. ΕΛ Κ., ανήλικη δια των κηδεμόνων και γονέων αυτής Ι. ΕΛ Κ. και Ν. Φ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., Υπόθεση Αρ. 964/2020, 26/6/2025
print
Τίτλος:
. ΕΛ Κ., ανήλικη δια των κηδεμόνων και γονέων αυτής Ι. ΕΛ Κ. και Ν. Φ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., Υπόθεση Αρ. 964/2020, 26/6/2025

 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                         

  Υπόθεση Αρ. 964/2020

                                                   26 Ιουνίου, 2025

 

                                             [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

                        ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

Μ. ΕΛ Κ., ανήλικη δια των κηδεμόνων και γονέων αυτής

 Ι. ΕΛ Κ. και Ν. Φ.

Αιτήτρια,

v.

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω 1. Υπουργού Εσωτερικών, 2. Λειτουργού Μετανάστευσης, 3. Επάρχου Λευκωσίας

                                                                             Καθ' ων η Αίτηση   

 __________________

 

Ρ. Χαραλάμπους (κα) για Σωτήρης Αργυρού και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, δικηγόροι για την Αιτήτρια.

Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Καθ' ων η αίτηση.

  ___________________

                                                

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ : Με την υπό κρίση προσφυγή, η Αιτήτρια στρέφεται ενάντια στην απόφαση των Καθ’ων η αίτηση, γνώση της οποίας έλαβε με επιστολή ημερομηνίας 10.09.2020 προς τους δικηγόρους της, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της ημερ. 31.07.2020 για διόρθωση του πιστοποιητικού γέννησης και εγγραφή της ως πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Ως καταγράφεται στην Ένσταση των Καθ’ων η αίτηση και προκύπτει αντίστοιχα από τα σχετικά έγγραφα του διοικητικού φακέλου, τα γεγονότα έχουν ως εξής;

 

Στις 31 Ιουλίου 2020 αποστάλθηκε με τηλεομοιότυπο στην Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας επιστολή από το δικηγορικό γραφείο Σωτήρης Αργυρού και Συνεργάτες, που αφορούσε αίτημα του Ι. ΕΛ Κ. για τροποποίηση  του εκδοθέντος πιστοποιητικού γέννησης του ανήλικου παιδιού του Μ. ΕΛ Κ. που γεννήθηκε στις 03.04.2020, ώστε στον προσωπικό αριθμό εγγραφής της να μην αναγράφεται το «Ο3-», δηλαδή την εγγραφή του βρέφους ως αλλοδαπό, καθώς επίσης και στη διόρθωση του πιστοποιητικού και συγκεκριμένα για την προσθήκη του τόπου καταγωγής του τέκνου.

 

Κατόπιν σχετικής έρευνας στο ηλεκτρονικό σύστημα του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης που διατηρείται στο γραφείο της Επαρχιακής Διοίκησης, ο Ι. ΕΛ Κ. απέκτησε την Κυπριακή υπηκοότητα δυνάμει γάμου με την Κύπρια Ι. ΕΛ Κ. με την οποία απέκτησε 6 τέκνα. Τα εν λόγω παιδιά του Ι. ΕΛ Κ. απέκτησαν την Κυπριακή υπηκοότητα αφού κατά τον χρόνο γέννησής τους τόσο η μητέρα όσο και ο πατέρας κατείχαν την κυπριακή υπηκοότητα και βρίσκονταν σε γάμο.

 

Στις 8.05.2018 ο Ι. ΕΛ Κ. τέλεσε γάμο με την Ο. Φ., λιβανικής καταγωγής και υπηκοότητας, αφού προηγουμένως χώρισε με την Κύπρια σύζυγό του. Από τον γάμο του με την Ν. Φ. απέκτησε τις 03.04.2020 την κόρη του Μ. ΕΛ Κ. (η Αιτήτρια) στην οποία δεν μεταφέρθηκε η κυπριακή υπηκοότητα. Το γεγονός αυτό αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης και για τον σκοπό αυτό οι γονείς της Αιτήτριας προέβησαν σε σειρά διαβημάτων μέσω του δικηγόρου τους προς τους Καθ' ων η αίτηση, με καταληκτική την επιστολή του συγκεκριμένου δικηγόρου ημερ. 31.07.2020, με αίτημα πάντα τη διόρθωση του πιστοποιητικού γεννήσεως της και την εγγραφή της ως πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Το γραφείο της Επαρχιακής Διοίκησης Λευκωσίας απέστειλε προς τους δικηγόρους της Αιτήτριας επιστολή ημερομηνίας 10.09.2020, με την οποία απέρριψε το αίτημα τους, αναφέροντας τα ακόλουθα:

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας με ημερομηνία 31 Ιουλίου 2020, η οποία λήφθηκε με τηλεομοιότυπο, σχετικά με το πιο πάνω θέμα, και να σας πληροφορήσω ότι ο πελάτης σας κ. Ιxxx Εx Κxxxx ο οποίος πολιτογραφήθηκε ως Κύπριος πολίτης σύμφωνα με το άρθρο 110 (2) (α) του Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου "δεν δύναται να μεταφέρει το δικαίωμα εγγραφής ως Κύπριος Πολίτης σε τέκνο που δεν είναι τέκνο του/της συζύγου ή σε επόμενο αλλοδαπό ή αλλοδαπή σύζυγο, ανάλογα με την περίπτωση", σύμφωνα με το εδάφιο (δ) του ίδιου νόμου.

Είμαι στη διάθεση σας για περαιτέρω πληροφορίες αν το επιθυμείτε.»

 

Η Αιτήτρια, μέσω της προσφυγής της προσβάλλει την ως άνω απόφαση για απόρριψη του αιτήματος της για διόρθωση του πιστοποιητικού γέννησης της και εγγραφή της ως πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, προωθώντας τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης.

 

Καταρχήν, ο δικηγόρος της Αιτήτριας ισχυρίζεται πλάνη περί ερμηνείας του Νόμου σύμφωνα με το Άρθρο 110 (2) (α) (δ) και πλάνη περί τα πράγματα, ήτοι ότι υπό τις περιστάσεις της Αιτήτριας η οποία γεννήθηκε στη Κύπρο από Κύπριο πατέρα και όχι στο εξωτερικό δεν εφαρμόζεται η νομοθεσία αφού, μεταξύ άλλων, «δεν υπήρξε οποιαδήποτε αποστέρηση ή αποκήρυξη της κυπριακής υπηκοότητας από την Αιτήτρια για να τεθούν σε ενέργεια οι πρόνοιες οι οποίες παρατίθενται πιο πάνω».

 

Συνεχίζοντας να επιχειρηματολογεί ο δικηγόρος της Αιτήτριας για πλάνη στην ερμηνεία του Νόμου εκ μέρους των Καθ’ων η αίτηση, υποστηρίζει ότι υφίσταται και ανεπαρκής αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης. Ακόμα, περιγράφοντας τα γεγονότα τα οποία συνοδεύουν την παρούσα υπόθεση, ισχυρίζεται παραβίαση από τη διοίκηση των αρχών της Ισότητας και της Καλής Πίστης. Τέλος, ισχυρίζεται παραβίαση εκ μέρους των Καθ’ων η αίτηση του άρθρου 9 του Συντάγματος το οποίο αφορά το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβιώσεως, όπως και του άρθρου 13 σε σχέση με το δικαίωμα ελευθέρας μετακινήσεως και διαμονής εντός της Δημοκρατίας.  

 

Αντίθετα, η πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση προβάλει τη νομιμότητα της απόφασης της διοίκησης, και αναφέρει ότι, η διοικητική πράξη θεωρείται νόμιμη, βάσει της αρχής του τεκμηρίου της νομιμότητας και της κανονικότητας και το βάρος της απόδειξης των λόγων ακυρότητας το φέρει η Αιτήτρια.

 

Στη συνέχεια, σχολιάζοντας τους λόγους ακυρώσεως που προβάλλει η Αιτήτρια διά του δικογράφου της προσφυγής της, η δικηγόρος της Δημοκρατίας αναφέρει ότι δεν εγείρονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962, ο οποίος θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο, δια των εγγράφων προτάσεών του να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και συγχρόνως να τα αιτιολογεί πλήρως αφού τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται στη δικογραφία, ενώ η γραπτή αγόρευση δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας ή διεύρυνσης των επίδικων θεμάτων.

 

Ακόμα εισηγείται ότι, τα νομικά σημεία τα οποία η Αιτήτρια προβάλλει με την προσφυγή της δεν αναπτύσσονται ουσιαστικά στην γραπτή της αγόρευση, στην οποία απλώς αναπαράγει κάποιους από τους λόγους ακύρωσης που προβλήθηκαν στην προσφυγή, χωρίς να τεκμηριώνει, πόσο μάλλον να αποδεικνύει οποιοδήποτε λόγο ακύρωσης. Περαιτέρω υποβάλλει πως παρατηρείται απουσία δικανικού συλλογισμού, αφού, ως ισχυρίζεται, η Αιτήτρια δεν προβαίνει σε καμία εξατομίκευση των νομικών της ισχυρισμών σε σχέση με την εξεταζόμενη υπόθεση.

Όπως καταγράφεται στη γραπτή αγόρευση της ευπαίδευτης δικηγόρου της Νομικής Υπηρεσίας, η Αιτήτρια προβαίνει απλώς σε μία αόριστη παράθεση κάποιων λόγων ακύρωσης, από την οποία όμως δεν προκύπτει οποιοδήποτε μεμπτό σημείο, όσον αφορά τις ενέργειες των Καθ' ων η Αίτηση.   

 

Το Δικαστήριο, σχολιάζοντας τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης, καταρχήν σημειώνει ότι όλοι οι ισχυρισμοί θα πρέπει να κριθούν αποκλειστικά με βάση τα πραγματικά γεγονότα τα οποία προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης. Ειδικότερα σημειώνω ότι, προκύπτει από τα γεγονότα του διοικητικού φακέλου και εν πάση περιπτώσει αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι, ο πατέρας της Αιτήτριας απέκτησε την κυπριακή υπηκοότητα δυνάμει γάμου με Κύπρια και στη συνέχεια, αφού ο γάμος λύθηκε, γεννήθηκε η Αιτητρια ως ο καρπός του επόμενου γάμου του με υπήκοο τρίτου κράτους. Το ζήτημα, ως υποδεικνύουν οι Καθ' ων η αίτηση, ρυθμίζεται με τις πρόνοιες του άρθρου 110 (2) (α) του Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, το οποίο προβλέπει ακριβώς ότι «πρόσωπο που απέκτησε την κυπριακή υπηκοότητα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν δύναται να μεταφέρει το δικαίωμα εγγραφής ως Κύπριου πολίτη σε τέκνο του που δεν είναι τέκνο του/της συζύγου ή σε επόμενο αλλοδαπό ή αλλοδαπή σύζυγο, ανάλογα με την περίπτωση»

 

Κατά πάγια νομολογία, οι κανόνες ερμηνείας των νόμων καθιερώνουν τη γραμματική ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία οι νόμοι θα πρέπει να ερμηνεύονται με βάση το πραγματικό και/ή φυσικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων, εκτός εάν αυτό είναι σε αντίθεση ή ασυμφωνία με οποιαδήποτε ρητή σκοπό του νόμου ή οδηγεί σε αποτέλεσμα παράλογο (βλ. Ακίνητα Λ. & Ν. Κυπριανού ΛΤΔ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 6333/2013, ημερ. 1.8.2016, ECLI:CY:AD:2016:D385, ECLI:CY:AD:2016:D385).

 

Η εν προκειμένω, ερμηνεία και εφαρμογή της επίδικης διάταξης της τέταρτης επιφύλαξης του άρθρου 110(2) του Νόμου, δεικνύει ότι οι Καθ' ων η αίτηση έδρασαν σύννομα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας.

 

Η προαναφερθείσα διάταξη στην οποία βρίσκουν εφαρμογή τα γεγονότα της υπόθεσης είναι τέτοια που δεν αφήνει οιοδήποτε περιθώριο παρερμηνείας ούτως ώστε να προκύπτει πλάνη περί το νόμο ή τα πράγματα, ως υποστηρίζει η Αιτήτρια.  Αντίθετα, διαφορετική ερμηνεία, ως δηλαδή προτείνει ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Αιτήτριας, θα διευκόλυνε καταχρηστικές συμπεριφορές εκ μέρους υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι αρχικά εξασφάλισαν την υπηκοότητα της Κ.Δ. δι' εγγραφής και ακολούθως, εκμεταλλευόμενοι αυτό το γεγονός, θα δύνανται να προχωρήσουν στη συνέχεια σε νέα σύναψη γάμου, ούτως ώστε να μεταφέρουν την κυπριακή υπηκοότητα στην επόμενη σύζυγο και στα τέκνα που γεννηθούν στη συνέχεια, όπως εν προκειμένω συμβαίνει και στη επίδικη περίπτωση.

 

Σημειώνω ότι, αντίστοιχο ζήτημα εξετάστηκε από το Δικαστήριο στην απόφαση ημερομηνίας 17/02/2023 στην Υπόθεση υπ' αρ. 237/20 Α. Α. ν. Κ. Δ. ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΛΕΜΕΣΟΥ - ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ, όπου ο Φ.Κωμοδρόμος, Δ.Δ.Δ. (όπως ήταν τότε), σε γεγονότα τα οποία προσομοιάζουν με την παρούσα, ανέφερε τα ακόλουθα, με τα οποία συμφωνώ:

«Λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα της υπό κρίση περίπτωσης, έχω την άποψη ότι εν προκειμένω, οι καθ' ων η αίτηση, κατ' ορθήν ερμηνεία και εφαρμογή της αμέσως πιο πάνω επιφύλαξης, νόμιμα αποφάσισαν την απόρριψη του αιτήματος του αιτητή. Η συγκεκριμένη διάταξη είναι, κατά την κρίση μου, σαφής, ούτως ώστε να μην επιδέχεται πολλαπλής ερμηνείας: πρόσωπο που απέκτησε την Κυπριακή υπηκοότητα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110 του Νόμου, ήτοι δι' εγγραφής, όπως εν προκειμένω ο αιτητής, δεν δύναται να μεταφέρει το δικαίωμα εγγραφής ως Κυπρίου πολίτη σε τέκνο του που δεν είναι τέκνο του/της συζύγου του. Στην υπό εξέταση περίπτωση, αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι ο αιτητής απέκτησε την Κυπριακή υπηκοότητα στις 28.6.2001, μετά την υποβολή αίτησης για εγγραφή του ως πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως σύζυγος Κύπριας πολίτη. Ακολούθως, στις 7.3.2018, εκδόθηκε διάταγμα διαζυγίου του αιτητή με την προαναφερθείσα Κύπρια σύζυγό του, ενώ στις 3.5.2018, ο αιτητής τέλεσε γάμο με Σύρια υπήκοο, με την οποία και απέκτησαν τη θυγατέρα τους. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, κατ' ορθήν εφαρμογή της προεκτεθείσας τέταρτης επιφύλαξης του άρθρου 110(2) του Νόμου, οι καθ' ων η αίτηση κατέληξαν ότι ο αιτητής δεν μπορεί να μεταφέρει το δικαίωμα εγγραφής ως Κύπριου πολίτη σε τέκνο που δεν είναι τέκνο της (νυν) συζύγου του, ήτοι στη θυγατέρα του, η οποία δεν είναι τέκνο της Κύπριας συζύγου του, από την οποία απέκτησε ο ίδιος την Κυπριακή υπηκοότητα.»

 

Συνοψίζοντας τα πιο πάνω, αναφέρω ότι, στη παρούσα περίπτωση διαπιστώνω ότι, εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση διεξήχθη η δέουσα έρευνα και στη συνέχεια ορθώς έτυχε εφαρμογής στη περίπτωση η σχετική συγκεκριμένη πρόνοια της νομοθεσίας. Δεν διαπιστώνεται κενό έρευνας, η οποία, αντίθετα, κρίνεται επαρκής. Ενώπιον των Καθ' ων η αίτηση υπήρχαν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, προκειμένου να ληφθεί η, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή, απόφαση για απόρριψη της επίδικης αίτησης.

 

Περαιτέρω, ουδεμία πλάνη περί το νόμο ή περί τα πράγματα διαπιστώνεται. Αντίθετα, η συγκεκριμένη αίτηση εξετάστηκε στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης και το αρμόδιο τμήμα κατέληξε στη προσβαλλόμενη απόφαση. Ακολούθως, με την επιστολή ημερ. 10.09.2020, δόθηκε στη διοικούμενη, μέσω του δικηγόρου της και η ακριβής αιτιολογία για την απόρριψης του αιτήματος της για διόρθωση του πιστοποιητικού της και συνακόλουθα την εγγραφή της ως πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Ως εκ τούτου, οι αντίστοιχοι λόγοι που προβάλλονται από τους δικηγόρους της Αιτήτριας, απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

 

Εξετάζοντας τους τελευταίους λόγους ακύρωσης που προβάλλονται από την Αιτήτρια, ήτοι ότι υπάρχει παραβίαση από τη διοίκηση των αρχών της Ισότητας, της Καλής Πίστης και της Χρηστής Διοίκησης, θα συμφωνήσω με την ευπαίδευτη δικηγόρο της Νομικής Υπηρεσίας η οποία υποδεικνύει ότι παρατηρείται απουσία δικανικού συλλογισμού εκ μέρους της Αιτήτριας, αφού, δεν προκύπτει η απαραίτητη εξατομίκευση των νομικών της ισχυρισμών σε σχέση με την εξεταζόμενη υπόθεση. Η ακριβής αναφορά στη προσφυγή έγκειται στο ότι: «Οι επίδικες πράξεις και/ή αποφάσεις των Καθ’ ων η αίτηση έχουν εκδοθεί κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας – Άρθρα 8 εως 13 του Νόμου 158(Ι)/1999». Στη συνέχεια, όπως πολύ σωστά καταγράφεται στη γραπτή αγόρευση της ευπαίδευτης δικηγόρου της Νομικής Υπηρεσίας, με την αγόρευση της η Αιτήτρια, προβαίνει απλώς σε μία αόριστη παράθεση ισχυρισμών για παραβίαση εκ μέρους των Καθ’ων η αίτηση των Γενικών Αρχών του διοικητικού δικαίου, χωρίς να εξειδικεύσει αρκούντως τους ισχυρισμούς της. Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο μέσα στα πλαίσια του αναθεωρητικού του ελέγχου δεν διαπιστώνει οποιοδήποτε μεμπτό σημείο κατά παράβαση των Γενικών Αρχών του διοικητικού δικαίου, όσον αφορά τις επίδικες ενέργειες της διοίκησης, πέραν της ορθής εφαρμογής του νόμου.  

 

Ολοκληρώνοντας την εξέταση των ισχυρισμών της Αιτήτριας περί παραβίασης εκ μέρους των Καθ’ων η αίτηση του Άρθρου 9 του Συντάγματος το οποίο αφορά το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβιώσεως, αλλά και του Άρθρου 13 σε σχέση με το δικαίωμα ελευθέρας μετακινήσεως και διαμονής εντός της Δημοκρατίας, θα συμφωνήσω εκ νέου με τους Καθ’ων η αίτηση, ότι αυτοί δεν εγείρονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962, ο οποίος θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο, δια των εγγράφων προτάσεών του «να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και συγχρόνως να τα αιτιολογεί πλήρως» αφού τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται στη δικογραφία.

 

Η αναφορά στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως της Αιτήτριας περιορίζεται στο εξής: «Οι επίδικες πράξεις και/ή αποφάσεις αποτελούν δυσμενή διάκριση κατά των Αιτητών κατά παράβαση των Άρθρων 9, 13, 25, 28, 29 και 35 του Συντάγματος».

 

Συνεπώς διαπιστώνω ότι εν προκειμένω, η θέση της δικηγόρου των Καθ΄ ων η Αίτηση είναι απολύτως βάσιμη και ο αντίστοιχος λόγος απορρίπτεται, αφού κατά πάγια νομολογία, δεν αρκεί η απλή επίκληση της παραβίασης ενός Άρθρου του Συντάγματος ή ενός νόμου ή των γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου, χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση (βλ. Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672). Όταν οι λόγοι ακύρωσης που προβάλει η Αιτήτρια, δεν εξειδικεύονται ρητώς και αιτιολογημένα στο δικόγραφο, ενώ επίσης τίθενται αόριστα δεν μπορούν να εξεταστούν από το Δικαστήριο. Απόλυτα σχετικές είναι οι αποφάσεις Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, στην Αναθεωρητική Έφεση 95/2012, ημερομηνίας 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, αλλά και η απόφαση της Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου στην υπόθεση Χριστόδουλος Μιχαήλ (Συνταγματάρχης) κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργού Άμυνας, Υπόθεση Αρ. 107/2017 ημερομηνίας 11 Δεκεμβρίου 2017.

 

Ολοκληρώνοντας το κείμενο της απόφασης, οφείλω να επισημάνω ότι, το ζήτημα της πολιτογράφησης άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της και επομένως το ακυρωτικό Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τη διαχρονική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. ISSA E.E. ALYATIM ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 33/11, ημερ. 25.10.2016 και στην Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, MOJTABA E.G. MEIDAN ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1644/2010, ημερ. 15.10.2013). Όπως έχει κατ΄ επανάληψη τονιστεί μέσα από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το ζήτημα της πολιτογράφησης άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της και επομένως το ακυρωτικό Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας (βλ. Tulin Sabahatin Veysel κ.ά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010 και Boulatnikova v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007).

 

Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Yousife Mohamad v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. (2010) 3 Α.Α.Δ. 18, «η πολιτογράφηση είναι μία εξουσία η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης». Περαιτέρω, στην Tulin Sabahatin Veysel, ανωτέρω, υπογραμμίστηκε ότι, «η ευχέρεια αυτή της πολιτείας αναγνωρίζεται διεθνώς από πολύ παλιά και η μόνη υποχρέωση που η Κυπριακή Δημοκρατία υπέχει στον τομέα αυτό κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας είναι να ενεργεί με καλή πίστη»

 

 

Στη παρούσα υπόθεση, ουδείς εκ των προβαλλόμενων από την Αιτήτρια λόγων ακύρωσης μπορεί να επιτύχει.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα 1700 Ευρώ υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.                                                               

 

 Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.                               


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο