
Υπόθεση Αρ. 94/2018 κ.α.
(95/18, 279/18, 280/18, 293/18, 303/18, 304/18, 343/18, 377/18)
20 Ιουνίου, 2025
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Αρ. Προσφυγής: 94/18
Μεταξύ:
Σ. Σ.
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
1. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως
2. Αρχηγού Αστυνομίας
Καθ' ων η Αίτηση
__________________
Αρ. Προσφυγής: 95/18
Μεταξύ:
Μ. Ν.
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
1. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως
2. Αρχηγού Αστυνομίας
Καθ' ων η Αίτηση
__________________
Αρ. Προσφυγής: 279/18
Μεταξύ:
Π. Δ.
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
1. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως
2. Αρχηγού Αστυνομίας
Καθ' ων η Αίτηση
__________________
Αρ. Προσφυγής: 280/18
Μεταξύ:
1. Κ. Π.
2. Μ. Χ.
3. Κ. Λ.
Αιτητών
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
1. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως
2. Αρχηγού Αστυνομίας
Καθ' ων η Αίτηση
__________________
Αρ. Προσφυγής: 293/18
Μεταξύ:
Γ. Γ.
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
1. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως
2. Αρχηγού Αστυνομίας
Καθ' ων η Αίτηση
__________________
Αρ. Προσφυγής: 303/18
Μεταξύ:
Ξ. Φ.
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
1. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως
2. Αρχηγού Αστυνομίας
Καθ' ων η Αίτηση
__________________
Αρ. Προσφυγής: 304/18
Μεταξύ:
Α. Κ.
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
1. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως
2. Αρχηγού Αστυνομίας
Καθ' ων η Αίτηση
__________________
Αρ. Προσφυγής: 343/18
Μεταξύ:
Α. Χρ.
Αιτητή
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
1. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως
2. Αρχηγού Αστυνομίας
Καθ' ων η Αίτηση
__________________
Αρ. Προσφυγής: 377/18
Μεταξύ:
Ε. Π.
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
1. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως
2. Αρχηγού Αστυνομίας
Καθ' ων η Αίτηση
Γ. Καραπατάκης, δικηγόρος των αιτητών στις υποθέσεις αρ. 94/18, 95/18, 279/18, 280/18, 303/18 και 304/18.
Xρ. T. Τιμοθέου, δικηγόρος για τον αιτητή στην υπόθεση αρ. 293/18.
Ελ. Τόλα (κα), για Μάριος Ηλιάδη και Συνεταίροι ΔΕΠΕ, δικηγόροι για τον αιτητή στην υπόθεση αρ. 343/18.
Θ. Παπαθεοδώρου, δικηγόρος για τον αιτητή στην υπόθεση αρ. 377/18.
Αλ. Ελευθερίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η Αίτηση.
Ν. Κλεάνθους (κα), για Χρίστο Μ. Τριανταφυλλίδη δικηγόρο για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, Μ. Κ., Μ. Β., Μ. Π., Ι. Κ., Α. Α., Κ. Λ., Π. Π., Χ. Ζ., Π. Ζ., όπου αυτοί εμφανίζονται.
Χρ. Χριστοφόρου, δικηγόρος για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Γ. Σ. όπου αυτός εμφανίζεται.
Μελ. Χατζηχρυσάνθου για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, δικηγόροι για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Στ. Αρ. στις υποθέσεις αρ. 94/18, 280/18, 293/18 και 377/18.
Ευάγγελος Χειμώνας, δικηγόρος για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Κ. Κ. και Ν. Σ., όπου αυτοί εμφανίζονται.
Χρ. Πέτρου(κα), για Δημητρίου και Δημητρίου ΔΕΠΕ, δικηγόροι για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Σ. Π. στις υποθέσεις αρ. 95/18, 280/18, 279/18 και 303/18.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ : Με τις υπό κρίση προσφυγές οι Αιτητές προσβάλλουν τις προαγωγές συνολικά εικοσιπέντε (25) Ενδιαφερομένων Μερών στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου ως δημοσιεύτηκαν στις Εβδομαδιαίες Διαταγές ημερ.25.12.2017, και ζητούν όπως η προσβαλλόμενη πράξη κριθεί ως παράνομη, άκυρη και χωρίς αποτέλεσμα. Στο τέλος της παρούσας απόφασης παρατίθενται ονομαστικοί κατάλογοι με τα Ενδιαφερόμενα Μέρη ενάντια στα οποία στρέφεται η κάθε προσφυγή.
Ενώπιον του Δικαστηρίου έχουν κατατεθεί δεκαπέντε (15) συνολικά διοικητικοί φάκελοί, όπου, ως και η κοινή δήλωση των μερών κατά τις Διευκρινήσεις, βρίσκονται όλα τα ουσιαστικά στοιχεία σε σχέση με την επίδικη διαδικασία, τα οποία αφορούν τόσο τους Αιτητές όσο και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης, εν συντομία, έχουν ως εξής.
Στο πλαίσιο της υπό κρίση προαγωγικής διαδικασίας, στις 24 Απριλίου 2017, διορίστηκαν από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως κατόπιν διαβούλευσης με τον Αρχηγό Αστυνομίας, τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης, της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων και του Συμβουλίου Κρίσεως, σύμφωνα με τους Κανονισμούς 6, 7(6) και 8 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004 (Κ.Δ.Π. 214/2004), ως αυτοί ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Η Επιτροπή Αξιολόγησης άρχισε τις εργασίες της στις 9.6.2017 και ολοκλήρωσε τις αξιολογήσεις των υποψηφίων στις 7.8.2017. Αξιολογήθηκαν συνολικά 187 υποψήφιοι. Ειδικότερη αναφορά στη σύνθεση και λειτουργία της Επιτροπής, γίνεται πιο κάτω. Ακολούθως, η Επιτροπή συνέταξε την έκθεση της, την οποία παρέδωσε μαζί με τον ονομαστικό κατάλογο των αξιολογούμενων κατά σειρά επιτυχίας στην Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων με επιστολή της ημερομηνίας 8.9.2017.
Στις 18.09.2017 ο Πρόεδρος της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων, με επιστολή του προς τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Κρίσεως, Υπαρχηγό Αστυνομίας, τον πληροφόρησε ότι η Επιτροπή ολοκλήρωσε τη μελέτη των (συνολικά πενήντα οκτώ) ενστάσεων που υποβλήθηκαν για αξιολόγηση των υποψηφίων στον βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου στην Αστυνομία και κατάρτισε κατάλογο 98 υποψηφίων. Η Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων, αφού ολοκλήρωσε τις εργασίες της και τη μελέτη των υποβληθεισών ενστάσεων, υπέβαλε την έκθεσή της, ημερομηνίας 22.11.2017, καθώς και όλα τα σχετικά έγγραφα, στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Κρίσεως.
Το Συμβούλιο Κρίσεως αφού ολοκλήρωσε το έργο του πραγματοποιώντας συνεντεύξεις των υποψηφίων, υπέβαλε στις 19.10.2017 στον Αρχηγό Αστυνομίας την δική του έκθεση και τα σχετικά με τη διαδικασία έγγραφα, περιλαμβανομένου του Πίνακα Συστηνόμενων για προαγωγή στην επίδικη θέση, στον οποίο εκτίθετο η συνολική τελική βαθμολογία κάθε υποψηφίου, με σειρά επιτυχίας, ο οποίος πίνακας διαφοροποιείται ως προς τη κατάταξη αριθμού εκ των υποψηφίων στις εικοσιπέντε πρώτες θέσεις σε σχέση με τον Πίνακα ο οποίος υπεβλήθη στο Συμβούλιο Κρίσεως.
Ο Αρχηγός Αστυνομίας, δυνάμει του άρθρου 17(5) του περί Αστυνομίας Νόμου (Ν.73(Ι)/2004), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), και του Κανονισμού 9(7) των Κανονισμών του 2004, αποφάσισε να προχωρήσει στην επιλογή των εικοσιπέντε (25) ενδιαφερόμενων μερών ώστε θα προαχθούν στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου, από τις 20.12.2017, ακολουθώντας πιστά τη σειρά κατάταξης τους στον προαναφερόμενο Πίνακα. Ακολούθως, ο Αρχηγός Αστυνομίας ετοίμασε σχετική έκθεση ημερομηνίας 13.12.2017 την οποία υπέβαλε με επιστολή του ημερομηνίας 13.12.2017 στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης για να εξασφαλιστεί η έγκρισή του, σύμφωνα με το άρθρο 7(1) του Νόμου. Ο Υπουργός με την επιστολή του ημερομηνίας 20.12.2017 παρείχε την έγκριση του για προαγωγή των πιο πάνω, μεταξύ αυτών και των ενδιαφερομένων μερών, υποβάλλοντας σχετική επί του θέματος έκθεση ημερομηνίας 20.12.2017.
Ο Αρχηγός Αστυνομίας με επιστολή του, ημερομηνίας 21.12.2017 ενημέρωσε τους Αστυνομικούς Διευθυντές για την προαγωγή των Ενδιαφερόμενων Μερών. Οι εν λόγω προαγωγές δημοσιεύτηκαν στις Εβδομαδιαίες Διαταγές με αύξων Αρ. 52117, Μέρος ΙΙ, ημερομηνίας 25.12.2017.
Οι Αιτητές προωθούν δια των γραπτών τους αγορεύσεων σειρά λόγων ακύρωσης, οι οποίοι άπτονται όλου του φάσματος της επίδικης προαγωγικής διαδικασίας, μέχρι και τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Οι υπό των αιτητών εγειρόμενοι λόγοι ακύρωσης που προωθούνται, αφορούν, κυρίως, στην ορθότητα και νομιμότητα του συνόλου της προαγωγικής διαδικασίας που ακολουθήθηκε, η οποία επηρεάζει το σύνολο των Ε/Μ, ανεξαρτήτως προσφυγής.
Καταρχήν, εγείρονται και προωθούνται ζητήματα πάσχουσας σύνθεσης και λειτουργίας της Επιτροπής Αξιολόγησης και κατά συνέπεια πάσχουσας Έκθεσης της όπως και ελαττωματικού καταλόγου επιτυχίας των υποψηφίων, ζητήματα τα οποία αποτελούν λόγους δημοσίας τάξης και τα οποία εν πάση περιπτώσει εξετάζονται από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω, οι αιτητές επιχειρηματολογούν ότι τόσο η απόφαση της Επιτροπής Αξιολόγησης, όσο και αυτή της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων πάσχουν αφού εντοπίζονται κενά στην τήρηση άρτιων πρακτικών των σχετικών συνεδριών, είναι αναιτιολόγητες κατά παράβαση του Κανονισμού 9(4)(β) των Κανονισμών του 2004 και αποτελούν προϊόν πλάνης και μη διενέργειας της δέουσας έρευνας. Σχετικά, τίθεται ο ισχυρισμός ότι πάσχει η Έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης αναφορικά με την απόδοση μονάδων στα Ε/Μ. Όπως υποστηρίζεται, αναιτιολόγητα, πεπλανημένα και χωρίς τη διενέργεια της δέουσας έρευνας, τα προσόντα των αιτητών δεν κρίθηκαν συναφή με τα αστυνομικά καθήκοντα και δεν πιστώθηκαν οι αιτητές με τις καθορισμένες μονάδες που εδικαιούντο σε επιμέρους στοιχεία κρίσης, ενώ τα αντίστοιχα προσόντα συγκεκριμένων Ε/Μ κρίθηκαν σχετικά και τους αποδόθηκαν οι ανάλογες μονάδες, κατά παραβίαση της αρχής της ισότητας, αλλά και της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης.
Ακόμα, οι αιτητές προβάλλουν ότι πάσχει και η Έκθεση του Συμβουλίου Κρίσεως. Προωθείται ο ισχυρισμός ότι, υπήρξε αναιτιολόγητη η γενική εντύπωση του Συμβουλίου Κρίσεως σε σχέση με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξη, κατά παράβαση των διατάξεων των Κανονισμών και δη αυτών του Κανονισμού 9 (4)(β) των Κανονισμών του 2004. Συναφώς, προωθείται από τους αιτητές και ο ισχυρισμός ότι, το Συμβούλιο Κρίσεως δεν προέβη σε έρευνα αναφορικά με τη βαθμολόγηση των ακαδημαϊκών τους προσόντων και/ή δεν εξετάστηκαν οι λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκαν οι ενστάσεις τους από την Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων. Συναφώς, σε σχέση με την αιτιολόγηση της κρίσης του Συμβουλίου Κρίσεως, προβάλλεται επίσης ότι η δοθείσα βαθμολόγηση για τους υποψήφιους από το κάθε μέλος του Συμβουλίου, όσον αφορά την απόδοσή τους στην προσωπική συνέντευξη, υπήρξε αναιτιολόγητη, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων των Κανονισμών, καθιστώντας ωσαύτως αδύνατο τον δικαστικό έλεγχο. Υποστηρίζουν ότι, η βαθμολογία που απέδωσε το Συμβούλιο Κρίσεως στους υποψήφιους, ήταν αυτή που καταλυτικά έκρινε τη τελική τους κατάταξη, επιβαλλόταν η περαιτέρω αιτιολογία, προς εκπλήρωση του καθήκοντος αιτιολόγησης, δυνάμει των Κανονισμών. Κατά τους αιτητές, η σημείωση από το Πρόεδρο και τα μέλη του Συμβουλίου Κρίσεως, των σημείων V, X, δεν καλύπτει την απαίτηση του Κανονισμού 9(4)(β) των Κανονισμών ως προς την αιτιολόγηση της δοθείσας βαθμολογίας. Προβάλλεται επίσης ότι στο, υπό του Κανονισμού 9(5) των Κανονισμών προβλεπόμενο έντυπο του Συμβουλίου Κρίσεως, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για όλους τους υποψήφιους, καταγράφεται ο μέσος όρος της βαθμολογίας που εξασφάλισε ο κάθε υποψήφιος από την, ενώπιον του Συμβουλίου, προσωπική συνέντευξη, χωρίς να αιτιολογείται η δοθείσα βαθμολογία ενώ απλά επαναλαμβάνεται σε ένα ενιαίο κείμενο η αριθμητική αποτίμηση των απαντήσεων των υποψηφίων.
Ολοκληρώνοντας την παράθεση συνολικά των επιχειρημάτων των αιτητών, καταγράφω επίσης ότι αυτοί τρέφονται και κατά της απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας την οποία χαρακτηρίζουν αναιτιολόγητη. Ισχυρίζονται δηλαδή ότι, ο Αρχηγός ακολούθησε πιστά τη σειρά κατάταξης των υποψηφίων, χωρίς ο ίδιος να προβεί σε επαρκή και/ή τη δέουσα έρευνα και χωρίς να δώσει αιτιολογία για τον λόγο επιλογής των Ε/Μ. Ειδικότερα, ο Αιτητής στην προσφυγή αρ. 343/2018 στρέφεται και κατά την εγκριτικής πράξης του Υπουργού, υποβάλλοντας ότι ο Υπουργός όφειλε να εντοπίσει και να άρει τα σφάλματα του Συμβούλιου Κρίσεως και να επιλέξει τον συγκεκριμένο υποψήφιο λόγω έκδηλης υπεροχής λόγω υπέρτερης αρχαιότητας και πείρας τα οποία επαυξάνουν την αξία του, γεγονός το οποίο καθιστά τη διαδικασία τρωτή.
Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι θέσεις των Καθ' ων η αίτηση, αλλά και των Ε/Μ, οι οποίοι αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν διενέργειας της δέουσας έρευνας, καθόλα ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ' ων η αίτηση και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Τόσο η πλευρά των Καθ' ων η αίτηση όσο και αυτή των Ε/Μ τονίζουν ότι, η διαδικασία που ακολουθήθηκε, από την αρχή μέχρι και τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης υπήρξε σύννομη, όλα δε τα όργανα που συμμετείχαν στη λήψη της επίδικης απόφασης, λειτούργησαν και/ή ενήργησαν σύμφωνα με την οικεία πρωτογενή και δευτερογενή νομοθεσία και εντός των αρμοδιοτήτων τους, όπως αυτές προβλέπονται στους Κανονισμούς. Προβάλλεται με έμφαση ότι υπήρξε καθόλα σύννομη η σύνθεση και λειτουργία της Επιτροπής Αξιολόγησης, αλλά και της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων, ενώ δεν εντοπίζονται κενά στην τήρηση άρτιων πρακτικών των σχετικών συνεδριών και ούτε κενά αιτιολογίας και έρευνας, είτε στην έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης, είτε σε αυτήν της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων. Ειδικότερα όσον αφορά στους λόγους ακύρωσης που άπτονται των ενεργειών της Επιτροπής Αξιολόγησης, ο συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση υποστηρίζει ότι η αρμόδια Επιτροπή εφάρμοσε την οικεία νομοθεσία και δεν έχει διαφανεί ότι εμφιλοχώρησε πλάνη ή ότι το διοικητικό όργανο έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του εξουσίας. Τονίζεται δε ότι, το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη κρίση του αρμόδιου οργάνου με τη δική του, αναφορικά με την ορθότητα της πράξης, που εν προκειμένω θεωρείται νόμιμη, εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας.
Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με τους συνηγόρους των Καθ' ων η αίτηση και των Ε/Μ πλήρως και/ή επαρκώς αιτιολογημένη και σε συμβατότητα με την οικεία νομολογία επί του θέματος, υπήρξε και η απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεως. Ειδικότερα ως προς τους ισχυρισμούς περί πάσχουσας αιτιολόγησης της κρίσης του Συμβουλίου Κρίσεως, αντιτείνουν πως, από τα παραρτήματα της έκθεσης του Συμβουλίου Κρίσεως, προκύπτει ότι, για κάθε σημείο της ορθής απάντησης στις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν κατά την προσωπική συνέντευξη, αναλογούσαν συγκεκριμένες μονάδες, στα δε έντυπα γινόταν επιμερισμός των στοιχειών και κριτήριων που βαθμολογήθηκαν από το Συμβούλιο Κρίσης. Συνεπώς, κατά τη σχετική εισήγηση, από μόνα τους τα έντυπα, παρείχαν επαρκή αιτιολόγηση και η απόδοση των μονάδων σε κάθε υποψήφιο ήταν πλήρως και επαρκώς αιτιολογημένη, στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων που καθορίστηκαν από το Συμβούλιο Κρίσεως και τα οποία ίσχυσαν για όλους τους υποψήφιους. Όπως συναφώς ισχυρίζονται οι συνήγοροι των Καθ' ων η αίτηση, από τα έντυπα που συμπληρώθηκαν για κάθε υποψήφιο, προκύπτουν οι λόγοι απόδοσης συγκεκριμένων μονάδων και καθιστούν ευχερή το δικαστικό έλεγχο. Ακόμα, σχολιάζοντας την τελική απόφαση του Αρχηγού αναφορικά με την επιλογή και/ή σύσταση των Ε/Μ, την οποία και ενέκρινε ο Υπουργός, απαντούν ότι, αυτή υπήρξε καθόλα νόμιμη και βρίσκεται σε συμβατότητα και/ή ουδόλως συγκρούεται με τα στοιχεία των οικείων διοικητικών φακέλων. Συναφώς, προβάλλεται και ο ισχυρισμός ότι, ορθώς αξιολογήθηκαν οι υποψήφιοι στα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης και η τελική απόφαση υπήρξε εύλογα επιτρεπτή, ενώ σε καμία περίπτωση οι αιτητές απέδειξαν έκδηλη υπεροχή έναντι των Ε/Μ, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει, και, συνακόλουθα, δε νομιμοποιούνται να προωθούν οποιουσδήποτε ισχυρισμούς, αφού, βάσει της αρχής του τεκμηρίου της νομιμότητας και κανονικότητας, η διοικητική πράξη θεωρείται νόμιμη.
Το ζήτημα πάσχουσας σύνθεσης της Επιτροπής Αξιολόγησης και ταυτόχρονα της εκ μέρους της, ως υποστηρίζεται, μη τήρησης άρτιων πρακτικών, θα πρέπει να εξεταστεί κατά προτεραιότητα, δεδομένου ότι αποτελεί και λόγο δημοσίας τάξεως ο οποίος εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (Απόφαση Πλήρους Ολομέλειας στην Sigma Radio TV Ltd ν. Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 ΑΑΔ 134 η οποία υιοθέτησε την απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών ν. Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 ΑΑΔ 314).
Στην υπό κρίση περίπτωση, η επίδικη προαγωγική διαδικασία ρυθμίζεται στο Μέρος ΙΙ των Κανονισμών, που φέρει τίτλο «Προαγωγές μέχρι το βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου». Σε συμβατότητα με το σχετικό κανονιστικό πλαίσιο, η πρώτη αξιολόγηση των υποψηφίων έγινε από την Επιτροπή Αξιολόγησης, η οποία καθιδρύθηκε σύμφωνα με τον Κανονισμό 6 των Κανονισμών.
Προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία ότι, πράγματι, κατά την αρχική συνέδρια της Επιτροπής, ημερομηνίας 21.9.2017, κατά την οποία αποφασίστηκε ο τρόπος και η μεθοδολογία αξιολόγησης των προσόντων καθώς και τα κριτήρια αξιολόγησης των υποψηφίων, η Επιτροπή συνεδρίασε υπό τριμελή σύνθεση (παρουσία του Προέδρου της και των δυο διορισμένων εκ του Υπουργού μελών της), χωρίς να παρίστανται τα άλλα δυο μέλη που συγκροτούν την Επιτροπή, ως ο προαναφερθείς Κανονισμός 6 ορίζει. Κατά τους αιτητές πρόκειται για ελαττωματική σύνθεση της Επιτροπής, η οποία συμπαρασύρει την προσβαλλόμενη πράξη προαγωγής των Ε/Μ σε ακυρότητα.
Όπως όμως ορθώς υποδεικνύεται εκ μέρους των Ε/Μ, ο εν λόγω ισχυρισμός όσον αφορά τις εργασίες της Επιτροπής μέχρι το συγκεκριμένο χρονικό σημείο θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, και τούτο καθότι, όπως προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά των συνεδριάσεων που ακολούθησαν, στη συνέχεια, η Επιτροπή Αξιολόγησης, απαρτιζόμενη και από τα πέντε μέλη της, όπως προβλέπεται στον Κανονισμό 6 των Κανονισμών, συνεδρίασε εκ νέου, στην δεύτερη συνεδρίαση η οποία έγινε ανά αστυνομικό τμήμα/διεύθυνση, επαναλαμβάνοντας εξ' υπαρχής τη διαδικασία. Στις εν λόγω συνεδρίες, η Επιτροπή, στην παρουσία όλων των μελών της, προέβη εκ νέου σε συζήτηση και λήψη απόφασης, καθορίζοντας τη συνάφεια και μεθοδολογία αξιολόγησης των προσόντων και πιστοποιητικών των υποψήφιων, καθώς και των κριτήριων αξιολόγησης των υποψήφιων, αναφορικά με την μακρά ευδόκιμη υπηρεσία τους, τις εκπαιδεύσεις, τις ιδιαίτερες επιδεξιότητες και την κατοχή της γνώσης ξένων γλωσσών. Σχετικά είναι τα αντίστοιχα, για το κάθε τμήμα/ μονάδα της Αστυνομίας, πρακτικά της Επιτροπής Αξιολόγησης, ημερομηνίας 20/7/2017, 24/7/2017, 25/7/2017, 26/7/2017, 27/7/2017, 28/7/2017, 31/7/2017, 1/8/2017, 2/8/2017, 4/8/2017 και 7/8/2017.
Τα πιο πάνω, υποστηρίζει και το άρθρο 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), όπου ρυθμίζονται ειδικά τα ζητήματα αλλαγής της σύνθεσης του διοικητικού οργάνου όταν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες της μίας συνεδρίες, με τη συμμετοχή μελών που απουσίαζαν από προηγούμενη συνεδρία.
Άμεσα σχετική με το υπό συζήτηση ζήτημα, είναι η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αντέννα Λιμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2013) 3 Α.Α.Δ 242, στην οποία τονίστηκε ότι, η απουσία συγκεκριμένου μέλους από την πρώτη συνεδρία, η οποία, όπως σημειώθηκε, δεν ήταν προκαταρκτικού χαρακτήρα, ουδόλως θα μπορούσε να επηρεάσει την εγκυρότητα της απόφασης του συλλογικού οργάνου, νοουμένου ότι θα ετίθεντο σε εφαρμογή οι πρόνοιες του προεκτεθέντος άρθρου 22, οι οποίες προβλέπουν είτε την εξ υπαρχής επανάληψη της διαδικασίας και της συζήτησης που προηγήθηκε, όπως και συνέβη εν προκειμένω, είτε την πλήρη ενημέρωση του απόντος μέλους, με όλα τα αναγκαία για τη λήψη απόφασης στοιχεία.
Ως εκ των πιο πάνω, είναι σαφές ότι, η ελλαττωματική σύνθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης κατά την πρώτη συνεδρία στη συνέχεια θεραπεύτηκε στη συνέχεια, δεδομένου ότι την συγκεκριμένη συνεδρία, ακολούθησε νέα συνεδρία της Επιτροπής ανά τμήμα / επαρχία / μονάδα, όπου η Επιτροπή, ενεργώντας πλέον υπό νόμιμη σύνθεση παρουσία και των πέντε μελών της, επανέλαβε από την αρχή τη διαδικασία εξέτασης του θέματος και προέβη σε εκ νέου λήψη απόφασης περί των κριτήριων και της μεθοδολογίας αξιολόγησης των υποψήφιων (Πορτίδη ν. Δήμου Πάφου, Υποθ. Αρ. 858/2014, απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου ημερ. 31.3.2017).
Ωστόσο, ακολούθησε το επόμενο στάδιο όπου η Επιτροπή Αξιολόγησης μετά την αξιολόγηση όλων των υποψηφίων για προαγωγή στον βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου, με επιστολή της προς τον πρόεδρο της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων, ημερομηνίας 6.09.2017 ετοίμασε και παρέδωσε την Έκθεση της ημερομηνίας 23.08.2017 και τον Ονομαστικό Κατάλογο των αξιολογούμενων κατά σειρά επιτυχίας, καθώς και κατάλογο των αξιολογούμενων κατά αλφαβητική σειρά. Τα εν λόγω έγγραφα έχουν κατατεθεί στο Δικαστήριο και περιλαμβάνονται στον φάκελο ο οποίος έχει σημειωθεί ως Τεκμήριο 1. Όπως υποδεικνύουν οι δικηγόροι των αιτητών και διαπιστώνει το Δικαστήριο, μόνο τα τρία από τα πέντε μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης συνέταξαν και υπέγραψαν την «Έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης για προαγωγή στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου στην Αστυνομία», ημερομηνίας 23.08.2017 και αφετέρου τα εν λόγω τρία μέλη συνέταξαν και υπέγραψαν τον προβλεπόμενο από τον Κανονισμό 7(5) των περί Αστυνομίας (Προαγωγών) Κανονισμων (Κ.Δ.Π. 214/2004) ονομαστικό κατάλογο των αξιολογούμενων κατά σειρά επιτυχίας. Ομοίως τα ίδια αυτά πρόσωπα, υπογράφουν και την επιστολή ημερομηνίας 6.09.2017.
Υποδεικνύοντας τούτο ως δεδομένο, είναι ο ισχυρισμός των Αιτητών ότι, εφόσον δεν ήταν νόμιμη η σύνθεση της Επιτροπης Αξιολόγησης κατά την σύνταξη και την υπογραφή της Έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης και κατά την σύνταξη και την υπογραφή του ονομαστικού καταλόγου των αξιολογούμενων κατά σειρά επιτυχίας, είναι ακυρωτέες λόγω κακής συνθέσεως αυτής και συμπαρασύρει, ως εκ τούτου, την επίδικη απόφαση σε ακυρότητα. Ακόμα προβάλλεται ότι, από τα πρακτικά της Επιτροπής στα οποία καταγράφονται όλα όσα διημείφθησαν, δεν φαίνεται η διαδικασία σύνταξης της έκθεσης και του καταλόγου επιτυχόντων, καθιστώντας ωσαύτως μη εφικτή τη διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου.
Αντίθετα, υποστηρίζεται από τους Καθ΄ων η αίτηση και κυρίως από τους δικηγόρους των Ε/Μ ότι, ουδόλως ευσταθούν τα όσα προβάλλουν οι αιτητές περί παρανομίας κατά την ετοιμασία του καταλόγου των υποψηφίων, ο οποίος είχε ετοιμαστεί και παραδοθεί πριν την σύνταξη της έκθεσης της Επιτροπής ημερομηνίας 23/8/2017, ούτε ότι όφειλαν οι ονομαστικοί κατάλογοι των υποψηφίων να υπογραφούν από όλα τα μέλη της Επιτροπής, αφού ουδεμιά κανονιστική υποχρέωση υφίσταται για υπογραφή του καταλόγου, πόσο μάλλον για υπογραφή του από όλα τα μέλη της Επιτροπής. Τονίζεται δε από τα Ε/Μ ότι, επειδή ο Κανονισμός 7(5) των Κανονισμών δεν προβλέπει ειδική μέθοδο ετοιμασίας καταλόγου, και υποστηρίζεται ότι η ετοιμασία καταλόγου αποτελεί ξεκάθαρα μια καθόλα μηχανιστική πράξη και συνίσταται στην αντιγραφή - αποτύπωση της ήδη δοθείσας βαθμολογίας που έλαβε κάθε υποψήφιος στο έντυπο αξιολόγησης. Συνεπώς, καταλήγει επί του συγκεκριμένου θέματος στην αγόρευση του ο κ.Τριανταφυλλίδης, «εάν ακόμα υπήρχε η οποιαδήποτε παρατυπία κατά τη διαδικαστική ετοιμασία του καταλόγου, μια τέτοια παράβαση καταλήγει επουσιώδης, αφού ουδόλως επηρεάζει τους Αιτητές».
Το συγκεκριμένο ακριβώς ζήτημα απασχόλησε πρόσφατα το Διοικητικό Δικαστήριο όπου οι Δικαστές Α.Ευσταθίου – Νικολεττοπούλου ΔΔΔ και Γ.Σεραφειμ ΔΔΔ (όπως ήταν τότε) σε ξεχωριστές αποφάσεις τους, έκριναν ότι η παράληψη υπογραφής από όλα τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης της Έκθεση της συνιστά ουσιαστική διαδικαστική παρατυπία από την οποία πλήττεται το κύρος της τελικής απόφασης η οποία οδηγούσε σε ακύρωση την επίδικη απόφαση.
Συγκεκριμένα, στην απόφαση ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ κ.α., Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 781/2018 & 879/2018, 31/10/2022, η Α. Ευσταθίου – Νικολεττοπούλου ΔΔΔ (όπως ήταν τότε) κατέληξε ως ακολούθως (η έμφαση προστίθεται).
«Δεν συμφωνώ δε με τη θέση που προβάλλεται από τους καθ' ων η αίτηση, ότι η απουσία υπογραφής της Έκθεσης της Επιτροπής Αξιολόγησης και του ονομαστικού καταλόγου των επιτυχόντων και από τα δύο άλλα μέλη, συνιστά επουσιώδη τύπο.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την έννομη λειτουργία του συλλογικού οργάνου είναι η νόμιμη του συγκρότηση. Εν προκειμένω, προϋπόθεση της νόμιμης υπόστασης και λειτουργίας της Επιτροπής Αξιολόγησης αλλά και του έγκυρου των αποφάσεων της, αποτελεί η συγκρότηση της από όλα τα πρόσωπα τα οποία έχουν καθοριστεί από τη σχετική Νομοθεσία.
Η απουσία των δύο μελών τα οποία προβλέπονται από το Νόμο από τη σύνθεση της Επιτροπής κατά την οποία ετοιμάστηκε η Έκθεση της και η σειρά επιτυχίας των υποψηφίων σε καταλόγους, στοιχεία τα οποία διαδραματίστηκαν και επιμέτρησαν στην τελική απόφαση προαγωγή των Ε/Μ, συνιστούν ουσιαστική διαδικαστική παρατυπία από την οποία πλήττεται το κύρος της τελικής απόφασης.
Στην Σκίτσας & Παρασκευάς Ξυλουργικές Επιχειρήσεις Λτδ v. Κυπριακής Δημοκρατίας , Υπόθεση Αρ. 654/2002, ημερομηνίας 31/12/2003, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά σε σχέση με τον διαχωρισμό των τύπων σε ουσιώδεις και μη:
Εχει νομολογηθεί ότι μόνο παράβαση ουσιώδους τύπου καθιστά την πράξη παράνομη (Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2771/29.1.99, Παπαλουκά κ.α. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου, Α.Ε. 1908/16.9.98, A. Lumiere Television Ltd v. Αντέννα κ.α., Α.Ε. 2032/27.2.98).
Το ερώτημα κατά πόσο παράβαση τύπου είναι ουσιώδης ή όχι εξαρτάται από την επίδραση που έχει η παράλειψη του τύπου στη συγκεκριμένη πράξη (Παπαλουκά και Lumiere Television (πιο πάνω) - Βλ. και Η. Κυριακόπουλου, «Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον», Τόμος Β, σελ. 380: «Ουσιώδης είναι ο τύπος εφ΄ όσον η τήρησις αυτού, ενδεχομένως, ασκή επιρροήν επί του περιεχομένου της πράξεως, ή η μη τήρησις αυτού καθιστά την πράξιν ανεφάρμοστον ή αμφιβόλου περιεχομένου.» - Βλ., επίσης, και Θ. Τσάτσου, «Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», σελ. 232: «Επουσιώδης είναι ο τύπος οσάκις η μη τήρησις αυτού δεν ενδέχεται να επηρεάση το περιεχόμενον της πράξεως, ουδέ να καταστήση τούτο αμφίβολον ή ανεφάρμοστον»).
Σύμφωνα με το Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο του Α.Ι. Τάχου, 4η έκδοση, 1993, σελ. 391-392 «η νομιμότητα των τύπων της διοικητικής πράξης κρίνεται βάσει της νομοθεσίας, η οποία ισχύει κατά το χρόνο της έκδοσης της. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συγγραφέα οι τύποι διακρίνονται ως (α) εσωτερικοί, (β) προηγούμενοι και (γ) ουσιώδεις και επουσιώδεις. Ουσιώδεις - συνεχίζει ο ευπαίδευτος συγγραφέας - είναι εκείνοι οι οποίοι επηρεάζουν το περιεχόμενο της διοικητικής πράξης ή γενικότερα, όταν η τήρησή τους συντελεί, με βεβαιότητα, στο σύννομο της διοικητικής ενέργειας ιδίως με το σκοπό προστασίας του διοικουμένου. Γι΄ αυτό το λόγο, ο δικαστής εξετάζει αυτεπάγγελτα την τήρηση του ουσιώδους τύπου (ΣΕ 4301/1987). Παραδείγματα: Η «προηγούμενη ακρόαση» του διοικούμενου κατά το άρθρο 20 § 2 Συντ. συνιστά ουσιώδη τύπο (βλ. κατωτέρω § 6), ενώ η πρωτοκόλληση της διοικητικής πράξης συνιστά επουσιώδη τύπο (ΣΕ 4602/1977).
Με την τήρηση των τύπων συντρέχει εγγύηση τήρησης και κατ΄ ουσία του οικείου κανόνα δικαίου. Ορισμός του ουσιώδους και του επουσιώδους δεν γίνεται από το Νομοθέτη κατά τρόπο γενικό. Συνεπώς η διάκριση εναπόκειται να γίνει από τον ελέγχοντα - ιδίως το δικαστή - τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης. Ενόψει πάντως της ανάγκης να διασφαλισθεί η ελευθερία των διοικούμενων, σε περίπτωση αμφιβολίας ο τύπος πρέπει να θεωρείται, δηλ. να τεκμαίρεται ουσιώδης.
Σύμφωνα με το «Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου», Τόμος Πρώτος, έκτη έκδοση, του Γ.Μ. Παπαχατζή, σελ. 614-615:
«β΄) Οι 'ουσιώδεις τύποι' που είναι απαραίτητο να τηρηθούν στις διοικητικές ενέργειες - Η δράση της δημόσιας διοικήσεως δεν είναι νόμιμη, όταν δεν τηρούνται οι τύποι οι επιβαλλόμενοι από τους νόμους στις διάφορες διοικητικές ενέργειες. Ιδίως όταν πρόκειται για την έκδοση νομικών πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας, είτε ειδικών ('εν στενή εννοία διοικητικών πράξεων') είτε κανονιστικών, μεριμνούν οι διοικητικοί νόμοι να τάσσουν ποικιλότατους τέτοιους 'ουσιώδεις τύπους' για τη νόμιμη έκδοσή τους. Οι 'τύποι' αυτοί αποσκοπούν στη διασφάλιση του νομίμου, του συντόνου και του ευστόχου (επιτυχούς) χαρακτήρα των λύσεων που το αρμόδιο διοικητικό όργανο δίνει κάθε φορά στα διάφορα ζητήματα και θέματα δράσεως. Ο κάθε θεσπιζόμενος από τη διοικητική νομοθεσία τύπος είναι κατά κανόνα 'ουσιώδης' χωρίς να χρειάζεται να προσθέτει κάθε φορά ο νόμος τη λεκτική έκφραση 'επί ποινή ακυρότητος'. Επομένως η παράλειψη της τήρησής του έχει ως συνέπεια παραβάσεις του νόμου και ακυρότητες. Εξαιρετικές είναι οι περιπτώσεις που ο ακυρωτικός δικαστής μπορεί να κρίνει ότι κάποιος τύπος, έστω ρητώς από τον νόμο προβλεπόμενος, δεν έχει τον χαρακτήρα 'ουσιώδους τύπου'. Το θέμα της διακρίσεως των 'τύπων' του νόμου σε ουσιώδεις και μη είναι σε τελευταία ανάλυση ζήτημα εκτιμήσεως του δικαστού της αιτήσεως ακυρώσεως. Οι διοικητικές υπηρεσίες οφείλουν να υπολογίζουν ως 'ουσιώδεις' όλους τους υπό του νόμου οριζόμενους 'τύπους'.»
Στο «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», 2η έκδοση, του Π.Δ. Δαγτόγλου, παραγ. 583, υποδεικνύεται ότι λόγο ακυρώσεως αποτελεί κατά τον νόμο και η «παράβασις ουσιώδους τύπου διατεταγμένου περί την ενέργειαν της πράξεως». Στις παραγ. 585 - 586 διαβάζουμε τα εξής:
«585. - Όταν βέβαια χαρακτηρίζει ο νόμος ως λόγο ακυρώσεως την παράβαση ουσιώδους τύπου 'διατεταγμένου περί την ενέργειαν της πράξεως', εννοεί τον καθορισμό του από κανόνα δικαίου, επομένως όχι από απλή εγκύκλιο. Από την άλλη πλευρά όμως, ουσιώδης τύπος μπορεί να προβλέπεται όχι μόνο από τυπικό νόμο, αλλά και από κανονιστική πράξη της διοικήσεως μέσα στα όρια της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως/ή και από γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, όπως π.χ. η αιτιολογία.
586. - Στην συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να χαρακτηρισθεί ένας τύπος ως επουσιώδης, αν ο ενδιαφερόμενος, υπέρ του οποίου προβλέπεται, προέβη ήδη στην αποσκοπούμενη προς το συμφέρον του ενέργεια.»
Συνεπώς εν προκειμένω, συντρέχουν λόγοι που καθιστούν τη παράλειψη υπογραφής της Έκθεσης και του καταλόγου από τα δύο μέλη, ουσιώδη τύπο της διαδικασίας. Είναι ο ίδιος ο νομοθέτης που οριοθέτησε τη συγκρότηση και σύνθεση της Επιτροπής ως πενταμελούς, επιβάλλοντας την συμμετοχή όλων των μελών στη λειτουργία της Επιτροπής.
Υπό το φως των ανωτέρω, οι προσφυγές επιτυγχάνουν και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.»
Την πιο πάνω απόφαση υιοθέτησε κατ’ αναλογίαν και ο Γ. Σεραφείμ ΔΔΔ (όπως ήταν τότε) στις 31/08/2023 στην απόφαση ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΛΛΑΣΙΔΗΣ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ κ.α., Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 1611/2017, 1803/17, 1831/17, 1832/17, 1837/17, 4/18, 21/18, 22/18,42/18, 45/18 & 60/2018, όπου το Δικαστήριο κατέληξε ακριβώς στο ίδιο αποτέλεσμα, απορρίπτοντας την αντίστοιχη θέση των Καθ΄ων η αίτηση ότι «το ζήτημα της μη υπογραφής του σχετικού πίνακα αξιολόγησης αποτελεί μη ουσιώδη παρατυπία, η οποία δεν επηρεάζει την νομιμότητα της επίδικης απόφασης».
Το Δικαστήριο έκρινε και στην εν λόγω περίπτωση, ότι «η μη ύπαρξη υπογραφής της Έκθεσης της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Πίνακα Αξιολόγησης από δύο (2) μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης, συνιστά παράβασή ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και θέτει επιτυχώς υπό αμφισβήτηση την νομιμότητα της συγκεκριμένης Επιτροπής Αξιολόγησης, κατά τη σύνταξη της υπό αναφορά Έκθεσης και Πίνακα Αξιολόγησης, η οποία οδηγεί την προσβαλλόμενη με τις υπό εξέταση Προσφυγές απόφαση σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα μέρη (…) σε ακυρότητα».
Δεν παραλείπω να σημειώσω ότι διαφορετική προσέγγιση από το Διοικητικό Δικαστήριο υπήρξε στην απόφαση ημερ. 1/09/2023 στην Υπόθεση 237/2018 κ.α. Ανδρέας Παλλαρής ν. Κ.Δ. μέσω 1.Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, 2. Αρχηγού Αστυνομίας, από τον Φ.Κωμοδρόμο Π.Δ.Δ.. Ο Προέδρος του Δ.Δ., κατέληξε ότι η υπογραφή της Έκθεσης της Επιτροπής Αξιολόγησης και του ονομαστικού καταλόγου πρόκειται περί επουσιώδους τύπου, αναφέροντας ότι «Από τη στιγμή δε που ο Κανονισμός 7(5) των Κανονισμών δεν προβλέπει ειδική μέθοδο ετοιμασίας καταλόγου, θεωρώ ότι υπήρξε πλήρης συμμόρφωση με τα όσα ο εν λόγω Κανονισμός επιτάσσει, η οποία εξαντλείται στην υποχρέωση ετοιμασίας του καταλόγου, χωρίς ρητά να απαιτείται και η υπογραφή αυτού.» και «Συνακόλουθα, δεν τίθεται ζήτημα πάσχοντος και/ή ελαττωματικού καταλόγου, στον οποίο εν προκειμένω, αποτυπώνονται με πληρότητα, αρτιότητα και αναλυτικά, οι δοθείσες βαθμολογίες (τόσο η συνολική βαθμολογία όσο και οι επιμέρους) εκάστου υποψήφιου.»
Με όλο το σεβασμό στην προσέγγιση αυτή του Δικαστηρίου, δεν μπορώ να συμφωνήσω με την εν λόγω θέση, την οποία επικαλέστηκαν οι Καθ΄ων η αίτηση κατά τις Διευκρινήσεις, αλλά κυρίως προβάλλεται από τους δικηγόρους των Ε/Μ μέσω της γραπτής τους αγόρευσης.
Όπως προβλέπει ο Κανονισμός 6 των περί Αστυνομίας (Προαγωγών) Κανονισμών, την Επιτροπή Αξιολόγησης συγκροτούν πέντε πρόσωπα. Ως έχει διαπιστωθεί από το Δικαστήριο ανωτέρω, ενώ στη πρώτη συνεδρίαση συμμετείχαν μόνο τρία πρόσωπα ήτοι οι κ.κ. Χρ. Μxxxxx Βοηθός Αρχηγός ως Προέδρος, και οι Α. Πxxxxxxxxxxxxxxxxx και Ν. Νxxxxxxx ως Μέλη, στις συνεδριάσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης ημερομηνίας 20/7/2017, 24/7/2017, 25/7/2017, 26/7/2017, 27/7/2017, 28/7/2017, 31/7/2017, 1/8/2017, 2/8/2017, 4/8/2017 και 7/8/2017 συμμετείχαν και τα άλλα δύο μέλη ήτοι ο αντίστοιχος Διευθυντής Τμήματος / Επαρχίας και ο Βοηθός Διευθυντής Τμήματος / Επαρχίας. Αυτό, ως έχει διαπιστώσει το Δικαστήριο ανωτέρω, διόρθωσε την κακή σύνθεση μέχρι το στάδιο των αντίστοιχων συνεδριάσεων. Ωστόσο, από το λεκτικό των συγκεκριμένων, πανομοιότυπων πρακτικών, δεν προκύπτει οτιδήποτε πέραν της λήψης απόφασης περί των κριτήριων και της μεθοδολογίας αξιολόγησης των υποψήφιων. Ούτε εντοπίζεται από το Δικαστήριο οιοδήποτε έγγραφο ότι θα ακολουθούσε επόμενη συνεδρία, όπου θα συντασσόταν η Έκθεση της εν λόγω επιτροπής και η σύνταξη του ονομαστικού καταλόγου των αξιολογούμενων κατά σειρά επιτυχίας. Ως αποτέλεσμα των εργασιών της Επιτροπής Αξιολόγησης, σύμφωνα με την πρόνοια 7(5) των Κανονισμών, αποστάλθηκε προς τον πρόεδρο της Επιτροπής Εξέτασης Ενστάσεων η επιστολή ημερομηνίας 6.09.2017, μέσω της οποίας παραδίδεται η Έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης, ημερομηνίας 23.08.2017 και ο ονομαστικός κατάλογος των αξιολογούμενων κατά σειρά επιτυχίας, όπως και ο κατάλογος των αξιολογούμενων κατά αλφαβητική σειρά. Στα εν λόγω, ουσιαστικά δια την επίδικη διαδικασία, έγγραφα, θέτουν την υπογραφή τους μόνο τα τρία συγκεκριμένα πρόσωπα τα οποία φαίνεται να ενεργούν αυθαίρετα, ως αν να πρόκειται για ένα τριμελές σώμα.
Ανατρέχοντας στα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία και τον σχετικό διοικητικό φάκελο της Επιτροπής Αξιολόγησης, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να τείνει να αποδείξει νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήση των άλλων δύο μελών να παραστούν κατά την σύνταξη και την υπογραφή της Έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης και κατά την σύνταξη και την υπογραφή του ονομαστικού καταλόγου των αξιολογούμενων κατά σειρά επιτυχίας. Αυτό που προκύπτει είναι ότι, κατά την σύνταξη και την υπογραφή της Έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης και κατά την σύνταξη και την υπογραφή του ονομαστικού καταλόγου των αξιολογούμενων κατά σειρά επιτυχίας, μετείχαν μόνο τα τρία από τα πέντε μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης, χωρίς είχαν κληθεί και τα άλλα μέλη τα οποία την συνθέτουν, ώστε να συμμετέχουν στη λειτουργία και τις ενέργειες του προπαρασκευαστικού αυτού οργάνου, ούτως ώστε αυτό να ολοκληρώσει τις εργασίες του με νόμιμη σύνθεση.
Από το σύνολο των τηρηθέντων πρακτικών της Επιτροπής Αξιολόγησης, αδυνατώ να διαπιστώσω ότι πρόκειται για άρτια πρακτικά, δυνάμενα να υπαχθούν στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο (Παντελή Χασάπη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1346/2012, ημερ. 12.6.2015, ECLI:CY:AD:2015:D421), ούτως ώστε να διαπιστώσω τη νομιμότητα της διαδικασίας η οποία ακολουθήθηκε από την Επιτροπή Αξιολόγησης μέχρι και τη σύνταξη της Έκθεσης της. Συνεπώς, κρίνω ότι, βρίσκει ερείσματος και ο ισχυρισμός περί μη τήρησης άρτιων πρακτικών, αφού είναι παραδεκτό πως, η Έκθεση που ετοιμάστηκε από την Επιτροπή Αξιολόγησης δεν συντάχθηκε και εν πάση περιπτώσει δεν υπογράφτηκε από όλα τα μέλη της, αλλά παρά μόνο από τρία εξ αυτών.
Δεδομένου τούτου, εφόσον σύμφωνα με τον Κανονισμό 6, η σύνθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης είναι πενταμελής αλλά δεν φαίνεται να είχαν κληθεί τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης ώστε να παραστούν κατά την σύνταξη και την υπογραφή τόσο της Έκθεσης της Επιτροπής Αξιολόγησης όσο του ονομαστικού καταλόγου των αξιολογούμενων κατά σειρά επιτυχίας, η υπογραφή των εγγράφων μόνο από τα τρία εκ των πέντε μελών, αποδεικνύει ελαττωματική σύνθεση κατά τον συγκεκριμένο χρόνο. Η μη ύπαρξη υπογραφής της Έκθεσης της Επιτροπής Αξιολόγησης και του Πίνακα Αξιολόγησης από όλα τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης, συνιστά παράβασή ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και θέτει επιτυχώς υπό αμφισβήτηση την νομιμότητα των ενεργειών της Επιτροπής Αξιολόγησης στο τελευταίο αυτό στάδιο της λειτουργίας της. Οι διαπιστώσεις αυτές του Δικαστηρίου, οδηγούν την προσβαλλόμενη με τις υπό εξέταση προσφυγές απόφαση σε ακύρωση, η οποία ανατρέχει στη ρίζα της.
Ενόψει του ως άνω αποτελέσματος και με δεδομένο ότι, η παρανομία στη σύνθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης ανατρέχει στη ρίζα της νομιμότητας της απόφασης που λήφθηκε ως ζήτημα δημόσιας τάξης, παρέλκει η εξέταση οποιωνδήποτε άλλων λόγων ακυρότητας έχουν προωθηθεί σε εκάστη προσφυγή.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €1500 έξοδα υπέρ των αιτητών σε κάθε προσφυγή και εναντίον των καθ' ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.
Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.
Κατάλογος Ενδιαφερομένων Μερών ανά Προσφυγή.
Α. Με την Προσφυγή αρ. 94/2018 Σ. Σ. ν. Δημοκρατίας, προσβάλλεται η προαγωγή στον βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου των πιο κάτω δεκαεπτά (17) Ενδιαφερομένων Μερών:
1. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Σ. Α..
2. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Ν. Χρ..
3. Ανώτερος Υπαστυνόμος [ΓΙ.Φ. 1xxx] Α. Α..
4. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Γ. Σ..
5. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Α. Λ..
6. Ανώτερη Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Ρ. Σ..
7. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Κ. Λ..
8. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Μ. Β..
9. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Π. Ζ..
10. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Ν. Σ..
11. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Κ. Κ..
12. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx 1 Χ. Ζ..
13. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Ι. Κ..
14. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Α. Αν..
15. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Π. Π..
16. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Στ. Π..
17. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Γ. Σ..
Β. Με την Προσφυγή αρ. 95/2018 Μ. Ν. ν. Δημοκρατίας, προσβάλλεται η προαγωγή στον βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου των πιο κάτω δέκα (10) Ενδιαφερομένων Μερών:
l . Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Α. Λ..
2. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Κ. Λ..
3. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Π. Ζ..
4. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Ν. Σ..
5. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Κ. Κ..
6. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Χ. Ζ..
7. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Α. Α..
8. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Π. Π..
9. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Σ. Π..
10. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Γ. Σ..
Γ. Με τη Προσφυγή αρ. 279/2018 Π. Δ. ν. Δημοκρατίας, προσβάλλεται η προαγωγή στον βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου των πιο κάτω έξι (6) Ενδιαφερομένων Μερών, ήτοι :
l . Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Α. Α..
2. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Γ. Σ..
3. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Π. Ζ..
4. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Π. Π..
5. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Χ. Ζ..
6. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Σ. Π..
1. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Ι. Γ..
2. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Ζ. Ψ..
3. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Ι. Κ..
4. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Ν. Σ..
5. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Κ. Κ..
6. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Γ. Σ..
7. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Α. Α..
8. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Γ. Σ..
9. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Α. Α..
10. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Μ. Δ..
11. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Π. Ζ..
12. Ανώτερη Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Χρ. Δ..
13. Ανώτερη Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Ρ. Σ..
14. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Μ. Ι..
15. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Μ. Κ..
16. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Ν. Χρ.,
17. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Κ. Λ..
18. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Μ. Β..
19. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Α. Λ..
20. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Σ. Α..
21. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Χ. Α..
22. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Π. Παρασκευά.
23. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Χ. Ζ..
24. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Σ. Π..
25. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Μ. Π..
Ε. Με την Προσφυγή αρ. 293/2018 Γ. Γ. ν. Δημοκρατίας, προσβάλλεται η προαγωγή στον βαθμό του Αν.Υπαστυνόμου των πιο κάτω εννέα (9) Ενδ. Μερών:
l . Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Α. Α..
2. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Π. Ζ..
3. Ανώτερη Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Χ. Δ..
4. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Α. Λ..
5. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Σ. Α..
6. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Χ. Α..
7. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Π. Π..
8. Ανώτερος Υπαστυνόμος Π.Φ. 1xxx] Χ. Ζ..
9. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Μ. Π..
ΣΤ. Με την Προσφυγή αρ. 303/2018 Ξ. Φ. ν. Δημοκρατίας, προσβάλλεται η προαγωγή στον βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου των πιο κάτω δύο (2) Ενδιαφερομένων Μερών:
1. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Π. Ζ..
2. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Σ. Π..
Ζ. Με την Προσφυγή αρ. 304/2018 Α. Κ. ν. Δημοκρατίας, προσβάλλεται η προαγωγή στον βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου των πιο κάτω δύο (2) Ενδιαφερομένων Μερών:
1. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Π. Ζ..
2. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Γ. Σ..
Η. Με την Προσφυγή αρ. 343/2018 Α. Χ. ν. Δημοκρατίας, προσβάλλεται η προαγωγή στον βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου των πιο κάτω δέκα (10) Ενδιαφερομένων Μερών:
l . Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Α. Λ..
2. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Κ.Λ..
3. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Π. Ζ..
4. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Ν. Σ..
5. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Κ. Κ..
6. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Χ. Ζ..
7. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Α. Α..
8. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Π. Π..
9. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Σ. Π..
10. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Γ. Σ..
Θ. Με την Προσφυγή αρ. 377/2018 Ε. Π. ν. Δημοκρατίας, προσβάλλεται η προαγωγή στον βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου των πιο κάτω είκοσι πέντε (25) Ενδιαφερομένων Μερών:
1. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Ι. Γ..
2. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Ζ. Ψ..
3. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Ι. Κ..
4. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Ν. Σ..
5. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Κ. Κ..
6. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Γ. Σ..
7. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Α. Α..
8. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Γ. Σ..
9. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Α. Α..
10. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1 xxx] Μ. Δ..
11. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Π. Ζ..
12. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Χρ. Δ..
13. Ανώτερη Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Ρ. Σ..
14. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Μ. Ι..
15. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Μ. Κ..
16. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Ν. Χρ.,
17. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Κ. Λ..
18. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Μ. Β..
19. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Α. Λ..
20. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Σ. Α..
21. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Χρ. Α..
22. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Π. Π..
23. Ανώτερος Υπαστυνόμος [Π.Φ. 1xxx] Χ. Ζ..
Κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων, στις 3/07/2024, η Προσφυγή αρ. 377/2018 αποσύρθηκε ενάντια στα Ε/Μέρη αρ. 15, 16, 20, 21 & 23 και η εν λόγω υπόθεση απορρίφθηκε όσων αφορά τα πρόσωπα αυτά.
__________________
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο