
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση αρ. 1222/2020)
24 Ιουνίου 2025
[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 146, 23, 25, 26, 28, 29, ΚΑΙ 45 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
INTERVENTURE FINANCE LTD
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
Καθ’ ων η αίτηση.
……………………………
Γεωργία Χηράτου, για Μ. Κιτρομηλίδης Δικηγόροι Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια.
Σίλια Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Η αιτήτρια καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή, με την οποία αξιώνει από το Δικαστήριο τις εξής θεραπείες:-
«Α. Δήλωση και/ή απόφαση Δικαστηρίου ότι η πράξη ή/και απόφαση των καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 09.10.2020, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται ως Παράρτημα Α στην παρούσα αίτηση, με την οποία οι Καθ’ ων η Αίτηση απέρριψαν την ένσταση της Αιτήτριας ημερομηνίας 27.06.2013 που είχε υποβληθεί κατά των Φορολογιών Έκτακτης Αμυντικής Εισφοράς για λογιζόμενη διανομή μερίσματος για τα έτη 2006 και 2007, είναι παράνομη, παράτυπη, άκυρη και στερείται κάθε εννόμου αποτελέσματος.
Β. Δήλωση και/ή απόφαση Δικαστηρίου ότι η Φορολογία Έκτακτης Αμυντικής Εισφοράς κατά της Αιτήτριας για λογιζόμενη διανομή μερίσματος για τα έτη 2006 και 2007 είναι παράνομη, παράτυπη, άκυρη, στερείται κάθε εννόμου αποτελέσματος και ως τέτοια θα πρέπει να ακυρωθεί».
Η αιτήτρια αποτελεί εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, της οποίας οι κύριες δραστηριότητες είναι η παροχή επενδυτικών λογαριασμών, περιλαμβανομένων τοκοφόρων δραστηριοτήτων.
Όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο του Τμήματος Φορολογίας, ο οποίος προσκομίστηκε στο Δικαστήριο και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1, η αιτήτρια υπέβαλε δηλώσεις εισοδήματος για τα έτη 2006 και 2007 στις 22.11.2011. Στις εν λόγω δηλώσεις εισοδήματος, γινόταν αναφορά σε «Καθαρό κέρδος / ζημιά εργασίες» ύψους £282.087 για το έτος 2006 και σε ποσό ύψους £126.475 σε σχέση με το έτος 2007.
Στις 26.4.2013, ο Έφορος Φορολογίας εξέδωσε προς την αιτήτρια ειδοποίηση έκτακτης αμυντικής εισφοράς για λογιζόμενη διανομή μερίσματος, ύψους £29.619,15 (€50.607,32), αναφορικά με το έτος 2006 και ύψους £13.279,95 (€22.690,14), σε σχέση με το έτος 2007.
Κατά των πιο πάνω φορολογιών, η αιτήτρια υπέβαλε ένσταση στις 27.6.2013. Δια της ενστάσεως της, η αιτήτρια υποστήριξε πως διένειμε μέρισμα στους μετόχους της, ύψους £197.461 στις 12.12.2008, από τα κρατηθέντα κέρδη του έτους 2006 και μέρισμα ύψους £88.533 στις 17.12.2009, από τα κρατηθέντα κέρδη του έτους 2007. Επί της ενστάσεως της, επισύναψε πρακτικά συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου ημερομηνίας 12.12.2008 και 12.12.2009. Σημειώνεται πως, στα προαναφερθέντα πρακτικά, γίνεται αναφορά πως «Η καταβολή του μερίσματος θα γίνει σε εύθετο χρόνο αφού εγκριθεί η καταβολή του μερίσματος από την Ετήσια Γενική Συνέλευση για το έτος 2006». Η ίδια σημείωση αναφέρεται και σε σχέση με το έτος 2007.
Στην Ένσταση της Δημοκρατίας, γίνεται παραδοχή εκ μέρους της πως η τελική απόφαση του Εφόρου Φορολογίας δεν λήφθηκε εντός της νομοθετικά προβλεπόμενης χρονικής περιόδου των τριών ετών, ως αυτό ορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 20(6) του Ν.4/78. Αλλά, κατά τις εισηγήσεις, κατά τις διατάξεις του προαναφερθέντος άρθρου, η τελική απόφαση του Εφόρου Φορολογίας, ημερομηνίας 9.10.2020, η νομιμότητα της οποίας προσβάλλεται δια της παρούσας προσφυγής, στηρίχθηκε στη δήλωση του αντικειμένου του φόρου που υπέβαλε το ενιστάμενο πρόσωπο, ήτοι η αιτήτρια και συγκεκριμένα στις δηλώσεις εισοδήματος που υπεβλήθησαν εκ μέρους της, για τα φορολογικά έτη 2006 και 2007, λαμβανομένων υπόψη και των δηλώσεων εισοδήματος της αιτήτριας, για τα έτη 2008 και 2009. Όπως αναφέρεται στην Ένσταση, στη δήλωση αντικειμένου του φόρου, δηλαδή στα πιο πάνω αναφερόμενα έγγραφα, δεν αποτυπώθηκε η πραγματική έκδοση μερίσματος, ως αυτό δηλώθηκε από την ίδια την αιτήτρια και αποτέλεσε λόγο ένστασης στην επιστολή ημερομηνίας 26.6.2013.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας, η οποία σημειώνεται πως κατά το στάδιο των προφορικών διευκρινίσεων απέσυρε το ζήτημα της αναρμοδιότητας του Εφόρου Φορολογίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, υποστήριξε πως οι καθ’ ων η αίτηση δεν έχουν ακολουθήσει την διαδικασία που προνοείται στις διατάξεις του άρθρου 20 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου, Ν. 4/78. Όπως διατείνεται, από την ημερομηνία λήψης της ένστασης της αιτήτριας, ημερομηνίας 26.6.2013, ο Έφορος Φορολογίας παρέλειψε αφενός να ζητήσει από την αιτήτρια εντός δώδεκα μηνών την προσαγωγή εγγραφών ή εξηγήσεων, όπως αυτό αναφέρεται στο άρθρο 20(3) του Νόμου, ενώ αφετέρου, δεν εξέδωσε την απόφασή του εντός τριών ετών, ως ορίζεται στο άρθρο 20(6) του Νόμου. Πρόσθετα, υποστηρίχθηκε πως ο Έφορος Φορολογίας δεν προέβη σε δέουσα έρευνα, εξέδωσε αναιτιολόγητη απόφαση, για την οποία ο διοικούμενος δεν κλήθηκε να ακουστεί.
Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, ήγειρε ζήτημα παράβασης του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, λόγω μη εξειδίκευσής τους στα νομικά σημεία της προσφυγής. Δεδομένης της απόσυρσης του ισχυρισμού περί αναρμοδιότητας του Εφόρου Φορολογίας, ως προς ζήτημα της παράβασης των διατάξεων του άρθρου 20 του Ν. 4/78, η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, υπέδειξε την διακριτική ευχέρεια του Εφόρου Φορολογίας, κατά το εδάφιο 3 του προαναφερθέντος άρθρου, να ζητήσει την προσκόμιση στοιχείων από τον φορολογούμενο. Όπως αναφέρει, ο Έφορος Φορολογίας, έχοντας ενώπιον του τις φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλε η ίδια η αιτήτρια, δεν έκρινε αναγκαία την κλήση της εταιρείας να υποβάλει πρόσθετα έγγραφα ή στοιχεία. Αναφέρει δε, πως καίτοι παρήλθε ο χρόνος των τριών ετών από την υποβολή της ενστάσεως της αιτήτριας, εντούτοις, η επίδικη φορολογία εκδόθηκε σύμφωνα με την δήλωση του αντικειμένου του φόρου. Επιπροσθέτως, απορρίπτονται από τους καθ’ ων η αίτηση και οι ισχυρισμοί περί ελλιπούς διερεύνησης και ελλιπούς αιτιολογίας, όπως και η θέση της αιτήτριας περί παράβασης του δικαιώματος ακρόασης.
Έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τα επίδικα γεγονότα και εκατέρωθεν ισχυρισμούς, πάντοτε υπό το φως του Τεκμηρίου 1. Καταρχήν, δεν συμφωνώ πως τίθεται ζήτημα παράβασης του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, αφού τόσο οι ισχυρισμοί περί παράβασης των διατάξεων του άρθρου 20 του Ν. 4/78, όπως και οι ισχυρισμοί περί ελλιπούς έρευνας και αιτιολογίας, αλλά και παράβασης του δικαιώματος ακρόασης, περιλαμβάνονται τα νομικά σημεία της αίτησης ακυρώσεως.
Από το σύνολο, όμως, των ενώπιον μου εγγράφων, έχω καταλήξει πως οι ισχυρισμοί της αιτήτριας θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, για τους λόγους που θα αναφέρω αμέσως πιο κάτω.
Όπως προαναφέρθηκε, σε σχέση με την αιτήτρια, ο Έφορος Φορολογίας εξέδωσε ειδοποίηση έκτακτης αμυντικής εισφοράς για λογιζόμενη διανομή μερίσματος, ημερομηνίας 26.4.2013, κατ’ εφαρμογή των προνοιών του περί Έκτακτης Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμου, Ν. 117(Ι)/2002, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 3(3) του προαναφερθέντος Νόμου, εταιρεία που είναι κάτοικος στη Δημοκρατία, λογίζεται πως έχει διανείμει, εντός περιόδου δύο ετών, υπό τη μορφή μερισμάτων στους μετόχους της, το 70% επί των κερδών της, ανά φορολογικό έτος, μετά την μείωση τους από τον εταιρικό φόρο που πληρώθηκε, ή που είναι πληρωτέος και οι μέτοχοι θα φορολογούνται με έκτακτη εισφορά επί του ποσού του μερίσματος.
Κατά τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 3, το ποσό των λογιζόμενων μερισμάτων που αναφέρεται στο εδάφιο (3) του ίδιου άρθρου, μειώνεται με οποιοδήποτε πραγματικά καταβληθέν μέρισμα, κατά τη διάρκεια των δύο ετών από το τέλος του φορολογικού έτους στο οποίο σημειώθηκαν τα κέρδη. Μετά την παρέλευση των δύο ετών, οποιοδήποτε ποσό λογιζόμενης διανομής μερίσματος, μειώνει το πραγματικό μέρισμα, επί του οποίου παρακρατείται η πληρωτεά έκτακτη εισφορά.
Στην ένσταση που υπέβαλε η αιτήτρια προς τον Έφορο Φορολογίας, ημερομηνίας 26.6.2013, έθεσε την θέση πως από τα κέρδη της εταιρείας για το έτος 2006, κατανεμήθηκε πραγματικό μέρισμα στις 12.12.2008 (πριν την πάροδο δηλαδή των δύο ετών) και ομοίως, από τα κέρδη της για το έτος 2007, κατανεμήθηκε μέρισμα στις 17.12.2009.
Όμως, αυτή η δήλωση, δεν υποστηριζόταν από τα έγγραφα που η ίδια η αιτήτρια υπέβαλε προς τον Έφορο Φορολογίας.
Από το σύνολο των ενώπιον μου εγγράφων, δεν εντοπίζω οποιοδήποτε έγγραφο ή δήλωση από το οποίο να προκύπτει η πραγματική καταβολή μερίσματος στους μετόχους της αιτήτριας, σε σχέση με τα κέρδη για τα φορολογικά έτη 2006 και 2007, εντός των δύο επόμενων, για κάθε έτος, φορολογικών ετών, 2008 και 2009 αντίστοιχα.
Εντός του Τεκμηρίου 1, περιέχονται οι δηλώσεις εισοδήματος της αιτήτριας για τα έτη 2006 και 2007, ημερομηνίας 22.11.2011 όπως επίσης και οι ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις της, για τα ίδια έτη, ημερομηνίας 13.10.2011, οι οποίες υποβλήθηκαν στο γραφείο του Φόρου Εισοδήματος στις 4.1.2012.
Στη δήλωση εισοδήματος της αιτήτριας για το έτος 2006, παρατηρώ πως δεν δηλώνεται η καταβολή οποιωνδήποτε μερισμάτων. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με την δήλωση εισοδήματος για το έτος 2007. Στις δε ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις που υπέβαλε η αιτήτρια για το έτος που έληξε στις 31.12.2006, δηλώνεται ως κέρδος πριν την φορολογία, ποσό ύψους £282.087 (σελίδα 8 και σελίδα 23 σημ. 8). Ομοίως, στις ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις για το έτος που έληξε στις 31.12.2007, δηλώνεται ως κέρδος πριν την φορολογία, ποσό ύψους £126.475 (σελίδα 8 και σελίδα 24 σημ. 8).
Στο Τεκμήριο 1, περιέχονται επίσης κι οι δηλώσεις εισοδήματος της αιτήτριας, για τα φορολογικά έτη 2008 και 2009, οι οποίες παραλήφθηκαν από το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων στις 15.4.2014, στις οποίες εντοπίζω πως δεν έχει δηλωθεί η καταβολή οποιουδήποτε ποσού μερισμάτων στους μετόχους της εταιρείας. Σχετική είναι η παράγραφος 2.3.14 «Μερίσματα» επί των δηλώσεων, στην οποία δεν δηλώνεται κανένα ποσό.
Λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω δηλώσεων που υπεβλήθησαν εκ μέρους της αιτήτριας εταιρείας, προκύπτει ως ορθή η θέση του Εφόρου Φορολογίας, ως προς την μη έκδοση εκ μέρους της πραγματικού μερίσματος για τα έτη 2006 και 2007, εντός των αντίστοιχων επόμενων δύο φορολογικών ετών, 2008 και 2009 αντίστοιχα.
Αποτέλεσε θέση της αιτήτριας πως ο Έφορος Φορολογίας δεν ακολούθησε την διαδικασία που προνοείται στις διατάξεις του άρθρου 20 του Ν. 4/78, αφού δεν ζήτησε από την ίδια την προσαγωγή εγγράφων ή εξηγήσεων, ως απαιτεί το εδάφιο (3) αυτού.
Στις νομοθετικές διατάξεις του άρθρου 20 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου, Ν. 4/78, ως αυτός έτυχε τροποποίησης κατά τον ουσιώδη χρόνο, αναφέρονται τα εξής:-
«20.—(1) Παν πρόσωπον το οποίον αμφισβητεί την εις αυτό επιβληθείσαν φορολογίαν, δύναται, δι’ εγγράφου ειδοποιήσεως ενστάσεως, να αποταθή εις τον Διευθυντήν προς επανεξέτασιν και αναθεώρησιν αυτής αλλά οφείλει όπως ταυτοχρόνως αποστείλη εις τον Διευθυντήν δήλωσιν του αντικειμένου του φόρου εάν δεν έχη υποβάλει τοιαύτην, και καταβάλλει τον οφειλόµενον φόρον βάσει ιδικού του υπολογισμού. […]
Νοείται ότι η ειδοποίηση ένστασης πρέπει να εκθέτει ειδικά και επακριβώς τους διάφορους λόγους, επί των οποίων στηρίζεται ο ισχυρισμός ότι η φορολογία είναι εσφαλμένη ή ότι το πρόσωπο αυτό δεν υπέχει υποχρέωσης καταβολής του φόρου· σε περίπτωση ισχυρισμού ότι ποσό εισοδήματος ή αφαίρεσης ή απαλλαγής ή έκπτωσης ή πίστωσης φόρου που περιλαμβάνεται στην ειδοποίηση επιβολής φορολογίας είναι υπερβολικό ή μικρότερο από το ποσό της δήλωσης, το ενιστάμενο πρόσωπο οφείλει να δηλώσει επακριβώς το ποσό, που, όπως το ίδιο ισχυρίζεται, πρέπει να αποδοθεί σε τέτοιο εισόδημα ή αφαίρεση ή απαλλαγή ή έκπτωση ή πίστωση φόρου και να επισυνάψει οποιαδήποτε έγγραφα ή παραστατικά ή στοιχεία προς υποστήριξη της ένστασής του:
[…]
(3) Άμα τη λήψει της εν εδαφίω (1) αναφερομένης ενστάσεως, ο Διευθυντής δύναται μέσα σε περίοδο δώδεκα μηνών από την ημερομηνία υποβολής της ένστασης.—
(α) να ζητήση παρά του υποβαλόντος την ένστασιν προσώπου όπως εντός ειδικώς καθοριζομένης προθεσμίας προσαγάγη τοιαύτα στοιχεία προς τον σκοπόν εξακριβώσεως του ποσού του αντικειμένου φόρου οία ο Διευθυντής ήθελε κρίνει αναγκαία, ως—
(i) λογαριασμούς ικανοποιούντας τον Διευθυντήν, οίτινες εξηλέχθησαν υπό ανεξαρτήτου επαγγελµατίου λογιστού, εγκεκριμένου προς τούτο υπό του Υπουργού Οικονομικών δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 26·
(ii) λογιστικά βιβλία, έγγραφα και λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, αντίγραφα τραπεζικών και άλλων λογαριασµών αφορώντων εις το αντικείµενον φόρου, ή το αντικείµενον φόρου πάντων των εξ αυτού εξηρτηµένων προσώπων και του συζύγου ή της συζύγου αυτού, εφ’ όσον στερείται φορολογητέου εισοδήµατος·
(iii) […]
(β) να καλέση το ενιστάμενον πρόσωπον όπως εμφανισθή ενώπιον αυτού προς τον σκοπόν όπως εξετασθή αναφορικώς προς την τοιαύτην ένστασίν του·
(γ) […]
(4) Οσάκις επέρχεται συμφωνία μεταξύ του Διευθυντού και του υποβαλόντος την ένστασιν διά την επ’ αυτού επιβληθείσαν φορολογίαν προσώπου αναφορικώς προς το ποσόν δι’ ο το ενιστάμενον πρόσωπον υπέχει φορολογικήν υποχρέωσιν, η φορολογία τροποποιείται αναλόγως και επιδίδεται εις το πρόσωπον αυτό ειδοποίησις περί του υπ’ αυτού πληρωτέου φόρου.
(5) Οσάκις παν φορολογηθέν πρόσωπον, το οποίον ενέστη εις την επιβληθείσαν εις αυτό φορολογίαν, δεν συμφωνεί μετά του Διευθυντού ως προς το ποσόν επί του οποίου υπόκειται εις φορολογίαν, ο Διευθυντής χωρεί εις καθορισμόν του ποσού του αντικειμένου φόρου του ενισταμένου προσώπου βάσει της διαθεσίμου αυτώ μαρτυρίας και πληροφορεί καταλλήλως το ενιστάμενον πρόσωπον: […]
(6) Η απόφαση του Διευθυντή στην υποβληθείσα µε βάσει το εδάφιο (1) ένσταση, εκδίδεται το αργότερο μέσα σε περίοδο τριών χρόνων από την ημερομηνία που το ενιστάμενο ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο προσήγαγε ή παρέσχε στο Διευθυντή οποιαδήποτε στοιχεία και πληροφορίες τα οποία αυτός είχε απαιτήσει και/ή ανταποκρίθηκε θετικά σε οποιοδήποτε αίτημα του, µε βάση τις διατάξεις του εδαφίου (3). Σε περίπτωση που η προθεσμία των τριών ετών λήξει χωρίς ο Διευθυντής να έχει εκδώσει την απόφαση του, ο Διευθυντής υποχρεούται να τροποποιήσει την επιβληθείσα φορολογία σύμφωνα µε τη δήλωση του αντικειμένου του φόρου του ενιστάμενου προσώπου και να επιδώσει σ’ αυτό σχετική ειδοποίηση: […]».[1]
Σε συμφωνία με τις θέσεις της ευπαιδεύτου συνηγόρου της Δημοκρατίας, όπως είναι διατυπωμένο το εδάφιο (3), παρέχεται στον Έφορο, διακριτική ευχέρεια και όχι υποχρέωση να αναζητήσει την προσκόμιση στοιχείων «προς τον σκοπόν εξακριβώσεως του ποσού του αντικειμένου φόρου». Εξάλλου, αυτά τα στοιχεία, ήταν ενώπιον του Εφόρου Φορολογίας, τόσο σε σχέση με τα έτη 2006 και 2007, όσο και σε σχέση με τα δύο επόμενα φορολογικά έτη 2008 και 2009, μέσω των ελεγμένων οικονομικών καταστάσεων της αιτήτριας για τα έτη 2006 και 2007 και δηλώσεων εισοδήματος για το προαναφερόμενα έτη, όσο και μέσω των δηλώσεων εισοδήματος για τα έτη 2008 και 2009.
Βάσει των δηλώσεων αυτών, ο Έφορος Φορολογίας, είχε ενώπιον του όλα τα έγγραφα από τα οποία μπορούσε να εξακριβώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου και επομένως, δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη αναζήτηση.
Ως προς την θέση της αιτήτριας πως ο Έφορος Φορολογίας δεν εξέδωσε την απόφασή του εντός τριών ετών, κατά τις διατάξεις του άρθρου 20(6) του Νόμου, αυτό δεν αμφισβητήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση. Άλλωστε, δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί το αντίθετο.
Αυτό όμως, δεν είναι μοιραίο για την τύχη της επιβληθείσας φορολογίας. Για το ζήτημα αυτό, υπάρχει ρητή νομοθετική πρόβλεψη, στο ίδιο το προαναφερθέν άρθρο. Όπως αναφέρεται, εφόσον παρέλθει η προθεσμία των τριών ετών, χωρίς ο Διευθυντής να εκδώσει την απόφασή του, τότε «ο Διευθυντής υποχρεούται να τροποποιήσει την επιβληθείσα φορολογία σύμφωνα µε τη δήλωση του αντικειμένου του φόρου του ενιστάμενου προσώπου και να επιδώσει σ’ αυτό σχετική ειδοποίηση».
Στην προκείμενη περίπτωση, οι φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλε η ίδια η αιτήτρια για τα έτη 2006 και 2007, όπως και για τα δύο επόμενα φορολογικά έτη 2008 και 2009 και αφετέρου, οι ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις της για τα έτη 2006 και 2007 από τα οποία προέκυπτε, κατά δήλωση, το συγκεκριμένο ποσό κερδών, συνιστούσαν «δήλωση του αντικειμένου του φόρου», κατά τις διατάξεις του Νόμου.
Κρίνεται πως ορθώς απερρίφθη η ένσταση που υπεβλήθη, με την εδώ προσβαλλόμενη απόφαση, και ορθά και νόμιμα εκδόθηκαν οι ειδοποιήσεις έκτακτης αμυντικής εισφοράς για λογιζόμενη διανομή μερίσματος για τα έτη 2006 και 2007, ύψους £29.616,15 (€50.607,32) και ύψους £13.279,95 (€22.690,14), αντίστοιχα[2].
Βάσει των όσων αναφέρω πιο πάνω, καταλήγω πως ο Έφορος Φορολογίας, διερεύνησε επαρκώς όλα τα ενώπιον του στοιχεία και έγγραφα, δίδοντας παράλληλα στην αιτήτρια το δικαίωμα να υποβάλει τις θέσεις της, όπως και έπραξε δια της υποβολής της ενστάσεώς της, ημερομηνίας 26.6.2013 και συνεπώς δεν απαιτείτο να ακουστεί εκ νέου.
Εν πάση περιπτώσει, πέραν του ότι ο ισχυρισμός προβάλλεται αλυσιτελώς από την αιτήτρια, αφού δεν γίνεται αναφορά τί άλλο θα μπορούσε η ίδια να προσθέσει, η επιβολή της επίδικης φορολογίας, στηρίχθηκε στα αντικειμενικά δεδομένα του φακέλου, ήτοι στις δηλώσεις του αντικειμένου του φόρου, αναφορά στις οποίες έγινε πιο πάνω και ουδόλως σχετιζόταν με την υποκειμενική της συμπεριφορά[3].
Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται με €2.000 έξοδα εναντίον της αιτήτριας.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.
[1] Η έμφαση προστέθηκε από το Δικαστήριο.
[2] 15% ως ήταν τότε ο συντελεστής έκτακτης αμυντικής εισφοράς επί του 70% κερδών που λογίζονται ως διανεμηθέντα.
[3] Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» Τόμος 1, 15η έκδοση, 2017, σελ. 150 και επ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο