
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση Αρ. 978/2023 (iJustice)
10 Ιουνίου, 2025
[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]
Αναφορικά με τα Άρθρα 146 και 28 του Συντάγματος
Γαβριήλ Γερολέμου
Αιτητή
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εργασίας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων
Καθ' ων η Αίτηση
.........
κ.κ. Karapatakis Pavlides LLC, Δικηγόροι για Αιτητή
Καμία εμφάνιση για τους Καθ' ων η αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Το ιστορικό της παρούσας καταγράφηκε στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου (Εντ. Α. Ζερβού, ΔΔΔ) στην Προσφυγή Αρ. 828/2017 Γαβριήλ Γερολέμου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εργασίας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ. 30.09.2022 μεταξύ των ιδίων, με την παρούσα, διαδίκων. Εκεί αναφέρθηκε:
«Ο αιτητής, γεννηθείς το 1957, εργάτης και οδηγός φορτηγών, αιτήθηκε στις 18.04.2007 σύνταξη ανικανότητας λόγω ρήξης έσω και έξω μηνίσκου στο δεξιό γόνατο, για την οποία είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση, με τον θεράποντα ιατρό του να χαρακτηρίζει αυτόν ως ανίκανο για εργασία. Κατόπιν αξιολόγησης από Ορθοπεδικό Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο τον έκρινε ως ικανό για ελαφρά εργασία, ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (εφεξής ο Διευθυντής), ενέκρινε την αίτησή του για παροχή σύνταξης ανικανότητας από την 01.01.2007, σε ποσοστό 75%.
Στις 07.12.2010 επανεξετάστηκε από Ορθοπεδικό Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο τον έκρινε ως ικανό για άσκηση του επαγγέλματός του, με αποτέλεσμα ο Διευθυντής να τερματίσει τη χορηγηθείσα σύνταξη ανικανότητας από 01.01.2011, απόφαση την οποία ο αιτητής αμφισβήτησε με ιεραρχική προσφυγή, στα πλαίσια αξιολόγησης της οποίας ο αιτητής εξετάστηκε στις 06.04.2011 από Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο γνωμάτευσε πως ο αιτητής ήταν ικανός για την άσκηση του επαγγέλματος του οδηγού φορτηγού αλλά ως εργάτης δεν δύναται να εργασθεί. Η Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (εφεξής η Υπουργός) υιοθέτησε τη γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου με αποτέλεσμα στον αιτητή να συνεχίσει να καταβάλλεται σύνταξη ανικανότητας σε ποσοστό 75%. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 09.09.2011.
Στις 23.11.2016 ο αιτητής εξετάστηκε εκ νέου από Ορθοπεδικό Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο γνωμάτευσε ότι ο αιτητής δεν έχει απωλέσει τα 2/3 της ικανότητάς του για εργασία, με αποτέλεσμα ο Διευθυντής να τερματίσει την παροχή σύνταξης ανικανότητας στον αιτητή από 01.12.2016, απόφαση εναντίον της οποίας ο αιτητής, με επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 23.12.2016, υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή στην Υπουργό. Στα πλαίσια εξέτασης αυτής ο αιτητής επανεξετάστηκε την 01.02.2017 από Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο επίσης γνωμάτευσε πως ο αιτητής δεν έχει απωλέσει τα 2/3 της ικανότητάς του να εργάζεται, γνωμάτευση την οποία υιοθέτησε η Υπουργός απορρίπτοντας την ιεραρχική προσφυγή και επικυρώνοντας ως ορθή την απόφαση του Διευθυντή να τερματίσει την καταβολή σύνταξης ανικανότητας.
Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 20.03.2017 και εναντίον αυτής στρέφεται η παρούσα προσφυγή».
Η ως άνω Προσφυγή Αρ. 828/2017 είχε ακυρωτική έκβαση (εφεξής θα αναφέρεται ως η «ακυρωτική απόφαση») με το Δικαστήριο να διαπιστώνει τα ακόλουθα:
«ο αιτητής διατείνεται καταρχάς πως πληρούσε και εξακολουθεί να πληροί όλες τις προϋποθέσεις για την παροχή σύνταξης ανικανότητας και ουδεμία αλλαγή ή βελτίωση έχει επέλθει στην κατάσταση της υγείας του ή στις προσωπικές του συνθήκες ώστε να αιτιολογείται η προσβαλλόμενη απόφαση. Θεωρεί δε αυτήν ως αναιτιολόγητη, στηριζόμενη σε ανεπαρκή, γενική και αόριστη γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, η οποία συγκρούεται με τις γνωματεύσεις των θεραπόντων ιατρών του αλλά και την προγενέστερη απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 09.09.2011. Επιπλέον, εισηγείται πως οι καθ' ων η αίτηση δεν έχουν προβεί σε δέουσα έρευνα σε σχέση με την πραγματική κατάσταση της υγείας του βάσει του ιατρικού ιστορικού του με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να έχει ληφθεί υπό πραγματική και νομική πλάνη.
Οι καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν τους λόγους ακύρωσης και αντιτείνουν πως η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών τους, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και είναι δεόντως αιτιολογημένη. Επισημαίνουν ότι το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση της Διοίκησης ούτε προβαίνει σε επανεκτίμηση πρωτογενών γεγονότων, το δε ζήτημα κατά πόσον ένας ασφαλισμένος είναι ή όχι ικανός να ασκεί την εργασία του αποτελεί τεχνικό θέμα που δεν ελέγχεται ακυρωτικώς. Επιπλέον, σύμφωνα με την εισήγηση, στη βάση των γνωματεύσεων των ιατρικών συμβουλίων η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εύλογη και έχει ληφθεί εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας. Επισημαίνοντας ότι η παρεχόμενη στον αιτητή σύνταξη ανικανότητας ανέρχετο σε ποσοστό 75% και ότι ουδέποτε υπήρξε ιατρική γνωμάτευση ότι ο αιτητής θα παρέμενε μόνιμα ανίκανος για την άσκηση του επαγγέλματός του, η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση εισηγείται πως δεν υπήρχε υποχρέωση ειδικής αιτιολόγησης της διαφοροποίησης των γνωματεύσεων των ιατρικών συμβουλίων από προηγούμενες γνωματεύσεις, αιτιολόγηση η οποία εν πάση περιπτώσει προκύπτει, σύμφωνα με την εισήγηση, από τα βασικά σημεία της έκθεσης των ιατρικών συμβουλίων τα οποία περιγράφουν τα κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα σε σχέση με την ασθένεια του αιτητή και τα οποία, σε αντιδιαστολή με τα σημεία που είχαν συμπληρωθεί σε προηγούμενες ιατρικές εκθέσεις, αιτιολογούν την προσβαλλόμενη απόφαση.
Αξιολογώντας τις εκατέρωθεν θέσεις και ισχυρισμούς καταλήγω ότι οι εγειρόμενοι από τον αιτητή λόγοι ακύρωσης είναι βάσιμοι καθότι από τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης δεν παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα διαπίστωσης των ειδικών και συγκεκριμένων στοιχείων επί τη βάσει των οποίων οι καθ' ων η αίτηση κατέληξαν στη διαπίστωση ότι ο αιτητής, αναγνωρισθείς στο παρελθόν από τους ίδιους ως ανίκανος για εργασία σε ποσοστό 75%, είναι πλέον ικανός για εργασία. Η εν λόγω δε διαπίστωση δεν φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα δέουσας, υπό τις περιστάσεις, έρευνας και ως εκ τούτου ούτε το ενδεχόμενο πλάνης μπορεί να αποκλεισθεί.
Χωρίς να υπεισέρχομαι στην αξιολόγηση του κατά πόσον ο αιτητής είναι ή όχι ικανός πλέον για εργασία - ζήτημα πρωτίστως ιατρικό και άρα τεχνικό - διαπιστώνω ότι, παρά το γεγονός ότι ο αιτητής είχε αναγνωρισθεί προηγουμένως από τους καθ' ων η αίτηση ως ανίκανος για εργασία σε ποσοστό 75%, εντούτοις, ούτε το Πρωτοβάθμιο ούτε το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο έχουν συμπληρώσει το σχετικό πεδίο του τυποποιημένου Εντύπου στο οποίο ενσωματώνεται η γνωμάτευσή τους, το οποίο αναφέρεται στην πορεία της ασθένειας του αιτητή, ούτε έχουν προβεί σε σύγκριση με την ιατρική έκθεση προηγούμενων Ιατρικών Συμβουλίων ούτε καταγράφουν ότι παρατηρείται βελτίωση στην κατάσταση της υγείας του αιτητή και συνακόλουθα στην ικανότητά του για εργασία.
Δεν είναι, βεβαίως, έργο του Δικαστηρίου ούτε να προβεί σε σύγκριση των ιατρικών εκθέσεων βάσει των οποίων ο αιτητής κρίθηκε ως ανίκανος για εργασία με τις νέες εκθέσεις, ώστε να καταλήξει το ίδιο σε συμπεράσματα ως προς την πορεία της υγείας του αιτητή ούτε να διαπιστώσει πρωτογενώς ότι αυτή παρουσιάζει τέτοια βελτίωση η οποία να δικαιολογεί τη διακοπή της παρεχόμενης σύνταξης ανικανότητας.
Έχει κατ' επανάληψη υποδειχθεί από τη νομολογία, σε περιπτώσεις ως η υπό εξέταση, η ανάγκη αιτιολογίας των αποφάσεων των Ιατρικών Συμβουλίων, ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος των προσβαλλομένων αποφάσεων, ιδιαίτερα εφόσον αποφασίζεται η παροχή σύνταξης ανικανότητας να διακοπεί (Ηροδότου ν Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220).
Επισημαίνοντας ότι η αιτιολογία μίας διοικητικής πράξεως συνίσταται στην έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και στην παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια, με την ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων να απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου, επαναλαμβάνεται η πάγια θέση της νομολογίας ότι αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης. Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότητα να αντιληφθεί επί τη βάσει ποιων στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Φράγκου ν Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, Nisse v Δημοκρατίας, Α.Ε. 23/15, ημερ. 014.10.21), ECLI:CY:AD:2021:C436.
Επιπρόσθετα, λαμβάνοντας υπόψη τη συνταγματική αρχή της αξίας του ανθρώπου ως υπόβαθρο της αιτιολογίας των διοικητικών πράξεων, στον ενδιαφερόμενο, φορέα δικαιωμάτων και εννόμων συμφερόντων, θα πρέπει να δίδεται μια αιτιολογημένη απόφαση, ώστε αυτός να είναι σε θέση να γνωρίζει τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε το διατακτικό της διοικητικής πράξης (Μιχάλης Ν. Πικραμμένος «Η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων και ο ακυρωτικός δικαστικός έλεγχος»)[1].
Η δε παντελής έλλειψη οποιασδήποτε, έστω στοιχειώδους, αναφοράς στην πορεία της ασθένειας του αιτητή, όπως αυτή προκύπτει από τα ιατρικά πιστοποιητικά τα οποία ήταν ενώπιον των Ιατρικών Συμβουλίων, δεν συνάδει με την υποχρέωση της διοίκησης, κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, να προβαίνει σε επαρκή έρευνα όλων των σχετικών με την υπόθεση γεγονότων (άρθρο 45 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου,Ν.158(Ι)/99).
Συνακόλουθα, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται λόγω έλλειψης δέουσας αιτιολογίας και επαρκούς έρευνας».
Κατά τα γεγονότα της αίτησης ακυρώσεως, η ακυρωτική απόφαση κατέστη τελεσίδικη και ακολούθως ο Αιτητής, διά των δικηγόρων του, απέστειλε στους Καθ΄ ων η αίτηση επιστολή ημερ. 07.02.2023 καλώντας τους να επανεξετάσουν την απόφασή τους υπό το φως της ακυρωτικής απόφασης εφιστώντας την προσοχή τους στην τελεσιδικία της ακυρωτικής απόφασης και στο γεγονός ότι η εκεί ακυρωθείσα απόφαση ήταν ημερ. 20.03.2017 και αφορούσε ιεραρχική προσφυγή του Αιτητή για παραχώρηση σύνταξης ανικανότητας. Μη λαμβάνοντας οποιαδήποτε απάντηση, ο Αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή στις 21.06.2023 (καταχωρηθείσα στο ijustice στις 20.06.2023 μετά τις 13.01) ζητώντας απόφαση ότι η άρνηση και/ή παράλειψη των Καθ΄ ων η αίτηση να συμμορφωθούν με την ακυρωτική απόφαση και να επανεξετάσουν την ιεραρχική του προσφυγή ημερ. 23.12.2016 αναφορικά με τον τερματισμό παροχής σε αυτόν σύνταξης ανικανότητας είναι άκυρη και πως ότι παραλείφθηκε πρέπει να διαταχθεί να γίνει.
Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του ιδιώτη επιδότη ημερ. 26.06.2023, η προσφυγή επιδόθηκε σε λειτουργό των Καθ’ ων η αίτηση στις 22.06.2023 όμως ουδεμία εμφάνιση και ουδεμία ένσταση καταχωρήθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση. Κατόπιν επανειλημμένων ανακοινώσεων του Δικαστηρίου, με τις οποίες εδίδετο παράταση προς συμμόρφωση των Καθ΄ων η αίτηση, στην ανακοίνωση ημερ. 24.01.2025 αναφορικά με τη δικάσιμο ημερ. 31.01.2025, που ήταν ορισμένη η παρούσα προσφυγή, με ειδική σημείωση του Δικαστηρίου επισημάνθηκε ότι η προσφυγή εγείρεται εναντίον του Υπουργείου Εργασίας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και ότι σε περίπτωση μη εμφάνισης και ένστασης μέχρι 05.03.2025 θα προχωρήσει η εκδίκασή της άνευ δικαιώματος ένστασης εκ μέρους των Καθ΄ ων η αίτηση.
Ουδεμία εμφάνιση ούτε ένσταση καταχωρήθηκε μέχρι την 05.03.2025 (ή μέχρι και την ημερομηνία της παρούσας) και στις 05.06.2025 επιφυλάχθηκε η παρούσα κατόπιν της καταχώρησης της αγόρευσης εκ μέρους του Αιτητή, στην οποία σημειώνεται ότι μέχρι τις 09.05.2025, ημερομηνία της αγόρευσης, οι Καθ΄ων η αίτηση παραλείπουν/αμελούν να επανεξετάσουν.
Με δεδομένα τα πιο πάνω, οφείλω καταρχάς να ψέξω τη στάση της διοίκησης, η οποία αναφορικά με μια ιεραρχική προσφυγή με αντικείμενο τερματισμό σύνταξης ανικανότητας που εκκρεμεί από τα τέλη 2016, παραλείπει να συμμορφωθεί στο καθήκον της να επανεξετάσει κατόπιν της ακυρωτικής απόφασης, η οποία εξεδόθηκε από τον Σεπτέμβρη 2022, ήτοι σχεδόν 9 μήνες πριν την καταχώριση της παρούσας και πέραν των 2 μιση ετών πριν την ημερομηνία της παρούσας απόφασης αλλά και να αποφεύγει να εμφανιστεί ενώπιον του παρόντος ώστε να δώσει εξηγήσεις για τη στάση της αυτή.
Σημειώνω ότι η σημερινή μου απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 970/2023 (iJustice) Ρένου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εργασίας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αφορά παρόμοια εικόνα δεδομένων και με το αυτό αποτέλεσμα με την παρούσα, και εκεί αναφέρθηκα στο καθήκον της διοίκησης για επανεξέταση κατόπιν ακυρωτικής απόφασης και στην εκτελεστή φύση της παράλειψης εκτέλεσής του, καθώς και στη σχετική νομολογία (βλ. Αναθ. Εφ. Αρ. 146/2014 ΚΟΤ v. Ελίνα Χριστοφίδου, ημερομηνίας 12.07.2016, και λοιπές παραπεμπόμενες στην απόφαση μου στην Προσφυγή Αρ. 970/2023 (iJustice)].
Τα ίδια λοιπόν ισχύουν και στην παρούσα. Είναι δεδομένο το καθήκον των Καθ΄ ων η αίτηση, σύμφωνα με το Άρθρο 146.5 του Συντάγματος και το άρθρο 59 του Ν. 158(1Ι)/1999 να συμμορφωθούν με την ακυρωτική απόφαση και να επανεξετάσουν την ιεραρχική προσφυγή του Αιτητή υπό το φως των ευρημάτων της απόφασης αυτής, καθήκον που ουδείς αμφισβητεί και άλλωστε επιβεβαιώνω ότι παρέλειψαν/ παραλείπουν να εκτελέσουν για, υπό τις περιστάσεις πέραν του ευλόγου, χρονικό διάστημα.
Ως εκ των ανωτέρω η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει ως το αιτητικό Α αυτής. Η προσβαλλόμενη παράλειψη των Καθ΄ ων η αίτηση να επανεξετάσουν κατόπιν της ακυρωτικής απόφασης στην Προσφυγή Αρ. 828/2017 Γαβριήλ Γερολέμου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εργασίας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ. 30.09.2022 είναι άκυρη και επομένως παν ό,τι έχει παραλειφθεί, δέον όπως εκτελεσθεί. Τα έξοδα επιδικάζονται στα €1.600 πλέον Φ.Π.Α υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ' ων η αίτηση.
Φ. Καμένος, ΔΔΔ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο