Ν. Ι. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ, Υπόθεση Αρ. 2/2014, 2/6/2025
print
Τίτλος:
Ν. Ι. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ, Υπόθεση Αρ. 2/2014, 2/6/2025

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

(Υπόθεση Αρ. 2/2014)

 

 2 Ιουνίου 2025

 

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                                Ν. Ι.                            

                                                                             Αιτητής

                                                  ΚΑΙ

         ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

 ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ

Καθ΄ ων  η Αίτηση

 

Σ. Σκορδής, για Σκορδής & Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Μ. Κοτσώνη (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Ο Αρχηγός Αστυνομίας, με επιστολή του προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων («ο Διευθυντής»), ημερομηνίας 16.9.2013, ενημέρωνε αυτόν ότι το ΤΑΕ Αρχηγείου Αστυνομίας διερευνούσε εναντίον συγκεκριμένων λειτουργών του Κέντρου Τεχνικού Ελέγχου Οχημάτων (ΚΕΜΟ) Λατσιών, περιλαμβανομένου του αιτητή, υπόθεση που αφορούσε σε ποινικά αδικήματα που είχαν λάβει χώρα μεταξύ της 18.9.2012 και 31.1.2013 και σχετίζονταν με τη διενέργεια τεχνικού ελέγχου επτά λεωφορείων δημόσιας χρήσης στο ΚΕΜΟ Λατσιών. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονταν στην επιστολή, οι εν λόγω λειτουργοί, ενώ θα έπρεπε, με βάση τα ευρήματά τους, να κρίνουν ακατάλληλα για οδική χρήση τα υπό αναφορά λεωφορεία, έκριναν αυτά κατάλληλα, εγκρίνοντας την έκδοση σχετικού πιστοποιητικού καταλληλότητας. Για τη συγκεκριμένη υπόθεση, ως περαιτέρω αναφερόταν στην επιστολή, σχηματίστηκε ανακριτικός φάκελος και δόθηκαν οδηγίες για την ποινική δίωξη των προαναφερθέντων λειτουργών.

 

Ο αιτητής ενημερώθηκε για τα πιο πάνω με σχετική, την επίδικη, επιστολή του Διευθυντή, ημερομηνίας 24.10.2013. Στην εν λόγω επιστολή περιεχόταν και η απόφαση του Διευθυντή να επιβάλει στον αιτητή υποχρεωτική απουσία από την εργασία του, μέχρι την τελική συμπλήρωση της υπόθεσής του, σύμφωνα με τον Κανονισμό 7(θ)(ii) και (iii) των Όρων Απασχόλησης Ωρομίσθιου Κυβερνητικού Προσωπικού (Πειθαρχικά Παραπτώματα-Ποινές), καθότι «[.] κατά τον τεχνικό έλεγχο επτά λεωφορείων δημόσιας χρήσης στο ΚΕΜΟ Λατσιών, ενώ θα έπρεπε, σύμφωνα με τα ευρήματά σας, να τα κρίνετε ακατάλληλα για οδική χρήση, εντούτοις εγκρίνατε την έκδοση πιστοποιητικού καταλληλότητας». Κατά τη διάρκεια της υποχρεωτικής απουσίας από την εργασία του, σύμφωνα πάντα με τα αναφερόμενα στην επιστολή του Διευθυντή, θα καταβαλλόταν στον αιτητή το ήμισυ των απολαβών του.

 

Αρχικά, ο αιτητής αντέδρασε δι’ επιστολής των δικηγόρων του προς τον Διευθυντή, ημερομηνίας 20.11.2013, μέσω της οποίας ζητούσε όπως αυτός απασχοληθεί σε άλλα καθήκοντα ή, σε περίπτωση που συνεχιστεί η υποχρεωτική απουσία από την εργασία του, να καταβάλλεται σε αυτόν το 70% του μισθού του. Εν συνεχεία, καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή, στις 3.1.2014. Είχε δε προηγηθεί και σχετική επιστολή των Γενικών Γραμματέων συντεχνιών προς τον Πρόεδρο της Μικτής Εργατικής Επιτροπής, ημερομηνίας 5.11.2013, δια της οποίας ζητούνταν «να ακυρωθεί η παράνομη και αντικανονική διαθεσιμότητα σε βάρος των ωρομισθίων».

 

Ακολούθησε επιστολή του Διευθυντή προς τον αιτητή, ημερομηνίας 13.1.2014, με την οποία ο αιτητής ενημερωνόταν για την άρση της προαναφερθείσας απόφασης του Διευθυντή. Επιπρόσθετα, με επιστολή του προς τον Διευθυντή Τμήματος Οδικών Μεταφορών, ημερομηνίας 13.1.2014, ο Διευθυντής ζητούσε από τον τελευταίο να μεριμνήσει όπως οι συγκεκριμένοι ωρομίσθιοι λειτουργοί, μεταξύ των οποίων και ο αιτητής, με την επάνοδό τους στην υπηρεσία, ασχοληθούν με άλλα καθήκοντα «και οπωσδήποτε με εργασία άλλη εκτός του ΚΕΜΟ Λατσιών». Ο αιτητής επέστρεψε στην εργασία του, «υπό διαμαρτυρία και με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων του», ως αναφέρεται και σε σχετική επιστολή των δικηγόρων του προς τον Διευθυντή, ημερομηνίας 8.5.2015. Στην ίδια επιστολή, η πλευρά του αιτητή προέβαλλε και το αίτημα καταβολής των μισθών και/ή του μέρους των μισθών και λοιπών ωφελημάτων του αιτητή, που του αποκόπηκε κατά το διάστημα που αυτός απουσίαζε υποχρεωτικά από την εργασία του. Η απάντηση του Διευθυντή επ’ αυτού ήταν αρνητική: σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται σε σχετική επιστολή του τελευταίου προς τους δικηγόρους του αιτητή, ημερομηνίας 9.6.2015, η αρχική απόφαση και αιτιολογία αυτής δεν αίρονται αναδρομικά και, συνεπώς, δεν μπορούσε να καταβληθεί στον αιτητή το μέρος του μισθού που του αποκόπηκε κατά το πιο πάνω διάστημα.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση ήγειραν δια του δικογράφου της ενστάσεώς τους και ανέπτυξαν εν συνεχεία δια της γραπτής τους αγόρευσης σειρά προδικαστικών ενστάσεων και συγκεκριμένα ότι η επίδικη απόφαση, ως αφορώσα ωρομίσθιο υπάλληλο, εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου, ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου, εφόσον υπήρξε άρση της προσβαλλόμενης απόφασης και, συνακόλουθα, ότι ο αιτητής στερείται του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος προς προώθηση της προσφυγής του.

 

Οι πιο πάνω προδικαστικές ενστάσεις συνάντησαν την αντίθεση των συνηγόρων του αιτητή, οι οποίοι, με εκ διαμέτρου αντίθετη αιτιολογία και επιχειρηματολογία, εισηγήθηκαν την απόρριψή τους λόγω έλλειψης ερείσματος.

 

Το Δικαστήριο τούτο, με απόφασή του ημερομηνίας 18.4.2018, απέρριψε τις προεκτεθείσες προδικαστικές ενστάσεις και, προχωρώντας στην εξέταση των λόγων ακύρωσης που είχαν προωθηθεί, ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας και ενδεχόμενης νομικής πλάνης, «εφόσον οι καθ’ ων η αίτηση φαίνεται να αγνόησαν και, εν πάση περιπτώσει, να εφάρμοσαν εσφαλμένα το περιεχόμενο του Κανονισμού 7(θ)(ii) των Όρων Απασχόλησης Ωρομίσθιου Κυβερνητικού Προσωπικού».

 

Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, με την απόφασή του ημερομηνίας 6.3.2024, ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση, καθότι έκρινε ότι «Ο λόγος έφεσης 1 - για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που προώθησαν οι Εφεσείοντες - γίνεται δεκτός, με επακόλουθο να μην χρειάζεται να επιληφθούμε των υπολοίπων λόγων έφεσης.». Με τον πρώτο λόγο έφεσης που είχε τεθεί ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, οι καθ’ ων η αίτηση προέβαλαν τη θέση ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε από το παρόν Δικαστήριο η πρώτη προδικαστική ένσταση, σύμφωνα με την οποία η επίδικη απόφαση εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου. Ειδικότερα, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάσισε τα εξής:

 

«Το Διοικητικό Δικαστήριο, ως συνάγεται από το σκεπτικό του, έκρινε ότι καταδείχθηκε η προειρημένη εξαίρεση στο Άρθρο 122 του Συντάγματος αφού ο Εφεσίβλητος εργαζόταν «για πολλά έτη ως ωρομίσθιος υπάλληλος στο ΤΟΜ» και πως κατά τους κρίσιμους χρόνους «κατείχε τη θέση Βοηθού Επιθεωρητή στο ΚΕΜΟ Λατσιών».

 

Ωστόσο, τα ευρήματα αυτά δεν αιτιολογήθηκαν επαρκώς, μήτε και τέθηκε ικανό υπόστρωμα ούτως ώστε η όποια αξιολόγηση προηγήθηκε αυτών, να μπορεί ευλόγως να κριθεί δικαστικώς.

 

Τα στοιχεία που τέθηκαν συναφώς στο Διοικητικό Δικαστήριο ήσαν ελλιπή.

 

Για παράδειγμα, δεν υπήρξε κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου για την ακριβή φύση των καθηκόντων του Εφεσίβλητου ως ωρομίσθιου εργάτη, τις συνθήκες και όρους πρόσληψης του, την ακριβή χρονική περίοδο της υπηρεσίας του (και το συνεχές της), αλλά και για τον τρόπο αμοιβής του, ώστε (μαζί με άλλες μεταβλητές), να είναι σε θέση να κρίνει, το ίδιο, δικαστικώς, την ιδιότητα του Εφεσίβλητου και συνακολούθως το εφικτό εφαρμογής της προαναφερθείσας συνταγματικής εξαίρεσης, με όλα τα ανάλογα συνεπόμενα.

 

Το Διοικητικό Δικαστήριο δεν έστρεψε την προσοχή σε αυτά.

 

Τούτο, εν αντιθέσει προς σταθερές νομολογιακές αρχές (Κωνσταντίνου και Άλλων ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 212, 217-219, Αριστοτέλους και Άλλου ν. Δήμου Κάτω Πολεμιδιών (2008) 3 Α.Α.Δ. 124, 128, Κωνσταντίνου και Άλλων ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 577, 584, Ψαράς ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 594, 599, Papakyriakou v The Health Services of Cyprus (1970) 3 C.L.R. 351, 354-355, Paschalidou v. Republic (1969) 3 C.L.R. 297, 300-301, Pantelidou v. Republic (1962-1963) 4 R.S.C.C. 101, 105, Ioannou and Others ν. Republic (1967) 3 C.L.R. 279, 285-286, Loizou and Another v. The Cyprus Inland Telecommunications Authority (1962-1963) 4 R.S.C.C. 48, 51).

 

Το Διοικητικό Δικαστήριο περιορίστηκε στον φραστικό προσδιορισμό της ιδιότητας του Εφεσίβλητου ως ωρομίσθιου, όπως και της παρουσιαζόμενης εργοδοτικής του θέσης, χωρίς να εξετάσει ως θέμα πραγματικού γεγονότος, και αξιολογικά, το βάσιμο ή όχι των προσδιορισμών, αλλά και όσων άλλων έπρεπε να συνεκτιμήσει για να καταλήξει σε ανάλογο συμπέρασμα.

 

Τα εξέλαβε ως δοσμένα, ενώ δεν ήταν, υπό την οπτική που είπαμε.

 

Το Διοικητικό Δικαστήριο δεν παρέθεσε επαρκή ή και καθόλου αιτιολογία όσα συνέθεσαν το έρεισμα εφαρμογής του Άρθρου 122 του Συντάγματος, ώστε, τελικώς, να κρίνει πειστικώς αν ο Εφεσίβλητος είχε την ιδιότητα του δημόσιου υπαλλήλου ή όχι, και κατ' επέκταση, αν υφίστατο δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου να δικάσει την Προσφυγή (Χατζηγεωργίου ν. Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, Ε.Δ.Δ. 151/18, ημ. 14.2.24).

 

Παρενθέτουμε, πως ο προσωπικός φάκελος του Εφεσίβλητου δεν κατατέθηκε ως τεκμήριο ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου - όπως λογικά θα αναμενόταν υπό τις συνθήκες και αιτήματα της περίπτωσης - δίχως κιόλας να παρέχεται και κάποια εξήγηση για την επιλογή των Εφεσειόντων να μην τον προσάγουν ή για την παράλειψη του Διοικητικού Δικαστηρίου να τον αναζητήσει (Dome Investments Limited v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας και Άλλου (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 741, 743-744). 

 

Αυτό, δεν βοήθησε το πρωτόδικο έργο επί της υπό ανάλυση πτυχής.

 

Απεναντίας, ίσως να το δυσχέρανε (Περικλέους ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 174, 176).

 

Πάντως, ουδείς των διαδίκων επιχείρησε, διά αιτήματος, έστω και κατά την ακρόαση της έφεσης, να καταθέσει, για ό,τι τούτο θα μπορούσε να αξίζει, τον προσωπικό φάκελο του Εφεσίβλητου.

 

Η κατ' αρχήν δυνατότητα υπήρχε (Westpark Ltd v. Δήμου Πάφου (Αρ. 1) (1997) 3 A.A.Δ. 63, 65).

 

Κάτι τελευταίο.

 

Το Διοικητικό Δικαστήριο αιτιολογώντας την απόφανση του για κατάταξη της περίπτωσης εντός του πεδίου του δημοσίου δικαίου (εξετάζοντας πάντα την πρώτη προδικαστική ένσταση), ενέταξε και το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση «... λήφθηκε, εκκρεμούσης της εναντίον του του ... ποινικής υπόθεσης, από διοικητικό όργανο, ήτοι τον Διευθυντή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας και με σκοπό, τουλάχιστον ως αναφέρεται στον προαναφερθέντα Κανονισμό επί του οποίου στηρίχθηκε η επίδικη απόφαση, την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος ...», και πως κατά συνέπεια «... δεν μπορώ να αντιληφθώ πως θα μπορούσε η εν λόγω πράξη να εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, ώστε να εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου του Δικαστηρίου τούτου ...».

 

Δεν ήταν όμως αυτό το κριτήριο για ικανοποίηση των προαναφερθεισών προνοιών του Άρθρου 122 του Συντάγματος.

 

Το Διοικητικό Δικαστήριο συγκατάλεξε στη συλλογιστική του κριτήριο ξένο προς τις αφορώσες συνταγματικές και νομολογιακές επιταγές, κρίνοντας, ανάμεσα σε άλλα, την ιδιότητα του Εφεσίβλητου από τη φύση της πράξης που εξεταζόταν εναντίον του και όχι από όσα μπορούσαν να προσδιορίσουν την ιδιότητα του αυτή καθαυτή κατά τις υπό αναφορά επιταγές.

 

Τούτο, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν ήταν σωστό.».

 

Ως εκ των πιο πάνω, διατάχθηκε η παραπομπή της υπόθεσης στο Δικαστήριο τούτο, «[.] για να αποφασιστεί, το ταχύτερο δυνατόν, το εκ του Άρθρου 122 του Συντάγματος προαναφερθέν θέμα, αφού ακουστούν περαιτέρω τα μέρη» και «Αναλόγως της απόφασης επ' αυτής της προβληματικής, το Διοικητικό Δικαστήριο να προχωρήσει (ή όχι) με τα κατά την κρίση του ζητήματα».

 

Δεδομένων των πιο πάνω, δόθηκε η δυνατότητα στους συνηγόρους των διαδίκων να επιχειρηματολογήσουν επί του συγκεκριμένου ζητήματος, καταχωρώντας προς τούτο συμπληρωματικές γραπτές αγορεύσεις και αναπτύσσοντας τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους κατά το στάδιο των διευκρινίσεων. Επιπρόσθετα δε, και υπό το φως των όσων το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο επεσήμανε, η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου σειρά διοικητικών φακέλων, υποδεικνύοντας τα περιεχόμενα σε αυτούς έγγραφα που είναι σχετικά με το υπό συζήτηση θέμα.

 

Αυτό λοιπόν που θα πρέπει να εξεταστεί είναι το κατά πόσον η απασχόληση του αιτητή, με όλα τα χαρακτηριστικά και ειδικότερα γνωρίσματα που την περιέβαλλαν, ενέπιπτε εντός του πεδίου εφαρμογής του Άρθρου 122 του Συντάγματος και δη της εκεί περιεχόμενης εξαίρεσης, σύμφωνα με την οποία στον όρο «δημόσια υπηρεσία» δεν περιλαμβάνεται η υπηρεσία εργατών «[.] εκτός εάν ούτοι απασχολώνται τακτικώς ως εργάται εις μόνιμα έργα της Δημοκρατίας ή οιουδήποτε εκ των ειρημένων νομικών προσώπων ή οργανισμών».

 

Στο Άρθρο 122, προβλέπονται τα εξής:

 

«O όρος «δημόσια θέσις ή αξίωμα» σημαίνει θέσιν ή αξίωμα εν τη δημόσια υπηρεσία.

 

O όρος «δημόσιος υπάλληλος» δηλοί τον κατέχοντα μονίμως ή προσωρινώς δημοσίαν θέσιν ή αξίωμα ή τον αναπληρούντα τον μόνιμον κάτοχον.

 

O όρος «δημόσια υπηρεσία» σημαίνει υπηρεσίαν υπαγομένην εις την Δημοκρατίαν, πλην της υπηρεσίας εν τω στρατώ ή εν τοις σώμασιν ασφαλείας της Δημοκρατίας και περιλαμβάνει υπηρεσίαν παρά τω Oργανισμώ Eσωτερικών Tηλεπικοινωνιών Kύπρου, τω Pαδιοφωνικώ Iδρύματι Kύπρου και τω Oργανισμώ Hλεκτρισμού Kύπρου και παρ’ οιωδήποτε ετέρω νομικώ προσώπω δημοσίου δικαίου ή παρ’ οιωδήποτε ετέρω οργανισμώ δημοσίου δικαίου άνευ νομικής προσωπικότητος, ιδρυομένοις προς το δημόσιον συμφέρον υπό νόμου, των οποίων τα κεφάλαια είτε παρέχονται είτε είναι ηγγυημένα υπό της Δημοκρατίας, εν ή δε περιπτώσει η επιχείρησις ασκείται αποκλειστικώς υπό τοιούτου νομικού προσώπου ή οργανισμού, εφ’ όσον η διοίκησις αυτού τελεί υπό τον έλεγχον της Δημοκρατίας. O εν αρχή όρος δεν περιλαμβάνει όμως υπηρεσίαν εις θέσιν ή αξίωμα ου ο διορισμός ή η πλήρωσις δυνάμει του Συντάγματος ενεργείται από κοινού υπό του Προέδρου και του Aντιπροέδρου της Δημοκρατίας, ουδέ υπηρεσίαν εργατών, εκτός εάν ούτοι απασχολώνται τακτικώς ως εργάται εις μόνιμα έργα της Δημοκρατίας ή οιουδήποτε εκ των ειρημένων νομικών προσώπων ή οργανισμών.».

 

Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι ο αιτητής από το έτος 1990, μέχρι και το έτος 2013, όταν και λήφθηκε η επίδικη απόφαση, εργαζόταν ως ωρομίσθιος υπάλληλος στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών (ΤΟΜ) του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων και κατείχε τη θέση Βοηθού Επιθεωρητή Οχημάτων, μισθολογική κλίμακα Ε8. Αυτό, εξάλλου, προκύπτει και από τους οικείους διοικητικούς φακέλους. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Κυανούν 40 του φακέλου που κατατέθηκε και σημειώθηκε ως «Τεκμήριο 4» κατά τις διευκρινίσεις, ο αιτητής τοποθετήθηκε στο ΤΟΜ στις 2.10.1990, στη θέση Βοηθού Επιθεωρητή Οχημάτων (σχετική είναι και η επιστολή του αιτητή προς τον Διευθυντή Οδικών Μεταφορών, ημερομηνίας 26.4.2002, σελίδωση αρ. 7 στον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε και σημειώθηκε ως «Τεκμήριο 5» κατά τις διευκρινίσεις).

 

Όπως επίσης προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα, ο αιτητής μαζί με άλλους 27 υποψηφίους, τοποθετήθηκε στο ΤΟΜ, ως πιο πάνω αναφέρεται, μετά από ειδική εκπαίδευση και εξετάσεις, στις οποίες πέτυχε. Αυτό προκύπτει από σχετικό Ενδοτμηματικό Σημείωμα προς τον Αν. Διευθυντή του ΤΟΜ (αρ. σελίδωσης 41-40 στον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε και σημειώθηκε ως «Τεκμήριο 4»), καθώς και από σχετική επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, ημερομηνίας 11.10.1990 και από τα πρακτικά συνεδρίας της Επιτροπής Επιλογής Μηχανοτεχνιτών Τμήματος ΗΜΥ, ημερομηνίας 17 και 18.9.1990 (αρ. σελίδωσης 39 και 35 αντίστοιχα στο εν λόγω «Τεκμήριο 4»). Σχετικά επί του θέματος των εξετάσεων στις οποίες πέτυχε ο αιτητής, είναι και τα Κυανά 74 και 71 του «Τεκμηρίου 2». Μετά δε την τοποθέτησή του στο ΤΟΜ, ο αιτητής, όπως και οι υπόλοιποι επιτυχόντες υποψήφιοι, από 1.1.1998, μεταφέρθηκαν επίσημα «[.] στο Άρθρο 334 «Ημερομίσθια» του Κεφαλαίου 21.12.2. «Τμήμα Οδικών Μεταφορών» του Τακτικού Προϋπολογισμού» (βλ. αρ. σελίδωσης 53, «Τεκμήριο 4»).

 

Βεβαίως, τα πιο πάνω δεν επαρκούν προκειμένου να απαντηθεί το εδώ εξεταζόμενο ζήτημα, αλλά παρέχουν μια πρώτη καθοδήγηση, υπό το φως βεβαίως και του λεκτικού της συνταγματικής διάταξης περί εργατών που «απασχολώνται τακτικώς ως εργάται εις μόνιμα έργα της Δημοκρατίας», αλλά και της επισήμανσης του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου περί «μεταβλητών» ή/και κριτηρίων που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να κριθεί η ιδιότητα του αιτητή. Σημειώνεται επιπρόσθετα, στο σημείο αυτό, και πέραν της χρονικής διάστασης του πράγματος, αλλά και της υπηρεσίας όπου απασχολείτο ο αιτητής από το έτος 1990 μέχρι το 2013, ότι αυτός, όπως προκύπτει από σχεδόν το σύνολο του σχετικού φακέλου («Τεκμήριο 2»), ήταν «τακτικός εργάτης»: αυτή η κατηγοριοποίηση αναφορικά με τον αιτητή, αναφέρεται σε όλα τα έντυπα/αιτήσεις που κάθε φορά αυτός υπέβαλλε για να του χορηγηθεί άδεια («ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΑΚΤΙΚΟΥΣ ΕΡΓΑΤΕΣ»).

 

Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, για να κριθεί εάν ένας θεωρείται τακτικός εργάτης, εν τη εννοία του Άρθρου 122 του Συντάγματος, λαμβάνονται αρκετοί παράγοντες υπόψη, μεταξύ των οποίων η διάρκεια της υπηρεσίας και η φύση των εκτελούμενων καθηκόντων (βλ. Doloros Loizou and Another v. C.I.T.A. 4 R.S.C.C. 48, 51). Στην Δημήτρης Κωνσταντίνου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 577, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εξετάζοντας το ζήτημα κατά πόσον η απασχόληση ενός εργάτη-ωρομίσθιου εντάσσεται στα πλαίσια σχέσης δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου, τόνισε ότι δεν τίθεται θέμα δεσμευτικού προηγούμενου ή κατηγοριοποίησης απασχόλησης, αφού στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση το θέμα είναι θέμα κρίσεως επί του συνόλου των γεγονότων που τη συνθέτουν, ούτε βεβαίως μπορεί να γίνεται λόγος για διάσταση στη νομολογία, επισημαίνοντας ότι-

 

«δεν είναι δυνατός ο προκαθορισμός της σημασίας οποιουδήποτε συγκεκριμένου στοιχείου για κάθε περίπτωση, αφού είναι ο ποικίλων συνδυασμός και η ποικίλουσα σημασία των στοιχείων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, εξεταζόμενη στο χρόνο της, που διαμορφώνει, στο τέλος της ημέρας, την καλή κρίση του δικαστηρίου ως προς την έτσι αναδυόμενη πραγματική φύση της απασχόλησης.

 

[.] Η διάρκεια και συνέχεια της εργοδότησης αφ' εαυτής δεν απαντούν το ερώτημα, ούτε είναι ταυτόσημες οι έννοιες "απασχολούνται τακτικώς" και "απασχολούνται συνεχώς και επί μακρό". Είναι η ίδια η φύση της απασχόλησης τους που ήταν το ζητούμενο.».

 

Συνεπώς, αυτό που θα πρέπει ακολούθως να εξεταστεί και να ληφθεί υπόψη, μαζί βεβαίως και με τα προαναφερθέντα, είναι τα καθήκοντα και/ή φύση των καθηκόντων του αιτητή καθ’ όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο ΤΟΜ, ως Βοηθού Επιθεωρητή Οχημάτων. Καθοδήγηση θα μπορούσε ενδεχομένως να αντληθεί από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας. Ωστόσο, σχέδιο υπηρεσίας στην περίπτωση του αιτητή δεν υπήρξε, σύμφωνα και με τα όσα η συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση ανέφερε κατά τις διευκρινίσεις. Παρέπεμψε όμως η κα Κοτσώνη σε άλλα σχέδια υπηρεσίας που αφορούν στη θέση Βοηθού Επιθεωρητή Οχημάτων, παρόλο που αυτά δεν βρίσκονταν σε ισχύ κατά το χρόνο τοποθέτησης του αιτητή στο ΤΟΜ: από τα εν λόγω σχέδια υπηρεσίας, προκύπτει η φύση των καθηκόντων που ασκούσε ο αιτητής. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το οικείο σχέδιο υπηρεσίας του 2004 (βλ. Κυανούν 147, «Τεκμήριο 6»), ο Βοηθός Τεχνικού Επιθεώρησης Μηχανοκινήτων Οχημάτων, υπό την επίβλεψη και καθοδήγηση του Επιθεωρητή, μεταξύ άλλων, βοηθά στον έλεγχο της εξωτερικής κατάστασης των οχημάτων, στην επιθεώρηση του κάτω μέρους του οχήματος, στον έλεγχο του φωτισμού του οχήματος καθώς και στα υπόλοιπα συστήματα χειρισμού του οχήματος, καθαρίζει και συντηρεί τα διάφορα μηχανήματα και εργαλεία του υποστατικού επιθεώρησης, συμπληρώνει έντυπα που απορρέουν από την επιθεώρηση των οχημάτων, βοηθά στην επιθεώρηση των ιδιωτικών συνεργείων τεχνικού ελέγχου οχημάτων και στον έλεγχο οχημάτων στο δρόμο, καθώς και στην είσπραξη των καθορισμένων τελών για την επιθεώρηση των οχημάτων, εκδίδοντας σχετική απόδειξη.

Παρόμοια καθήκοντα προβλέπονται και στο σχέδιο υπηρεσίας Βοηθού Επιθεωρητή Μηχανοκινήτων Οχημάτων του έτους 1999 (βλ. Κυανούν 164, «Τεκμήριο 4»), αλλά και σε παλαιότερο σχέδιο υπηρεσίας που είχε ετοιμαστεί κατά το έτος 1990 (Σχέδιο Μηχανοτεχνίτη Οχημάτων), το οποίο θα προωθείτο για να καλύψει τις περιπτώσεις ωρομίσθιων ως ο αιτητής, αλλά δεν ήταν σε ισχύ κατά τον χρόνο τοποθέτησης του αιτητή στο ΤΟΜ (Κυανούν 37 στο «Τεκμήριο 4»). Σχετική είναι και η επιστολή της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, ημερομηνίας 11.10.1990, στην οποία μάλιστα αναφέρεται ότι η κάλυψη της σχετικής δαπάνης θα συνέχιζε να γινόταν από το Τμήμα ΗΜΥ (Κυανούν 39, «Τεκμήριο 4»).  Περαιτέρω, άμεσα σχετική με τα καθήκοντα του αιτητή είναι και η Εγκύκλιος Αρ. 308, ημερομηνίας 3.2.2005 (Κυανούν 114Α «Τεκμήριο 6»), με τίτλο «Επιθεώρηση Μηχανοκινήτων Οχημάτων», σύμφωνα με την οποία, κάθε ωρομίσθιος τεχνίτης που απασχολείται στον Κλάδο Επιθεώρησης Οχημάτων, μεταξύ άλλων, «θα διεξάγει επιθεωρήσεις μηχανοκινήτων υπό την εποπτεία του υπεύθυνου της γραμμής επιθεώρησης Τεχνικού στα ΚΕΜΟ», ο δε έλεγχος του οχήματος που ανατίθεται στους ωρομίσθιους τεχνίτες, θα είναι υπό την ευθύνη τους.

 

Τα αμέσως πιο πάνω καταδεικνύουν, κατά την άποψή μου, την εκ μέρους του αιτητή συνεχή και/ή τακτική ενάσκηση καθηκόντων σε μόνιμο και θεμελιώδους σημασίας έργο της Δημοκρατίας, ήτοι στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών, αναφορικά με τον έλεγχο της ασφάλειας των μηχανοκινήτων οχημάτων. Ας σημειωθεί, επίσης, ότι τα εν λόγω καθήκοντα ασκούσε ο αιτητής αδιάλειπτα από το έτος 1990 και χωρίς την ανανέωση οποιασδήποτε σύμβασης εργασίας, εφόσον, και αυτό αποτελεί παραδεκτό γεγονός, ο αιτητής δεν προσλήφθηκε δυνάμει οποιασδήποτε σύμβασης ούτε και η εργασιακή του σχέση στο ΤΟΜ διέπετο από οποιοδήποτε συμβατικό κείμενο. Η δε τοποθέτησή του αιτητή στον συγκεκριμένο τομέα του ΤΟΜ μετά από εξετάσεις, καθώς και η συνεχής ενάσκηση των καθηκόντων Βοηθού Επιθεωρητή Μηχανοκινήτων Οχημάτων, μάλλον παραπέμπει σε καθεστώς μόνιμης απασχόλησης και/ή τακτικής εργασιακής απασχόλησης σε μόνιμο έργο της Δημοκρατίας.

 

Και βεβαίως, τα πιο πάνω δεν είναι άσχετα με τον λόγο επιβολής ποινής στον αιτητή, ο οποίος, προδήλως, συνδέεται άρρηκτα και ευθέως με την ενάσκηση των καθηκόντων του αιτητή, ούτως ώστε και αυτό να εμπίπτει εντός των παραμέτρων που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον χαρακτηρισμό της εργασίας και/ή της ιδιότητας του αιτητή. Δηλαδή, κρίθηκε από την αρμόδια αρχή ότι, ενώ ο αιτητής κατά τον τεχνικό έλεγχο επτά λεωφορείων δημόσιας χρήσης στο ΚΕΜΟ Λατσιών, θα έπρεπε, σύμφωνα με τα ευρήματά του, να τα κρίνει ακατάλληλα για οδική χρήση, εντούτοις αυτός ενέκρινε την έκδοση πιστοποιητικού καταλληλότητας. Η εν λόγω παράμετρος δεν είναι άσχετη με τις σχετικές επί του θέματος προαναφερθείσες συνταγματικές και νομολογιακές επιταγές, εφόσον συνδέεται άμεσα με την φύση των καθηκόντων του αιτητή και καθιστά την υπό του αιτητή παρεχόμενη υπηρεσία ως εμπίπτουσα στην εμβέλεια της υπό του Άρθρου 122 του Συντάγματος προβλεπόμενης έννοιας της «δημόσιας υπηρεσίας».

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, επιχειρηματολογώντας περί του αντιθέτου, αναφέρθηκε στο συντεχνιακό στοιχείο που περιβάλλει την περίπτωση του αιτητή και σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας που διέπουν την εργασία του ωρομίσθιου προσωπικού, περιλαμβανομένου και του αιτητή. Ωστόσο, όπως αναγνώρισε κατά το στάδιο των διευκρινίσεων η κα Κοτσώνη, μετά και από σχετική ερώτηση του παρόντος Δικαστηρίου, συλλογική ή/και ατομική σύμβαση εργασίας ουδέποτε υπήρξε στην περίπτωση του αιτητή, ούτε και οποιοδήποτε συμβόλαιο που να διέπει τους όρους εργασίας του. Οι δε επιστολές και/ή η ανάμειξη των συντεχνιών αναφορικά με την υπηρεσία των Βοηθών Επιθεωρητών, στις οποίες αναφέρθηκε ή/και με παρέπεμψε η κα Κοτσώνη (βλ. Κυανούν 112, «Τεκμήριο 6»), δεν μπορούν από μόνες τους να ανατρέψουν την γενικότερη εικόνα όπως διαμορφώνεται από τα προεκτεθέντα και η οποία συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι ο αιτητής ασκούσε «δημόσια υπηρεσία» εν τη εννοία της υπηρεσίας που ασκεί δημόσιος υπάλληλος. Ούτε και η αναφορά της συνηγόρου των καθ’ ων η αίτηση στην Δημοκρατία ν. Μάριου Γεωργίου, Ε.Δ.Δ. 34/20, ημερ. 24.1.2025, μπορεί να προσθέσει οτιδήποτε στην επιχειρηματολογία της, εφόσον σε εκείνη την περίπτωση, και σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει εν προκειμένω, όντως υπήρχε σύμβαση που καθόριζε τη σχέση μεταξύ του εκεί αιτητή και της Διοίκησης, «[.] η οποία βασίστηκε σε ιδιωτικού δικαίου κριτήρια».

 

Ως εκ των πιο πάνω, κρίνω ότι η υπό του αιτητή παρεχόμενη υπηρεσία ως Βοηθού Τεχνικού Επιθεώρησης Μηχανοκινήτων Οχημάτων στο ΤΟΜ, εμπίπτει στην εμβέλεια της υπό του Άρθρου 122 του Συντάγματος προβλεπόμενης έννοιας της «δημόσιας υπηρεσίας» και στην εκεί προβλεπόμενη εξαίρεση σε σχέση με τους εργάτες. Συνεπώς, διατηρώ την αρχική μου θέση ότι η προσβαλλόμενη πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.

 

Ως προς τα λοιπά, υιοθετώ τα όσα έχω κρίνει με την απόφασή μου ημερομηνίας 18.4.2018.

 

Ειδικότερα, κρίνω ότι και η δεύτερη προδικαστική ένσταση, δια της οποίας οι καθ’ ων η αίτηση προέβαλαν ότι η προσφυγή υπόκειται σε απόρριψη ως έχουσα απωλέσει το αντικείμενό της, είναι αβάσιμη και θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Κατά πάγια νομολογία, η δίκη καταργείται όταν, μετά την καταχώρηση της προσφυγής, επέλθουν ορισμένα γεγονότα, ούτως ώστε το αντικείμενό της πλέον να εξαφανίζεται. Αυτό συμβαίνει όταν, για παράδειγμα, εκδίδεται νέα εκτελεστή διοικητική απόφαση για το ίδιο ζήτημα, οπότε η προηγηθείσα διοικητική πράξη αποβάλλει το αντικείμενο της (βλ. Pavlonapa Enterprises Ltd v. Κ.Ο.Τ. (1993) 4 Α.Α.Δ.), όταν η προσβαλλόμενη πράξη ανακαλείται και εκδίδεται νέα που ικανοποιεί τον αιτητή (βλ. Κουτσούδης ν. Δήμου Λάρνακας (2006) 4 Α.Α.Δ.) ή όταν τα θέματα της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας απώλεσαν το αντικείμενο τους, ώστε με τη  συνέχιση της διαδικασίας να μην εξυπηρετείται οποιοσδήποτε πρακτικός σκοπός (βλ. Μαίρη Ζηντίλη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 509/2013, ημερ. 26.5.2015, ECLI:CY:AD:2015:D372 και Κυπριακό Συνδικάτο Τούρκων Δασκάλων Δημοτικής κ.ά. ν. Γενικής Εισαγγελίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 310).

 

Περαιτέρω, είναι καλά νομολογημένο ότι ένας αιτητής, σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, θα πρέπει να έχει έννομο συμφέρον σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, ήτοι κατά την παραγωγή της διοικητικής πράξης, την κατάθεση της αίτησης ακυρώσεως και το στάδιο συζήτησης της υπόθεσης (βλ. The Onisi Ltd v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 202Α/2010 ημερ. 13.2.2017, Παπαθεοδώρου κ.α. ν. Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Α.Ε. 99/12, ημερ. 16.10.2018, και  Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 12η έκδ. Τόμος ΙΙ, σελ. 86, παρ. 459). Το έννομο συμφέρον μπορεί να εκλείψει όταν η προσβαλλόμενη πράξη ανακλήθηκε, ακυρώθηκε, καταργήθηκε ή  έληξε χρονικά, εάν δε εξέλιπε μετά την καταχώρηση της προσφυγής και πριν από τη συζήτηση, η δίκη καταργείται λόγω έλλειψης αντικειμένου. 

 

Η συνέχιση της δίκης, κατά πάγια επίσης νομολογία, επιτρέπεται μόνο όταν παραμένει κατάλοιπο ζημιάς από την ανακληθείσα ή ακυρωθείσα πράξη. Θα πρέπει δηλαδή να έχει παραμείνει ζημιά, την οποία και ο αιτητής θα πρέπει να αποδείξει, ώστε να μπορέσει να ενεργοποιήσει την πρόνοια του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία η αξίωση αποζημίωσης προϋποθέτει ακυρωτική απόφαση της προσβαλλόμενης πράξης από το Δικαστήριο, κάτω από την παράγραφο 4 του ιδίου Άρθρου (βλ. Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 973, Στράκκα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643 και Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 33). Η μη δυνατότητα προώθησης προσφυγής λόγω κατάργησης της δίκης οφείλεται στο ότι εξαφανίζεται το αντικείμενό της, ώστε να μην εξυπηρετείται πλέον σκοπός με την εκδίκασή της, εκτός και εάν παραμένει οποιαδήποτε ζημία. Τότε μόνο είναι παραδεκτή η συνέχισή της. Για να πετύχει δε η εισήγηση για πρόκληση ζημίας, ο αιτητής θα πρέπει να δώσει πειστική απόδειξη για την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως ζημίας (βλ. Epco (Cyprus) Ltd v. Municipal Committee of Nicosia (1965) 3 C.L.R. 416, 422). Εάν αποδειχθεί ότι ο αιτητής έχει υποστεί ζημία από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη, η δίκη δεν καταργείται (βλ. Royal Ris Ltd v. Δήμου Λάρνακας (2001) 4 Α.Α.Δ. 1103, Hapeshis v. Republic (1979) 3 C.L.R. 550 και Christodoulides v. Republic (1978) 3 C.L.R. 193). Όπως έχει λεχθεί χαρακτηριστικά στην Γιώργος Νεοκλέους κ.α., ανωτέρω, σε σχέση με το υπό συζήτηση θέμα-

 

«Για να δυνηθεί ο αιτητής να καταφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο, θα πρέπει προηγουμένως να πετύχει την ακύρωση της διοικητικής πράξης. Αλλά για το επιτύχει αυτό στις περιπτώσεις όπου το αντικείμενο έχει στο μεταξύ εξαφανιστεί ή αλλοιωθεί λόγω κατάργησης ή ανάκλησης της διοικητικής πράξης, θα πρέπει να πείσει το αναθεωρητικό Δικαστήριο ότι η εκδίκαση της προσφυγής δεν συνεχίζεται επί ματαίω, αλλά λόγω του ότι έχουν όντως προκύψει τέτοιες ζημιογόνες συνέπειες, οι οποίες έστω και εκ πρώτης όψεως, παρουσιάζονται υπαρκτές και δεδομένες. Και αυτό εναπόκειται στον αιτητή να το δείξει με κατάλληλη και ανάλογη αναφορά σε δεδομένα και στοιχεία υποστηρικτικά της θέσης του. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι και δεν μπορεί να είναι θεωρητική, αλλά πραγματική. Το κατάλοιπο της συνέπειας της έκδοσης της διοικητικής πράξης είναι αναγκαίο να διαφανεί ως παράγωγο δυσμενών αποτελεσμάτων στο διοικούμενο, έστω και εκ πρώτης όψεως (Αφρόκηπος Λτδ ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 281 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 242-243).  Εφόσον εκ πρώτης όψεως διαφανεί αυτή η συνέπεια, τότε η έκταση της ζημιάς αποφασίζεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο.».

 

Εν προκειμένω, παρατηρώ ότι ειδικά στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως, αλλά και στη γραπτή του αγόρευση, ο συνήγορος για τον αιτητή εξειδικεύει μέσα από τους ισχυρισμούς του, σε βαθμό εν πάση περιπτώσει που να ικανοποιεί την υπό της ανωτέρω νομολογίας απαιτούμενη στοιχειοθέτηση εκ πρώτης όψεως ζημίας, την οικονομική ζημία που υπέστη κατά τη διάρκεια της υποχρεωτικής απουσίας του από την εργασία, η οποία συνίσταται στο γεγονός ότι καθ’ όλο το  συγκεκριμένο διάστημα αυτός ελάμβανε μέρος, και ειδικότερα το ήμισυ, των μηνιαίων απολαβών του. Αυτό αναφέρεται άλλωστε και στην ίδια την επίδικη απόφαση, η οποία λήφθηκε και στη βάση του Κανονισμού 7(θ)(iii)[1], και η οποία, σύμφωνα με τους καθ’ ων η αίτηση και την απάντηση που αυτοί έδωσαν στον αιτητή δια της προαναφερθείσας επιστολής τους ημερομηνίας 9.6.2015, δεν ήρθη αναδρομικά και, συνεπώς, δεν μπορούσε να καταβληθεί στον αιτητή, το μέρος του μισθού που του αποκόπηκε κατά το πιο πάνω διάστημα. Με αυτά τα δεδομένα, δεν μπορεί να αποκλειστεί η ύπαρξη ζημιογόνων συνεπειών για τον αιτητή, οι οποίες έστω και εκ πρώτης όψεως, παρουσιάζονται υπαρκτές και δεδομένες.

 

Κατά συνέπεια, και η δεύτερη προδικαστική ένσταση απορρίπτεται ως αβάσιμη, ενώ, ενόψει ακριβώς των πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν τίθεται ζήτημα έλλειψης εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του αιτητή προς προώθηση της παρούσας προσφυγής και, συνακόλουθα, προχωρώ στην εξέταση των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης.

 

Εγείρεται εν πρώτοις ζήτημα ελαττωματικής αιτιολογίας και/ή ανεπαρκούς αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης. Επ’ αυτού, ο συνήγορος του αιτητή προβάλλει ότι η δοθείσα αιτιολογία υπήρξε γενική και αόριστη και οι καθ’ ων η αίτηση αρκέστηκαν σε απλή αναφορά της διερεύνησης της Αστυνομίας και τη δημιουργία ανακριτικού φακέλου, χωρίς οποιαδήποτε άλλη αιτιολόγηση της απόφασής τους. Όφειλαν οι καθ’ ων η αίτηση, συνεχίζει ο κ. Σκορδής, να δικαιολογήσουν την προσβαλλόμενη απόφαση με βάση το δημόσιο συμφέρον, ως επιτάσσει ο Κανονισμός δυνάμει του οποίου η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε, κάτι ωστόσο που δεν έπραξαν. Συνακόλουθα, συνεχίζει, είναι εμφανής και η νομική πλάνη των καθ’ ων η αίτηση κατά τη λήψη της απόφασής τους.

 

Ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Έχει ήδη αναφερθεί πιο πάνω ότι η επίδικη απόφαση εκδόθηκε δυνάμει του Κανονισμού 7(θ)(ii) των Όρων Απασχόλησης Ωρομίσθιου Κυβερνητικού Προσωπικού, σύμφωνα με τον οποίο-

 

«Αν μετά το τέλος της έρευνας αποφασιστεί η ποινική ή η πειθαρχική δίωξη του ωρομίσθιου, η αρμόδια αρχή μπορεί, αν το δημόσιο συμφέρον το απαιτεί, να επιβάλει στον ωρομίσθιο υποχρεωτική απουσία από την εργασία του, μέχρι την τελική συμπλήρωση της υπόθεσης».

 

Από την πιο πάνω διάταξη, είναι πρόδηλο ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας αρχής, εν προκειμένω στο Διευθυντή, να αποφασίσει κατά πόσον θα επιβάλει στον ωρομίσθιο υποχρεωτική απουσία από την εργασία του, εφόσον βεβαίως αυτό απαιτείται από το δημόσιο συμφέρον. Είναι δε αυτονόητο ότι, εφόσον η αρμόδια αρχή αποφασίσει να ασκήσει την εξουσία της αυτή, θα πρέπει να αιτιολογήσει την απόφασή της, εκθέτοντας τους λόγους δημοσίου συμφέροντος που, σύμφωνα με τον εν λόγω Κανονισμό, επιτάσσουν να επιβληθεί στον ωρομίσθιο υποχρεωτική απουσία από την εργασία του.

 

Ωστόσο, εξετάζοντας την επίδικη απόφαση, ως αυτή περιέχεται στην επιστολή του Διευθυντή προς τον αιτητή, ημερομηνίας 24.10.2013, διαπιστώνω ότι όχι μόνο δεν εξειδικεύεται οποιοσδήποτε λόγος δημοσίου συμφέροντος που επέτασσε να επιβληθεί στον αιτητή η υποχρεωτική απουσία από την εργασία του έως την ολοκλήρωση της υπόθεσής του, αλλ’ ούτε καν αναφορά σε οποιοδήποτε τέτοιο λόγο δεν γίνεται, με αποτέλεσμα εύλογα να τίθεται ζήτημα αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Γίνεται βεβαίως αναφορά στην εν λόγω απόφαση σε εκκρεμούσα ποινική υπόθεση εναντίον του αιτητή, ωστόσο αυτή η αναφορά από μόνη της και χωρίς ρητή διασύνδεσή της με την υπό του εν λόγω Κανονισμού απαιτούμενη προϋπόθεση, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά λόγο δημοσίου συμφέροντος, πόσω  δε μάλλον εξειδίκευση οποιουδήποτε λόγου δημοσίου συμφέροντος, ως απαιτείται εν προκειμένω, ούτως ώστε να μπορεί αυτή να αποτελέσει επαρκές νομιμοποιητικό έρεισμα της προσβαλλόμενης απόφασης. Όφειλαν οι καθ’ ων η αίτηση, από τη στιγμή που ενεργούσαν κατ’ ενάσκηση της διακριτικής τους εξουσίας, να εξειδικεύσουν ποιοι ήσαν οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επέβαλλαν τη λήψη της επίδικης απόφασης, προκειμένου να καθίσταται εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου.

 

Περαιτέρω, παρατηρώ ότι ούτε από τα περιεχόμενα στην ένσταση έγγραφα, αλλ’ ούτε και από οποιοδήποτε σημείο του διοικητικού φακέλου προκύπτει οποιαδήποτε ανάλυση ή, έστω στοιχειώδης, αναφορά ως προς το ζήτημα τούτο: ήτοι τους λόγους δημοσίου συμφέροντος που επέβαλλαν τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Από πουθενά δεν προκύπτει οποιαδήποτε αιτιολόγηση ή αναφορά επί του υπό συζήτηση θέματος, που θα μπορούσε να βοηθήσει το Δικαστήριο τούτο να αντιληφθεί τους λόγους που οι καθ’ ων η αίτηση άσκησαν τη διακριτική τους εξουσία προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Ούτε βεβαίως και συνιστά έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου και ο προσδιορισμός της σημασίας τους, προκειμένου να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου, παρά την αόριστη και/ή ελλιπή αιτιολογία της, ήταν λογικά εφικτή (Κ.A. Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, ΕΔΔ αρ.189/19, ημερ. 10.12.2020, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145). Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ι.Γ.Μακρή Κτηματική Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 56, τονίστηκε ότι το όποιο κενό στην αιτιολόγηση της απόφασης της Διοίκησης, δεν μπορεί να πληρωθεί με την πρωτογενή αξιολόγηση των ενώπιον των αρχών στοιχείων από το ίδιο το Δικαστήριο και ότι «συνιστά σφάλμα για το Δικαστήριο να αξιολογήσει τα γεγονότα για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν, παρά την αόριστη ή ελλιπή αιτιολογία, λογικά εφικτή».

 

Ενόψει των πιο πάνω λοιπόν, διαπιστώνεται εν προκειμένω κενό αιτιολογίας, που καθιστά τρωτή την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 28(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/1999), «η  αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης». Θα πρέπει να περιέχονται σε αυτήν τα συγκεκριμένα στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε η ουσιαστική κρίση της Διοίκησης, να παρατίθενται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που αποτέλεσαν το έρεισμα της διοικητικής απόφασης, ως και τα κριτήρια βάσει των οποίων η Διοίκηση άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια, ούτως ώστε και καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΔΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023). Αντίθετα, αιτιολογία που διατυπώνεται κατά τρόπο γενικό και, εν πάση περιπτώσει, ασαφή, ούτως ώστε να μην προκύπτει στη βάση ποιων στοιχείων διαμορφώθηκε η κρίση της Διοίκησης, είναι αόριστη και ελλιπής, εφόσον το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του συγκεκριμένα και απαραίτητα στοιχεία, επιδεκτικά δικαστικής εκτίμησης και άσκησης δικαστικού ελέγχου (Χρίστος Πετρώνδας ν. Δημοκρατίας (1969) 3 Α.Α.Δ. 214, Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1348).

 

Καταλήγω λοιπόν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει ως μη επαρκώς  και/ή δεόντως αιτιολογημένη, ενώ και το ενδεχόμενο νομικής πλάνης δεν μπορεί να αποκλειστεί, εφόσον οι καθ’ ων η αίτηση φαίνεται να αγνόησαν και, εν πάση περιπτώσει, να εφάρμοσαν εσφαλμένα το περιεχόμενο του Κανονισμού 7(θ)(ii) των Όρων Απασχόλησης Ωρομίσθιου Κυβερνητικού Προσωπικού.

 

Με τις πιο πάνω διαπιστώσεις σφραγίζεται η τύχη της υπό κρίση προσφυγής και παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2000 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.

 

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.



[1] Σύμφωνα με την συγκεκριμένη διάταξη, τα ωφελήματα του ωρομισθίου αναστέλλονται κατά τη διάρκεια της περιόδου της υποχρεωτικής απουσίας του από την εργασία.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο