B. D. M. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Υπόθεση Αρ. 556/2025, 20/6/2025
print
Τίτλος:
B. D. M. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Υπόθεση Αρ. 556/2025, 20/6/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 556/2025 (i-Justice))

 

20 Ιουνίου 2025

 

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

          ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

B. D. M.

                                                                             Αιτητής

                                                    ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Α. Δ. Δημητρίου, για Αιτητή

Α. Φιλίππου, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής, υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό, στρέφεται κατά της νομιμότητας και ζητά την ακύρωση της, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), ληφθείσας απόφασης κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη και της συνακόλουθης έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, ημερομηνίας 12.5.2025, λόγω της παράνομης παραμονής του στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας από 13.8.2024, όταν και απορρίφθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ), η προσφυγή που αυτός είχε καταχωρήσει κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 19.10.2023, με την οποία είχε απορριφθεί η αίτησή του για διεθνή προστασία.

 

Ο αιτητής αφίχθηκε στη Δημοκρατία παράνομα, μέσω των κατεχόμενων περιοχών, σε άγνωστη ημερομηνία, και εισήλθε στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας από άγνωστο σημείο. Στις 2.1.2020, αυτός υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 19.10.2023. Ακολούθως, στις 13.8.2024, απορρίφθηκε από το ΔΔΔΠ και η προσφυγή αρ. 4800/2023 που καταχώρησε, την 21.12.2023, ο αιτητής κατά της πιο πάνω απόφασης, μετά από ακροαματική διαδικασία, κατά την οποία ο αιτητής εκπροσωπείτο από δικηγόρο.

 

Στις 12.5.2025, ο αιτητής εντοπίστηκε και συνελήφθη στο χωριό Γεροσκήπου της Επαρχίας Πάφου, από μέλη της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) Πάφου για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στο έδαφος της Δημοκρατίας και την ίδια μέρα, στις 12.5.2025, εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο (Κεφ.105), καθότι αυτός παρέμενε στην Κύπρο παράνομα από 13.8.2024, ημερομηνία απόρριψης της προσφυγής του από το ΔΔΔΠ.

 

Στις 26.5.2025, καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.

 

Στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου του αιτητή, βρίσκεται ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης του αιτητή, σε χώρα που υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για τη ζωή του και/ή κίνδυνος να υποστεί μεταχείριση αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ, ζήτημα που, ως προβάλλει ο κ. Δημητρίου, θα πρέπει να εξετάζεται κατά τη στιγμή που λαμβάνεται η απόφαση για την απέλαση του αιτητή. Στο πλαίσιο αυτό, προβάλλεται και ο ισχυρισμός ότι δεν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση ως προς τους εν λόγω κινδύνους από τυχόν επιστροφή του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ούτε και τα πραγματικά περιστατικά της περίπτωσης του αιτητή.

 

Επιπρόσθετα, προωθείται ο ισχυρισμός ότι παραβιάστηκαν οι διατάξεις του Κεφ. 105, αλλά και της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων τρίτων χωρών, καθότι ο αιτητής ουδέποτε ενημερώθηκε δεόντως ότι είχε κηρυχθεί απαγορευμένος μετανάστης.

Προβάλλεται επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων πάσχει λόγω μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, εμφιλοχώρησης πλάνης, ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς αιτιολογίας και κακής ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση. Στο πλαίσιο αυτό, εγείρεται και ο ισχυρισμός ότι οι καθ’ ων η αίτηση εσφαλμένα και κατά παράβαση των διατάξεων του Κεφ. 105, δεν εξέτασαν το ενδεχόμενο λήψης εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

 

Ο συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας, κατ’ ορθήν εφαρμογή των διατάξεων του Κεφ. 105 και κατ’ ορθήν ενάσκηση των εξουσιών που παρέχει στους καθ’ ων η αίτηση η οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της. Σε κάθε δε περίπτωση, κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ο αιτητής παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν πράγματι απαγορευμένος μετανάστης.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Θα πρέπει εξ’ αρχής να επισημανθεί ότι αβάσιμα ισχυρίζεται ο αιτητής ότι ουδέποτε ενημερώθηκε δεόντως πως είχε κηρυχθεί απαγορευμένος μετανάστης σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφ. 105. Ο αιτητής, κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την αίτησή του για διεθνή προστασία, καταχώρησε μέσω δικηγόρου, στο ΔΔΔΠ, την προσφυγή αρ. 4800/2023, την οποία το Δικαστήριο απέρριψε, με απόφασή του ημερομηνίας 13.8.2024, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, κατά την οποία ο αιτητής εκπροσωπείτο από δικηγόρο. Συνεπώς, ο αιτητής γνώριζε ήδη από 13.8.2024 ότι ήταν απαγορευμένος μετανάστης ως παραμένων παράνομα στη Δημοκρατία. Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, η κοινοποίηση της απόφασης προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή πληρεξούσιο αντιπρόσωπο ενός αιτητή, αποτελεί κοινοποίηση και προς τον ίδιο τον αιτητή, για σκοπούς έναρξης της προθεσμίας αμφισβήτησης της νομιμότητάς της (βλ. Miglena Varbanova Kalyova κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 61 12015, ημερ. 8.5.2015, Papasavva v. Republic (1979) 3 C.L.R. 563 και τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αρ. 1135/1957 και 182/1958). Σε αυτές τις περιπτώσεις, με βάση το τεκμήριο της κανονικότητας, το οποίο λειτουργεί υπέρ της Διοίκησης, εύλογα αναμένεται ότι ο αιτητής λαμβάνει γνώση από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του (Θεανώ Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας (2007) Α.Α.Δ.3 σελ. 415). Συνεπώς, κοινοποίηση προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή πληρεξούσιο αντιπρόσωπο ενός αιτητή, αποτελεί κοινοποίηση προς τον ίδιο τον αιτητή, ο οποίος εν προκειμένω γνώριζε ήδη από 13.8.2024, με την απόρριψη της προσφυγής του, ότι ήταν απαγορευμένος μετανάστης λόγω παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην PHILIP CHUNG ΚΑΙ/Η ZHONG NINGLIN (ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΟΝΟΜΑ) κ.α. ν. Δημοκρατίας, 1712/2024 (i-Justice), ημερ. 4.4.2025, καθώς και την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην F.G.O. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 394/2025(K), ημερ. 12.5.2025).

 

Περαιτέρω, και σε άμεση συνάρτηση με τα πιο πάνω, δε χωρεί αμφιβολία ότι ο αιτητής ήταν κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, στις 12.5.2025, απαγορευμένος μετανάστης σύμφωνα με το άρθρο 6(1)(κ) του Κεφ. 105, καθότι αυτός παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα από τις 13.8.2024, όταν εκδόθηκε η απορριπτική απόφαση του ΔΔΔΠ. Αυτό εξάλλου αναφέρεται και στο επίδικο διάταγμα απέλασης του αιτητή, ενώ στο επίδικο διάταγμα κράτησης, αναφέρεται ότι κρίθηκε σκόπιμο όπως ο αιτητής παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί, καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ(1)(α) του Κεφ. 105, ενώ, δεδομένης της μη συμμόρφωσής του με προηγούμενη απόφαση επιστροφής του και του γεγονότος ότι είναι αρνητικός στον επαναπατρισμό του, δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

Υπενθυμίζεται ότι κατά τη νομολογία, το καθεστώς διεθνούς προστασίας τερματίζεται με την έκδοση της απορριπτικής απόφασης του ΔΔΔΠ επί προσφυγής κατά απόφασης απόρριψης αίτησης διεθνούς προστασίας από την Υπηρεσία Ασύλου (Ruth Nash v. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 20/2024 i-Justice, ημερ. 22.10.2024). Το καθεστώς διεθνούς προστασίας του αιτητή τερματίστηκε στις 13.8.2024, με την έκδοση της απορριπτικής απόφασης του ΔΔΔΠ. Κατά συνέπεια, η απόφαση έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή, αλλά και η απόφαση κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη, επί της οποίας βασίστηκαν τα επίδικα διατάγματα, ημερομηνίας 12.5.2025, κρίνονται ως καθόλα ορθές και νόμιμες, εφόσον πράγματι ο αιτητής, κατά το χρόνο της σύλληψής του και έκδοσης των εν λόγω διαταγμάτων, με δεδομένη και την ήδη από 13.8.2024 απόφαση απόρριψης της προσφυγής του από το ΔΔΔΠ, διέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105.

 

Συνεπώς, ενόψει των πιο πάνω, δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, ούτε πλάνης περί το νόμο ή/και τα πράγματα όσον αφορά στην απόφαση κράτησης του αιτητή για σκοπούς απέλασης, εφόσον αυτός είχε τεθεί υπό κράτηση ως απαγορευμένος και/ή παράνομος μετανάστης βάσει του Κεφ. 105 (Α.Μ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2186/2022 (Κ) i-Justice, ημερ. 16.1.2023, E.Υ.O. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 351/2023 (Κ) i-Justice, ημερ. 10.4.2023).

 

Όπως έχει ήδη λεχθεί, στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου του αιτητή, βρίσκεται ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης. Στο πλαίσιο αυτό, προβάλλεται και ο ισχυρισμός ότι δεν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση ως προς τα πραγματικά περιστατικά της περίπτωσης του αιτητή και τους κινδύνους που υφίστανται σε περίπτωση επαναπροώθησής του σε χώρα που υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για τη ζωή του και/ή κίνδυνος να υποστεί μεταχείριση αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ, ζήτημα που θα πρέπει να εξετάζεται κατά τη στιγμή που λαμβάνεται η απόφαση για την απέλασή του.

 

Επί των πιο πάνω, θα πρέπει εν πρώτοις να επισημανθεί ότι είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του συνηγόρου των καθ’ ων η αίτηση ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης αναπτύσσεται γενικά και αόριστα: αντιθέτως, τόσο στα νομικά σημεία της αίτησης ακυρώσεως, όσο και με τα όσα αναφέρονται στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή, ο υπό αναφορά προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης εξειδικεύεται με λεπτομέρεια και κατά τρόπο επαρκή, με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.

Εν προκειμένω, η έρευνα που όφειλαν οι καθ’ ων η αίτηση να διενεργήσουν, δεν αφορούσε στη νομιμότητα της παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία, ούτε, κατ’ επέκταση, στη νομιμότητα της απόφασης κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη και έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων. Αφορούσε στην, εκ του άρθρου 18ΟΖ του Κεφ. 105, απορρέουσα υποχρέωση των καθ’ ων η αίτηση για τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης. Λαμβανομένων υπόψη των δεδομένων της υπόθεσης και με βάση τις ενέργειες στις οποίες προέβη η Διοίκηση, δεν βλέπω απόκλιση από την πιο πάνω υποχρέωση των καθ’ ων η αίτηση, ούτε και διενέργεια πλημμελούς έρευνας. Εξάλλου, το διάταγμα απέλασης του αιτητή ανεστάλη μέχρι και την ολοκλήρωση της υπό κρίση υπόθεσης. Συνεπώς δεν μπορεί να τίθεται άνευ ετέρου ζήτημα παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης λόγω έκδοσης διατάγματος απέλασης του αιτητή. Αυτό που επέτασσε η εφαρμογή της εν λόγω αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 18ΟΖ[1] του Κεφ. 105, το έπραξαν οι καθ’ ων η αίτηση, όπως προκύπτει από τις ενέργειές τους. Πράγματι, όπως προκύπτει από την επιστολή της ΥΑΜ Πάφου προς τη Διευθύντρια του Τμήματος, ημερομηνίας 12.5.2025, δια της οποίας υποβάλλεται η εισήγηση για έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, διενεργήθηκε έρευνα αναφορικά με την οικογενειακή ζωή του αιτητή και διαπιστώθηκε ότι αυτός δεν είναι παντρεμένος, ούτε είναι προστάτης οποιωνδήποτε εξαρτώμενων ανηλίκων στη Δημοκρατία.

 

Εν πάση δε περιπτώσει, οι θέσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή επί του συγκεκριμένου ζητήματος και δη ότι εσφαλμένα δεν εξετάστηκε από τους καθ’ ων η αίτηση κατά πόσον υπάρχει κίνδυνος ο αιτητής να εκτεθεί σε απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση σε περίπτωση απέλασης στη χώρα καταγωγής του, παραβλέπουν πλήρως το αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι η αίτησή του για πολιτικό άσυλο εξετάστηκε και απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, όπως βεβαίως απορριπτέα κρίθηκε, μετά από ακροαματική διαδικασία, και η προσφυγή που αυτός καταχώρησε στο ΔΔΔΠ (B.D.M. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 4800/2023, ημερομηνίας  13.8.2024). Συνεπώς, οι όποιοι ισχυρισμοί του αιτητή περί φόβου δίωξής του ή πραγματικού κινδύνου να υποστεί βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στην χώρα καταγωγής του, διερευνήθηκαν και εξετάστηκαν στο πλαίσιο της αίτησης ασύλου του, από την Υπηρεσία Ασύλου, η ορθότητα της οποίας, επικυρώθηκε στη συνέχεια από το καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο (βλ. και τις αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου στις E. S. K. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2153/2023 (Κ) (i-Justice), ημερ. 23.1.2024 και F. G. O., ανωτέρω). Με τις πιο πάνω ενέργειες, εξαντλήθηκε το θέμα εξέτασης της αίτησης του αιτητή και δεν είχαν υποχρέωση οι καθ’ ων η αίτηση να προβούν σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια σε σχέση με το ζήτημα της μη επαναπροώθησης του αιτητή στη χώρα καταγωγής του (βλ. και την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Ζ.Η. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1696/2023 (Κ), ημερ. 8.12.2023). Και βεβαίως, δεν μπορεί να αναμένεται από τη Διοίκηση να προβεί σε έρευνα κατά πόσον, μετά την έκδοση της απορριπτικής απόφασης του ΔΔΔΠ,  διαφοροποιήθηκαν τα δεδομένα στη χώρα του αιτητή, χωρίς προηγουμένως να έχει τεθεί οτιδήποτε σχετικό ενώπιον της από την πλευρά του αιτητή. Πουθενά στον οικείο διοικητικό φάκελο, ούτε και από κανένα παράρτημα στο δικόγραφο της ένστασης προκύπτει ότι τέθηκε οτιδήποτε σχετικό ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης. Αντίθετα, η πρώτη φορά που ο αιτητής, μέσω του συνηγόρου του, ισχυρίζεται ότι τα δεδομένα στη χώρα καταγωγής του αιτητή διαφοροποιήθηκαν μετά την έκδοση της απόφασης του ΔΔΔΠ και επέβαλλαν νέα έρευνα εκ μέρους της Διοίκησης, είναι δια της γραπτής του αγόρευσης, η οποία βεβαίως, κατά πάγια νομολογία, συνιστά ανεπίτρεπτη μαρτυρία και δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος του διοικητικού φακέλου (Ελπινίκη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4104, Μαρούλλα Αχιλλέως ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 565, Χριστίνα Τσιαντή κ.α. ν. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (2008) 4 Α.Α.Δ. 824).

 

Περαιτέρω, ανεπίδεκτες δικαστικής κρίσης, και ως εκ τούτου απορριπτέες, κρίνονται και οι αναφορές του αιτητή, οι οποίες εγείρονται προς επίρρωση της θέσης περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, και που έχουν ως έρεισμα ζητήματα ουσιαστικής παραβίασης της αρχής και έγκεινται στους κατ’ ισχυρισμό κινδύνους που εξακολουθούν να επαπειλούν τον αιτητή σε περίπτωση απέλασης του, στη χώρα καταγωγής του, καθότι είναι σαφές ότι, πέραν της ελλιπούς τεκμηρίωσης με την οποία προβάλλονται, τέτοιοι ισχυρισμοί εκφεύγουν της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Εξάλλου, εφόσον ο αιτητής διατείνεται ότι μετά την έκδοση της απορριπτικής απόφασης του ΔΔΔΠ, προέκυψαν νέα δεδομένα στη χώρα του, που απαιτούσαν διερεύνηση από τους καθ’ ων η αίτηση και καθιστούσαν ιδιαίτερα επικίνδυνη την επαναπροώθησή του, θα μπορούσε να καταχωρήσει μεταγενέστερη αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου του, κάτι ωστόσο που δεν έπραξε. Επιπρόσθετα δε, θα πρέπει να επισημανθεί εκ νέου ότι οι καθ’ ων η αίτηση, συμμορφούμενοι πλήρως με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 11Α του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου (Ν. 131(Ι)/2015), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ανέστειλαν το διάταγμα απέλασης του αιτητή μέχρι την εξέταση της υπό κρίση υπόθεσης.

 

Συνεπώς, δεν μπορεί βάσιμα να τίθεται εν προκειμένω ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης.

 

Περαιτέρω δε, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα, κρίνω ότι, υπό τις περιστάσεις, η ευχέρεια των καθ’ ων η αίτηση ασκήθηκε εντός των επιτρεπτών ορίων της και δεν εντοπίζεται κατάχρηση εξουσίας, ούτε κενό έρευνας και αιτιολογίας, αλλ’ ούτε να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Οι καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι τα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα δεν ήσαν επιλέξιμα. Ειδικά ως προς το επίδικο διάταγμα κράτησης, ρητά αναφέρεται σε αυτό ότι κρίθηκε αναγκαίο όπως ο αιτητής παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί, καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ(1)(α) του Κεφ. 105, ενώ δεδομένης της μη συμμόρφωσής του με προηγούμενη απόφαση επιστροφής και της απροθυμίας του να επαναπατριστεί, δεν υπήρχε περιθώριο για εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. Άμεσα σχετικά είναι και τα όσα περιέχονται στην προαναφερθείσα επιστολή της ΥΑΜ προς τη Διευθύντρια, ημερομηνίας 12.5.2025 (παράρτημα 3 στο δικόγραφο της ένστασης), όπου γίνεται εισήγηση για την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή, για όλους τους πιο πάνω λόγους, περιλαμβανομένης και της μη ύπαρξης εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

 

Είναι σαφές ότι τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν, επειδή ο αιτητής είχε κηρυχθεί και ήταν κατά τον χρόνο έκδοσής τους, στις 12.5.2025, απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της προαναφερθείσας παραγράφου (κ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του Κεφ. 105, λόγω παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη-

«6.-(1) Τα ακόλoυθα πρόσωπα θα είvαι απαγoρευμέvoι μεταvάστες και, τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv διατάξεωv πoυ δυvατό vα περιέχovται σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv δυvάμει αυτoύ ή σε oπoιoδήπoτε Διάταγμα τoυ Υπoυργικoύ Συμβoυλίoυ, δεv θα επιτρέπεται η είσoδoς στη Δημoκρατία σε:-

[.]

(κ) oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo εισέρχεται ή διαμέvει στη Δημoκρατία κατά παράβαση oπoιασδήπoτε απαγόρευσης, όρoυ, περιoρισμoύ ή επιφύλαξης πoυ περιλαμβάvεται στo Νόμo αυτό ή σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή σε oπoιαδήπoτε άδεια πoυ παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv Καvovισμώv αυτώv·».

 

Λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα, κρίνω ότι, υπό τις περιστάσεις, η ευχέρεια των καθ’ ων η αίτηση ασκήθηκε εντός των επιτρεπτών ορίων της και δεν εντοπίζεται κατάχρηση εξουσίας, ούτε κενό έρευνας και αιτιολογίας, αλλ’ ούτε να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Οι καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι τα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα δεν ήταν επιλέξιμα, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί (βλ. και απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου στην Κ.Α.Α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1242/2022 (Κ) (iJustice,) ημερ. 18.8.2022, καθώς και πιο πρόσφατα, στην G.S.D.M. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 626/2023 (Κ) (i-Justice,) ημερ. 9.6.2023). Τονίζεται, περαιτέρω, ότι το διάταγμα κράτησης εναντίον του αιτητή, εκδόθηκε και δυνάμει της διάταξης του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105, σύμφωνα με την οποία-

 

«(1) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται να εφαρμοστούν άλλα επαρκή λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν-

 

(α) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής

(β) ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.».

 

Είναι ξεκάθαρο από την πιο πάνω διάταξη, ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, και κατόπιν εξουσιοδότησης η Διευθύντρια του Τμήματος, έχει τη διακριτική ευχέρεια να θέτει υπό κράτηση τον υπό απέλαση ξένο υπήκοο για το σκοπό της απομάκρυνσής του από τη Δημοκρατία και δεν υπάρχει υποχρέωση για επιβολή διαβαθμισμένων μέτρων, αλλά επαφίεται στη διακριτική του ευχέρεια, αν ο ίδιος κρίνει ότι συντρέχει λόγος, να εφαρμοστούν άλλα, λιγότερο αναγκαστικά μέτρα. Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων και περιστατικών της υπόθεσης, των λόγων που έχουν προεκτεθεί, αλλά και δεδομένης της προεκτεθείσας πρόνοιας του άρθρου 18ΠΣΤ(1) και της εκεί προβλεπόμενης διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης να αποφασίζει την κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας, υποκείµενου σε διαδικασίες επιστροφής, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τις προεκτεθείσες περιπτώσεις των παραγράφων (α) ή (β) της εν λόγω διάταξης, ως εν προκειμένω, οι ενέργειες των καθ’ ων η αίτηση κρίνονται σύννομες, η δε έκδοση της επίδικης απόφασης κρίνεται ορθή και εύλογα επιτρεπτή και δεν μπορώ να συμφωνήσω με τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του συνηγόρου του αιτητή.

 

Όπως αναφέρεται στο επίδικο διάταγμα απέλασης, ο αιτητής είναι απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105, καθότι παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα από τις 13.8.2024, όταν απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου από το ΔΔΔΠ. Στο δε επίδικο διάταγμα κράτησης, αναφέρεται ότι κρίθηκε σκόπιμο όπως ο αιτητής παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί, καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ(1)(α) του Κεφ. 105, ενώ, δεδομένης της μη συμμόρφωσής του με προηγούμενη απόφαση επιστροφής του και του γεγονότος ότι είναι αρνητικός στον επαναπατρισμό του, δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

 

Ως εκ των πιο πάνω, δεν παρατηρείται ούτε κενό έρευνας, ούτε εμφιλοχώρηση πλάνης στην κρίση των καθ’ ων η αίτηση, η απόφαση των οποίων υπήρξε επαρκώς αιτιολογημένη, δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).

 

Κατά συνέπεια, δεν εντοπίζεται βάσιμος λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1500 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.



[1] Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, «Κατά την εφαρμογή των άρθρων 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ [τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 18ΟΕ, εφαρμόζονται στους παρανόμως παραμένοντες υπηκόους τρίτης χώρας στο έδαφος της Δημοκρατίας], ο Ανώτερος Λειτουργός Μετανάστευσης τηρεί την αρχή της μη επαναπροώθησης και λαμβάνει δεόντως υπόψη την οικογενειακή ζωή.».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο