M. M. M. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. 633/2020, 25/6/2025
print
Τίτλος:
M. M. M. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. 633/2020, 25/6/2025

 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                         

  Υπόθεση Αρ. 633/2020

                                                   25 Ιουνίου, 2025

 

                                             [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

                        ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

M. M. M.

                                                                                                                      Αιτητής,

v.

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος  Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

                                                                             Καθ' ων η Αίτηση   

 __________________

 

Χ. Τ. Τιμοθέου για Χ. Τιμοθέου & Λ. Νεοφύτου, δικηγόροι για τον Αιτητή.

Κ. Χατζηδημητρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Καθ' ων η αίτηση.

  ___________________

                                                

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ : Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής στρέφεται ενάντια στην απόφαση των Καθ’ων η αίτηση, γνώση της οποίας έλαβε με επιστολή ημερομηνίας 22.06.2020, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του ημερομηνίας 6.03.2018 για απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας δυνάμει πολιτογράφησης.

 

Ως καταγράφεται στην Ένσταση των Καθ’ων η αίτηση και προκύπτει αντίστοιχα από τα σχετικά έγγραφα του διοικητικού φακέλου, τα γεγονότα έχουν ως εξής;

 

Ο Αιτητής είναι Ιρανός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε στις 27.06.1981 και αφίχθηκε για πρώτη φορά στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας σε άγνωστο χρόνο, παράνομα, μέσω των κατεχόμενων περιοχών, γεγονός το οποίο αποδεικνύεται από το ηλεκτρονικό σύστημα αφίξεων - αναχωρήσεων που διατηρεί το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης.

 

Στις 31.03.2009 τέλεσε γάμο με την Κύπρια πολίτη Νxxxx Όxxxx στο Δημαρχείο Αγίου Αθανασίου στη Λεμεσό. Στις 16.07.2009 υπέβαλε αίτηση για να διευθετήσει την παραμονή του ως σύζυγος Κύπριας πολίτιδας, με την οποία απέκτησε παιδί στις 29.03.016. Έκτοτε ανανεώνει την παραμονή του στη Δημοκρατία υπό το ίδιο καθεστώς.

 

Στις 06.03.2018 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση. Η αίτηση του αλλοδαπού εξετάστηκε αφού λήφθηκαν υπόψη όλες οι απόψεις των εμπλεκόμενων μερών όπως η ΚΥΠ, η INTERPOL, το περιεχόμενο της προσωπικής συνέντευξης στην οποία υπεβλήθη, καθώς και τα τυπικά προσόντα παραμονής που απαιτούνται.

 

Δεδομένων τούτων, η αίτηση του Αιτητή απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών αφού κρίθηκε ότι αυτός δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα, όπως καθορίζονται στην παράγραφο 1(α) του Τρίτου Πίνακα του Άρθρου ΙΙΙ των Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμων 2002-2013. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής τους δώδεκα μήνες που προηγήθηκαν της υποβολής της αίτησής, δηλαδή το διάστημα από 06.03.2017 — 06.03.2018 απουσίαζε από την Κυπριακή Δημοκρατία για 21 ημέρες. Επιπλέον διαπιστώθηκε έλλειψη σεβασμού και μη τήρηση των νόμων της Δημοκρατίας εκ μέρους του, αφού είχε παράνομη είσοδο και παραμονή στη Δημοκρατία μέχρι το 2009 οπότε τέλεσε γάμο με την Ε/Κύπρια σύζυγό του. Ο Αιτητής ενημερώθηκε με επιστολή από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης στις 22.06.2020 για τους λόγους απόρριψης του αιτήματος του και στις 16.05.2019 καταχώρησε στο Διοικητικό Δικαστήριο την υπό κρίση προσφυγή.

 

Ο Αιτητής, μέσω της προσφυγής του προωθεί αποκλειστικά δύο λόγους ακύρωσης, ήτοι έλλειψη δέουσας έρευνα εκ μέρους των Καθ’ων η αίτηση και μη επαρκή αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης από τη διοίκηση.

 

Αναφορικά με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του Αιτητή στην αγόρευση του υποστηρίζει ότι, η διοίκηση βρισκόταν σε καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα όταν απέρριπτε την αίτηση, καθότι στην εισήγηση – έκθεση της αρμόδιας λειτουργού γίνεται αναφορά ότι ο Αιτητής κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση και ουδόλως εισηγείται απόρριψη της αίτησης. Υποστηρίζει δηλαδή ότι, διαπιστώνεται αντίφαση μεταξύ της  έκθεσης της αρμόδιας λειτουργού με την τελική απόφαση για απόρριψη της αίτησης.

 

Είναι ακόμα η θέση του Αιτητή ότι, η Καθ΄ης η αίτηση δεν ερεύνησε ως όφειλε τα δεδομένα της υπόθεσης του με αποτέλεσμα να καταλήξει στην απόρριψη της επειδή αυτός απουσίαζε από την Κυπριακή Δημοκρατία για 21 ημέρες τη περίοδο που προηγήθηκε, γεγονός το οποίο ναι μεν παραδέχεται αλλά θεωρεί ότι, «η απουσία αυτή δεν αποτελεί επαρκή λόγο που να τεκμηριώνει μη ικανοποίηση της υπό αναφορά προϋπόθεσης, καθότι η απουσία αυτή  ήταν αιτιολογημένη και δεν καταδεικνύει μετακίνηση της σταθερής κατοικίας του σε άλλη χώρα». Ακόμα, αναφορικά με την παράνομη είσοδο και παραμονή στο έδαφος της Δημοκρατίας υποστηρίζεται ότι ο Αιτητής δεν ρωτήθηκε σχετικά, ενώ αυτός έλαβε καταρχήν άδεια παραμονής ως επισκέπτης για την περίοδο από 25.2.2009 – μέχρι και 26.4.2014 και στη συνέχεια παρέμενε στο νόμιμα στη χώρα, με διαδοχικές άδειες παραμονής. Σε κάθε περίπτωση τίθεται ο ισχυρισμός ότι, εντοπίζεται πλάνη της διοίκησης ως προς το καθεστώς παραμονής του Αιτητή στη Δημοκρατία.  

 

Σε συνέχεια του πρώτου λόγου, ο Αιτητής υποστηρίζει επίσης ότι, δεν υπάρχει επαρκής αιτιολόγηση εκ μέρους της Καθ’ ης η αίτηση η οποία να επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο, ενώ, σε συνέχεια των όσων υποστηρίζει ως προς τον πρώτο λόγο ακύρωσης ισχυρίζει ότι συνθήκες λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης αφαιρούν το υπόβαθρο της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Αντίθετα, η πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση, αφού καταρχήν σημειώνει δικαιολογημένα ότι όλοι οι ισχυρισμοί θα πρέπει να κριθούν αποκλειστικά με βάση τα πραγματικά γεγονότα τα οποία προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, προβάλει τη νομιμότητα της απόφασης της διοίκησης. Ειδικότερα τονίζει  ότι, από τα γεγονότα του διοικητικού φακέλου προκύπτει ότι ο Αιτητής είχε εισέλθει παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των κατεχόμενων περιοχών, κάτι που δεν αμφισβητεί άλλωστε ούτε ο ίδιος, ως έχει διαπιστώσει το Δικαστήριο ανωτέρω.

 

Περαιτέρω, καταγράφει η κα.Χατζηδημητρίου ότι, ο γάμος του Αιτητή τελέστηκε μεν στις 31.03.2009, αλλά αίτηση για να διευθετήσει την παραμονή του στη Δημοκρατία υπέβαλε για πρώτη φορά στις 16.07.2009 (Ερυθρά 19 και 22 του Διοικητικού Φακέλου με αρ. Α09-04005). Συνεπώς, το εύρημα των Καθ’ ων η αίτηση ότι ο Αιτητής είχε παράνομα αφιχθεί στη Δημοκρατία και διέμενε παράνομα είναι καθ’ όλα ορθό και καμία πλάνη έχει εμφιλοχωρήσει στην απόφασή τους. Ούτε οι ισχυρισμοί του Αιτητή ότι είχε παραχωρηθεί σ’ αυτόν άδεια παραμονής ως επισκέπτης από 25.09.2009 μέχρι και 26.02.2014 ευσταθούν, αφού, ως προκύπτει από το έγγραφο της αίτησης ανανέωσης άδειας παραμονής ημερ. 10.4.2009, φαίνεται χωρίς καμία αμφιβολία, ότι οι εν λόγω ημερομηνίες αφορούν στις ημερομηνίες έκδοσης και λήξης αντίστοιχα του διαβατηρίου του. Τέλος, παρά τους ισχυρισμούς του Αιτητή ότι είχε παραχωρηθεί σ’ αυτόν άδεια διαμονής στη Δημοκρατία από την 25.02.2009, καμία μαρτυρία έχει προσκομίσει η οποία να τεκμηριώνει τους εν λόγω ισχυρισμούς, δεδομένου ότι αυτοί ουδόλως υποστηρίζονται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Το Δικαστήριο εξετάζοντας καταρχήν το νομικό πλαίσιο το οποίο διέπει την πολιτογράφηση αλλοδαπού ως πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, σημειώνει ότι ο περί Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης Νόμος, (Ν. 141 (Ι)/2002) παρέχει στον Υπουργό Εσωτερικών τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για πολιτογράφηση διατηρώντας ευρεία διακριτική ευχέρεια στο συγκεκριμένο ζήτημα, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τη διαχρονική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. ISSA E.E. ALYATIM ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 33/11, ημερ. 25.10.2016 και στην Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, επίσης MOJTABA E.G. MEIDAN ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1644/2010, ημερ. 15.10.2013).

 

Όπως έχει κατ΄ επανάληψη τονιστεί μέσα από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το ζήτημα της πολιτογράφησης άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της και επομένως το ακυρωτικό Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας (βλ. Tulin Sabahatin Veysel κ.ά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010 και Boulatnikova v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Yousife Mohamad v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. (2010) 3 Α.Α.Δ. 18, «η πολιτογράφηση είναι μία εξουσία η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης».  

 

Σχολιάζοντας την παρατήρηση του δικηγόρου του Αιτητή ότι, ενώ στην έκθεση της η αρμόδια λειτουργός των Καθ΄ων η Αίτηση καταγράφει ότι ικανοποιούνται όλες οι προϋποθέσεις που τάσσονται από το νόμο για πολιτογράφηση του Αιτητή, εντούτοις εν τέλει εκδίδεται αρνητική απάντηση, το Δικαστήριο παραπέμποντας στη πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου παρατηρεί ότι, το γεγονός ότι ο Αιτητής κατέχει και πληροί τα προσόντα που προνοούνται από τη νομοθεσία, δεν νοηματοδοτεί αφ' εαυτού δικαίωμα πολιτογράφησης αυτού. 

 

Ειδικότερα, στην υπόθεση Angela Siomina Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005)  3 Α.Α.Δ. 307, λέχθηκαν τα εξής διαφωτιστικά ως προς το υπό εξέταση ζήτημα:

 

«Το αναφερθέν άρθρο 5(2) του Νόμου δεν παρέχει στον αλλοδαπό δικαίωμα πολιτογράφησης. Του παρέχει το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση όπου θεωρεί ότι συντρέχουν οι τιθέμενες σ' αυτό προϋποθέσεις. Και παρέχει στον Υπουργό την εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα. Οπότε ο Υπουργός «μπορεί να μεριμνήσει» για την πολιτογράφηση αλλοδαπού.  Πρόκειται για κρατική εξουσία η οποία, σε αυτές τις περιπτώσεις, ασκείται νόμιμα εφόσον ασκείται καλόπιστα. Ο ασκών την εξουσία δεν παύει  να ενεργεί καλόπιστα όπου η απόφαση του για τη μη πολιτογράφηση αλλοδαπού στηρίζεται  μόνο σε λογική αμφιβολία και όχι σε ο,τιδήποτε πέραν αυτής.  Εφόσον λοιπόν τηρείται η προϋπόθεση της καλής πίστης, η κρίση της διοίκησης αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη. Το ίδιο όπως και στην περίπτωση εφαρμογής του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 (όπως τροποποιήθηκε).  Ισχύουν κατ' αναλογίαν και εδώ τα όσα ανέφερε ο Πικής, Δ., (όπως ήταν τότε) στην Amanda Marga v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2583, στη σελ. 2587, τα οποία επικροτήθηκαν  από την Ολομέλεια στη Moyo & Another v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203 και σε μεταγενέστερη νομολογία.».

 

Εξετάζοντας τα όσα προβάλει ως λόγους ακύρωσης η πλευρά του Αιτητή, έχω μελετήσει ενδελεχώς τον διοικητικό φάκελο, ο οποίος περιλαμβάνει όλα τα έγγραφα της σχετικής διαδικασίας, όπως τα έχω καταγράψει στα γεγονότα της υπόθεσης ανωτέρω και θα συμφωνήσω πλήρως με τα όσα υποστηρίζονται από τους Καθ΄ων η Αίτηση. Εν προκειμένω, οι Καθ' ων η αίτηση, εντός της διακριτικής ευχέρειας που δίδει ο Νόμος στη διοίκηση, ενήργησαν καλόπιστα και αφού διενήργησαν τη δέουσα έρευνα, εκτίμησαν τα δεδομένα τα οποία αφορούν την περίπτωση του Αιτητή και αιτιολόγησαν πλήρως την απόφασή τους, ενώ η αιτιολογία εν προκειμένω συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του οικείου διοικητικού φακέλου. Συνεπώς, ορθά κατέληξαν στην απόρριψη της αίτησης του Αιτητή να αποκτήσει την κυπριακή υπηκοότητα (βλ. Θεοδωρίδου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 146, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου Κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).

 

Στη παρούσα περίπτωση διαπιστώνω ότι, εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση διεξήχθη η δέουσα έρευνα και τίποτε το αντιφατικό, αόριστο ή ασαφές λήφθηκε υπόψιν. Αντίθετα, η συγκεκριμένη αίτηση εξετάστηκε στα πλαίσια της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης και κανένας από τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης δεν φαίνεται να ευσταθεί. Δεν δύναται να επηρεάσει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης η χρονική διάρκεια της παράνομης διανομής του Αιτητή στην Δημοκρατία. Σημασία έχει ότι είχε παράνομα εισέλθει και παράνομα διέμενε στη Δημοκρατία. Η συμπεριφορά και η στάση του αυτή, ορθά κρίθηκε, στα πλαίσια της ευρείας διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης σε ζητήματα πολιτογράφησης, ως έλλειψη σεβασμού και μη τήρηση των νόμων της Δημοκρατίας εκ μέρους του.

 

Συνοψίζοντας τα πιο πάνω, καταλήγω ότι, στην παρούσα υπόθεση, ουδείς εκ των προβαλλόμενων από τον Αιτητή λόγων ακύρωσης μπορεί να επιτύχει.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα 1000 Ευρώ υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.                                                               

 

 Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.                               


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο