευτικό γάμο με τον Κύπριο υπήκοο και στην Δημοκρατία αφίχθηκαν και τα δίδυμα τέκνα της που είχε στις Φιλιππίνες, από προηγούμενο της δεσμό. Η αιτήτρια μαζί με τον Κύπριο σύζυγο, απέκτησαν ακόμα δύο θυγατέρες στις 20.6.2003 και στις 5.12.2006.

  Η αιτήτρια από το 1997 διαμένει μόνιμα και αδιάλειπτα στη Δημοκρατία. Μαζί με την οικογένειά της, διαμένει στο χωριό Μαθιάτης της Επαρχίας Λευκωσίας. Αναφέρεται επίσης πως ο μεγαλύτερος υιός της που είχε αποκτήσει στις Φιλιππίνες, είναι νυμφευμένος με Κύπρια πολίτιδα και από τον γάμο του αυτό, η αιτήτρια έχει αποκτήσει δύο εγγόνια. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται, κατά την 28χρονη παραμονή της αιτήτριας στην Δημοκρατία, η τελευταία έμαθε και ομιλεί την ελληνική γλώσσα, έχει αναπτύξει κοινωνικές σχέσεις με συγγενείς, φίλους και συγχωριανούς, ενώ παρακολούθησε μαθήματα σε σχέση με την λαϊκή κυπριακή παράδοση, κατά τρόπο που αφομοιώθηκε πλήρως με την κυπριακή κοινωνία. Ως Παράρτημα 7 στην γραπτή της αγόρευση, επισυνάφθηκε άδεια διαμονής της αιτήτριας ημερομηνίας 5.10.2018, με την ένδειξη ισχύος “Unlimited’ και χρήση της κάρτας, μέχρι την 5.10.2028.

 

  Στη βάση των πιο πάνω, υπέβαλε την 1.6.2022 αίτηση για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με εγγραφή, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 110(2) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου, Ν. 141(Ι)/2002, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Η υποβληθείσα αίτηση απερρίφθη, με την εδώ προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση, ημερομηνίας 20.5.2024, το περιεχόμενο της οποίας παρατίθεται αυτούσιο:-

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτηση σας με ημερ. 01/06/2022 για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με εγγραφή και να σας πληροφορήσω ότι μετά από δέουσα έρευνα, η αίτησή σας τέθηκε ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών και εξετάσθηκε με τη δέουσα προσοχή, αλλά δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί καθότι έχετε παραμείνει παράνομα στη Δημοκρατία για μεγάλη χρονική περίοδο σύμφωνα με την δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 110(2) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 141(Ι)/2002»

 

   Η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας, διατείνεται στη γραπτή της αγόρευση πως ενώ ο Υπουργός Εσωτερικών αποτελεί το αρμόδιο όργανο εξέτασης της αίτησης προς έκδοση της επίδικης διοικητικής απόφασης, εντούτοις, δεν εντοπίζεται τέτοια απόφαση. Κατά τις εισηγήσεις, η προσβαλλόμενη απορριπτική απόφαση έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο, αφού υπογράφεται από λειτουργό, για τη Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Υποβάλλεται η θέση πως η επίδικη απόφαση παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, αφού δεν εξετάστηκε η δυνατότητα που παρέχεται στον Υπουργό Εσωτερικών για χρήση των προνοιών της τρίτης επιφύλαξης του άρθρου 110(2) του Ν. 141(Ι)/2002. Κατά τις εν λόγω πρόνοιες, ο Υπουργός δύναται να εξαιρέσει από την εφαρμογή της δεύτερης επιφύλαξης του προαναφερθέντος άρθρου και να εγκρίνει υποβληθείσα αίτηση, από σύζυγο Κύπριου πολίτη που παρέμεινε παράνομα στις ελεύθερες περιοχής της Δημοκρατίας κάτι που, κατά τις εισηγήσεις, δεν εξετάστηκε.

 

  Προωθείται ισχυρισμός περί παράβασης του δικαιώματος ακρόασης της αιτήτριας, αφ’ ης στιγμής δεν κλήθηκε σε προσωπική συνέντευξη προκειμένου να εξακριβωθούν οι κοινωνικοί και οικογενειακοί της δεσμοί με την Δημοκρατία, ενώ καμία διερεύνηση εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση προηγήθηκε της έκδοσης της προσβαλλόμενης απορριπτικής απόφασης, αλλά ούτε και δόθηκε οποιοδήποτε αιτιολογία για την παραγνώριση των 28 χρόνων που η αιτήτρια παραμένει στη Δημοκρατία, μαζί με την οικογένειά της.

 

  Επί των πιο πάνω, δεν υπάρχει κανένας αντίλογος εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, ενώ δεν παρέχεται ούτε και η ευχέρεια στο ίδιο το Δικαστήριο να προχωρήσει σε έλεγχο νομιμότητας, εξετάζοντας το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και των στοιχείων και δεδομένων που είχε η διοίκηση ενώπιον της, κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης της απορριπτικής απόφασης. 

 

  Στο σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο» έκτη έκδοση, 2014, σελ. 52 επ. (§ 73 επ.), αναφέρονται τα ακόλουθα:-

«Στην περίπτωση που η διοίκηση δεν αποστέλλει τον φάκελο της υποθέσεως στο δικαστήριο παρά την έκδοση σχετικής προδικαστικής αποφάσεως, το δικαστήριο μπορεί, συνάγοντας σχετικό τεκμήριο, να θεωρήσει ως ακριβή την πραγματική βάση των ισχυρισμών του αιτούντος. Τούτο, γιατί «άλλως, η αδράνεια αυτή της Διοικήσεως θα οδηγούσε σε αδυναμία του Συμβουλίου της Επικρατείας να ασκήσει την ανήκουσα σ’ αυτό κατά το Σύνταγμα αρμοδιότητα και να παράσχει στον διοικούμενο την έννομη προστασία που του εγγυάται το άρθρο 20 του Συντάγματος». Η σωστή αυτή αιτιολογία θεμελιώνει βέβαια την υποχρέωση του δικαστηρίου να προχωρήσει στην παροχή έννομης προστασίας θεωρώντας ως ακριβή την πραγματική βάση των ισχυρισμών του αιτούντος. Πράγματι, κατά τη νέα διάταξη που προστέθηκε το 2012, «εάν αναβληθεί η εκδίκαση της υπόθεσης μία φορά λόγω μη αποστολής των στοιχείων του φακέλου από τη Διοίκηση, το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στην εκδίκασή της και κατά την εκτίμησή του να συναγάγει τεκμήριο ομολογίας για την πραγματική βάση των ισχυρισμών του αιτούντος».

 

  Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί η υπόθεση κρίνεται από τον διοικητικό φάκελο ο οποίος αποτελεί τον μοναδικό οδηγό ως προς την ύπαρξη ή μη δεδομένων και γεγονότων (Κυπριακή Δημοκρατία ν. Δ. Αυλωνίτης και Υιοί Λτδ (2000) 3 Α.Α.Δ. 137).

 

  Στις Μακρίδου (ανωτέρω), Α.Η.Κ. v. Κοινοτικού Συμβουλίου Βορόκλινης, υπόθ. αρ. 30/2001, ημερομηνίας 11.5.2001, Σταυρίδης ν. Δημοκρατίας (2010) 4Α Α.Α.Δ. 449, κρίθηκε πως η απουσία του διοικητικού φακέλου και άλλων σχετικών εγγράφων δυσχεραίνει το έργο του Δικαστηρίου, προκειμένου να προβεί στον αναθεωρητικό έλεγχο της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης και επιτρέπει στο Δικαστήριο να θεωρήσει ως ακριβή την πραγματική βάση των ισχυρισμών εκάστου αιτητή.

 

  Ακριβώς, ενόψει αυτής της αδυναμίας και δυσχέρειας του Δικαστηρίου να προβεί σε έλεγχο νομιμότητας, είτε ως προς την έκδοση της απόφασης από αναρμόδιο όργανο, είτε ως προς την παράβαση του δικαιώματος ακρόασης, λόγω της μη κλήσης της σε προφορική συνέντευξη, είτε εάν έγινε η δέουσα έρευνα ή όχι, ενόψει της απουσίας του διοικητικού φακέλου, καταλήγω πως οι ισχυρισμοί της αιτήτριας θα πρέπει να γίνουν αποδεκτοί, αφού εμποδίζεται το Δικαστήριο να προβεί σε έλεγχο νομιμότητας.

 

  Στη βάση των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση €1.700 πλέον Φ.Π.Α.

 

 

 

  Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο