A. K. S. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση αρ. 1811/2023, 30/6/2025
print
Τίτλος:
A. K. S. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση αρ. 1811/2023, 30/6/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 1811/2023(iJ))

30 Ιουνίου 2025

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

A. K. S.

Αιτήτρια,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Καθ’ ων η αίτηση.

……………………………

Συνέσιος Φωτίου, για Αλεξάνδρου & Παπαθεοδώρου Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια.

Κυριακή Παπαδοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Η αιτήτρια καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή, με την οποία αξιώνει:-

«Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή πράξη των Καθ’ ων η Αίτηση, που κοινοποιήθηκε και/ή γνωστοποιήθηκε στην Αιτήτρια με επιστολή των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 02/10/2023 (Παράρτημα 1 στην παρούσα), με την οποία απορρίφθηκε η Αίτηση για Εγγραφή ως Πολίτιδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, που υπέβαλε η Αιτήτρια με ημερομηνίας 10/06/2022, είναι άκυρη και στερείται κάθε εννόμου αποτελέσματος».

 

  Η αιτήτρια κατάγεται από την Ινδία. Αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 23.7.2017 με άδεια εισόδου, ως φοιτήτρια. Ακολούθως, την 1.11.2017, της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής, ως φοιτήτρια, η ισχύς της οποίας ανανεώθηκε μέχρι τις 30.6.2019. Τρεις μήνες πριν την λήξη της άδειας παραμονής της, ήτοι στις 22.3.2019, τέλεσε πολιτικό γάμο με Κύπριο υπήκοο και αποτάθηκε για έκδοση άδειας παραμονής, ως σύζυγος Κύπριου υπηκόου, άδεια η οποία εκδόθηκε στις 30.9.2019, με ισχύ μέχρι τις 11.6.2020 και ανανεώθηκε μέχρι τις 7.12.2022.

  Στις 10.6.2022, υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας δια εγγραφής. Η υποβληθείσα αίτηση εξετάστηκε από Λειτουργό του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και υπεβλήθη απορριπτική εισήγηση, λόγω της μη επιβεβαίωσης της αρμονικής συμβίωσης του ζεύγους. Στην εν λόγω εισήγηση, γίνεται παραπομπή στις σελιδώσεις 136-124 του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στη διαδικασία και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 και αφορά στην έκθεση της Αστυφύλακα 330 της ΥΑΜ Λευκωσίας, η οποία απεστάλη προς τον Διευθυντή της ΥΑΜ, με την επιστολή ημερομηνίας 26.2.2020, σε σχέση με την διερεύνηση του γάμου της αιτήτριας με την Κύπριο σύζυγο, στις 5.1.2020. Με την απορριπτική εισήγηση συμφώνησε, τόσο η Διευθύντρια, όσο και ο Υπουργός Εσωτερικών, στις 11.9.2023.

 

  Η απορριπτική απόφαση της γνωστοποιήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 2.10.2023, με το εξής περιεχόμενο:-

«[…] αλλά δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί βάσει του άρθρου 110(2)(β) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 141(Ι)/2002 καθότι δεν υπήρχε διαμονή με τον Κύπριο σύζυγο για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των τριών χρόνων».

 

  Προς ακύρωση της επίδικης διοικητικής απόφασης, ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας, υποστηρίζει πως δεν περιέχονται στην εκδοθείσα απόφαση τα πραγματικά περιστατικά και η αιτιολογία, στη βάση των οποίων οι καθ΄ ων η αίτηση κατέληξαν πως η αιτήτρια δεν διαμένει με τον κυπριακής υπηκοότητας σύζυγό της, για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των τριών ετών, όπως και ότι δεν προηγήθηκε επαρκής διερεύνηση των προσωπικών της περιστάσεων, αφού εσφαλμένα αρκέστηκαν σε δηλώσεις ενός γειτονικού της προσώπου.

 

  Υποβάλλει πως πεπλανημένα και εκτός των προϋποθέσεων του Νόμου, η διοίκηση βασίστηκε στην συμπεριφορά του συζύγου της και ότι δεν εξετάστηκαν βασικοί παράμετροι για τον έλεγχο της γνησιότητας του γάμου τους, έλεγχος που έλαβε χώρα στις 5.1.2020 και συνεπώς απείχε πολύ χρονικά από την υποβολή της επίδικης αίτησης, ημερομηνίας 10.6.2022. Κατά τους ισχυρισμούς της, δεν εξετάστηκαν στοιχεία βαρύνουσας σημασίας που θα επέτρεπαν την κατάληξη περί ύπαρξης εικονικού γάμου.

 

 Τέλος, διατείνεται ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας πως η αίτηση απορρίφθηκε, χωρίς να κληθεί να ακουστεί και χωρίς να κληθεί να δώσει τις δικές της εξηγήσεις, σε σχέση με τα ήδη σχηματισμένα συμπεράσματα  

 

  Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς της αιτήτριας. Υποστήριξε πως η υποβληθείσα εκ μέρους της αίτηση απερρίφθη, λόγω του ότι δεν πληρούσε το κριτήριο της διαμονής της μαζί με τον Κύπριο σύζυγό της, για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των τριών χρόνων και πως η αιτιολογία της πράξης, συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εντός του οποίου εντοπίζεται σχετικό σημείωμα αναφορικά με τον έλεγχο γνησιότητας του γάμου τους, από τον οποίο προέκυψαν στοιχεία πως το ζευγάρι δεν διέμενε μαζί.

  Με αναφορά στις σχετικές νομοθετικές διατάξεις του άρθρου 110 του Ν. 141(Ι)/2002, ως αυτός έχει τροποποιηθεί και ιδίως στην απαίτηση της παραγράφου (2)(β) αυτού, που αναφέρεται σε διαμονή του υποβάλλοντος προσώπου την αίτηση με τον/την σύζυγο στην Κύπρο για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των τριών χρόνων, υπέβαλε πως το συμπέρασμα των καθ’ ων η αίτηση πως το ζεύγος ουδέποτε συμβίωνε, κατά τα αναφερόμενα επί του σημειώματος ημερομηνίας 9.1.2020, υπήρξε εύλογο και εντός της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης. Κατά τις εισηγήσεις, ενόψει της φύσης της υποβληθείσας αίτησης, η διοίκηση δεν υποχρεούται να παραχωρήσει το δικαίωμα ακρόασης στον εκάστοτε αιτητή, αφού αρκέστηκε σε αντικειμενικά δεδομένα, τα οποία ήταν ενώπιον της, κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης.

 

  Κατά το στάδιο των προφορικών διευκρινίσεων, κατατέθηκαν και οι διοικητικοί φάκελοι της υπόθεσης, οι οποίοι σημειώθηκαν ως Τεκμήρια 1 μέχρι 4.

  Η δυνατότητα του Υπουργού Εσωτερικών να εγγράψει πρόσωπο, ως πολίτη της Δημοκρατίας, περιέχεται στις διατάξεις  του άρθρου 110 του Ν. 141(Ι)/2002, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο και παρατίθενται αυτούσιες:-

 «110.—(1) […]

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), ο Υπουργός μπορεί, όταν υποβληθεί αίτηση κατά τον καθορισμένο τρόπο και δοθεί διαβεβαίωση πίστεως στη Δημοκρατία στον τύπο ο οποίος καθορίζεται στο Δεύτερο Πίνακα, να μεριμνήσει για

την εγγραφή ως πολίτη της Δημοκρατίας, οιουδήποτε προσώπου, που είναι ενήλικο και πλήρους ικανότητας πρόσωπο και που ικανοποιεί τον Υπουργό ότι—

 

(α) Είναι ο/η σύζυγος ή ο χήρος ή η χήρα πολίτη της Δημοκρατίας ή, ήταν ο/η σύζυγος προσώπου το οποίο, αν δεν είχε αποβιώσει, θα είχε καταστεί ή θα είχε δικαίωμα να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας·

(β) διαμένει με το/τη σύζυγο του στην Κύπρο για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των τριών χρόνων·

(γ) είναι καλού χαρακτήρα· και

(δ) προτίθεται να εξακολουθήσει να διαμένει στη Δημοκρατία ή, ανάλογα με την περίπτωση, να διατελεί στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας ή στην εκπαιδευτική υπηρεσία της Δημοκρατίας ή στην Αστυνομική Δύναμη της Δημοκρατίας και μετά την εγγραφή του ως πολίτη της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι […]».[1]

 

  Η προσέγγιση της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με αιτήσεις για απόκτηση της ιδιότητας πολίτη της Δημοκρατίας, επαναλήφθηκε πολύ πρόσφατα από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην Ε.Δ.Δ. 116/2020, Hancer ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 10.4.2025, τονίζοντας τις γνώστες και πάγιες αρχές πως παρέχεται μεν δικαίωμα σε πρόσωπο να αιτηθεί την παραχώρηση Κυπριακής υπηκοότητας, χωρίς όμως να δημιουργείται υποχρέωση στο Κράτος να ικανοποιήσει το οποιοδήποτε υποβληθέν αίτημα.

 

  Όπως λέχθηκε στην Hancer (ανωτέρω), η παραχώρηση της ιδιότητας του Κύπριου πολίτη, αποτελεί διακριτική ευχέρεια της διοίκησης και έκφραση του κυριαρχικού δικαιώματος του Κράτους, δικαίωμα που είναι απόλυτο, με μόνη υποχώρηση στο δικαίωμα αυτό, να διέπεται από επίδειξη καλής πίστης (Mohamad v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 18, Δημοκρατία ν. Ζ.Μ. (2011) 3Α Α.Α.Δ. 20, Alyatim v. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 496, Ε.Δ.Δ. 119/20, Rahimzadeh v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 25.2.2025,

 

  Στην προκείμενη περίπτωση, η υποβληθείσα αίτηση απορρίφθηκε, καθότι, όπως διαπίστωσε η διοίκηση, δεν υπήρχε διαμονή με τον Κύπριο σύζυγο για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των τριών χρόνων.

 

  Από τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων και κυρίως από το Τεκμήριο 1, προκύπτει πως ο γάμος της αιτήτριας με τον Κύπριο  σύζυγό της τελέστηκε στις 22.3.2019. Ο έλεγχος της γνησιότητας του γάμου τους από το Γραφείο Διερεύνησης Γάμων της ΥΑΜ Λευκωσίας, έλαβε χώρα στις 5.1.2020 και η έκθεση υπεβλήθη ενώπιον του Διοικητή της ΥΑΜ, στις 26.2.2020. Η επίδικη αίτηση, υπεβλήθη στις 10.6.2022.

  Οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις, απαιτούν, ανάμεσα σε άλλα, όπως το πρόσωπο που αιτείται να εγγραφεί ως πολίτης της Δημοκρατίας, αντλώντας δικαίωμα εκ του γάμου του με Κύπριο πολίτη, να διαμένει στην Κύπρο, μαζί με τον Κύπριο πολίτη, για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των τριών χρόνων. Αυτό όφειλε η διοίκηση να εξετάσει, προκειμένου να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα σε σχέση με την απαίτηση αυτή. Εφόσον ο γάμος τελέστηκε τον Μάρτιο του 2019 και η αίτηση υπεβλήθη τον Ιούνιο του 2022, θα έπρεπε να αποδεικνύεται συνεχής διαμονή της αιτήτριας με τον Κύπριο σύζυγο, από την ίδια την τέλεση του γάμου τους, μέχρι και την υποβολή της αίτησης, λόγω ακριβώς της χρονικής εγγύτητας υποβολής της από τον γάμο. Συνεπώς, δεν συμμερίζομαι τις θέσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας πως ο έλεγχος που έλαβε χώρα στις 5.1.2020, απείχε πολύ χρονικά από την υποβολή της αίτησης ημερομηνίας 10.6.2022.

 

  Αυτό που θα πρέπει να τονιστεί είναι, πως για την εξέταση της αίτησης, δεν όφειλε η διοίκηση να καταλήξει σε συμπεράσματα περί ύπαρξης εικονικού γάμου, ή περί γνησιότητας του γάμου τους, αλλά να εξετάσει το κατά πόσον υπήρχε διαμονή της αιτήτριας με τον Κύπριο σύζυγο, για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των τριών χρόνων.

 

  Στο σημείωμα το οποίο τέθηκε υπόψιν του Υπουργού Εσωτερικών για λήψη απόφασης επί της αίτησης, γίνεται αναφορά σε μη επιβεβαίωση της αρμονικής συμβίωσης του ζεύγους, με παραπομπή στις σελιδώσεις 136 – 124 του Volume I, που είναι το Τεκμήριο 1 στην διαδικασία. Ανατρέχοντας στις αντίστοιχες σελιδώσεις, διαπιστώνω πως αυτές αφορούν τον επιτόπιο έλεγχο που πραγματοποιήθηκε στην δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής του ζεύγους, για σκοπούς ελέγχου της γνησιότητας του γάμου τους. Έχοντας υπόψη πως η διοίκηση όφειλε να εξετάσει το κατά πόσον το ζεύγος διαμένει μαζί, ουσιαστικά, εν προκειμένω, από την τέλεση του γάμου τους, θεωρώ εύλογη την προσπάθεια της διοίκησης να αντλήσει γνώση επί αυτού, από το αποτέλεσμα της επίσκεψης της ΥΑΜ Λευκωσίας. Εδώ, το ζητούμενο για την διοίκηση, δεν ήταν η ύπαρξη ή όχι εικονικού γάμου, έτσι ώστε να τηρηθεί η διαδικασία που προβλέπεται για την κήρυξη του γάμου ως τέτοιου ή και να συμπληρωθούν δεόντως όλες οι ενδείξεις που να είναι ικανές να προσδώσουν την ύπαρξη εικονικότητας του γάμου τους, ως αποτέλεσε εισήγηση της αιτήτριας, αλλά να αντληθεί πληροφόρηση για την συμβίωση του ζεύγους, από την τέλεση του γάμου μέχρι και την εξέταση της αίτησης.

 

  Εύλογα η διοίκηση άντλησε πληροφόρηση από την έκθεση της ΥΑΜ Λευκωσίας ημερομηνίας 26.2.2020, κατά τις σελιδώσεις 136-124 του Τεκμηρίου 1, αναφορά στις οποίες γίνεται στο σημείωμα επί της σελίδωσης 18 του Τεκμηρίου 2 που τέθηκε υπόψιν του Υπουργού Εσωτερικών.

 

  Από την προαναφερθείσα έκθεση, λήφθηκαν υπόψη στοιχεία που κατά την κρίση των καθ’ ων η αίτηση, καταδείκνυαν την μη ύπαρξη συμβίωσης. Γειτονικό πρόσωπο επί της κατοικίας η οποία δηλώθηκε ως συζυγική στέγη, ανέφερε πως η αιτήτρια διαμένει τα τελευταία χρόνια στην συγκεκριμένη οικία, μαζί άλλη ομοεθνή της, η οποία εντοπίστηκε στην κατοικία και το παραδέχθηκε. Παράλληλα, κατόπιν ελέγχου στην κατοικία, δεν εντοπίστηκαν προσωπικά αντικείμενα του Κύπριου.

 

  Λαμβανομένου υπόψη πως η διερεύνηση έπρεπε να αφορά το ζήτημα της συμβίωσης του ζεύγους και υπό το φως των προαναφερόμενων στοιχείων, διαπιστώνω πως η κατάληξη της διοίκησης, όπως αυτή αναφέρεται στο σημείωμα, με το οποίο συμφώνησε ο Υπουργός Εσωτερικών, υπήρξε εύλογη και ληφθείσα εντός της ευρείας διακριτικής εξουσίας του Υπουργού, χωρίς να εντοπίζεται οποιαδήποτε παράβαση της καλής πίστης.

 

  Η αιτιολογία επί της οποίας στηρίχθηκε η απόρριψη της αίτησης, περιέχεται εντός των στοιχείων του διοικητικού φακέλου, αναφορά επί των οποίων γίνεται στο σημείωμα που τέθηκε υπόψιν του Υπουργού Εσωτερικών, ενώ κρίνεται πως δεν απαιτείτο η κλήση της αιτήτριας να ακουστεί, αφού αφενός, η απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης, στηρίχθηκε επί αντικειμενικού δεδομένου που προέκυπτε από τον φάκελο, πως δεν πληρείτο η απαίτηση της παραγράφου 2(β) του άρθρου 110 του Νόμου και αφετέρου, δεν προνοείται εκ της σχετικής νομοθεσίας ρητά η παραχώρηση τέτοιου δικαιώματος, ενώ δεν ενέχει πειθαρχική φύση, ούτε συνιστά τιμωρία.

 

  Έχοντας κατά νου πως κανένας δεν έχει απόλυτο δικαίωμα να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας, παρά μόνον προσδοκία, εφόσον ικανοποιήσει τον Υπουργό Εσωτερικών ότι συντρέχουν στην περίπτωσή του, οι προϋποθέσεις του άρθρου 110(2), κάτι που η αιτήτρια απέτυχε να καταδείξει στην υπό εκδίκαση υπόθεση, καταλήγω πως νόμιμα και εντός των πλαισίων της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, ελήφθη η προσβαλλόμενη απορριπτική απόφαση.

 

  Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται με €2.000 έξοδα εναντίον της αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος. 

 

                                                       Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.



[1] Η έμφαση προστέθηκε από το Δικαστήριο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο