Δ. Μ. ν. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΩΣ Ο ΚΑΤΑ ΝΟΜΟΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, Υπόθεση Αρ. 2075/2022, 2/6/2025
print
Τίτλος:
Δ. Μ. ν. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΩΣ Ο ΚΑΤΑ ΝΟΜΟΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, Υπόθεση Αρ. 2075/2022, 2/6/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                       

(Υπόθεση Αρ. 2075/2022 (i-Justice))

 

  2 Ιουνίου 2025

 

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                       Δ. Μ.                                                                                                               Αιτητής

                                                  ΚΑΙ

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΩΣ Ο ΚΑΤΑ ΝΟΜΟΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

 

 

Καθ’ ου  η Αίτηση

 

Ε. Νικολάου (κα), για Κώστα Π. Χ’’ Κωστή, για Αιτητή

Π. Βασιλείου, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ου η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο αιτητής ζητεί-

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη ή/και απόφαση του Καθ’ ου η Αίτηση ημερομηνίας 02 Σεπτεμβρίου 2022 η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 19/09/2022 σύμφωνα με την οποία ο Καθ’ ου η Αίτηση θεωρεί ότι το ποσό των €8.529,19 που πληρώθηκε στον Αιτητή ως επίδομα σωματικής βλάβης πληρώθηκε αντικανονικά είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος».

 

Ο αιτητής, στις 17.2.1997, υπέβαλε αίτηση στο Υπουργείο Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων («το Υπουργείο») για επίδομα σωματικής βλάβης, λόγω εργατικού ατυχήματος που είχε συμβεί στις 17.2.1997. Έλαβε δε πληρωμή για το διάστημα από 17.2.1997 μέχρι και 16.2.1998.  

 

Στις 17.2.1998, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για Παροχή λόγω Αναπηρίας. Στο πλαίσιο εξέτασης της εν λόγω αίτησης, ο αιτητής εξετάστηκε από αρμόδιο Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΥΚΑ), στις 28.5.1998 και 10.6.1999. Το Ιατρικό Συμβούλιο υπολόγισε τον προσωρινό βαθμό αναπηρίας του αιτητή σε ποσοστό 31%.

 

Στις 8.6.2020, ο αιτητής επανεξετάστηκε από αρμόδιο Ιατρικό Συμβούλιο των ΥΚΑ, το οποίο και υπολόγισε τον οριστικό βαθμό αναπηρίας του αιτητή σε ποσοστό 32%. Από 17.2.1998, ο αιτητής λάμβανε σύνταξη αναπηρίας ύψους €333,56 μηνιαίως (κατά τον τελευταίο μήνα καταβολής του).

 

Από 8.9.2019, ο αιτητής θεμελίωσε δικαίωμα σε θεσμοθετημένη σύνταξη, ύψους €926,26 μηνιαίως, με αποτέλεσμα να τερματιστεί η προς αυτόν καταβολή της σύνταξης αναπηρίας από 1.10.2019, σύμφωνα με το άρθρο 65(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου (Ν.59(Ι)/2020), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, καθότι, σύμφωνα πάντα με τους καθ’ ων η αίτηση, ο αιτητής θεμελίωνε πλέον δικαίωμα σε θεσμοθετημένη σύνταξη σε μεγαλύτερο ύψος  από 8.9.2019. Ενημερώθηκε δε ο αιτητής σχετικώς δι’ επιστολής των ΥΚΑ, ημερομηνίας 29.11.2021. Δια της ίδιας επιστολής, ζητήθηκε από τον αιτητή η επιστροφή του ποσού των €8529,19 που, σύμφωνα με τους καθ’ ων η αίτηση, αφορούσε την περίοδο από 1.10.2019 μέχρι 31.10.2021, για την οποία αντικανονικά καταβλήθηκε σε αυτόν σύνταξη αναπηρίας, διότι εξασφάλιζε ήδη ο αιτητής θεσμοθετημένη σύνταξη σε μεγαλύτερο ύψος.

 

Ο αιτητής αντέδρασε και απέστειλε μέσω των δικηγόρων του επιστολή προς τον Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων («ο Υπουργός»), ημερομηνίας 14.12.2021, δια της οποίας εξέφραζε την ένσταση και/ή την αντίθεσή του στα πιο πάνω, τονίζοντας ότι αυτός ουδέποτε «[.] υπέβαλε αίτηση και/ή εξασφάλισε θεσμοθετημένη σύνταξη από τις 8/9/2019».

 

Οι καθ’ ων η αίτηση απάντησαν στους δικηγόρους του αιτητή δια της επιστολής τους ημερομηνίας 2.9.2022, όπου και περιέχεται η επίδικη απόφαση. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην εν λόγω επιστολή-

 

«2. Σύμφωνα με το άρθρο 65(1) του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, «όταν ένα πρόσωπο θεμελιώνει ταυτόχρονα δικαίωμα για δύο ή περισσότερες περιοδικές παροχές με βάση τη δική του ασφάλιση δυνάμει του παρόντος Νόμου, δικαιούται μόνο την παροχή που καταβάλλεται στο μεγαλύτερο ύψος...»

 

3.   Στον κ. Μαυρομούστακο καταβαλλόταν Σύνταξη Αναπηρίας σε ποσοστά 32% και ύψος σύνταξης €333,86 μηνιαίως. Από την 01/10/2019 θεμελίωσε δικαίωμα σε Θεσμοθετημένη Σύνταξη σε ύψος €923,26 μηνιαίως.

 

4.   Εν' όψει των πιο πάνω η Σύνταξη Αναπηρίας που του καταβαλλόταν τερματίστηκε από την 01/10/2019 διότι θεμελίωνε δικαίωμα σε Θεσμοθετημένη σύνταξη σε μεγαλύτερο ύψος από τις 08/09/2019 σύμφωνα με το άρθρο 65(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου.

 

5.   Ως εκ τούτου, από τον κ. Μαυρομούστακο ορθά ζητήθηκε να επιστρέψει το ποσό των €8529,19 το οποίο όπως του γνωστοποιήθηκε αφορούσε την περίοδο 01/10/2019 μέχρι 31/10/2021 για την οποία αντικανονικά του καταβλήθηκε Σύνταξη Αναπηρίας διότι εξασφάλιζε Θεσμοθετημένη Σύνταξη σε μεγαλύτερο ύψος.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 65(1) δεν θα ήταν εφικτό να συνεχιστεί η καταβολή της Σύνταξης Αναπηρίας μετά την συμπλήρωση του 63ου έτους ηλικίας παρόλο που ο ίδιος επέλεξε να του καταβληθεί Θεσμοθετημένη Σύνταξη από τις 08/09/2021, δηλαδή με την συμπλήρωση του 65ου έτους ηλικίας.».

 

Κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή στις 23.11.2022.

 

Με βάση τις πιο πάνω ημερομηνίες, προκύπτει ευθέως ζήτημα εκπρόθεσμης καταχώρησης της προσφυγής, το οποίο οι καθ’ ων η αίτηση ήγειραν προδικαστικώς και προώθησαν δια της γραπτής τους αγόρευσης. Η πλευρά του αιτητή, η οποία δεν καταχώρησε απαντητική αγόρευση, δεν απάντησε επί του συγκεκριμένου ζητήματος: περιορίστηκε στον ισχυρισμό που περιέχεται στο αιτητικό της προσφυγής, ότι δηλαδή ο αιτητής έλαβε γνώση της επίδικης απόφασης στις 19.9.2022. Ας σημειωθεί περαιτέρω ότι το παρόν Δικαστήριο έθεσε το ζήτημα αυτό στους συνηγόρους των διαδίκων κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, προκειμένου να έχει τη θέση τους επ’ αυτού και η συνήγορος για τον αιτητή δεν επιχειρηματολόγησε υπέρ της εμπρόθεσμης καταχώρησης της προσφυγής, παρά μόνον παρέπεμψε ουσιαστικά στον προαναφερθέντα, περιεχόμενο στο αιτητικό της προσφυγής, ισχυρισμό.

 

Το ζήτημα της προθεσμίας των 75 ημερών που θέτει το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος προς καταχώρηση της αίτησης ακυρώσεως, είναι τόσο σημαντικό, που το Δικαστήριο έχει εξουσία να το εξετάσει και αυτεπάγγελτα (Αθηνά Τουμάζου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 345/2003, ημερ. 14.6.2004, L΄Union Nationale (Tourism and Sea Resort) Ltd ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος (1998) 3 Α.Α.Δ. 513, Γ.Γ. ν. Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Υποθ. Αρ. 1463/2021, ημερ. 19.11.2024).

 

Η εξέταση του εν λόγω ζητήματος προέχει της εξέτασης οποιουδήποτε άλλου ισχυρισμού, εφόσον, αν η προσφυγή όντως κριθεί εκπρόθεσμη, τότε οποιοσδήποτε άλλος εγειρόμενος ισχυρισμός και προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης, παύει να έχει οποιαδήποτε σημασία, ως λογικά ακολουθών το εμπρόθεσμο της προσφυγής (βλ. Μιχάλης Χάλιου ν. Της Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 435/2008, ημερ. 5.3.2010 και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις Κ.Ν. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1609/2021, ημερ. 23.1.2025, Α.Μ. ν. Τμήμα Μετανάστευσης, Υποθ. Αρ. 137/2022, ημερ. 5.12.2024, Ιωαννίδου ν. Υπουργείου Οικονομικών, Υποθ. Αρ. 1315/2018, ημερ. 18.2.2022, Παπαγεωργίου ν. Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Υποθ. Αρ. 186/2017, ημερ. 23.12.2020 και CHRISTOS M. CHARALAMBOUS DEVELOPERS LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1429/2016, ημερ. 14.2.2020).

 

Κατά πάγια νομολογία, η προθεσμία των 75 ημερών  πρέπει να τηρείται αυστηρά, αποτελούσα ζήτημα δημοσίας τάξεως, είναι δε αυτή ανατρεπτική, ώστε η μη καταχώρηση της αιτήσεως ακυρώσεως εντός του επιτρεπόμενου χρόνου, να την καθιστά απαράδεκτη (Potamitis v. Water Board of Limassol (1985) 3 C.L.R. 260, Τάκη ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 4, Γανωματής ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 133). Κατά κανόνα, προσφυγές που καταχωρούνται εκτός της προβλεπόμενης από το Σύνταγμα προθεσμίας των 75  ημερών, είναι απαράδεκτες και θα πρέπει να απορρίπτονται. Σε περιπτώσεις δε όπως η υπό εξέταση, η προθεσμία αρχίζει από την ημέρα που η επίδικη απόφαση περιέρχεται εις γνώση του διοικούμενου.

 

Ως εκ των πιο πάνω, πριν από την εξέταση οποιουδήποτε λόγου ακύρωσης, θα εξεταστεί ως ζήτημα λογικής προτεραιότητας, αλλά και λόγω της εγγενούς σπουδαιότητάς της, το ζήτημα του εκπροθέσμου ή μη της καταχώρησης της υπό κρίση προσφυγής. Θετική δε διαπίστωση επί του θέματος, οδηγεί άνευ ετέρου την παρούσα σε απόρριψη ως απαράδεκτη.

 

Εν προκειμένω, παρατηρώ ότι η υπό εξέταση προσφυγή καταχωρήθηκε στις 23.11.2022, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση εστάλη στους δικηγόρους του αιτητή δι’ επιστολής των ΥΚΑ, ημερομηνίας 2.9.2022, η οποία βρίσκεται καταχωρημένη στον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε κατά τις διευκρινίσεις. Η επιστολή εστάλη στους δικηγόρους του αιτητή, οι οποίοι βεβαίως ενεργούσαν εκ  μέρους του αιτητή, εις απάντηση στην προηγηθείσα ιεραρχική προσφυγή τους, ημερομηνίας 14.12.2021. Στην Miglena Varbanova Kalyova κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 61 12015, ημερ. 8.5.2015, τονίστηκε εκ νέου ότι κοινοποίηση της απόφασης προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή πληρεξούσιο αντιπρόσωπο ενός αιτητή, αποτελεί κοινοποίηση και προς τον ίδιο για την έναρξη της προθεσμίας του υπολογισμού του χρόνου (βλ. και Papasavva v. Republic (1979) 3 C.L.R. 563 και τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας Αρ. 1135/1957 και 182/1958). Σε αυτές τις περιπτώσεις, με βάση το τεκμήριο της κανονικότητας, το οποίο λειτουργεί υπέρ της Διοίκησης, εύλογα αναμένεται ότι ο αιτητής λαμβάνει γνώση από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του (P. C. και/ή  Z. N. (Προηγούμενο Όνομα) κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1712/2024 (i-Justice), ημερ. 4.4.2025, Θεανώ Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας (2007) Α.Α.Δ.3 σελ. 415). Κοινοποίηση προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή πληρεξούσιο αντιπρόσωπο ενός αιτητή, αποτελεί κοινοποίηση προς τον ίδιο για σκοπούς υπολογισμού και έναρξης της προθεσμίας του υπό του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος προβλεπόμενου χρόνου των  75 ημερών.

 

Συνεπώς, προκύπτει ότι μεσολάβησε μεταξύ της ημερομηνίας που εστάλη η επίδικη επιστολή (2.9.2022) και της καταχώρησης της προσφυγής (23.11.2022), διάστημα 82 ημερών, ήτοι χρονικό διάστημα εμφανώς μεγαλύτερο της υπό του Συντάγματος προβλεπόμενης προθεσμίας των 75 ημερών.

 

Υπό το φως της σχετικής νομολογίας επί του θέματος, η παρούσα αποτελεί περίπτωση που το σχετικό βάρος απόδειξης μετατοπίζεται και όφειλε ο αιτητής, ως έχων πλέον το σχετικό βάρος απόδειξης, να καταδείξει με πειστικό τρόπο, έστω και κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, όταν του δόθηκε η ευκαιρία από το Δικαστήριο, τον λόγο που η προσφυγή του καταχωρήθηκε αρκετό χρόνο μετά την εκπνοή της υπό του Συντάγματος προβλεπόμενης προθεσμίας και, κατ' επέκταση, ότι η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν έγινε. Αντ’ αυτού, η συνήγορος του αιτητή, όταν της ζητήθηκε να τοποθετηθεί επί του ζητήματος, αρκέστηκε να αναφέρει ότι είναι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι έλαβε γνώση της επίδικης απόφασης στις 19.9.2029, χωρίς οποιαδήποτε στοιχειοθέτηση της εν λόγω θέσης.

 

Έχει κατ’ επανάληψη αποφασιστεί ότι, εξαίρεση του κανόνα ότι το βάρος απόδειξης περί του εκπροθέσμου προσφυγής το φέρει εκείνος που το επικαλείται, αποτελεί η περίπτωση της καταχώρησης της προσφυγής μετά την πάροδο αρκετών ημερών από τη λήξη της κανονικής προθεσμίας, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, οπότε εναπόκειται σε εκείνον που προβάλλει τον ισχυρισμό ότι έλαβε καθυστερημένα γνώση της διοικητικής πράξης, να τον αποδείξει (Κυπριακή Δημοκρατία ν. Μ.Ε. Λεωφορεία Αμμοχώστου Λτδ, Ε.Δ.Δ. 57/18, ημερ. 9.2.2024, Γιώργος Φάντης ν. Ε.Τ.Ε.Κ., Υποθ. Αρ. 131/2010, ημερ. 12.11.2012): εναπόκειται στον  αιτητή να αποδείξει ότι παρέλαβε και/ή έλαβε γνώση καθυστερημένα ή καθόλου της διοικητικής πράξης, έξω δηλαδή από την προθεσμία. Εκείνος που προβάλλει έναν τέτοιο  ισχυρισμό θα πρέπει και να τον τεκμηριώσει με την προσαγωγή της  κατάλληλης μαρτυρίας (NAPA MERMAID HOTEL AND SUITES LTD ν. Δήμου Αγίας Νάπας, Υποθ. Αρ. 6435/2013, ημερ. 18.12.2015, Αντώνιος Πατάτας ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 248, HadjiGavriel v. Republic (1986) 3(A) C.L.R. 52).

 

Στην NAPA MERMAID HOTEL AND SUITES LTD, ανωτέρω, όπου εξετάστηκε παρόμοιο θέμα, το Ανώτατο Δικαστήριο, με εκτενή αναφορά στην ημεδαπή νομολογία, επεσήμανε τα εξής, άμεσα σχετικά με την υπό κρίση περίπτωση:

 

«Η νομολογία, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι ευθυγραμμισμένη στο ότι εφόσον εκ πρώτης όψεως η προσφυγή φαίνεται να έχει καταχωρηθεί εκτός του χρονικού πλαισίου των 75 ημερών, τότε είναι ο αιτητής που  θα πρέπει να αποδείξει ότι έλαβε την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη καθυστερημένα ή και καθόλου».

 

Για να συνεχίσει πιο κάτω:

 

«Δεν ζητήθηκε η προσαγωγή μαρτυρίας από τους αιτητές. Αν υπήρχαν δεδομένα που οι αιτητές είχαν υπόψη τους που να υποστήριζαν, αν όχι να αποδείκνυαν, τον ισχυρισμό ότι παρέλαβαν την προσβαλλόμενη πράξη μόλις στις 12.9.2013, όφειλαν να τα παρουσιάσουν ώστε να έθεταν τουλάχιστον εν αμφιβόλω τη θέση του Δήμου Αγίας Νάπας ότι εφόσον απεστάλη η ειδοποίηση με το σύνηθες ταχυδρομείο αυτή τεκμαίρεται ότι παρελήφθη έγκαιρα από τους αιτητές. Τότε θα ήταν που θα λειτουργούσε η οποιαδήποτε αμφιβολία υπέρ τους.».

 

Εν προκειμένω, ο αιτητής δεν προσκόμισε οποιαδήποτε και/ή επαρκή μαρτυρία, ούτε και ζήτησε να προσκομίσει, ως όφειλε, τέτοια μαρτυρία, που να υποστηρίζει, αν όχι να αποδεικνύει, τον ισχυρισμό του ότι έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης στις 19.9.2021, ήτοι 17 μέρες μετά την ημερομηνία της επίδικης επιστολής και, εν πάση περιπτώσει, την εμπρόθεσμη καταχώρηση της παρούσας προσφυγής. Από την άλλη, προκύπτει από την επίδικη επιστολή ημερομηνίας 2.9.2022, ότι αυτή εστάλη στην ταχυδρομική διεύθυνση των δικηγόρων του αιτητή και, με βάση το τεκμήριο της κανονικότητας που υπάρχει υπέρ των πράξεων της Διοίκησης και το οποίο δεν έχει ανατραπεί, κρίνω ότι το περιεχόμενο της υπό αναφορά επιστολής τέθηκε εις γνώση της πλευράς του αιτητή εντός ευλόγου χρόνου από την εν λόγω ημερομηνία.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, καταλήγω ότι στην παρούσα υπόθεση, τίθεται ζήτημα εκπρόθεσμης καταχώρησης της προσφυγής (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στην Τσιγαρίδα ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1945/2018, ημερ. 8.10.2020, Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1651/2015, ημερ. 6.11.2019, Κίτρου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1410/2015, ημερ. 25.10.2019 και Στέλλα Χριστοδούλου ν. Δήμου Λεμεσού, Υποθ. Αρ. 871/2014, ημερ. 6.7.2018), όπου, επί παρόμοιου θέματος, ακολουθήθηκε η ίδια προσέγγιση).

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή κρίνεται εκπρόθεσμη και, συνακόλουθα, απορριπτέα ως απαράδεκτη.

 

Επιπρόσθετα όμως, διαπιστώνω ότι τίθεται και έτερο θεμελιώδες ζήτημα που αναπόφευκτα οδηγεί στην απόρριψη της προσφυγής και αυτό αφορά στη μη νομιμοποίηση του αιτητή να θέτει για πρώτη φορά δια της υπό κρίση προσφυγής, ισχυρισμούς και/ή ζητήματα που δεν ηγέρθησαν προς εξέταση δια της υποβληθείσας, μέσω των δικηγόρων του, ένστασης και/ή ιεραρχικής προσφυγής του ενώπιον του Υπουργού, ημερομηνίας 14.12.2021. Στην απόφασή της στην Έπαυλις Κομήτης Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 342, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ομόφωνα έκρινε ότι ορθά ο πρωτόδικος Δικαστής δεν είχε εξετάσει λόγους ακύρωσης που οι αιτητές δεν είχαν θέσει προς εξέταση ενώπιον του αρμοδίου οργάνου στα πλαίσια της σχετικής ιεραρχικής προσφυγής, τονίζοντας ότι «[.] Λόγοι ακύρωσης οι οποίοι δεν τέθηκαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών και εγείρονται για πρώτη φορά με την προσφυγή δεν εξετάζονται από το Δικαστήριο. Αν συνέβαινε το αντίθετο, ο σκοπός του νόμου θα καταστρατηγείτο ενώ εμμέσως θα παραβιαζόταν η προθεσμία των 75 ημερών του Άρθρου 146 του Συντάγματος.».

 

Πιο πρόσφατα, στην απόφαση του Εφετείου στην Γεωργία Αγγελή ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 125/2019, ημερ. 20.2.2024, τονίστηκε ότι σε περιπτώσεις προηγούμενης άσκησης Ιεραρχικής Προσφυγής, για να υπάρχει η δυνατότητα εξέτασης λόγου ακύρωσης από το Δικαστήριο, θα πρέπει ο συγκεκριμένος λόγος να έχει εγερθεί ήδη κατά τη διαδικασία της διοικητικής αναθεώρησης μέσω της Ιεραρχικής Προσφυγής (βλ. και Δημοκρατία ν. ΑΗΚ, ΕΔΔ 3/2020, ημερ. 28.10.2022). Στην Αγγελή, ανωτέρω, έγινε σχετική αναφορά και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 και λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η σχετική δικονομική αρχή αναφέρεται και στο ακόλουθο απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, εκεί σελ. 271:

 

«Ενίοτε υπάρχουν και λόγοι απαραδέκτως προβαλλόμενοι το πρώτον κατά την ακυρωτική διαδικασίαν: 1585 (55) [βλ. σχετικήν και 1313 (46), ένθα λόγος μη προβληθείς κατ' ένστασιν ή αναθεώρησιν εθεωρήθη απαραδέκτως προβαλλόμενος το πρώτον ενώπιον του ΣΕ.]»

 

Στην ΑΝΔΡΕΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (supra) στην οποία και πάλιν είχε τεθεί  ετεροχρονισμένα θέμα αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος σε πρώτο βαθμό, απόφαση εναντίον της οποίας ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή, λέχθηκαν, χαρακτηριστικά τα ακόλουθα:

 

«Περαιτέρω, ορθώς η Δημοκρατία λέγει ότι κατά την ιεραρχική προσφυγή ουδόλως τέθηκε τέτοιο ζήτημα και έτσι δεν μπορεί να τεθεί  διά της προσφυγής νεοφανώς, (Έπαυλις Κομήτης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 342), ενώ ο αιτητής δεν μπορεί να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει ταυτόχρονα την όλη διαδικασία, από τη στιγμή που ο ίδιος αναζήτησε την παροχή σύνταξης λόγω ανικανότητας, προσφεύγοντας δε ιεραρχικώς ενώπιον της Υπουργού, ουδέν σχετικό έθεσε, που να αμφισβητούσε τη διαδικασία. Αντίθετα, ο ίδιος ζήτησε την αναθεώρηση της απόφασης του Διευθυντή ημερ. 10.8.2010, στην οποία και έκαμε αναφορά με αποτέλεσμα να μην δύναται να την αμφισβητήσει. Η απόφαση άλλωστε αποτέλεσε τη βάση για την επανεξέταση από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, θεωρείται δε ότι καλύπτεται από το τεκμήριο της κανονικότητας και της νομιμότητας.

 

Η Υπουργός δεν είχε κανένα λόγο από μόνη της και χωρίς να τεθεί ενώπιον της ζήτημα, να εξετάσει την αρμοδιότητα του οργάνου που εξέτασε την απόφαση και η υπόθεση Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314, που μνημονεύει ο αιτητής στην απαντητική του αγόρευση, ουδεμία σχέση έχει εφόσον αφορά την αυτεπάγγελτη εξέταση θεμάτων δημόσιας τάξης από το ίδιο το Δικαστήριο και όχι από διοικητικό όργανο.».

 

Εν προκειμένω, ο αιτητής, δια της ένστασης και/ή ιεραρχικής προσφυγής που υπέβαλαν οι δικηγόροι του, δεν έθεσε ενώπιον του Υπουργού οποιονδήποτε από τους νομικούς ισχυρισμούς και/ή λόγους ακύρωσης που αναπτύσσει στη γραπτή του αγόρευση, αλλά απαραδέκτως εγείρει τέτοια ζητήματα για πρώτη φορά δια της υπό κρίση προσφυγής. Συνεπώς, και υπό το φως της προεκτεθείσας νομολογίας, αυτοί οι ισχυρισμοί δεν μπορούν να τύχουν περαιτέρω εξέτασης και απορρίπτονται (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην ROCK AMOUR ESTATE COMPANY LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 334/2021, ημερ. 3.12.2024).

 

Συνεπώς, ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, η προσφυγή δεν μπορεί παρά να απορριφθεί, παρέλκει δε η εξέταση οποιουδήποτε άλλου ζητήματος.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος. Επιδικάζονται €1500 έξοδα υπέρ του καθ’ ου η αίτηση και εναντίον του αιτητή.    

 

 

 

Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο