
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 2142/2022 (i-Justice))
24 Ιουνίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
M. M. R.
Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ’ ων η Αίτηση
Κ. Κουπαρή (κα), για Αιτήτρια
Θ. Παπανικολάου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η αιτήτρια, υπήκοος Κένυας, βάλλει κατά της νομιμότητας και εγκυρότητας της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, που περιέχεται σε σχετική προς αυτήν επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 17.11.2022, και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για άδεια προσωρινής διαμονής και απασχόλησης ως μέλος οικογένειας Κύπριου πολίτη, καθότι, όπως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, «[.] δεν διατηρείτε δικαίωμα διαμονής από Κύπριο πολίτη».
Το ιστορικό της αιτήτριας στην Κυπριακή Δημοκρατία, ανάγεται στο έτος 2014, όταν αυτή, στις 28.9.2014, αφίχθηκε στη χώρα με θεώρηση εισόδου από την Πρεσβεία της Πρετόριας, ως σύζυγος ευρωπαίου υπηκόου. Ακολούθως, από τις 5.11.2014 η αιτήτρια εξασφάλιζε άδειες παραμονής ως σύζυγος Κύπριου πολίτη, με την τελευταία εξ’ αυτών να έχει ισχύ μέχρι και τις 27.7.2016.
Στις 9.1.2016, η αιτήτρια αναχώρησε από τη Δημοκρατία και επέστρεψε την 1.2.2020. Με την επιστροφή της στη χώρα, η αιτήτρια διέμενε με τον Κύπριο σύζυγό της για ενάμιση περίπου χρόνο και στις 4.7.2021, αυτή εγκατέλειψε τη συζυγική εστία. Στις 29.9.2021, εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, διαζύγιο μεταξύ της αιτήτριας και του Κύπριου συζύγου της (βλ. παράρτημα 4 στην ένσταση).
Στις 28.2.2022, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για άδεια προσωρινής παραμονής ως υπήκοος τρίτης χώρας που διατηρεί δικαίωμα διαμονής στη Δημοκρατία από Κύπριο πολίτη, η οποία απορρίφθηκε, καθότι, ως αναφέρθηκε στην απορριπτική απόφαση, δεν είχε προσκομίσει την αίτηση διαζυγίου της, όπως της ζητήθηκε από το Τμήμα.
Ακολούθως, στις 9.8.2022, η αιτήτρια υπέβαλε εκ νέου αίτηση για άδεια προσωρινής παραμονής στη Δημοκρατία, ως υπήκοος τρίτης χώρας που διατηρεί δικαίωμα διαμονής από Κύπριο πολίτη, η οποία και πάλι απορρίφθηκε καθότι, όπως αναφερόταν στην απορριπτική, επίδικη, απόφαση του Τμήματος, η αιτήτρια δεν διατηρούσε δικαίωμα διαμονής στη Δημοκρατία από Κύπριο πολίτη.
Η απορριπτική απόφαση γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια δι’ επιστολής του Τμήματος ημερομηνίας 17.11.2022. Επιπρόσθετα, δια της εν λόγω επιστολής, καλείτο η αιτήτρια όπως εντός 30 ημερών αποταθεί για διευθέτηση της παραμονής της στη Δημοκρατία με άλλον τρόπο ή να αναχωρήσει από τη χώρα.
Κατά της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή, στις 5.12.2022.
Η συνήγορος της αιτήτριας, όπως προκύπτει από τη γραπτή της αγόρευση, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω ελλιπούς και/ή μη δέουσας έρευνας αλλά και αιτιολόγησής της. Προβάλλονται επίσης ως αυτοτελείς λόγοι ακύρωσης οι ισχυρισμοί περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης, περί κατάχρησης εξουσίας και κακής ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση.
Από την πλευρά τους, οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ' ορθή ενάσκηση της διακριτικής τους εξουσίας και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Όλα τα γεγονότα αξιολογήθηκαν δεόντως και η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης υπήρξε πλήρης και/ή επαρκής και, εν πάση περιπτώσει, συμπληρώνεται από τον οικείο διοικητικό φάκελο.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Όπως έχει προαναφερθεί, στην επιστολή του Τμήματος ημερομηνίας 17.11.2022, αναφέρεται ότι η αίτηση της αιτήτριας ημερομηνίας 9.8.2022 για έκδοση άδειας προσωρινής διαμονής ως μέλος οικογένειας Κύπριου πολίτη, απορρίφθηκε καθότι αυτή δεν διατηρεί δικαίωμα διαμονής από Κύπριο πολίτη. Πέραν όμως τούτου, ουδέν. Πουθενά δεν αναφέρεται, έστω στοιχειωδώς, ο λόγος για τον οποίο οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν σε αυτή την διαπίστωση, ήτοι γιατί έκριναν ότι η αιτήτρια δεν διατηρεί δικαίωμα διαμονής από Κύπριο πολίτη, αλλ’ ούτε και γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε νομική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης. Απουσιάζει, δηλαδή, οποιαδήποτε αναφορά στους πραγματικούς και νομικούς λόγους λήψης της επίδικης κρίσης, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται αντιληπτό το σκεπτικό και/ή ο συλλογισμός της Διοίκησης και/ή ο λόγος για τον οποίο αποφασίστηκε η απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας. Μάλιστα, η σύγχυση και η ασάφεια επιτείνονται από το υπηρεσιακό σημείωμα λειτουργού του Τμήματος, ίδιας ημερομηνίας (17.11.2022), στο οποίο αναφέρεται ότι η αίτηση της αιτήτριας απορρίφθηκε, καθότι «[.] όπως προκύπτει από το μεταναστευτικό ιστορικό του αλλοδαπού αυτός καταχράστηκε τις υπάρχουσες διαδικασίες με απώτερο σκοπό την εξασφάλιση της παραμονής του στη Δημοκρατία». Που όμως έγκειται η κατάχρηση και ποιες διαδικασίες καταχράστηκε η αιτήτρια (σημ. «ο αλλοδαπός», όπως τον αποκαλούν οι καθ’ ων η αίτηση), δεν αναφέρεται και δεν καθίσταται αντιληπτό.
Αντίθετα, αυτό που καθίσταται εύκολα αντιληπτό, είναι ότι πρόκειται για μια παντελώς αναιτιολόγητη απόφαση, της οποίας είναι ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (L.A.S. BOATING LTD, ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).
Έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί η ανάγκη για σαφή αιτιολόγηση της διοικητικής πράξης, ούτως ώστε να μην αφήνονται αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης (βλ. και άρθρο 28(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/1999). Θα πρέπει, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει εν προκειμένω, να παρατίθενται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που αποτέλεσαν το έρεισμα της διοικητικής απόφασης (Φράγκου, ανωτέρω). Αντίθετα, αιτιολογία που διατυπώνεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο, ούτως ώστε να μην προκύπτει πως και στη βάση ποιων πραγματικών γεγονότων και νομοθετικών διατάξεων διαμορφώθηκε η κρίση της Διοίκησης, είναι αόριστη και ελλιπής, εφόσον το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του συγκεκριμένα στοιχεία επιδεκτικά δικαστικής εκτίμησης και άσκησης δικαστικού ελέγχου (Χρίστος Πετρώνδας ν. Δημοκρατίας (1969) 3 Α.Α.Δ. 214, Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1348).
Ούτε και υφίσταται δυνατότητα συμπλήρωσης της αιτιολογίας είτε από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, είτε από το δικόγραφο της ένστασης και τα εκεί περιεχόμενα παραρτήματα. Μάλιστα, ως έχει λεχθεί, η κατάσταση περιπλέκεται και το πρόβλημα έλλειψης αιτιολογίας επιτείνεται από το προαναφερθέν υπηρεσιακό σημείωμα ημερομηνίας 17.11.2022 (παράρτημα 6 στο δικόγραφο της ενστάσεως), στο οποίο παραπέμπουν οι καθ’ ων η αίτηση (βλ. παράγραφο 6 της ένστασης). Σε κάθε περίπτωση, το εν λόγω σημείωμα δεν βοηθά στην συμπλήρωση της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, αφού, πέραν της περιγραφής του μεταναστευτικού ιστορικού της αιτήτριας στη Δημοκρατία και της γενικόλογης και αόριστης φράσης περί κατάχρησης των υπαρχουσών διαδικασιών από την αιτήτρια, με απώτερο σκοπό την εξασφάλιση της παραμονής της στη Δημοκρατία, ουδέν αναφέρεται σε σχέση με το λόγο απόρριψης της αίτησής της, που περιέχεται στην επίδικη επιστολή ημερομηνίας 17.11.2022.
Περαιτέρω, την έλλειψη επαρκούς αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης δεν μπορεί να καλύψει, ούτε καν στοιχειωδώς, η γραπτή αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση, η οποία περιορίστηκε σε γενικόλογες και/ή αόριστες αναφορές και/ή παραπομπές σε αποφάσεις της ημεδαπής νομολογίας, χωρίς υπαγωγή σε αυτές των γεγονότων της περίπτωσης, ως έδει. Μάλιστα, το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης, είχε τεθεί από το Δικαστήριο τούτο και κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, χωρίς ωστόσο να μπορεί να δοθεί οποιαδήποτε περαιτέρω διευκρίνιση από τη συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι κατά πάγια νομολογία, η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το διοικητικό φάκελο, επιτρέπεται μόνον όταν τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο (Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 342). Πέραν του προαναφερθέντος εγγράφου, δεν έγινε από τους καθ’ ων η αίτηση παραπομπή σε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο ή/και έγγραφο του διοικητικού φακέλου. Ούτε, βεβαίως, και συνιστά έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου για να εντοπίσει το σκεπτικό της Διοίκησης και/ή τη νομική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκειμένου να κρίνει αν η επίδικη κρίση είναι επαρκώς αιτιολογημένη (Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, Κ.A. Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, ΕΔΔ αρ.189/19, ημερ. 10.12.2020). Κάτι τέτοιο, υπό το φως και της προεκτεθείσας νομολογίας, θα εξέφευγε των ορίων της ίδιας της φύσης του αναθεωρητικού ελέγχου του Δικαστηρίου τούτου. Εν προκειμένω, επαναλαμβάνω, απαιτείτο παράθεση του σκεπτικού της Διοίκησης και/ή των πραγματικών λόγων και των νομοθετικών διατάξεων, που αποτέλεσαν το έρεισμα της διοικητικής απόφασης (Φράγκου, ανωτέρω).
Η ανάγκη για σαφή και επαρκή αιτιολόγηση της διοικητικής πράξης, ώστε να μην αφήνονται αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης, είναι απαραίτητη. Θα πρέπει να παρατίθενται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που αποτέλεσαν το έρεισμα της διοικητικής απόφασης και να τίθενται με την απαιτούμενη σαφήνεια τα κριτήρια βάσει των οποίων η Διοίκηση άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια, ούτως ώστε και καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος και να αποκαλύπτεται η επάρκεια της διενεργηθείσας έρευνας. Αυτό δεν έγινε στην υπό κρίση περίπτωση. Την ίδια προσέγγιση ακολούθησε το Δικαστήριο τούτο πρόσφατα, στην J. W. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 935/2022 (i-Justice), ημερ. 14.1.2025, σε υπόθεση με παρόμοια γεγονότα με αυτά της παρούσας περίπτωσης.
Καταλήγω λοιπόν ότι υφίσταται εν προκειμένω κενό αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης, αλλά και, σε άμεση συνάρτηση και στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων, κενό έρευνας.
Αυτές οι διαπιστώσεις αναπόφευκτα οδηγούν στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, χωρίς να απαιτείται η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2000 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α..
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο